Jon Hopkins – Immunity (Domino)

jon
1. We Disappear
2. Open Eye Signal
3. Breathe This Air
4. Collider
5. Abandon Window
6. Form By Firelight
7. Sun Harmonics
8. Immunity

Ανοσία… Δηλαδή «η ικανότητα ενός οργανισμού να αμύνεται ενάντια σε κάποιον εξωτερικό βλαπτικό παράγοντα» μας λέει η wikipedia. Και έτσι είναι, θα μου πείτε όμως τι σχέση έχει η ανοσία με τη μουσική. Μπορώ λοιπόν με ένα …μεταφορικό άλμα να σκεφτώ διάφορες νόσους οι οποίες προσβάλλουν μουσικούς του χώρου της ευρύτερης ηλεκτρονικής παράταξης, μερικές εκ των οποίων έχουν μάλιστα εξελιχθεί σε πραγματική μάστιγα, εκμεταλλευόμενες κυρίως το γεγονός ότι το πεδίο είναι ακόμη σχετικά καινούργιο και δεν υπάρχει ακόμη ευρύτερα εμπεδωμένη γνώση των μηχανισμών και των κωδικών του. Αποτέλεσμα είναι διάφοροι βλαπτικοί παράγοντες, «ιοί και βακτηρίδια», να κυκλοφορούν ακόμη ανενόχλητοι (πολλές φορές μάλιστα υπό τις ευλογίες των …κριτικών αρχών). Μπορώ έτσι ενδεικτικά να απαριθμήσω μερικές: κλινική υπερλόγια φορμαλίτιδα, ιδιοπαθής ατμοσφαιρική κινηματογραφοφιλία, προϊούσα τεχνοκρατική εγκεφαλίτιδα, υπερστουντιακή ψηφιακή κενολογία, ακατάσχετη αυτοσχεδιαστική υπερπλασία, υποτροπιάζουσα ομφαλοσκοπική πρωτοπορολαγνεία κλπ κλπ, είναι κάμποσες ακόμη.

Βέβαια ας έχουμε κατά νου ότι 1) απόλυτη ανοσία ασφαλώς και δεν υπάρχει και 2) η νόσος είναι πολλές φορές μια φυσιολογική κατάσταση στην υπερβολή της, τα όρια υγείας/ασθένειας δεν είναι πάντοτε σαφή (πως ανεβοκατεβαίνουν π.χ. τα όρια της χοληστερίνης και ο χθεσινός υγιής είναι ξάφνου ο σημερινός ασθενής;) Κατά μία έννοια κανείς δεν είναι απολύτως υγιής (για να μην αναφερθώ στο ρηθέν που λέει ότι υγιής είναι όποιος δεν εξετάζεται συχνά).

Από την ιατρική σκοπιά το πιάσαμε το θέμα, είναι και το όνομα του καλλιτέχνη που παραπέμπει στο πιο διάσημο νοσοκομείο του κόσμου, από το οποίο τον διακρίνει ένα κομμένο h. Το νοσοκομείο είναι στη Υόρκη, ο Jon στο Λονδίνο. Υπάρχει όμως και άλλη μία συσχέτιση. Σε ένα νοσοκομείο εκτυλίχθηκε κάποτε και ο ιδρυτικός μύθος της ambient μουσικής. Όταν κάπου στα 1975 ένας τύπος ανάρρωνε από ατύχημα στο κρεβάτι του πόνου, μια φίλη του έφερε έναν δίσκο με άρπες του 18ου αιώνα, ένα ηχείο ήταν χαλασμένο και η ένταση του ήχου χαμηλή. Ο ίδιος περιέγραψε αργότερα την εμπειρία του σαν μια αποκάλυψη, μια μέθεξη, μια συνειδητοποίηση της περιβαλλοντικής διάστασης της μουσικής. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, ο τύπος λεγόταν (και λέγεται) Brian Eno, και σήμερα μάλιστα, εν έτει 2013 ετοιμάζει τη δημιουργία μιας «θεραπευτικής» ηχητικής και οπτικής εγκατάστασης για τον χώρο υποδοχής ενός νοσοκομείου. Όχι του John Hopkins πάντως. Με τον Jon Hopkins από την άλλη συνεργάστηκε. Ίσως κάτι να δείχνει και αυτό…

Ο οποίος Hopkins δεν είναι κανένα νεούδι στον χώρο, από το 2001 κυκλοφορεί δίσκους με το όνομα του, αυτός είναι ο τέταρτος, δεν βιάζεται γενικά και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει, ο προηγούμενος του με το τολμηρό όνομα «Insides» οδήγησε το 2009 τον Πλόχωρα σε ένα πειστικό παραλήρημα. Μουσικός ο οποίος κατάγεται από την λόγια όχθη, από την οποία και αποστάτησε για να περάσει στη μαζική …ποπ, θα μπορούσε να είναι λίαν ευάλωτος σε διάφορες από τις παθογένειες που αναφέραμε στην εισαγωγή, αλλά ακούγοντας το «Immunity» συνειδητοποιείς ότι έχει αναπτύξει αποτελεσματικά αντισώματα στις περισσότερες από αυτές.

Η λόγια κατάρτιση και η μουσική του γνώση δεν κρύβονται, με αυτό το …εμβόλιο καταφέρνει να μην καταφεύγει σε ευκολίες ακόμη και όταν χρησιμοποιεί πολυχρησιμοποιημένους στο παρελθόν ήχους. Ο δίσκος είναι εξαντλητικά δουλεμένος, από τη στιγμή που πρωτοάνοιξε με το κλειδί το στούντιο (ο πρώτος ήχος που ακούγεται στον δίσκο) χρειάστηκαν εννιά μήνες για να ξαναβγεί, μια εγκυμοσύνη ολάκερη κράτησαν οι εργασίες, η ποσότητα βέβαια δεν είναι πάντοτε ανάλογη με το ποιοτικό αποτέλεσμα, είναι όμως αναγκαία συνθήκη, η αυθόρμητη έμπνευση της ιδιοφυίας χωρίς δουλειά υπάρχει μόνο στα πανκ παραμύθια.

Ο δίσκος, όπως λέει κι ο ίδιος, στήθηκε με την ζωντανή του απόδοση κατά νου, είναι πραγματικά ένα θέμα το ζωντανό σε αυτό το είδος, όπου πας και βλέπεις ναν τύπο/τύπισσα να ατενίζει τον υπολογιστή του στον οποία κάλλιστα θα μπορούσε να παίζει πασιέντζα (την έχουνε άραγε τα Mac, δεν ξέρω). Και είναι χωρισμένος σε δύο πλευρές όπως λέγαμε τα παλιά τα χρόνια, η διαρρύθμιση του σαν να ακολουθεί τη νυχτερινή διαδρομή ενός κλαμπ από την ένταση της πίστας έως τη χαλάρωση του καναπέος, techno με ambient λογική ή τούμπαλιν. Ήδη από το σπουδαίο «Open eye signal» η ένταση κορυφώνεται, στο εξίσου σπουδαίο «Breathe this air» ο ιδρώτας πλέον κυλάει ποτάμι, στη συνέχεια ο ρυθμός αρχίζει να καταλαγιάζει, να απογυμνώνεται. Και να αποκαλύπτονται οι λεπτομέρειες ενός ευφυώς σχεδιασμένου αρχιτεκτονικού ηχητικού περιβάλλοντος, μιας περιρρέουσας (τι ωραίο περιγραφικό επίθετο!) δομής η οποία δίνει βάθος και προοπτική στις καθησυχαστικές πιανιστικές μελωδίες που μπορείς να ακούσεις, ή καλύτερα να αφουγκραστείς… Και μετά να χαθείς…

Είναι προχωρημένο το βράδυ, ο δίσκος παίζει σε neighborhood-friendly ένταση, έτσι αναδεικνύονται οι υπόκωφοι θόρυβοι της πολυκατοικίας, ένα ελαφρύ τρίξιμο από τη σωλήνωση του καλοριφέρ (οπ, έχει γούστο να το ανάψουν φέτος;), ο βόμβος του ψυγείου, βήματα που σέρνονται στον επάνω όροφο, το νερό που στάζει από μια μαρκίζα, ένα ασθενοφόρο στη λεωφόρο. Και σαν να ταιριάζουν κάπως όλοι αυτοί οι ήχοι μαζί. Και σαν να νομίζω ότι καταλαβαίνω κάτι από αυτά που ήθελε να πει κάποτε ο Eno. Ίσως και ο Hopkins…

17/12/2013

8.5

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε