Durutti Column – Best of

Best of

CD1: Sketch for summer, Conduct, Sketch for winter, Lips that would kiss, For Belgian friends, Danny, Never known, Jacqueline, The missing boy, Prayer, Spent time, Without mercy 1, Without mercy 2, The room, Tommorow, L.F.O. Mod

CD2: What is it to me (Woman), Otis, Requiem again, Home, Contra-indications, People’s pleasure park, My irascible friend, Fado, Sing to me, Pigeon, Mello (Part 1), Falling, Woman, Requiem for mother

Τα φαινόμενα απατούν… Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως είναι τα φαινόμενα που επικρατούν στη μάχη με την ουσία, γιατί απλούστατα είναι αυτά που …φαίνονται! Η στερεοτυπική και φαινομενολογική σκέψη παρέχει την ασφάλεια της βεβαιότητας, είναι ανώδυνη και λογικοφανής, και τελικά οδηγεί σε εύκολες και «ασφαλείς» κρίσεις. Και όταν καμιά φορά η πραγματικότητα …τσινάει και διαφωνεί, τότε απλούστατα τόσο το χειρότερο για αυτή!

Τέτοιες περίεργες και …ανορθόδοξες σκέψεις μου γεννήθηκαν χαζεύοντας και μόνο το εξώφυλλο αυτής της συλλογής με τα καλύτερα των Durutti Column. Γιατί και σε μια κρίση ενός δίσκου υπεισέρχονται μοιραία και τα στερεότυπα… Ειδικά πριν τον ακούσεις (ακόμη και μετά βέβαια, καθώς αν θέλεις να εντοπίσεις μια επιρροή, θα την ακούσεις υπάρχει-δεν υπάρχει!) Τι σε οδηγεί να βγάζεις κάποια πρώτα συμπεράσματα για έναν δίσκο πριν τον ακούσεις; Το εξώφυλλο, το όνομα, ο τόπος καταγωγής του μουσικού και καμιά φορά και η εταιρεία έκδοσης…

Αρκετές φορές πέφτεις μέσα, ειδικά στη σημερινή εποχή της τυποποίησης και της ομογενοποίησης, αλλά κάποιες φορές την …πατάς μεγαλοπρεπώς! Όπως στην προκειμένη περίπτωση! Ας ακολουθήσουμε όμως την πεπατημένη οδό σκέψης για τον παρόντα δίσκο και ας δούμε που θα μας βγάλει…. Ξεκινώντας από το όνομα της μπάντας: Durutti Column. Οι καλοί γνώστες της ιστορίας θα αναγνωρίσουν την αναφορά στον μεγάλο αναρχικό Buenaventura Durruti, ο οποίος έδρασε στην Ισπανία τα χρόνια αυτού του απίστευτα παράλογου εμφυλίου πολέμου, πολέμησε με την ταξιαρχία του (column) υπερασπιζόμενος το μέτωπο της Αραγονίας, δολοφονήθηκε μυστηριωδώς και στην κηδεία του μάζεψε 1 εκατομμύριο κόσμο στους δρόμους της Βαρκελώνης (όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερα ας ανατρέξει στο «Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» του Μ. Εντσενσμπέργκερ). Στερεότυπη σκέψη: αναρχικοί θα είναι, punk μυρίζει, άτεχνες ακατέργαστες κιθάρες και …απλυσιά!. Το εξώφυλλο κουβαλάει νερό στο μύλο αυτής της σκέψης: ένας τύπος «φρικοειδής» να επιδεικνύει ναρκισσιστικά, αλά Iggy Pop, τις γραμμώσεις των κοιλιακών του! Τόπος καταγωγής: Manchester. Αχά! Άλλος ένας λούμπεν προλεταριακός τύπος από τις φτωχογειτονιές της σκονισμένης πρωτεύουσας της βιομηχανικής επανάστασης, που προσπαθεί να εκφράσει τα αδιέξοδα της ζωής του με τις άγριες κιθαριές και τη «no future» ιδεολογία… Το δε γεγονός ότι οι περισσότεροι δίσκοι του κυκλοφόρησαν από την γνωστή και μη εξαιρεταία Factory μας επιτρέπει πια να αράξουμε στην πολυθρόνα της βεβαιότητας: οι τύποι είναι punkers, άντε post-punkers…

Στην πραγματικότητα όμως, η στερεότυπη σκέψη μας οδήγησε όχι μόνο έξω από τον πραγματικό δρόμο αλλά έχουμε βγει για τα καλά στα χωράφια. Στην πραγματικότητα λοιπόν οι Durutti Column ήταν μια μπάντα που έπαιζε ένα είδος κιθαριστικής ambient! Και μάλλον καταχρηστικά τους αποκαλώ μπάντα, γιατί υπήρξαν ουσιαστικά όχημα της δημιουργικότητας ενός και μόνο ανθρώπου: του Vini Reilley.

Δεν ξεκίνησαν όμως έτσι τα πράγματα… Το 1977 το αφεντικό της Factory, ο Tony Wilson, τον κάλεσε να συμμετάσχει στο σχήμα μαζί με άλλους μουσικούς. Προσωπικές αντιδικίες όμως οδήγησαν τη μπάντα σε διάλυση, όλοι οι υπόλοιποι αποχώρησαν και έμεινε πίσω …μπουκάλα ο Vini. Δύσκολο να πει κανείς αν οι μουσικοί που αποχώρησαν τα κατάφεραν καλύτερα. Πάντως οι δύο, ο drummer Chris Joyce και ο μπασίστας Tony Bowers γεύτηκαν την εμπορική επιτυχία καθώς έγιναν μέλη των …simply boring Simply Red. O άτυχoς της ιστορίας ήταν ασφαλώς ο κιθαρίστας Dave Rowbotham, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1991 με τσεκούρι, ιστορία που πέρασε και στο τραγούδι των Happy Mondays «Cowboy Dave».

Ο «ήρωας» μας όμως δεν πτοήθηκε… Με πολύ πείσμα, λίγα και πρωτόγονα μέσα (ένα πρώιμο lo-fi θα λέγαμε, εξ ανάγκης όμως, και όχι ως μια δήθεν επιλογή!) και με την καθοριστική βοήθεια του αρχιμάγου της Factory Martin Hannett κατάφερε να ολοκληρώσει τον δίσκο του(ς). Ο οποίος έσκασε μύτη το 1980, όταν ο μουσικός κόσμος μόλις συνερχόταν από τον μουσικό στρόβιλο του punk. Τίτλος: «The return of the Durutti Column». Περίεργος αλήθεια δίσκος! Μια εποχή όπου το να ξέρεις την τεχνική της κιθάρας ήταν πιο πολύ μειονέκτημα, ο τύπος αυτός αντλούσε έμπνευση από το kraut rock, τον Peter Green (εποχής Fleetwood και «Albatross») ακόμη και από το …αναθεματισμένο prog rock, και κυκλοφορούσε ένα δίσκο ορχηστρικό, χαμηλότονο, όπου τίποτε κατά διάνοια δεν παρέπεμπε σε punk. Μια ιστορική …ανορθογραφία! Σχεδόν …αναρχική ενέργεια αυτή η αγνόηση του zeitgeist! Σχεδόν είπα; Ο δίσκος κυκλοφόρησε με εξώφυλλο από …γυαλόχαρτο προκαλώντας μεγάλους πονοκεφάλους στους δισκοπώλες καθώς λόγω της τριβής κατέστρεφε τους διπλανούς δίσκους! Η έμπνευση δεν ήταν δική του όμως… Σε μια τέτοια μορφή κυκλοφορούσε το περιοδικό της ομάδας της Καταστασιακής Διεθνούς στη Γαλλία, μιας ομάδας αναρχικών διανοούμενων η οποία άσκησε μεγάλη επίδραση στην punk ιδεολογία με τις ιδέες της για την κουλτούρα της αποσύνθεσης και τη διαστροφή της popular καθημερινότητας.

Πάνω στις ράγες της ίδιας μουσικής αντίληψης θα συνεχίσει και τα επόμενα χρόνια την πορεία του. Βέβαια θα εμπλουτίσει σιγά σιγά τον ήχο του με φωνητικά, θα εκμεταλλευτεί τη νέα τεχνολογία χρησιμοποιώντας samples και ηλεκτρονικά μαραφέτια, θα κάνει κάποιες εκλεκτικές συνεργασίες (με Tuxedomoon και Moz-συμμετείχε στο 1ο solo LP του «Viva Hate»), θα δημιουργήσει μια δισκογραφία «εφιαλτικής» έκτασης για τον οπαδό, θα επηρεάσει ουκ ολίγους (άκου π.χ. Dif Juz ή αργότερα Piano Magic) χωρίς όμως ποτέ να κάνει το μεγάλο εμπορικό «μπαμ». Και εν έτει 2004, μέσα στον καταιγισμό των επανεκδόσεων και της …τυμβωρυχίας των 80s, ήρθε η ώρα του να δει και μια συλλογή να κυκλοφορεί.

Μια τόσο μακρά πορεία αναπόφευκτα θα είναι και άνιση. Γεγονός που αντανακλάται και στη συλλογή αυτή, η οποία …δυστυχώς είναι αντιπροσωπευτική της πορείας του Vini. Πιστεύω πως εάν η συλλογή ήταν πιο επιλεκτική μουσικά θα ήταν σαφώς καλύτερη. Γιατί εδώ μέσα περιέχονται όλα, οι καλές και οι κακές στιγμές, από τις πιο εμπνευσμένες και γοητευτικές έως και τις easy listening για παπαριασμένα αυτιά και συνοδεία …σουσο – κατανύξεων!

Όμως στην αρχή δεν ήταν έτσι… Στο πρώτο CD το οποίο ανθολογεί την πρώτη δεκαετία δράσης θα βρούμε μελωδίες που εκπέμπoυν μια ζεστασιά («Sketch for summer», όνομα και πράγμα), που υποβάλλουν εικόνες ξεχασμένες («For Belgian blues» με τα παλιομοδίτικα πλήκτρα), νοσταλγικές («The room»), που σε βυθίζουν σε ένα είδος μεταφυσικής νιρβάνα («Prayer») ή ακόμη και μελωδίες που ζηλεύουν κλασικές μουσικές δωματίου («L.F.O. Mod»). Θα βρούμε και δύο αριστουργήματα: «Never known». Όπου τη μουσική δεν την κάνουν τα μηχανήματα και οι ανέσεις του στούντιο. Ένα τετρακάναλο, ένα drum machine της πλάκας, ηχογράφηση στην κρεβατοκάμαρα των γονιών, ακαθόριστα μουρμουρητά για φωνητικά και ιδού… Και το «Missing boy» με τη φορτισμένη συγκινησιακά ατμόσφαιρα, αφιερωμένο στο μεγάλο απόντα (ξέρετε δα!). Αλήθεια, τώρα που το σκέφτομαι, που είναι το «Smile in the crowd», κομμάτι που γνώρισε μια έξοχη διασκευή από τον Martin Gore στο πρώτο «Counterfeit EP»;

Όσο περνάν τα χρόνια όμως και αφού περάσουμε στο δεύτερο CD, τα πράγματα αλλάζουν. Η κιθαριστική του ambient άρχισε να παρεκλίνει προς έναν υφέρποντα new age μυστικισμό και μια άνευρη χωρίς «γωνίες» μουσική φλυαρία. Είναι η εποχή που τραγούδια του θα φιγουράρουν σε κάποιες συλλογές τύπου Cafe del Mar και Chill out, όταν αυτές ήταν ακόμη στη μόδα. Και παρόλο που δεν ρέπει προς την επίδειξη τεχνικής του τύπου «είμαι και γαμώ τους κιθαρίστες», είναι στιγμές (ώρες θα έλεγα!) που οι κιθαριστικές περιδινήσεις του σε πνίγουν σε μια θάλασσα πλήξης, ανίας, βαρεμάρας, μπωντλερικού spleen ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το! Και μάλιστα …»without mercy». Από αυτή τη νεότερη περίοδο ξεχωρίζουν απλώς το «Otis,» όπου χρησιμοποιεί sample της φωνής του Otis Redding, και το υπέροχο «Falling» το οποίο χρωματίζει με παιδική ευαισθησία και τρυφερότητα η 12χρονη τυχερή κόρη μιας φίλης του.

Αναμφισβήτητα πάντως η μουσική του είναι ταξιδιάρικη. Αν και ο χαρακτηρισμός αυτός γενικά χρησιμοποιείται με θετικό περιεχόμενο, φοβάμαι ότι για αυτό το CD φοράει την αρνητική του έννοια! «Έχει και τέτοια;» θα ρωτήσετε. Και όμως, για σκεφτείτε! Πόσες φορές σε ένα ταξίδι δεν είπατε «άντε πότε θα φτάσουμε επιτέλους», ή «είναι μακριά ακόμη Μπαμπα-Στρουμφ;;,», προσδοκώντας την απάντηση «όχι πολύ»;! Πόσες φορές δεν ρίξατε τους ύπνους της ζωής σας ταξιδεύοντας; Γιατί μπορεί ο Καβάφης να έλεγε ότι σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός, αλλά είπαμε… Όχι στερεότυπα!

(μέσος όρος: 8 το 1ο CD, 4 το 2ο)

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε