Hexvessel – No holier temple (Svart)

hexvessel
1. Heaven And Earth Magic
2. Woods To Conjure
3. Wilderness Is!
4. A Letter In Birch Bark
5. Elegy To Goyahkla
6. His Portal Tomb
7. Are You Coniferous?
8. Sacred Marriage
9. Dues To The Dolmen
10. Unseen Sun
11. Your Head Is Reeling

Για να το ξεκαθαρίζουμε… Η φύση ποτέ δεν υπήρξε φίλος του ανθρώπου. Αντιθέτως η ζωή του παράξενου αυτού θηλαστικού ήταν πάντοτε μια διαρκής μάχη απέναντι στη φύση, μια μάχη σικέ και άνιση και με καταδικασμένο αποτέλεσμα βέβαια, όλοι τελικά θα γίνουμε ένα καλό λίπασμα για να συνεχίσει η φύση την αιώνια ανακύκλωσή της. Τη φύση μπορείς μόνο να τη σέβεσαι όπως έναν ακαταμάχητο εχθρό, να την αντιμετωπίζεις π.χ. σαν μια τίγρη που θα πρέπει να προσέχεις μην της πατήσεις την ουρά.

Βέβαια όσο εξελίσσεται η (αβασάνιστα) δαιμονοποιημένη από διάφορους οικολόγους (ενίοτε και με ωμέγα το δεύτερο όμικρον) τεχνολογία, τόσο και εντείνεται περισσότερο ένα ρεύμα νοσταλγίας για τις παλιές «αγνές» προβιομηχανικές εποχές, για θεούς παγανιστικούς, χθόνιους και πιο κοντινούς από τους σύγχρονους και απόμακρους επουράνιους θεούς της χριστιανοσύνης, για πολιτισμούς ανόθευτους από τον εκφυλισμό του ορθολογισμού (ωχ, σαν να πλησιάσαμε σε επικίνδυνα νερά!). Πόσο μάλλον τώρα που η οικονομική κρίση έχει αναζωπυρώσει φαντασιώσεις μιας επιστροφής στη φύση, εκεί όπου τα ζαρζαβατικά φυτρώνουν μόνα τους σε γραφικά καταπράσινα χωράφια και …άψητες κότες και κατσικούλες τρέχουν ανέμελες πέρα-δώθε (όταν βέβαια έρθει η στιγμή του ξεχορταριάσματος ή της σφαγής, κάπου εκεί τελειώνει συνήθως και το όνειρο).

Παρόλο που κάποια στιγμή ο δυτικός άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι ελευθερία (έστω κάποια μορφή της) νοείται μόνο στα πλαίσια της πόλης («ο αέρας της πόλης απελευθερώνει» ήταν το σύνθημα), το δάσος έχει χαραχτεί σχεδόν αταβαστικά στον συλλογικό ψυχισμό (δεν λέω στον ελληνικό, εδώ για κλιματολογικούς λόγους το δάσος ποτέ δεν έπαιξε αυτό τον ρόλο, πολύ πριν εμφανιστούν οι …οικοπεδοφάγοι), όχι τόσο σαν μια οικολογική ουτοπία, αλλά σαν μια αρχέγονη ιερή μεν μήτρα, μακρινή όμως πλέον και επίφοβη, τρομακτική και γεμάτη αδιανόητους κινδύνους (όσοι κατέχετε τη γερμανική γλώσσα ανατρέξτε στην ουσιαστικά αμετάφραστη λέξη Urwald και τη σημειολογική βαρύτητα του προθέματος «ur-«). Είναι αυτό το αίσθημα που θα αποτυπωθεί ολοζώντανο σε μύθους και παραμύθια (θυμηθείτε π.χ. τον Κοντορεβιθούλη ή την Κοκκινοσκουφίτσα), σε μουσικές και τραγούδια, από τα κλασικά έπη έως τα λαϊκά μαδριγάλια.

Για να έρθουμε σε πιο σύγχρονες εποχές (μιας που ως γνωστό για την ελληνική μουσικογραφιαδοσύνη όταν εννοούμε «όλες οι εποχές» εννοούμε μετά το …1955). Εδώ τα ίχνη μας οδηγούν αρχικά στη δεκαετία του ’60, τότε που η παράδοση ξαναήρθε στη μόδα με μια πλειάδα άξιων διδαξάντων όπως οι Jethro Tull ή οι Incredible String Band (τη φωτογραφία τους από «The hangman’s beautiful daughter» θα την αντιγράψουν και μεταγενέστεροι δασόπληκτοι όπως οι Espers και οι Current 93). Κάπου λοιπόν εκεί όπου συγκλίνουν όλοι αυτοί οι παραπόταμοι, στο «τριεθνές» μεταξύ φολκ, ψυχεδέλειας και παραδοσιακού σκληρού ροκ θα συναντήσουμε και τους Hexvesell, σε αυτό το πλαίσιο θα τους κατατάξουμε κι ας δυσκολευτούμε λίγο να τους ορίσουμε γεωγραφικά. Γιατί μπορεί μεν ο κεντρικός τους δημιουργικός πυλώνας Mat «Kvohst» McNerney να είναι άγγλος, τα τελευταία χρόνια όμως κατοικοεδρεύει στην (υπερβόρεια) Φινλανδία (δασικός μετανάστης που λέει και ο Καραμπεάζης).

Κι αν το όνομα του είναι οικείο στους λάτρεις των extreme metal αθλημάτων (βλέπε μεταξύ άλλων Dοdheimsgard και Code), ας μην του κολλήσουμε τη ρετσινιά (μιας που μιλάμε για δέντρα!). Γιατί το «No holier temple», απέχει παρασάγγες από τέτοιους ήχους, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ένας νέος (και μάλιστα καλός!) δίσκος των Current 93, μιας που ο Tibet στις ίδιες εποχές ανασκαλεύει εσχάτως (η διασκευή σε κομμάτι των Ultimate Spinach υπογραμμίζει προθέσεις και επιρροές). Μόνο στα κοντά δεκατέσσερα λεπτά του «Unseen Sun» θα ανακαλύψουμε κάποιες σποραδικές μεταλλίζουσες παρεκβάσεις (έξις δευτέρα φύσις τελικά!)

Κατ’ ουσία ο δίσκος πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε το αντάξιο προηγούμενο «Dawnbearer» («δύο στους δύο» καλοί δίσκοι δεν είναι κάτι συνηθισμένο) και επιπλέον αναδεικνύει αρετές οι οποίες υπερβαίνουν τα πιθανολογούμενα στενά όρια, δεν αρκείται απλά στο να διαπρέψει στη μεταποίηση αλλά προχωρά και σε γνήσια δημιουργία. Ακούστε για παράδειγμα τον ευφυέστατο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται στο «Woods to conjure» η τρομπέτα, ένα όργανο με συνήθως ευδαιμονικές αναφορές που εδώ προσθέτει μια γοητευτικά δυσοίωνη διάσταση. Είναι ακριβώς αυτή η καίρια χρήση οργάνων όπως το πιάνο (Eno;) ή το βιολί και τα εύστοχα κιθαριστικά ριφ που εμπλουτίζει και αναδεικνύει ακόμη και μια ορθόδοξη ακουστική τραγουδοποιία σε αποκρυφιστική τελετουργία («Dues to the dolmen»). Ορθόδοξη μεν, αλλά με μια στέρεη μελωδικότητα, σαν εκείνη της ξεχασμένης και ελαφρώς καταφρονεμένης σκληρής ροκ μπαλάντας. Το δε έδαφος αποδεικνύεται τόσο γόνιμο ώστε εμφανίζονται ακόμη και πιο απροσδόκητα ανοίγματα (να πω ξέφωτα καλύτερα;) όπως στο «Are You Coniferous?» (εντάξει…) με σαφείς τους Tiger Lilies απόηχους.

Εν κατακλείδι: δίσκος που αξίζει να ακουστεί, πέρα από όποιες μουσικο- ή ιδεο- ληπτικές εμμονές, είτε θεωρείστε φυσιολάτρες είτε η επαφή σας με τη φύση περιορίζεται σε ακίνδυνες αποδράσεις του σαββατοκύριακου είτε απλά το μεγαλείο της σας προξενεί αφόρητη ανία. Είναι μια από τις ιδιότητες της μουσικής αυτή η δυνατότητα υπέρβασης. Μέχρι ενός σημείου ασφαλώς…

8.5

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε