Monthly Archives: Φεβρουαρίου 2012

Kreng – Grimoire (Miasmah)

1. Karcist
2. Le Bateleur
3. Opkropper
4. Petit Grimoire
5. Wrak
6. Ballet Van De Bloedhoeren
7. Girl In A Fishtank
8. La Poule Noire
9. Balkop
10. Satyriasis
11. Konker

Ε=hν (οι ξένοι γράφουν E=hf). Ίσως κάποιοι θα αναγνωρίσουν την περίφημη εξίσωση του Planck, το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η μετέπειτα κβαντική επανάσταση στο βασίλειο της Φυσικής. Μια μαθηματική σχέση παραπλανητικά απλή αλλά με συνέπειες οι οποίες άλλαξαν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο. Και φυσικά …όμορφη. Αληθινή ποίηση συμπυκνωμένη σε τρία σύμβολα, προϊόν ενός καλλιτέχνη-επιστήμονα. Κάποιοι θα απορήσουν…

«Η έννοια του ωραίου στην Επιστήμη, όπως άλλωστε και στην Τέχνη, δεν είναι δυνατόν να οριστεί ακριβώς. Παρολ’ αυτά εκείνοι που ασχολούνται με την Τέχνη ή την Επιστήμη, δεν βρίσκουν δυσκολία να αναγνωρίσουν την έννοια αυτή κάθε φορά που θα την συναντήσουν». Μέσω του μεγάλου Paul Dirac θέλω να καταλήξω στην θεμελιακή διαπίστωση ότι η αναγνώριση της «ομορφιάς» συνήθως απαιτεί μία προπαίδεια. Από την πιο στοιχειώδη, την κινούμενη στο επίπεδο της απλής εξοικείωσης έως την πανεπιστημιακή. Και χωρίς αυτή η συλλογιστική να συνεπάγεται ασφαλώς κάποια αισθητική ιεράρχηση (για να προλάβω και όσους κυκλοφορούν με το ζωνάρι λυμένο και την κατηγορία του ελιτισμού στα χείλη – στις πλείστες περιπτώσεις υποκρύπτοντας αμάθεια ή ακόμη χειρότερα λαϊκίστικη υστεροβουλία). Εδώ δεν μπαίνουν συγκριτικοί βαθμοί. Και κανένα «πρότυπο» ομορφιάς δεν είναι εγγεγραμμένο στα …γονίδια του πολύπαθου DNA (ούτε καν αυτά που αφορούν το …αντίθετο φύλο!)

O δίσκος που προκάλεσε αυτές τις σκέψεις είναι το «Grimoire» του Βέλγου (με καταγωγή από το ιστορικό για τον ασπρόμαυρο δικέφαλο Μαλίν) Kreng (Pepijn Caudron). Ένας δίσκος όμορφης μουσικής, με μια ιδιαίτερη όμως, «δύσκολη» για τα αμάθητα αυτιά ομορφιά. Ένας δίσκος ο οποίος απαιτεί προσοχή, προσήλωση, και κατάλληλες συνθήκες.

Παρολ’ αυτά, η καλή μέρα δεν φάνηκε από το πρωί. Ο βόμβος της έναρξης προϊδέαζε για άλλον έναν από εκείνους τους δήθεν πειραματικούς δίσκους οι οποίοι βγαίνουν πλέον με τα …GB, προϊόν περισσότερο της ευκολίας στην παραγωγή παρά μιας καλλιτεχνικής βασάνου. Καθώς κυλάει όμως ο δίσκος το τοπίο αρχίζει να αλλάζει. Να διαμορφώνεται καλύτερα, να παίρνει μορφή (το προαπαιτούμενο της «ομορφιάς»).

Ο Kreng σχεδιάζει τους ήχους του καίρια και σταδιακά, με μια εικαστική νοοτροπία, χτίζοντας μικροηλεκτρονικά δράματα σκοτεινής, όχι όμως θανατερής τεχνοτροπίας. Με μια έγχορδη πινελιά εδώ, μια σοπράνο έκρηξη πιο κει, θραύσματα ήχων, μοναχικές παράσιτες νότες πιάνου που χρωστούν πολλά στον μινιμαλισμό του Ligeti και τις παραμορφώσεις του Cage, κάποια ξενάκεια κρουστά, και τις συνταγές των Coil για την …εξολόθρευση αγγέλων («Petit grimoire»), το αποτέλεσμα είναι μια ερμητική, κατά στιγμές ανατριχιαστική μουσική δωματίου (όπως στο 9λεπτο «Wrak» το οποίο ενέχει και θέση κεντρικού πυλώνα, τα υπόλοιπα έχουν «ευτυχώς» πιο οικονομική διάσταση).

Στην κατηγορία «modern classical» τον κατατάσσουν πολλοί, θα μπορούσα να συμφωνήσω, αν ο όρος δεν περιείχε μια εγγενή αντίφαση. Σίγουρα πάντως πρόκειται για μουσική της οποίας σκοπός δεν είναι (τόσο) η μεταφορά συναισθημάτων αλλά η δημιουργία κενών χώρων τους οποίους θα γεμίσει κατά βούληση και ευαισθησία ο ακροατής. Γι’ αυτό μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αυτού του είδους η μουσική συγγενεύει με την αρχιτεκτονική, την κηπουρική και τις άλλες εφαρμοσμένες τέχνες του χώρου. Ο δε συνειρμός με την κηπουρική (η οποία κάποτε μάλιστα κατατασσόταν στις καλές τέχνες) μου ήρθε ακούγοντας το «Ballet Van De Bloedhoeren» το οποίο και ξεκινά σαν άκουσμα πραγματικής προμενάδας στον κήπο των Βερσαλλιών. Η μεταχείριση που επιφυλάσσει ο Kreng σε αυτό το έργο του μπαρόκ συνθέτη (και μάστορα του βιολιού – ουχί όμως του …μαντολίνου) του 17ου αιώνα, Arcangelo Corelli, ο τρόπος που το οδηγεί από την γεωμετρική οργάνωση στο χάος, αποτυπώνει έξοχα το όραμα του καλλιτέχνη.

Το έργο τιτλοδοτείται «Grimoire», γριμόριο δηλ., βιβλίο με οδηγίες για πρακτική και τελετουργική μαγεία (τέτοιο είναι ας πούμε και η διαβόητη Σολομωνική). Αγνοώ αν ο δημιουργός είναι ένας ακόμη από αυτούς που την ψάχνουν στους θολούς δρόμους του αποκρυφισμού και του μυστικισμού. Είναι πιθανόν… Η ομορφιά άλλωστε έχει και μια τέτοια διάσταση. Μετα-φυσική πραγματικά…

8

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Oliver Sachs – Μουσικοφιλία

(Άγρα)
Μουσικοφιλία

Μουσικοφιλία… Σαν ασθένεια δεν ακούγεται; (ενίοτε γίνεται κιόλας!) Μήπως όμως το καινούργιο βιβλίο του διάσημου νευρολόγου Oliver Sachs θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αντ’ αυτού τον τίτλο «Μουσικοθεραπεία»; Θα μπορούσε… Αλλά νομίζω ότι θα ήταν λίαν περιοριστικό, το περιεχόμενό του άλλωστε υπερβαίνει την «ωφελιμιστική», στενά θεραπευτική διάσταση της μουσικής, καθώς προσπαθεί να διερευνήσει την αλληλεπίδραση μεταξύ των αρμονικών ηχητικών κυμάτων (πως να ορίσεις αλήθεια τη μουσική;) με τα νευρωνικά δίκτυα (πως αλήθεια να περιγράψεις τον ανθρώπινο εγκέφαλο;).

Μία βασική αρετή του Σακς είναι ότι δεν σε απωθεί με την υιοθέτηση ενός ύφους «από καθέδρας» αυθεντίας. Αντιθέτως, έχει καταφέρει να διατηρήσει την ικανότητα να μένει εκστατικός (και ταπεινός) μπροστά στην χαοτική πολυπλοκότητα του εγκεφάλου. Και πάνω απ’ όλα, προσπαθεί να κατανοήσει, να ρίξει έστω και μια χλωμή ριπή φωτός στο σκοτάδι της άγνοιας. Όχι να επιβεβαιώσει προειλημμένες απόψεις, ιδεοληψίες και προκαταλήψεις (όπως είναι και η συνήθεια στον τομέα του). Η πραγματική επιστήμη ξεκινά (ίσως δε και να τελειώνει) με το «δεν ξέρω». Και στην «Μουσικοφιλία» η μεταφυσική λέξη «ψυχή» απαντάται σπανίως… Και ας μοιάζει να γνωρίζουμε περισσότερα για τα μακρινά άστρα παρά για το περιεχόμενο του κεφαλιού μας. Καλύτερα ένα βήμα με την επιστήμη παρά έτη φωτός με την κάθε θεολογία. Κι ας ανησυχούν από την άλλη οι «ρομαντικοί», εκείνοι που αντιμετωπίζουν ως απομυθοποίηση την ιδέα ότι κάθε πνευματική κατάσταση έχει και μια σωματική αντιστοίχηση. Τι κι αν μάθουμε ότι η αμυγδαλή είναι η έδρα της συγκίνησης; Ή αν ο βομβαρδισμός του εγκεφάλου με ποζιτρόνια και κάθε λογής άλλα απίθανα σωματίδια αποκαλύψει ποια τοπογραφία του εγκεφάλου, ποια χορδή-νεύρο τανύζεται όταν ακούμε την αγαπημένη μας μουσική; Η μαγεία ποτέ δεν θα χαθεί… Γιατί είναι αποκλειστικά ανθρώπινο δημιούργημα. Δεν είναι «φυσική». Γι’ αυτό και είναι δαρβινικά άχρηστη άλλωστε…

Σε αυτή του την κοπιαστική προσπάθεια, ο Σακς παρουσιάζει μια πινακοθήκη ιδιαίτερων ανθρώπων, ασθενών και ανάπηρων (αφήνω κατά μέρος τον αηδέστατο ευφημισμό που μιλά για «ειδικές ικανότητες»). Και συνειδητοποιείς για ακόμη μία φορά ότι η ανθρώπινη φύση φωτίζεται καλύτερα στις ακραίες καταστάσεις, στην παθολογία καταλαβαίνεις πως δουλεύει ένα σύστημα (όποιος έχει προσπαθήσει να επισκευάσει το οτιδήποτε συλλαμβάνει νομίζω το νόημα).

Κι αν την πρώτη ιστορία μπορείς να την αντιμετωπίσεις και με μια κάποια ελαφρά χιουμοριστική διάθεση (όπου ένας αδιάφορος για τη μουσική χειρουργός μετά από κεραυνοπληξία αποκτά εμμονή με τη μουσική του Σοπέν!), η συνέχεια επιφυλάσσει δύσκολες συναντήσεις με ανθρώπους οι οποίοι έχουν κλειδωθεί σε ένα ατέρμονο σκοτάδι, στο οποίο μόνο η μουσική φαίνεται να ανοίγει ένα πρόσκαιρο παραμυθάκι (το οποίο κλείνει μόλις σβήσει η τελευταία νότα), με έναν άντρα του οποίου η μνήμη διαρκεί μόλις επτά δευτερόλεπτα (εκτός εάν πρόκειται για μουσική!), με ασθενείς που πάσχουν από Πάρκινσον, Αλτσχάιμερ, σχιζοφρένεια, τρομερά ονόματα και χαράδρες του μυαλού όπου δεν είναι τόσο δύσκολο να καταλήξουμε όσο νομίζουμε.

Το βιβλίο γενικά βρίθει πόνου και υψηλού συγκινησιακού φορτίου… Δεν γνωρίζω αν ο Σακς είναι καλός γιατρός. Πιθανολογώ ότι είναι. Σίγουρα όμως είναι καλός συγγραφέας. Γιατί καταφέρνει και διαχειρίζεται αυτό το υλικό-παγίδα χωρίς να ξεπέσει στην εύκολη δραματοποίηση και στον ποιητικοφανή «λυρισμό» (βλ. όλη την σαπουνο-λογοτεχνία που στοιβάζεται στα ευπώλητα). Αντιθέτως αποφορτίζει τις δραματικές ιστορίες με τρυφερό χιούμορ, με ενσυναίσθηση και συμπόνια, στομώνοντας έτσι και την ανομολόγητη μύχια ηδονή η οποία φύεται όταν ένας άνθρωπος παρακολουθεί τα βάσανα του άλλου («ευτυχώς δεν συμβαίνει σε εμένα»).

Όσοι πάντως έχετε διαβάσει προηγούμενα βιβλία του Σακς (διόλου απίθανο, οι κυκλοφορίες του είναι αρκετά ανεβασμένες και στα δικά μας μέρη) όπως το «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο» ή το «Ένας ανθρωπολόγος στον Άρη», θα διαπιστώσετε ότι ο Σακς επανέρχεται αρκετά συχνά σε περιπτώσεις που έχει ήδη εξετάσει και παλιότερα. Επίσης ο συνδετικός κρίκος «μουσική» δεν αρκεί κάποιες φορές να χαρίσει συνοχή στο βιβλίο, το οποίο μοιάζει κάπου να πέφτει σε μια ασύνδετη περιπτωσιολογία. Αν είναι να επιρρίψουμε μία κάποια μομφή στο βιβλίο, ας είναι αυτή. Σε βαθμό πλημμελήματος πάντως…

Κι αν η αξία ενός βιβλίου κρίνεται από τις «αποσκευές» που παίρνεις μαζί σου από τη στιγμή που γυρίσεις και την τελευταία σελίδα, τι θα κρατήσει ένας …μουσικόφιλος, ας πούμε όπως εγώ; Την επανεκτίμηση μερικών αυτονόητων (όπως ας πούμε τη σημασία του να έχω …δύο αυτιά). Την επιστημονική βούλα στο αυταπόδεικτο της ποικιλομορφίας στην πρόσληψης της μουσικής. Τα λέει καλύτερα ο Σακς: «Ενώ η μουσικότητα, με την έννοια των αντιληπτικών ικανοτήτων του ατόμου, είναι κατά πάσα πιθανότητα σε σημαντικό βαθμό θεμελιωμένη στον εγκέφαλο, η συγκινησιακή ευαισθησία είναι κάτι πιο σύνθετο, διότι μπορεί να επηρεάζεται πολύ έντονα τόσο από προσωπικούς όσο και από νευρολογικούς παράγοντες». Μια φράση που εμείς ως «μουσικοκριτικοί» θα έπρεπε να την έχουμε φωτεινό οδηγό μπας και γίνουμε λίγο πιο ταπεινοί και πάψουμε να διαλέγουμε στρατόπεδα στον υποτιθέμενο πόλεμο υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Και άλλα πολλά ακόμη… Δεν είναι όμως ο ρόλος μου (ούτε και διαθέτω την ικανότητα) να εξαντλήσω το βιβλίο…

Υ.Γ. Ααα, κρατώ επίσης ως ευφυέστατο τον όρο «εγκεφαλοσκώληκες» για τα τραγούδια τα οποία όπως λέει και η ξεβαμμένη από την υπερβολική χρήση κοινοτοπία «κολλάνε στο μυαλό σαν τσίχλα».

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

2011 – Τα καλύτερα

2011 – The year before..

Austra

Θυμάμαι -δεν πάνε δα και τόσα χρόνια- που ήταν της μόδας σε κάθε είδους δημόσια γραφή, μια ιδιότυπη γκρίνια για τους καιρούς μας, η οποία αιωρούνταν μεταξύ ανακούφισης («Δόξα τω Θεό εδώ έχουμε ειρήνη» -που έλεγαν και οι Panx Romana-, η χώρα ευημερεί, όπου να’ ναι θα διοργανώσει και Ολυμπιακούς, το χρήμα είναι φτηνό και τα κινητά φτηνά) αλλά και καταφρόνιας προς μια μαλθακή νέα γενιά η οποία «δεν έζησε Πολυτεχνείο ή Κατοχή», δεν πείνασε, δεν πολέμησε, δεν υπέστη στερήσεις. Κάτι ήξεραν όμως οι σοφοί Κινέζοι όταν έλεγαν ότι η ευχή «είθε να ζεις σε ενδιαφέροντες καιρούς» στην πίσω της όψη μπορεί να αποδεικνύεται και κατάρα… Ιδού λοιπόν, πεδίο δόξης λαμπρό…

Ο χαρακτηρισμός «ενδιαφέροντες καιροί» φρονώ από την άλλη ότι δεν ταιριάζει στη σημερινή μουσική πραγματικότητα. Τουλάχιστον με τον τρόπο που σκιαγραφήθηκε παραπάνω, των «κοσμογονικών» αλλαγών, των καινοτομιών και των επαναστάσεων (ποιος τις έχει αλήθεια ανάγκη;) Γιατί κατά τ’ άλλα, πάντοτε θα υπάρχει ενδιαφέρον, πόσο μάλλον σε καιρούς τόσο χαοτικούς, πολυποίκιλους και πολυ-διασπασμένους. Το δε φαινόμενο της μη-ύπαρξης «bigger than life» ηρώων (ή του ευτελεισμού αυτών), για το οποίο γράφω συνέχεια τα τελευταία χρόνια, μόνο ως θετικό μπορώ να το προσλάβω.

Γεγονός αλλά και προσωπική εκτίμηση είναι ότι φέτος άκουσα πολύ περισσότερα καλά τραγούδια παρά δίσκους. Πάντοτε γινόταν βέβαια αυτό, είναι και θέμα απλής αριθμητικής, αλλά η πλάστιγγα μοιάζει να γέρνει πλέον μη-αντιστρεπτά. Η πτώση της γενικότερης ποιότητας είναι εμφανής και είναι σίγουρα αποτέλεσμα τόσο της ευκολίας παραγωγής (κάθε ηχογραφημένο στουντιακό δευτερόλεπτο κρίνεται άξιο δημοσίευσης) όσο και της ευκολίας της διάθεσης.

Ο θάνατος (ή παρακμή για να γίνω λιγότερο μελοδραματικός) του δίσκου, πολλούς μπορεί να θλίβει, αλλά η μουσική πορεύτηκε αιώνες χωρίς τη συλλεκτική (πλέον) αυτή μορφή αποτύπωσης. Άλλωστε, η ουσία της λαϊκής μουσικής (όπως κι αν ορίσεις τη λαϊκότητα) ήταν και θα είναι πάντοτε το τραγούδι. Κι ας μείνει η ιδέα του δίσκου ως υλικό εμπράγματο αντικείμενο στο μέλλον για ενιαία ολοκληρωμένα έργα τα οποία τα διαπερνά μια ραχοκοκαλιά, μια κεντρική ιδέα, ένα ύφος, για τις πιο «ειδικές» και ιδιαίτερες υποκουλτούρες, για όσους έχουν κάτι να πουν περισσότερο από ηχογραφήσεις και συλλογές τραγουδιών απλά ατάκτως ερριμμένων…

Δεν έκλεισα με το 2011. Οι λογαριασμοί με το παρελθόν μένουνε πάντα ανοιχτοί, το κοντέρ ποτέ δεν μηδενίζει παρά τις «ψευδαισθήσεις» των ανθρώπων. Και ψυχραιμία… Οι λίστες πάντοτε ένα παιχνίδι ήταν. Σοβαρό μεν, παιχνίδι δε…

Δίσκοι

1. Austra – Feel it break
Αυτή η επιλογή είναι …πολιτικά συμβολική. Γιατί σίγουρα δεν είναι ο δίσκος της χρονιάς (κανείς δεν είναι). Τον επιλέγω όμως γιατί έχει …τραγούδια. Τραγούδια σφριγηλής ποπ οιστρογόνου φρεσκάδας. Τραγούδια τα οποία μπορείς να σιγοσφυρίξεις τη μελωδία τους. Και να τη θυμάσαι και πέντε λεπτά μετά. Πήξαμε στα ηχοτοπία, στις ατμόσφαιρες και τους πειραματισμούς…

2. Roll the Dice – In Dust
Τα οποία ηχοτοπία μπορεί ενίοτε να αποδεικνύονται ταξιδιάρικα και συναρπαστικά (το ένα δεν προϋποθέτει το άλλο). Όταν φυσικά δεν χρησιμεύουν ως προβιά για να καλύψουν απλά την έλλειψη ταλέντου. Η (πολλαπλή) εκδίκηση των Tangerine Dream εν έτει 2011. Μάστορες της επανάληψης…

3. John Maus – We must become the pitiless censors of ourselves
Γιατί ήταν ο δίσκος στον οποίο ανέτρεχα συχνότερα. Για την άποψη του, τον (αυτο)σαρκασμό του, για τον λαϊκό ακαδημαϊσμό του, για τον έξυπνο τρόπο με τον οποίο αναπαλαιώνει το παρόν και εξωραΐζει το παρελθόν. Και φυσικά για την αντάξια «ζωντανή» του παρουσίαση εν Αθήναις…

4. The Dreams – Morbido
Για την ανεπιτήδευτη χύμα νοοτροπία του, για τον πρωτότυπο συνδυασμό ακουσμάτων των τροπικών με το αστικό new wave. Πόσο συχνά το επίθετο «ψυχρός» συναντά τη ρέγγε;

5. Ekove Efrits – Conceptual horizon
Γιατί μας έρχεται από το μαυρομαντιλοφορεμένο Ιράν, με άρωμα αντίσταση και συνειρμούς από «Περσέπολη» και …μίνι κάτω από την μπούρκα. Γιατί ο δημιουργός είναι ένας και μόνος. Γιατί είναι μελωδικός και καταθλιπτικός. Γιατί το black metal έχει γίνει πλέον η κολυμπήθρα του Σιλωάμ της στενόμυαλης «ινδιανοφροσύνης», οπότε ας μην υστερήσω κι εγώ (μέχρι και στις λίστες του pitchfork τρύπωσε το «Liturgy» μόνο κι έρημο σαν ζιζάνιο ανάμεσα στη μονοκαλλιέργεια).

6. A Second of June – Psychodrama
Για το «Memories of us» (και όχι μόνο!). Γιατί όσο κι αν θες να το αποφύγεις, η μουσική είναι πάνω απ’ όλα μνήμες. Γιατί πολύ σπάνια πλέον ακούω (εξ επιλογής) Joy, Echo και τις λοιπές ταξιαρχίες…

7. Dengue Fever – Cannibal Courtship
Για το γεγονός ότι δεν έχουν κάνει την πρωτοτυπία τους μανιέρα. Γιατί στον πέμπτο τους δίσκο συνεχίζουν να βελτιώνονται. Για την φωτεινότητα του δίσκου παρά τη βαριά ιστορία που κρύβει ανάμεσα στις γραμμές. Και, φυσικά, για τα τραγούδια (επαναλαμβάνομαι;).

8. Peter Kernel – White death black heart
Γιατί το πανκ ποτέ δεν πεθαίνει. Γιατί το πανκ έχει πεθάνει προ πολλού. Γιατί αυτό που θυμάμαι και κρατώ από τους Sonic Youth δεν είναι τα πόδια της Kim Gordon. Για τη μελωδική δόση αλητείας που αποπνέει.

9. Water Borders – Harbored Mantras
Γιατί οι Coil δεν πρόκειται να επανασυνδεθούν ποτέ πια. Εκτός και εάν μετεμψυχώθηκαν κάπου στον Άγιο Φραγκίσκο.

10. Snowman – Absence
Ίσως ο ήχος της εποχής να εκφράζεται μέσα από τη ρήση «ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει». Τις περισσότερες φορές βέβαια δεν πετυχαίνει… Η «absence» μάλλον δηλώνει την μελλοντική τους απουσία, οι Αυστραλοί το διέλυσαν μετά από αυτό τον δίσκο. Όπως πρέπει, μετά από μια κορύφωση…

11. PJ Harvey – Let England shake
Για την επιλογή του θέματος αλλά και τη διαχείριση του (όχι άλλες ερωτικές «ποιητικές» κενολογίες). Γιατί έχει περάσει τα 20 χρόνια στη διαδρομή, και αλλάζει. Πόσους κατηγορούμε για το αντίθετο; Ποτέ δεν θεώρησα τη συνέπεια εξ υπαρχής αρετή…

…και 11 τραγούδια (άνευ αξιολογικής κατάταξης)

1. Rainbow Arabia – Blind
Ένα ουράνιο τόξο που πιάνει από το Ελ-Έι μέχρι την Αραβία με ενδιάμεση στάση στην παραδοσιακή σουηδική electronica.

2. Jeniferever – Silesia
Στον κόσμο των χαρούμενων εμείς είμαστε όλοι μετανάστες, θα μπορούσε να ήταν το «μότο» των Σουηδών αυτών. Μελοδραματικό, παγωμένο, σκοτεινά μελωδικό, βόρειο… Σαν να έπεσα στη λούμπα των στερεότυπων…

3. Scratch Massive – Nuit de mes reves
Γιατί δεν μπορώ να αντισταθώ σε γαλλική αισθησιακή φωνή πάνω σε deja ecoute ηλεκτρονική μπασογραμμή; Τις προάλλες έβλεπα ξανά το «A fish called Wanda»…

4. Tamikrest – Dihad tedoun itran
Τι κι αν το Μπαμάκο έγινε το …Βερολίνο της Αφρικής; Ένα μπλουζ της ερήμου (κυριολεκτικής ή μεταφορικής) πάντα συγκινεί…

5. Tetes Raides – Fulgurance
Γιατί όταν πατάς πάνω στους ώμους γιγάντων όπως ο Brel ή ο Brassens βλέπεις και φτάνεις πολύ μακριά (C(l)opyright: Einstein, «σύντροφος» Μάο).

6. Ballo delle Castagne – Passioni diaboliche
Progressive σε τετράλεπτη συσκευασία, ευπρόσδεκτος αντικληρικαλισμός και αξιομνημόνευτη μελωδική γραμμή.

7. Thy Catafalque – Kel keleti szel
Γιατί πολύ θα ήθελα να είχε βγάλει πάλι δίσκο της χρονιάς ο αγαπημένος μου Ούγγρος Tamas Katai (αλλά δεν…). Εξακολουθεί όμως να γράφει μεμονωμένους κόμματους μαυρομεταλλικής ποπ.

8. The Chase – Minimoog
Γιατί από παιδί κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Κι όταν ο εξάχρονος Σοφοκλής Κάζης λέει ότι «αν αυτό δεν έχει λόγια (που δεν έχει) είναι το πιο τέλειο τραγούδι που έχω ακούσει ποτέ», ποιος είμαι εγώ να διαφωνήσω;

9. Soviet Soviet – Human nature
Αυτοί οι Ιταλοί (παρά την παλαιοημερολογίτικη αναφορά του ονόματος τους) είναι μέσα στο πνεύμα της εποχής. Ωραία, μικρά, σύντομα, σφικτά ΕΡ. Για ποιο λόγο να ανεχτώ 60 λεπτά μέτριας μουσικής για 1-2 καλά τραγούδια;

10. Crystal Stilts – Shake the shackles
Υπέροχο τραγούδι μέσα σε αχρείαστο δίσκο.

11. Staccato du Mal – Walls fade
Ευτυχισμένο το 1982…

Και του χρόνου… Έτσι απλά…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

The Dreams – Morbido (Kill Shaman)

1. Peplum
2. Seis seis seis Condor
3. Aloha Miami
4. Sick Palm Dub
5. Mein Schatz
6. South African Youth of Africa
7. Power of Signs
8. Milk by Myself
9. Pure Reagge Night
10. Satan
11. Out of Eyes
12. Reagge 4

Αν θυμάμαι καλά ήταν στο ντοκιμαντέρ «Punk Attitude» όπου ο Don Letts ισχυριζόταν ότι εκείνη η απροσδόκητη και φαινομενικά αδόκιμη μείξη πανκ και ρέγγε/dub ήχου (άκου Clash, Slits και τους λοιπούς συνοδοιπόρους) χρωστούσε πολλά στην αφεντιά του, καθώς όντας DJ στο περίφημο Club Roxy, όταν του τέλειωναν οι πανκ δίσκοι (δεν ήταν ακόμη πολλοί άλλωστε) έπαιζε δίσκους από την τζαμακαϊνή πτέρυγα της συλλογής του κατηχώντας τους ανυποψίαστους πάνκηδες στις χάρες της συγκοπτόμενης ρυθμολογίας.

Δεν έχει τόση σημασία αν έτσι συνέβησαν τα πράγματα ή αν πρόκειται για κομπορρημοσύνες του Letts, το σημείο που κρατώ είναι υπήρξε μια εποχή όπου τα είδη μουσικής δεν επικοινωνούσαν εύκολα μεταξύ τους (και για αντικειμενικούς λόγους), και πολλές φορές όταν αυτό συνέβαινε προκαλούσε σφοδρές αντιδράσεις από τους καθαρολόγους (πλείστα τα παραδείγματα). Σήμερα αντιθέτως οι επαφές έχουν …αποχαλινωθεί, οι διασταυρώσεις των ειδών γίνονται με άγνοια κινδύνου και υψηλή συχνότητα (προκαλώντας ασφαλώς και πολλές τερατογενέσεις). Φαντασία να υπάρχει…

Ας παίξουμε με τα …τουβλάκια λοιπόν. Πανκ+ρέγκε. Όπως ήδη αναφέραμε τα υποδείγματα είναι άφθονα. Μεταπάνκ + ρέγκε = The Pop Group αλλά και The Police (ως ναι!). Πανκ με κρουστά της ζούγκλας; Έχουμε την Siouxsie στις απόπειρες της με τους Creatures (τους C Cat Trance για κάτι πιο «ψαγμένο»). Με λίγο κοριτσίστικη τρέλα και τευτονική παράνοια, θυμόμαστε τις Malaria! Αν βάλουμε και τροπικά ακούσματα στη συνάρτηση τα πράγματα δυσκολεύουν. Φέτος υπέπεσαν στην αντίληψη μας οι ιδιάζοντες Staccato du Mal, οι οποίοι άνοιξαν το κλειστοφοβικό minimal wave στη θαλασσινή άπλα της tropicalia. Τι θα γινόταν όμως εάν μπορούσαμε να τα συνδυάσουμε όλα αυτά ταυτόχρονα;

Το δυνητικό αυτό ερώτημα έχει πάντως απάντηση, με σάρκα και …βινύλιο. Ο δίσκος «Morbido» των Γάλλων The Dreams συνοψίζει ακριβώς όλες τις παραπάνω αναφορές. Και ευτυχώς η ευρηματικότητα της μπάντας δεν αντικατοπτρίζεται στην …ευφάνταστη επιλογή του ονόματος τους, έτσι το …μείγμα μουσικής που επέλεξαν έχει άποψη, συνεκτικότητα και πάνω απ’ όλα αισθητική. Κατά στιγμές νοσηρή μεν (για να ακολουθήσουμε και τον τίτλο), ευφάνταστη και έξυπνη δε, ενίοτε μάλιστα και συναρπαστική.

To «Morbido» ακούγεται σαν να έχει ηχογραφηθεί σε στούντιο με άβαφους τσιμεντένιους τοίχους, με σάπιο εξοπλισμό και «καμένο» ηχολήπτη. Η «χύμα» νοοτροπία κυριαρχεί, η ακατάληπτη τραγουδίστρια Armelle Bisoubisou είναι γνήσια απόγονος του βάρδου Κακοφωνίξ και της Poly Styrene, τα «λάθη» έχουν ενσωματωθεί στην οργανική ενότητα, οι κιθάρες γρατζουνάνε ανατριχιαστικά και τα πλήκτρα παίζουν μονοτονικά με ένα πάτημα. Κομμάτια δε όπως τα «Seis seis seis Condor», «Mein Schatz» και το «Aloha Miami» είναι από τα καλύτερα δείγματα κεντροευρωπαϊκής coldwave παρακμής των τελευταίων ετών, το «Pure Reagge Night» είναι το dub της παραλίας, μην παρασυρθείτε όμως από τις στερεότυπες συν-εικόνες, η παραλία αυτή είναι μια έρημη ραδιενεργή λωρίδα γης σε βρώμικη θάλασσα.

Εξαιρετική κυκλοφορία από τη σκοτεινή πλευρά της μουσικής, καταδικασμένη εκ γενετής να μείνει σε περιορισμένο ακροατήριο, να παιχτεί σε κακόφημα υπόγεια και καταλήψεις. Μόνο σε βινύλιο και κασέτα. Κάτι δείχνει κι αυτό… Ή μήπως όχι;

8

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Kate Bush – 50 words for snow (Fish People)

1. Snowflake
2. Lake Tahoe
3. Misty
4. Wild Man
5. Snowed in at Wheeler Street
6. Words for Snow
7. Among Angels

Η ύπαρξη μύθων και ανυπόστατων αλλά παγκοίνως αποδεκτών διαδόσεων όπως το γεγονός ότι το σπανάκι περιέχει σίδηρο (τουλάχιστον στις μεγάλες ποσότητες τις οποίες μας έμαθε ο Ποπάι και οι μανάδες), ότι το Σινικό Τείχος είναι το μόνο ανθρώπινο κατασκεύασμα που φαίνεται από το διάστημα ή ότι οι Εσκιμώοι (sic) χρησιμοποιούν 50 διαφορετικές λέξεις για να περιγράψουν το χιόνι, δεν είναι εξ ορισμού καταδικαστέα και απορριπτέα. Πολλοί από αυτούς τους μύθους μπορεί να αντιμετωπιστούν απλά ως ποιητικές αυθαιρεσίες ή ρομαντικές συλλήψεις και κατασκευές. Κι ας μην έχουν …ποδάρια στην πραγματικότητα, αρκεί να είναι ευρηματικοί (όπως λεν και οι γείτονες Ιταλοί). Το πρόβλημα (ενίοτε και ο κίνδυνος) γεννάται όταν πάνω σε τέτοιους μύθους χτίζονται ιδεολογήματα και ιδεοληψίες (βλ. π.χ. οι Έλληνες είναι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων κλπ κλπ).

H σχεδόν πάνδημη ομοφωνία (στην οποία ας σημειώσω εξαρχής ότι θα αποτελέσω παραφωνία) με την οποία έγινε δεκτός (παγκοσμίως κιόλας) ο νέος δίσκος της Kate Bush, φρονώ ότι αποκαλύπτει πιο πολλά για την εποχή μας και τα χαρακτηριστικά της παρά για την αξία του δίσκου αυτού καθαυτού (κάτι ανάλογο το ζήσαμε στην κλίμακα της μικρής Ελλάδας αλλά σε σχεδόν γλοιώδη διάσταση με τον δίσκο της Λένας Πλάτωνος).

Μια ομοφωνία όμως η οποία εκδηλώνεται με σαφή ιδεολογικοποιημένη χροιά και συνδηλώσεις αποκαλύπτοντας και πάλι την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου (και δη του μουσικόφιλου εν προκειμένω) για ήρωες. Το βιώνουμε καθημερινά σε όλους τους τομείς. Πρόχειρο αλλά ενδεικτικό παράδειγμα οι αιτιάσεις για τη «δήθεν» έλλειψη μεγάλων ηγετών στη σημερινή Ευρώπη (με τη συνακόλουθη νοσταλγία για κάποιους παλιότερους, οι οποίοι ναι μεν οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση, υπήρξαν όμως …»χαρισματικοί»). Εις μάτην πήγαν τα γραπτά του Μπρεχτ («αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες»), σε αυτιά κωφών τραγούδησαν οι Stranglers («No more heroes anymore)…

Την ίδια παρατήρηση μπορούμε να την προεκτείνουμε και στη μουσική επικράτεια, όπου η ειδωλολατρία έτσι κι αλλιώς αποτελεί άλλωστε την κατεστημένη «θρησκεία». Με ποιον να ταυτιστεί λοιπόν ο σημερινός πιστός, ποιοι είναι οι σύγχρονοι μουσικοί «ηγέτες» που θα οδηγήσουν τα πλήθη, ποιοι θα διχάσουν και θα προκαλέσουν πάθη (μην ακούσω για Arcade Fire και για ανάλογα κυματάκια, τρικυμίες στη μικρή λίμνη); Ποιες θα είναι οι νέες «bigger than life» προσωπικότητες, τώρα που τα είδωλα στήνονται εν μια νυκτί για να κατεδαφιστούν στο αμέσως επόμενο βήμα; Έτσι ακόμη και σεμνές μορφές όπως η Kate Bush καταλήγουν να ανορθώνονται σε βάθρα εξιδανίκευσης, να αντιμετωπίζονται ως ιερά τέρατα που κομίζουν το άγιο φως της γνήσιας τέχνης και η λέξη «αριστούργημα» φτάνει στον ευτελισμό μέσα σε έναν διαφημιστικό (μασκαρεμένο ως «δημοσιογραφικό») πολτό. Μεγαλύτερη αδικία και προσβολή για έναν καλλιτέχνη, δυσκολεύομαι αλήθεια να σκεφτώ…

Για να φτάσουμε πάντως στην απογυμνωμένη ουσία του «50 words for snow» θα χρειαστεί επίσης να παραμερίσουμε διάφορα ποιητικίζοντα παραληρήματα, ο δίσκος και η θεματολογία του είναι πεδίο δόξης λαμπρό για ασκήσεις λυρικής γραφής για το χειμώνα, τη ζεστασιά γύρω από το τζάκι, με τις χιονονιφάδες να πέφτουν ολόγυρα.

Για να καταλήξω έτσι στην ερώτηση-κλειδί (όπως έκανα ήδη και στον δίσκο της Bjork και θα μπορούσα να το κάνω για πλείστους άλλους της σύγχρονης παραγωγής): που είναι τα τραγούδια; ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, για να γίνω πιο εμφατικός. Ναι, η φωνή της Kate πραγματικά παραμένει γοητευτικά αναλλοίωτη (και ξυπνά αναμνήσεις). Οι στίχοι στέκουν στο γνώριμο καλό επίπεδο, με οικείες εικόνες και παραστάσεις (φυσικά και κυκλοφορούν και φαντάσματα, τα οποία φαίνεται να την κατατρέχουν από τότε που, παιδούλα, ενσάρκωνε την Κάθυ στα Ανεμοδαρμένα ύψη). Τι να το κάνεις όμως όταν αντιπαλεύουν με μέτριες συνθέσεις και μελωδίες του συρμού (για τα δεδομένα της Bush ασφαλώς!);

Έρχομαι π.χ. να ακούσω το «Snowflake», τοποθετημένο στην κρίσιμη εναρκτήρια θέση του δίσκου, και συναντώ ένα κελτο-ειδές άσμα διαλεγμένο από το καλάθι των μέτριων στιγμών της …Enya (στο συγκεκριμένο μάλιστα συμμετέχει και ο γιος της ο Albert – παρακαλώ μη μπείτε σε πειρασμούς σύγκρισης με την Tori Amos, από την οποία την χωρίζουν παρασάγγες έμπνευσης, σεμνότητας και εν τέλει μουσικής αξίας). Η δε σύμπραξη με τον πάλαι (πολύ πάλαι!) ποτέ μεγάλο Elton John έχει πολύ μικρότερη προσθετική αξία έμπνευσης από το άθροισμα των συντελεστών (η χειμερινή σύναξη των απομάχων;). Ψήγματα στιγμών υπάρχουν διάσπαρτα στο …λευκό τοπίο, το ομώνυμο (με την απαρίθμηση τεχνητών και μη εκφράσεων για το χιόνι από τον Stephen Fry) καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κλίμα, αλλά εντάξει, από «ηχοτοπία» και «ατμόσφαιρες» έχουμε υπερκορεστεί και από καλύτερες εκδοχές.

Είναι προφανές ότι η ίδια συνειδητά, με την ασφάλεια και την αυτοπεποίθηση που της δίνει το παρελθόν, έχει επιλέξει να απομακρυνθεί δραστικά από τον ήχο που επηρέασε ένα σωρό μουσικούς και (κυρίως) μουσικίνες. Το «50 words for snow» ασφαλώς και δεν καταρρίπτει το «μύθο» της Kate Bush (πως θα μπορούσε κιόλας!). Πιθανολογώ όμως ότι θα μπει στη βιογραφική της λίστα σαν μία αξιοπρεπής καταχώρηση και θα «παρκάρει στη δισκοθήκη δίπλα στο «Aerial» του 2005, το οποίο έχει ήδη βυθιστεί στη μαύρη λήθη του χρόνου. Αν όμως όλος αυτός ο κουρνιαχτός οδηγήσει κάποιους νεότερους να την ανακαλύψουν, ίσως το αποτέλεσμα να έχει και τη θετική του διάσταση…

7.5

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Thy Catafalque – Rengeteg (Seasons of Mist)

1. Fekete mezok
2. Kel keleti szel
3. Trilobita
4. Ko koppan
5. Vashegyek
6. Holdkomp
7. Kek ingem lobogo
8. Az eso, az eso, az eso
9. Tar gallyak vegul
10. Minden test fu

Δεν μπορείς να κατανοήσεις το black metal χωρίς τα δάση… Για να βελτιώσω τον προφανώς ατελή αφορισμό μου: δεν μπορείς να καταλάβεις το ευρωπαϊκό black metal χωρίς να έχεις περπατήσει (έστω και κάτω από την ασφάλεια της ημέρας και της καλής συνοδείας) σε ένα από εκείνα τα ανήλιαγα, αόριστα απειλητικά δάση που καλύπτουν τα (όχι και τόσο ψηλά πάντως) βουνά της Θουριγγίας ή των Σκανδιναβικών Άλπεων (ο ίδιος βέβαια συλλογισμός θα μπορούσε να αναφέρεται εξίσου ταιριαστά και στη μουσική του Wagner, αλλά δεν ξέρω πόσοι οπαδοί του Ριχάρδου περνούν από αυτές τις σελίδες). Και για να τον επεκτείνω ακόμη πιο τολμηρά: μια τέτοια περιήγηση ίσως προσφέρει στον αδαή ταξιδιώτη μια ακτίνα διείσδυσης στον ερμητικό και ξένο για τις μεσογειακές μας συντεταγμένες βορειοευρωπαϊκό ψυχισμό.

Ελπίζω δε να γίνει αντιληπτός όχι ως άλλη μία ακόμη από εκείνες τις φιλολογίζουσες περιγραφές (ηχο)τοπίων και εικόνων που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της μουσικής, οι οποίες μπορεί ενίοτε να είναι χρηστικές, επαναλαμβάνονται όμως πλέον τόσο στερεότυπα ώστε να αγγίζουν βαθμό σχεδόν αστειότητας. Εδώ λοιπόν μιλάμε για κάτι πολύ πιο πλατύ και βαθύ (που ενίοτε …λερώνει κιόλας), το οποίο και αγγίζει ιδρυτικούς μύθους ολόκληρων λαών (και φυσικά μουσικών). Η περαιτέρω ανάλυση μάλλον υπερβαίνει τους σκοπούς και τις διαθέσεις του παρόντος κειμένου, ας μείνει έτσι ως μια άκρη νήματος για όποιον θέλει να ακολουθήσει…

Ο νέος δίσκος των Ούγγρων Thy Catafalque πάντως θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η ηχητική επένδυση των σκοτεινών παραμυθιών των αδερφών Γκριμ (τα οποία δεν είναι ασφαλώς τίποτε άλλο από μια λαϊκή ιδιότυπη (μικρο)ιστορία!). «Αδιαπέραστο δάσος» σημαίνει το «Rengeteg» σε παλλαϊκά ουγγρικά, υπερθεματίζει ο Tamas Katai, η πραγματική ψυχή του συγκροτήματος. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 11-11 του (20)11 (διόλου τυχαία υποθέτω ημερομηνία) και αποτελεί τον επίγονο της αισθητικής προς διετίας κορύφωσης του «Roka Hasa Radio», τον οποίο θεωρώ (χωρίς (ψευδο)περιστροφές περί ταπεινότητας της άποψης) από τους ωραιότερους δίσκους που άκουσα τα τελευταία χρόνια. Κατά συνέπεια είναι εξ αρχής ξεκάθαρο ότι ο ζυγός της σύγκρισης είναι εγγενώς ήδη «πειραγμένος» και προκατειλημμένος.

Η μπάντα πάντως έχει κάνει ήδη ένα μεγάλο βήμα με τη μεταγραφή στη γαλλική Seasons of Mist όπου και συναντά και πολλούς άλλους εκλεκτούς συμπολεμιστές του σκότους και ερέβους (εξασφαλίζοντας και καλύτερη διανομή απ’ ότι κατάφερνε η τσέχικη Epidemie).

Από μουσική σκοπιά, το συνολικό …μείγμα μουσικής παραμένει συστατικά το ίδιο αλλά στις αναλογίες κάτι φαίνεται να έχει αλλάξει. Να οφείλεται άραγε στην απουσία του επί χρόνια συνεργάτη του Janos Juhasz; Πιθανόν, η απουσία άλλωστε ως γνωστόν αποκαλύπτει τη βαρύτητα της παρουσίας (είτε μιλάμε για δίσκους είτε για ανθρώπινες σχέσεις).

Η πρώτη λοιπόν και προφανής παρατήρηση είναι ότι εδώ οι Thy Catafalque «βαράνε» πιο πολύ, ακολουθώντας πιο «ορθόδοξα» μαυρομεταλλικά μονοπάτια. Με …καλολογικό τρόπο: το «δάσος» είναι πιο πυκνό και με λιγότερα ξέφωτα. Υπάρχει επίσης και μια ελαφρά στειρότητα ιδεών. Για παράδειγμα, το κομμάτι-πυλώνας του έργου «Vashegyek» (με τη φωνητική συνεισφορά της Agnes Toth των The Moon and the Nightspirit, οι οποίοι και αυτοί έχουν φέτος έναν αξιάκουστο δίσκο), στερείται της αναλογούσας έμπνευσης η οποία και θα υποστήριζε την δεκατεσσάρων λεπτών ανοικονόμητη διάρκεια του. Τα ευπρόσδεκτα γα το αυτί ηλεκτρονικά στοιχεία εξακολουθούν να επιτελούν το ρόλο τους, κατά στιγμές όμως ακούγονται μάλλον συμβατικά και «εύκολα».

Από την άλλη βέβαια, ο Katai διατηρεί το χάρισμα της μελωδίας, αυτή τη σχεδόν μαγική ικανότητα να βάζεις τις νότες σε αρμονική σειρά, η οποία και δεν κρύβεται σε κομμάτια όπως το «Kel keleti szel» ή το «Kek ingem lobogo», με τις αρμονικές τους γραμμές να διακρίνονται διαυγέστατα παρά τον κιθαριστικό οδοστρωτήρα και τα επιληπτικά προγραμματισμένα τύμπανα. Η δε ευρεία, εικαστική τολμώ να ισχυριστώ, αντίληψη του ήχου μαζί με μια κλασική προπαίδεια δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα σε μείξεις ειδών όπως στο «Holdkomp», το οποίο συστεγάζει electronica, metal και ουγγρικούς παραδοσιακούς δρόμους, μακριά από την εσχάτως μοδάτη αντίληψη της κατά Simon Reynolds «record collector’s music».

Στο σημείο αυτός όμως συνειδητοποιώ ότι η μέχρι αυτή την παράγραφο τακτική της (υπερ)αναλυτικής κριτικής από τη σκοπιά του οπαδού, ίσως θολώνει την κατάσταση. Διότι για τον ανυποψίαστο και ίσως μπουχτισμένο από την υπερπροσφορά δίσκων, το «Rengeteg» διατηρεί την αξία μιας διαφορετικής πρότασης (ευελπιστώ δε και αυτή ενός βήματος προς μια ευρύτερη καθιέρωση). Κι αν σας οδηγήσει δε στην ανακάλυψη των προγενέστερων αριστουργημάτων, τότε σίγουρα αξίζει κι ένα ελαφρώς υπερτιμολογημένο…

8

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Bjork – Biophilia (One Little Indian)

1. Moon
2. Thunderbolt
3. Crystalline
4. Cosmogony
5. Dark matter
6. Hollow
7. Virus
8. Sacrifice
9. Mutual core
10. Solstice

Μία από τις πιο δημοφιλείς ίντριγκες-κόντρες στον μικρόκοσμο των μουσικόφιλων (παρακαλώ ο όρος να εκληφθεί ως συμπεριλαμβάνον και την αρρωστημένη του εκδοχή) είναι η απάντηση στην ερώτηση: «ποιος έπαιξε πρώτη φορά ….» (συμπληρώστε το είδος μουσικής κατά βούληση). Κατ’ αρχήν υπάρχει η «λαϊκή» απάντηση, αυτή που έχει περάσει και στη συλλογική συνείδηση. Όχι όμως πτωχοί τω πνεύματι και τη γνώσει λαϊκοί, πάντα θα βρεθεί κάποιος καρδινάλιος του χώρου ο οποίος θα ισχυριστεί ότι «υπάρχει και ο δίσκος του …Harold Unknown ο οποίος έπαιζε τέτοια πράγματα πολλά χρόνια πριν οποιοσδήποτε το διανοηθεί». Για να συνεχιστεί μετά αυτό το γαϊτανάκι και η επίδειξη γνώσεων και δισκοκατοχής μέχρι εξαντλήσεως της …εκκλησιαστικής ιεραρχίας, μέχρι κάποιος «Πάπας» να ισχυριστεί ότι «αυτά τα πρωτοέπαιξε ο Joss Veryunknown στο δωμάτιό του και υπάρχουν μόνο σε μια σπάνια ηχογράφηση η οποία βγήκε σε 10 μόνο αντίτυπα – την οποία φυσικά και έχω και κοστίζει και 500 ευρώπουλα στο e-bay». Ωραία… Βρίσκετε(αι) κάποιο νόημα σε όλο αυτό;

Για να καταθέσω απερίφραστα τη δική μου άποψη: κανένα. Ματαιότης ματαιοτήτων. Θυμάμαι εκείνες τις προσπάθειες των γεωγράφων του 19ου αιώνα να ανακαλύψουν την πηγή του Νείλου, πριν συνειδητοποιήσουν ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, διότι απλούστατα δεν υπάρχει μία. Το ίδιο ισχύει και στη μουσική. Και εν τέλει (αλλά και κατ’ αρχήν), έχει άραγε μεγαλύτερη αξία και σημαντικότητα εκείνος που πρώτος εφάρμοσε μια τεχνική ή χρησιμοποίησε κάποια καινοφανή οργανολογία, ή μήπως εκείνος ο οποίος την τελειοποίησε, τη διαμόρφωσε, της έδωσε σχήμα και μορφή και την πέρασε σε ένα μεγαλύτερο ακροατήριο πέραν από τους στενούς ακαδημαϊκούς κύκλους; Η απάντηση ανοιχτή για τον καθένα…

Μακροσκελής η εισαγωγή, φρονώ πάντως ουσιώδης. Γιατί με αυτό το πνεύμα κατά νουν θα αντιμετωπίσω το νέο δίσκο του ισλανδικού ξωτικού (χαχα, νομίζατε θα γλιτώνατε). Το «Biophilia», το οποίο και υπερηφανεύεται ότι είναι ο πρώτος δίσκος (ή project) ο οποίος έχει γραφτεί με τη βοήθεια εφαρμογών (applications για να …συνεννοούμαστε) σε iPad και iPhone και άλλα τέτοια δημοφιλή μαραφέτια, χάρις στα οποία και μέσα από ένα σωρό αμετροεπείς ανοησίες, ο Steven Jobs λίγο έλειψε να αναγορευτεί σε «καινοτόμο» του αιώνα (αλήθεια, ποτέ δεν κατάλαβα επίσης τα …οπαδικά αισθήματα απέναντι σε μια οποιαδήποτε εταιρεία, πόσο μάλλον μια τόσο συντηρητική όπως η Apple). Το κενό της καταναλωτικής μετα-νεωτερικότητας;

Επιπροσθέτως ο δίσκος μας έρχεται με μια συσκευασία η οποία περιλαμβάνει από οικολογικά μηνύματα, λίγη φύση και κάμποση οικολογία (από κάτι τέτοια που τσιμπάνε οι εναλλακτικοί πελάτες), το σύμπαν, βαρύγδουπες συμμετοχές επιστημόνων, το βάρος του ΜΙΤ και του National Geographic, ιστορίες για κάθε κομμάτι, διαδραστικά καλούδια και διάφορα άλλα παραφερνάλια. Παρολ’ αυτά εγώ θα επιμείνω παραδοσιακά και «οπισθοδρομικά»: η αισθητική είναι πάντοτε ο πρώτος και ο τελευταίος κριτής. Και το μέσο έχει προ πολλού πάψει να είναι σημαντικότερο από το μήνυμα..

Και τι έχουμε λοιπόν στο «Biophilia»; Θα μπορούσα για λόγους …πνευματικής οικονομίας να αντιγράψω τον παλιότερο εαυτό μου: «Έτσι και στο «Volta» επί μία ώρα την ακούμε να ακκίζεται, να τσιρίζει, να ανεβοκατεβαίνει αυτάρεσκα τις κλίμακες, να γκρινιάζει σε μια ατελείωτη εκνευριστική λογοδιάρροια. Κανένας χώρος για να αναπνεύσουν οι μουσικές, τις οποίες πνίγει με τη χάρη …βόα-συσφιγκτήρα».

Στην πραγματικότητα εδώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Γιατί μέσα από το προφανέστατο άγχος της να παραμείνει στην πρώτη γραμμή, στην εμπροσθοφυλακή, στην αβάν-γκάρντ δηλαδή, με όλο αυτόν τον τεχνολογικό συρφετό γύρω της, τα φωτεινά πλήκτρα, τις οθόνες αφής και τα πηνία Tesla, η Bjork …ξέχασε μια λεπτομέρεια: να γράψει τραγούδια.

Είναι σαφές ότι έχει την τεχνική και την εμπειρία να στήνει ηχητικά περιβάλλοντα, το αποτέλεσμα όμως καταφέρνει στην καλύτερη περίπτωση να ακούγεται μηχανιστικό, σχεδόν προσχηματικό θα έλεγα. Στην δε χειρότερη δυστυχώς δεν είναι καν κακόγουστο, αλλά απλά και μόνο αδιάφορο. Σαν το οξυγόνο: άχρουν, άοσμο και άγευστο.

Μετά δυσκολίας μπορείς να ξεχωρίσεις το «Crystalline», σαν τον μονόφθαλμο (και μάλιστα με πολύ βαριά …μυωπία) μέσα στο βασίλειο των τυφλών. Από κει και πέρα απομένει μόνο αυτή η Φωνή. Η γνωστή φωνή, η οποία περιττεύει πια να σημειώσω ότι είναι από εκείνες που διχάζουν τα γούστα και ότι αν δεν σου αρέσει μπορεί να γίνει εξαιρετικά ενοχλητική. Και μια φωνή εδώ αλαλάζουσα με …υπο-αρκτικό πάθος εν κενώ έμπνευσης (ενίοτε με συνοδεία πασχουσών από βλεφαρόπτωση χορωδιών).

Το μέλλον (ευτυχώς) ούτε προβλέπεται και ακόμη περισσότερο ούτε εκβιάζεται, οι δε προφήτες έχουν πεθάνει και γίνει εικονίσματα εδώ και αιώνες. Πέρα λοιπόν από υπερφίαλες δηλώσεις για «σελίδες που γυρίζουν» και για «το αύριο που γεννιέται», τα εργαστήρια του αύριο βρίσκονται σε ανώνυμα δωμάτια, η καρδιά του μέλλοντος χτυπά σε δημιουργούς τους οποίους δεν θα τους γνωρίσουμε μέσα από κανένα δελτίο τύπου και καμία κατεστημένη διακήρυξη προθέσεων. Μόνο εκ των υστέρων θα σπεύσουμε να εξηγήσουμε, όπως έχει συμβεί τόσες και τόσες φορές στην Ιστορία…

4

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr