21ο ΔΦΚ της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας

23 Σεπτεμβρίου – 04 Οκτωβρίου 2015

Ένατη συναπτή χρονιά που γράφεται ένα τέτοιο προσωπικά απολογιστικό κειμενάκι, νομίζω το ίδιο γράφω κάθε χρόνο σαν εισαγωγή, είναι που κάτι τέτοια γεγονότα χρησιμεύουν ενίοτε και ως μετρητές χρόνου, του χρόνου που περνάει και όλα αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν, ακόμη και η σχεδόν παραδοσιακή πλέον ταλαιπωρία στο vintage Ιντεάλ το οποίο σαν …κιβωτός χρόνου αντιστέκεται ακόμη σθεναρά σε κάθε εκσυγχρονισμό, μόνο που για πρώτη φορά το φεστιβάλ έπιασε Οκτώβρη, εκλογές γαρ αν θυμάστε. Ακολουθεί λοιπόν το παραδοσιακό mic-ημερολόγιο κάποιων από τις ταινίες που είδαμε, με έμφαση σε κάποιες μουσικές αλλά και άλλες, επιλεγμένες με διαίσθηση και με την διόλου αλάνθαστη τακτική του «γουρουνιού στο σακί» από 200 και πλέον ταινίες κάθε μήκους, από ελάχιστου έως τεράστιου.
Και του χρόνου είπαμε;


Ithake

– Επιστροφή στην Ιθάκη (Retour a Ithaque) – Laurent CantetΥποθέτω ότι είναι ο Καβάφης, περισσότερο ακόμη κι από τον Όμηρο εκείνος που έκανε την Ιθάκη σύμβολο επιστροφής και νόστου αναδεικνύοντας και την αυθυπόστατη αξία του ίδιου του ταξιδιού. Έτσι όλοι έχουμε την προσωπική μας Ιθάκη, η Ιθάκη μπορεί να είναι και μια ταράτσα στην Αβάνα, όπως συμβαίνει στη νέα ταινία του φοινικοστεφανωμένου Cantat (θυμάστε το «Entre les murs»;). Μια συνάντηση παλιών φίλων, ένας συγγραφέας σε αποστρατεία γυρίζει μετά από 16 χρόνια αυτοεξορίας, αναμνήσεις, «θυμάσαι τότε που ο…», γέλια, μουσικές, «California Dreamin'», αλλά και παλιές πίκρες, πληγές, κακίες, μυστικά, δρόμοι που χώρισαν και μοιάζουν ασύμβατοι, αυτοί που φεύγουνε κι αυτοί που μένουνε και περιμένουνε, πόσο άλλαξες-πόσο άλλαξα. Και τελικά ίσως να μην έχει σημασία ούτε το ταξίδι ούτε η Ιθάκη, αλλά το ότι είσαι ακόμη εδώ κι αυτό το καλοκαίρι… Το σενάριο είναι του κουβανού συγγραφέα Leonardo Padura, οι ηθοποιοί ερασιτέχνες και ισπανόφωνοι, από μια άποψη πάντως η ταινία δεν θα μπορούσε να είναι πιο …γαλλική, στηρίζεται αποκλειστικά στον διάλογο, καλογραμμένο μεν, με ανατροπές κι εντάσεις, με χιούμορ και συγκίνηση, αλλά, πολύ μπλα-μπλα. Πιθανώς να γινόταν κι ένα πολύ ωραίο θεατρικό έργο.

– Η παρακμή του δυτικού πολιτισμού (The decline of western civilization) (Part I) – Penelope Spheeris

Πιθανότατα ειρωνικό κλείσιμο του ματιού στο διάσημο και αμφιλεγόμενο έργο του Όσβαλντ Σπένγκλερ, τούτο το ντοκυμανταίρ αποτελεί μια ιστορικής αξίας καταγραφή της πανκ σκηνής της Καλιφόρνιας κάπου εκεί στη χαραυγή των 80s. Η κάμερα της Penelope Spheeris (κι αν το όνομα σας ακούγεται ελληνικό είναι επειδή …είναι) καταγράφει συνεντεύξεις και ανεκτίμητα live αποσπάσματα από ονόματα όπως οι Black Flag (προ-Rollins), οι Circle Jerks, οι Fear, οι Germs και φυσικά οι Χ, οι καλύτεροι όλων, από τους λίγους που ήξεραν να παίζουν τα όργανα τους (διόλου αυτονόητο την εποχή εκείνη), ενσωμάτωναν ακούσματα από άλλα είδη (π.χ. country) είχαν και μια τραγουδίστρια-μορφή, την Exene Cervenka. Γυρισμένο το 1981, μέσα στον πυρετό των καιρών από μια σκηνοθέτιδα η οποία στη συνέχεια θα γυρίσει κάμποσες ταινίες νεανικής επαναστατικότητας και αντίδρασης (Suburbia, The Boys Next Door), αποτυπώνει με κάμποσα φτιασίδια και κάπως στημένη όλη την καφρίλα, την άγνοια κινδύνου, την τραχύτητα, τη βία, το ταλέντο αλλά και την αταλαντοσύνη που χαρακτήριζε την σκηνή εκείνη.
Η περιττή πληροφορία της ημέρας: Η σκηνοθέτιδα είναι όχι μόνο ξαδέρφη του Κώστα Γαβρά αλλά και του Chris Spheeris, ενός τύπου ο οποίος έγραφε ελαφρά instrumental ηλεκτρονική τη δεκαετία του ’80, το «Midflight» του οποίου έχει περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο όσων παρακολουθούσαν …αθλητικές εκπομπές στην ελληνική τιβί εκείνα τα χρόνια.


Enemies

– Εχθροί μέχρι τέλους (Best of Enemies) – Morgan Neville/Robert GordonΑυτοί οι Αμερικάνοι… Από τη μύγα ξύγκι μπορεί να βγάλουν, μην πω και μερικές φέτες σπαλομπριζόλας. Και με μπόλικη σάλτσα υπερβολής. Μπορεί να πάρουν μια μικρή λεπτομέρεια, ένα στιγμιότυπο μιας κόγχης της ιστορίας, να το μεγεθύνουν και να το αναδείξουν σε στιγμή που άλλαξε τον κόσμο (έστω και σε μια απειροελάχιστη εμβέλεια) φορέβα (διάβαζε: forever). Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το προκείμενο ντοκυμανταίρ, απόλυτα τηλεοπτικής λογικής, δε θα γινόταν κι αλλιώς, σε ένα τηλεοπτικό επεισόδιο αναφέρεται άλλωστε, επεισόδιο με όλες τις έννοιες της λέξης. Το 1968 το κανάλι ABC κάλεσε σε μια σειρά από ντιμπέι (ρε) δύο διάσημους σχολιαστές, διανοούμενους και τηλεπερσόνες της εποχής, τον φιλελεύθερο συγγραφέα Γκορ Βιντάλ και το απέναντι συντηρητικό δέος William Buckley Jr. Η ιστορική στιγμή στην οποία εστιάζει και το ντοκυμανταίρ ήρθε όταν ο αλαζόνας καθωσπρέπει Buckley έχασε την ψυχραιμία του μόλις ο Βιντάλ τον αποκάλεσε κρυπτοναζί και αντεπιτέθηκε αποκαλώντας τον «αδερφάρα» (queer) (η σκηνή εδώ). Και έτσι ξεκίνησε μια κόντρα η οποία συνεχίστηκε σε κάθε είδους μέτωπο για πολλά χρόνια μέχρι το θάνατο των πρωταγωνιστών. Και έγινε και ταινία… Εντάξει… Μέχρις εδώ… Διασκεδαστικό έως και αθώο αν σκεφτούμε τι επακολούθησε τα επόμενα χρόνια (και όχι δεν έχω κατά νουν τους δικούς μας Αδώνιδες).

– Hector – Jake Gavin

Η οδύσσεια ενός άστεγου ο οποίο διασχίζει ολάκερη τη Βρετανία από τον Σκωτσέζικο Βορρά προς το Λονδίνο, ενός άστεγου ο οποίος φέρει το ομηρικό όνομα Έκτορας, ίσως να του ταίριαζε και το Οδυσσέας, η Ιθάκη του είναι το άσυλο όπου κάθε χρόνο περνάει τα Χριστούγεννα και όχι η οικογένεια του, από την έχει αποκοπεί εδώ και χρόνια πλήρως, ο δε λόγος για τον οποίο αυτό συνέβη είναι ίσως το μοναδικό σασπένς στοιχείο της ταινίας. Παρθενική ταινία του σκηνοθέτη, με εξαιρετική φωτογραφία βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον Peter Mullan, ο οποίος ενσαρκώνει τον γερασμένο, ταλαιπωρημένο άστεγο με έναν τρόπο σχεδόν ανάλαφρο, μακριά από εκβιασμένους συναισθηματισμούς και μελοδραματικά στερεότυπα. Ταινία από αυτές τις «μικρές» που εστιάζουν στις μικρές ζωές και μπορούν να εκμαιεύσουν συγκίνηση. Απουσιάζει μολοταύτα σχεδόν παντελώς οποιοδήποτε κοινωνικό σχόλιο για τα αίτια του φαινομένου γενικότερα, κι εδώ διαφέρει ριζικά η κινηματογραφική στάση του Gavin από εκείνη του Κεν Λόουτς ή του Μάικ Λι με τους οποίους ήδη τον συγκρίνουν κάποιοι.


Labyrinth

– Ο λαβύρινθος της σιωπής (Im Labyrinth des Schweigens) – Giulio Ricciarelli Ναζί κανείς ή …να μη ζει; Οι γερμανοί με το που τελείωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ξάφνου σαν να έπαθαν μαζική αμνησία. Ας τα αφήσουμε αυτά, είναι παρελθόν, τώρα κοιτάμε μπροστά, τους κακούς άλλωστε τους κρέμασαν στη Νυρεμβέργη, κι εντάξει τι κάναμε τελικά, έτσι είναι η δικαιοσύνη των νικητών, αν είχαμε κερδίσει θα γινόταν το αντίστροφο κλπ κλπ. Ακόμη και το 1952 σε δημοσκόπηση το 37% των Γερμανών δήλωνε ότι η Γερμανία είναι τώρα καλύτερη χωρίς τους Εβραίους. Το δε Άουσβιτς αν δεν ήταν μια άγνωστη λέξη ήταν συνομωσία των νικητών για να δυσφημήσουν τον τιμημένο αγώνα της Βέρμαχτ. Χρειάστηκαν πολλά για να αλλάξει το κλίμα αυτό. Κυρίως να έρθει μια νέα γενιά η οποία κάποια στιγμή ξεσηκώθηκε (ακόμη και βίαια) και έθεσε το καυτό ερώτημα: «τι έκανες στον πόλεμο πατέρα;». Αναδείχθηκε και το θέμα στην παγκόσμια επικαιρότητα με την απαγωγή, δίκη και εκτέλεση του Άιχμαν από τους Ισραηλινούς, μια ιστορία η οποία κατέδειξε την κοινοτοπία του κακού σε όλο της το απλό καθημερινή διάσταση. Όχι πάντως ότι άλλαξαν τα πράγματα τόσο δραστικά στη Γερμανία. Ακόμη και τη δεκαετία του ’60 δύο πρόεδροι της χώρας ήταν εκλεκτά στελέχη του ναζιστικού κόμματος (για να μην πάμε και στον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό). Σε αυτό το τέρας λίγοι ήταν εκείνοι που σήκωσαν κεφάλι. Ειδικά στον πλήρως διαβρωμένο δικαστικό τομέα. Μεταξύ αυτών ο σπουδαιότερος ήταν ο Fritz Bauer, ο ανώτατος αυτός δικαστικός ο οποίος τόλμησε να κυνηγήσει τους εγκληματίες του Άουσβιτς και να τους φέρει στο δικαστήριο, ειδικά εκείνα τα στελέχη που «εγώ; διαταγές εκτελούσα». Τούτη η ταινία, γυρισμένη από Ιταλό σκηνοθέτη, είναι ένας φόρος τιμής σε αυτόν τον μοναχικό καβαλάρη της δικαιοσύνης. Και μόνο γι’ αυτό αξίζει και έχει λόγο ύπαρξης. Κι ας ακολουθεί συμβάσεις «αμερικανιάς» στην εξέλιξή της, κι ας έχει σχετικά επίπεδους χαρακτήρες, κι ας προσπαθεί να χωρέσει πολλά πράγματα και μηνύματα μέσα στις 2 ώρες που διαρκεί με αποτέλεσμα να γίνεται διδακτική.
Η διόλου περιττή πληροφορία της ημέρας: Οι περισσότεροι εγκληματίες πέθαναν, πολλοί μάλιστα σε βαθιά γεράματα, στα άνετα σπιτάκια τους ανενόχλητοι. Και σήμερα το γερμανικό κράτος, στην προσπάθεια του να διασώσει κανένα ηθικό ξέφτι τρέχει να προλάβει μπας και τιμωρήσει κανένα 90χρονο ναζί χούφταλο. Γιατί εκείνη η δίκη του Άουσβιτς τελικά πραγματοποιήθηκε ήταν όμως από τις ελάχιστες που έγιναν στην πάλαι ποτέ Δυτική Γερμανία. Τουλάχιστον το Άουσβιτς έχει πλέον χαραχτεί στο συλλογικό συνειδητό ακόμη και στην ποπ κουλτούρα. Άλλα, πιο φρικιαστικά τοπωνύμια εργοστασίων θανάτου όπως Τρεμπλίνκα ή Σόμπιμπορ είναι γνωστά μόνο στους ειδικούς. Το Άουσβιτς βλέπετε είχε επιζώντες και οι μαρτυρίες τους τουλάχιστον διασώθηκαν . Αυτά όχι…


Berlin

– Λαγνεία και Μουσική στο Δυτικό Βερολίνο (B-Movie: Lust & Sound in West Berlin) – Joerg A. Hoppe/Klaus Maeck/Heiko LangeΣε μια σκηνή της ταινίας εμφανίζεται ένας Blixa-τζόβενο να λέει: «είναι αδύνατο να εγκλωβίσεις την ουσία του Βερολίνου σε μία ταινία». Οι τρεις σκηνοθέτες και ο ήρωας της ταινίας, ο Mark Reeder, έκαναν ότι ήταν δυνατό για να τον διαψεύσουν. Και νομίζω σαν κάτι να κατάφεραν. Η αφήγηση υφαίνεται γύρω από την ιστορία του Reeder, ενός τύπου από το Μάντσεστερ, κατευθείαν από τον κύκλο της Factory και των Joy Division, τον οποίο η συγκυρία τον έφερε να «ναυαγήσει» σε εκείνη την ιδιόμορφη, άσχημη, κλειστή και βίαιη νησίδα που ήταν το Δυτικό Βερολίνο στα 80s (όπου θα φτιάξει κάποια στιγμή και το δικό του σχήμα, τους Shark Vegas). Η ταινία είναι πλημμυρισμένη από μουσική των καιρών, κι ένα εντυπωσιακό αρχειακό υλικό από κάθε είδους πηγή, μεγάλο μέρος του οποίου το έβλεπα για πρώτη φορά, super-8 και μικρού μήκους ταινιάκια, τηλεοπτικά ντοκουμέντα, ένα πραγματικά τιτάνιο έργο στο μοντάζ κρύβεται από πίσω. Όλες οι μορφές οι οποίες συνέβαλαν στο χτίσιμο της μυθολογίας της πόλης έχουν τον δικό τους χρόνο, από την …»πόρνη για ναρκωτικά στα 13″ Christiane F (κατά την ελληνική απόδοση της διαβόητης ταινίας) μέχρι την Nena, από έναν νεαρότατο Blixa (της ηλικίας του …Clearasil) να δοκιμάζει το λαρύγγι του στο μαγαζί της Gudrun Gut μέχρι και τον ήρωα του γκρεμίσματος του τείχους, τον David Hasselhoff (ω ναι!). Ακόμη και μια ολιγο-δευτερο-λεπτη εμφάνιση των Todliche Doris υπάρχει. Όπως υπάρχει και μπόλικη νοσταλγία για έναν κόσμο ο οποίος πλέον δεν υπάρχει, χάθηκε ανεπιστρεπτί με την πτώση του τείχους, μετά ήρθε και η techno-rave λαίλαπα και τα Love Parade, και … αυτό ήταν! Είναι πάντως αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο αναδεικνύεται στο φιλμ ο …θετικός ρόλος τον οποίο διαδραμάτισε η παρουσία του τείχους στην καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής. Την «ακραία» άλλωστε τέχνη ανέκαθεν την ευνοούσαν οι ακραίες συνθήκες. Σήμερα που το Βερολίνο έχει γίνει κάτι σαν η hip πρωτεύουσα των απανταχού καλλιτεχνίζοντων μποέμ, είναι εντυπωσιακά αναιμική η καλλιτεχνική του συνεισφορά, σε σχέση με το δυναμικό που έχει συγκεντρωθεί εκεί θα περίμενε κανείς …οργασμούς. Το ντοκιμαντέρ εξηγεί τούτο το κάπως αξιοπερίεργο φαινόμενο με έναν έμμεσο αλλά σαφή τρόπο, έτσι όπως απεικονίζει μια σκηνή με την πραγματική σημασία του όρου, η οποία ανθίζει σε κοινά στέκια, με ανταλλαγές, επαφές, με «όλους να παίζουν με όλους» και ουχί με τη δημιουργία ναρκισσιστικών μικρόκοσμων οι οποίοι ελάχιστη επαφή έχουν ο ένας με τον άλλο (έστω και για αντικειμενικούς λόγους).
Κι αν κάποιους από εμάς μας έπιασε μια νοσταλγία για κάτι που δεν ζήσαμε, μαζί κι ένα αίσθημα αδικίας για τον …λαθεμένο χωρόχρονο στον οποίο γεννηθήκαμε, η Gudrun Gut, η οποία βρέθηκε στην Αθήνα ειδικά για την προβολή, με τη ζωτικότητα και τη δημιουργικότητά της, με την ψύχραιμη «η ζωή κοιτάει μπροστά» και αποστασιοποιημένη οπτική της, μας έβγαλε από τέτοιες ψευδαισθήσεις/αυταπάτες. Αυτού του τύπου η νοσταλγία είναι τελικά μεγάλο ναρκωτικό. Κι ας μας λέει «You need the drugs» ο Westbam με τη φωνή του παλιού «Psychedelic Fur» Richard Butler στο πολύ ωραίο άτυπο soundtrack του έργου.


Sarah

– O μυστικός μου κόσμος: Η ιστορία της Sarah Records (My secret world: The story of Sarah Records) – Lucy Dawkins100 δισκάκια (και όχι μόνο, μέχρι και παιχνίδι τύπου Μονόπολης-Saropolis- περιλάμβανε η αρίθμηση), 100 λεπτά και η ταινία, 1 λεπτό για κάθε κυκλοφορία βγάζει η διαίρεση. Νομίζω ποτέ δεν είχα ξανακούσει για τόσο μεγάλο συναπτό χρονικό διάστημα τις κατατονικές (κάποιες στα όρια της αφασίας) ελεγείες των σχημάτων της Sarah. Άλλωστε η ουσία της Sarah ήταν το τρίλεπτο ποπ κομμάτι, το ταχείας καύσης πυροτέχνημα που καίγεται και χάνεται για πάντα, από τέτοια είχε κάμποσα εκπληκτικά να παρουσιάσει ο κατάλογος της, κάποια μάλιστα κατάφεραν να ξεπεράσουν και το ίδιο το εφήμερον του πράγματος. Είχε (αναπόφευκτα) όμως και αρκετή …μάρα. Μπορεί πάντως τον οπαδισμό να τον έχω κρατήσει στη ζωή μου αποκλειστικά για τη μπάλα (κι εκεί …Αστέρας Τρίπολης, κλάιν δηλαδή), το δε συλλεκτικό φετιχιστικό σύνδρομο να το ξεπέρασα επίσης νωρίς, από την άλλη μπορώ να τα κατανοήσω αμφότερα. Και ειδικά τον τρόπο με τον οποίο εταιρείες όπως η Sarah μπορεί να τα τροφοδοτήσουν και να τα «εκμεταλλευτούν». Μία εταιρία γαρ, φτιαγμένη από δύο συμπαθείς ντροπαλούς τύπους της διπλανής πόρτας, στημένη με τη λογική του φανζίν (με όλα τα καλά και τα στραβά που αυτό συνεπάγεται), με πολλή μαύρη και λίαν «αντιηρωική» δουλειά στο χέρι, συγκεκριμένη αισθητική άποψη η οποία αγκαλιάζει ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής, όλα αυτά με (σχεδόν) μοναδική ανταμοιβή την αίσθηση της κοινότητας και της προσωπικής επαφής με τους «πελάτες». Και με ένα ξαφνικό τέλος-χρεοκοπία που επίσης τροφοδότησε τη δημιουργία ενός μύθου (εκ των υστέρων βέβαια, αλλά φευ, είναι συνηθισμένη στη ζωή αυτή η ετεροχρονισμένη «αγάπη», η οποία για μένα συγγενεύει ενίοτε με έναν τύπο ρομαντικού ελιτισμού, αλλά μην ανοιχτούμε τώρα στο θέμα αυτό).
Το ντοκυμανταίρ αυτό αγιογραφεί το σύντομο αλλά γοητευτικό τούτο υποκεφάλαιο της μουσικής ιστορίας, ακολουθεί (αναπόφευκτα;) τη συνταγή «κάμερα και ομιλούσες κεφαλές», οι δύο ιδρυτές, η Clare και ο Matt, κάποια από τα συγκροτήματα (εννοείται χωρίς τον Bobby Wratten), δεν ξέρω πόσες φορές μέτρησα τις λέξεις «fantastic» και «θα μπορούσαν να γίνουν γνωστοί αλλά…», δεν είναι περίεργο όμως, όλοι οι μουσικοί και οι δίσκοι ήταν …παιδιά τους, έτσι δεν λένε; Ταινιάκι λοιπόν φτιαγμένο από οπαδό για οπαδούς και γνώστες αποκλειστικά (κάποιος εκτός του στενού χώρου μπορεί αν βαρεθεί τη ζωή του), του λείπει η ευρύτερη ματιά η οποία θα προσέλκυε κάποιον εκτός της «κοινότητας», και ένα κάποιο αλατοπίπερο, μια πιο γενναία άποψη, για κριτική ή αξιολογική στάση ας μη μιλήσουμε καλύτερα, ποιος άλλωστε να αντιπαρατεθεί στους μύθους; Εδώ και το ΝΜΕ ακόμη, το οποίο έθαβε τις κυκλοφορίες της αβέρτα, διαβάζω ότι την ανακήρυξε λέει «δεύτερη σημαντικότερη ανεξάρτητη εταιρία που υπήρξε ποτέ». Από υπερβολές δεν είχαμε ποτέ έλλειψη στο σινάφι…
Και ποιος μιλάει άλλωστε… Εδώ το αγαπημένο μου Sarah κομμάτι δεν είχε μπει καν στη (γενναιόδωρη μάλιστα) συλλογή με τα καλύτερα του ίδιου του συγκροτήματος (που βγήκε αργότερα βέβαια, από την Shinkansen). Το «Letting go» των Field Mice. Είναι τελικά ακαταμάχητη η γοητεία της σκέψης «ήταν καταπληκτικό, θα μπορούσε να, αλλά…»

– 45 χρόνια (45 years) – Andrew Haigh

45 χρόνια φαγούρας, εεε συγνώμη γάμου ήθελα να πω, και παρολ’ αυτά το μακρινό, το απώτατο παρελθόν μπορεί να ζωντανέψει ξαφνικά ακόμη κι αν νεκρό, εγκλωβισμένο όλα αυτά τα χρόνια σε έναν παγετώνα κάπου ψηλά στις Άλπεις και να απειλήσει την ευστάθεια του. Η …κλιματική αλλαγή φέρνει το παλιό μυστικό στην επιφάνεια και στον γάμο μαζεύονται συννεφάκια προβληματισμού ακριβώς (τι γκαντεμιά!) την εβδομάδα όπου οι δυο τους ετοιμάζουν το πάρτυ της επετείου. Και ξαφνικά τα Αν αποκτούν ένα βάρος, μια υπόσταση, εντάξει όλοι ξέρουμε το πανούσειο αξίωμα «αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν», αλλά κάποιες σκέψεις μοιάζουν να είναι ανορθολογικά και συναισθηματικά αναπόφευκτες. Ειδικά αν σε λένε Κέιτ και εκείνη Κάτια, εσύ είσαι γερασμένη και χωρίς παιδιά, εκείνη με τα νιάτα της διατηρημένα …άθικτα στην κατάψυξη. Ταινία όχι ακόμη ένα από τα εσχάτως μοδάτα δράματα της τρίτης ηλικίας, με υπέροχη φωτογραφία της νεφελόσκεπης αγγλικής εξοχής η οποία αισθητικοποιεί την μελαγχολία των πρωταγωνιστών και με δύο ηθοποιούς (Tom Courtenay και Charlotte Rampling) οι οποίοι κουβαλούν στους ώμους τους την ταινία με μια εσωτερική, απλή, σχεδόν …υπόκωφη αλλά εκφραστική ερμηνεία η οποία υπογραμμίζει ακριβώς όλα αυτά που δεν θα ειπωθούν ποτέ. Μέχρι το ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία moody blues (όνομα και πράμα) φινάλε…


Danny Says

– Άκου τι θα πει ο Ντάνι (Danny says) – Brendan TollerΟ Danny λέει, που ‘λεγαν και οι Ramones στο ομότιτλο τραγούδι τους, και τα λέει και καλά… Τι ήταν (είναι δηλαδή, ζει ο άνθρωπος) ο Danny Fields, πέρα από μάνατζερ των Ραμόνες για κάμποσα φεγγάρια; Και τι δεν ήταν… Μια πολυδιάστατη περσόνα σε, πάνω και κοντά στη μουσική, υπήρξε party animal στην gay (από κάθε άποψη) νυχτερινή ζωή του Μεγάλου Μήλου, δημοσιογράφος (βάζοντας ένα χεράκι στον κακό χαμό που έγινε με τη διαβόητη δήλωση του Lennon περί της διασημότητας του Χριστού), μάνατζερ και φίλος καλλιτεχνών (από τους MC5 και τους Stooges μέχρι την Nico και τον Jim), ακόμη και στέλεχος μεγάλης δισκογραφικής, της Elektra μάλιστα, με το τελευταίο να σε βάζει σε αναπόφευκτες συγκρίσεις με μια εποχή πριν πάρουν τα απόλυτα ηνία οι γραβατωμένοι CEO με τα MBA, τα …NBA και τα NCAA τους και άλλα τέτοια, που δεν είχαν ιδέα από μουσική αλλά ήξεραν από διαγράμματα, αποσβέσεις και αριθμούς (με τα γνωστά αποτελέσματα). Και μπορεί ο Danny να είναι ένας τύπος-περιβόλι, να έχει ένα σωρό ιστορίες να πει, να διαθέτει και ένα βιτριολικό και αυτο-σαρκαστικό χιούμορ αλλά αυτό δεν θα επαρκούσε για μια καλή ταινία εάν δεν υπήρχε (που υπάρχει) και η σκηνοθετική άποψη διανθισμένη με έξυπνα ευρήματα που θα κρατήσει το ενδιαφέρον ακόμη κι αν (κάτι πολύ πιθανό) δεν είχες ιδέα ποιος στο καλό είναι αυτός ο Danny. Όχι βέβαια ότι θα μάθεις κάτι πολύ καινούργιο ή παραλειπόμενο, οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 νομίζω σαν να έχουν (υπερ)καλυφθεί πλέον, γι’ αυτό εξάλλου βλέπουμε ολοένα και περισσότερα ντοκυμανταίρ να ασχολούνται με τα ειδικά κεφάλαια (που λέγαμε και στη σχολή) της Ιστορίας και με …μαθήματα επιλογής για μεταπτυχιακούς ενδιαφερόμενους. Οι επόμενες δεκαετίες νομίζω περιμένουν τη σειρά τους…

– Ο φίλος μου ο Larry Gus (My friend Larry Gus) – Βασίλης Κατσούπης

Θα μπορούσε να είναι μια buddy-ταινία αλά-ελληνικά. Ή μία ταινία (κάπως ύστερης) ενηλικίωσης όπου ο πρωταγωνιστής τα καταφέρνει να πραγματοποιήσει το νεανικό του όνειρο κόντρα σε κάθε αντίξοο άνεμο. Θα μπορούσε να είναι κι ένα μουσικό ντοκιμαντέρ για έναν ανερχόμενο νέο μουσικό, φτου λάθος, έναν καταξιωμένο μουσικό ήθελα να πω (η δύναμη βλέπετε της ελληνικής συνήθειας να χαρακτηρίζουμε κάποιον νέο ταλέντο μέχρι τα βαθιά -άντα). Ή απλά μία low (έως και no-budget) ταινία κάφρικου χαβαλέ και τρυφερής αμπελοφιλοσοφίας όπως μόνο οι αντρικές παρέες μπορεί να τα συνδυάσουν. Ίσως το ταινιάκι να είναι όλα αυτά μαζί παραπάνω ή να πέφτει σε ένα εκείνο το απειροελάχιστο προσωπικό υποσύνολο όπου όλα αυτά τέμνονται. Το σίγουρο είναι ότι ρίχνει πολύ περισσότερο φως στο μουσικό (και όχι μόνο) σύμπαν του Larry Gus απ’ ότι θα έκανε το πιο άρτια και πλουσιοπάροχα γυρισμένο comme il faut μουσικό ντοκιμαντέρ, ξέρετε τώρα, από εκείνα όπου μιλάνε επαΐουσες κεφαλές του χώρου, κριτικοί ή συνάδελφοι για το πόσο σημαντικός είναι ο μουσικός, μπλα μπλα μπλα… Σε αυτό το αποτέλεσμα σίγουρα καθοριστική ήταν η μακρόχρονη φιλική σχέση του Larry με τον σκηνοθέτη αλλά και η δική του διάθεση για ένα απόλυτο δημόσιο ξεγύμνωμα, μια αυτοέκθεση κι έναν αυτοσαρκασμό (ο οποίος μπορεί να φτάνει έως και τα σύνορα του αυτο-μαστιγώματος), σε σημείο που να σκέφτεσαι ότι η έκθεση ενός κώλου πιθανότατα να είναι και το πιο εύκολο. Αξίζει να την δείτε την ταινία, και όχι τόσο (ή μόνο) επειδή μιλάμε για έναν μουσικό ο οποίος έχει επιτυχία-αποδοχή στα εξωτερικά, προσωπικά θεωρώ αυτή την στάση ετεροκαθορισμού μάλλον αρχοντο-επαρχιωτική και κομπλεξική (άλλωστε όπως έχουμε ξανα-ματα-πει αν είναι να το μετρήσουμε έτσι τότε η σπουδαιότερη και μεγαλύτερη Ελληνίδα τραγουδίστρια είναι η Νάνα Μούσχουρη, δεν βλέπω πολλούς διατεθειμένους να το αποδεχτούν αυτό).
Κι αν κρατήσω εγώ προσωπικά κάτι από τούτη την ταινία, κάτι διαφωτιστικό για την ίδια τη μουσική του Larry Gus, είναι το σημείο εκείνο όπου κρατάει και μας παρουσιάζει με δέος του τόμους με τα άπαντα του Μπόρχες. Είναι κάτι που βασικά το σκεφτόμουν καιρό, από τότε που είχε κυκλοφορήσει το κομμάτι «Achilleas Kyriakidis», ένα από τα καλύτερα του Λάρυγγα γενικότερα. Είναι ότι μου φαίνεται πως ο τρόπος με τον οποίο χτίζει μουσικούς κόσμους ο Larry, αλλά κάμποσοι άλλοι παρόμοιοι δημιουργοί (όχι από άποψη ήχου αλλά προσέγγισης), τούτο το ανασκάλισμα, η εντρύφηση στις μουσικές βιβλιοθήκες του παρελθόντος, η ανάσυρση δειγμάτων και σπαραγμάτων, η προσπάθεια αδιάκοπης σύνθεσης τους σε ένα νέο και απείρων δυνατοτήτων παζλ έχει κάτι το μπορχεσιανό. Όχι μόνο επειδή από πίσω κρύβεται η σχεδόν σκανδαλώδης ιδέα του μεγάλου Αργεντίνου ότι όλα έχουν ειπωθεί, ότι εμείς δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να μηρυκάζουμε τα ήδη καταγεγραμμένα και ότι ο κάθε συγγραφέας (εδώ κάντε το μουσικός) δημιουργεί τους προδρόμους του. Αλλά και επειδή η ακρόαση της μουσικής του Larry Gus είναι κάπως σαν ανάγνωση Μπόρχες (τον οποίο κατά σύμπτωση προσπαθώ για δεύτερη φορά να προσεγγίσω τον τελευταίο καιρό). Ακούς, διαβάζεις, χάνεσαι, δεν καταλαβαίνεις τίποτε, ξάφνου πιάνεις ένα νήμα, σε βοηθά ένα επίθετο, μία μελωδία, ένας ρυθμός, κι ένα λαμπάκι ανάβει πάνω από το κεφάλι σου, ααα, έτσι είναι, εκπληκτικό αυτό, μέχρι που στην επόμενη παράγραφο, στο επόμενο κομμάτι να χαθείς πάλι, αλλά συνεχίζεις κι ας μην καταλαβαίνεις όλες τις λεπτομέρειες. Στην επόμενη ακρόαση, στο επόμενο διάβασμα, ίσως μετά από καιρό, όταν έχεις αλλάξει κι εσύ, μπορεί να τα δεις ή να τα ακούσεις διαφορετικά…


Wacken 3D

– Wacken 3D – Norbert HeitkerTο πιο διάσημο (τουλάχιστον σε εμένα που είμαι μάλλον εκτός του μεταλλικού χώρου) metal φεστιβάλ, πάνω από 100 μπάντες από όλο τον κόσμο, από την Μογγολία μέχρι τον Καναδά, καφρίλα, μπύρα, λάσπη, όλα οργανωμένα με ελεγχόμενη γερμανική μεθοδικότητα σε ένα κατά τα λοιπά ήσυχο μέχρι θανάτου αγελαδοχώρι κάπου στις ατελείωτες βαρετές πεδιάδες της βόρειας Γερμανίας. Γυρισμένη με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, στερεοσκοπικές κάμερες, γερανούς, η ταινία σε βάζει σίγουρα στο κλίμα των «τεσσάρων ημερών μουσικής, λάσπης και ειρήνης». Τεράστιες σκηνές όπου οι μουσικοί μοιάζουν μυρμήγκια μπροστά τους, τεράστια ηχεία, 75000 οπαδοί από κάτω, γηπεδική η κατάσταση, και νομίζω ότι το απόλυτο γκρουπ για τέτοιες συνθήκες δεν είναι ούτε ασφαλώς οι παλιοροκάδες Deep Purple και Alice Cooper, ούτε οι Anthrax ούτε καν οι Motorhead, αλλά οι Rammstein, οι οποίοι με τα φλογοβόλα και τα πυροτεχνήματα και τα άλλα παραφερνάλια τους είναι ότι πρέπει για τέτοιες μάζες που διψάνε να ουρλιάξουν «du, du hast!». Αν πάντως θέλετε να δείτε μία οπτική η οποία να είναι λιγότερο διαφημιστική για το φεστιβάλ και πιο κοντά στον μέσο metalhead θεατή αναζητήστε το σχεδόν cult γερμανικό ερασιτεχνικό φιλμάκι με τον εμπνευσμένο, …βγαλμένο από τη ζωή τίτλο «Μεταλλάδες οι οποίοι κοιτάνε βυζιά («Metaller die auf Brueste starren»)

– The Jam: About the young idea – Bob Smeaton

Παλεύω κάμποση ώρα να βρω κάτι έξυπνο-διαφορετικό να γράψω για τούτο το ντοκυμαντέρ για τους Jam αλλά καμία ιδέα καλή δεν κατεβαίνει. Άει στο καλό! Για ποιο λόγο να το κάνω κιόλας; Για μία ταινία η οποία δεν είχε κι αυτή κάτι έξυπνο-διαφορετικό; Για ένα απόλυτα «by the book» βιογραφικό ντοκυμαντέρ, γραμμικό, χωρίς εκπλήξεις και σκηνοθετικές ιδέες, μιλάνε οι πρωταγωνιστές, μιλάνε και κάποιοι φαν, οι οποίοι λένε και πρωτότυπα συναρπαστικά πράγματα όπως «ταυτίστηκα μαζί τους, μου αλλάξανε τη ζωή» και άλλα τέτοια συγκινητικά, και το φιλμ τελείωνε (ως τι έκπληξις) με την πρόσφατη επί σκηνής επανασύνδεση τους. Ίσως πιο ενδιαφέρουσα να είναι η παρατήρηση ότι η ταινία προβλήθηκε σε ένα μισοάδειο (με αισιόδοξη ματιά) σινεμά, σε πολύ καλή ώρα, βράδυ Παρασκευής, τη στιγμή που η προηγούμενη ταινία με τον ιρλανδό κατάδικο και την ιδιότροπη ανιψούλα του είχε μαζέψει λαό. Διόλου τυχαία νομίζω εγώ, και η εξήγηση δόθηκε έστω και ακροθιγώς και στο φιλμ κατά την αναφορά στις αποτυχημένες απόπειρες των Jam να «πιάσουν» στις ΗΠΑ (αλλά και αλλού). Ήταν πιθανότατα το γεγονός ότι οι Jam ήταν ένα υπερβολικά βρετανικό, λάθος, αγγλικό συγκρότημα, όχι όμως με τον τρόπο που είθισται να λέμε ότι το τοπικό γίνεται παγκόσμιο, αλλά με εκείνον όπου το τοπικό εγκλωβίζεται στα όρια της γεωγραφίας. Αφήστε που ήταν κι από τους …πρωτοπόρους αντιρρησίες του τύπου going …mainstream, όχι όμως υποστηρίζοντας το θετικά, αλλά εμμέσως, πηγαίνοντας κόντρα στο underground. Σκισμένα ρούχα και παραμάνες εσείς; Μοδάτα κουστουμάκια εμείς. Δεν γουστάρετε σιξτίλες, Beatles, Motown εσείς; Και ποπ θα παίξουμε εμείς και soul και μαύρα. Ήσαστε και το παίζετε αντισυστημικοί εσείς; Κι εμείς θα νοσταλγήσουμε τις παλιές καλές ημέρες της βρετανικής αυτοκρατορίας (και θα ρίξουμε και μια δήλωση για τους Τόρηδες, έτσι για την πρόκληση του πράγματος). Τελικά φαίνεται ότι το όλο ζήτημα στη ζωή είναι να διαφέρεις με κάποιον τρόπο από τους δίπλα σου (ας πούμε το αγαπημένο σου Jam κομμάτι, να είναι ένα από το οποίο ούτε καν νότα δεν ακούστηκε σε όλο το φιλμ – το «The Butterfly Collector» δηλαδή).


Arcadia

– Αρκαδία χαίρε – Φίλιππος ΚουτσαφτήςEt in Arcadia ego, κι εγώ επίσης, όχι ότι είναι αυτή η ερμηνεία αυτού του μυστηριώδους αποφθέγματος από τον διάσημο πίνακα του Nicolas Poussin, γι’ αυτό σπάνε εδώ και κάμποσους αιώνες τα κεφάλια τους οι ειδικοί. Από τότε λοιπόν η …ρομαντικόπληκτη Ευρώπη αναζητούσε στην Αρκαδία τον ουτοπικό πνευματικό τόπο, πολλοί ταξίδεψαν σε αυτήν τη γη, είτε νοερά (όπως ο Γκαίτε ή ο Νίτσε) είτε πραγματικά όπως τον Waterboy Mike Scott ο οποίος μέχρι και τραγούδι έγραψε για τον Πάνα). Είτε και κινηματογραφικά, όπως το κάνει ο Φίλιππος Κουτσαφτής στο καινούργιο του …δύσκολο δεύτερο ντοκυμαντέρ (υπάρχει άραγε τέτοια έκφραση και στο σινεμά;), έχει περάσει κοντά μια δεκαπενταετία από την «Αγέλαστο πέτρα», την ταινία η οποία έθεσε στο είδος νέες ράγες (δεν βλέπω πάντως να τις ακολούθησαν πολλοί). Και σε αυτές τις ίδιες ράγες κινείται και σε αυτό το φιλμ, ο τόπος αλλάζει, όχι η ματιά, κι εδώ στην Αρκαδία προσπαθεί να πιάσει την ψυχή του τόπου, ανιχνεύοντας τη συνέχεια ανά τους αιώνες, όχι τη συνέχεια την εθνική/εθνικιστική, αλλά την ανθρώπινη. Το γεγονός δηλαδή ότι εδώ σε τούτα τα χώματα έζησαν, ερωτεύτηκαν, ονειρεύτηκαν μυριάδες άλλοι άνθρωποι, μπορεί αν γνωρίζουμε ή και να μην γνωρίζουμε το όνομα τους, τη λαλιά τους, από τα έργα τους ελάχιστα έμειναν για να …βασανίζουν τους σημερινούς αρχαιολόγους, αλλά σαν η σύντομη παρουσία τους κάτι να άφησε, κάπου, στο χώμα, στον αγέρα, στα δέντρα, σε ένα ταπεινό λουλούδι που πολεμάει ανάμεσα στα ερείπια, σε όλη τη φύση η οποία συνεχίζει ίδια και απαράλλαχτη και αδιάφορη για τα ανθρώπινα καθημερινό της ρυθμό. Εικόνες της περιοχής, με επίκεντρο την αρχαία Τεγέα και τον ναό της Αλέας Αθηνάς, εκεί τριγύρω κινείται η κάμερα, μακριά από το Μαίναλο και την trendy τουριστικά κατακτημένη περιοχή, σε ξεχασμένα χωριά, σε χωράφια, σε σκηνές της σκληρής εργατικής καθημερινότητας, στα πανηγύρια και τις γιορτές σκόρδου (ω ναι!), σε ναούς όπου οι θρησκείες αλλάζουν αλλά η ιερότητα μένει (συγκλονιστική η σκηνή με τη γιαγιά να μαζεύει ζωχούς ανάμεσα στα ερείπια), με μια ελεγειακά λυρική αφήγηση και μια υποβλητική μουσική από τον Κωνσταντίνο Βήτα. Ταινία-μυσταγωγία είσαι-δεν είσαι Αρκάς…

– Dheepan – Jacques Audiard

Η φετινή φοινικοστεφής (για τις Κάννες μιλάμε προφανώς) ταινία είναι ένα σκληρό από κάθε άποψη έργο, γυρισμένο σε ένα από εκείνα τα προάστια του Παρισιού τα οποία δεν είναι Παρίσι, δεν είναι «πόλη του φωτός», εκεί όπου οι κάτοικοι, πρόσφυγες, μετανάστες και γάλλοι που δεν τους θέλουν οι άλλοι γάλλοι, δεν έχουν καν δει τον πύργο του Άιφελ ούτε με τα κιάλια. Οι πρωταγωνιστές είναι μία «πλαστή» οικογένεια, πατέρας, μάνα, παιδί με καμία σχέση ο ένας με τον άλλο, όλα για χάρη της βίζας και της άδειας παραμονής, οι οποίοι αφού το σκάνε από τον πόλεμο στη Σρι-Λάνκα φτάνουν στο Παρίσι και μπλέκουν σε έναν άλλο πόλεμο. Πολύ ωραία κινηματογράφηση, δυσοίωνα σκηνικά, πολύ σκοτάδι, με τις φιγούρες και τις σκηνές να διαλύονται σε αυτό κατά την μετάβαση, «αυθεντικοί» πρωταγωνιστές (πραγματικοί Ταμίλ δηλαδή, με τα ονόματα-σιδηρόδρομους που έχουν, π.χ. ο πρωταγωνιστής λέγεται Τζεσουθάσαν Αντονιθάσαν), δραματική κορύφωση που χτίζεται σκηνή-σκηνή και κριτική (υποτίθεται) του δυτικού ονείρου. Υποτίθεται λέω γιατί στην τελική κάθαρση έπεσε μια δόση παραπάνω feelgood …παραμυθίνης, κάτι που κατά κάποιο τρόπο «ακύρωσε» το νόημα της όποιας κριτικής.

– Ντεγκραντέ (Degrade) – Arab Nasser & Tarzan Nasser

Βλέποντας την ταινία η οποία πήρε φέτος την «Χρυσή Αθηνά», στην παραδοσιακή νυσταλέα προβολή της βραβευμένης ταινίας, Κυριακή βράδυ, αύριο Δευτέρα, οδοντογλυφίδες στο μάτι, όσο να ‘ναι μπαίνεις στην ίντριγκα του «αξίζει-δεν αξίζει». Εντάξει αυτή εδώ έχει κι ένα παλαιστινιακό δημιουργικό χεράκι (χεράκια καλύτερα από τους δίδυμους σκηνοθέτες), ως γνωστόν εμείς έχουμε και μία παραπάνω ευαισθησία και συμπάθεια από εκείνη την εποχή που ο Αντρέας αντάλλασσε φιλιά με τον Γιασέρ. 13 γυναίκες όλες μαζί σε έναν χώρο, ένα ινστιτούτο ομορφιάς είναι ένας πολύ πιθανός χώρος να συμβεί κάτι τέτοιο, κι εκεί τοποθετούν τις ηρωίδες τους οι σκηνοθέτες. Και όλες είναι εξίσου πρωταγωνίστριες, καμία δεν ξεχωρίζει, είναι όλες επιλεγμένες για να αποδώσουν διαφορετικούς χαρακτήρες της κοινωνίας, από την πιο θεούσα με το «αντίσκηνο» μέχρι την πλέον ελευθεριάζουσα αμαρτωλή. Εν τω μεταξύ, έξω στους δρόμους, οι συγκρούσεις, ο πόλεμος, ένας ακόμη, μαίνεται. Συμπαθητική ταινία, σεναριακή κατά βάση, ξεχωρίζει κυρίως για το διόλου συνηθισμένο για ταινίες από εκείνα τα μέρη δηκτικό προς κάθε κατεύθυνση χιούμορ…

05/10/2015

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε