Monthly Archives: Οκτώβριος 2008

Rokkurro – Thad kolnar i kvold (12 Tonar)


Thad kolnar i kvold
1. Hun
2. I sjavarhaska
3. Ringulreid
4. Ferthalangurinn
5. Hetjan a fjallinu
6. Heithskyr Heimsendir
7. Allt gullid
8. I blidu stridi
9. Dagur prju
10. Ljosglaeta

Ποιες μέρες αισθάνεσαι να σε αγκριφώνει πιο πολύ η μελαγχολία; Τις μέρες που κατεβαίνει στην πόλη η …γριά βροχή; Μήπως τις μέρες μιας μοναχικής καλοκαιρινής λαύρας; Η διάθεσή σου κυμαίνεται ανάλογα με το δελτίο της ΕΜΥ; Είναι τα συναισθήματα μια συνέχεια των φυσικών φαινομένων ή μήπως ο καιρός είναι μια ποιητική μεταφορά του εσωτερικού μας κόσμου; Μην είναι ο καιρός χαοτικός σαν την ανθρώπινη ψυχή; Πόσες φορές έχεις περπατήσει χαρούμενος στη βροχή;

Γνωστά τοις πάσιν είναι νομίζω τα μετεωρολογικά κλισέ και ο ποιητικός νατουραλισμός στη μουσική. Μόνο που από κάθε κοινοτυπία περί ηλιόλουστης pop ξεπετάγονται δεκάδες μελανόηχοι κλειστοφοβικοί δίσκοι από τη χώρα που έχει ηλιοφάνεια 300 μέρες το χρόνο! Και αντιστρόφως! Πόσες χαρούμενες μπάντες ζεστής φωτεινής pop, πόσα ζεστά ακούσματα σπιτικής θαλπωρής δεν γνωρίζετε από τις βόρειες ψυχρές και ανήλιαγες χώρες;

Rokkurro λοιπόν! Λίγες συστάσεις για αρχή, μιας που ακόμη είναι τόσο άγνωστοι που δεν έχουν αξιωθεί ούτε καν…λήμμα στη Wikipedia! Τρία ισλανδόπουλα και δύο (μελαχρινές, όχι δεν μαντέψατε σωστά!) ισλανδοπούλες… Πρώτη εμφάνιση στο φεστιβάλ μουσικής των Ισλανδικών Αερογραμμών το 2007 (πώς λέμε Ολυμπιακή; ε, καμία σχέση!)… Έχουν ένα ακόμη ΕΡ, το οποίο όμως δεν κατάφερε να «διασχίσει» τον αφρισμένο ωκεανό που περιβάλλει το χαμένο σε βορινά πλάτη νησί τους…

Έχουν καταφέρει κάτι μοναδικό οι Ισλανδοί… Να επιβάλλουν τη γλώσσα τους σε ένα …αγγλόπληκτο κατά τα λοιπά ακροατήριο αλλά και να καθιερώσουν συγχρόνως ένα μουσικό ύφος το οποίο θα μπορούσαμε τολμηρά να χαρακτηρίσουμε ως «ισλανδικό» (και σε αυτό δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει το ρόλο της αμφιλεγόμενης μορφής που λέγεται Bjork, η οποία λειτούργησε σαν …οδοστρωτήρας, ανοίγοντας εμπορικές διαβάσεις για τις «ορδές» των Βίκινγκς μουσικών). Ισλανδικότητα λοιπόν; Κάθε -ικότητα ανά τον κόσμο λειτουργεί σαν ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας, ισοπεδωτική όχι μόνο για εμάς τους έξωθεν «τουρίστες», αλλά και για τους ίδιους, σαν μια αυτοπαγίδευση σε ένα καθιερωμένο αποδεκτό ύφος… Ας μην το ανοίξουμε όμως το θέμα αυτό τώρα, θα πνιγούμε κυριολεκτικά στα πλοκάμια του!

Έτσι λοιπόν οι Rokkuro μας θυμίζουν πολλά… Αν προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε εκλεκτικές συγγένειες θα θυμηθούμε την κοριτσίστικη αύρα των Amiina, τις …παλιμπαιδίζουσες φωνούλες που γνωρίσαμε από τους Mum, τα κιθαριστικά ταξίδια των καλών Piano Magic, την ουσιαστική απλότητα των γειτόνων (αν και τους χωρίζουν μπόλικα μίλια θάλασσας) Ai Phoenix, τον εκλεπτυσμένο εστετισμό (ο οποίος όμως τελευταία αρχίζει να ρέπει επικίνδυνα προς τον ακαδημαϊσμό) των (και παλαιών κατακτητών!) Δανών Efterklang ενώ κάποιες στιγμές πλησιάζουν τα σύνορα με το post-rock αλλά δεν τα διαβαίνουν σοφά ποιούντες… Και τη γλώσσα φυσικά τούς την έδωσαν …ισλανδική (που λέει και ο ποιητής)! Έχει καμία σημασία που δεν καταλαβαίνεις γρυ; Αρκεί η δύναμη της παγκόσμιας γλώσσας που λέγεται μουσική! Άλλωστε μήπως στο 80% των αγγλικών στίχων που ακούμε δεν συναντάμε νηπιακές κοινοτοπίες και κανονικότατες ανοησίες;

Μέσα σε όλες αυτές τις αναπόφευκτες διαμουσικές αναφορές όμως, δεν θέλω να χαθεί η ουσία. Η οποία είναι ότι το «Thad kolnar i kvold» είναι ένας πολύ ιδιαίτερος δίσκος. Να το οφείλει στις καθάριες κρυστάλλινες μελωδίες (ηχογραφημένες μάλιστα σε μια σοφίτα κάπου στο Ρέικιαβικ); Στο ζεστό αίσθημα οικειότητας που αποπνέουν; Στην εγγενή, ανάλαφρη όμως, μελαγχολία που μεταδίδει το ακορντεόν; (Να την αποδώσω στην παιδική ανάμνηση για εκείνο το ακορντεόν που το σταμάτησε μια γερμανική ριπή;) Ή μήπως σε κάτι το μοναδικό, άπιαστο, φευγαλέο, οιονεί μυστικιστικό; Γιατί η μεγάλη μουσική ξεκινά εκεί όπου τελειώνουν οι περιγραφές και τα λόγια… Σταματώ εδώ λοιπόν… Έξω ξεκίνησε η βροχή…

8.5

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

29/01/2005 – 2o Greek Electro festival (Ρόδον)


GreekElectroIIΣκυμμένος στα ρέλια του εξώστη του ΡΟΔΟΝ, θυμωμένες και ολίγον τι μελαγχολικές σκέψεις με διακατέχουν. Είναι Σάββατο βράδυ και ο πυρετός του Σαββατόβραδου έχει κυριεύσει τη μεγαλούπολη (ή μήπως μεγάλο χωριό;) των 4+ εκατομμυρίων που λέγεται Αθήνα. Στο ΡΟΔΟΝ όμως έχουμε …υποθερμία! Μια φιλότιμη δράκα 200 (με αισιόδοξους υπολογισμούς) ατόμων έχει μαζευτεί για να δει και να ακούσει τους Decode, τους High Level Static και τους Atria (οι Universal Trilogy οι οποίοι ήταν επίσης στο πρόγραμμα, κόλλησαν στα μπλόκα των μηχανοκίνητων ταξιαρχιών των βαμβακοπαραγωγών).

Τρία από τα καλύτερα group μιας από τις πιο ζωντανές εγχώριες μουσικές σκηνές του χώρου που θέλουμε να αποκαλούμε «ανεξάρτητο», δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν πάνω από 200 νοματαίους! Όταν περισσότερος κόσμος μαζεύεται ακόμη και στα αδιάφορα παιχνίδια του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος της Α’ Τοπικής Κατηγορίας Αθηνών (για τα ντέρμπυ ούτε λόγος σύγκρισης!). Όταν (οξύμωρον!) μόνο οι δημοσιογράφοι, οι γραφιάδες και οι αρθρογραφούντες περί μουσικής σε περιοδικά, εφημερίδες, φυλλάδες, έντυπα μουσικά, παραμουσικά, lifestyle, δωρεάν και πληρωμένα, είναι πολύ περισσότεροι! (οι «μη-μίζεροι» του νέου ανοιχτού πνεύματος προφανώς θα συνόδευαν τα ταίρια τους στα ρεμπετοσκυλάδικα, τις πίστες ή τα lounge bar της μικροαστικής βαρεμάρας και της λοβοτομημένης μουσικής). Θα μου πείτε παρόμοια φαινόμενα έχουμε διαπιστώσει και σε συναυλίες μεγαλύτερων ξένων ονομάτων (κατά σύμπτωση τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, διαβάζω και τις ανάλογες, αν όχι χειρότερες εμπειρίες του Πατώκου, από τη συναυλία των LumenSigmatropic στο χωρητικότητας …τρόλεϋ ΜΜΘ, συναυλία που έχασα για υπεράνω αντιμετωπίσεως λόγους!). Οπότε προς τι η έκπληξη;

Είναι κάποια πράγματα όμως που δεν χωνεύονται ούτε με …θειικό οξύ! Και για πολλοστή φορά επανέρχεται το ερώτημα: υπάρχει κοινό; Ποιες συναυλίες τελικά μαζεύουν κόσμο στην Ελλάδα; Οι συναυλίες του κάθε hype ονόματος, κάποιοι δεινόσαυροι που έχουν να βγάλουν καλό δίσκο 20 χρόνια και εξαργυρώνουν τις αναμνήσεις που ξυπνάνε, κάποια παραδοσιακά standard ονόματα τύπου Cave και οι συναυλίες …heavy metal.! Και μπορεί η heavy-metal να μου δημιουργεί σα μουσική συμπτώματα αλλεργίας, στους οπαδούς της όμως βγάζω το καπέλο. Γιατί ξέρουν να στηρίζουν τη μουσική που αγαπούν!

AtriaΑυτό είναι που λείπει μάλλον. Η αγάπη. Έχω πια καταλήξει στο γενικό συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα δεν αγαπάμε τη μουσική. Γιατί επικρατεί ευρύτατα μια χρηστική έως χρησιμοθηρική άποψη περί μουσικής. Πως διαλέγουν οι μεγαλοκυρίες τους πίνακες ζωγραφικής, έτσι ώστε να ταιριάζουν με την ταπετσαρία και με τα σύγχρονου design έπιπλα; Τον ίδιο ρόλο παίζει και η μουσική στη ζωή μας. Μια ταπετσαρία. Μια διασκέδαση με την εκχυδαϊσμένη έννοια του όρου, η οποία έχει την ίδια αξία με το scotch, το ξύλο στους τοίχους και το design των καναπέδων.

Και τελικά πόσοι είναι οι πραγματικοί μουσικόφιλοι στην Ελλάδα; Πόσοι να είναι αυτοί που σκαλίζουν τακτικά τα ράφια των δισκάδικων, αγοράζουν και διαβάζουν τα περιοδικά, ηλεκτρονικά και μη, του χώρου; Πόσοι θα πάνε σε μια συναυλία ακόμη και άγνωστου ονόματος, έτσι για τη χαρά της ανακάλυψης; Είναι πάνω από 20.000 πανελλαδικώς; Πολύ αμφιβάλλω… Οι πωλήσεις των δίσκων είναι αποκαλυπτικές, σχεδόν ξεγυμνωτικές. Έχουν ξεσκιστεί οι γραφιάδες του χώρου να δοξολογούν π.χ. τους Franz Ferdinand λες και είδαν το μουσικό φως το αληθινό… Θα καταφέρουν όμως έστω και να πλησιάσουν τα νούμερα πωλήσεων ενός χρυσού δίσκου (ούτε λόγος για πλατίνες). Πόσα είναι αυτά; 25.000 κομμάτια!

Μια υπόθεση φίλων, γνωστών και συγγενών είναι η υπόθεση της ανεξάρτητης μουσικής στην Ελλάδα. Έτσι ήταν, έτσι είναι, έτσι φοβάμαι θα είναι. Το τραγελαφικό όμως της υπόθεσης είναι ότι μετά από 20 χρόνια κάποιες από αυτές τις μπάντες θα θεωρούνται cult (όπως π.χ. οι Forward Music Quintet στους οποίους αφιέρωσαν ένα κομμάτι τους οι Atria, οι οποίοι -ειρήσθω εν παρόδω- τότε είχαν θαφτεί από την εγχώρια κριτική). Το έχουμε ξαναδεί το έργο. Ονόματα τα οποία μετά από χρόνια θεωρούνται θρυλικά, πρωτοποριακά κλπ κλπ, στην εποχή τους παίζανε μεταξύ φίλων και συγγενών σε underground μέρη στα οποία δεν καταδέχονταν να πατήσουν οι σημερινοί όψιμοι θαυμαστές τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις θυμάμαι πάντα τα λόγια του μεγάλου Adrian Borland: «θέλω οι δίσκοι μας να πουλήσουν τώρα που πραγματικά χρειαζόμαστε τη βοήθεια του κοινού μας κι όχι μετά από 5 χρόνια που μπορεί όλα να’ χουν τελειώσει». Πότε τα έλεγε αυτά; Μετά την κυκλοφορία του «From the lions mouth» το 1981…

High Level StaticΑς περάσουμε όμως στη φωτεινή πλευρά του «φεγγαριού», στα ίδια τα group και τη μουσική. Σε αυτούς που επιμένουν δηλαδή… Οι Decode ήταν αυτοί που είχαν το δύσκολο και άχαρο ρόλο να ανοίξουν τη βραδιά και να ζεστάνουν το ελαφρώς αμήχανο κοινό. Με ωραία σκηνική παρουσία, εναλλαγή στα φωνητικά μεταξύ του Αλέξανδρου και της Novia (κάποιες καρδιές θα έκαψε σίγουρα αυτό το βράδυ) και ξεκάθαρες αναφορές σε Depeche (και η φωνή σε κάποια γυρίσματα, ίδιος ο David). Και επιτέλους έρχεται ο πρώτος τους δίσκος, ο οποίος αναμένεται εντός ολίγων φεγγαριών από την Klik Records.

Οι High Level Static αντιθέτως έχουν ήδη μια κυκλοφορία στο ενεργητικό τους, και μάλιστα από την γερμανική Trisol. Δεν τους είχα ξαναδεί live και ομολογώ ότι με απογοήτευσαν ελαφρώς. Πολύ προηχογραφημένο υλικό, κάποια κομμάτια ξεχειλωμένα σε διάρκεια και πολλά EBM ολισθήματα (κατ’ εμέ ένα ξεπερασμένο και κάπως γραφικό πλέον είδος). Σε γενικές γραμμές πάντως έχουν καλό υλικό και… αναμένουμε και εδώ το νέο δίσκο, επίσης σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Αυτοί όμως που με εντυπωσίασαν ήταν οι Atria. Με γεμάτο πληθωρικό ήχο και μια θεατρική Δάφνη, χωρίς υπερβολές, ούτε στη φωνή ούτε στην κίνηση, ανέβασαν ψηλά το κέφι όσων είχαν παραμείνει στο χώρο (άλλη μια αλγεινή παρατήρηση: είμασταν που είμασταν λίγοι, αρκετοί έφευγαν κιόλας μόλις τελείωνε το live των δικών τους!). Στα δικά τους, αρκετά γνωστά πλέον κομμάτια, πρόσθεσαν και τρεις διασκευές: «Games without frontiers» του Peter Gabriel, το αφιερωμένο στους FMQ «P. Machinery» των Propaganda (με ένα μικρό sample στην αρχή από το «Dr Mabuse») και τέλος το κλασικό «Photographic» ως έναν έμμεσο φόρο τιμής στη μπάντα η οποία σαν φωτεινό αστέρι είναι ο οδηγός όλης αυτής της σκηνής.

P.S. Αρχικά δεν είχα σκοπό να γράψω review για τη βραδιά, οπότε φωτογραφίες δυστυχώς δεν υπάρχουν. Την επόμενη όμως φορά ας είστε εκεί…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Kiss the Anus of a Black Cat – An interlude to the outermost (((K-RAA-K)3))


An interlude to the outermost
1. Prelude («The world is in fear again and it has all been manufactured»)
2. The firesky
3. A Scatterbrain sings of Christians and the Ghoul bares teeth
4. The cranes are scared of sunwords
5. Salt
6. You will reap a whirlwind
7. Beyond the Tanarian hills
8. Cornflowers for our brothers
9. All movements are targets in the minds of tigers

Από την εποχή που ο όρος neofolk αφορούσε αποκλειστικά και μόνο περιθωριακά και προκλητικά σχήματα όπως οι Death in June και οι Current 93 έχει κυλήσει πολύ νερό στο ποτάμι του χρόνου. Στη σημερινή, λίγο συγχυσμένη εποχή, όπου το παρωχημένο και το παλιό εμφανίζεται ή «πλασάρεται» ως φρέσκο και μοντέρνο, κάτω από τη στέγη της neo-folk έχουν στριμωχτεί «κουτσοί-στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα» ονόματα που πιάνουν από τις …CocoRosie και τον Antony μέχρι την Alison Krauss και τους Animal Collective! H δε folk που στη δεκαετία του ’60 λεγόταν acid folk και μαζευόταν σε συλλογές του τύπου «Gather in the mushrooms», σήμερα έχει ανα-βαπτιστεί σε psych-folk, freak-folk ενώ κάπου αλίευσα και το κορυφαίο …doom folk! Βλέπετε η εμπορική πρακτική επιβάλει και νέα ετικέτα στο παλιό προϊόν…

Σε αυτό λοιπόν το ρεύμα της «σύγχρονης folk έχει ανέβει με τη μουσική του σχεδία ο Stef Heeren (ή Irritant κατά το ψευδώνυμο), ο οποίος δηλώνει (και θα τον πιστέψουμε!) Βέλγος, μουσικός, νέος και …κατασκευαστής οργάνων. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο τύπος ξέρει να πλασάρει πολύ καλά τον εαυτό στην άγρια ανταγωνιστική αγορά. Τόσο το αμφιλεγόμενης αισθητικής αλλά ευμνημόνευτο όνομα που διάλεξε («Φίλα τον πρωκτό μιας μαύρης γάτας»), όσο και το εξαιρετικό αφοπλιστικά απλό εξώφυλλο με το γατάκι, σίγουρα θα αναγκάσει να κοντοσταθούν ακόμη και τα πιο βιαστικά δάχτυλα στους πάγκους ενός δισκοπωλείου.

Μια κύρια διαφορά της μουσικής του «An interlude to the outermost» από τη στερεότυπη και ολίγον τι φαντασιακή εικόνα της folk δημιουργικής διαδικασίας ως ζωντανά παιγμένης υπό την επήρεια καλών μανιταριών και μέσα σε ένα σύννεφο …μπάφου, είναι ότι αντιθέτως είναι μελετημένη, επεξεργασμένη και επιμελημένη με την τελευταία λέξη της μουσικής τεχνολογίας σε έναν υπολογιστή και με τελειομανή έμφαση στη λεπτομέρεια. Ο Heeren καλούσε διάφορους επισκέπτες μουσικούς, οι οποίοι έπαιζαν μόνοι τους το μέρος που τους αντιστοιχούσε και στη συνέχεια ο ίδιος ενορχήστρωσε το τεχνικά άρτιο τελικό αποτέλεσμα που ακούμε. Μην περιμένετε λοιπόν στο δίσκο αυτό τις συνήθεις …ντεβέντριες ηχητικές (και συνήθως κακόηχες) ατέλειες!

Ο Heeren στο παρελθόν υπήρξε επίσης μέλος punk μπάντας (που για να μην τη μνημονεύει ούτε ο ίδιος στην ιστοσελίδα του, δεν θα πρέπει να τη θυμάται με πολύ υπερηφάνεια!). Γιατί το αναφέρω αυτό; Γιατί, κατά το σοφό λαϊκό, «πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι», η θητεία του σε μπάντα η οποία έχει μάθει να παίζει στην πρίζα και στην τσίτα, είναι εμφανής. Είναι εμφανής στο νευρώδη τρόπο και στην ένταση με την οποία χειρίζεται τις χορδές της κιθάρας, που κάποιες στιγμές μοιάζει να συγκρατεί για να μην ξεσπάσει. Μερικά δε κομμάτια του δίσκου θα ήταν κάλλιστα unplugged εκδοχές ή μπαλάντες που θα μπορούσες να βρεις σε album σχημάτων του …grunge!

Από την άλλη, η αναφορά που έκανα στον πρόλογο στους Current 93 δεν ήταν τυχαία. Οι ομοιότητες των Κiss the Anus of a Black Cat με το σχήμα του Tibet πάνε πολύ πιο πέρα από την προφανή εμμονή αμφότερων με τις …γάτες (για θυμηθείτε το εξώφυλλο του «Thunder perfect mind»). Το «A scatterbrain sings of Christians and the Ghoul bares teeth» για παράδειγμα, θα έλαμπε δια της παρουσίας του σε οποιοδήποτε πρόσφατο δημιούργημα των C93 (κι ας προσπαθεί ο Heeren να δώσει στη φωνή του κάπως επιτηδευμένα μια «προφητική» δυσοίωνη χροιά). Η στιγμή πάντως με την οποία «κόλλησα» περισσότερο, ήταν τα τρία τελευταία λεπτά του 9λεπτου «2 τραγούδια στη συσκευασία του ενός» «You will reap a whirlwind», όπου η κιθάρα πιάνει ένα θέμα και το οδηγεί στα άκρα, με επιμονή και εμμονοληπτικό …σαδισμό!

Κατά τα λοιπά, η μουσική πιστεύω θα εκτιμηθεί από όσους έχουν λατρέψει τους Espers και τους Angels of Light, όσους πίνουν νερό στο όνομα του David Eugene Edwards, όσους αγοράζουν δίσκους της Constellation …αδιαφορώντας για το όνομα που έχει πάνω ο δίσκος, ακόμη και από νοσταλγούς του progressive (κάπου υπάρχουν και απόηχοι των Amon Duul II)! Αχίλλειος πτέρνα του έργου είναι η στιχουργική του. Δεν είναι τόσο η κεντρική ιδέα, που περιστρέφεται γύρω από το ότι ο κόσμος οδεύει προς την καταστροφή, «the world is in fear again and it has all been manufactured» και άλλα συναφή …ευοίωνα. Το ζήτημα είναι ο τρόπος, ο οποίος ακροβατεί στο μεταίχμιο μεταξύ σοβαροφάνειας, γραφικότητας και …κοέλειας αμπελοφιλοσοφίας. Αν αγνοήσουμε όμως τους στίχους, και τους αντιμετωπίσουμε απλώς σαν ένα επιπλέον όργανο, θα μείνουμε με έναν συνολικά εξαιρετικό δίσκο, συμπαγή και ουσιαστικό… Κι ας μην έχει μέσα ένα …κόμματο όπως το παλιότερο του «Sevenfold» (κάπου ήθελα να το γράψω αυτό!)

8

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

The (International) Noise Conspiracy – Armed love (Burning heart)


Armed love
1. A Small Demand
2. The Way I Feel About You
3. Let’s Make History
4. The Dream Is Over
5. All In All
6. Black Mask
7. Communist Moon
8. This Side Of Heaven
9. Like A Landslide
10. Armed Love

Υπάρχουν κάποιες λέξεις, έννοιες και χαρακτηρισμοί που ξυπνάνε αρνητικά αισθήματα με το άκουσμα τους και μόνο! Βέβαια αν το καλοψάξουμε το ζήτημα σε όλες του τις πτυχές, θα αντιληφθούμε ότι μάλλον αδικούνται από την απόλυτη αυτή καταδίκη. Να αναφέρω ένα τέτοιο παράδειγμα; Καπιταλισμός! Ναι, αυτός ο μεγάλος κακός, το τρισκέρατο θηρίο, ο υπεύθυνος κάθε δεινού, λοιμού και καταποντισμού. Αλλά συνάμα και ο μεγάλος αδικημένος καθώς δεν του έχουμε αναγνωρίσει το γεγονός ότι έχει υπάρξει προς το παρόν, το καλύτερο οικονομικό σύστημα που γνώρισε ποτέ το θηλαστικό άνθρωπος (ή μήπως προτιμάτε τη δουλεία και τη φεουδαρχία;)

Συγχρόνως όμως είναι και αυτός που όλοι αγαπάμε να μισούμε, αλλά όλοι εκμεταλλευόμαστε χωρίς πολλές τύψεις τα αγαθά και τις υπηρεσίες του. Και μέσα στα πλαίσια του λειτουργούμε. Όπως κάνουν και οι (I)NC, και ας τους έκλεψε κάποτε την παρθενιά (βέβαια ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η παρθενιά θεωρείται πολύτιμο …αγαθό!). Έτσι λοιπόν έκαναν και αυτοί τη μεγάλη μεταγραφή και βρέθηκαν στις στοργικές αγκάλες μιας μεγάλης εταιρείας. Να υποθέσω ότι είναι η τακτική της διάβρωσης του συστήματος εκ των έσω, η τακτική του Δούρειου Ίππου μέσα στα τείχη της Τροίας-Συστήματος; Συμβιβασμός; Εμπόριο ιδεών; Ανάγκη; Δεν ξέρω να σας πω, αλλά και στην πράξη δεν μ’ ενδιαφέρει και να μάθω. Εν τέλει θα ήταν λιγότερο «ξεπουλημένοι», πιο «ασυμβίβαστοι» σε μια μικρή εταιρεία; Είναι ζήτημα μεγέθους το δήθεν ξεπούλημα, αν ο καπιταλιστής εκδότης δηλαδή είναι μεγάλος ή μικρός; Αυτό που προσωπικά μ’ ενδιαφέρει είναι το καλλιτεχνικό προϊόν και όχι η …ψυχανάλυση των δημιουργών.

Οι (Ι)NC ανήκουν σε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε «στρατευμένη τέχνη» (άλλος ένας χαρακτηρισμός φορτισμένος με αρνητικό ηλεκτρισμό!). Η στρατευμένη τέχνη όμως είναι ένας δρόμος-ναρκοπέδιο. Νάρκη 1η: διολίσθηση σε πολιτική (διάβαζε: κομματική) προπαγάνδα. Νάρκη 2η: γραφικότητα και πολιτικές απόψεις επιπέδου «τα σπάω όλα» και «γαμιέται η κυβέρνηση». Οι (Ι)ΝC στην πορεία τους έχουν αποφύγει αυτές τις δύο νάρκες. Μια του κλέφτη όμως, δυο του κλέφτη, να που έπεσαν στην 3η νάρκη. Η οποία εστί κοινοτυπία.

Αυτήν οι (I)NC την πάτησαν μεγαλοπρεπώς. Τόσο από την άποψη των στίχων όσο και της μουσικής. Το εξώφυλλο με τα αναρχικά χρώματα και τον επιθετικό τίτλο προϊδεάζει για ένα περιεχόμενο του τύπου «εμπρός παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους»! Δεν είναι τέτοιο όμως, χωρίς βέβαια αυτό να το αναφέρω σαν αρνητικό. Αρνητική όμως είναι αυτή η απονεύρωση του μηνύματος, του τύπου «βάζουμε τον ακτιβισμό στην άκρη, για να βρούμε γυναίκα και να κάνουμε έρωτα, όχι πόλεμο». Ναι να σώσουμε μεν τον κόσμο, αλλά ας «σωθούμε» εμείς πρώτα: «υπάρχουν εκατομμύρια πράγματα για τα οποία αξίζει να παλέψεις, όπως το να σε πείσω να μείνεις» («Let’s make history»)! Γενικά από τους στίχους λείπει αυτή η πρέζα εξυπνάδας, το ξάφνιασμα, που τόσο χρειάζεται η τέχνη αυτού του είδους (να θυμηθώ π.χ. τους Gang of Four;)

Όμως έχω γράψει ήδη 454 λέξεις για αυτόν τον δίσκο χωρίς αναφορά στην… ταμπακιέρα. Καλοί οι στίχοι, αλλά καμιά φορά μοιάζουν με …επίθεση αντιπερισπασμού η οποία θα τραβήξει την προσοχή μακριά από το κύριο έργο. Και σε έναν δίσκο το κύριο είναι η μουσική. Και η μουσική μπορεί να δικαιώσει κακούς ή αδιάφορους στίχους. Αλλά και το αντίστροφο! Η μουσική μπορεί να θάψει στίχους (η περίπτωση χρήσης ποιημάτων που μαστίζει την εγχώρια μουσική παραγωγή).

Στο «Armed Love» λοιπόν έχουμε το οξύμωρο μια μουσική που θέλει να μεταφέρει επαναστατικά μηνύματα να συνδυάζεται με μια αφόρητα συμβατική, βαρετή, χιλιοπαιγμένη μουσική. Οι κιθάρες βαράνε αλλά αυτό προφανώς δεν φτάνει. Και αναρωτιέμαι, για πόσα χρόνια ακόμη θα αποτελούν κύρια επιρροή μπάντες όπως οι Stooges; Πόση πρωτοτυπία να υπάρξει πια μέσα σε τρία ακόρντα;;

Το ποδαρικό στο δίσκο γίνεται με το …αριστερό, καθώς το «Small demand» θυμίζει 70s hard ροκιές και μάλιστα με πολύ glam μέσα (και με ένα σαξόφωνο-τσόντα στο τέλος)! Αυτά τα συμπτώματα υποτροπιάζουν πολλές φορές μέσα στα 39 λεπτά που διαρκεί ο δίσκος (να έχει βάλει άραγε το χεράκι του σ’ αυτό και ο διάσημος παραγωγός Rick Rubin;). Το «The way I feel about you» είναι ένα γκαραζάκι, σαν αυτά που έχουν παιχτεί καλύτερα από εκατοντάδες μπάντες τα τελευταία 25 χρόνια (ακόμη και από συμπατριώτες τους-Σουηδοί είναι). Στο βασίλειο των τυφλών, ο μονόφθαλμος που «βασιλεύει» είναι το «Communist Moon» με αξιομνημόνευτο ρεφραίν και μελωδία. Ο «έξυπνος» τίτλος πάντως έχει ιστορικά πιστωθεί στον Αμερικανό πρόεδρο Lyndon Johnson, ο οποίος την εποχή του διαστημικού «μπρα ντε φερ» ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, είχε δηλώσει ότι «δεν θέλω να πηγαίνω για ύπνο κάτω από κομμουνιστικό φεγγάρι»! Να προσθέσω και το «Like a landslide», και αυτό ήταν… Πάμε γι’ άλλα…

Αν πάντως ακούγομαι κάπως «αυστηρός», είναι επειδή οι (Ι)NC είχαν δημιουργήσει προσδοκίες με τις μέχρι τώρα δουλειές τους. Και αν αρχίσουν να χάνουν το πάθος και την έμπνευση τους τύποι σαν τους (Ι)ΝC, τότε …»που πάμε» (όπως το έλεγε μοναδικά ο Αυλωνίτης!);; Θα ξεμείνουμε με τους διάφορους Strokes, Bellrays και το υπόλοιπο …κακό συναπάντημα, που περισσότερο νοιάζονται για την κόμμωση τους παρά για τη μουσική; Γι’ αυτό λοιπόν αγαπητοί (Ι)NC, συνεχίστε και εμείς εδώ θα είμαστε! (τώρα αυτή η ψωνάρα που υπογράφει, νομίζει ότι την διαβάζουν κιόλας;;)

6

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Coil – TOP 20

Όταν με ρωτάνε συχνά ποιο είναι το αγαπημένο σου συγκρότημα, τι μουσική ακούς, αυθόρμητα μου έρχονται στο νου οι Coil… Και να που ήδη ανακύπτει το πρώτο ζήτημα! Υπήρξαν οι Coil μια τυπική κοινή μουσική μπάντα; Γιατί όπως έγραφε πριν από κάτι χρόνια ο αρχισυντάκτης μας, έχοντας την απόλυτη συμφωνία μου, η περίπτωση των Coil «έχει ήδη καταγραφεί ως μια από τις περισσότερο ιδιόμορφες, πρωτοπόρες και για αυτό σημαντικές της πρόσφατης πολιτισμικής εξέλιξης (μην την χαρακτηρίσουμε αυστηρά μουσική, διότι περιορίζουμε την μεγαλύτερη εμβέλειά της)». Θα συμπλήρωνα… Αντιφατική… Προκλητική (η τέχνη και η πρόκληση άλλωστε είναι …ομοζυγώτες δίδυμοι!)… Ακραία… Ακόμη και ψυχοπαθολογική! Ίσως όλα αυτά μαζί… Προσωπικά πάντως, τοποθετώ τους Coil δίπλα σε ονόματα όπως ο Μπωντλέρ, ο Λωτρεαμόν, ο Παζολίνι, ο Μπάροουζ, όλους αυτούς που η ιστορία κατέγραψε ως «καταραμένους», τους «καμένους» (καΐδια που λέει και μια φίλη!), όλους αυτούς που έψαξαν τα δύσοσμα άνθη του κακού, την ασχήμια μέσα στην ομορφιά («και η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου έχει έντερο»), την ομορφιά που γεννιέται από την ασχήμια, όπως τα ρόδα από την κοπριά, το κακό που εν δυνάμει κουβαλάμε όλοι μέσα μας… Που τελικά η μόνη «κατάρα» η οποία τους βάραινε ήταν η ευαισθησία και η τόλμη να κοιτάξουν τον κόσμο κατάματα… Γιατί τι άλλο είναι η τέχνη παρά ένας αντικατοπτρισμός, της αθλιότητας και του μεγαλείου μας συγχρόνως. Της μοίρας μας και του πόνου μας… Ένας ύμνος σε αυτή την θνητή σπείρα, αυτή την Mortal Coil, το DNA, εκεί όπου είναι εγγεγραμμένα η ζωή και ο θάνατός μας…

coil 2Ίσως κανένα άλλο σχήμα της σύγχρονης μουσικής δεν ασχολήθηκε τόσο πολύ με την αισθητική του θανάτου όσο οι Coil. Και με έναν απόλυτα ιδιοσυγκρασιακό τρόπο θα συμπλήρωνα, μακριά από τις γραφικότητες των διαφόρων death- ειδών ή τις γελοίες gothic καρικατούρες για εφηβικές ορμονικές ανησυχίες, που στην πραγματικότητα ξορκίζουν το θάνατο από την ευμαρή καταναλωτική κοινωνία μας. Οι Coil σκάβουν πιο βαθιά, χτυπώντας μια ιδιόμορφη θεολογική φλέβα… Μια θεολογία, η οποία υπερβαίνει τα όποια παιχνίδια με το μυστικισμό, το σατανισμό και τον παγανισμό, τα τόσο συνηθισμένα στο παιχνίδι της πρόκλησης στην ευρύτερη underground υποκουλτούρα. Μια θεολογία της οποίας οι πηγές μπορούν να αναζητηθούν σε κάποια κρύα ανήλιαγα δωμάτια φυλακών της Γαλλίας, εκεί όπου ο Μαρκήσιος De Sade συλλάμβανε τα «ανόσια» έργα του, και την εικόνα του Θεού ως του Ύψιστου Σαδιστή…

When you listenΗ ιστορία μας ξεκινά κάπου στα 1982, όταν ο Peter «Sleazy» Christopherson, παλιό μέλος των «μπαμπάδων» της σκηνής Throbbing Gristle, έχοντας μόλις αφήσει τους Psychic TV του εκκεντρικού Genesis P-Orridge αναζητά νέα διέξοδο στις δημιουργικές του ανησυχίες. Θα τη βρει στην αγκαλιά (και κυριολεκτικά!) του John (ή Jhonn) Balance μαζί με τον οποίο για τα επόμενα 22 χρόνια θα ταξιδέψουν μουσικά σε κάθε σκοτεινή γωνιά του ανθρώπινου νου, αφήνοντας πίσω τους μια εμφανώς άνιση πληθωρική και ανοικονόμητη δισκογραφία, ένα χαοτικό πλέγμα κυκλοφοριών δίσκων, EP, single, κασετών, με πολλά ψευδώνυμα και συνεργασίες. Όλα αυτά μέχρι εκείνη τη μοιραία 13η Νοεμβρίου του 2004, όταν ο Balance σε κατάσταση βαριάς μέθης έπεσε από τη σκάλα του σπιτιού του χάνοντας την …ισορροπία και τη ζωή του ταυτόχρονα (το μαύρο χιούμορ φρονώ ότι επιβάλλεται σε ένα κείμενο που αφορά μια τέτοια μπάντα!). Αυτό θα ήταν και το τέλος… Ο Christopherson τιμώντας τη μνήμη του φίλου του θα βάλει οριστική ταφόπλακα στο όνομα των Coil (επί του πιεστηρίου βέβαια φρόντισε να με διαψεύσει με την φρέσκια κυκλοφορία παλιού …κατιμά υπό τον τίτλο «The new backwards»!)…

Τα υπόλοιπα ιστορικά θα διαφανούν, στην ακόλουθη, ελπίζω όχι αγιογραφική αλλά σίγουρα προσωπικά αυθαίρετη επιλογή 20 στιγμών, όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτικών αυτού του αχανούς έργου… Καλώς ήρθατε λοιπόν στον μυστηριακό κόσμο των Coil… Στον κόσμο μας…

1. Rape
«Transparent» (1983)

Από την αρχή οι Coil (εδώ σε προσωρινή συνεργασία με τον John Gosling ως Zos Kia) δείχνουν σαφώς ότι θέλουν να κόψουν τον ομφάλιο λώρο με το αστικό industrial των Throbbing Gristle και να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο. Ανατριχιαστικό κομμάτι βασισμένο σε αλλεπάλληλες υποβλητικές ριπές μιας μονότονης ωμής μελωδίας με ακατάληπτα γυναικεία μουρμουρητά… Και αν αναρωτιέστε για τον τίτλο, η γυναικεία κραυγή «ααααααααααααααα» η οποία παγώνει πραγματικά το αίμα στα 5’26», δίνει την απάντηση! Για το καλό το δικό σας λοιπόν και των γειτόνων σας, αποφύγετε τη δυνατή ακρόαση…

2. How to destroy angels
«How to destroy angels» (1984)

16 λεπτά «τελετουργικής μουσικής για τη συγκέντρωση της αντρικής σεξουαλικής ενέργειας» όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι… Σε μένα κάτι μάλλον πρέπει να πήγε στραβά και η …συνταγή δεν λειτούργησε, παρολ’ αυτά η μουσική του δωδεκάιντσου αυτού θα αποτελέσει έναν ιδανικό σύντροφο για άπρακτα ξενύχτια εσωτερικών μελαγχολικών αναζητήσεων… Κλαγγές σπαθιών, φευγαλέοι σαν κομήτες ήχοι από gong, και αργόσυρτοι βόμβοι τεμαχίζουν σαν νυστέρι το σκοτάδι, σε ένα πρώιμο drone ambient που ο Eno ούτε στους χειρότερούς του εφιάλτες δεν θα φανταζόταν…

Scatology3. Tenderness of wolves
«Scatology» (1984)

Η ταινία του εξπρεσιονιστή γερμανού προστατευόμενου του Φασμπίντερ, Ulli Lommel «Η τρυφερότητα των λύκων» είναι σίγουρα μία από τις πιο ενοχλητικές, ψυχολογικά ανυπόφορες και υποδόρια βίαιες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ… Το περιβάλλον είναι η ερειπωμένη ηθικά και οικονομικά μεταπολεμική Γερμανία, όπου ο Fritz Haarman, ο διαβόητος «Χασάπης του Αννόβερου» (στην ταινία τον υποδύεται ο ανατριχιαστικός Kurt Raab), παιδόφιλος, κανίβαλος, νεκρόφιλος και ομοφυλόφιλος (το μόνο …φυσιολογικό!), αναλαμβάνει δράση με θύματα νεαρά αγόρια… Οι Coil στον ταιριαστά τιτλοδοτημένο δίσκο τους «Scatology» (με το εκπληκτικό …κωλο-εξώφυλλο εμπνευσμένο από δημιουργία του Man Ray), γράφουν έστω και ετεροχρονισμένα το ιδανικό ηχητικό ένδυμα για τους εφιάλτες του Lommel… Πάνω σε έναν σκιαχτικό συνθετικό βηματισμό διανθισμένο με παιδικές οιμωγές, ο Gavin Friday (των Virgin Prunes) τραγουδάει σπαρακτικά, ειρωνικά, σαρκαστικά, μοχθηρά, εμετικά, κανιβαλικά, ανυπόφορα…

4. His body was a playground for the nazi elite
«Unnatural history I» (1985)

«Το σώμα του ήταν μια παιδική χαρά για την ελίτ των ναζί»… Οι Sickness of Snakes, οι Coil δηλαδή σε συνεργασία με τον άλλο γνωστό …μισάνθρωπο μουσικό και λάτρη των …μαρτίνι Boyd Rice (aka NON), σε μια επίδειξη νοσηρής φαντασίας… Συνειρμικά μου έρχονται στο νου εικόνες από το «Σαλό (120 ημέρες στα Σόδομα)» του Παζολίνι… Εκεί όπου μια δράκα φιλήδονων φασιστών θα υλοποιήσει στην πράξη τις πιο ανόσιες διαστροφές της με θύματα (πάλι!) νεαρά παρθένα αγόρια και κορίτσια… Ταινία ακραία, ένα ωμό σχόλιο όχι μόνο για την πολιτική βία αλλά και για την ερωτική βία, η οποία είναι ίσως το σπερματικό κύτταρο της κάθε μορφής βίας… Κομμάτι ακραίο, ανυπόφορα κυνικό, με το μιλιτέρ τύμπανο να δίνει τον τόνο και το …πριονοειδές θορυβώδες μοτίβο να βγάζει μια τέτοια οργισμένη απωθητική απόγνωση, την οποία δεν καταφέρνουν να πλησιάσουν ούτε καν οι Neubauten του «Kollaps»… Λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Παζολίνι θα βγει για νυχτερινή αναζήτηση ηδονής στα κακόφημα μέρη της Όστια. Εκεί θα τη συναντήσει στο πρόσωπο του θανάτου και του Giuseppe Pelosi… Και μετά…

Horse rotorvator5. Ostia (The death of Pasolini)
«Horse Rotorvator» (1987)

Και μετά… «Μπορείς να ακούσεις τα οστά να θρυμματίζονται… Το αυτοκίνητο επιστρέφει… Το σώμα κυλά ανάποδα, συνθλιμμένο από τον ώμο…» O μαρτυρικός θάνατος του Παζολίνι «στην αιματοβαμμένη ακτή της Όστια» δίνει την άρρωστη έμπνευση για ίσως το πιο δημοφιλές, το πιο εμβληματικό τραγούδι των Coil. Τα τζιτζίκια από έναν ναό των Αζτέκων στο Μεξικό τερετίζουν στην εισαγωγή, για να ακολουθήσει ένα …αρπίχορδο όργιο, νευρικά βιολιά με την αποστασιοποιημένη, σχεδόν συναισθηματικά αδιάφορη και άνυδρη ερμηνεία του Balance σε ένα μεγαλειώδες σύνολο… Δεν συνεχίσω την παράθεση επιθέτων, φοβάμαι τη διολίσθηση στην ξύλινη οπαδική γλώσσα… Μεταξύ μας πάντως, ποτέ δεν κατάλαβα τι σχέση είχε η Ostia με τα λευκά βράχια του Dover, τον «κατά Balance» καλύτερο τόπο για αυτοκτονία…

6. Ravenous
«Horse Rotorvator» (1987)

Πιστεύω πως αν (εφόσον δεχτούμε την έννοια του «αν» στην ιστορία!) οι Coil είχαν κυκλοφορήσει μόνο το «Horse Rotorvator», δεν θα είχε αλλάξει σημαντικά η θέση που θα καταλάμβαναν στην μουσική ιστορία… Δίσκος-μνημείο, του οποίου απόηχους θα ακούσουμε σε πολλά κατοπινά δημιουργήματα. Ας μην μακρηγορώ όμως, για το Rotorvator έχω γράψει αναλυτικά και μάλλον …παραληρηματικά παλιότερα. Ένα σχόλιο μόνο για το «Ravenous». Το επέλεξα γιατί πιστεύω είναι ίσως το πιο ενδεικτικό του μουσικού τους οράματος την εποχή εκείνη… Με τη βοήθεια του μάστορα Foetus, ο οποίος βάζει σε σημαντικό βαθμό το χέρι του, το κομμάτι χτίζεται αρθρωτά από διάσπαρτους ζοφερούς ήχους, πολυάριθμα samples που συμπλέκονται σε ένα αποτέλεσμα το οποίο υποβάλει μια αίσθηση απειλητικής ερημιάς καλοκαιρινού μεσημεριού (την ίδια που υποβάλει και το εξώφυλλο του δίσκου, εικόνα μιας τοποθεσίας όπου είχε πραγματοποιηθεί επίθεση του IRA!).

Gold is the metal7. The first five minutes after violent death
«Gold is the metal with the broadest shoulders» (1987)

Τα παιδιά αν μη τι άλλο έχουν χιούμορ, κι ας είναι η αίσθησή τους λίγο άρρωστη (για να θυμηθώ και τους Depeche!)… Το «Gold is the metal» είναι ουσιαστικά ένας δίσκος με απομεινάρια, θραύσματα, ερείπια, ξέφτια μελωδιών, ιδέες ατάκτως ερριμένες, λείψανα από το Rotorvator… To κομμάτι αυτό είναι μια επαναπροσέγγιση του «The first five minutes after death», από μια πιο αιχμηρή, βρώμικη και ασφαλώς …βίαιη άποψη!

8. The Hellraiser theme
«The unreleased themes for Hellraiser» (1987)

Το γεγονός ότι το μουσικό αυτό θέμα, το οποίο προοριζόταν για την ταινία «Hellraiser», απορρίφθηκε από τον ίδιο τον «τρομοκράτορα» Clive Barker με τον χαρακτηρισμό «μου ανακατεύει το στομάχι», δίνει μια ιδέα του ακούσματος… Οι Coil ηχητικά βρίσκονται ακόμη υπό την σκιά του Rotorvator, αλλά αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ, σύντομα θα αποτινάξουν το βαρίδι και η συνέχεια θα τους βρει σε άλλους δρόμους… Αλήθεια όμως, ποιος μπορεί να τους αδικήσει, μετά από μια τέτοια πρόσωπο-με-πρόσωπο αντάμωση με τον Χάροντα, μετά από μια τέτοια βουτιά στο έρεβος και τα σκότη της ψυχής; Κάποια πράγματα απλώς δεν (πρέπει) να επαναλαμβάνονται…

Loves secret domain9. Lorca not orca
«Love’s secret domain» (1991)

Το «Love’s secret domain» ήταν για τους Coil ότι και το … «Lucy in the sky with diamonds» για τους Beatles (προσέξτε τα αρχικά!)… Είμαστε 1991, η εποχή της Χημείας έχει ανατείλει πλέον και στη μουσική, και υπό την επήρεια του λυσεργικού οξέος (aka LSD) και της έκρηξης της acid house οι Coil κυκλοφορούν αυτόν τον δίσκο, ο οποίος δίχασε έντονα τους οπαδούς του (ξέρω αρκετούς που μετά από το «LSD» εγκατέλειψαν). Από τους πιο προσιτούς (τηρουμένων των αναλογιών!) δίσκους των Coil, αλλά μην παρασυρθείτε… Δεν υπάρχει τίποτε εδώ μέσα που να χορεύεται (αν κάποιος τα καταφέρει, τότε μάλλον χρήζει άμεσης …ψυχιατρικής φροντίδας)! Το κομμάτι που διαλέγω είναι μια εκδοχή του «Teenage lightning», με τις …σπανιόλικες κιθάρες να δίνουν έναν πιο ανάλαφρο τόνο, εμφανή ήδη από τον …λογοπαιγνιώδη τίτλο!

10. Theme from Blue-I
«Themes for Derek Jarman’s Blue» (1993)

Όλα ήταν μπλε… Μπλε… Ο σκηνοθέτης Derek Jarman, είχε ούτως ή άλλως το δημιουργικό ακαταλόγιστο! Πόσο μάλλον τώρα, εδώ, με το φάσμα του θανάτου από AIDS να προβάλει ξεκάθαρα… Όντας ήδη μισότυφλος από επιπλοκές θα «γυρίσει» την τελευταία του ταινία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από μια …μπλε οθόνη ως υπόβαθρο για τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του ιδίου και των φίλων του. Η εκλεκτή μουσική παρέα είναι ο Simon Turner (γνωστός ως ο …βασιλιάς του Λουξεμβούργου), ο Momus, (νοερά φαντάζομαι) ο Eric Satie, και φυσικά οι Coil οι οποίοι συνεισφέρουν μεταξύ άλλων αυτή την απλοϊκή αλλά εθιστική ηλεκτρονική βινιέτα…

Airborne bells11. Is suicide a solution?
«Airborne bells» (1993)

Ρητορικά ερωτήματα… Τι είναι η ζωή; Μια εκ των προτέρων χαμένη μάχη; Μήπως ένα …αυτοάνοσο νόσημα; Ποια είναι η θεραπεία; Ο χρόνος; Είναι ο χρόνος ο καλύτερος γιατρός; Ή μήπως ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός όπως τραγούδησαν κάποτε οι Τρύπες; Ή είναι η ίδια η νόσος αυτή καθαυτή; Είναι η αυτοκτονία μία κάποια λύσις; Και αλήθεια, υπάρχει άνθρωπος ο οποίος δεν έχει ποτέ αναλογιστεί την αυτοκτονία, έστω και σαν όνειρο, σαν μια φασματική επιλογή, σαν έναν …αυτοκτονικό ιδεασμό; Από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια, υποβλητικό, με τον Balance να ψιθυρίζει χαμηλόφωνα και με εγκατάλειψη μέσα από τηλεφωνικές γραμμές… Τεχνολογική μοναξιά…

12. Baby food
«Chaos in expansion» (1994)

Αν.. Αν.. Η ζωή μας μια ατελείωτη αλληλουχία από Αν… Αν πιστεύω σε κάποιον θεό ο οποίος κυβερνά τις τύχες μας, αυτός είναι η Πιθανότητα… Το Χάος… Το 1994 η βελγική εταιρεία Sub Rosa, γνωστή στο χώρο της …εξωμελωδικής θορυβολαγνείας για τις επιμελημένες της εκδόσεις, κυκλοφορεί έναν δίσκο αφιερωμένο στη θεωρία του Χάους, όπου δίπλα στους Coil, θα είναι ο μεγάλος Ούγγρος Ligeti και ο γκουρού της Θεωρίας Ilya Prigogine.

The angelic conversation13. Montecute
«The angelic conversation» (1994)

Aν έχετε φτάσει ως εδώ την ανάγνωση, πιστεύω είναι αδύνατο να σας έχει διαφύγει η σαφής, κάποιες φορές και ενοχλητικά κραυγαλέα ομοφυλοφιλική διάσταση των Coil… Μια διάσταση πάντως η οποία απείχε παρασάγγες από τη γνωστή επιβεβλημένη χαζοχαρούμενη κιτς gay αισθητική… Στο δικό τους δρόμο, τα φεγγάρια του έρωτα ήταν κατάμαυρα, και το σεξ ζευγάρωνε πολλές φορές με το θάνατο, σε αυτό το προαιώνιο δίπολο… Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι συνέδεσαν την κινηματογραφική τους μοίρα με έναν gay ακτιβιστή σκηνοθέτη όπως ο Derek Jarman. Το κομμάτι είναι από το soundtrack για το φωτογραφικό δράμα του Jarman «The angelic conversation». Ο δίσκος είναι από τους μετριότερους της πορείας τους, διασώζεται δε από την πλήρη αδιαφορία χάρις σε αυτή τη χαμηλότονη δραματική μελωδία με τη χαρακτηριστική απαγγελία της Judi Dench…

14. Lost rivers of London
«Unnatural History III» (1997)

Οι τρεις συλλογές της «Αφύσικης Ιστορίας» είναι ένας πολύτιμος οδηγός ο οποίος απανθίζει πολλές από τις μουσικές που οι Coil έσπερναν δεξιά κι αριστερά μέσα στον δημιουργικό τους οργασμό… Και μέσα στο αναπόφευκτο λόγω υπερπαραγωγής έρμα, αν έχεις επιμονή χρυσοθήρα, μπορεί και να ανταμειφθείς ανακαλύπτοντας κάποια εξαιρετικά μελωδικά ψήγματα «χρυσού»! Το «Lost rivers of London», αναφορά στο μυστήριο και εν πολλοίς αχαρτογράφητο υπόγειο ποτάμιο δίκτυο της πόλης, υπήρχε σε μια συλλογή λιγοστών αντίτυπων του γνωστού «ψυχεδελικού» περιοδικού Ptolemaic Terrascope, και διαθέτει μια κατασκοπική μελωδία η οποία ρέει πραγματικά υποδόρια και καταχθόνια…

Autumn Equinox15. Amethyst deceivers
«Autumn Equinox: Amethyst Deceivers» (1998)

1998 πλέον… Είναι η περίοδος όπου κάπου έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους, μπλεγμένοι στις χημείες και σε μάλλον συμβατικές έως και ανούσιες ηλεκτρονικές ambient απόπειρες. Είναι η εποχή όπου κυκλοφορούν δίσκους όπως το «Time machines», δίνουν στα κομμάτια τους τίτλους παραισθησιογόνων ναρκωτικών («2,5-Dimethoxy-4-Ethyl-Amphetamine»!!), τα κομμάτια είναι εικοσάλεπτα βασισμένα σε έναν μόνο τόνο, μελετημένο μάλιστα έτσι ώστε να προκαλεί τις επιδράσεις που έχει και η αντίστοιχη ουσία!! Βασικά το αποτέλεσμα αντέχεται μόνο με …στωικότητα βουδιστή μοναχού ή υπομονή …συνταξιούχου στην ουρά του ΙΚΑ (όπως κι εκείνο το πείραμα λίγα χρόνια αργότερα με το περίφημο ANS, το ρώσικο φωτοηλεκτρικό synthesizer). Υπάρχουν όμως και κάποιες ιδιοφυείς σποραδικές εκλάμψεις… Όπως το «Amethyst deceivers» (παραπομπή σε γνωστό μανιτάρι, προφανώς όχι από αυτά που αγοράζεις στο supermarket!), μια από τις πιο όμορφες (με την κανονική έννοια!) συνθέσεις τους, από μια τετραλογία δίσκων με θέμα τις εποχές, τα ηλιοστάσια και τις ισημερίες του ηλιακού έτους… Εδώ είναι φθινόπωρο και κυριαρχούν οι γλυκές άρπες και οι αέρινες κιθάρες! «Pay your respects to the vultures, ’cause they are your future…»

16. Red birds will fly out of the East and destroy Paris in a night
«Musick to play in the dark-Vol. 1» (1999)

Έχει κι άλλα διαμάντια αυτός ο δίσκος, ο οποίος από αρκετούς θεωρείται από τους καλύτερους του ντουέτου (και ιδιαίτερα κατάλληλος για όσους δεν έχουν λάβει ακόμη το βάπτισμα του πυρός!)… Διαλέγω το συγκεκριμένο κομμάτι όχι μόνο για τον προβοκατόρικο τίτλο του, αλλά και ως ενδεικτικό του πολύμορφου φάσματος των μουσικών τους αναζητήσεων, καθώς εδώ ακούγονται σαν πρώιμοι Tangerine Dream. Αυτός θα ήταν ο ήχος του διαστρικού σκότους, αν υπήρχε ήχος στο διάστημα… Πραγματική μουσική για τα «όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι»… Are you shivering?… Insomnia…

Astral disaster17. I don’t want to be the one
«Astral disaster» (2000)

Δεν θέλω να είμαι ο ένας, ο μοναδικός, ο κάποιος… Η ανάδελφη μοναδικότητα, το σπάνιο είδος, το ξεχωριστό… Μια μουσική που προσπαθεί να εκφράσει τα άρρητα… Τι είναι χειρότερο, η μοναξιά ή ο φόβος της; Τα έγχορδα, τα synth, τα ουρλιαχτά, παρέα για ώρες προσωπικής σκοτεινιάς… Και αλήθεια, τελικά στη μουσική έννοιες όπως «σημαντικός» μουσικός, επιδραστικός και άλλα τέτοια αφελή με αφήνουν παγερά αδιάφορο… Αυτά τα αφήνω για τους ακαδημαϊκούς πάσης φύσεως και σποράς, για εκείνους που μέσα από τη μουσική αναζητούν την αυτοεπιβεβαίωση και αυτοδικαίωση του Εγώ… Και καμία άποψη όσο «βαριά» κι αν είναι, απ’ όποια πλειοψηφία και αν υποστηρίζεται, δεν μπορεί να ισοσταθμίσει και να σβήσει τη δική μου συγκίνηση…

18. Wraiths and strays (from Montreal)
«Black antlers» (2004)

Υπάρχει μια σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ λύπης και θλίψης… Είναι αυτό το θήτα του θανάτου που τις χωρίζει, το βαρύ δασύπνοο θήτα του πένΘους, σε αντίθεση με το λάμδα της χαράς που απαλύνει κάπως το λυπητερό αίσθημα… Εδώ οι Coil ακούγονται θλιμμένοι… Η εκτέλεση του «Wraiths and strays» είναι από μια ζωντανή εμφάνισή τους στο Μόντρεαλ (υπάρχει και μία πιο εμπλουτισμένη, από το Παρίσι). Δεν έκαναν πολλές ζωντανές εμφανίσεις οι Coil… Για 16 χρόνια μάλιστα δεν είχαν κάνει ούτε μία… Μόνο τα τελευταία χρόνια βγήκαν στο δρόμο, το 2002 έκαναν κι ένα πέρασμα από τη Θεσσαλονίκη, σε ένα live που προκάλεσε περισσότερο αμηχανία (στο youtube υπάρχουν εικόνες από εκείνη την παράξενη βραδιά.

Black antlers19. Sex with Sun Ra (Part I – Saturnalia)
«Black antlers» (2004)

Το «Black Antlers» είναι ένα εξαιρετικό δισκάκι, με έξι τραγούδια επιλεγμένα ένα κι ένα (μεταξύ αυτών και μία ακόμη διασκευή στο γνωστό νανούρισμα «All the pretty little horses»). To «Sex with Sun Ra» έγινε αρκετά γνωστό καθώς υπήρχε στη συλλογή της Rough Trade «Counter Culture» και είναι προφανώς αφιερωμένο στον επίσης αλαφροΐσκιωτο (θεωρούσε π.χ. ότι καταγόταν από τον Άρη!) αλλά και πρωτοπόρο μουσικό της free jazz, Sun Ra…

20. Tattooed man
«The ape of Naples» (2005)

Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι η τελευταία φορά… Για οτιδήποτε σ’ αυτή τη ζωή… Στο «Tattooed man», όσο κι αν ακούγεται μεταφυσικό, ο Balance τραγουδά σαν να ψυχανεμίζεται κάτι… Να είναι αυτή η εγγενής θλίψη που κουβαλά το ακορντεόν; Να είναι αυτή η συγκλονιστικά καθηλωτική ερμηνεία, αυτό το «σ’ αγαπώ», τόσο αφοπλιστικό που ακούγεται περισσότερο σαν προσφορά παρά σαν κατάκτηση… Η κατάθεση μιας ήρεμης αγάπης, που δεν λαμπαδιάζει πλέον, ούτε φλέγεται στο πύρωμα του έρωτα, αλλά έχει καταλαγιάσει σε μια χωνεμένη με τα χρόνια αρμονία… Λίγο πριν το τέλος…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Τα επιλεγμένα τραγούδια μπορείτε να τα βρείτε εδώ:

http://rapidshare.com/files/155609914/Best.rar.html

Στήλη Wasted Youth: Cocteau Twins – Treasure

Για πολλούς λόγους μ’ αρέσει τούτη η στήλη. Ένας από τους κυριότερους είναι και η δυνατότητα επιστροφής στο παρελθόν. Σίγουρα είναι ανανεωτική, αναζωογονητική αλλά και επιβεβλημένη η αναζήτηση του καινούργιου. Αλλά η πληθώρα με την οποία αυτό προσφέρεται κάπου κουράζει, μπουκώνει… Και αυτή η στήλη είναι η ευκαιρία να επιστρέψεις σε αγαπημένα ακούσματα, πέρα από τη σφαίρα της κριτικής, να βουτήξεις το χέρι στο μελανοδοχείο της καρδιάς με την πολυτέλεια της βραδύτητας και του συναισθήματος. Και είναι φορές που χαίρομαι για την ασφάλεια που προσφέρει η τεχνολογία… Όσο και να τρέμει ένα συγκινημένο χέρι, ποτέ δεν θα προδοθεί από τα κουνημένα γράμματα… Και επίσης μια ιστοσελίδα δεν μπορεί ποτέ να είναι μουσκεμένη! Επιστροφή λοιπόν… Υπάρχει όμως νόστος χωρίς άλγος; Σε ένα γαστρονομικό του βιβλίο ο προσφάτως αποδημήσας Καταλανός συγγραφέας Μονταλμπάν ισχυρίζεται ότι «πίνουμε για να θυμόμαστε και τρώμε για να ξεχνάμε»… Για ποιον απ’ τους δύο λόγους όμως ακούμε μουσική; Η απάντηση αφήνεται στην προσωπική κρίση και ευαισθησία του καθενός…

TreasureCocteau Twins
Treasure (4AD, 1984)

1. Ivo
2. Lorelei
3. Beatrix
4. Persephone
5. Pandora
6. Amelia
7. Aloysius
8. Cicely
9. Otterley
10. Donimo

Είναι εξ ορισμού δύσκολο να μεταφέρεις αισθητικές εμπειρίες με το λόγο. Γιατί είναι εμπειρίες που κατά κύριο λόγο βιώνονται. Όλα τα υπόλοιπα είναι φευγαλέοι αντικατοπτρισμοί μιας θολής πραγματικότητας. Μια τεχνική υπέρβασης των δυσκολιών αυτών είναι η χρήση παρομοιώσεων, αναλογιών, παραπομπών, αναφορών, συνειρμών μήπως και κάπως πλησιάσουμε τον άπιαστο πυρήνα της αισθητικής εμπειρίας που είναι και η μουσική. Έχω λοιπόν παρατηρήσει ότι αρκετά συχνά σε κείμενα που προσπαθούν να περιγράψουν ένα μουσικό έργο, χρησιμοποιώ (αλλά και διαβάζω) λέξεις όπως μέθεξη, κοινωνία, ιερό, δέος, κατάνυξη, μυσταγωγία, λατρεία κλπ, οι οποίες έχουν θρησκευτικές καταβολές. Αυτή η σύνδεση δεν είναι τυχαία πιστεύω. Γιατί και η μουσική είναι μια θρησκεία κατά κάποιον τρόπο!

Όπως και το θρησκευτικό αίσθημα, έτσι και η μουσική βιώνεται με τον ίδιο μεταφυσικό, εν πολλοίς ανορθολογιστικό τρόπο. Από κει και πέρα πολλές άλλες αναλογίες μπορεί να βρεθούν… Είναι μια θρησκεία όπου οι αιρέσεις, οι διαφορετικές απόψεις, όχι μόνο είναι αποδεκτές αλλά και επιβεβλημένες και αναγκαίες. Μια θρησκεία που έχει κι αυτή τους δικούς της μάρτυρες. Έχει και τους δικούς της αγίους, τους οποίους μάλιστα ο καθένας μπορεί να …χειροτονήσει μόνος του! Μια θρησκεία γεμάτη σωματικά υγρά, πάθος, έρωτα, σπέρμα, πράγματα βδελυρά για τις κατ’ όνομα θρησκείες. Μια ειρηνική πανανθρώπινη, παγκόσμια, ενωτική θρησκεία. Όλοι χωράνε στην Εκκλησία αυτή! Βέβαια και από αυτή την θρησκεία κάποιοι θησαυρίζουν. Έχει και τους δικούς της Χριστόδουλους… Όμως αυτή η θρησκεία ποτέ δεν κυνήγησε τους αλλόπιστους, δεν καταδίωξε τους αλλόθρησκους, δεν έκαψε τους αιρετικούς. Ποτέ δεν αλληλοσφάχτηκαν …οι καρεκλάδες με τους ροκάδες, τα πανκιά με τους γκοθάδες, ούτε καν οι έντεχνοι με τους «άτεχνους»! Γι’ αυτό αν είναι σώνει και καλά να επιλέξω κάποια θρησκεία, η επιλογή για μένα τουλάχιστον φαίνεται σχεδόν υποχρεωτική! Σε μια τέτοια λοιπόν δική μας θρησκεία, η Elisabeth Fraser, η φωνή των Cocteau Twins, θα ήταν μία από τις μεγάλες και τιμημένες αγίες, και τούτος ο δίσκος ένα ιερό κειμήλιο.

Liz FraserΗ Liz Fraser… Αυτό το παράξενο πλάσμα, όχι τόσο όμορφο, αλλά γοητευτικό, τραγουδά χρησιμοποιώντας τη φωνή του σαν όργανο με έναν τρόπο που λίγοι και λίγες έχουν καταφέρει, παίρνοντας στοιχεία τόσο από τις αναγεννησιακές μονοφωνίες όσο και από τις πολυφωνίες του λαϊκού τραγουδιού (και μάλιστα των Βαλκανίων, ακούστε π.χ. τον δίσκο της 4AD «Le mystere des Voix Bulgares»). Και πόσο μικρή σημασία έχουν καμιά φορά οι στίχοι! Ποτέ δεν έβγαλα κάποιο νόημα από αυτά που τραγουδά η Liz (ας μου επιτρέψει τον ενικό!), μόνο σκόρπιες ψηφίδες και θραύσματα λέξεων γνωστών, ενός κόσμου απόκοσμου… Αλλά ούτε κι έψαξα να τους βρω (φοβούμενος εν μέρει και την απομυθοποίηση). Δεν θα άλλαζαν και πολλά άλλωστε… Και αυτό το ακατάληπτο, το άπιαστο, σου αφήνει το περιθώριο να το γεμίσεις με τις δικές σου σκέψεις, τα δικά σου όνειρα, τις δικές σου εικόνες. Και εν τέλει επιτείνει και το παγανιστικό και μυστηριακό κλίμα (έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί και οι θρησκευτικές λειτουργίες επιμένουν να γίνονται σε αρχαία γλώσσα;)

Και τώρα, αρχίζουν τα δύσκολα, που λέει και ο …»ποιητής»! Πως να περιγράψεις με λέξεις το άκουσμα του δίσκου ετούτου; Ποιον άσσο από το μανίκι θα τραβήξει ο «άτυχος» μουσικογραφιάς για να μεταφέρει σε γλώσσα καταληπτή αυτό το ακατάληπτο ακρόαμα; Υπνωτικά ηχοτοπία; Μπααα, κοινοτυπία. Και όμως αληθινή… Μουσική που γίνεται ανάσα, ερωτικό βλέμμα, νυχτερινή ομίχλη, αστρικό φέγγος, καπνός τσιγάρου; Ουφφφ… Δύσκολα! Όλα μπερδεύονται… Κιθάρες, σκέψεις, αφόρητη ομορφιά, αφόρητη μοναξιά. Το εξώφυλλο ίσως δώσει καμιά ιδέα… Τι εξώφυλλο αλήθεια! Ο Vaughan Oliver και η ομάδα του σε δημιουργικό οργασμό! Και ένα εξώφυλλο έκθεμα για τα μουσεία του μέλλοντος. Υπαινικτική ομορφιά… Ένα πέπλο μπορεί να κρύβει μια ανείπωτη ομορφιά ή ένα τρομερό φρικτό μυστικό. Θησαυρό κρύβει, μας αποκαλύπτουν με τον τίτλο που διάλεξαν οι Cocteaus! Και παραμερίζοντας το πέπλο, βάζοντας τον δίσκο να ακουστεί δηλαδή, συνειδητοποιείς ότι ευτυχώς, ο θησαυρός δεν είναι …άνθρακες. Ή μάλλον είναι, αλλά στην εξευγενισμένη μορφή του άνθρακα, όπως είναι το διαμάντι! Άκουσμα ηδονικό, σαν την ηδονή του να χώνεις τα δάχτυλα σου σε ένα ξύλινο κουτί γεμάτο παλιά πολύτιμα κοσμήματα (η Αμελί στην ταινία αρκούνταν αν θυμάμαι καλά σε ένα σακί με φασόλια!).

Cocteau TwinsΚαι ξεκινά μια μοναδική αλληλουχία τραγουδιών. Μια μαγική ακουστική κιθάρα στο «Ιvo», κομμάτι προφανέστατα αφιερωμένο στον εταιρειάρχη τους Ivo Watts-Russel (είναι και το μόνο που ..σπάει την γυναικεία κυριαρχία στα ονόματα). Τον γυναικείο «χορό» ανοίγει η γοητευτική «Lorelei», και πάντα μου έρχεται στο νου εκείνο το μεσαιωνικό παραμύθι της Lorelei που έπεσε στον Ρήνο από τα απόκρημνα βράχια της περιοχής που σήμερα φέρει το όνομα της, σπρωγμένη από το χέρι μιας μάταιας αγάπης. Η «Βεατρίκη» από την άλλη, η ιδανική ερωμένη του Δάντη, διατηρεί κάτι από την μυστικιστική σαγήνη της Αναγέννησης. Μπορεί η πραγματική Περσεφόνη να κοιμάται κάπου στον μολυσμένο κάμπο της Ελευσίνας, η Περσεφόνη του δίσκου όμως είναι ζωντανή, γεμάτη ενέργεια στο πιο δυναμικό κομμάτι του. Η δε Πανδώρα μπορεί με την περιέργεια της να γέμισε συμφορές τον κόσμο (με «χειρότερη» από δαύτες την ελπίδα) αλλά το τραγούδι της είναι ταξιδιάρικο, φευγάτο και ονειρόπολο (αν οι DJs των παραλιακών bar είχαν κάποια ιδέα περί μουσικής πέραν των ετοιματζίδικων εταιρικών CD τύπου Ibiza, lounge, easy listening και δεν συμμαζεύεται, κομμάτια σαν και αυτό δεν θα έβγαιναν από την playlist τους). Κιθάρες που λιώνουν η μία μέσα στην άλλη, πολλά εφέ και αντηχήσεις (reverb τις λεν οι ειδικοί), στρώματα φωνής της Liz το ένα πάνω στο άλλο, σαν ένα είδος μουσικού …μιλφέιγ (έλεος!) συνθέτουν την «Αmelia». Ανάλαφρη σαν ερωτική σκέψη έφηβης κοπέλας προβάλει η «Aloysius» ενώ η «Cicely» είναι λίγο πιο συνοφρυωμένη και σκοτεινή. Ντροπαλή, χαμηλών τόνων, σαν αβέβαιη ερωτική εξομολόγηση είναι η «Otterley» που κρατά από το χέρι την ατμοσφαιρικά χαρούμενη και εξωστρεφή «Donimo». Και τελικά μην με βάλετε να διαλέξω μία από τις 9 (έχοντας αποκλείσει για λόγους …προφανείς τον «Ivo»!). Τις αγαπώ και θα τις κρατήσω και τις 9 (τόσες δεν ήταν και οι μούσες;) κι ας μην επιτρέπεται η …πολυγαμία!

Το «Treasure» είναι από τους δίσκους που ακούγονται δυνατά. Μόνο έτσι θα αποκαλύψει την εκπληκτικά λεπτοδουλεμένη υφή του. Μια υφή που οφείλεται κυρίως στην εκπληκτική δουλειά που έχει κάνει στην παραγωγή ο Robin Guthrie. Και παρόλο που η χρήση του drum machine και των πολλών εφέ θα μπορούσε να απωθήσει κάποιους, το τελικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Δοκιμάστε το λοιπόν δυνατά και εάν δεν καταφέρετε να ταξιδέψετε σε άλλους κόσμους και να ξεχάσετε την καθημερινή αθλιότητα μάλλον πρέπει να το …κοιτάξετε!

Και κάποια πραγματολογικά στοιχεία: ήταν το τρίτο LP για τα δίδυμα του Cocteau, ήταν δίσκος-ποδαρικό για ένα νέο μέλος που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία τους, στον μπασίστα Simon Raymonde αναφέρομαι, και γνώρισε μια σχετική εμπορική επιτυχία (μπήκε στο top 30, της Αγγλίας φυσικά, γεγονός σπάνιο για δίσκο της 4AD).

Για μένα μιλώντας, δεν ήταν ο πρώτος Cocteau δίσκος που άκουσα. Όμως οι αγάπες δεν γνωρίζουν από χρονικές προτεραιότητες, και έτσι αυτός ήταν που χαράχτηκε μέσα μου. Και τώρα, χρόνια αρκετά μετά την πρώτη ακρόαση, νιώθω κάθε νότα, κάθε συγχορδία, κάθε λαρρυγισμό της Liz να δρα με τρόπο ανάλογο με ένα ξέφτι. Τραβώντας το, μπορείς να ξετυλίξεις ολόκληρο το ύφασμα. Το ύφασμα της ζωής μου…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

22/07/2004

Durutti Column – Best of

Best of

CD1: Sketch for summer, Conduct, Sketch for winter, Lips that would kiss, For Belgian friends, Danny, Never known, Jacqueline, The missing boy, Prayer, Spent time, Without mercy 1, Without mercy 2, The room, Tommorow, L.F.O. Mod

CD2: What is it to me (Woman), Otis, Requiem again, Home, Contra-indications, People’s pleasure park, My irascible friend, Fado, Sing to me, Pigeon, Mello (Part 1), Falling, Woman, Requiem for mother

Τα φαινόμενα απατούν… Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως είναι τα φαινόμενα που επικρατούν στη μάχη με την ουσία, γιατί απλούστατα είναι αυτά που …φαίνονται! Η στερεοτυπική και φαινομενολογική σκέψη παρέχει την ασφάλεια της βεβαιότητας, είναι ανώδυνη και λογικοφανής, και τελικά οδηγεί σε εύκολες και «ασφαλείς» κρίσεις. Και όταν καμιά φορά η πραγματικότητα …τσινάει και διαφωνεί, τότε απλούστατα τόσο το χειρότερο για αυτή!

Τέτοιες περίεργες και …ανορθόδοξες σκέψεις μου γεννήθηκαν χαζεύοντας και μόνο το εξώφυλλο αυτής της συλλογής με τα καλύτερα των Durutti Column. Γιατί και σε μια κρίση ενός δίσκου υπεισέρχονται μοιραία και τα στερεότυπα… Ειδικά πριν τον ακούσεις (ακόμη και μετά βέβαια, καθώς αν θέλεις να εντοπίσεις μια επιρροή, θα την ακούσεις υπάρχει-δεν υπάρχει!) Τι σε οδηγεί να βγάζεις κάποια πρώτα συμπεράσματα για έναν δίσκο πριν τον ακούσεις; Το εξώφυλλο, το όνομα, ο τόπος καταγωγής του μουσικού και καμιά φορά και η εταιρεία έκδοσης…

Αρκετές φορές πέφτεις μέσα, ειδικά στη σημερινή εποχή της τυποποίησης και της ομογενοποίησης, αλλά κάποιες φορές την …πατάς μεγαλοπρεπώς! Όπως στην προκειμένη περίπτωση! Ας ακολουθήσουμε όμως την πεπατημένη οδό σκέψης για τον παρόντα δίσκο και ας δούμε που θα μας βγάλει…. Ξεκινώντας από το όνομα της μπάντας: Durutti Column. Οι καλοί γνώστες της ιστορίας θα αναγνωρίσουν την αναφορά στον μεγάλο αναρχικό Buenaventura Durruti, ο οποίος έδρασε στην Ισπανία τα χρόνια αυτού του απίστευτα παράλογου εμφυλίου πολέμου, πολέμησε με την ταξιαρχία του (column) υπερασπιζόμενος το μέτωπο της Αραγονίας, δολοφονήθηκε μυστηριωδώς και στην κηδεία του μάζεψε 1 εκατομμύριο κόσμο στους δρόμους της Βαρκελώνης (όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερα ας ανατρέξει στο «Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» του Μ. Εντσενσμπέργκερ). Στερεότυπη σκέψη: αναρχικοί θα είναι, punk μυρίζει, άτεχνες ακατέργαστες κιθάρες και …απλυσιά!. Το εξώφυλλο κουβαλάει νερό στο μύλο αυτής της σκέψης: ένας τύπος «φρικοειδής» να επιδεικνύει ναρκισσιστικά, αλά Iggy Pop, τις γραμμώσεις των κοιλιακών του! Τόπος καταγωγής: Manchester. Αχά! Άλλος ένας λούμπεν προλεταριακός τύπος από τις φτωχογειτονιές της σκονισμένης πρωτεύουσας της βιομηχανικής επανάστασης, που προσπαθεί να εκφράσει τα αδιέξοδα της ζωής του με τις άγριες κιθαριές και τη «no future» ιδεολογία… Το δε γεγονός ότι οι περισσότεροι δίσκοι του κυκλοφόρησαν από την γνωστή και μη εξαιρεταία Factory μας επιτρέπει πια να αράξουμε στην πολυθρόνα της βεβαιότητας: οι τύποι είναι punkers, άντε post-punkers…

Στην πραγματικότητα όμως, η στερεότυπη σκέψη μας οδήγησε όχι μόνο έξω από τον πραγματικό δρόμο αλλά έχουμε βγει για τα καλά στα χωράφια. Στην πραγματικότητα λοιπόν οι Durutti Column ήταν μια μπάντα που έπαιζε ένα είδος κιθαριστικής ambient! Και μάλλον καταχρηστικά τους αποκαλώ μπάντα, γιατί υπήρξαν ουσιαστικά όχημα της δημιουργικότητας ενός και μόνο ανθρώπου: του Vini Reilley.

Δεν ξεκίνησαν όμως έτσι τα πράγματα… Το 1977 το αφεντικό της Factory, ο Tony Wilson, τον κάλεσε να συμμετάσχει στο σχήμα μαζί με άλλους μουσικούς. Προσωπικές αντιδικίες όμως οδήγησαν τη μπάντα σε διάλυση, όλοι οι υπόλοιποι αποχώρησαν και έμεινε πίσω …μπουκάλα ο Vini. Δύσκολο να πει κανείς αν οι μουσικοί που αποχώρησαν τα κατάφεραν καλύτερα. Πάντως οι δύο, ο drummer Chris Joyce και ο μπασίστας Tony Bowers γεύτηκαν την εμπορική επιτυχία καθώς έγιναν μέλη των …simply boring Simply Red. O άτυχoς της ιστορίας ήταν ασφαλώς ο κιθαρίστας Dave Rowbotham, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1991 με τσεκούρι, ιστορία που πέρασε και στο τραγούδι των Happy Mondays «Cowboy Dave».

Ο «ήρωας» μας όμως δεν πτοήθηκε… Με πολύ πείσμα, λίγα και πρωτόγονα μέσα (ένα πρώιμο lo-fi θα λέγαμε, εξ ανάγκης όμως, και όχι ως μια δήθεν επιλογή!) και με την καθοριστική βοήθεια του αρχιμάγου της Factory Martin Hannett κατάφερε να ολοκληρώσει τον δίσκο του(ς). Ο οποίος έσκασε μύτη το 1980, όταν ο μουσικός κόσμος μόλις συνερχόταν από τον μουσικό στρόβιλο του punk. Τίτλος: «The return of the Durutti Column». Περίεργος αλήθεια δίσκος! Μια εποχή όπου το να ξέρεις την τεχνική της κιθάρας ήταν πιο πολύ μειονέκτημα, ο τύπος αυτός αντλούσε έμπνευση από το kraut rock, τον Peter Green (εποχής Fleetwood και «Albatross») ακόμη και από το …αναθεματισμένο prog rock, και κυκλοφορούσε ένα δίσκο ορχηστρικό, χαμηλότονο, όπου τίποτε κατά διάνοια δεν παρέπεμπε σε punk. Μια ιστορική …ανορθογραφία! Σχεδόν …αναρχική ενέργεια αυτή η αγνόηση του zeitgeist! Σχεδόν είπα; Ο δίσκος κυκλοφόρησε με εξώφυλλο από …γυαλόχαρτο προκαλώντας μεγάλους πονοκεφάλους στους δισκοπώλες καθώς λόγω της τριβής κατέστρεφε τους διπλανούς δίσκους! Η έμπνευση δεν ήταν δική του όμως… Σε μια τέτοια μορφή κυκλοφορούσε το περιοδικό της ομάδας της Καταστασιακής Διεθνούς στη Γαλλία, μιας ομάδας αναρχικών διανοούμενων η οποία άσκησε μεγάλη επίδραση στην punk ιδεολογία με τις ιδέες της για την κουλτούρα της αποσύνθεσης και τη διαστροφή της popular καθημερινότητας.

Πάνω στις ράγες της ίδιας μουσικής αντίληψης θα συνεχίσει και τα επόμενα χρόνια την πορεία του. Βέβαια θα εμπλουτίσει σιγά σιγά τον ήχο του με φωνητικά, θα εκμεταλλευτεί τη νέα τεχνολογία χρησιμοποιώντας samples και ηλεκτρονικά μαραφέτια, θα κάνει κάποιες εκλεκτικές συνεργασίες (με Tuxedomoon και Moz-συμμετείχε στο 1ο solo LP του «Viva Hate»), θα δημιουργήσει μια δισκογραφία «εφιαλτικής» έκτασης για τον οπαδό, θα επηρεάσει ουκ ολίγους (άκου π.χ. Dif Juz ή αργότερα Piano Magic) χωρίς όμως ποτέ να κάνει το μεγάλο εμπορικό «μπαμ». Και εν έτει 2004, μέσα στον καταιγισμό των επανεκδόσεων και της …τυμβωρυχίας των 80s, ήρθε η ώρα του να δει και μια συλλογή να κυκλοφορεί.

Μια τόσο μακρά πορεία αναπόφευκτα θα είναι και άνιση. Γεγονός που αντανακλάται και στη συλλογή αυτή, η οποία …δυστυχώς είναι αντιπροσωπευτική της πορείας του Vini. Πιστεύω πως εάν η συλλογή ήταν πιο επιλεκτική μουσικά θα ήταν σαφώς καλύτερη. Γιατί εδώ μέσα περιέχονται όλα, οι καλές και οι κακές στιγμές, από τις πιο εμπνευσμένες και γοητευτικές έως και τις easy listening για παπαριασμένα αυτιά και συνοδεία …σουσο – κατανύξεων!

Όμως στην αρχή δεν ήταν έτσι… Στο πρώτο CD το οποίο ανθολογεί την πρώτη δεκαετία δράσης θα βρούμε μελωδίες που εκπέμπoυν μια ζεστασιά («Sketch for summer», όνομα και πράγμα), που υποβάλλουν εικόνες ξεχασμένες («For Belgian blues» με τα παλιομοδίτικα πλήκτρα), νοσταλγικές («The room»), που σε βυθίζουν σε ένα είδος μεταφυσικής νιρβάνα («Prayer») ή ακόμη και μελωδίες που ζηλεύουν κλασικές μουσικές δωματίου («L.F.O. Mod»). Θα βρούμε και δύο αριστουργήματα: «Never known». Όπου τη μουσική δεν την κάνουν τα μηχανήματα και οι ανέσεις του στούντιο. Ένα τετρακάναλο, ένα drum machine της πλάκας, ηχογράφηση στην κρεβατοκάμαρα των γονιών, ακαθόριστα μουρμουρητά για φωνητικά και ιδού… Και το «Missing boy» με τη φορτισμένη συγκινησιακά ατμόσφαιρα, αφιερωμένο στο μεγάλο απόντα (ξέρετε δα!). Αλήθεια, τώρα που το σκέφτομαι, που είναι το «Smile in the crowd», κομμάτι που γνώρισε μια έξοχη διασκευή από τον Martin Gore στο πρώτο «Counterfeit EP»;

Όσο περνάν τα χρόνια όμως και αφού περάσουμε στο δεύτερο CD, τα πράγματα αλλάζουν. Η κιθαριστική του ambient άρχισε να παρεκλίνει προς έναν υφέρποντα new age μυστικισμό και μια άνευρη χωρίς «γωνίες» μουσική φλυαρία. Είναι η εποχή που τραγούδια του θα φιγουράρουν σε κάποιες συλλογές τύπου Cafe del Mar και Chill out, όταν αυτές ήταν ακόμη στη μόδα. Και παρόλο που δεν ρέπει προς την επίδειξη τεχνικής του τύπου «είμαι και γαμώ τους κιθαρίστες», είναι στιγμές (ώρες θα έλεγα!) που οι κιθαριστικές περιδινήσεις του σε πνίγουν σε μια θάλασσα πλήξης, ανίας, βαρεμάρας, μπωντλερικού spleen ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το! Και μάλιστα …»without mercy». Από αυτή τη νεότερη περίοδο ξεχωρίζουν απλώς το «Otis,» όπου χρησιμοποιεί sample της φωνής του Otis Redding, και το υπέροχο «Falling» το οποίο χρωματίζει με παιδική ευαισθησία και τρυφερότητα η 12χρονη τυχερή κόρη μιας φίλης του.

Αναμφισβήτητα πάντως η μουσική του είναι ταξιδιάρικη. Αν και ο χαρακτηρισμός αυτός γενικά χρησιμοποιείται με θετικό περιεχόμενο, φοβάμαι ότι για αυτό το CD φοράει την αρνητική του έννοια! «Έχει και τέτοια;» θα ρωτήσετε. Και όμως, για σκεφτείτε! Πόσες φορές σε ένα ταξίδι δεν είπατε «άντε πότε θα φτάσουμε επιτέλους», ή «είναι μακριά ακόμη Μπαμπα-Στρουμφ;;,», προσδοκώντας την απάντηση «όχι πολύ»;! Πόσες φορές δεν ρίξατε τους ύπνους της ζωής σας ταξιδεύοντας; Γιατί μπορεί ο Καβάφης να έλεγε ότι σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός, αλλά είπαμε… Όχι στερεότυπα!

(μέσος όρος: 8 το 1ο CD, 4 το 2ο)

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr