Monthly Archives: Απρίλιος 2011

Stories behind the looking glass Vol. 3 – Berlin

Berlin at night

«Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο» τραγουδούσε με τη χαρακτηριστική προσφυγική του εκφορά ο Αγγελάκας κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80… Ακόμη και σήμερα αν γραφόταν το τραγούδι, η ταξιδιάρα αυτή ψυχή πιθανότατα δεν θα αναζητούσε άλλους προορισμούς (άντε να προσέθετε τη Βαρκελώνη κι ας μη βγαίνει το μουσικό μέτρο). Θα σταθούμε σε έναν. Βερολίνο. Διαχρονική είναι η μαγνητική έλξη που ασκεί (σε ετερόκλητους πληθυσμούς μάλιστα) τούτη η χτισμένη κυριολεκτικά πάνω στην άμμο και στον βάλτο ευρωπαϊκή metropolis.

Πλησιάζοντας με το αεροπλάνο προς το αεροδρόμιο Tegel, κοιτώντας από ψηλά, τα σύνορα στους χάρτες σου μοιάζουν με πληγές από χέρι ανθρώπου. Και ο νους σου ανακαλεί ιστορίες, διαβάσματα, ακούσματα και μνήμες, που συμπλέκονται σε αξεδιάλυτο κουβάρι.

Και μπορεί σήμερα η πόλη να θεωρείται μια άτυπη πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, αλλά για 40 και πλέον χρόνια υπήρξε μια διχοτομημένη τρύπα στη γεωγραφία, μια ιστορική ανωμαλία, σημείο τριβής δύο συστημάτων υπό τη διαρκή απειλή μιας σπίθας η οποία θα μετέτρεπε τον ψυχρό πόλεμο σε …θερμό (νησίδα ελευθερίας μέσα σε κομμουνιστική θάλασσα ή μήπως το «…αρχίδι της Δύσης» όπως έλεγε ο Χρουστσόφ, το οποίο …πίεζε όταν ήθελε να την πονέσει;) Και ακόμη παλιότερα αποτέλεσε το τραγικό θεατρικό σκηνικό για το «ανέβασμα» ενός από τα πιο παράλογα έργα που έχει εμπνευστεί ποτέ ο άνθρωπος.
Dark times

Και μπορεί να μην έγινε -ευτυχώς- ποτέ η φαντασιακή Germania των ναζί (αλλά ούτε και η Metropolis του Lang), στο κορμί της όμως παρέμειναν τα σημάδια του 20ου αιώνα, του αιώνα των άκρων, με κάθε γωνιά της να διηγείται μια ιστορία. Πρωσικά άλογα φρουμάζουν στη λεωφόρο Unter den Linden, το μανιασμένο τσουλούφι του Χίτλερ, η Alexanderplatz, ο Φασμπίντερ, ο Bowie, οι Kraftwerk. Μια πόλη του μέλλοντος όπου το παρελθόν είναι πανταχού παρόν, χωρίς επιλεκτικούς εξωραϊσμούς, χωρίς να απαρνείται ακόμη και το πλέον οδυνηρό και ενοχικό. Ακόμη κι αν το μετατρέπει σε κακόγουστη ατραξιόν για τις ορδές με το φωτογραφικό μάτι… Και σίγουρα αξίζει να την περπατήσουμε, στο χώρο και το χρόνο με οδηγό τα τραγούδια…

Moritat vom Mackie Messer – Lotte Lenya
Το Βερολίνο στα 20s. Μυθοποιημένη εποχή. Το παρελθόν ξεπροβάλει ωραιοποιημένο (κυρίως στη φαντασία όσων δεν το έζησαν), με έναν αέρα νοσταλγίας για την belle epoque, η οποία μοιάζει τέτοια ακριβώς μπροστά στο φόντο των συμφορών που θα επακολουθήσουν. Εικόνες της εποχής, η φαντασματική ομορφιά της Marlene στον «Γαλάζιο άγγελο», καμπαρέ, …ζαρτιέρες, οι εκφυλισμένες -κατά ναζί- μουσικές του Kurt Weill, τα γεμάτα θεωρεία στο θέατρο του Brecht, τα καλλιτεχνικά ρεύματα που διατρέχουν την πόλη σαν τα κανάλια του Σπρεε… H λυμφατική δημοκρατία της Βαϊμάρης, βαλλόμενη απ’ όλες τις πλευρές, ταυτίστηκε με την έννοια της παρακμής. Ανέκαθεν η παρακμή ήταν καλό …κοκκινόχωμα για την άνθιση της τέχνης. Αλλά (φευ) η τέχνη αποδείχθηκε αδύναμη μπροστά στα σημεία των καιρών και στα φασιστικά σύννεφα που ολοένα πύκνωναν. Όταν ήρθε η καταιγίδα κανείς δεν μπόρεσε να αντιδράσει… Οι καλές «αθώες» εποχές θα τελειώσουν με το κραχ του 1929, μετοχές και ομόλογα θα πάρουν αξία …χρησιμοποιημένου χαρτιού υγείας, η ανεργία θα σαρώσει και ο Χίτλερ θα «καβαλήσει» το κύμα των καιρών. Οι λίγοι διορατικοί θα πάρουν το δρόμο της ξενιτιάς…

Η Marlene θα επιστρέψει στην πόλη 60 χρόνια μετά, τυλιγμένη με την αμερικανική σημαία, ο Brecht θα πιει το πικρό ποτήρι της διάψευσης στην Ανατολή, o Weil και η μούσα του Lotte Lenya θα επιλέξουν για πάντα την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Και οι ερμηνείες της Lotte, ιδιαίτερα στην περίφημη «Όπερα της πεντάρας», θα μείνουν να θυμίζουν χρόνια χαμένα και ανυποψίαστα…
Σοβιετικό μνημείο στο Treptow Park

Die Russen kommen – Berlin Express
Ανασαίνω τον αέρα που περνά μέσα από τα δέντρα στο πάρκο του Treptow, στο νοτιοανατολικό κομμάτι της πόλης. Δίπλα στην όχθη του ποταμού γαλακτεροί γερμανοί λιάζονται αποχαυνωμένοι από τον βόρειο ήλιο. Ένα γιγάντιο άγαλμα σοβιετικού στρατιώτη που συντρίβει τη σβάστικα, δείχνει το δρόμο για το Σοβιετικό Πολεμικό Μνημείο, μια έκταση περιποιημένη με τυπική γερμανική τελειομανία. Θαυμαστή, ειδικά αν σκεφτείς ότι πρόκειται για μνημείο του εχθρού. Ακόμη πιο ισχυρό όμως είναι ένα αίσθημα ακαθόριστο που σε αγκριφώνει, ίσως να είναι η αντάρα των 5000 θαμμένων ψυχών, κι ας μην πιστεύεις σε μετά θάνατον υπάρξεις και λοιπά μεταφυσικά παραμύθια…

Οι «Ρώσοι έρχονται», μας λένε σε ένα αγχωτικό, βουτηγμένο στα πλήκτρα κομμάτι, μέσα από το ημίφως της minimal wave σκηνής οι Berlin Express. Θυμίζοντας την κραυγή του τρόμου που σάρωνε τη Γερμανία του 1945, ενός τρόμου τρεφόμενου από την επίγνωση των εγκλημάτων και της επερχόμενης νεμέσεως. Η οποία και θα επιπέσει σε κεφάλια δικαίων και αδίκων, με μεγαλύτερα θύματα τις γυναίκες οι οποίες και θα υποστούν το μεγαλύτερο κύμα βιασμών που γνώρισε η παγκόσμια ιστορία. Μια μνήμη η οποία παραμένει ακόμη ταμπού, αποκαλυπτική της ακραίας σεξιστικής διάστασης του πολέμου. Διόλου περίεργο ότι ακόμη και αρκετά χρόνια αργότερα, η έκδοση της μαρτυρίας μιας ανώνυμης γερμανίδας (στα ελληνικά με τον τίτλο «Μια γυναίκα στο Βερολίνο») θα σοκάρει με τον ωμό απομυθοποιητικό κυνισμό της.

Έγκλημα και τιμωρία… Στην άλλη άκρη της γραμμής του U-Bahn βρίσκεται η περιοχή Spandau (ναι, αν κάτι σας θυμίζει, από εδώ θα πάρουν το όνομα τους οι νεορομαντικοί Spandau Ballet). Εδώ βρισκόταν η φυλακή η οποία για σχεδόν τριάντα χρόνια είχε έναν μοναδικό ένοικο, τον αμετανόητο Ρούντολφ Ες. Μην την αναζητήσετε… Όταν ο κορακοζώητος ναζί ηγέτης αποφάσισε να πεθάνει (ή τον «πέθαναν» σύμφωνα με την αναπόφευκτη συνωμοσιολογία), η φυλακή κατεδαφίστηκε και στη θέση της ανεγέρθηκε ένα …σουπερμάρκετ. Μοναδική ειρωνεία… Στο κέντρο, το υπόγειο καταφύγιο του Χίτλερ είναι ένα ταπεινό γκαράζ…
Soviets at Reichstag

Σήμερα ο Ρώσος στο Βερολίνο είναι πλέον μετανάστης, όχι πρώτης «κατηγορίας» μάλιστα, με τις δικές του κοινότητες και τις δικές του μουσικές (έχουν καταγραφεί στις εξαιρετικές συλλογές «Russendisco» και στο ομώνυμο βιβλίο του Καμίνεφ), πάντα ξένος σε μια πόλη όπου υπήρξε κάποτε κατακτητής…

Steh auf Berlin – Einsturzende Neubauten
Κοιτάζοντας το χάρτη του Βερολίνου, το βλέμμα σου αμέσως τραβάει ένας τεράστιος πράσινος λεκές, σαν να έχει χυθεί κάπου ένα απρόσεκτο μελάνι. Πρόκειται για το πραγματικά αχανές πάρκο Tiergarten, ακριβώς στο κέντρο της πόλης (θυμάμαι το …διαβολόπουλο του Αρκά: «έχουν καταστρέψει το περιβάλλον, έχουν γκρεμίσει όλες τις πολυκατοικίες και έχουν ρίξει παντού χώμα»). Σε μιαν άκρη του οποίου συναντάμε ένα κτίριο χαρακτηριστικής μοντέρνας αρχιτεκτονικής του προηγούμενου αιώνα, το κτίριο των Πολιτισμών της Γης, παλιότερα γνωστό ως Συνεδριακό Κέντρο, το οποίο οι Βερολινέζοι αποκαλούν μεταξύ τους «έγκυο στρείδι». Τον Μάιο του 1980 για απροσδιόριστους λόγους η στέγη του κτιρίου κατέρρευσε. Η πτώση θα αφήσει πίσω της έναν άτυχο νεκρό αλλά θα έχει και μια παράξενη παράπλευρη συνέπεια: τα φώτα της δημοσιότητας θα πέσουν σε μία νεογέννητη μπάντα η οποία είχε σχηματιστεί μόλις πριν από λίγους μήνες, με όνομα αλλά κυρίως ήχο προβοκατόρικο. Μια μπάντα η οποία και θα ταυτίσει την ύπαρξή της με την πόλη τούτη…

Συνεχίζοντας την περιπλάνηση μας στην περιοχή, φτάνουμε στην κεντρική λεωφόρο η οποία κόβει στα δύο το πάρκο. Το όνομα της σημαδεύει μια 17η ημέρα κάποιου μακρινού Ιούνη. Πολλοί περαστικοί, καντίνες με currywurst, στη μέση το άγαλμα της Νίκης μοιάζει συγκινητικά καθημερινό μετά από τόσες κινηματογραφικές αποτυπώσεις. Γυρίζουμε το νοητό ρολόι στο 1953, στις 17 Ιουνίου, όταν εργάτες και φοιτητές του Ανατολικού (…άτει(υ)χου ακόμη) Βερολίνου αποτολμούν μια εξέγερση, η οποία καταπνίγεται κάτω από τις πολύ …υπαρκτές σοσιαλιστικές ερπύστριες του καθεστώτος. Ήταν η πρώτη από μια αιματοβαμμένη αλυσίδα που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια. Τι συνέβη; Μια ιστορική ανορθογραφία; Μα το καθεστώς δεν ήταν υποτίθεται των εργατών και του λαού;
Berlin building

«Ξεσηκώσου Βερολίνο» ωρύεται ο Blixa στον πρώτο δίσκο των Neubauten με τον εύγλωττο τίτλο «Kollaps», στο κομμάτι που πυροδοτείται από τους ήχους του κομπρεσέρ. Προφητικός; Σε ποιούς απευθύνεται; Ή έστω ελπίζει; Η αρχιτεκτονική, το γκρέμισμα και το χτίσιμο, θα καθορίσουν την ιστορία της πόλης. Δύει ο ήλιος και στον ορίζοντα ξεκόβονται οι γερανοί. Πολλά χρόνια αργότερα, το ντοκιμαντέρ που θα καταγράψει όλη αυτή την πορεία προς τον …ουρανό («Berlin Babylon»), ξεκινάει με την ορχηστρική εκδοχή του «Befindlichkeit des Landes» των ιδίων, σε πιο ήρεμη πλέον και κατασταλαγμένη (συμβιβασμένη;) φάση. Η «κρίση της χώρας»… Και η κρίση φέρνει ευκαιρίες… Έστω και οικοδομικές…

Eisbaer – Grauzone
Δεν απομακρυνόμαστε και πολύ… Μετά από αρκετό ποδαρόδρομο φτάνουμε σε έναν πολύ όμορφο (και διάσημο) ζωολογικό κήπο, ο οποίος έχει μάλιστα «βαφτίσει» ολόκληρο το πάρκο. Γιατί θυμήθηκα τώρα αυτό το μέγα σουξέ των Ελβετών Grauzone (σημειώνω και μια εκφραστική διασκευή από τους Dresden Dolls);

Ήταν μόλις λίγα χρόνια πίσω, όταν ολόκληρο το Βερολίνο είχε πάθει παράκρουση τρυφερότητας με ένα νεογέννητο κατάλευκο πολικό αρκουδάκι, το οποίο είχε απαρνηθεί η μαμά του και το μεγάλωνε με το μπιμπερό ένας φύλακας του κήπου (ακόμη και τα συνήθως σοβαρά γερμανικά δελτία ειδήσεων μετέδιδαν ειδήσεις του τύπου «σήμερα στάθηκε μόνο του στα δύο πόδια»). Knut ήταν το όνομα του, σήμερα έχει γίνει πια ολόκληρος αρκούδος, αλλά εξακολουθεί να είναι η ατραξιόν του ζωολογικού κήπου (θα επιστρέψω στον αόριστο χρόνο «ήταν», τις ημέρες που γραφόταν το κείμενο, ο άτυχος Knut βύθισε μια πόλη στο πένθος με τον απρόσμενο θάνατό του). Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η αρκούδα είναι το έμβλημα και το σύμβολο ενότητας της πόλης. Ber-lin, baer=αρκούδα στα γερμανικά (με τη Χρυσή Αρκούδα-και όχι Άρκτο όπως το μεταφράζουμε σοβαροφανώς- βραβεύουν και τις ταινίες στο περίφημο τοπικό κινηματογραφικό φεστιβάλ).
Knut

Ο σταθμός Zoo ο οποίος βρίσκεται πολύ κοντά στην είσοδο του κήπου έχει κι αυτός τη δική του …κακόφημη ιστορία, την οποία δυσκολεύεσαι να πιστέψεις έτσι όπως η περιοχή είναι κατακλυσμένη από φωνακλάδικα ξανθά διαβολάκια με χαρούμενα μπαλόνια. Στα χρόνια της διαίρεσης εδώ βρισκόταν ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός και η περιοχή φιλοξενούσε σύσσωμο τον εύοσμο ανθό, πόρνες, πρεζάκια και εμπόρους ουσιών, μια γκρίζα πλευρά η οποία αποτυπώθηκε αξέχαστα στην ταινία του Uli Edel «Christiane F. – Wir Kinder vom Bahnhof Zoo» (στην Ελλάδα μεταφέρθηκε με τον τρομολαγνικό-ηδονοβλεπτικό τίτλο «Πόρνη στα 14″ και φυσικά …έσπασε ταμεία).

Ανεβαίνουμε τις σκάλες, το τρένο περνά χτυπώντας τις ράγες στον ρυθμό του …»Trans-Europe Express», από εδώ περνάει η γραμμή της S-Bahn, η U9 και η …U2 του μετρό. Σύμπτωση ή όχι, το πιο γνωστό κομμάτι που έχει γραφτεί για το σταθμό είναι το ομώνυμο «Zoo Station» των U2, από την εποχή του «Achtung baby», όταν η μπάντα ζούσε το μύθο της και προσπαθούσε να επανεφεύρει τον εαυτό της στο πνεύμα της μόλις αναγεννημένης πόλης.

Εμείς όμως θέλουμε να επιστρέψουμε στην Ανατολή από άλλη …γραμμή. «Auf’m Bahnhof Zoo» τραγούδησε το 1978 η Nina Hagen, εκείνη η απροσάρμοστη ροκ μαινάδα. Και αν η παροιμία «το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει» έχει τόσες πολλές εξαιρέσεις που μάλλον θα έπρεπε να έχει αποσυρθεί από το λεξιλόγιο, στη συγκεκριμένη περίπτωση βρίσκει ένα πάτημα. Η Nina είναι θετή κόρη του μεγάλου γερμανού τραγουδοποιού-στιχουργού Wolf Biermann. Ο οποίος την ώρα που οι συνομήλικοι του σκοτώνονταν στα συρματοπλέγματα προσπαθώντας να φύγουν από τον …παράδεισο, αυτός ακολούθησε τον αντίστροφο δρόμο για να γίνει καλλιτέχνης-εργάτης του σοσιαλισμού. Το καθεστώς τον …αντάμειψε απλόχερα με διώξεις, απαγορεύσεις και φίμωση για 23 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που κατάφερε να διαφύγει πίσω στη Δύση. Μια ανθρώπινη πορεία η οποία απηχεί και τη διαδρομή όμορφων ιδεών που θέλησαν να εκβιάσουν την ιστορία και να αλλάξουν τον κόσμο αλλά κατέληξαν να ευτελιστούν στην πράξη. «Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα, των γραφειοκρατών η φάρα, (…) τους έχω βαρεθεί».
Έτσι τον γνωρίσαμε και στα δικά μας μέρη από τον Μικρούτσικο (τον Θάνο!), ο οποίος μελοποίησε στίχους του σε έναν σημαδιακό για την εποχή δίσκο, τα «Πολιτικά τραγούδια» του 1975 (εποχή όπου οι Έλληνες έκαναν …αντίσταση κατά της χούντας στα διάφορα «αντάρτικα» λημέρια, λίγο εκ των υστέρων βέβαια, αλλά αυτό δεν είναι παρά μια μικρή κακόβουλη λεπτομέρεια!).

Ost – Berlin Wahnsinn – Lilli Berlin
Ίσως να μην είχε άδικο ο Ligeti που χαρακτήριζε το Βερολίνο «ένα σουρεαλιστικό κλουβί». Πως αλλιώς να χαρακτηρίσεις μια κατάσταση όπου οι νεολαίες από τις δύο πλευρές του τείχους ονειρεύονταν η κάθε μία την …απέναντι;
Κατάληψη στο Βερολίνιο

Από τη μία η καλοθρεμμένη δυτική νεολαία, απελευθερωμένη από το άγχος του στράτευσης (λόγω του ιδιότυπου κατοχικού καθεστώτος, το δυτικό τμήμα ήταν καταφύγιο για όποιον νέο ήθελε να αποφύγει το στρατό) θα αμφισβητήσει το οικονομικό θαύμα των γονιών, θα στραφεί σκληρά επικριτική στο ναζιστικό παρελθόν και θα ανεμίζει σφυροδρέπανα στις καταλήψεις και τα κοινόβια του Kreuzberg. Στην ακραία της δε έκφανση θα εκθρέψει μια πλειάδα τρομοκρατικών οργανώσεων (με πιο διάσημη στο «ποπ» στερέωμα την RAF-Baader-Meinhof), οι οποίες το μόνο που θα καταφέρουν είναι να επιβληθεί ένα σκληρό αστυνομικό κράτος, σε μια ασφυκτική δεκαετία η οποία έχει σημαδέψει τη μνήμη ως «τα μολυβένια χρόνια».

Meanwhile back in communist …Germany (για να θυμηθώ παραφρασμένο ένα αγαπημένο γκρουπ) η νεολαία ντυνόταν ομοιόμορφα στα σχολεία, τραγουδούσε πειθήνια στις κομματικές γιορτές, ντοπάρονταν σαν άλογο ιπποδρόμου για να δοξάσει το καθεστώς στις διεθνείς αθλητικές αρένες, ενώ το παραμικρό ολίσθημα είχε ως αποτέλεσμα να πέφτει, στην καλύτερη περίπτωση σε κλειστές επαγγελματικές πόρτες, στη δε χειρότερη στις κλειστές …πόρτες των φυλακών της Στάζι.

«Ανατολικό Βερολίνο -παράνοια» μας λέει με τσιρίδες η Lilli Berlin, μια παλαβιάρα τύπισσα από τις ηρωικές ημέρες της Neue Deutsche Welle, κίνημα που σκανάραμε εξαντλητικά σε παλιότερο αφιέρωμα. Και πως αλήθεια να μιλήσεις αλλιώς για έναν ζωντανό οργανισμό ο οποίος βρέθηκε άξαφνα κομμένος στη μέση, με δρόμους να σταματάνε στο πουθενά, με σταθμούς-φαντάσματα σαν θρόμβους στις αρτηρίες;
Lichtenberg

Φτάνουμε στο Lichtenberg. Εδώ βρίσκονταν τα αρχηγεία της Stasi (σήμερα πλέον νοσηρό μουσείο), της διαβόητης αυτής υπηρεσίας η οποία είχε μετατρέψει, με παροιμιώδη γερμανική μεθοδικότητα τον μισό πληθυσμό σε χαφιέ του άλλου μισού (το κλίμα που αναβιώνει η ταινία με ταιριαστά μελανά χρώματα «Η ζωή των άλλων»). Σε μια ακόμη απόδειξη ότι οι διαστροφικές δυστοπίες είναι πολύ πιο προσιτές για τον άνθρωπο από τις ουτοπίες…

Εδώ οι τουρίστες είναι ελάχιστοι, η συνοικία είναι αυστηρά εργατική (και …άνεργη επίσης), υπάρχουν ακόμη αυτά τα θεόρατα αγέλαστα κτίρια-κουτιά του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Και διόλου περιέργως σφηκοφωλιά νεοναζί…

Ανατριχιαστικές σκέψεις και συνειρμοί… Φτάνουμε στην αποβάθρα με μια κάποια ανακούφιση… Επόμενη στάση: Kreuzberg.

Kebabtraume – D.A.F.
Είναι απίθανο να περπατάς στο Βερολίνο και να μη σου γαργαλήσει κάποια στιγμή τη μύτη η τσίκνα από κεμπάπ. Πόσο μάλλον όταν βρίσκεσαι στην περιοχή η οποία έχει αποκληθεί «μικρή Ιστανμπούλ»…

«Όνειρα του κεμπάπ, στην πόλη του τείχους
Η νέα Σμύρνη είναι στην DDR, ο Ατατούρκ είναι ο νέος αφέντης
Εμείς είμαστε οι Τούρκοι του αύριο»

Αμφιλεγόμενη μπάντα οι D.A.F., με όνομα-σπονδή στην αμερικανο-γερμανική φιλία, ομοφυλόφιλοι ακτιβιστές, πρόδρομοι του …δερματόδετου ΕΒΜ, θα βάλουν στα τραγούδια τους τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι να χορεύουν μανιακά, σε κομμάτια που σηκώνουν πολλαπλές (τουλάχιστον ειρωνικές) αναγνώσεις.
Kreuzberg

Εξίσου αμφιλεγόμενη είναι και εν γένει η στάση της κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες. Είναι γνωστό ότι το θαύμα της ανοικοδόμησης στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στους μετανάστες, τους Gastarbeiter, οι οποίοι έχυσαν άφθονο ιδρώτα (αλλά και αίμα!) για να γυρίσει ο τροχός και να γίνει η Γερμανία η ατμομηχανή της Ευρώπης.

Συγχρόνως όμως αυτή η μεταναστευτική επέλαση (ειδικά από την Τουρκία) και η συνακόλουθη δημιουργία ισλαμικών γκέτο ήταν ένα σοκ, το οποίο παρά το βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν ξύπνησε την εγγενή άρια υπεροψία. Οι μετανάστες αποτελούν πάντοτε τον πρώτο αποδιοπομπαίο τράγο όταν χτυπά η κρίση, και τα αποτελέσματα υπήρξαν πολλές φορές τραγικά.

Υπάρχουν όμως βάσιμες ελπίδες ότι το αυγό του φιδιού θα γίνει …ομελέτα πριν εκκολαφθεί. Και οι συνθήκες αλλάζουν… Άλλωστε ποτέ και πουθενά η πρώτη γενιά μεταναστών δεν ενσωματώθηκε πραγματικά στη νέα πατρίδα (σκεφτείτε τους δικούς μας ελληνοαμερικανούς). Είναι η δεύτερη γενιά, τα παιδιά που δεν έχουν γνωρίσει άλλη πατρίδα, εκείνα που ατενίζουν το μέλλον απαλλαγμένα από βαρίδια νοσταλγίας.

Στο τελευταίο Μουντιάλ, η Nationalmannschaft, η ποδοσφαιρική εθνική ομάδα, το καμάρι του κάθε καλού γερμανού εθνικιστή, κατέβηκε στο χορτάρι με μια πλειάδα παιδιών μεταναστών στη σύνθεσή της. Κάτι που πριν από μερικά χρόνια ήταν απλώς αδιανόητο. Μια μικρή νίκη διαπολιτισμικής ανοχής που αποδεικνύει ότι η ενσωμάτωση ίσως έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο απ’ ότι πιστεύει η κοντόθωρη Αγγέλα. Το Βερολίνο πάντως δεν την ψηφίζει…

Looking for freedom – David Hasselhoff
Στην αντίπερα όχθη του Spree, στην περιοχή του Friedrichshain πέφτουμε πάνω στο καλύτερα διατηρημένο απομεινάρι του τείχους, έναν τεράστιο καμβά για γκράφιτι μήκους περίπου ενός χιλιομέτρου.
hasselhoff-at-berlin-wall

Παραδέχομαι ότι η ιστορία έχει σαρδόνιο ειρωνικό χιούμορ. Ανελέητο. Ασεβές και βλάσφημο. Ενίοτε ξεκαρδίζεται κιόλας. «Θα στέκει για 100 χρόνια και όσο ακόμη χρειαστεί» κομπορρημονούσε ο Χόνεκερ. Δεν πέρασαν παρά μόνο τρία…

Και σήμερα ότι απέμεινε από το πάλαι ποτέ καμάρι του καθεστώτος είναι κάποια σκόρπια ερείπια, το υπόλοιπο πωλείται σε κομμάτια στους τουρίστες. Οι οποίοι άπαντες (μα άπαντες!) έχουν σπεύσει να αναμετρηθούν με το ύψος του. Ίδιες πόζες σε εκατομμύρια σπίτια, αμέτρητες πανομοιότυπες λήψεις, διαφορετικοί άνθρωποι…

Ήταν μια βραδιά που κανένας Βερολινέζος δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ. Μπορεί αργότερα πολλά όνειρα να διαψεύστηκαν, μπορεί να αποδείχτηκε για άλλη μία φορά ότι επί της γης παράδεισος δεν υπάρχει (πόσο μάλλον καπιταλιστικός), μπορεί σήμερα, 20+ χρόνια μετά, ο δήμος να είναι χρεοκοπημένος από τα δυσβάσταχτα βάρη της ενοποίησης και το τείχος να υπάρχει ακόμη σε πολλά μυαλά… Τίποτε όμως δεν πρόκειται να παραγράψει τα συναισθήματα εκείνης της κρύας νύχτας του Νοέμβρη και τη χαρμόσυνη αθωότητά της. Όταν το ημερολόγιο έδειχνε 9…

Και αν υπάρχει ένα τραγούδι το οποίο απαθανάτισε στη μνήμη εκείνο το ατελείωτο πάρτυ μπροστά στους βλοσυρούς αλλά σαστισμένους φρουρούς, αυτό δεν ήταν κάποιο των Pink Floyd, ούτε το θαυμάσιο (υποτιμημένο βέβαια από την κατάχρηση) «Wind of change» των Scorpions. Ήταν το «Looking for freedom» του …ιππότη της ασφάλτου και πρόσκαιρου τραγουδιστή (η ναυαγοσωστική καλλίστηθων νεανίδων θα έρθει αργότερα) David Hasselhoff, ο οποίος κατά ευτυχή (;) συγκυρία γνώριζε εκείνη την εποχή τεράστια επιτυχία στα γερμανικά charts (η αισθητική του γερμανικού mainstream ήταν πάντοτε αμφιλεγόμενη). Μάλιστα, λίγες ημέρες αργότερα, στις 31 του Δεκέμβρη θα δώσει και μια μεγαλειώδη συναυλία πάνω στο τείχος. Ας το εκλάβουμε ως άλλη μία δόση του χιούμορ της Ιστορίας… Η οποία συνέχισε έκτοτε να υπάρχει παρά τις κοτσάνες διαφόρων μετα-νεωτερικών προφητών για το δήθεν τέλος της…
cafe bleibtreu

Συνεχίζουμε κι εμείς την περιδιάβαση μας στους δρόμους, συνοικία με συνοικία. Ερχόμενοι από μια χώρα όπου το αυτοκίνητο και το πάρκινγκ είναι ιερή ιδεολογία, κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η περιρρέουσα ηρεμία. Ένας οδηγός αυτοκινήτου με ευχαριστεί που του παραχώρησα την προτεραιότητά μου ως ποδηλάτης.

Οι δρόμοι του Βερολίνου… Είναι οι ίδιοι εκείνοι που τραγούδησε αισθαντικά η Τάνια Τσανακλίδου. Ίσως κάπου εδώ να ρίχνει αχνό φως στο πεζοδρόμιο το Bleibtreu Cafe που απαθανάτισε το τραγούδι των Κατσιμιχαίων. Παρατηρώ τα ονόματα στις πινακίδες. Είναι και αυτά μια ένδειξη για το τι θέλουν να θυμούνται οι άνθρωποι. Οι ενοχές απέναντι στους Εβραίους είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Υπάρχει μέχρι και οδός Γιτζάκ Ράμπιν, και μάλιστα κεντρική, όχι σε κάποια υπόφωτη συνοικιακή γωνιά. Ακόμη και για παλιούς «εχθρούς» του κράτους υπάρχει μια θέση στη μνήμη. Να και η οδός Karl Liebknecht. Η πλατεία Rosa Luxemburg. Εκεί δίπλα στα μοδάτα εστιατόρια η κατανάλωση αγγίζει το κόκκινο…

Κάπου εδώ ο ανήφορος οδηγεί στο Prenzlauer Berg, μια από τις συνοικίες όπου έχει χτυπήσει η περίφημη gentrification. Μετάφραση: Επενδυτές με μποέμ καλλιτεχνίζουσα επίφαση, ενοίκια που τραβούν κι αυτά την ανηφόρα, αμφιλεγόμενη ανάπτυξη (κάτι σαν το δικό μας Μεταξουργείο ένα πράμα). Α! Και πολλά αμερικανάκια. Τυχαίο είναι άλλωστε ότι η γειτονιά γοήτευσε τον Beirut ώστε να γράψει το ομώνυμο κομμάτι (πλάκα-πλάκα από τα λίγα καλά του).
Μην φοβάστε-Είναι μόνο gentrification

Προτιμώ να πάρω το δρόμο για το Νότο. Το Neukoelln οι οδηγοί το περιγράφουν ως «υποβαθμισμένη» συνοικία. Με πλατιά πεζοδρόμια και άφθονο πράσινο, αναρωτιέσαι για το περιεχόμενο της έννοιας «υποβάθμιση». Καταλαβαίνεις όμως ότι εδώ οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Και πιο φτωχοί. Και πιο «ξένοι». Το βράδυ πέφτει και οι σκιές μεγαλώνουν στην κεντρική Sonnenallee, τη λεωφόρο του ηλίου, διάσπαρτη με μικρά μπακάλικα και τζογαδόρικες ελπίδες, με τη φτώχεια να μυρίζει φτηνό άφθονο μπαχαρικό και τσιγαρισμένο λίπος. Μικροί heroes της καθημερινότητας. Αφαιρώντας ένα l, ο Bowie (αν και έμενε λίγο παραδίπλα στο Schoeneberg) ζωγραφίζει τα χρώματα της περιοχής μελανόμορφα, μέσα από τους χθόνιους ήχους του Eno. Πολλοί μεταγενέστεροι πίστεψαν ότι μπορεί να πιάσουν αυτή την αύρα, απλά και μόνο ηχογραφώντας στα φορτισμένα Hansa Studios…

First we take Manhattan – Leonard Cohen
…then we take Berlin συνεχίζει ο Λεονάρδος, με αυτή τη φωνή η οποία καταφέρνει στη ρωγμή της να κρύβει συναισθήματα ανείπωτα. Δύο πόλεις, δύο μύθοι, ίδια σνομπ στάση απέναντι στην υπόλοιπη χώρα. «Εμείς εδώ είμαστε διαφορετικοί». Σκέφτομαι ότι το Βερολίνο και η Νέα Υόρκη μοιάζουν με νησίδες του διαφορετικού, πόλοι έλξης για μποέμ απροσάρμοστους, πολίτες του κόσμου, καλλιτέχνες κάθε είδους και τέχνης, ακόμα και φαντασιακούς, από εκείνους που πιστεύουν ότι και μόνο να …αναπνεύσουν αέρα Βερολίνου αμέσως θα γράψουν το αριστούργημα που θα τους καταξιώσει.

Να φταίει αυτή η αντίληψη του κέντρου, η αίσθηση της Ευρώπης σαν έννοια φιλοσοφική, πολιτική και μεταφυσική (την οποία αποτυπώνουν έξοχα σε νότες οι Tuxedomoon στο «Some guys»); Το διόλου αμελητέο γεγονός ότι εδώ τα καθημερινά σου προβλήματα είναι λυμένα, η υγεία, η μετακίνηση, η επαφή με το δημόσιο; Η ρομαντική αίσθηση ότι είσαι διαρκώς πρωταγωνιστής σε ταινία, σε ερωτικό δράμα του Wenders ή σε κατασκοπικό νουάρ του Τζον Λε Καρέ; Η χαλαρότητα και η ανεκτικότητα στην καθημερινή προσωπική σου εκκεντρικότητα; Όλα αυτά μαζί; Ή πάνω απ’ όλα ότι εδώ μπορείς να βλέπεις πραγματικά το αύριο;

Έχει ειπωθεί ότι το Παρίσι είναι σαν να πηγαίνεις με μια μεγαλύτερη γυναίκα. Τότε το Βερολίνο είναι σαν να βρίσκεσαι με μια παράφορη νέα γυναίκα η οποία αύριο θα έχει τραβήξει γι’ αλλού. Η πολιτεία όλο και θεριεύει, το τσιμέντο ρέει, το ατσάλι και το χρήμα ψηλώνουν κτίρια, κτίρια αλαζονικά τα οποία σα να κοροϊδεύουν τον πύργο της τηλεόρασης στο παλιό ανατολικό τμήμα, απομεινάρι ξεπερασμένων ανταγωνισμών. Εδώ ο πανκ αφορισμός «no future» μεταλλάσσεται σε ένα ψυχαναγκαστικό «no present». Νομίζεις ότι η πόλη ρίχνεται προς το μέλλον με μια χαρούμενη νεανική αυθάδεια, ανεπιτήδευτη, κοσμοπολίτικη, πολυεθνική, σαν να μην υπάρχει το τώρα (να είναι τυχαίο ότι εδώ έχει ανθίσει κυρίως η πιο «φουτουριστική» μουσική;).

Reichstag and Berlin sky

Ξαπλώνω στο γρασίδι μπροστά στο Reichstag, το αεράκι φυσάει… Τώρα συνειδητοποιώ τι το ιδιαίτερο έχει ο ουρανός του Βερολίνου. Δεν υπάρχουν βουνά τριγύρω και το βλέμμα χάνεται απελεύθερο…

Και οι σκέψεις πετάνε σαν τους αγγέλους. Με τα φτερά του έρωτα.. Και όχι μόνο… Εδώ ήταν που ένας αφιονισμένος Χίτλερ γαλβάνιζε τις μάζες με πύρινους λόγους; Έπεα πτερόεντα στον άνεμο της βόρειας θάλασσας. Αυτό ήταν το σκηνικό αιματηρών μαχών; Τώρα ουρές τουριστών περιμένουν με γαϊδουρινή υπομονή για να μπουν στο Reichstag. Τα νέον φώτα ανάβουν για να υποδεχτούν ένα ακόμη βράδυ, και όλα μοιάζουν τόσο όμορφα και ήσυχα… Υπήρξε άραγε ποτέ το παρελθόν;

Τα τραγούδια που αναφέρονται στο Βερολίνο είναι πολυάριθμα, αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στο κείμενο ήταν μόνο αφορμές για την κίνηση της αφήγησης. Να συμπληρώσω μερικά ακόμη, αγαπημένα, έτσι για την πληρότητα του αφιερώματος.
Durch Berlin fliest immer noch die Spree – Marlene Dietrich
Berlin – Film
Ellen Allien – Berlin (Wayne County)
Berlin Bombay – Schiller
Berlin – Paul Roland
Berlin – Heidi Bruehl
Berlin – Lou Reed
Berlin – Go Go Charlton
Berlin- Femme Fatale
Summer in Berlin – Alphaville
Demain Berlin- Guerre Froide
Berlin 33 – 1000 Ohm
Ich hab noch einen Koffer in Berlin – Hildegard Knef

Παραπομπές

Το Βερολίνο το 1929. Εκπληκτικό ντοκιμαντέρ από τη σειρά του Geert Mak «In Europa». Οι ομοιότητες της εποχής με το σήμερα είναι αν μη τι άλλο ανατριχιαστικές.

1945. Ρημαγμένα τοπία στα επίκαιρα της εποχής… Δεν μπορείς να περπατήσεις σήμερα αυτούς τους δρόμους χωρίς να αναλογιστείς ότι κάποτε η πόλη αυτή ισοπεδώθηκε μέχρι εδάφους, για να ξαναχτιστεί μετά με προτεσταντική επιμονή και μεθοδικότητα (οι γερμανίδες έβγαιναν με σκούπες μετά τους βομβαρδισμούς να καθαρίσουν τα πεζοδρόμια!)
Berlin 1945

Οι σκηνές από την οδό Bernauer, με Ανατολή και Δύση να διεκδικούν μια μεσόκοπη γυναίκα τραβώντας την από χέρια και πόδια, δεν χρειάζονται λόγια περιττά…

Στη no man’s land η οποία δημιουργήθηκε ανάμεσα στους δύο κόσμους, η φύση αγνοεί τα ανθρώπινα καμώματα και ένας πληθυσμός από κουνέλια πολλαπλασιάζεται ανεξέλεγκτα (αφού οι κουνέλες γεννοβολούσαν σαν …κουνέλες). Ένας πανέξυπνος Πολωνός σκηνοθέτης φιλμάρει την πρόσφατη ιστορία του Βερολίνου μέσα από τα αθώα μάτια των χνουδωτών πλασμάτων, και φτάνει έως τα πρόθυρα των Όσκαρ. Εδώ θα δείτε το τρέιλερ, εδώ το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας (δυστυχώς άνευ υποτίτλων).

Πέρα από τις μεγαλεπήβολες πολιτικές και τις παχιές ιδεολογίες, υπάρχουν και οι άνθρωποι με τις μικρές άσημες καθημερινές τους ιστορίες. Πως ήταν να ζεις στη …Σταζιλάνδη; Το βιβλίο της Anna Funder «Stasiland-Ιστορίες πίσω από το τείχος του Βερολίνου» δίνει απαντήσεις για γερά στομάχια. Παλιότερη παρουσίαση στο MiC θα βρείτε εδώ.

Ο David Hasselhoff …ιππεύει και το τείχος

Το θέμα της ταυτότητας, της αίσθησης να τραμπαλίζεσαι ανάμεσα σε δύο βάρκες αγγίζει το βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου «Πως να κρυφτείς», με το Βερολίνο να παίζει ρόλο συμπρωταγωνιστή. Από τα καλύτερά της…

Διάφοροι ελιτιστές παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Μαρξ για τη θρησκεία, έχουν κολλήσει στο ποδόσφαιρο την ταμπέλα του οπίου του λαού (που …αποσπά το λαό από τα πραγματικά του προβλήματα και άλλες τέτοιες τσιχλόφουσκες). Δεν θα περίμενα να αλλάξουν άποψη διαβάζοντας το βιβλίο του γνωστού μας Χρήστου Σωτηρακόπουλου «Παιχνίδια δίχως όρια», το οποίο συλλέγει διάφορες μικροϊστορίες που συνδέουν το ποδόσφαιρο με μια γνήσια λαϊκή έκφραση. Ούτε ασφαλώς να συγκινηθούν από την ιστορία του αποκλεισμένου στο ανατολικό τμήμα οπαδού της Χέρτα Βερολίνου, ο οποίος όποτε η ομάδα του έπαιζε στην έδρα της, πήγαινε στο κοντινότερο σημείο του τείχους, μόνο και μόνο για να ακούσει από μακριά τις ιαχές των οπαδών. Θα περίμενα όμως να ρίξουν έστω μια ματιά στο «ευαγγέλιο» του Μαρξ, ο οποίος αναφερόταν στις παρηγορητικές και όχι στις υπνωτικές ιδιότητες του οπίου…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Heretology – Vol. 14

Bicycle girl :: Μικρή καθημερινή ιστορία. Η οποία μάλιστα επαναλαμβάνεται με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα. Να σημειώσω κατ’ αρχήν ότι πάντοτε πριν διασχίσω κάποιο δρόμο σε φανάρι διάβασης, τσεκάρω εάν σταμάτησε η κυκλοφορία, κι ας είναι το φανάρι βαθύ πράσινο, μιας που δεν εμπιστεύομαι καθόλου τις περί «βαθιού πορτοκαλιού» αντιλήψεις των περισσότερων αυτοκινητιστών. Τώρα τελευταία όμως ένας νέος ύπουλος και αθόρυβος κίνδυνος έχει ενσκήψει. Ουκ ολίγες φορές έχει τύχει να σταματήσω κυριολεκτικά τελευταία στιγμή πριν κάποιος …χαρούμενος ποδηλάτης πέσει επάνω μου, αγνοώντας εντελώς την ύπαρξη βαθυκόκκινου φαναριού. Χτες άλλος εκνευρισμένος ποδηλάτης μου κουδουνίζει για να παραμερίσω από το πεζοδρόμιο. Αν αναφερθώ δε σε μονόδρομους τότε θα ξεκαρδιστούμε από τα γέλια.

:: Δεν θα παραβιάσω ανοιχτές πόρτες ούτε θα χαλάσω ψηφιακά kilobytes για να ανακυκλώσω τα αυτονόητα για την αξία του ποδηλάτου ως οικολογικού μέσου μεταφοράς κλπ κλπ. Γνωστά αυτά και αδιαμφισβήτητα. Για ποια εναλλακτικότητα όμως μιλάμε και με ποια ουσία περιεχόμενου, όταν και ο ποδηλάτης αναπαράγει την καφρίλα των ελληνικών δρόμων; Ο σεβασμός δεν χαρίζεται αλλά κερδίζεται, και κυρίως με τη συμπεριφορά απέναντι στον πιο αδύναμο. Εκεί φαίνεται ο πραγματικός αντιεξουσιαστής (με την ευρεία έννοια του όρου), δεν κρίνεται στα ηρωικά λόγια. «Είμαστε άνθρωποι των έργων» που έλεγε και ο Μαυρογιαλούρος (πριν γκαρίξει ο γάιδαρος)…

:: Θα μου πείτε, δες και τη θετική πλευρά. Πόσο πιο επικίνδυνοι θα ήταν όλοι αυτοί αν είχαν ξαμοληθεί στο δρόμο με το τιμόνι; Εν τέλει τι περιμένεις από μια κοινωνία μαγκιάς και επιθετικότητας, όπου ο καθένας ξεσπά στον πιο ανίσχυρο σε έναν τεράστιο φαύλο κύκλο εκτόνωσης; Αυτή η στάνη, αυτό το τυρί βγάζει…

:: Και μην ακούσω δικαιολογίες σαν εκείνες των συνδικαλιστογιατρών όταν τους ρωτούν για το φακελάκι: «αχ, ένας ελέφαντας, δεν τον είχα προσέξει», «είναι μειοψηφία που δεν χαρακτηρίζει τον κλάδο» και αλλά τέτοια συγκινητικά.
Save:: Να έλειπε τουλάχιστον αυτή η εύκολη ιδεολογικοποίηση, αυτό το σύμπλεγμα υπεροχής «εγώ προστατεύω το περιβάλλον» γαρνιρισμένο με περιφρόνηση απέναντι σε εσένα που «δεν κάνεις τίποτε» (είναι η ίδια πετριά έξαλλου μεσσιανισμού που συναντώ και σε πολλούς χορτοφάγους).

:: Τώρα που το σκέφτομαι, εγώ είμαι φανατικός πεζός. Άρα μπορώ να ισχυριστώ ότι κάτι κάνω κι εγώ για τη σωτηρία του κόσμου. Ουφ, τώρα μπορώ να αλλάξω πλευρό…

:: Αναρωτιέμαι, υπάρχει μήπως στην εφορία κανένας Κ.Α.Δ. (όσοι συμπληρώνετε φορολογικές δηλώσεις καταλαβαίνετε) με τίτλο «Έλληνας»; Παράλειψη νομίζω. Πως αλλιώς θα κατοχυρωθεί και νομικά η πελατειακή σχέση με την πατρίδα που έχουν αναπτύξει διάφοροι πατριώτες;

:: Την ίδια ώρα που ακόμη και τα Ολυμπιακά ακίνητα, οι πιο προβεβλημένες μάλιστα κρατικές ιδιοκτησίες, ρημάζουν ως συμβολικά μαυσωλεία-κενοτάφια του εθνικού παραληρήματος του 2004, οι κομματικοί γλωσσολόγοι προσπαθούν να διευκρινίσουν τη διαφορά μεταξύ αξιοποίησης και εκποίησης. Κι εγώ αναλογίζομαι τι δουλειά έχει το κράτος να παριστάνει τον κτηματία; Μήπως επειδή το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιουσίας είναι καταπατημένο από διάφορους υπερήφανους κτηματόφρονες (διάβαζε συνώνυμα με το εθνικόφρονες); Κι αν το κράτος δρα προδοτικά, «ξεπουλημένο στα ξένα συμφέροντα», τι θα μπορούσε να πει κανείς για παράδειγμα για τη Μάνη, την πιο εθνικοφρόνως «καθαρή» περιοχή (κατά τον εμφύλιο λεπίδι και μαχαίρι καθαρίστηκε κάθε αριστερό ρουθούνι), όπου πολλές εκτάσεις είναι πουλημένες στους …Γερμανούς;

:: Αμύνεσθαι περί πάρτης που έλεγε κι ένας παλιός εξαρχειώτικος τοίχος.
Dogtooth

:: Μέσα σε ένα εθνεγερτικό κλίμα ομοψυχίας και ομόνοιας παρακολουθήσαμε και την πορεία της υποψηφιότητας του «Κυνόδοντα» για τα Όσκαρ (αυτά τα βραβεία δεν ήταν που κάποτε τα σνομπάραμε ως όργανα της αμερικανικής προπαγάνδας;) Το ότι η ταινία μοιράστηκε στο φιλοθεάμον κοινό από την ελληνική Bild δε θα το σχολιάσω. Ούτε θα σταθώ στον αμήχανο κινηματογραφικό εθνικισμό των μεσημεριανάδικων (εύκολος στόχος και φτηνός). Θα σταθώ όμως με αλλεργική αντίδραση απέναντι σε διάφορες εκδηλώσεις συλλογικής υπερηφάνειας. Γενικά τέτοιου τύπου ψευδεπίγραφες συλλογικότητες αφορούν άλλες νοοτροπίες και ιδεολογίες. Μπορώ να αισθανθώ περήφανος μόνο για ότι (και αν!) έχω καταφέρει προσωπικά εγώ. Άντε να τεντώσω τον κύκλο στο άμεσο οικογενειακό-φιλικό περιβάλλον. Ειδάλλως κατ’ αναλογία, θα έπρεπε να …ντρέπομαι για όλα τα κινηματογραφικά ανοσιουργήματα που έχουν γυριστεί κατά καιρούς στη χώρα. Και όχι μόνο…. Ούτε είμαι υπερήφανος για τον Λάνθιμο λοιπόν, ούτε αισθάνομαι ντροπή για τον …Όμηρο Ευστρατιάδη (τυχαία επιλογή).

:: Την κριτική του Ριζοσπάστη (γενικά είναι άδικο να αναφέρομαι στο όνομα του μέσου και ότι του συντάκτη, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το μέσο υπερτερεί) για την ταινία πιθανώς να τη διαβάσατε (αν όχι, θα τη βρείτε εδώ). Κυκλοφόρησε άλλωστε ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με μια απροκάλυπτη (και εν μέρει κατανοητή) δόση χλεύης. Κι όμως… Ας κάνουμε μια στάση στην προφανή ροή της σκέψης. Όταν κι εμείς κρίνουμε έναν δίσκο, δεν τον φιλτράρουμε μοιραία και μέσα από τα δικά μας ακούσματα, προκαταλήψεις, ιδεοληψίες, κι εμμονές; Προσωπικά θεωρώ μάλιστα αυτές τις κριτικές πιο χρήσιμες και πιο τίμιες από τις «κριτικές» οι οποίες εκθειάζουν άκριτα τον γνωστό και τον φίλο, τις κριτικές που αναπαράγουν τα δελτία τύπου, τις κριτικές που έχουν πωληθεί εκ των προτέρων στην εκάστοτε εταιρεία-διοργανώτρια με αντάλλαγμα ένα διαφημιστικό κόκαλο ή μία τσάμπα πρόσκληση. Κι αν ακόμη διαφωνώ σφοδρά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου άρθρου, αναγνωρίζω ότι δίνει μια άλλη οπτική την οποία δεν είχα καν διανοηθεί. Λαθεμένη; Ας μου υποδείξει όμως κάποιος την ορθή!
Rebel:: Να πούμε τώρα ένα παραμύθι για μια χώρα φανταστική. Τονίζω, ανύπαρκτη! Μια ομάδα ανταρτών λοιπόν (κάποιοι από τους οποίους μάλιστα διετέλεσαν παλιότερα συνεργάτες του καθεστώτος), μια όμορφη μαρτιάτικη αυγούλα παίρνει τα όπλα ενάντια στην αυταρχική κεντρική εξουσία. Στην αρχή με καύσιμο τον ενθουσιασμό έρχονται …δαυίδιες νίκες. Όσο όμως περνάει ο καιρός, η καταθλιπτική υπεροπλία του καθεστώτος και οι έριδες μεταξύ των επαναστατημένων οδηγούν την επανάσταση στα πρόθυρα της ήττας. Κι εκείνη την κρίσιμη στιγμή, όπου ο …διαιτητής έχει αρχίσει ήδη να μετράει για το νοκ-άουτ, οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου αποφασίζουν να επέμβουν στρατιωτικά υπέρ των εξεγερμένων. Έχουν πολλά συμφέροντα στην περιοχή, τα οποία και καλύπτουν κάτω από ένα φύλλο συκής ψευδεπίγραφων διακηρύξεων για ανθρώπινα δικαιώματα. Η επέμβαση είναι συντριπτική, οι στρατιωτικές δυνάμεις του καθεστώτος υφίστανται πανωλεθρία. Και έτσι το παραμύθι μας φτάνει στο χάπι έντ, η Συμμαχία απονέμει την ανεξαρτησία στους επαναστατημένους (μαζί με άφθονα δάνεια ώστε να ελέγχει εξ αρχής το νεογέννητο κρατικό μόρφωμα) και με ηγεσία διαλεγμένη και υποστηριζόμενη από την ίδια. Και μετά έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς (εμείς, ξαναλέω) καλύτερα…

:: Πριν αφήσετε την οθόνη και από …παβλόφια αντίδραση τρέξετε σε καμιά πορεία προς την αμερικάνικη πρεσβεία, να τονίσω ότι το παραμυθάκι τούτο ΔΕΝ αναφέρεται στη Λιβύη… Και ο κακός ΔΕΝ είναι το ΝΑΤΟ.

:: Εκείνο το περίφημο αθάνατο κρασί του ’21, μήπως τελικά αποδείχτηκε κρασί χύμα ποιότητας; Πως αλλιώς να εξηγηθεί το εθνικό …hangover εδώ και δεκαετίες;

:: Αλήθεια, εκείνη η ρημάδα η Αίγυπτος, τι να απέγινε;

:: Όλα καλά στην Αίγυπτο, το ίδιο και στην Ιαπωνία, από τη στιγμή που δεν κινδυνεύει κανένας Έλληνας.

:: Δεν ασχολούμαι με την κρίση. Όχι φυσικά επειδή δεν με αγγίζει. Είναι όμως που αισθάνομαι αδύναμος. Τι νόημα έχει επίσης μία ακόμη άποψη – συνταγή για την έξοδο από το αδιέξοδο; Αυτές αφθονούν. Δημοσιογράφοι, έντυποι ή …άτυποι, πολιτικοί, απολιτικοί, διαχειριστές πολυκατοικίας και ξαδέρφες με εσωτερική πληροφόρηση έχουν όλοι από μία (ενίοτε και περισσότερες). Τολμώ να πω ότι συναγωνίζονται σε αριθμό εκείνες για το τέλειο …ριζότο.
Retire:: Μου έρχεται έτσι συνειρμικά στο νου μια σκηνή από το «Ρετιρέ» (ένοχη απόλαυση, το ομολογώ), όπου ο πρωταγωνιστής Ιάσονας αισθάνεται έναν πόνο στο στομάχι, και όλοι οι φίλοι – συνάδελφοι-συγγενείς, καλοθελητές γιατροί σπεύδουν να προτείνουν το δικό τους γιατροσόφι και εντελώς αντικρουόμενες δίαιτες. «Με τίποτα χόρτα». «Μόνο χόρτα». Ρετιρέ γίναμε (δις), θα μπορούσε να είναι ένα …πολιτικό σχόλιο.

:: Στο τέλος, αν θυμάμαι καλά, ο Ιάσονας τους αγνοεί όλους απηυδισμένος…

:: Εν τω μεταξύ πέφτω τις προάλλες (τηλεοπτικά ευτυχώς) πάνω σε πολιτικό ο οποίος με περισπούδαστο σίγουρο ύφος παραθέτει σε κομματικά μπουκωμένο ακροατήριο τη δική του συνταγή για την έξοδο από την κρίση: «Ανάπτυξη, ανάπτυξη, ανάπτυξη». Τρεις φορές μάλιστα, για να είναι υποθέτω πιο αποτελεσματική. Φαντάζομαι πως θα αντιδρούσατε εάν ο γιατρός στον οποίο έχετε καταφύγει πονεμένοι, σας έλεγε ότι το φάρμακο για την ασθένειά σας είναι «υγεία, υγεία, υγεία». Ίσως και να είχε δίκιο, μόνο όμως εάν η πάθησή σας ήταν η χρόνια έλλειψη χιούμορ…

:: Τι είναι πιο τρομακτικό; Ότι αυτός ο άνθρωπος θέλει να κυβερνήσει ή ότι κάποιοι θα τον ψηφίσουν για να κυβερνήσει;

:: Από την άλλη μεριά του φάσματος, περισσότερο απορώ παρά τρομάζω με τους διαφόρους χαιρέκακους εμπόρους του φόβου που φαντασιώνονται ότι μέσα στην αναμπουμπούλα ήρθε η ώρα να θάψουν τον καπιταλισμό (ή έστω, λιγότερο …μαξιμαλιστικά να τσιμπήσουν κανένα ποσοστό παραπάνω). Ο οποίος και ανθεί λίγα χιλιόμετρα παραδίπλα, η κρίση δεν είναι παγκόσμια, κι ας το ξεχνάμε με τη δυτικο-μυωπική μας οπτική. Μόνο που οι δικές τους συνταγές, σα να μου θυμίζουν ώρες-ώρες παραφρασμένη μια περίφημη ρήση του λαϊκού φιλόσοφου Βαμβακούλα. Αριστεροί με την τσέπη των άλλων…

:: Δύσκολα τα βλέπω τα πράγματα για τους πολιτικούς, ειδικά τώρα που ο Γιανναράς απενοχοποίησε και το γιαούρτωμα («μια εξευγενισμένη μορφή αποδοκιμασίας» έγραψε). Έχω πάντως την απορία εάν είχε την ίδια άποψη την ειδυλλιακή δεκαετία του ’60 με τους νόμους 4000 και τους παιδονόμους-καθηγητές που δίδασκαν με τη βίτσα και το μπλοκάκι κοινωνικών φρονημάτων; Είχε επίσης ανακαλύψει από τότε τη φαύλη κομματοκρατία, ή μήπως αυτό συνέβη μετά το 1974 όταν και ξεκίνησε ο …κατήφορος;

:: Υπερβολική δόση Δαλιανίδη έχει το σημερινό μενού. Να ανησυχήσω;
Radioaktivitat:: Ας κλείσουμε με μια νότα μουσική. Δύο τραγούδια επίκαιρα. «Dragons fly (over Cyrenaica)» λένε οι Kastrierte Philosophen. Δεν υπήρξαν σπουδαία μπάντα οι Ευνουχισμένοι Φιλόσοφοι, είχαν όμως τις στιγμές τους, με κορυφαία τούτη εδώ την ύπουλη ηλεκτρονική μελωδία με τα δηλητηριώδη φωνητικά. Την ίδια περίπου εποχή, οι συμπατριώτες τους Kraftwerk ξαναηχογραφούν σε ψηφιακή μορφή παλιά τους αριστουργήματα. Η πληγή του Τσερνομπίλ είναι ακόμη χαίνουσα, έτσι στο νέο «Radioactivity» προσθέτουν ένα πολιτικά ορθό «stop» και αποσαφηνίζουν τη θέση τους. «Radioactivity is in the air for you and me»…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

May Roosevelt – Haunted (Self-released)

1. The unicorn died
2. Oomph
3. Vow
4. Dark the night
5. Mass extermination
6. Young night thought
7. Chasm
8. Outcry

Ανήμερα της εθνικής εορτής καλεσμένος σε ζεστό φιλικό σπίτι… Η προνοητικά ανάλαφρη (για τα …hardcore γούστα μου) σκορδαλιά και η νόστιμη τονισμένη από το αλάτι κρουστή σάρκα του μπακαλιάρου, συμπληρώνουν το παραδοσιακό σκηνικό. Παρολ’ αυτά, «έξις δευτέρα φύσις εστί», δεν κρατιέμαι από το να σημειώσω το φαινομενικό παράδοξο. Κανείς δεν αμφιβάλλει για τη βαθιά ελληνικότητα των εδεσμάτων τούτων. Μα, ο παστός μπακαλιάρος, το «ψάρι του βουνού» της γιαγιάς μου, μην είναι Ισλανδικής ή Νορβηγικής προέλευσης; Η δε πατάτα, δεν ήταν εκείνο το εξωτικό λαχανικό που μας ήρθε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού με τον γνωστό μυθικό εκβιασμό του Καποδίστρια; Τι συμβαίνει λοιπόν;

Η σχέση μας με την παράδοση γενικότερα είναι αμήχανη και αμφίσημη. Βέβαια δεν είμαστε (ούτε κι εδώ!) μοναδικοί, πρόκειται για ένα πανανθρώπινο φαινόμενο, το οποίο όμως εκδηλώνεται με μεγαλύτερη ένταση σε τόπους όπου η παράδοση έχει μετατραπεί σε καταναλωτικό προϊόν αυτοκολακείας και αυτοδικαίωσης.

Στα μέρη μας λοιπόν η παράδοση αντιμετωπίζεται ως ένα παγ(ι)ωμένο ανά τους αιώνες μόρφωμα (πως αλλιώς θα κρατηθεί στη ζωή ο μύθος της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού;), το οποίο θα πρέπει να προσεγγίζουμε με ιερό σεβασμό και ευλάβεια. Ειδάλλως καραδοκούν οι ακοίμητοι φουροί-θεματοφύλακες, έτοιμοι να ξιφουλκήσουν με ιερό μένος εναντίον όσων υπονομεύουν την αυθεντικότητα και τη γνησιότητά της, εναντίον των υπηρετών του κοσμοπολιτισμού και του «Εξαποδώ» της παγκοσμιοποίησης. Είτε μιλάμε για μια συνταγή είτε για ένα παραδοσιακό μέλος, η παράδοση είναι βράχος, άγαλμα, τοτέμ.

Και αν αγνοήσουμε το προφανές γεγονός ότι ακόμη και η παράδοση ήταν κάποτε η «πρωτοπορία» της εποχής, δεν μπορούμε παρά να υπερτονίσουμε τη βαθιά αντιδραστικότητα της στάσης αυτής, η οποία έχει εντέλει ως οξύμωρη συνέπεια το αντιθέτως επιδιωκόμενο (όταν δεν ξεπέφτει σε γραφικό …φουστανελοφόρο εθνικισμό). Γιατί ότι δεν υπακούει στον κύκλο της διαρκούς δημιουργίας-αναδημιουργίας-αναγέννησης, εκφυλίζεται και τελικά πεθαίνει… Και τα νεκροταφεία της τέχνης περιμένουν με τις πόρτες ορθάνοιχτες για να υποδεχτούν τις μούμιες…

Αν και νομίζω ότι ήδη έχουμε μιλήσει εμμέσως για την ουσία του δίσκου της May Roosevelt, αξίζει παρολ’ αυτά να προχωρήσουμε και σε μια ενδελεχέστερη εξέταση. Στο αποκαλυπτικά τιτλοδοτημένο «Haunted» λοιπόν, η νεαρή δημιουργός ξεκινά ένα ταξίδι …πατριδογνωσίας (θα …αποκαλύψω ηλικίες αν θυμηθώ το σχολικό μάθημα του πάλαι ποτέ δημοτικού!) και διατρέχει την ηπειρωτική Ελλάδα από τη Θράκη έως την Πελοπόννησο ακολουθώντας τα βήματα οκτώ τυπικών χορευτικών ρυθμών (ζεϊμπέκικο, μαντηλάτος, πωγωνίσιος, χασάπικος, κότσαρι, ζωναράδικος, τσάμικος, καλαματιανός).

Η ίδια παραπέμπει τον τίτλο (αλλά και τη νοηματοδότηση) του εγχειρήματος στον Ντεριντά. Όχι όμως στο διαβόητο σχήμα του περί «αποδόμησης-αναδόμησης» (πάνω στο οποίο και βασίζεται ένα πολύ μεγάλο μέρος της μουσικής του σήμερα) αλλά στη φιλοσοφική ιδέα η οποία εκφράζεται με τον όρο hauntology (παίζοντας ανάμεσα στην οντολογία και τη «φαντασματολογία»). Μια αισθητική πρόσληψη η οποία μου θυμίζει τα έργα των Βούλγαρων Voyvoda ή των Towering Inferno, σε εκείνο τον παλιό ξεχασμένο δίσκο «Kaddish» (τον κατά Eno πιο τρομακτικό δίσκο όλων των εποχών). Ή, για να παραμείνουμε σε διακειμενικές λογοτεχνικές αναφορές, η μουσική του «Haunted» θα μπορούσε να επενδύσει ιδανικά πολλές σελίδες της εξαιρετικής «Νεκρής Ευρώπης» του Χρήστου Τσιόλκα.

Μην ανησυχείτε όμως! Δεν …προαπαιτείται φιλοσοφική κατάρτιση για την απόλαυση του δίσκου. Όλα αυτά άλλωστε είναι θεωρίες, ο τρόπος που τις μετουσιώνει η συνθέτρια στην πράξη έχει σημασία. Γνωστή για την έφεση της στο theremin, καταφέρνει εδώ να αναδείξει σε ουσιαστικό πρωταγωνιστή αυτό το απίστευτης δυσκολίας όργανο, περιορισμένο συνήθως στη θέση μιας σκηνικής παραξενιάς ή στην παροχή απόκοσμων συνοδευτικών ηχητικών εφέ. Αποφεύγει συνάμα και την παγίδα της τεχνικής επιδειξιμανίας, εντάσσοντας το αρμονικά στο κλίμα, δίνοντας του άλλοτε ρόλο φλογέρας άλλοτε βιολιού, ακόμη και κλαρίνου. Οι συνθετητές στήνουν το γενικότερο υπόστρωμα, η δειγματοληψία ήχων είναι σοφά περιορισμένη, η ματιά αγκαλιάζει τη σύγχρονη electronica σε ένα εύρος που φτάνει μέχρι και την …ethno-industrial της Ant Zen, και το αποτέλεσμα είναι κατά στιγμές πράγματι …στοιχειωτικό.

Το «Vow» για παράδειγμα θα μπορούσαν να το είχαν γράψει οι μακαρίτες πλέον Coil, αν ο δρόμος τους είχε φέρει στα ορεινά του νομού Ιωαννίνων. Αργά πατήματα στη γη που όλοι μέσα της θε’ να μπούμε, απειλητική ατμόσφαιρα, καταφέρνει να δώσει μια άλλη διάσταση στον ηπειρωτικό παγανισμό (ελληνικό …γκόθικ;), φέρνοντας τον κοντά στα αστικά υπόγεια (είπαμε, εδώ η παράδοση είναι αφετηρία, όχι προορισμός). Μια πρόσκαιρη δε άνοδος των bpm τονίζει αντιστικτικά την εσωτερικότητα του χασάπικου «Dark the night» με τα κοριτσίστικα φωνητικά.

Η May Roosevelt δείχνει να ξεπερνάει το ασταθές πρωτόλειο «Panda, a story about love and fear», καταθέτοντας ένα έργο καλλιτεχνικής «ενηλικίωσης», μια σαφή και ολοκληρωμένη πρόταση, έναν δίσκο που εν δυνάμει θα μπορούσε να αποδειχθεί σημαντικός. Και ο οποίος σχεδόν …κραυγάζει την ανάγκη της συνέχειας. Ακόμη όμως κι αν αποδειχθεί μια ευκαιριακή «τουριστική» απόπειρα, ανολοκλήρωτος πειραματισμός ή απλά μια άσκηση ύφους μίας δημιουργού που ψάχνεται, έχει την αξία του.

Και η σκυτάλη περιμένει τον επόμενο…

8

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Current 93 – 24/03/2011

Ποιο είναι το νόημα της ζωής;

(Gagarin 205, Αθήνα – 24/03/2011)

Current93Υπάρχει; Γεννιέσαι μόνος, όσο είναι νέος και τα κύτταρά σου σφύζουν από υγεία, σκιαμαχείς με ιδεολογίες και απειλείς τον ουρανό, μεγαλώνεις, αρχίζουν και τα πονάκια-τηλεγραφήματα από το υπερπέραν «σας περιμένουμε προσεχώς- στοπ» και ξάφνου ανακαλύπτεις την υπέρτατη δύναμη, αγοράζεις την Αγία Γραφή και σταυροκοπιέσαι έξω από τις εκκλησίες. Και όλα αυτά για να πεθάνεις στο τέλος μόνος;

Ο David Tibet σίγουρα δεν ανήκει σε αυτούς τους ευκαιριακούς (και προφανώς οπορτουνιστές μύστες του μεταφυσικού). Από αμούστακο …μαλλιαρό παιδί (τώρα είναι μεν ακόμη αμούστακο, όχι πάντως μαλλιαρό) είχε τις ανησυχίες του, τις οποίες τα τελευταία 25 χρόνια αδιαλείπτως εκφράζει σε δίσκους και μοιράζεται μαζί μας. Έχει ασχοληθεί με κάθε είδους -ισμό, στα τραγούδια του μπορείς να βρεις ίχνη και παραπομπές σχεδόν από κάθε θρησκεία που εφηύρε ο άνθρωπος για να καλύψει το υπαρξιακό του κενό. Το έχω ξαναγράψει, τί θα κρατήσει ο καθένας από αυτή τη μεταφυσική …σαλάτα, είναι ζήτημα αποκλειστικά προσωπικής πρόσληψης. Εγώ βέβαια θα σας …απογοητεύσω, δεν έχω απάντηση στο αρχικό ερώτημα. Γι’ αυτό ας περάσουμε σε πιο εύκολα και προσιτά ερωτήματα…
Current93bΠοιο είναι το νόημα μιας συναυλίας; Ένας από τους (πολλούς) λόγους για τους οποίους έχω αρχίσει να βαριέμαι στις συναυλίες, είναι ότι το παραπάνω αναζητούμενο νόημα έχει αρχίσει να μετασχηματίζεται σε κάτι σαν: «ΟΚ, από τον δίσκο δε θα βγάλουμε φράγκο, έτσι ας τον διεκπεραιώσουμε επί σκηνής με επαγγελματική μεν, οκνηρή δε πιστότητα και συνέπεια (στις καλές περιπτώσεις!), και πάμε στη επόμενη συναυλία». Για να μην παρεξηγηθώ… Δεν απαιτώ «καταθέσεις ψυχής» (και άλλες τέτοιες ….τραπεζίτικες γραφικότητες). Και για να μην μακρηγορώ, θα επικαλεστώ ένα πρόσφατο αντιπαράδειγμα. Ας πούμε, τη χθεσινή συναυλία των Current 93.

Τι σημαίνει λοιπόν live για τον Tibet; Άλφα (ίσως και ωμέγα): διαλέγει τους μουσικούς του έναν κι έναν και όχι από το πανέρι βαριεστημένων «σεσιονάδων». Συνεργάτες κλάσης οι οποίοι θα αφήσουν το …θιβετιανό του Εγώ να λάμψει, θα συνεισφέρουν όμως κρίσιμες πινελιές και θα συνθέσουν ένα δεμένο εκτελεστικό σύνολο. Π.χ. στην προκειμένη περίπτωση, αν προσπεράσουμε τους γνωστούς και εξαιρετέους Baby Dee και Andrew Liles, αξίζει σταθούμε στον James Blackshaw, ο οποίος παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει ήδη μια σημαντική εργογραφία κιθαριστικής δεξιοτεχνίας αλλά και στον ουτίστα Eliot Bates ο οποίος κουβαλάει ήδη 20 χρόνια εντρύφησης στους οθωμανικούς δρόμους της Ανατολής.

Δεύτερον, αλλά εξίσου βασικό: δεν αντιμετωπίζει τη μουσική του σαν ένα τελειωμένο «γλυπτό», αλλά σαν «work in progress,» δουλεύει διαρκώς τα κομμάτια του σε νέες ενορχηστρώσεις, τα αποδομεί και τα ξαναστήνει σε νέα βάση. Ασφαλώς είναι από τους καλλιτέχνες εκείνους που όχι μόνο δικαιούνται, αλλά επιβάλλεται να κυκλοφορούν live δίσκους. Δεν είναι τόσοι πολλοί όσο νομίζετε…
Current93cΓια να επιμείνουμε λίγο στο ερώτημα για το νόημα μιας συναυλίας. Υποθέτω κάποιοι θα έμειναν απογοητευμένοι από τη χθεσινή βραδιά, γιατί ο Tibet περιορίστηκε αποκλειστικά σε κομμάτια της τελευταίας δεκαετίας (αν δε μου διέφυγε κάτι, δεν πήγε πίσω από το 2000), παρά τις επανειλημμένες …πικραμένες αιτιάσεις από το κοινό. Η παραχώρηση που έκανε προς το τέλος με ένα αγριεμένο «Oh Coal Black Smith» μάλλον δεν άρκεσε… Θα πάρω όμως το μέρος του μουσικού. Σημειωτέον, δεν έχουμε να κάνουμε με περίπτωση επανασύνδεσης κάποιου σχήματος που μαζεύτηκε για τα τελευταία ένσημα ή για να ξαναζήσει το μύθο των νιάτων. Δεν αισθάνεσαι λοιπόν μια «ακύρωση» της δημιουργικότητας σου από την απαίτηση του κοινού να γυρίσεις το ρολόι πίσω, να ανοίξεις λογαριασμούς που ο ίδιος έχεις κλείσει;

Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση τα πράγματα έχουν και μια ακόμη διάσταση. Τα τελευταία χρόνια ο Tibet το έχει ρίξει στην …κοπτική. Για όσους δεν πιάνουν το αμφιλεγόμενης ποιότητας χιούμορ μου, στην εκκλησία και τη γλώσσα των κοπτών της Αιγύπτου αναφέρομαι, ενός παρακλαδιού της χριστιανικής εκκλησίας (ένας ιεράρχης της ορθόδοξης …αγάπης θα σας μιλούσε ασφαλώς για αιρετικούς), μονοφυσίτες όπως τους μάθαμε στο σχολείο (μην με ρωτήσετε για τις λεπτομέρειες της διαφοράς, απλά πάντοτε μου φαίνεται αστεία η διαμάχη για το πόσες φύσεις έχει κάτι που δεν υπάρχει). Πως επιστρέφεις λοιπόν σε τραγούδια και στίχους που πιθανώς δεν σε εκφράζουν πλέον; Για κάντε μια αναλογία με τη δική σας ζωή…
Current93dΜπροστά σε αναλογικά λίγο (ή πολύ από μια άλλη όψη) κόσμο και μετά από ένα όχι και τόσο απροσδόκητο (για όσους γνωρίζουν τις ’70s εμμονές του Tibet) εναρκτήριο λάκτισμα υπό τους ήχους των Boney M. και του «Rivers of Babylon» (το οποίο πάντως έχει …αναφορές στη Βίβλο και τη Σιών), η μπάντα ανέβηκε στη σκηνή με τον ίδιο στο γνωστό κουστούμι ρακοσυλλέκτη (σαν ήρωας του Μπέρναρ Σω), ξυπόλητο, όχι πλέον τόσο ασκητικά αδύνατο (ου γαρ μόνον…).

Πολλές οι διαφορές από την προηγούμενη εμφάνισή του (πότε πέρασαν 5 χρόνια;) με πιο ασήμαντη ότι τούτη τη φορά ήμασταν όρθιοι (σε αυτό βέβαια θα …διαφωνούσε η ταλαιπωρημένη μου μέση). Επίσης τώρα υπήρχαν κρουστά, τα τεχνολογικά τερτίπια του Liles και οι διπλές κιθάρες που οδηγούσαν τα κομμάτια σε θορυβώδεις στροβίλους, και το ούτι που χρωμάτιζε τον ήχο με υπνωτικά μάντρα. Η Baby Dee στο πιάνο (μένω στο «η», είναι η επιλογή της εξάλλου) γνήσια γκροτέσκα φιγούρα πήρε το χειροκρότημα που της αξίζει, και στην κορφή ο Tibet, σαν δυσοίωνος βιβλικός προφήτης, με την εξπρεσιονιστική του ερμηνεία (η οποία πάντως αφήνει και χώρο και για ένα έστω και στραβό μειδίαμα, σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει γέλιο και χαρά -ο κόσμος του Χόρχε από το «Όνομα του Ρόδου») σε μια εμφάνιση η οποία με καθήλωσε για 2 και πλέον ώρες.

Για 2 ώρες πλέον με καθήλωσε [δεν λέω «μας» γιατί 1) αν κρίνω από το βόμβο της γαλαρίας δεν τους καθήλωσε όλους και 2) ανέκαθεν «σπάζομαι» όταν ο κριτικός γράφει απηχώντας δήθεν κάποιο κοινό αίσθημα]. Και αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι στους τελευταίους του δίσκους, ο Tibet φρονώ ότι κάπου έχει χάσει εκείνη τη μελωδική στερεότητα που τον χαρακτήριζε, και ρέπει ενίοτε προς μια ακατάσχετη φλυαρία. Για τον νέο δίσκο «HoneySuckle Aeons» ο οποίος παρουσιάστηκε χτες για πρώτη φορά, επιφυλάσσομαι πάντως.

Και αν σώνει και καλά θέλουμε μια κατά-Tibet απάντηση στο αρχικό ερώτημα, ας κρατήσουμε το στίχο «and non of us eternal» από το «Niemandswasser». Δεν μας καλύπτει; Ποιος είπε όμως πως η τέχνη δίνει οριστικές απαντήσεις;

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

The Ex – Catch my shoe (Ex Records)


1. Maybe I Was The Pilot
2. Double Order
3. Cold Weather Is Back
4. Bicycle Illusion
5. Eoleyo
6. Tree Float
7. Keep On Walking
8. Life Whining
9. 24 Problems

25ος (αν δεν κάνω λάθος στο λογαριασμό) δίσκος για τους Ex, στη χαραυγή της τέταρτης δεκαετίας (συνεχούς) ύπαρξης τους. Μήπως μπροστά στο δυσθεώρητο αυτό μέγεθος, η κριτική διάθεση στομώνει και καταθέτει την πένα περιοριζόμενη σε υμνολογία (παρελθοντολογικού κατά βάση) σεβασμού; Πέρα από την αδικία που ενέχει μια τέτοια θέση, δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι η Ιστορία απαλλάσσει ή δικαιώνει, ότι η Ιστορία είναι μια κολυμπήθρα του Σιλωάμ (…σέβομαι την ιστορία του ιστορικού «Α.Ο. Άνω Περδικούλας» που λένε και στα αθλητικά). Ο καθένας (φευ, θέλοντας και μη) έχει ιστορία. Ο σεβασμός όμως είναι ένα διαρκές διακύβευμα που κατακτάται, δεν επιβάλλεται (έτσι δεν είναι Μίκη;). Όσο είσαι ζωντανός πάντα έχεις κάτι να αποδείξεις. Όχι λοιπόν, δεν θα αναζητήσω την όποια αξία του «Catch my shoe» στον πρότερο έντιμο βίο του συγκροτήματος…

Δεν θα την αναζητήσω ούτε σε μια κάποια νεφελώδη «συνέπεια». Δεν είμαι επίσης από εκείνους που πιστεύουν ότι η συνέπεια είναι μια αρετή ex oficcio, ότι έχει σώνει και καλά θετικό πρόσημο. Ενίοτε γίνεται και καταφύγιο των ατάλαντων και των ηλιθίων. «Συνεπής» στις ιδέες του ήταν και ο Ρούντολφ Ες, ο οποίος πέθανε τελευταίος στις φυλακές Σπαντάου, αμετανόητος ναζί. Επιπλέον πως γίνεται να είσαι συνεπής όταν γύρω σου ο κόσμος αλλάζει δραματικά;

Οι Ex άλλωστε από νωρίς κατηγορήθηκαν ως ασυνεπείς, αν και σε αυτή την ασυνέπεια τους παρέμειναν …συνεπέστατοι. Πέρα όμως από ευφυολογήματα και λεκτικές εξυπνάδες, υπάρχει και η ουσία. Το πανκ ταλανίστηκε από αυτή την ψευδεπίγραφη αλλά διαχρονική διαπάλη η οποία φέρνει αντιμέτωπους από τη μία τους «πτωχούς τω πνεύματι», τους αγνούς «λαϊκούς» ανθρώπους, τους αμόλυντους από τη μόρφωση (όπως λέει και ο εθνικός παραμυθάς Μακρυγιάννης) και από την άλλη την διανοούμενη ελιτίστικη (παρα)μορφωμένη ιντελιγκέντσια. Δίπολο που στη μουσική εκφράστηκε στη διαβόητη σύγκρουση progressive-πανκ αλλά τελικά δίχασε και το ίδιο το πανκ. Ένα τμήμα του οποίου αρνήθηκε σθεναρά την αλλαγή, μετατράπηκε σε ιδεολόγημα και μουμιοποιήθηκε σε ακραίο δόγμα, ενώ ένα άλλο τμήμα ξέφυγε («προδοτικά») από την μονοκαλλιέργεια δίχως να κοιτάξει πίσω (δικαιώνοντας όσους απαντούν αρνητικά στην ερώτηση αν υπάρχει πανκ μετά το ’77).

Οι αναρχικές καταλήψεις του Άμστερνταμ όπου μεταφυτεύτηκε ο σπόρος του πανκ από το γεωγραφικά (αλλά και πολιτισμικά) κοντινό Νησί, υπήρξαν η μήτρα των Εx, οι οποίοι αν και ξεκίνησαν από την πανκ ορθοδοξία, γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι το αίτημα της ελεύθερης δημιουργίας (DIY αν θέλετε) υπερισχύει της όποιας στενόμυαλης «αυθεντικότητας». Και αν η ελευθερία δεν είναι ουσιώδες συστατικό του αναρχισμού, αλήθεια ποιο είναι τότε; Και αυτό δεν είναι διόλου, μα διόλου ρομαντικό (θεωρώ υποτιμητικό τον χαρακτηρισμό).

Από το 2004 και το «Turn» είχαμε να δούμε ατόφιο Ex δίσκο, και από τότε κάποια δεδομένα έχουν αλλάξει. Ο τραγουδιστής και εμβληματική μορφή για τη μπάντα G.W. Sok, αποχώρησε (φιλικά), και τη θέση του κατέλαβε ο γνώριμος τους Arnold de Boer. Παρόλο που ο χώρος, ως γνωστόν, αντιπαθεί τις ιεραρχίες, προτάσσοντας τη συλλογικότητα πάνω από τον ατομικισμό, και παρά τους όποιους ευσεβείς πόθους, η πραγματικότητα και ιεραρχίες δημιουργεί (έστω και άτυπες) και η σημασία του ατόμου αναδεικνύεται καθοριστική. Έτσι και στην προκειμένη περίπτωση, η αλλαγή «ακούγεται». Ο …καλός στρατιώτης de Boer είναι καλός διεκπεραιωτής, εντάσσεται οργανικά στο σύνολο αλλά είναι υπερβολικά «επίπεδος» για να αποδώσει το χαρακτηριστικό σαρδόνιο χιούμορ και την ελεγχόμενη οργή των Ex.

Από την άλλη η μπάντα συνεχίζει να θερίζει εκεί που είχε σπείρει παλιότερα, αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά (είχε κανείς αμφιβολία;) ότι η ενασχόληση τους με την αφρικανική και δη την αιθιοπική μουσική ούτε τουριστική υπήρξε (θυμάστε κάποιον Peter Gabriel; κάποιον Beirut μήπως;;) ούτε «αποικιοκρατική» ούτε φυσικά ευκαιριακή. Και αυτό ακούγεται όχι μόνο στο προφανών επιρροών «Eyoleo». Γιατί εκεί που πάνε να ακουστούν σαν Gang of Four, με τον επαναληπτικό κοφτό ρυθμό των κιθάρων, εκεί μπαίνουν υπονομευτικά τα άναρχα afrobeat τύμπανα και οι ελευθεριακές τζαζ πινελιές, εκεί φυσούν με ψυχή τις τρομπέτες δίνοντας φλόγα στα κομμάτια τους, οδηγώντας τα σε ένα δημιουργικό χάος («Maybe I was the pilot») το οποίο επιζητά απεγνωσμένα τη «ζωντανή» απόδοση. Τα οποία τραγούδια τους έχουν νεύρο («24 problems»), έχουν πλούτο και αμεσότητα («Keep on walking»). Κι ας μη συμφωνώ πάντοτε με τη στιχουργική τους άποψη (ας πούμε με τον νεο-λουδίτικο ύμνο «Cold weather is back»).

Γενικά το «Catch my shoe» είναι ένα ανεπιτήδευτο υπόδειγμα καλά συγκερασμένων επιδράσεων σε ένα αποτέλεσμα καλλιτεχνικά άρτιο και συγκροτημένο, γραμμένο στη μοναδική μουσική γλώσσα των Ex (ζητούμενο και ζηλευτό επίτευγμα σε έναν κορεσμένο κατά τ’ άλλα χώρο).

Επαναλαμβάνομαι… Δεν είναι ζήτημα αυθεντικότητας, συνέπειας, με φοβίζουν αυτοί οι χαρακτηρισμοί, μυρίζουν καθαρότητα, αποκλεισμό, βία. Είναι ζήτημα ελεύθερης δημιουργίας. Η οποία δεν μπορεί να μην είναι παρά γνησίως αναρχική… Με το άλφα σε κύκλο, ή χωρίς…

8.5

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr