M.E.S.H – Piteous gate (PAN)

mesh
1. Piteous Gate
2. Optimate
3. Thorium
4. The Black Pill
5. Kritikal & X
6. Epithet
7. Jester΄s Visage
8. Methy Imbiss
9. Azov Seepage

Το …στερεότυπο φυγείν αδύνατον και ο αναμάρτητος υμών πρώτος τον λίθον βαλέτω, κι αν πρέπει να ρίξουμε κάπου το φταίξιμο πρέπει να γυρίσουμε πίσω σε εκείνα τα φροντιστήρια (όχι ότι και το σχολείο πήγαινε πίσω) τα οποία μας εξασκούσανε στην κοινότοπη σπουδαιοφανή γραφή για να γράψουμε πάνω από 16 στην έκθεση για να μπούμε στο πανεπιστήμιο για να προκόψουμε έτσι στη ζωή μας. Να μην αθωώσουμε όμως και τη δημόσια γραφή, κάθε είδους και στόχευσης, δελτία τύπου, άρθρα, κριτικές κάθε είδους βρίθουν στα στερεότυπα, είναι και μια ασφάλεια και μια ευκολία όταν θες να ξεπετάξεις το κείμενο για να πληρωθείς (ποιος γέλασε;). Ο Orwell τα έγραφε στους δημοσιογράφους-συνάδελφους του «μη χρησιμοποιείται φράσεις που τις είδατε τυπωμένες, είναι ο καλύτερος τρόπος να αποφύγεις τα στερεότυπα», αλλά ποιος τον άκουσε; Δεν είναι κι εύκολο βέβαια…

Κι αν απορείτε πως και δεν τους πιάνουν τα γέλια κάθε φορά που μιλάνε για «το μαχαίρι που έφτασε στο κόκαλο», μεγαλύτερη πληγή είναι τα επίθετα. Ξέρετε, αυτές τις λεξούλες που σε βοηθούν να «αποβουτυρώσεις» ή να πνίξεις ή να την ουσία (αυτή την οποία εκφράζουν τα ουσιαστικά) με διάφορες άχρηστες πνιγηρές περικοκλάδες. Από την άλλη θυμάμαι τον Δημοσθένη Κούρτοβικ ο οποίος σε ένα άρθρο του έδινε …συμβουλές σε επίδοξους μπεστσελεράδες: «Τα επίθετα δεν είναι μόνο καλολογικά στοιχεία. Είναι απαραίτητα και για τον προσανατολισμό του αναγνώστη. Αλλιώς πως θα ξέρει, για παράδειγμα, αν ένας φόνος είναι στυγερός, μια βροχερή μέρα μελαγχολική, ένα χάδι τρυφερό (…);»

Ακούω για παράδειγμα τον δίσκο του μουσικού ο οποίος κρύβεται πίσω από το κρυπτικό (πλεονασμός, πως θα κρυβόταν άλλωστε;) ψευδώνυμο M.E.S.H. και το χέρι μου με τρώει να αρχίσω τα επίθετα. Βλέπετε το είδος της μουσικής που παίζει ο τύπος (θα τα πούμε παρακάτω, υπομονή) δεν περιγράφεται εύκολα με ουσιαστικά. Και από τέτοια επίθετα να, γεμάτος ο τόπος, όσα τα κουνούπια του Νείλου. Αξίζει όμως να εξετάσουμε μερικά εκ του σύνεγγυς, έχει νομίζω ένα ενδιαφέρον.

Εγκεφαλικός/ή: Κάτι κακό νομίζω ότι υπονοείται εδώ, η λέξη «εγκεφαλικό» άλλωστε δεν θυμίζει και ευχάριστες καταστάσεις. Προσπαθώντας να ερμηνεύσω, υποτίθεται ότι έχουμε να κάνουμε με μουσική η οποία προέκυψε μετά από εγκεφαλική σκέψη και σχεδιασμό, βέβαια αναλογίζομαι από που άλλου θα μπορούσε να είχε προκύψει, από την σπλήνα ή από το στομάχι να πούμε, μα από την καρδιά θα μου πείτε ασφαλώς, αυτή την ακούραστη αντλία στην οποία εδράζονται λένε όλα τα συναισθήματα (αλήθεια ε;). Γι’ αυτό και τούτη η εγκεφαλική μουσική είναι και ψυχρή, δεν έχει συναισθήματα, γι’ αυτό χρειάζεται και …μηχανική υποστήριξη, γι’ αυτό και δεν παίζεται με φυσικά όργανα. Λες και τώρα αν βγει κάποιος στη φύση, στο δάσος μπορεί να …μαζέψει μια κιθάρα ή να κόψει ένα πιάνο, όλα τα ανθρώπινα μουσικά όργανα είναι εξίσου «τεχνητά», μη-φυσικά, παντού έχει μεσολαβήσει η ανθρώπινη παρέμβαση-τεχνολογία, μόνο αν πάρετε έναν κορμό δέντρου και αρχίσετε να τον κοπανάτε μπορείτε να είσαστε σίγουροι ότι έχετε ένα «φυσικό» όργανο. Όσο για τα συναισθήματα, αναρωτιέμαι δεν βρέθηκε στη ζωή ένας καλός σχολικός φιλόλογος να μας διδάξει ότι τα συναισθήματα αφορούν τον ακροατή, αυτός τα δημιουργεί ο καθείς με βάση τα βιώματα, τις ιδέες του, τις προκαταλήψεις του (αυτό ξαναπέστο!), ότι το θέμα δεν είναι τι θέλει να πει ο ποιητής αλλά τι σου λέει εσένα ο ποιητής;

Συνειρμικά στην «εγκεφαλική» απαντάται συχνά και η ιδιοφυής μουσική (μαζί με διάφορα άλλα συνώνυμα, έξυπνη, ευφυής, μεγαλοφυής -όταν θέλει κάποιος να γράψει για τον Aphex- κλπ). Εδώ μάλιστα μέχρι και είδος εφευρέθηκε, η IDM, η Έξυπνη Ηλεκτρονική Μουσική (και μη με βάλετε στον πειρασμό να απαντήσω αν υπάρχει και βλακώδης). Εδώ υπάρχει και μια χροιά «δήθεν» αντικειμενικότητας, καθώς μπαίνει και αυτή η έννοια του IQ, μια έννοια η οποία προέκυψε από τη μανία των ανθρώπων που ασχολούνται με ψευδο-επιστήμες να ποσοτικοποιούν μη-μετρήσιμες έννοιες χρησιμοποιώντας μαθηματικά εργαλεία για μια επίφαση επιστημοσύνης (αν σας ενδιαφέρει αυτό το ζήτημα, το βιβλίο του Richard Lewontin «Δεν είναι απαραίτητα έτσι» είναι καταπληκτικό και συστήνεται ανεπιφύλακτα).

Σε συνεπαγωγή επίσης με την «ιδιοφυή» μουσική έρχεται και η «δύσκολη» (με έναν ελιτίστικο υπαινιγμό εδώ, ότι αφορά τους φωτισμένους, μαζί και τον ίδιο τον συντάκτη εννοείται), η «αφαιρετική/αφηρημένη» (εδώ ο «ιός» έχει μεταφερθεί από τη ζωγραφική, όπου σε αυτή την κατηγορία κατατάσσεται οτιδήποτε δεν ταυτοποιείται σαφώς ότι είναι φρούτο, αγελάδα, γυμνή γυναίκα ή κάτι άλλο χειροπιαστό) και φυσικά η πειραματική (εδώ είναι που η μπάλα χάνεται εντελώς σε μια διόλου δημιουργική ασάφεια, ο John o Cage πάντως που κάτι θα ήξερε παραπάνω, έλεγε ότι πειραματική μουσική δεν υπάρχει, το πείραμα αφορά τη διαδικασία παραγωγής, επ’ ουδενί όμως το τελικό προϊόν).

Α… Και last but not least που λένε και στα χωριά μας: το επίθετο που όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει. Κινηματογραφική. Που τι θέλει να μας πει; Πολλά και τίποτα… Εν τέλει, κάθε είδος μουσικής, από το black metal μέχρι τα κλαρίνα, είναι δυνητικά «κινηματογραφικό»…

Ωραία όλα αυτά, για τον δίσκο δεν μας είπες τίποτις ακόμη. Ούτε και για τον δημιουργό. Το «Piteous Gate» λοιπόν θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω με όλα τα παραπάνω επίθετα και να είχαμε συνεννοηθεί (λέμε τώρα). Όσο για τον δημιουργό. James Whipple λέγεται, άλλος ένας καλλιτεχνικός μετανάστης στο Βερολίνο, την πόλη όπου μια πέτρα να πετάξεις έναν καλλιτεχνίζοντα, με την ευρεία έννοια, από γραφίστα έως και ηθοποιό, θα τον πετύχεις, δεν μπορεί να είσαι τόσο γκαντέμης. Αν πάντως θέλουμε να βρούμε έναν ήχο Βερολίνου (να κι άλλο ένα στερεότυπο που ελλοχεύει, η γεωγραφία), αυτός θα ήταν πιθανότατα μια ηλεκτρονική κάπου ανάμεσα στο αδυσώπητο techno του Berghain (γεια σου Σβεν) και στο σκληρό industrial των Neubauten. Ο κος M.E.S.H. έχει μαζέψει αρκετά νυχτερινά dj ένσημα στην πόλη, τώρα όμως, στο πρώτο του «κανονικό» LP χαμηλώνει τους ρυθμούς, τίποτε εδώ μέσα δεν χορεύεται (υπό κανονικές συνθήκες πάντοτε) και όλα σκιάζονται από τη μετα-μελαγχολία της μετα-dubstep εποχής, το κλίμα είναι σκοτεινό, δυστοπικό (δάσκαλε που δίδασκες, πάλι στα επίθετα το έριξες!), εντασσόμενο στη γενεαλογική σειρά των Autechre -το IDM που λέγαμε ε-; (οι οποίοι όσο περνάν τα χρόνια αποδεικνύονται από τους πλέον επιδραστικούς μουσικούς των τελευταίων δεκαετιών).

Ο τίτλος του δίσκου προέρχεται από νουβέλα επιστημονικής φαντασίας, ο θεματικός άξονας είναι μάλλον χαλαρός, ο ίδιος μας δίνει τη βοήθεια λέγοντα ότι την εποχή που έγραφε τον δίσκο παρακολουθούσε με προσήλωση τα δραματικά τεκταινόμενα στην Ουκρανία, στο εξώφυλλο υπάρχει και μία φωτογραφία από το κατεστραμμένο αεροδρόμιο του Ντονέτσκ, αλλά μέχρις εκεί. Κι ο ίδιος σπεύδει να ξεκαθαρίσει: «αν είχα μια κάποια ιδεολογική ατζέντα δεν θα έκανα μουσική», είναι και αυτή μία θεμιτή άποψη επί του θέματος.

Ο τρόπος παρασκευής του δίσκου άλλωστε, με τα πολλά κολάζ, σαμπλ, ιδέες και επινοήσεις (MESH χωρίς τελίτσες σημαίνει και ανακατωσούρα!) στο σύγχρονο θρυμματισμένο κόσμο παραπέμπει, στον κόσμο της ψηφιακής αμνησίας και της πληροφοριακής εντροπίας, όπου τη μια στιγμή συγκινείσαι και ψυχοπλακώνεσαι από το τηλεοπτικό ρεπορτάζ για το δράμα των προσφύγων και στο επόμενο λεπτό, στο επόμενο ερέθισμα, στο επόμενο ρεπορτάζ για τους 38 καλύτερους γλουτούς της Μυκόνου το έχεις ξεχάσει.

Πιθανόν και το «Piteous gate» στο επόμενο ερέθισμα, στον επόμενο δίσκο να το έχει ξεχαστεί, o tempora o mores, έτσι συμβαίνει στους καιρούς μας, αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με έναν εξαιρετικό δίσκο ηλεκτρονικής μουσικής, πολύχρωμο (με πολλές αποχρώσεις του …γκρι καλύτερα), ο οποίος μέσα σε 31 λεπτά ολοκληρώνει όσα θέλει να πει. Και ακούγεται ολόκληρος.

Το τελευταίο πάντως σαν στερεότυπο ακούστηκε κι αυτό, οπότε μάλλον θα ξαναεπικαλεστώ την βιβλική ρήση της εισαγωγής…

23/10/2015

8

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε