Jacco Gardner – Hypnophobia (Polyvinyl)

jacco
1. Another You
2. Grey Lanes
3. Brightly
4. Find Yourself
5. Face To Face
6. Outside Forever
7. Before The Dawn
8. Hypnophobia
9. Make Me See
10. All Over

Φανταστική σκηνή σε ένα κάποιο στούντιο ηχογράφησης κάπου στον πλανήτη indie. Κουβεντιάζει ο παραγωγός και η μπάντα, ο κοριός μας όμως δεν στέλνει εικόνα, έχει και παράσιτα, οπότε πιάνουμε μόνο σκόρπιες κουβέντες στον αέρα. Ας συντονιστούμε λοιπόν: «Ωραίο πράμα ρε φίλε. Πόσο το πήρες; 300 ευρώ από το e-bay; Ινδονησιακό psych του ’69; Φφφφφ. Ουάουυ. Φφφφφ… Αυτή είναι ποιότητα μαν, όχι σαν το αλβανικό που μας έφερες τις προάλλες. Καλαμάτα ρε. Ρε σεις παίδες, θα κάνουμε καμιά δουλειά τώρα που μαζευτήκαμε; Αυτό το κομμάτι τι θα το κάνουμε; Εντάξει, μελωδία δεν έχει, ρυθμό δεν έχει, άμα το τιγκάρουμε στο reverb και το echo λέτε να γίνει κάτι; Έλα εσύ είσαι ο παραγωγός, εσύ ξέρεις από αυτά. Έτσι, έτσι, για να γράφουνε μετά οι μουσικογραφιάδες για ονειρικά ηχοτοπία και τέτοια. Τι λέτε; Σβήστο το τσιγάρο επιτέλους, ντουμανιάσαμε. Ναι, ναι, μόνο τίποτε ψηφιακά κόλπα μη βάλεις, ‘ντάξει, εμείς είμαστε του αναλογικού. Ντάξει ρε παιδιά, αλλά η κονσόλα τι νομίζετε ότι είναι; Αναλογική;».

Φανταστική μεν η σκηνή αλλά …βγαλμένη από τη ζωή. Τουλάχιστον αν κρίνουμε από το τι συμβαίνει και κυρίως τι ακούγεται στην (νεο)ψυχεδελική indie σκηνή τα τελευταία χρόνια. Η οποία και γνωρίζει μια εντυπωσιακή άνθηση και εξάπλωση, τόσο που κάποιοι (ίσως όχι αδίκως αν κρίνουμε από την μανιερίστικη αναπαραγωγή συνταγών) θα την τοποθετήσουν και με όρους μόδας. Και αναβίωσης θα πουν κάποιοι άλλοι, αν και είναι κάπως άτοπος ο όρος αναβίωση για έναν ήχο ο οποίος ποτέ δεν έπαψε ούτε στιγμή να υπάρχει από τη στιγμή που γεννήθηκε. Είναι και που στη μουσική δημοσιογραφία έχουν(με) μια τάση θανατολαγνείας και νεκρανάστασης για τα μουσικά είδη (χριστιανικές επιρροές να υποθέσω;). Πως το είχε πει ο Θάνος Κόης των Lost Bodies; «Αυτοί δεν έχουν περιοδικό, γραφείο κηδειών έχουν ανοίξει».

Αυτό πάντως που χάνεται είναι η εποχή και οι συνθήκες που ανέδειξαν το όποιο είδος. Γιατί τελικά ισχύει αυτό που έγραψε στο Δισκορυχείο ο Φώντας Τρούσας το οποίο και θα το προσυπογράψω με αμφότερα τα χέρια: «Αυτό που λέμε «ψυχεδέλεια» στα αμερικανικά και εγγλέζικα sixties (γιατί εκεί είναι το ζουμί) δεν επαναλαμβάνεται σήμερα. Ήταν προϊόν εκείνης της εποχής. Υπήρξαν κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που το γέννησαν και το επέβαλαν».

Υπό αυτό το πλαίσιο λοιπόν και με αυτό το δεδομένο, τίθεται ένα …γεωπονικής φύσεως ερώτημα: Η ψυχεδέλεια δεν επαναλαμβάνεται λοιπόν. Μεταφυτεύεται όμως; «Και ναι και όχι» θα ήταν η …επιστημονική απάντηση. Και γι’ αυτήν θα προστρέξουμε στην συνεισφορά ενός …κηπουρού (ή έστω στο περίπου).

O Jacco Gardner λοιπόν. Νεαρός, στην δεκαετία των 20s του, Ολλανδός. Σκαλίζοντας στη μνήμη μου θυμάμαι και άλλους Ολλανδούς του χώρου, τους Shocking Blue και τους Q65 (ένα κομμάτι των οποίων μ’ αρέσει πολύ το «The life I live»), στα credits του δίσκου (mastering) συναντάμε και τον Jan Audier ο οποίος ήταν κάποτε μηχανικός ήχου στους Q65, μικρός ο κόσμος της ολλανδικής ψυχεδέλειας όπως φαίνεται. Στα οποία credits δεν συναντούμε και πολλά άλλα ονόματα, ο τύπος παίζει τα περισσότερα από τα ουκ ολίγα όργανα μόνος του, είναι ένας και συμφέρει. Δεύτερος του δίσκος μετά το «Cabinet of Curiosities» του 2013 είναι το «Hypnophobia». Και αν κρίνουμε από τον τίτλο του, έχει και κάποια προβληματάκια με τον ύπνο. Κάποιος δε ιοβόλος σχολιαστής θα παρατηρούσε εδώ ότι μάλλον η αϋπνία είναι μια πολύ εξαπλωμένη διαταραχή στον indie χώρο, γι’ αυτό κυκλοφορούν από εκεί και τόσα «υπνωτικά» ακούσματα (μπάσα, ατμόσφαιρες κλπ κλπ).

Για να έρθουμε στα του δίσκου (επιτέλους), θα μπορούσαμε να αναλωθούμε σε μια μεγάλη παράθεση «παρόλο που». Γιατί τελικά το «Hypnophobia» δεν έχει καμία σχέση με όσα δεινά υπαινιχθήκαμε παραπάνω. Δεν βγάζει επίφοβο κλίμα, ούτε υπνωτικό. Παρά το απόλυτα προσωποπαγές θέμα, ο δίσκος δεν είναι κλειστός, αυτο-αναφορικός και εσωστρεφής. Και όχι, δεν καταφεύγει σε φτηνά κόλπα θολούρας και καταχνιάς για να κρύψει συνθετική ένδεια. Αντιθέτως… Βασικό χαρακτηριστικό του δίσκου είναι το ότι οι μελωδίες του είναι καθαρές, διαυγείς, δεν έχουν τα συνήθη ασαφή περιγράμματα που θέλουν να υπογραμμίσουν μια δήθεν ονειρώδη διάσταση. Ο τύπος γράφει τραγούδια και όχι μπαφιασμένες παραισθησιογόνες ατμόσφαιρες (sic), ακόμη και τα ορχηστρικά του κομμάτια υπακούουν σε αυτό τον κανόνα. Τραγούδια φαινομενικά απλά, όμορφα και λεπτοδουλεμένα και ανάλαφρα, η δε πληθώρα των οργάνων (από κιθάρες και φλάουτα μέχρι αρπίχορδα και mellotron) τιθασεύεται αρμονικά στην υπηρεσία του σκοπού.

Ο Gardner ναι, σαφώς κι εμπνέεται από το παρελθόν, οι αναφορές του εντοπίζονται πράγματι εκεί στα τέλη των 60s, στην πτέρυγα της ψυχεδέλειας την πιο ποπ, εκείνη που ονομάστηκε με μια κάπως διασταλμένη ερμηνεία του όρου «μπαρόκ ποπ» (αναζητήστε π.χ. τη συλλογή «Tea Symphony- Τhe Εnglish Βaroque Sound 1967-1974» για να ακούσετε κάμποσους ηχητικούς προγόνους του). Όμως, δεν γυρίζει την πλάτη του στο μέλλον και στο παρόν, στον δίσκο του δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και την τελευταία λέξη της σύγχρονης τεχνολογίας, και λογισμικό για sampling χρησιμοποιεί και άλλα τέτοια, ο άνθρωπος υπνοφοβία έχει, όχι τεχνοφοβία και …ψηφιοφοβία. Κι έτσι καταφέρνει με έναν τρόπο να ακουστεί και σημερινός. Και απαντάει και στην ερώτηση μας κιόλας…

06/07/2015

8

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε