Category Archives: 7. Όνειρα στο πανί…

21ο ΔΦΚ της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας

23 Σεπτεμβρίου – 04 Οκτωβρίου 2015

Ένατη συναπτή χρονιά που γράφεται ένα τέτοιο προσωπικά απολογιστικό κειμενάκι, νομίζω το ίδιο γράφω κάθε χρόνο σαν εισαγωγή, είναι που κάτι τέτοια γεγονότα χρησιμεύουν ενίοτε και ως μετρητές χρόνου, του χρόνου που περνάει και όλα αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν, ακόμη και η σχεδόν παραδοσιακή πλέον ταλαιπωρία στο vintage Ιντεάλ το οποίο σαν …κιβωτός χρόνου αντιστέκεται ακόμη σθεναρά σε κάθε εκσυγχρονισμό, μόνο που για πρώτη φορά το φεστιβάλ έπιασε Οκτώβρη, εκλογές γαρ αν θυμάστε. Ακολουθεί λοιπόν το παραδοσιακό mic-ημερολόγιο κάποιων από τις ταινίες που είδαμε, με έμφαση σε κάποιες μουσικές αλλά και άλλες, επιλεγμένες με διαίσθηση και με την διόλου αλάνθαστη τακτική του «γουρουνιού στο σακί» από 200 και πλέον ταινίες κάθε μήκους, από ελάχιστου έως τεράστιου.
Και του χρόνου είπαμε;


Ithake

– Επιστροφή στην Ιθάκη (Retour a Ithaque) – Laurent CantetΥποθέτω ότι είναι ο Καβάφης, περισσότερο ακόμη κι από τον Όμηρο εκείνος που έκανε την Ιθάκη σύμβολο επιστροφής και νόστου αναδεικνύοντας και την αυθυπόστατη αξία του ίδιου του ταξιδιού. Έτσι όλοι έχουμε την προσωπική μας Ιθάκη, η Ιθάκη μπορεί να είναι και μια ταράτσα στην Αβάνα, όπως συμβαίνει στη νέα ταινία του φοινικοστεφανωμένου Cantat (θυμάστε το «Entre les murs»;). Μια συνάντηση παλιών φίλων, ένας συγγραφέας σε αποστρατεία γυρίζει μετά από 16 χρόνια αυτοεξορίας, αναμνήσεις, «θυμάσαι τότε που ο…», γέλια, μουσικές, «California Dreamin'», αλλά και παλιές πίκρες, πληγές, κακίες, μυστικά, δρόμοι που χώρισαν και μοιάζουν ασύμβατοι, αυτοί που φεύγουνε κι αυτοί που μένουνε και περιμένουνε, πόσο άλλαξες-πόσο άλλαξα. Και τελικά ίσως να μην έχει σημασία ούτε το ταξίδι ούτε η Ιθάκη, αλλά το ότι είσαι ακόμη εδώ κι αυτό το καλοκαίρι… Το σενάριο είναι του κουβανού συγγραφέα Leonardo Padura, οι ηθοποιοί ερασιτέχνες και ισπανόφωνοι, από μια άποψη πάντως η ταινία δεν θα μπορούσε να είναι πιο …γαλλική, στηρίζεται αποκλειστικά στον διάλογο, καλογραμμένο μεν, με ανατροπές κι εντάσεις, με χιούμορ και συγκίνηση, αλλά, πολύ μπλα-μπλα. Πιθανώς να γινόταν κι ένα πολύ ωραίο θεατρικό έργο.

– Η παρακμή του δυτικού πολιτισμού (The decline of western civilization) (Part I) – Penelope Spheeris

Πιθανότατα ειρωνικό κλείσιμο του ματιού στο διάσημο και αμφιλεγόμενο έργο του Όσβαλντ Σπένγκλερ, τούτο το ντοκυμανταίρ αποτελεί μια ιστορικής αξίας καταγραφή της πανκ σκηνής της Καλιφόρνιας κάπου εκεί στη χαραυγή των 80s. Η κάμερα της Penelope Spheeris (κι αν το όνομα σας ακούγεται ελληνικό είναι επειδή …είναι) καταγράφει συνεντεύξεις και ανεκτίμητα live αποσπάσματα από ονόματα όπως οι Black Flag (προ-Rollins), οι Circle Jerks, οι Fear, οι Germs και φυσικά οι Χ, οι καλύτεροι όλων, από τους λίγους που ήξεραν να παίζουν τα όργανα τους (διόλου αυτονόητο την εποχή εκείνη), ενσωμάτωναν ακούσματα από άλλα είδη (π.χ. country) είχαν και μια τραγουδίστρια-μορφή, την Exene Cervenka. Γυρισμένο το 1981, μέσα στον πυρετό των καιρών από μια σκηνοθέτιδα η οποία στη συνέχεια θα γυρίσει κάμποσες ταινίες νεανικής επαναστατικότητας και αντίδρασης (Suburbia, The Boys Next Door), αποτυπώνει με κάμποσα φτιασίδια και κάπως στημένη όλη την καφρίλα, την άγνοια κινδύνου, την τραχύτητα, τη βία, το ταλέντο αλλά και την αταλαντοσύνη που χαρακτήριζε την σκηνή εκείνη.
Η περιττή πληροφορία της ημέρας: Η σκηνοθέτιδα είναι όχι μόνο ξαδέρφη του Κώστα Γαβρά αλλά και του Chris Spheeris, ενός τύπου ο οποίος έγραφε ελαφρά instrumental ηλεκτρονική τη δεκαετία του ’80, το «Midflight» του οποίου έχει περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο όσων παρακολουθούσαν …αθλητικές εκπομπές στην ελληνική τιβί εκείνα τα χρόνια.


Enemies

– Εχθροί μέχρι τέλους (Best of Enemies) – Morgan Neville/Robert GordonΑυτοί οι Αμερικάνοι… Από τη μύγα ξύγκι μπορεί να βγάλουν, μην πω και μερικές φέτες σπαλομπριζόλας. Και με μπόλικη σάλτσα υπερβολής. Μπορεί να πάρουν μια μικρή λεπτομέρεια, ένα στιγμιότυπο μιας κόγχης της ιστορίας, να το μεγεθύνουν και να το αναδείξουν σε στιγμή που άλλαξε τον κόσμο (έστω και σε μια απειροελάχιστη εμβέλεια) φορέβα (διάβαζε: forever). Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το προκείμενο ντοκυμανταίρ, απόλυτα τηλεοπτικής λογικής, δε θα γινόταν κι αλλιώς, σε ένα τηλεοπτικό επεισόδιο αναφέρεται άλλωστε, επεισόδιο με όλες τις έννοιες της λέξης. Το 1968 το κανάλι ABC κάλεσε σε μια σειρά από ντιμπέι (ρε) δύο διάσημους σχολιαστές, διανοούμενους και τηλεπερσόνες της εποχής, τον φιλελεύθερο συγγραφέα Γκορ Βιντάλ και το απέναντι συντηρητικό δέος William Buckley Jr. Η ιστορική στιγμή στην οποία εστιάζει και το ντοκυμανταίρ ήρθε όταν ο αλαζόνας καθωσπρέπει Buckley έχασε την ψυχραιμία του μόλις ο Βιντάλ τον αποκάλεσε κρυπτοναζί και αντεπιτέθηκε αποκαλώντας τον «αδερφάρα» (queer) (η σκηνή εδώ). Και έτσι ξεκίνησε μια κόντρα η οποία συνεχίστηκε σε κάθε είδους μέτωπο για πολλά χρόνια μέχρι το θάνατο των πρωταγωνιστών. Και έγινε και ταινία… Εντάξει… Μέχρις εδώ… Διασκεδαστικό έως και αθώο αν σκεφτούμε τι επακολούθησε τα επόμενα χρόνια (και όχι δεν έχω κατά νουν τους δικούς μας Αδώνιδες).

– Hector – Jake Gavin

Η οδύσσεια ενός άστεγου ο οποίο διασχίζει ολάκερη τη Βρετανία από τον Σκωτσέζικο Βορρά προς το Λονδίνο, ενός άστεγου ο οποίος φέρει το ομηρικό όνομα Έκτορας, ίσως να του ταίριαζε και το Οδυσσέας, η Ιθάκη του είναι το άσυλο όπου κάθε χρόνο περνάει τα Χριστούγεννα και όχι η οικογένεια του, από την έχει αποκοπεί εδώ και χρόνια πλήρως, ο δε λόγος για τον οποίο αυτό συνέβη είναι ίσως το μοναδικό σασπένς στοιχείο της ταινίας. Παρθενική ταινία του σκηνοθέτη, με εξαιρετική φωτογραφία βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον Peter Mullan, ο οποίος ενσαρκώνει τον γερασμένο, ταλαιπωρημένο άστεγο με έναν τρόπο σχεδόν ανάλαφρο, μακριά από εκβιασμένους συναισθηματισμούς και μελοδραματικά στερεότυπα. Ταινία από αυτές τις «μικρές» που εστιάζουν στις μικρές ζωές και μπορούν να εκμαιεύσουν συγκίνηση. Απουσιάζει μολοταύτα σχεδόν παντελώς οποιοδήποτε κοινωνικό σχόλιο για τα αίτια του φαινομένου γενικότερα, κι εδώ διαφέρει ριζικά η κινηματογραφική στάση του Gavin από εκείνη του Κεν Λόουτς ή του Μάικ Λι με τους οποίους ήδη τον συγκρίνουν κάποιοι.


Labyrinth

– Ο λαβύρινθος της σιωπής (Im Labyrinth des Schweigens) – Giulio Ricciarelli Ναζί κανείς ή …να μη ζει; Οι γερμανοί με το που τελείωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ξάφνου σαν να έπαθαν μαζική αμνησία. Ας τα αφήσουμε αυτά, είναι παρελθόν, τώρα κοιτάμε μπροστά, τους κακούς άλλωστε τους κρέμασαν στη Νυρεμβέργη, κι εντάξει τι κάναμε τελικά, έτσι είναι η δικαιοσύνη των νικητών, αν είχαμε κερδίσει θα γινόταν το αντίστροφο κλπ κλπ. Ακόμη και το 1952 σε δημοσκόπηση το 37% των Γερμανών δήλωνε ότι η Γερμανία είναι τώρα καλύτερη χωρίς τους Εβραίους. Το δε Άουσβιτς αν δεν ήταν μια άγνωστη λέξη ήταν συνομωσία των νικητών για να δυσφημήσουν τον τιμημένο αγώνα της Βέρμαχτ. Χρειάστηκαν πολλά για να αλλάξει το κλίμα αυτό. Κυρίως να έρθει μια νέα γενιά η οποία κάποια στιγμή ξεσηκώθηκε (ακόμη και βίαια) και έθεσε το καυτό ερώτημα: «τι έκανες στον πόλεμο πατέρα;». Αναδείχθηκε και το θέμα στην παγκόσμια επικαιρότητα με την απαγωγή, δίκη και εκτέλεση του Άιχμαν από τους Ισραηλινούς, μια ιστορία η οποία κατέδειξε την κοινοτοπία του κακού σε όλο της το απλό καθημερινή διάσταση. Όχι πάντως ότι άλλαξαν τα πράγματα τόσο δραστικά στη Γερμανία. Ακόμη και τη δεκαετία του ’60 δύο πρόεδροι της χώρας ήταν εκλεκτά στελέχη του ναζιστικού κόμματος (για να μην πάμε και στον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό). Σε αυτό το τέρας λίγοι ήταν εκείνοι που σήκωσαν κεφάλι. Ειδικά στον πλήρως διαβρωμένο δικαστικό τομέα. Μεταξύ αυτών ο σπουδαιότερος ήταν ο Fritz Bauer, ο ανώτατος αυτός δικαστικός ο οποίος τόλμησε να κυνηγήσει τους εγκληματίες του Άουσβιτς και να τους φέρει στο δικαστήριο, ειδικά εκείνα τα στελέχη που «εγώ; διαταγές εκτελούσα». Τούτη η ταινία, γυρισμένη από Ιταλό σκηνοθέτη, είναι ένας φόρος τιμής σε αυτόν τον μοναχικό καβαλάρη της δικαιοσύνης. Και μόνο γι’ αυτό αξίζει και έχει λόγο ύπαρξης. Κι ας ακολουθεί συμβάσεις «αμερικανιάς» στην εξέλιξή της, κι ας έχει σχετικά επίπεδους χαρακτήρες, κι ας προσπαθεί να χωρέσει πολλά πράγματα και μηνύματα μέσα στις 2 ώρες που διαρκεί με αποτέλεσμα να γίνεται διδακτική.
Η διόλου περιττή πληροφορία της ημέρας: Οι περισσότεροι εγκληματίες πέθαναν, πολλοί μάλιστα σε βαθιά γεράματα, στα άνετα σπιτάκια τους ανενόχλητοι. Και σήμερα το γερμανικό κράτος, στην προσπάθεια του να διασώσει κανένα ηθικό ξέφτι τρέχει να προλάβει μπας και τιμωρήσει κανένα 90χρονο ναζί χούφταλο. Γιατί εκείνη η δίκη του Άουσβιτς τελικά πραγματοποιήθηκε ήταν όμως από τις ελάχιστες που έγιναν στην πάλαι ποτέ Δυτική Γερμανία. Τουλάχιστον το Άουσβιτς έχει πλέον χαραχτεί στο συλλογικό συνειδητό ακόμη και στην ποπ κουλτούρα. Άλλα, πιο φρικιαστικά τοπωνύμια εργοστασίων θανάτου όπως Τρεμπλίνκα ή Σόμπιμπορ είναι γνωστά μόνο στους ειδικούς. Το Άουσβιτς βλέπετε είχε επιζώντες και οι μαρτυρίες τους τουλάχιστον διασώθηκαν . Αυτά όχι…


Berlin

– Λαγνεία και Μουσική στο Δυτικό Βερολίνο (B-Movie: Lust & Sound in West Berlin) – Joerg A. Hoppe/Klaus Maeck/Heiko LangeΣε μια σκηνή της ταινίας εμφανίζεται ένας Blixa-τζόβενο να λέει: «είναι αδύνατο να εγκλωβίσεις την ουσία του Βερολίνου σε μία ταινία». Οι τρεις σκηνοθέτες και ο ήρωας της ταινίας, ο Mark Reeder, έκαναν ότι ήταν δυνατό για να τον διαψεύσουν. Και νομίζω σαν κάτι να κατάφεραν. Η αφήγηση υφαίνεται γύρω από την ιστορία του Reeder, ενός τύπου από το Μάντσεστερ, κατευθείαν από τον κύκλο της Factory και των Joy Division, τον οποίο η συγκυρία τον έφερε να «ναυαγήσει» σε εκείνη την ιδιόμορφη, άσχημη, κλειστή και βίαιη νησίδα που ήταν το Δυτικό Βερολίνο στα 80s (όπου θα φτιάξει κάποια στιγμή και το δικό του σχήμα, τους Shark Vegas). Η ταινία είναι πλημμυρισμένη από μουσική των καιρών, κι ένα εντυπωσιακό αρχειακό υλικό από κάθε είδους πηγή, μεγάλο μέρος του οποίου το έβλεπα για πρώτη φορά, super-8 και μικρού μήκους ταινιάκια, τηλεοπτικά ντοκουμέντα, ένα πραγματικά τιτάνιο έργο στο μοντάζ κρύβεται από πίσω. Όλες οι μορφές οι οποίες συνέβαλαν στο χτίσιμο της μυθολογίας της πόλης έχουν τον δικό τους χρόνο, από την …»πόρνη για ναρκωτικά στα 13″ Christiane F (κατά την ελληνική απόδοση της διαβόητης ταινίας) μέχρι την Nena, από έναν νεαρότατο Blixa (της ηλικίας του …Clearasil) να δοκιμάζει το λαρύγγι του στο μαγαζί της Gudrun Gut μέχρι και τον ήρωα του γκρεμίσματος του τείχους, τον David Hasselhoff (ω ναι!). Ακόμη και μια ολιγο-δευτερο-λεπτη εμφάνιση των Todliche Doris υπάρχει. Όπως υπάρχει και μπόλικη νοσταλγία για έναν κόσμο ο οποίος πλέον δεν υπάρχει, χάθηκε ανεπιστρεπτί με την πτώση του τείχους, μετά ήρθε και η techno-rave λαίλαπα και τα Love Parade, και … αυτό ήταν! Είναι πάντως αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο αναδεικνύεται στο φιλμ ο …θετικός ρόλος τον οποίο διαδραμάτισε η παρουσία του τείχους στην καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής. Την «ακραία» άλλωστε τέχνη ανέκαθεν την ευνοούσαν οι ακραίες συνθήκες. Σήμερα που το Βερολίνο έχει γίνει κάτι σαν η hip πρωτεύουσα των απανταχού καλλιτεχνίζοντων μποέμ, είναι εντυπωσιακά αναιμική η καλλιτεχνική του συνεισφορά, σε σχέση με το δυναμικό που έχει συγκεντρωθεί εκεί θα περίμενε κανείς …οργασμούς. Το ντοκιμαντέρ εξηγεί τούτο το κάπως αξιοπερίεργο φαινόμενο με έναν έμμεσο αλλά σαφή τρόπο, έτσι όπως απεικονίζει μια σκηνή με την πραγματική σημασία του όρου, η οποία ανθίζει σε κοινά στέκια, με ανταλλαγές, επαφές, με «όλους να παίζουν με όλους» και ουχί με τη δημιουργία ναρκισσιστικών μικρόκοσμων οι οποίοι ελάχιστη επαφή έχουν ο ένας με τον άλλο (έστω και για αντικειμενικούς λόγους).
Κι αν κάποιους από εμάς μας έπιασε μια νοσταλγία για κάτι που δεν ζήσαμε, μαζί κι ένα αίσθημα αδικίας για τον …λαθεμένο χωρόχρονο στον οποίο γεννηθήκαμε, η Gudrun Gut, η οποία βρέθηκε στην Αθήνα ειδικά για την προβολή, με τη ζωτικότητα και τη δημιουργικότητά της, με την ψύχραιμη «η ζωή κοιτάει μπροστά» και αποστασιοποιημένη οπτική της, μας έβγαλε από τέτοιες ψευδαισθήσεις/αυταπάτες. Αυτού του τύπου η νοσταλγία είναι τελικά μεγάλο ναρκωτικό. Κι ας μας λέει «You need the drugs» ο Westbam με τη φωνή του παλιού «Psychedelic Fur» Richard Butler στο πολύ ωραίο άτυπο soundtrack του έργου.


Sarah

– O μυστικός μου κόσμος: Η ιστορία της Sarah Records (My secret world: The story of Sarah Records) – Lucy Dawkins100 δισκάκια (και όχι μόνο, μέχρι και παιχνίδι τύπου Μονόπολης-Saropolis- περιλάμβανε η αρίθμηση), 100 λεπτά και η ταινία, 1 λεπτό για κάθε κυκλοφορία βγάζει η διαίρεση. Νομίζω ποτέ δεν είχα ξανακούσει για τόσο μεγάλο συναπτό χρονικό διάστημα τις κατατονικές (κάποιες στα όρια της αφασίας) ελεγείες των σχημάτων της Sarah. Άλλωστε η ουσία της Sarah ήταν το τρίλεπτο ποπ κομμάτι, το ταχείας καύσης πυροτέχνημα που καίγεται και χάνεται για πάντα, από τέτοια είχε κάμποσα εκπληκτικά να παρουσιάσει ο κατάλογος της, κάποια μάλιστα κατάφεραν να ξεπεράσουν και το ίδιο το εφήμερον του πράγματος. Είχε (αναπόφευκτα) όμως και αρκετή …μάρα. Μπορεί πάντως τον οπαδισμό να τον έχω κρατήσει στη ζωή μου αποκλειστικά για τη μπάλα (κι εκεί …Αστέρας Τρίπολης, κλάιν δηλαδή), το δε συλλεκτικό φετιχιστικό σύνδρομο να το ξεπέρασα επίσης νωρίς, από την άλλη μπορώ να τα κατανοήσω αμφότερα. Και ειδικά τον τρόπο με τον οποίο εταιρείες όπως η Sarah μπορεί να τα τροφοδοτήσουν και να τα «εκμεταλλευτούν». Μία εταιρία γαρ, φτιαγμένη από δύο συμπαθείς ντροπαλούς τύπους της διπλανής πόρτας, στημένη με τη λογική του φανζίν (με όλα τα καλά και τα στραβά που αυτό συνεπάγεται), με πολλή μαύρη και λίαν «αντιηρωική» δουλειά στο χέρι, συγκεκριμένη αισθητική άποψη η οποία αγκαλιάζει ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής, όλα αυτά με (σχεδόν) μοναδική ανταμοιβή την αίσθηση της κοινότητας και της προσωπικής επαφής με τους «πελάτες». Και με ένα ξαφνικό τέλος-χρεοκοπία που επίσης τροφοδότησε τη δημιουργία ενός μύθου (εκ των υστέρων βέβαια, αλλά φευ, είναι συνηθισμένη στη ζωή αυτή η ετεροχρονισμένη «αγάπη», η οποία για μένα συγγενεύει ενίοτε με έναν τύπο ρομαντικού ελιτισμού, αλλά μην ανοιχτούμε τώρα στο θέμα αυτό).
Το ντοκυμανταίρ αυτό αγιογραφεί το σύντομο αλλά γοητευτικό τούτο υποκεφάλαιο της μουσικής ιστορίας, ακολουθεί (αναπόφευκτα;) τη συνταγή «κάμερα και ομιλούσες κεφαλές», οι δύο ιδρυτές, η Clare και ο Matt, κάποια από τα συγκροτήματα (εννοείται χωρίς τον Bobby Wratten), δεν ξέρω πόσες φορές μέτρησα τις λέξεις «fantastic» και «θα μπορούσαν να γίνουν γνωστοί αλλά…», δεν είναι περίεργο όμως, όλοι οι μουσικοί και οι δίσκοι ήταν …παιδιά τους, έτσι δεν λένε; Ταινιάκι λοιπόν φτιαγμένο από οπαδό για οπαδούς και γνώστες αποκλειστικά (κάποιος εκτός του στενού χώρου μπορεί αν βαρεθεί τη ζωή του), του λείπει η ευρύτερη ματιά η οποία θα προσέλκυε κάποιον εκτός της «κοινότητας», και ένα κάποιο αλατοπίπερο, μια πιο γενναία άποψη, για κριτική ή αξιολογική στάση ας μη μιλήσουμε καλύτερα, ποιος άλλωστε να αντιπαρατεθεί στους μύθους; Εδώ και το ΝΜΕ ακόμη, το οποίο έθαβε τις κυκλοφορίες της αβέρτα, διαβάζω ότι την ανακήρυξε λέει «δεύτερη σημαντικότερη ανεξάρτητη εταιρία που υπήρξε ποτέ». Από υπερβολές δεν είχαμε ποτέ έλλειψη στο σινάφι…
Και ποιος μιλάει άλλωστε… Εδώ το αγαπημένο μου Sarah κομμάτι δεν είχε μπει καν στη (γενναιόδωρη μάλιστα) συλλογή με τα καλύτερα του ίδιου του συγκροτήματος (που βγήκε αργότερα βέβαια, από την Shinkansen). Το «Letting go» των Field Mice. Είναι τελικά ακαταμάχητη η γοητεία της σκέψης «ήταν καταπληκτικό, θα μπορούσε να, αλλά…»

– 45 χρόνια (45 years) – Andrew Haigh

45 χρόνια φαγούρας, εεε συγνώμη γάμου ήθελα να πω, και παρολ’ αυτά το μακρινό, το απώτατο παρελθόν μπορεί να ζωντανέψει ξαφνικά ακόμη κι αν νεκρό, εγκλωβισμένο όλα αυτά τα χρόνια σε έναν παγετώνα κάπου ψηλά στις Άλπεις και να απειλήσει την ευστάθεια του. Η …κλιματική αλλαγή φέρνει το παλιό μυστικό στην επιφάνεια και στον γάμο μαζεύονται συννεφάκια προβληματισμού ακριβώς (τι γκαντεμιά!) την εβδομάδα όπου οι δυο τους ετοιμάζουν το πάρτυ της επετείου. Και ξαφνικά τα Αν αποκτούν ένα βάρος, μια υπόσταση, εντάξει όλοι ξέρουμε το πανούσειο αξίωμα «αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν», αλλά κάποιες σκέψεις μοιάζουν να είναι ανορθολογικά και συναισθηματικά αναπόφευκτες. Ειδικά αν σε λένε Κέιτ και εκείνη Κάτια, εσύ είσαι γερασμένη και χωρίς παιδιά, εκείνη με τα νιάτα της διατηρημένα …άθικτα στην κατάψυξη. Ταινία όχι ακόμη ένα από τα εσχάτως μοδάτα δράματα της τρίτης ηλικίας, με υπέροχη φωτογραφία της νεφελόσκεπης αγγλικής εξοχής η οποία αισθητικοποιεί την μελαγχολία των πρωταγωνιστών και με δύο ηθοποιούς (Tom Courtenay και Charlotte Rampling) οι οποίοι κουβαλούν στους ώμους τους την ταινία με μια εσωτερική, απλή, σχεδόν …υπόκωφη αλλά εκφραστική ερμηνεία η οποία υπογραμμίζει ακριβώς όλα αυτά που δεν θα ειπωθούν ποτέ. Μέχρι το ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία moody blues (όνομα και πράμα) φινάλε…


Danny Says

– Άκου τι θα πει ο Ντάνι (Danny says) – Brendan TollerΟ Danny λέει, που ‘λεγαν και οι Ramones στο ομότιτλο τραγούδι τους, και τα λέει και καλά… Τι ήταν (είναι δηλαδή, ζει ο άνθρωπος) ο Danny Fields, πέρα από μάνατζερ των Ραμόνες για κάμποσα φεγγάρια; Και τι δεν ήταν… Μια πολυδιάστατη περσόνα σε, πάνω και κοντά στη μουσική, υπήρξε party animal στην gay (από κάθε άποψη) νυχτερινή ζωή του Μεγάλου Μήλου, δημοσιογράφος (βάζοντας ένα χεράκι στον κακό χαμό που έγινε με τη διαβόητη δήλωση του Lennon περί της διασημότητας του Χριστού), μάνατζερ και φίλος καλλιτεχνών (από τους MC5 και τους Stooges μέχρι την Nico και τον Jim), ακόμη και στέλεχος μεγάλης δισκογραφικής, της Elektra μάλιστα, με το τελευταίο να σε βάζει σε αναπόφευκτες συγκρίσεις με μια εποχή πριν πάρουν τα απόλυτα ηνία οι γραβατωμένοι CEO με τα MBA, τα …NBA και τα NCAA τους και άλλα τέτοια, που δεν είχαν ιδέα από μουσική αλλά ήξεραν από διαγράμματα, αποσβέσεις και αριθμούς (με τα γνωστά αποτελέσματα). Και μπορεί ο Danny να είναι ένας τύπος-περιβόλι, να έχει ένα σωρό ιστορίες να πει, να διαθέτει και ένα βιτριολικό και αυτο-σαρκαστικό χιούμορ αλλά αυτό δεν θα επαρκούσε για μια καλή ταινία εάν δεν υπήρχε (που υπάρχει) και η σκηνοθετική άποψη διανθισμένη με έξυπνα ευρήματα που θα κρατήσει το ενδιαφέρον ακόμη κι αν (κάτι πολύ πιθανό) δεν είχες ιδέα ποιος στο καλό είναι αυτός ο Danny. Όχι βέβαια ότι θα μάθεις κάτι πολύ καινούργιο ή παραλειπόμενο, οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 νομίζω σαν να έχουν (υπερ)καλυφθεί πλέον, γι’ αυτό εξάλλου βλέπουμε ολοένα και περισσότερα ντοκυμανταίρ να ασχολούνται με τα ειδικά κεφάλαια (που λέγαμε και στη σχολή) της Ιστορίας και με …μαθήματα επιλογής για μεταπτυχιακούς ενδιαφερόμενους. Οι επόμενες δεκαετίες νομίζω περιμένουν τη σειρά τους…

– Ο φίλος μου ο Larry Gus (My friend Larry Gus) – Βασίλης Κατσούπης

Θα μπορούσε να είναι μια buddy-ταινία αλά-ελληνικά. Ή μία ταινία (κάπως ύστερης) ενηλικίωσης όπου ο πρωταγωνιστής τα καταφέρνει να πραγματοποιήσει το νεανικό του όνειρο κόντρα σε κάθε αντίξοο άνεμο. Θα μπορούσε να είναι κι ένα μουσικό ντοκιμαντέρ για έναν ανερχόμενο νέο μουσικό, φτου λάθος, έναν καταξιωμένο μουσικό ήθελα να πω (η δύναμη βλέπετε της ελληνικής συνήθειας να χαρακτηρίζουμε κάποιον νέο ταλέντο μέχρι τα βαθιά -άντα). Ή απλά μία low (έως και no-budget) ταινία κάφρικου χαβαλέ και τρυφερής αμπελοφιλοσοφίας όπως μόνο οι αντρικές παρέες μπορεί να τα συνδυάσουν. Ίσως το ταινιάκι να είναι όλα αυτά μαζί παραπάνω ή να πέφτει σε ένα εκείνο το απειροελάχιστο προσωπικό υποσύνολο όπου όλα αυτά τέμνονται. Το σίγουρο είναι ότι ρίχνει πολύ περισσότερο φως στο μουσικό (και όχι μόνο) σύμπαν του Larry Gus απ’ ότι θα έκανε το πιο άρτια και πλουσιοπάροχα γυρισμένο comme il faut μουσικό ντοκιμαντέρ, ξέρετε τώρα, από εκείνα όπου μιλάνε επαΐουσες κεφαλές του χώρου, κριτικοί ή συνάδελφοι για το πόσο σημαντικός είναι ο μουσικός, μπλα μπλα μπλα… Σε αυτό το αποτέλεσμα σίγουρα καθοριστική ήταν η μακρόχρονη φιλική σχέση του Larry με τον σκηνοθέτη αλλά και η δική του διάθεση για ένα απόλυτο δημόσιο ξεγύμνωμα, μια αυτοέκθεση κι έναν αυτοσαρκασμό (ο οποίος μπορεί να φτάνει έως και τα σύνορα του αυτο-μαστιγώματος), σε σημείο που να σκέφτεσαι ότι η έκθεση ενός κώλου πιθανότατα να είναι και το πιο εύκολο. Αξίζει να την δείτε την ταινία, και όχι τόσο (ή μόνο) επειδή μιλάμε για έναν μουσικό ο οποίος έχει επιτυχία-αποδοχή στα εξωτερικά, προσωπικά θεωρώ αυτή την στάση ετεροκαθορισμού μάλλον αρχοντο-επαρχιωτική και κομπλεξική (άλλωστε όπως έχουμε ξανα-ματα-πει αν είναι να το μετρήσουμε έτσι τότε η σπουδαιότερη και μεγαλύτερη Ελληνίδα τραγουδίστρια είναι η Νάνα Μούσχουρη, δεν βλέπω πολλούς διατεθειμένους να το αποδεχτούν αυτό).
Κι αν κρατήσω εγώ προσωπικά κάτι από τούτη την ταινία, κάτι διαφωτιστικό για την ίδια τη μουσική του Larry Gus, είναι το σημείο εκείνο όπου κρατάει και μας παρουσιάζει με δέος του τόμους με τα άπαντα του Μπόρχες. Είναι κάτι που βασικά το σκεφτόμουν καιρό, από τότε που είχε κυκλοφορήσει το κομμάτι «Achilleas Kyriakidis», ένα από τα καλύτερα του Λάρυγγα γενικότερα. Είναι ότι μου φαίνεται πως ο τρόπος με τον οποίο χτίζει μουσικούς κόσμους ο Larry, αλλά κάμποσοι άλλοι παρόμοιοι δημιουργοί (όχι από άποψη ήχου αλλά προσέγγισης), τούτο το ανασκάλισμα, η εντρύφηση στις μουσικές βιβλιοθήκες του παρελθόντος, η ανάσυρση δειγμάτων και σπαραγμάτων, η προσπάθεια αδιάκοπης σύνθεσης τους σε ένα νέο και απείρων δυνατοτήτων παζλ έχει κάτι το μπορχεσιανό. Όχι μόνο επειδή από πίσω κρύβεται η σχεδόν σκανδαλώδης ιδέα του μεγάλου Αργεντίνου ότι όλα έχουν ειπωθεί, ότι εμείς δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να μηρυκάζουμε τα ήδη καταγεγραμμένα και ότι ο κάθε συγγραφέας (εδώ κάντε το μουσικός) δημιουργεί τους προδρόμους του. Αλλά και επειδή η ακρόαση της μουσικής του Larry Gus είναι κάπως σαν ανάγνωση Μπόρχες (τον οποίο κατά σύμπτωση προσπαθώ για δεύτερη φορά να προσεγγίσω τον τελευταίο καιρό). Ακούς, διαβάζεις, χάνεσαι, δεν καταλαβαίνεις τίποτε, ξάφνου πιάνεις ένα νήμα, σε βοηθά ένα επίθετο, μία μελωδία, ένας ρυθμός, κι ένα λαμπάκι ανάβει πάνω από το κεφάλι σου, ααα, έτσι είναι, εκπληκτικό αυτό, μέχρι που στην επόμενη παράγραφο, στο επόμενο κομμάτι να χαθείς πάλι, αλλά συνεχίζεις κι ας μην καταλαβαίνεις όλες τις λεπτομέρειες. Στην επόμενη ακρόαση, στο επόμενο διάβασμα, ίσως μετά από καιρό, όταν έχεις αλλάξει κι εσύ, μπορεί να τα δεις ή να τα ακούσεις διαφορετικά…


Wacken 3D

– Wacken 3D – Norbert HeitkerTο πιο διάσημο (τουλάχιστον σε εμένα που είμαι μάλλον εκτός του μεταλλικού χώρου) metal φεστιβάλ, πάνω από 100 μπάντες από όλο τον κόσμο, από την Μογγολία μέχρι τον Καναδά, καφρίλα, μπύρα, λάσπη, όλα οργανωμένα με ελεγχόμενη γερμανική μεθοδικότητα σε ένα κατά τα λοιπά ήσυχο μέχρι θανάτου αγελαδοχώρι κάπου στις ατελείωτες βαρετές πεδιάδες της βόρειας Γερμανίας. Γυρισμένη με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, στερεοσκοπικές κάμερες, γερανούς, η ταινία σε βάζει σίγουρα στο κλίμα των «τεσσάρων ημερών μουσικής, λάσπης και ειρήνης». Τεράστιες σκηνές όπου οι μουσικοί μοιάζουν μυρμήγκια μπροστά τους, τεράστια ηχεία, 75000 οπαδοί από κάτω, γηπεδική η κατάσταση, και νομίζω ότι το απόλυτο γκρουπ για τέτοιες συνθήκες δεν είναι ούτε ασφαλώς οι παλιοροκάδες Deep Purple και Alice Cooper, ούτε οι Anthrax ούτε καν οι Motorhead, αλλά οι Rammstein, οι οποίοι με τα φλογοβόλα και τα πυροτεχνήματα και τα άλλα παραφερνάλια τους είναι ότι πρέπει για τέτοιες μάζες που διψάνε να ουρλιάξουν «du, du hast!». Αν πάντως θέλετε να δείτε μία οπτική η οποία να είναι λιγότερο διαφημιστική για το φεστιβάλ και πιο κοντά στον μέσο metalhead θεατή αναζητήστε το σχεδόν cult γερμανικό ερασιτεχνικό φιλμάκι με τον εμπνευσμένο, …βγαλμένο από τη ζωή τίτλο «Μεταλλάδες οι οποίοι κοιτάνε βυζιά («Metaller die auf Brueste starren»)

– The Jam: About the young idea – Bob Smeaton

Παλεύω κάμποση ώρα να βρω κάτι έξυπνο-διαφορετικό να γράψω για τούτο το ντοκυμαντέρ για τους Jam αλλά καμία ιδέα καλή δεν κατεβαίνει. Άει στο καλό! Για ποιο λόγο να το κάνω κιόλας; Για μία ταινία η οποία δεν είχε κι αυτή κάτι έξυπνο-διαφορετικό; Για ένα απόλυτα «by the book» βιογραφικό ντοκυμαντέρ, γραμμικό, χωρίς εκπλήξεις και σκηνοθετικές ιδέες, μιλάνε οι πρωταγωνιστές, μιλάνε και κάποιοι φαν, οι οποίοι λένε και πρωτότυπα συναρπαστικά πράγματα όπως «ταυτίστηκα μαζί τους, μου αλλάξανε τη ζωή» και άλλα τέτοια συγκινητικά, και το φιλμ τελείωνε (ως τι έκπληξις) με την πρόσφατη επί σκηνής επανασύνδεση τους. Ίσως πιο ενδιαφέρουσα να είναι η παρατήρηση ότι η ταινία προβλήθηκε σε ένα μισοάδειο (με αισιόδοξη ματιά) σινεμά, σε πολύ καλή ώρα, βράδυ Παρασκευής, τη στιγμή που η προηγούμενη ταινία με τον ιρλανδό κατάδικο και την ιδιότροπη ανιψούλα του είχε μαζέψει λαό. Διόλου τυχαία νομίζω εγώ, και η εξήγηση δόθηκε έστω και ακροθιγώς και στο φιλμ κατά την αναφορά στις αποτυχημένες απόπειρες των Jam να «πιάσουν» στις ΗΠΑ (αλλά και αλλού). Ήταν πιθανότατα το γεγονός ότι οι Jam ήταν ένα υπερβολικά βρετανικό, λάθος, αγγλικό συγκρότημα, όχι όμως με τον τρόπο που είθισται να λέμε ότι το τοπικό γίνεται παγκόσμιο, αλλά με εκείνον όπου το τοπικό εγκλωβίζεται στα όρια της γεωγραφίας. Αφήστε που ήταν κι από τους …πρωτοπόρους αντιρρησίες του τύπου going …mainstream, όχι όμως υποστηρίζοντας το θετικά, αλλά εμμέσως, πηγαίνοντας κόντρα στο underground. Σκισμένα ρούχα και παραμάνες εσείς; Μοδάτα κουστουμάκια εμείς. Δεν γουστάρετε σιξτίλες, Beatles, Motown εσείς; Και ποπ θα παίξουμε εμείς και soul και μαύρα. Ήσαστε και το παίζετε αντισυστημικοί εσείς; Κι εμείς θα νοσταλγήσουμε τις παλιές καλές ημέρες της βρετανικής αυτοκρατορίας (και θα ρίξουμε και μια δήλωση για τους Τόρηδες, έτσι για την πρόκληση του πράγματος). Τελικά φαίνεται ότι το όλο ζήτημα στη ζωή είναι να διαφέρεις με κάποιον τρόπο από τους δίπλα σου (ας πούμε το αγαπημένο σου Jam κομμάτι, να είναι ένα από το οποίο ούτε καν νότα δεν ακούστηκε σε όλο το φιλμ – το «The Butterfly Collector» δηλαδή).


Arcadia

– Αρκαδία χαίρε – Φίλιππος ΚουτσαφτήςEt in Arcadia ego, κι εγώ επίσης, όχι ότι είναι αυτή η ερμηνεία αυτού του μυστηριώδους αποφθέγματος από τον διάσημο πίνακα του Nicolas Poussin, γι’ αυτό σπάνε εδώ και κάμποσους αιώνες τα κεφάλια τους οι ειδικοί. Από τότε λοιπόν η …ρομαντικόπληκτη Ευρώπη αναζητούσε στην Αρκαδία τον ουτοπικό πνευματικό τόπο, πολλοί ταξίδεψαν σε αυτήν τη γη, είτε νοερά (όπως ο Γκαίτε ή ο Νίτσε) είτε πραγματικά όπως τον Waterboy Mike Scott ο οποίος μέχρι και τραγούδι έγραψε για τον Πάνα). Είτε και κινηματογραφικά, όπως το κάνει ο Φίλιππος Κουτσαφτής στο καινούργιο του …δύσκολο δεύτερο ντοκυμαντέρ (υπάρχει άραγε τέτοια έκφραση και στο σινεμά;), έχει περάσει κοντά μια δεκαπενταετία από την «Αγέλαστο πέτρα», την ταινία η οποία έθεσε στο είδος νέες ράγες (δεν βλέπω πάντως να τις ακολούθησαν πολλοί). Και σε αυτές τις ίδιες ράγες κινείται και σε αυτό το φιλμ, ο τόπος αλλάζει, όχι η ματιά, κι εδώ στην Αρκαδία προσπαθεί να πιάσει την ψυχή του τόπου, ανιχνεύοντας τη συνέχεια ανά τους αιώνες, όχι τη συνέχεια την εθνική/εθνικιστική, αλλά την ανθρώπινη. Το γεγονός δηλαδή ότι εδώ σε τούτα τα χώματα έζησαν, ερωτεύτηκαν, ονειρεύτηκαν μυριάδες άλλοι άνθρωποι, μπορεί αν γνωρίζουμε ή και να μην γνωρίζουμε το όνομα τους, τη λαλιά τους, από τα έργα τους ελάχιστα έμειναν για να …βασανίζουν τους σημερινούς αρχαιολόγους, αλλά σαν η σύντομη παρουσία τους κάτι να άφησε, κάπου, στο χώμα, στον αγέρα, στα δέντρα, σε ένα ταπεινό λουλούδι που πολεμάει ανάμεσα στα ερείπια, σε όλη τη φύση η οποία συνεχίζει ίδια και απαράλλαχτη και αδιάφορη για τα ανθρώπινα καθημερινό της ρυθμό. Εικόνες της περιοχής, με επίκεντρο την αρχαία Τεγέα και τον ναό της Αλέας Αθηνάς, εκεί τριγύρω κινείται η κάμερα, μακριά από το Μαίναλο και την trendy τουριστικά κατακτημένη περιοχή, σε ξεχασμένα χωριά, σε χωράφια, σε σκηνές της σκληρής εργατικής καθημερινότητας, στα πανηγύρια και τις γιορτές σκόρδου (ω ναι!), σε ναούς όπου οι θρησκείες αλλάζουν αλλά η ιερότητα μένει (συγκλονιστική η σκηνή με τη γιαγιά να μαζεύει ζωχούς ανάμεσα στα ερείπια), με μια ελεγειακά λυρική αφήγηση και μια υποβλητική μουσική από τον Κωνσταντίνο Βήτα. Ταινία-μυσταγωγία είσαι-δεν είσαι Αρκάς…

– Dheepan – Jacques Audiard

Η φετινή φοινικοστεφής (για τις Κάννες μιλάμε προφανώς) ταινία είναι ένα σκληρό από κάθε άποψη έργο, γυρισμένο σε ένα από εκείνα τα προάστια του Παρισιού τα οποία δεν είναι Παρίσι, δεν είναι «πόλη του φωτός», εκεί όπου οι κάτοικοι, πρόσφυγες, μετανάστες και γάλλοι που δεν τους θέλουν οι άλλοι γάλλοι, δεν έχουν καν δει τον πύργο του Άιφελ ούτε με τα κιάλια. Οι πρωταγωνιστές είναι μία «πλαστή» οικογένεια, πατέρας, μάνα, παιδί με καμία σχέση ο ένας με τον άλλο, όλα για χάρη της βίζας και της άδειας παραμονής, οι οποίοι αφού το σκάνε από τον πόλεμο στη Σρι-Λάνκα φτάνουν στο Παρίσι και μπλέκουν σε έναν άλλο πόλεμο. Πολύ ωραία κινηματογράφηση, δυσοίωνα σκηνικά, πολύ σκοτάδι, με τις φιγούρες και τις σκηνές να διαλύονται σε αυτό κατά την μετάβαση, «αυθεντικοί» πρωταγωνιστές (πραγματικοί Ταμίλ δηλαδή, με τα ονόματα-σιδηρόδρομους που έχουν, π.χ. ο πρωταγωνιστής λέγεται Τζεσουθάσαν Αντονιθάσαν), δραματική κορύφωση που χτίζεται σκηνή-σκηνή και κριτική (υποτίθεται) του δυτικού ονείρου. Υποτίθεται λέω γιατί στην τελική κάθαρση έπεσε μια δόση παραπάνω feelgood …παραμυθίνης, κάτι που κατά κάποιο τρόπο «ακύρωσε» το νόημα της όποιας κριτικής.

– Ντεγκραντέ (Degrade) – Arab Nasser & Tarzan Nasser

Βλέποντας την ταινία η οποία πήρε φέτος την «Χρυσή Αθηνά», στην παραδοσιακή νυσταλέα προβολή της βραβευμένης ταινίας, Κυριακή βράδυ, αύριο Δευτέρα, οδοντογλυφίδες στο μάτι, όσο να ‘ναι μπαίνεις στην ίντριγκα του «αξίζει-δεν αξίζει». Εντάξει αυτή εδώ έχει κι ένα παλαιστινιακό δημιουργικό χεράκι (χεράκια καλύτερα από τους δίδυμους σκηνοθέτες), ως γνωστόν εμείς έχουμε και μία παραπάνω ευαισθησία και συμπάθεια από εκείνη την εποχή που ο Αντρέας αντάλλασσε φιλιά με τον Γιασέρ. 13 γυναίκες όλες μαζί σε έναν χώρο, ένα ινστιτούτο ομορφιάς είναι ένας πολύ πιθανός χώρος να συμβεί κάτι τέτοιο, κι εκεί τοποθετούν τις ηρωίδες τους οι σκηνοθέτες. Και όλες είναι εξίσου πρωταγωνίστριες, καμία δεν ξεχωρίζει, είναι όλες επιλεγμένες για να αποδώσουν διαφορετικούς χαρακτήρες της κοινωνίας, από την πιο θεούσα με το «αντίσκηνο» μέχρι την πλέον ελευθεριάζουσα αμαρτωλή. Εν τω μεταξύ, έξω στους δρόμους, οι συγκρούσεις, ο πόλεμος, ένας ακόμη, μαίνεται. Συμπαθητική ταινία, σεναριακή κατά βάση, ξεχωρίζει κυρίως για το διόλου συνηθισμένο για ταινίες από εκείνα τα μέρη δηκτικό προς κάθε κατεύθυνση χιούμορ…

05/10/2015

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

20ο ΔΦΚ της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας

17-28 Σεπτεμβρίου 2014


Pulp

Όγδοη συναπτή χρονιά που παρουσιάζεται σε αυτές τις ιστοσελίδες ο μικρός τούτος και απόλυτα προσωπικός ημερολογιακός απολογισμός, σε μορφή εν θερμώ (ή όχι και τόσο) σχολίων, τα είκοσι χρόνια στρογγυλά έκλεισαν φέτος οι Νύχτες Πρεμιέρας, σαν μετρητές των χρόνων που περνάνε λειτουργούν αυτές οι εποχιακές σταθερές, πάλι Σεπτέμβρης ήρθε, με όσο καλοκαιράκι έχει απομείνει, τώρα πλέον πολλοί λέμε «καλή χρονιά» και αποφεύγουμε ως ο διάολος το λιβάνι το politically incorrect «καλό χειμώνα», και … όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν που έλεγε και ο τροβαδούρος. Επέτειος για ένα φεστιβάλ το οποίο κατάφερε από περιθωριακή μεταξύ φίλων και συγγενών διοργάνωση να εξελιχθεί σε ένα μείζον προβεβλημένο πολιτιστικό γεγονός το οποίο έφτασε να δίνει ζωή στα σκοτεινά ταλαιπωρημένα πεζοδρόμια της πόλης αυτής. Αναμενόμενο βέβαια ότι όπως σε κάθε είδους ανάλογη επέτειο, είτε μιλάμε για …κόμματα είτε για διοργανώσεις, περίσσεψαν οι θριαμβευτικές και κάπως αυτάρεσκες δηλώσεις και διακηρύξεις, η αυτοκριτική μόνο απουσίασε, ένα φεστιβάλ γαρ, πέρα από το καλλιτεχνικό μέρος έχει και ένα οργανωτικό, στο οποίο ελάχιστα έχουν βελτιωθεί τα τελευταία (πολλά) χρόνια.Αντιθέτως μετά το πλήγμα με το Αττικόν (το οποίο κατά το ελληνικό «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού» φαίνεται ότι θα …κοσμεί για κάμποσα ακόμη χρόνια το αθηναϊκό κέντρο) τα πράγματα χειροτέρεψαν. Και εντάξει, το Ιντεάλ με τους καθ’ όλα συμπαθείς και εξυπηρετικούς ανθρώπους του, το τεφτέρι και τις σφραγίδες, τις θέσεις χωρίς αρίθμηση (γιούρια κι όποιος προλάβει, «αυτές οι δέκα θέσεις εδώ είναι πιασμένες»), μπορεί να το δεις με μια συμπάθεια σαν ένα vintage κατάλοιπο παλαιότερων εποχών, σαν την κότα μιλανέζα και την αθηναϊκή σφυρίδα που σερβίρονται στο παρακείμενο εστιατόριο. Αφήνω επίσης στην άκρη τεχνικά προβλήματα όπως τις διακοπές (ρεύματος;) που χτύπησαν ανελέητα την ταινία «71» (η οποία παρολ’ αυτά άνετα και αναμενόμενα είχε τόσο δυνατό αντίκτυπο ώστε κατάφερε τελικά να πάρει το βραβείο της Χρυσής Αθηνάς). Αυτά μπορεί να συμβούν…. Δεν μπορεί όμως το πρόγραμμα ενός «διεθνούς» φεστιβάλ να βγαίνει λίγες ημέρες πριν από την έναρξή του. Δεν μπορεί η προμήθεια των εισιτηρίων να προαπαιτεί ένα σαφάρι ανά την Αθήνα σε 4 πλέον (με την προσθήκη της Ταινιοθήκης) κινηματογράφους (…ευτυχώς λέμε που υπάρχει κι ένα Διαδίκτυο;).

Θα μου πείτε, μην γκρινιάζεις, ακόμη και όλα αυτά μπορείς να τα δεις μέσα στα πλαίσια της …παράδοσης, στις σταθερές που έλεγες. Και αν δεν λες «καλό χειμώνα», πες «καλή προβολή» τουλάχιστον, που είναι και η νεόκοπη κινηματογραφόφιλη ευχή (η οποία από μια άποψη έχει και ένα νόημα, εύχομαι καλή προβολή, χωρίς διακοπές, χωρίς να πέσεις στη γειτνίαση μηρυκαστικού καταναλωτή ποπκόρν, δημόσιου σχολιαστή ο οποίος νομίζει ότι παρακολουθεί ιδιωτική προβολή στο σαλόνι του σπιτιού και άλλων παρόμοιων αγενών ειδών που φύονται πολλαπλασιαζόμενα στις εγχώριες αίθουσες).

Και όπως πάντα, όπως και να ‘χει, και του χρόνου…


Green Prince

– The green prince (Ο πράσινος πρίγκιπας) – Nadav Schirman
Σε αυτή την ταινία υπέβαλα -κατά λάθος- τον εαυτό μου σε ένα ενδιαφέρον …πείραμα. Πρώτη ημέρα του φεστιβάλ, ελαφρά απροετοίμαστος και αδιάβαστος βρέθηκα στην αίθουσα, θεωρώντας ότι θα παρακολουθήσω ταινία μυθοπλασίας. Και υπό αυτό το πρίσμα σκεφτόμουν ότι οι δύο «ομιλούσες κεφαλές, οι πρωταγωνιστές της ταινίας και ειδικά ο Παλαιστίνιος, είναι μάλλον μέτριοι ηθοποιοί, διόλου πειστικοί. Κάτι το οποίο, όταν συνειδητοποίησα ότι πρόκειται περί ντοκιμαντέρ και οι άνθρωποι αφηγούνται πράγματι την ιστορία της ζωής τους, μου υπέβαλε τη σκέψη ότι το σινεμά είναι πολλές φορές πιο …αληθοφανές από την ίδια τη ζωή. Πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με μία εκ φύσεως δυνατή έως και απίστευτη ιστορία, με τον γιο ιδρυτικού στελέχους της Χαμάς (του Mosab Hassan Yousef) να γίνεται κατάσκοπος στην υπηρεσία του σατανικού εχθρού, του Ισραήλ δηλαδή. Παρολ’ αυτά, ας μην ξεχνάμε ότι ένα ντοκιμαντέρ μπορεί να βασίζεται σε μια «αληθινή ιστορία», μπορεί όμως κάλλιστα να είναι εξίσου ή και λιγότερο …αληθινό από μια κλασική fiction ταινία, καθώς εμπεριέχει το βλέμμα του σκηνοθέτη, την επιλογή της οπτικής γωνίας, η δε ύπαρξη μιας κάμερας εξ ορισμού δεν αποτυπώνει μόνο μια πραγματικότητα αλλά ταυτόχρονα τη συν-διαμορφώνει (κάτι χρησίμευσαν τα μαθήματα κβαντομηχανικής στο πανεπιστήμιο τελικά).
Πίσω στην ταινία λοιπόν (η οποία πλέον όλοι καταλάβαμε ότι είναι ντοκιμαντέρ), η οποία «μιλάει» περισσότερο με τον λόγο παρά με την εικόνα, τον λόγο του «προδότη» Παλαιστίνιου και του «συνδέσμου» του στην ισραηλινή μυστική υπηρεσία Shin Bet. Προσθέστε ενδιάμεσα και κάποια τηλεοπτικά ντοκουμέντα της εποχής και κάποια δραματοποιημένα περιστατικά συν κάμποσες δυσοίωνες πινελιές θρίλερ μουσικής από τον Max Richter, είναι εμφανές ότι ο σκηνοθέτης επαφίεται σχεδόν τεμπέλικα και αποκλειστικά στην εγγενή δυναμική της ιστορίας (την οποία να σημειώσουμε ότι ο …κατάσκοπος που γύρισε από τη ζέστη, ο οποίος ζει τώρα πλέον στις ΗΠΑ, κατέγραψε και σε βιβλίο με τίτλο «Son of Hamas»). Είναι γνωστό εδώ και αιώνες άλλωστε ότι οι πάσης φύσεως προδότες είναι πάντοτε ενδιαφέρουσες δραματουργικά προσωπικότητες, ωθούμενοι από σύνθετα κίνητρα και σκέψεις, ασχέτως αν οι ίδιοι καταλήγουν στην (εξ ορισμού αναπόδεικτη) σωτηριολογία οι δε προδομένες εθνικές ορθοδοξίες/μυθολογίες προσπαθούν να τους θέσουν σε απλουστευτικά και υποτιμητικά πλαίσια. Τα πράγματα στη ζωή δεν μπαίνουν πάντοτε τόσο εύκολα σε καλούπια, το δε casting του καλού και του κακού μπορεί να αποδειχθεί δυσκολότερο έργο απ’ ότι υποθέτουμε ή/και θα θέλαμε, ακόμη και σε τόσο ακραίες συγκρούσεις όπως αυτή η οποία λαμβάνει χώρα στη Μέση Ανατολή. Τέτοιες ανάλογες σκέψεις και προβληματισμοί νομίζω δικαιολογούν την ύπαρξη ταινιών σαν και αυτή…– The grand seduction (Ο αξέχαστος μήνας) – Don McKellar
Από την παλιά μεγάλη απόδραση, στην μεγάλη περιπλάνηση, την Grande Vadrouille με τον Ντε Φυνές (για να μην αναφέρω και την μεγάλη απόφραξη του Τσάκωνα), έχουμε τώρα και την μεγάλη αποπλάνηση. Ή τον αξέχαστο μήνα όπως μεταφράστηκε πιο «σεμνά» ελληνιστί αυτό το remake μια γαλλόφωνης καναδικής ταινίας του 2003. Μην πάει ο νους σας όμως στο πονηρό, το αντικείμενο του πόθου εδώ είναι απλά ένας γιατρός. Ένα ξεχασμένο μπακαλιαροχώρι στη Νέα Γη του Καναδά προσπαθεί να πείσει το νέο του γιατρό να παραμείνει στην άγονη γραμμή με κάθε δυνατό αδίστακτο τρόπο, επιστρατεύοντας κάθε κόλπο δοκιμασμένο και αδοκίμαστο από την εποχή του …Ποτέμκιν (όχι του θωρηκτού) και δώθε. Ο ιερός σκοπός δεν είναι όμως τόσο η ιατρική φροντίδα των κατά πλειοψηφία άνεργων κατοίκων όσο η προσέλκυση της …grande επένδυσης μιας πετρελαϊκής βιομηχανίας η οποία και θα φέρει ζωή και δουλειά στο χωριό. Ωραίος ηθοποιός ο Brendan Gleeson, επιτυχημένη η διανομή των ρόλων, κατά στιγμές έξυπνο, ακόμη και ξεκαρδιστικό το χιούμορ, στο δε happy-end έρχεται γραφικά και τακτικά η …ανάπτυξη (με λίγο μπαξίσι και λίγο ρουσφέτι), όλα καλά. Αρκεί να μην προσπαθήσετε να σκαλίσετε το χιούμορ αναζητώντας κάποια πολιτική ή έστω κοινωνική μεταφορά. Θα μείνετε με μια μάλλον άνοστη και όλο συντηρητικά κυνική γεύση. Εν τέλει μένει μια ανώδυνη κωμωδία κατάλληλη για τα κυριακάτικα μεσημεριανά …μεγάλων καναλιών.


Fort Tilden

– Fort Tilden (Οχυρό Τίλντεν) – Sarah-Violet Bill/Charles Rogers
Σα βγεις στον πηγαιμό για το Fort Tilden να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος (αρκεί βέβαια να μην είσαι θεατής της ομώνυμης ταινίας). Η οδύσσεια μίας μέρας δύο καλοζωισμένων και κακομαθημένων πολυάσχολων με το …τίποτα μπρουκλινέζων οι οποίες «θέλουν απλώς να φτάσουν στην παραλία, στα ναρκωτικά και στα αγόρια που τις περιμένουν εκεί». Θεωρητικά υποθέτω η ταινία θέλει να είναι «η απόλυτη σάτιρα για τους χιπ εικοσάρηδες» (γκουχ γκουχ, εικοσάρηδες; για προσθέστε και κάμποσα χρονάκια ακόμη, για τα δικά μας εγχώρια δεδομένα και άλλα είκοσι ακόμη). Και προσπαθεί εμφανώς να ξεμπροστιάσει την εγωπαθή χίψτερ ρηχότητα και την κυνική ειρωνική αναισθησία τους (την οποία καταφέρνει να αποδώσει εξαιρετικά στην ιστορία με τα γατάκια τα οποία αρχικά «σώζουν» για να τα αφήσουν τελικά αλαφρόμυαλα να πνιγούν). Βγαίνοντας από την ταινία έχεις κι έναν εκνευρισμό από το O.D. βλακείας το οποίο υπέστης, δυσκολεύεσαι δε να διαχωρίσεις εάν αυτό οφείλεται στην ίδια την ταινία ή στο θέμα της, σκέφτεσαι ότι πιθανότατα αυτός να ήταν ο στόχος των σκηνοθετών, οπότε μήπως τελικά ήταν επιτυχημένη η σάτιρα; Ή μήπως, όπως συμβαίνει συχνά στην σάτιρα, όταν ασχολείσαι με σαχλαμάρες καταλήγεις να σαχλαμαρίζεις κι εσύ; (γεια σου Λάκη). Μπέρδεμα… Αν πάντως μπεις στον πειρασμό να μιλήσεις για «χαμένες γενιές», έχε κατά νουν ότι τα ισοπεδωτικά τσουβαλιάσματα ανθρώπων και ηλικιών σε «γενιές» είναι εξίσου ανόητα με τις πρωταγωνίστριες της εν λόγω ταινίας…– Beautiful Noise (Όμορφος θόρυβος) – Eric Green/ Sarah Ogletree
Νομίζω πρέπει να είναι το πρώτο μουσικό ντοκιμαντέρ στην ιστορία του κινηματογράφου το οποίο γυρίστηκε για ένα είδος μουσικής το οποίο …αποφεύγει να ονοματίσει. Εντάξει, είναι γνωστή η αλλεργία πολλών μουσικών για την κατηγοριοποίηση (εν προκειμένω ήταν ο Robin Guthrie αυτός ο οποίος επέβαλε την επιλογή αυτή: «μα και στον Νονό δεν ακούγεται πουθενά η λέξη μαφία»!), εντάξει, είναι επίσης γνωστό ότι ο εν λόγω όρος αρχικά ξεκίνησε με κοροϊδευτική διάθεση, η επιλογή αυτή όμως στην πράξη δεν αποδεικνύεται διόλου λειτουργική. Να ‘ταν όμως μόνο αυτό το πρόβλημα της ταινίας αυτής για το shoegaze (σσσσς, να μείνει μεταξύ μας αυτό ε;). Προϊόν μιας μακράς και δύσκολης οικονομικά πορείας (και αυτό βγαίνει προς τον κόσμο), το φιλμ ακολουθεί την πεπατημένη επιτυχημένη (;;) συνταγή της «low-budget-πιάσε την κάμερα και τράβα» εποχής: βάλε τους πρωταγωνιστές να μιλάνε (αν πέσεις και σε καμιά πιπεράτη αντιπαράθεση και ανάψουν τα αίματα, όπως εδώ του Alan McGee με τον Kevin Shields, ακόμη καλύτερα), βρες και μερικούς ακόμη σχολιαστές (ο Billy Corgan, o Trent Reznor και ο Robert Smith σε όχι ιδιαίτερα πρωτότυπες παρεμβάσεις), πρόσθεσε και μερικά βιντεάκια και… αυτό ήταν. Δεν έχουμε (και δεν οφείλουμε να έχουμε) απαιτήσεις ακαδημαϊκής πληρότητας και εμβάθυνσης από ένα ντοκιμαντέρ. Έχουμε όμως απαιτήσεις για την άποψη. Η οποία εδώ απουσιάζει, με τον ισοπεδωτικό τρόπο που παρουσιάζονται τα συγκροτήματα και με την ιστορία να προσπαθεί να χωρέσει στο οοοο-τόσο προβλέψιμο (και πολλές φορές ανιστόρητο) σχήμα «άνοδος-ακμή-παρακμή-αναβίωση». Και μπορεί οι μουσικές οι οποίες περνάνε από την ακουστική μπάντα να είναι όμορφες, κάποιες μάλιστα πανέμορφες και αγαπημένες (Cocteau Twins, Jesus and Mary Chain, My Bloody Valentine, Ride, Slowdive για να περιοριστώ στην Α’ Εθνική του είδους), αλλά το fan και το fun των δημιουργών έμεινε …μεταξύ μας. Πολύ αμφιβάλλω αν κάποιος τυχαίος θεατής ο οποίος «είδε φως και μπήκε» μόλις επέστρεψε στο σπίτι να έψαξε κάτι περαιτέρω (δεν θα ήξερε και με τι όνομα να το ψάξει!). Μόνο για οπαδούς και γνώστες, αυστηρά, αυστηρότατα, πιο αυστηρά δεν γίνεται…


Jack

– Jack – Edward Berger
«Πως το βάσταξ’ η καρδιά σου, κι άφησες βρε τα παιδιά σου/μες στους δρόμους τα καημένα, ορφανά και λυπημένα» έλεγε το παλιό ρεμπέτικο του Κάβουρα. Στην ταινία αυτή, η σύγχρονη κακούργα μάνα Sanna είναι περισσότερο απασχολημένη με την προσωπική της ζωή, παρά με τη φροντίδα των παιδιών, πατέρας δεν υπάρχει, έτσι το κενό αναλαμβάνει να αναπληρώσει ο δεκάχρονος Τζακ, δύσκολο πράγμα να μεγαλώνει κανείς γονείς τη σήμερον ημέρα. Τα χτυπήματα όμως της μοίρας θα στείλουν τον μικρό Τζακ πρώτα σε ίδρυμα, από το οποίο όμως θα αποδράσει μετά από ένα σκληρό επεισόδιο και τελικά θα καταλήξει στους δρόμους χέρι-χέρι με τον ακόμη μικρότερο αδερφό του Μάνουελ να ψάχνουν μαζί την αλαφρόμυαλη μάνα. Μπορεί να μην χρειάστηκε να δουλέψει λουστράκος όπως ο …Βασιλάκης ο Καΐλας στην αξέχαστη ταινία της Μαρίας Πλυτά, θα περιπλανηθεί όμως στους δρόμους και τις λεωφόρους του Βερολίνου, ενός Βερολίνου το οποίο καμία σχέση δεν έχει με την απανταχού τουριστική hip φαντασίωση, σε εγκαταλελειμμένα αμάξια και παγκάκια, μπαρ, εμπορικά κέντρα, άδεια στάδια, πάρκινγκ, σταθμούς του μετρό, συναντώντας αδιάφορους γνωστούς και άγνωστους, έτσι είναι οι σύγχρονες μητροπόλεις, αδιάφορες, η κίνηση κυλάει και κυλάει, οι ώρες περνάνε και το βράδυ πέφτει σκληρά μοναχικό. Είναι στιγμές στην ταινία όπου νιώθεις την ατελείωτη μοναξιά του παιδιού στην μεγάλη πόλη, η αργή και ρεαλιστική με κάμερα στο χέρι σκηνοθεσία αφήνει χρόνο στα συναισθήματα να εκδηλωθούν και να εντυπωθούν, αν και δεν αποφεύγει τον πειρασμό του συναισθηματικού μελό «εκβιασμού» με μερικά καίρια τοποθετημένα …βιολιά. Μάλλον περιττό θα έλεγα, άλλωστε οι ιστορίες με χαμένα και μόνα παιδιά κατάφερναν εύκολα να συγκινούν από τους καιρούς που τα παιδιά χάνονταν στα δάση και όχι στις μεγαλουπόλεις. Πολλά λέγονται για ομοιότητες με τους αδερφούς Νταρντέν και ειδικά με την Ροζέτα τους, μάλλον επιφανειακές θα έλεγα ότι είναι, το «Jack» αφηγείται το θέμα του χωρίς να πολυσκαλίζει την κατάσταση και χωρίς να ανοίγει πολλές πτυχές προβληματισμού. Αυτό που μένει περισσότερο στο τέλος είναι η ερμηνεία του μικρού Ivo Pietzcker, o οποίος ουσιαστικά κουβαλά όλη την ταινία στους δεκάχρονους ώμους του. Και τα καταφέρνει άψογα…– The heart machine (Μηχανή ψεύδους) – Zachary Wigon
Δεν είναι και τόσο σύγχρονη όσο νομίζουμε ιδέα το online dating, οι Kraftwerk από το 1982 έλεγαν για «Computer love», ακόμη και η διόλου φουτουριστική France Gall τραγουδούσε ήδη το 1968 για τον Computer Nr 3 ο οποίος διαλέγει «για μένα το αγόρι το σωστό και την εγγυημένη αγάπη». Εσχάτως πάντως, μαζί με τα site γνωριμιών και τις εφαρμογές (τα applications ντε) που γράφονται διαρκώς από …start-up επιχειρήσεις στην προσπάθεια μπας και πιάσουν την οικονομική καλή, πληθαίνουν και οι απόψεις όπως «το ιντερνέτ έχει καταστρέψει τις ανθρώπινες σχέσεις», «ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά», ουπς, αυτό το έλεγε ο Σαμαράκης εδώ και κοντά μισό αιώνα, εκείνα τα παλιά χρόνια που υπήρχε ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, δεν ξέρω βέβαια αν το ίδιο θα έλεγε και η γιαγιά μου η οποία είδε τον παππού πρώτη φορά στην εκκλησία. Πάντως εν προκειμένω, οι …στέγες των δύο από μακρόθεν, αποκλειστικά μέσω Skype ερωτευμένων αποδεικνύονται πολύ πιο κοντά απ’ ότι είχε ομολογήσει το κορίτσι στο αγόρι στην αρχή της γνωριμίας τους. Το κορίτσι στο Βερολίνο, το αγόρι στη Νέα Υόρκη, κάποιο λάκκο όμως έχει η φάβα και ψύλλοι στα αυτιά του αγοριού μπήκανε και έτσι ξεκινάει μια ντετεκτιβίστικη έρευνα ανακάλυψης της αλήθειας, μέχρι και στα σκουπίδια θα φτάσει να ψάξει για χάρη της. Η ταινία θέλει να κάνει ένα σχόλιο πάνω στην σύγχρονη τεχνολογική μοναξιά, ήδη με την εναρκτήρια σκηνή το υπογραμμίζει με τον πρωταγωνιστή σε ένα πάρτυ, όλοι τριγύρω χορεύουν αλλά αυτός έχει γκόμενα (σ)το κινητό και το laptop και ανυπομονεί να βρεθεί κοντά του (της). Θέλει, αλλά τελικά παραμένει στην επιφάνεια, δίχως να φωτίζει χαρακτήρες και να σκαλίζει αιτίες, γιατί αν το κορίτσι με τα ψέματά του είναι η «κακιά της ιστορίας», η αρρωστημένη σχεδόν εμμονή του αγοριού παραμένει ανεξήγητη και ψυχολογικά προβληματική. Τυπική φεστιβαλική ταινία, βλέπετε ευχάριστα, ξεχνιέται εξίσου ευχάριστα….


71

– 71 – Yann Demange
71. Ήτοι 1971. Στη μέση των γεγονότων τα οποία έχουν μείνει στην βρετανική ιστορία ως «The Troubles», οι φασαρίες, μια στρατιωτική μονάδα από ψάρακες νεοσύλλεκτους στέλνεται στην καρδιά των γεγονότων, σε ένα Μπέλφαστ άγρια διχοτομημένο ανάμεσα σε προτεστάντες «ενωτικούς» και καθολικούς «εθνικιστές» (με τα τείχη και τις κατ’ ευφημισμό «γραμμές ειρήνης» να υπάρχουν μέχρι και σήμερα). Σε μια επιχείρηση ρουτίνας (;) στη διαβόητη Falls Road, η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο και ένας στρατιώτης αποκόπτεται από την μονάδα του και βρίσκεται πληγωμένος και μόνος στη λάθος πλευρά της πόλης. Μια ανηλεής καταδίωξη ξεκινά (εκείνη τη στιγμή σαν να σιγομουρμούριζα τον σκοπό από το «Chase του Μoroder), μια μάχη επιβίωσης σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον όπου οι γραμμές είναι θολές, όχι μόνο από τον καπνό των φλεγόμενων αναποδογυρισμένων αυτοκινήτων, αλλά από την ανησυχητική αίσθηση ότι δεν μπορείς να διακρίνεις ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός. Ειδικά όταν στην ιστορία μπλέκουν παραστρατιωτικοί, μυστικοί και αλληλοσπαρασσόμενες φράξιες. Η ταινία είναι εντυπωσιακή στον τρόπο με τον οποίο απεικονίζει το αφιλόξενο αστικό τοπίο, όπου παραδοσιακά σπίτια με κόκκινα τούβλα και γιγαντιαία οικιστικά απρόσωπα συγκροτήματα (εκπληκτικές οι σκηνές από το Divis) μοιάζουν εξίσου απειλητικά μέσα στη νύχτα, και χτίζει μία ένταση η οποία σε κρατά καρφωμένο στο κάθισμα και για τις δύο σχεδόν ώρες που διαρκεί (κάποια στιγμή ένιωσα το χέρι της διπλανής να με αγκριφώνει από το μπράτσο). Ο δε Jack O’Connell δίνει μια εκπληκτική σωματικά εκφραστική ερμηνεία στον ρόλο ενός στρατιώτη αντι-ήρωα ο οποίος δεν είναι ο σκληρός μαχητής που επιβιώνει καθαρίζοντας ότι πετάει και κινείται, δεν βρισκόμαστε σε πατριωτικό videogame. Παρολ΄ αυτά, δεν έχουμε να κάνουμε με μια ιστορική πολεμική ταινία, προλαβαίνω όσους θα πάνε στο σινεμά με προκαταλήψεις στο σακίδιο (όπου ως γνωστόν εμείς οι έλληνες είμαστε πάντα με τον αδύνατο, αρκεί να μην είμαστε εμείς οι ισχυροί), δεν καταγγέλλει ούτε αναλύει, περισσότερο δίνει τροφή για σκέψη και περαιτέρω ψάξιμο. Κυρίως όμως είναι μια ταινία η οποία προσπαθεί να αποκαλύψει πως τα γρανάζια της ιστορίας εμπλέκουν στις αιχμές τους μικροϊστορίες ανθρώπων οι οποίοι ουσιαστικά δεν έχουν καμία επιλογή, καμία εναλλακτική και την ώρα της φωτιάς μένουν με το ζωώδες ένστικτο της επιβίωσης. Ακόμη κι αν είναι με την πλευρά του «κακού, του θύτη. Και αν «εκ του καναπέος» σας νομίζετε ότι οι επιλογές αυτές είναι εύκολες, αναρωτιέμαι πόσοι από εσάς που θεωρητικά είστε εναντίον του στρατού, των όπλων και της βίας, τολμήσατε (εν καιρώ ειρήνης και χαλαρότητας μάλιστα) να παρακούσετε το χαρτί της «μαμάς πατρίδας»;– 20.000 days on earth (20.000 μέρες στη γη) – Jane Pollard/Iain Forsyth
Στο ντιβάνι με τον Nick. Μια μέρα στη ζωή του Nick. Ο Nick για τον Cave. Ας αφήσουμε τους εγωισμούς και ας μιλήσουμε λίγο για τον Nick. Θα μπορούσαν να είναι και εναλλακτικοί τίτλοι αυτού του ντοκιμαντέρ για τον Nick Cave. Προτιμήθηκε υποθέτω ο πιο ευφάνταστος «20.000 ημέρες στη γη» (και ουχί ο κάπως ανοικονόμητος «28 εκατομμύρια λεπτά στη Γη»). Η ταινία παρακολουθεί μια φανταστική «τυπική» ημέρα στη ζωή του Cave, ξεκινάει με το ξυπνητήρι να χτυπάει σαν τρελό, μην με ξυπνάς απ τις έξι, ο Nick όμως απτόητος σηκώνεται, με το μαλλί στην τρίχα εννοείται και το παντελόνι στην άψογη τσάκιση, έτσι είναι οι (ροκ) σταρ δεν είναι σαν κι εμάς τους κοινούς θνητούς που σηκωνόμαστε με τις πυτζάμες και το αναμαλλιασμένο κεφάλι. Μετά αφήνουμε το (μάλλον αποστειρωμένο) σπιτικό του και η κάμερα τον ακολουθεί στην καθημερινή δραστηριότητα, όχι μη νομίσετε ότι πηγαίνει στο σουπερμάρκετ, στην τράπεζα ή στην εφορία, όοχι… Ξεκινάμε με επίσκεψη στον Ψι όπου μιλάει για τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη σεξουαλική του εμπειρία, μετά το σκηνικό μεταφέρεται στο στούντιο όπου καταγράφει το «work in progress» του τελευταίου άλμπουμ του «Push the sky away», μετά στο αυτοκίνητο, όπου παρελαύνουν παλιοί συνεργάτες και φίλοι σε φάση «ας αφήσουμε όμως τα δικά μου και πες μου τα δικά σου. Μίλα μου για μένα», η Kylie (στο πίσω κάθισμα), ο ηθοποιός Ray Winstone, ο Blixa με προγούλια (του γάμου και/ή της ηλικίας;) σε ένα σύντομο αμήχανο πέρασμα, ίσα για να πειστούμε ότι δεν πλακώθηκαν κατά τον χωρισμό, μετά επίσκεψη στο σπίτι του πιστού Warren Ellis για αναπόληση πάνω από ένα πιάτο χέλια με μαύρα μακαρόνια, μετά πάλι δουλειά στο στούντιο, μετά στο αρχείο-μουσείο (του) για σκάλισμα παγωμένων από τον φωτογραφικό φακό αναμνήσεων (του), κάπου εδώ εμφανίζεται και η σκιά μόνο του Mick Harvey, στο τέλος πίτσα με τα παιδιά μπροστά στην TV. Η κάμερα ελάχιστες φορές αφήνει το πρόσωπο του Nick, οι σκηνοθέτες είναι προφανές ότι βρίσκονται υπό την επήρεια και καθοδήγησή του (και ουχί, ως είθισται, το αντίστροφο).
Δεν ξέρω πόσοι (από το ασφυκτικά γεμάτο και …sold-out εδώ και μέρες Ιντεάλ, ανήμερα των γενεθλίων του Nick μάλιστα) περίμεναν κάτι διαφορετικό, μια ματιά ίσως των σκηνοθετών πίσω από την δημόσια εικόνα του ροκ σταρ, αν υπήρχαν τέτοιοι θα έμειναν με την ματαιωμένη προσδοκία. Στην πραγματικότητα δεν θα την αποκαλούσαμε καν βιογραφία. Πρόκειται περισσότερο για τη ματιά προς τα πίσω ενός νάρκισσου (ποιος δεν είναι;) μουσικού, ο οποίος προσπαθεί να κατασκευάσει/ανακαλύψει/εφεύρει ένα αφήγημα ζωής (ποιος δεν το κάνει;) το οποίο να στηρίζει το παρόν και να αποτελεί βάση για το μέλλον.
Κάπου εδώ θα μπορούσα να πω ότι η ταινία αφορά μόνο τους ουκ ολίγους φανατικούς οπαδούς του Σπηλιά (στους οποίους ποτέ δεν άνηκα, πόσο μάλλον τώρα που έχω μερικές …χιλιάδες μέρες να ακούσω καλό άλμπουμ από τα χεράκια του), όμως ο άνθρωπος λέει κατά στιγμές ενδιαφέροντα πράγματα, ειδικά όσον αφορά τη διαδικασία παραγωγής ενός τραγουδιού, της οποίας προσδίδει μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση. Το σίγουρο πάντως είναι ότι κράτησε τις αποστάσεις και δεν κουνήθηκε ούτε τρίχα, ούτε μια ζάρα δεν σχηματίστηκε στο ατσαλάκωτο προσεκτικά χτενισμένο image του. Κι αν η λέξη image υπονοεί κάτι το ψεύτικο, σκέφτομαι ότι αυτό δεν είναι η τέχνη; Ένα παραμύθι. Και τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα, που έλεγε και ο Παύλος ο Παυλίδης.


Resistance

– Natural Resistance (Φυσική αντίσταση) – Jonathan Nossiter
H ταινία αυτή είναι φαινομενικά μόνο για το κρασί. Φαινομενικά λέω, διότι στην ουσία της είναι πολιτική, όχι με την έννοια που «όλα είναι πολιτικά», αλλά με την κυριολεκτική και μάλιστα την στρατευμένη της έννοια. Ο δημιουργός είχε κάνει αίσθηση πριν σχεδόν μια δεκαετία με το «Mondovino», στην ίδια μαχητική γραμμή συνεχίζει και στην «Φυσική αντίσταση». Έτσι εδώ παίρνει την κάμερα στο χέρι και περιδιαβαίνει αμπελώνες και οινοποιεία της Τοσκάνης, του Πεδεμοντίου, της Εμίλια και συζητά με μικρούς παραγώγους και καλλιεργητές. Σαν ντοκιμαντέρ τεχνικά δεν διεκδικεί ιδιαίτερες κινηματογραφικές δάφνες, εμφανώς δεν είναι αυτός ο σκοπός του, αν και προσπαθεί να σπάσει τη μονοτονία του μπλα-μπλα με παρένθετες εικόνες από παλιές ιταλικές ταινίες οι οποίες σχολιάζουν (χμμμ) τα λεγόμενα. Το πνεύμα του «Αντισταθείτε» διαποτίζει το φιλμ με πολύ πάθος, οφείλουμε δε να του πιστώσουμε το γεγονός ότι εστιάζει σε περιπτώσεις οι οποίες δρουν θετικά και δεν μένει στην στείρα άρνηση. Όμως απαιτείται ένα κριτικό και καχύποπτο μάτι για να ξεχωρίσει μισές αλήθειες (όπως οι παρατηρήσεις για τον συντηρητικό ρόλο που έχει αρχίσει να παίζει η καλών αρχικών προθέσεων ετικέτα ΠΟΠ -Προστασία Ονομασία Προέλευσης-, μιας και ως γνωστό η προτυποποίηση επιφέρει και ομογενοποίηση) από τις συνωμοσιολογικές περικοκλάδες, τις μεταφυσικές …βιοδυναμικές δοξασίες και τα επιστημονικά αστήρικτα επαγωγικά άλματα (του τύπου π.χ. «θέλουν να ελέγχουν την τροφή μας, άρα να ελέγχουν την σκέψη μας» οι κάποιοι, οι κακοί καπιταλιστές εννοείται). Και έτσι από την υπερβολή των πρόσθετων και των φυτοφαρμάκων εύκολα φτάνουμε στο άλλο άκρο μιας ανορθολογικής, αντι-τεχνοκρατικής και αντι-διανοουμενίστικης (πφφφ, τα πανεπιστήμια δεν μας μαθαίνουν τίποτε, είναι σκλάβοι της αγοράς, οι αγράμματοι αγρότες είναι αυτοί που γνωρίζουν την αλήθεια) στάσης, μιας νοσταλγίας για τα χρόνια πριν από την «παρακμή» η οποία γειτνιάζει λίαν επικίνδυνα με μοδάτες εσχάτως ολοκληρωτικές ιδεολογίες. Και όλα αυτά σε μια Δύση η οποία …νομίζει ότι υποφέρει, η οποία πάσχει από παχυσαρκία και (νομίζει ότι πάσχει) από δυσανεξία στη γλουτένη και αναζητεί τη σωτηρία στον ιδεολογικοποιημένο διατροφικό ηθικισμό και στα (παγκοσμιοποιημένα;) γκόντζι-μπέρια. Και εννοείται εκφράζει ευαισθησία και συμπόνια για την κατάσταση στον άλλο τρίτο κόσμο. Τούτα όμως είναι θέματα πολύπλοκα και απαιτούν μακρά συζήτηση, ίσως να τα κουβεντιάσουμε με ένα ποτήρι καλό κρασί. Μα το ρωτάτε; Εννοείται βιολογικού…– Rocks in my pockets (Πέτρες στις τσέπες μου) – Signe Baumane
Νομίζω ότι είναι γνωστό από παλιά ότι η τέχνη είναι (και) μια δημόσια αυτο-ψυχανάλυση (ακόμη και η κριτική της, καλή ώρα), ένας τρόπος να φιλτράρεις το πανανθρώπινο και να το κάνεις προσωπικό αλλά και ένας τρόπος να κοινωνήσεις το απόλυτα προσωπικό και να το κάνεις πανανθρώπινο. Νομίζω επίσης ότι είναι γνωστό (όχι από τόσο παλιά αυτό) ότι με την ένατη τέχνη, τα κόμικς, μπορείς να προσεγγίσεις θέματα ασήκωτα σοβαρά με μια ανάλαφρη σοβαρότητα και με μια οπτική η οποία μπορεί να φτάσει πιο εύκολα στην καρδιά. Κάτι τέτοιο κάνει και η Λετονή Signe Baumane σε τούτο το ταινιάκι. Αγγίζει το βαρύ θέμα της ψυχικής νόσου, της κατάθλιψης, της δικής της κατάθλιψης και αναζητά τη ρίζα του κακού στα καταραμένα τα γονίδια, πιάνοντας το νήμα από την γιαγιά της την Άννα, η οποία δεν κατάφερε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στο ποτάμι γιατί δεν είχε «πέτρες στην τσέπη» και φτάνοντας μέχρι τη σημερινή γενιά και τελικά στην ίδια. Η οικογενειακή αυτή σάγκα ξεδιπλώνεται με χιούμορ, άλλες φορές κυνικό και άλλες φορές συγκινητικό, με φόντο τη μαρτυρική ιστορία της Λετονίας του 20ου αιώνα η οποία σημαδεύτηκε (και κατ’ ουσία σημαδεύεται ακόμη) από δύο επώδυνες κατακτήσεις, από ναζί και σοβιετικούς. Το φιλμ είναι όμορφα κινηματογραφημένο με την τεχνική του stop motion animation, όλα τα κάνει η ίδια η Baumane, one-woman show, από το σκίτσο και το σενάριο μέχρι και την αφήγηση με την ιδιάζουσα, κάπως αστεία αλλά εκφραστική προφορά της στα αγγλικά. Πραγματικά δεν ξέρω αν η ρίζα της κατάθλιψης είναι πράγματι εκεί που την αναζητά η δημιουργός, στο DNA δηλαδή και την κληρονομικότητα, εδώ μπαίνουμε σε μια οριακή και λίαν αμφιλεγόμενη ζώνη της ιατρικής (θυμήθηκα τώρα το SPK που δήλωνε ότι νόσος είναι ο καπιταλισμός π.χ.). Το σίγουρο είναι ότι η τέχνη μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματικός σύντροφος από τις μοντέρνες χαπακο-κεντρικές πρακτικές σε αυτή την προσωπική μάχη δίχως τέλος αλλά με ελπίδες. Και από ελπίδες το φιλμάκι τούτο αφήνει αρκετές…


Canal

– The canal (Το κανάλι) – Ivan Kavanagh
Στον μουσικό βιότοπο ανθεί τα τελευταία χρόνια μια τάση, θα μπορούσαμε να την πούμε και μουσική του συλλέκτη δίσκων, η οποία αξιοποιώντας τη σχεδόν απεριόριστη διαθεσιμότητα μνήμης και αποθηκευτικού χώρου, τρυγάει και κορφολογεί ήχους από κάθε ξεχασμένη και αξέχαστη γωνιά του μουσικού παρελθόντος, τους συγχωνεύει χωρίς να τους (πολυ)χωνεύει και … ιδού ένα αποτέλεσμα όπου το name-dropping ψαγμένων επιρροών είναι πιο σημαντικό από τη μουσική την ίδια. Κάτι αντίστοιχο αλλά στο κινηματογραφικό πεδίο μου θύμισε η ταινία «Το Κανάλι» του Ιρλανδού σκηνοθέτη Ivan Κavanagh. Και ο ίδιος νομίζω μας κλείνει κατά κάποιον τρόπο το μάτι βάζοντας τον ήρωά του να εργάζεται ως …αρχειονόμος σε μια κινηματογραφική βιβλιοθήκη, με απεριόριστη πρόσβαση σε φιλμάκια του απώτερου αλλά και απώτατου παρελθόντος. Η ταινία θα έλεγε κανείς ότι είναι ουσιαστικά μια επιτομή ταινιών ψυχολογικών και …αψυχολόγητων θρίλερ, δεν θα αναφέρω σκηνοθέτες, από κάθε έναν από τους μεγάλους του χώρου μπορεί να αναγνωριστεί μια επίδραση. Το στόρυ από μόνο του αποκαλύπτει πολλά: ένα ευτυχισμένο ζευγάρι νοικιάζει το καινούργιο του σπίτι δίπλα στο κανάλι, αποκτάει και παιδί, μέχρι που… Ο σύζυγος ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του έχει εραστή και ότι στο σπίτι τους πριν από κα’ναν αιώνα είχαν διαπραχτεί κάμποσοι φρικτοί φόνοι. Κι αν αυτό ήδη κάτι σας θυμίζει, η συνέχεια είναι έχει όλα τα κλισέ και συμφέρει, ψιθύρους, φωνές από το υπερπέραν, χαλασμένες λάμπες σε δημόσιες τουαλέτες (μα τι κάνει ο δήμος Δουβλίνου;), τριξίματα (μα αυτές οι πόρτες, να μην τις λαδώνει κανένας;), μια κάμερα η οποία αποκαλύπτει όσα δεν βλέπει το μάτι, βήματα στον πάνω όροφο, λίγες splatter-κέτσαπ σκηνές έτσι για έξτρα γεύση, και όπως όλα τα θρίλερ ένα αθώο παιδί σαν αντίστιξη στο περιρρέον κακό («μπαμπά, μπαμπά, ξύπνησα από έναν θόρυβο και θέλω να πάω για πιπί»). Η πολλή δουλειά η οποία έχει πέσει στο ηχητικό κομμάτι, περισσότερο να προσπαθεί να μας ξαφνιάσει παρά να μας τρομάξει και ίσως και να μας αποσπάσει από το προβλέψιμο τέλος που το βλέπαμε να έρχεται ήδη από το πρώτο μισάωρο. «Ώρα να αλλάξουμε κανάλι αγάπη μου» ετοιμάστηκα να πω κάποια στιγμή, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είμαστε σε κινηματογράφο και συγκρατήθηκα…– Finding Fela! (Ανακαλύπτοντας τον Φέλα Κούτι) – Alex Gibney
Εδώ έχουμε την ανάποδη περίπτωση από αυτή που απαντούμε συχνά στα μουσικά ντοκιμαντέρ (βλέπε παραπάνω και παρακάτω). Ο τύπος (ο σκηνοθέτης) είναι επαγγελματίας. Με αμφότερες τις έννοιες και τις σημασίες. Τον λένε λοιπόν Alex Gibney, είναι …αλυσίδα παραγωγής ντοκιμαντέρ επί παντός του επιστητού, από τον ποδηλάτη Lans Armstrong και τα Wikileaks έως την Αλ Κάιντα και τη σεξουαλική κακοποίηση στην καθολική εκκλησία. Έχει πάρει κι ένα αγαλματίδιο του θείου Όσκαρ ως επιστέγασμα όλων αυτών. Εδώ, όπως είναι προφανές από τον τίτλο, καταπιάνεται με την προσωπικότητα του Fela Kuti. Ποιος είναι ο Fela Kuti όμως; Το βασικό προτέρημα του ντοκιμαντέρ αυτού είναι ότι ακόμη κι αν στην παραπάνω ερώτηση απαντήσει κάποιος «ιδέα δεν έχω», μετά από δύο ώρες παρακολούθησης θα έχει μια σχεδόν πλήρη εικόνα της μουσικής και της πολιτικής ιδεολογίας του σπουδαίου αυτού Νιγηριανού (ή μήπως να πω καλύτερα Παν-αφρικανού ή Καλακουτιανού;) μουσικού. Ενός μουσικού ο οποίος πέρασε των παθών του τον τάραχο από το δικτατορικό καθεστώς της χώρας, ήρθε σε ανελέητη σύγκρουση μαζί του, χρησιμοποίησε ακόμη και τη «μουσική σαν όπλο», και παρά τις αντιφάσεις, τις μεγαλομανίες και το κάψιμο από τον μυστικισμό (αυτά είναι μέσα στην αφρικάνικη ψυχή) θα μείνει στην ιστορία ως ο θεμελιωτής αλλά και ο χτίστης ενός μουσικού ιδιώματος το οποίο ονομάστηκε afrobeat, μιας συνάντησης της τοπικής μουσικής με δυτικά μουσικά δάνεια (αλλά και αντιδάνεια) με επιρροή πολύ πέραν των θεωρητικών του ορίων (να θυμίσω την ρήση του Brian Eno για τους Neu!, τον James Brown και τον Kuti;). Η ταινία βασίζεται σε μια εξαιρετική ερευνητική δουλειά, παρακολουθεί όλη την πορεία με κινητήρα αφήγησης ένα μιούζικαλ που ανέβηκε στο …Broadway με θέμα την ζωή του Kuti, έχει αρχειακό υλικό, καίριες συνεντεύξεις, αυτό που μοιάζει όμως να της λείπει είναι αυτό το …κάτι παραπάνω που θέλω, ένα πάθος και μία εντρύφηση στο θέμα που να μην αρκείται μόνο στο πληροφοριακό επίπεδο, αλλά που μπορεί να σε συνεπάρει και να σε συγκινήσει. Ας είναι, ακόμη κι έτσι χρησιμότερη είναι από μια ταινία ενός φαν ο οποίος δεν θα είχε ιδέα από τους κανόνες στησίματος ενός ντοκιμαντέρ. Αν τώρα για το afrobeat, για τον Fela και όχι μόνο, θέλετε να διαβάσετε κάτι το οποίο να συνδυάζει το φαν με τη γνώση, θα σας παραπέμψω σε κάτι όχι πολύ μακρινό από τούτη τη σελίδα (themes.asp?id=16198).


party

– Party Girl – Marie Amachoukeli-Barsacq/Claire Burger/Samuel Theis
Οικογενειακή υπόθεση είναι τούτη η γαλλική ταινία. Η Sonia Theis-Litzemburger παίζει τον εαυτό της εδώ, τα παιδιά της από δίπλα, ένα από αυτά είναι μάλιστα πίσω από την κάμερα. Η Ανζελίκ, μια ελαφρώς σιτεμένη αρτίστα του καμπαρέ κάπου στη γερμανογαλλική μεθόριο, νιώθει το χρόνο να περνά στα σφριγηλά κορμιά των νεαρών συναδελφισσών της, τα παιδιά της από τυχαίες (ακόμη και άγνωστες γνωριμίες) έχουν πια μεγαλώσει, μέχρι και εγγόνια έχει, αλλά αυτή εκεί, στη δουλειά, ξενυχτάει, πίνει σαν να ήταν ακόμη νεαρή πεταλουδίτσα, με μάτια βαμμένα τα οποία περισσότερο αποκαλύπτουν παρά κρύβουν ηλικίες. Κάπου εκεί εμφανίζεται ο επίσης ναυαγισμένος στη ζωή παλιός πελάτης και της προτείνει γάμο και μια άλλη ζωή. Το προφανές ερώτημα είναι: θα προσαρμοστεί η περπατημένη καμπαρετζού στην καινούργια συνθήκη, τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς της; Και τι συμβαίνει όταν αυτή η μαθημένη να γδύνεται μπροστά στον πελάτη, αυτή που άλλαζε τους άντρες σαν τα λεοπαρδαλέ κορμάκια της, τώρα πλέον δεν μπορεί, γιατί νιώθει ότι άλλο η δουλειά άλλο ο έρωτας; Το κλείσιμο της ταινίας, με την ταιριαστή μουσική του «Party Girl» της Chinawoman, αφήνει μια κάποια γεύση πίκρας για τις ζωές που πήραν λάθος δρόμο, ή καλύτερα, για τις ζωές οι οποίες πήραν έναν δρόμο τον οποίο ποτέ δεν τόλμησαν να αλλάξουν. Θυμήθηκα εδώ την χιλιανή ταινία «Τζούλια» (βλέπε περσινό απολογισμό), οι δύο ταινίες έχουν πολλές ομοιότητες, μόνο που εκεί η Τζούλια καταλήγει να πάρει τη ζωή στα χέρια της, εδώ η Ανζελίκ μοιάζει με ένα ανώριμο και αφελές κοριτσάκι σε συσκευασία μεγάλης γυναίκας το οποίο αφήνεται στη μοίρα του «better the devil yοu know», γιατί έτσι, γιατί έτσι έχει μάθει, γιατί «είναι ο εαυτός της». Ποιος μπορεί βέβαια να την κακίσει για κάτι τέτοιο;– Pulp: A film about life, death and supermarkets – Florian Habicht
Ακόμη σα να αισθάνομαι στο λαιμό να με βραχνιάζει η άμμος που είχε ξεσηκώσει το «Common People» στην αξέχαστη Φρεαττύδα του 1998, ακόμη και οι ίδιοι τη θυμούνται εκείνοι «τη συναυλία στην παραλία» όπως μας είπε ο ντράμερ Nick Banks μετά την ταινία, τα τραγούδια με στέλνουν πίσω στο παρελθόν, με σκέψεις «που ήμουν-που είμαι», πως πέρασαν τα χρόνια, 16 ολάκερα, στην οθόνη μια κυρία σε αναπηρικό καρεκλάκι εξηγεί γιατί λατρεύει τη μουσική των Pulp, ένα πνιχτό γελάκι διατρέχει την αίθουσα, γίνεται συγκίνηση με μια παρέα ηλικιωμένων οι οποίοι τραγουδούν όλοι μαζί το «Help the aged», και έτσι είναι, οι Pulp ανήκουν πια σε περασμένες γενιές, σε κάποιον σημερινό έφηβο θα ακούγονται όπως ακούγονταν σε μένα, στα μέσα των 80s ονόματα όπως οι Kinks. Παλιοί, πολύ παλιοί… Στο φιλμάκι του Νεοζηλανδού σκηνοθέτη πρωταγωνιστές δεν είναι μόνο οι Pulp, αλλά και οι οπαδοί τους, μια εφηβική ποδοσφαιρική ομάδα κοριτσιών με χορηγό στη φανέλα το brand name …Pulp, μια τοπική γυναικεία χορωδία, ταξιδιώτες από μακριά, νοικοκυρές με ραμμένο το όnoma Jarvis στο εσώρουχο, κοινοί άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, βασικά ολόκληρη η πόλη του Σέφιλντ εμπλέκεται, με αφορμή και την καταληκτήρια συναυλία της περιόδου επανασύνδεσης το 2012. Το Σέφιλντ, μια σκληρή βιομηχανική πόλη του βρετανικού Βορρά με γεωγραφικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες στις οποίες αναγνωρίζεις ρίζες ήχων τόσο διαφορετικών όπως ο βιομηχανικός των Cabaret Voltaire, ο ηλεκτρονικός των Autechre ή η λευκή soul των ABC. Και η ποπ των Pulp φυσικά. Θα έμπαινα τώρα στο πειρασμό να αναλύσω γιατί τότε (και τώρα ακόμη) τους ξεχώριζα από τον υπόλοιπο συρφετό της brit pop, αλλά το κειμενάκι αυτό αφορά την ταινία για τους Pulp. Και όμως, η ταινία αυτή δίνει μια κάποια έμμεση απάντηση. Και ας πρόκειται για ένα φαν ντοκιμαντέρ, κι ας στερείται πληρότητας, τα 10 και πλέον άνυδρα (τουλάχιστον από άποψη επιτυχίας) χρόνια πριν από το «His ‘n’ Hers» περνάνε κι εδώ εξίσου απαρατήρητα και αμνημόνευτα (το μυστικό έμεινε με ασφάλεια μεταξύ μας, όπως ήταν και ο τίτλος μιας θρυλικής συλλογής). Ακόμη κι έτσι όμως η ταινία αποκαλύπτει την αντισυμβατική αλλά ταυτόχρονα διόλου σοβαροφανή οπτική ανθρώπων κοινών οι οποίοι όμως κατάφεραν να μετουσιώσουν θέματα της τετριμμένης καθημερινότητας σε τέχνη. Κι ας μην είναι ο Cocker (ο Jarvis ε, όχι ο Joe) ένας «common people». «Έχει όμως τις δυνατότητες να είναι», μας λέει στον φακό ο κιθαρίστας Mark Webber.

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

The crisis of our country is not caused by external forces..

Savage Republic


SR1

Ήμασταν μια ωραία οικογενειακή ατμόσφαιρα… Υπήρχε συγκίνηση, υπήρχε θέρμη, νοσταλγία, υπήρχε ακριβώς εκείνο το κλίμα το οποίο συναντάς σε ανταμώματα παλιών φίλων, μια οικειότητα η οποία απαλλάσσει ακόμη την όποια ανία από οποιαδήποτε αμηχανία και άγχος. Κόσμος πολύς δεν υπήρχε, το σύνηθες indie κοινό αλλού διασκέδαζε το σαββατόβραδο αυτό, ο δε μέσος όρος του παρόντος κοινού ήταν κατά τι προσαυξημένος, εν τούτοις υπήρχαν και κάμποσες νεανικές παρουσίες οι οποίες τον συγκρατούσαν σε μια αξιοπρεπώς χαμηλή τιμή.Ακόμη κι αν λέγεται (και ασφαλώς όχι αστήριχτα) ότι οι Savage Republic έχουν αναπτύξει και εμπεδώσει μια προνομιακή σχέση επαφής με το ελληνικό κοινό, είναι σαφές νομίζω ότι έχουμε (και είχαμε!) να κάνουμε περισσότερο με μια ποιοτική διάσταση και όχι με ποσοτικά μεγέθη. Οι δίσκοι τους πάντως αποκτούν ολοένα και πιο πολύ ελληνικό άρωμα, από την τραχιά κρεατίλα των σφαγείων της «Varvakios», στον καινούργιο δίσκο ο οποίος αναμένεται εντός εβδομάδων πάμε σε πιο …εκλεπτυσμένες αλλά εξίσου ελληνικές οσμές, την αύρα και τη δροσιά του «Aegean» πελάγους. Έτσι τιτλοφορείται και η περιοδεία τους αυτή, Περιοδεία του Αιγαίου, η Καλιφόρνια κατεβαίνει στη Μεσόγειο, έρχεται, είναι κοντά μας (για να παραφράσω το παλιό κομμάτι των Χωρίς Περιδέραιο), η «άγρια δημοκρατία» (ίσως όχι έτσι ακριβώς, άλλο republic και άλλο democracy) έρχεται στα μέρη όπου γεννήθηκε και όπου πέθανε η έννοια της δημοκρατίας.


SR4

Τη συναυλία είχαν ανοίξει οι Screaming Dead Balloons, το όνομα τους κρύβει ήδη μουσικές αναφορές και συμπαραδηλώσεις, έπαιξαν για μισή ώρα ένα καλοεκτελεσμένο παραδοσιακό «κιθάρα-μπάσο-ντραμς» μετα-Nirvana ροκ με ψυχεδελικές προεκτάσεις. Μη σας ξενίζει ο χαρακτηρισμός «παραδοσιακό», αφορά περισσότερο το ίδιο το ροκ και όχι το συγκεκριμένο σχήμα, το ροκ έχει προ πολλού αρχίσει να μετατρέπεται σε μια κατεστημένη διαμορφωμένη ηχητική έκφραση με έναν όγκο παλαιότερης εμβληματικής εργογραφίας και έναν ακόμη μεγαλύτερο όγκο νεότερης αλλά σε παλαιοτέρους δρόμους βασισμένης παραγωγής. Αλήθεια για θυμηθείτε ποιο ήταν το τελευταίο ροκ κομμάτι το οποίο πραγματικά πέρασε στο συλλογικό συνειδητό της κοινότητας; Πρέπει να πάμε τουλάχιστον 10 χρόνια πίσω…Υπό αυτό το πρίσμα είναι και οι Savage Republic παραδοσιακοί; Κατά μία έννοια ναι. Και έχουν ήδη καταλάβει τη θέση τους στη μουσική γενεαλογία και σε αυτό τίποτε δεν θα αλλάξουν τα νέα τους κομμάτια, τα οποία δεν με ενθουσίασαν τόσο αλλά από την άλλη στέκονται αξιοπρεπή δίπλα στους παλιούς ογκόλιθους (για παράδειγμα το «27 Days»).


SR3

Παρακολουθώντας τον εκπληκτικό Alan Waddington, ο οποίος σε κατάσταση trance μέθεξης έπαιζε με ακρίβεια και ωμό δυναμισμό περίτεχνα σχήματα στα τύμπανα, ο Τζιρίτας δίπλα μου παρατήρησε «art-rock παίζει ο τύπος», το σκέφτομαι, σαν να ταιριάζει στην ιστορική αλυσίδα, σπέρματα των Savage Republic βρίσκουμε τόσο στο προγενέστερο progressive όσο και στο μεταγενέστερο post rock, επεξεργασμένα από τους ίδιους μέσα από μια βιομηχανική πανκ αισθητική, όχι όμως εκείνη της μεγάλης βιομηχανίας και των μηχανών που βαράνε, αλλά εκείνη του εγκαταλειμμένου βενζινάδικου, της ρημαγμένης βιοτεχνίας, του δρόμου. Και φυσικά της πολιτικής. Ας μην το αναλύσουμε όμως περαιτέρω, το έχουμε άλλωστε κάνει για τους ενδιαφερόμενους υπερ-αναλυτικά σε παλαιότερο κείμενο.Οι Savage Republic της σκηνής του 2014 έχουν κάτι από τον παλιό δυναμισμό, είναι δεμένοι, ακριβείς, μελετημένοι, καμία αίσθηση παρακμής δεν αποπνέουν, τα παλαιότερα κομμάτια είναι φυσικά αυτά που ξυπνούν τον ενθουσιασμό (κάτι που αποτελεί βέβαια καταστατική συνθήκη πλέον σε οποιαδήποτε συναυλία, οποιουδήποτε είδους), ειδικά ο «Andonis» και το «Viva La Rock ‘N’ Roll» (με την ευπρόσδεκτη θηλυκή παρουσία της Στέλλας -Jude Hey- Παπανδρεοπούλου), κοίτα να δεις που τα πιο «δημοφιλή» κομμάτια τους είναι διασκευές σε Θεοδωράκη και Alternative TV αντίστοιχα.


SR5

Από δίπλα όμως και ένα «Marshall Tito», ένα «Siege» (κι ας έλειψε ένα «Film Noir», πάντοτε θα υπάρχουν παραπονούμενοι), οι χαρακτηριστικές τσιριχτές κιθάρες, ο νευρώδης (ουχί όμως νευρωτικός) ήχος ο οποίος ανορθωνόταν σε πραγματικό τείχος, ειδικά όταν ο Kerry Dowling …διακόρευε με μανία το βαρέλι του, ένα παλιό μεταλλικό βαρέλι, οι κρότοι ξυπνάνε αταβιστικά συναισθήματα, συντονίζεσαι, τα κρουστά έχουν κάτι το τελετουργικό (ceremonial!) το εξαγνιστικό, το επικλητικό, θέλεις να φωνάξεις, να εκτονώσεις καταπιεσμένα πάθη, οργή, άγριες κραυγές, ρε λες το Savage Republic να μεταφράζεται καλύτερα «πρωτόγονη δημοκρατία»; (όχι σαν τη δική μας η οποία δεν δικαιούται καν τον τίτλο της δημοκρατίας σε εισαγωγικά). Κάπως έτσι, σε ένα κρουστό ντελίριο θα κλείσει και η βραδιά (ο Ριχάρδος ο Βάγκνερ δεν ήταν εκείνος που είχε προβλέψει ότι η μουσική του επόμενου αιώνα θα παιζόταν μόνο με κρουστά;), με το «Procession» και με στίχους όπως «The crisis of our country is not caused by external forces/The danger lies within/And the forces are real». Έτσι είναι, η χώρα μας και η χώρα τους, this land, this country, is your land, is our land…Είχα να τους δω ζωντανά από τον Μάιο του 2006, από εκείνη την αποφράδα βραδιά στο Underworld, όπου όπως έγραφε τότε εύστοχα ο Γιάννης Πλόχωρας-Ρύκιος «οι πιτσιρικάδες νόμισαν ότι παρακολούθησαν μια συναυλία των Savage Republic!». Το σίγουρο είναι ότι μετά και την αποψινή εμφάνιση ξέπλυναν πια για τα καλά εκείνες τις μαύρες εντυπώσεις. Σκέφτομαι όμως ακόμη, άραγε τι εντύπωση να έκαναν στους σημερινούς παρόντες πιτσιρικάδες; Δεν ξέρω. Τότε, στα 1987, είχαν ξετινάξει πολλά μυαλά και πυρπολήσει κάμποσες ψυχές, έσπερναν και θέριζαν συγχρόνως, όσοι ήταν εκεί δεν το ξέχασαν ποτέ. Στις μέρες μας μεγαλώνει μια πολύ πιο υποψιασμένη, ενημερωμένη αλλά και κυνική γενιά, βομβαρδισμένη από μυριάδες διαφορετικά ερεθίσματα, χαμένη στις «τιτανοτεράστιες» υπερβολές μιας δημοσιογραφίας-δελτιοτυπολογίας η οποία εξισώνει αδιακρίτως προς τα πάνω αξίες και μετριότητες. Οπότε, δεν ξέρω πραγματικά. Εγώ είμαι άλλωστε πια 41…


SR2

Παρολ’ αυτά θα ήθελα να ήμουν πάλι 20. Για να τους ξαναδώ με τα αθώα μάτια της ηλικίας αυτής (για τι άλλο νομίσατε;) Κάπου διάβασα ότι πιθανότατα θα είναι η τελευταία τους εμφάνιση, οπότε ένα ταξίδι στο χρόνο φρονώ ότι είναι πλέον επιβεβλημένο…

17/02/2014

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

19ο Φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας»

18-29 Σεπτεμβρίου 2013

Ένας ακόμη Σεπτέμβρης/Ελάχιστες βροχές/Καλός χειμώνας/Χαμένο φθινόπωρο/Μαυρισμένοι επαναστάτες σε απόγνωση καλούν σε εξέγερση/Αττικόν/Απόλλων/να ζήσουμε να τα θυμόμαστε/Η Σταδίου νεκρή/η Πανεπιστημίου ψυχομαχά/Νυχτερινή ερημιά/Ιντεάλ/Μυρωδιά 70s/ Αστική ευγένεια και παλιομοδίτικο τεφτέρι/Μνήμη και νοσταλγία/Όχι απαραίτητα μαζί/Ο πολιτισμός σαν αντίσταση/Κρίση/Κοινοτοπίες/Δακρυγόνα/Η χρυσαυγή πάει για χρυσοβασίλεμα/Το πολιτικό και το προσωπικό/Ας μιλήσουμε και για κάτι άλλο/Ωραία η ταινία!/ Greek weird cinema/Από μακριά και αγαπημένοι/Τι σημαίνει work in progress;/Τόση ανάγκη για γέλιο/Και φαΐ/Μικρές αυθόρμητες σημειώσεις δίκην ημερολογίου/Και του χρόνου…


Nos heros sont morts ce soir

– Nos heros sont morts ce soir (Οι ήρωες μας ξεψυχούν απόψε) – David Perrault
Βλέποντας τη γαλλική αυτή ταινία του νεαρού και πρωτοεμφανιζόμενου David Perrault μου ήρθαν σκηνές στο νου από ελληνικό παλιό σινεμά, τον Βέγγο ντυμένο …μασκοφόρο τίγρη να αντιμετωπίζει άθελα του τον ακατάβλητο κι αήττητο Σπαζοκέφαλο (πρέπει να ήταν στην «Επιχείρηση Γης Μαδιάμ»). Λαϊκό θέαμα το κατς και στη χώρα μας τότε (αλλά και αργότερα, θυμάστε Σουγκλάκο;), ανέκαθεν η στυλιζαρισμένη βία ήταν τροφή εκτόνωσης για το λαό. Από το ίδιο αυτό υπόκοσμο περιβάλλον των ύποπτων στοιχηματικών καταγωγίων και των φουσκωμένων παλαιστών παίρνει έμπνευση η ταινία αυτή κι εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες με τον αρχικό μου συνειρμό. Εδώ στη ρίζα θα ανακαλύψουμε την nouvelle vague και το πρώιμο νουάρ (δεν είναι η τυχαία η ασπρόμαυρη «καλλιτεχνική» φωτογραφία). Η ιστορία αφορά δύο φίλους παλαιστές, στην υπηρεσία ενός (λίγο γραφικού αλά James Bond) κακού, οι οποίοι αποφασίζουν αυτοβούλως να αλλάξουν ρόλους και μάσκες στην αγωνιστική σκηνή, ο ένας έχει βαρεθεί να παίζει συνεχώς τον κακό, κουβαλάει και τραύματα από τον πόλεμο στην Αλγερία, κάτι πρέπει να αλλάξει… Και από εκείνη τη στιγμή ξεκινάνε όλα τα στραβά… 1-2 σκηνές ανθολογίας (όπως εκείνη όπου λιώνει το κέρινο ομοίωμα), καίριες επιλογές μουσικών της εποχής (από τον περίφημο Serge στα πρώτα του βήματα έως τους ξεχασμένους Tarantulas) και κάμποσα έξυπνα ωραία κόλπα στο μοντάζ συνθέτουν μια πολύ ατμοσφαιρική ταινία η οποία όμως μοιάζει να δίνει περισσότερο βάρος στο ύφος και στην ατμόσφαιρα παρά στην ίδια της την ιστορία.– La fille de 14 Juillet (Το κορίτσι της επανάστασης) – Antonin Peretjatko
Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι για τους Γάλλους κάτι σαν ιδεολογία, τοτέμ, ιερή αγελάδα (πως είναι τα δικά μας «μπάνια του λαού»;). Ειδικά για τους Παριζιάνους, οι οποίοι μόλις σκάσει καλοκαίρι εγκαταλείπουν την αφόρητη από την υγρασία πόλη τους, προκαλώντας εξοντωτικά …αμφοραρίσματα (που έγραφε και ο Γκοσινύ στον Αστερίξ) στο δρόμο της εξόδου προς τη θάλαττα. Φαντάζεστε τι θα γινόταν αν βρισκόταν κάποιος πολιτικός ο οποίος θα τολμούσε να περικόψει τη διάρκεια τους; Από μια τέτοια, όχι τόσο εξωπραγματική αφόρμηση (κάτι πήγε να υπαινιχτεί ο Σαρκοζύ και τον έφαγε το μαύρο φίδι) χτίζει την ταινία του ο πρωτοεμφανιζόμενος στον κόσμο του μεγάλου μήκους Peretjatko. Η ξαφνική απόφαση της κυβέρνησης για μείωση των διακοπών κατά έναν μήνα βρίσκει μια παρέα καθ’ οδόν. Nouvelle vague και τρελές σφαίρες ή άκρως τρελό και απόρρητο. Και λίγο Πάρτυ. Και Monty Python. Πολλές διακινηματογραφικές αναφορές, χιούμορ κάθε είδους, άλλοτε διασχίζει τα σύνορα και άλλοτε μένει γνήσια γαλλικό, οι πρωταγωνιστές πέρασαν καλά και αυτό …βγαίνει και στην οθόνη, χάος (ή αναρχία αν προτιμάτε) με αμφότερες την καλή και την κακή έννοια τους. Απουσιάζει όμως μια συνολική ευρύτερη στόχευση η οποία θα έδινε στο χιούμορ αυτό υπόσταση και τελικά σκοπό ύπαρξης. Ο γαλλικός κύριος τίτλος «The rendez-vous of deja vu» (δε χρειάζεται μετάφραση νομίζω!) είναι νομίζω καταλληλότερος. Άλλωστε το κορίτσι αποδείχθηκε ότι δεν είναι της επανάστασης, αλλά απλά μιας εθνικής επετείου…


Twenty feet from stardom

– Twenty feet from stardom (Λίγα μέτρα από τη διασημότητα) – Morgan Neville
Θυμάμαι άρα υπάρχω, memini ergo sum, μια παράφραση της διάσημης φράσης του Καρτέσιου, την οποία ανακαλύπτουμε διακριτικά τοποθετημένη στην αφίσα του φεστιβάλ, υποδηλώνει έναν από τους κεντρικούς του άξονες: τη μνήμη. Τη μνήμη ως νοσταλγία, ως παραχάραξη, ως διαρκή παρουσία, ενίοτε …βρυκολακιάζουσα στο παρόν, ως λήθη ή αμνησία. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ενταχτεί και αυτό το πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ το οποίο ασχολείται με τις ιστορίες των δεύτερων φωνών, των ανθρώπων πίσω από τα αφανή δεύτερα μικρόφωνα, εκείνων που πράγματι έφτασαν κάποτε μόλις 20 πόδια (έξι μέτρα περίπου!) από τη διασημότητα. Κι αν πολλοί τους αντιμετώπισαν σαν (σέξυ) γλάστρες, η συνεισφορά τους ήταν λίαν σημαντική, ενίοτε και καθοριστική. Φαντάζεστε π.χ. το περίφημο «Gimme shelter» των Stones χωρίς τα φωνητικά της Merry Clayton; Η άτιμη η φήμη όμως τους προσπέρασε άκαρδα… Για τόσο λίγο, τόσο δα. Όχι ότι δεν το προσπάθησαν. Κάποιοι δικαιώθηκαν τελικά, η Darlene Love π.χ., για χρόνια «εργαλείο» στα χέρια του Phil Spector και πραγματική φωνή πίσω από πολλά συγκροτήματα-βιτρίνες, κατάφερε να αναγνωριστεί από το Rock and Roll Hall of Fame. Ονόματα όπως ο Luther Vandross ή η Sheryl Crow ακολούθησαν μια δική τους αυτόφωτη πορεία. Οι περισσότεροι όμως έμειναν στις βασανιστικές υποθετικές προτάσεις: «θα μπορούσε», «τι θα γινόταν αν»… Γιατί; Πολλοί οι λόγοι, κάθε περίπτωση είναι ιδιαίτερη, ακόμη και ο παράγοντας τύχη παίζει καθοριστικό ρόλο (όπως ορθά σημειώνει ο Sting). Oren Waters, Judith Hill, Tata Vega, Charlotte Crossley, Lisa Fischer, Jo Lawry, Thunder Thighs, είναι μερικά ονόματα που παρελαύνουν στην ταινία. Τα ψιλά γράμματα της ιστορίας κρύβουν πάντοτε μια γερή δόση πίκρας… Και αδικίας. Περιμένω έναν αντίστοιχο φόρο τιμής και για τους σεσιονάδες μουσικούς, κάθε είδους και οργάνου. Σε αυτούς όμως η απόσταση ίσως είναι μεγαλύτερη από είκοσι πόδια…– Gloria – Sebastian Lelio
Τζι ελ ο αρ αι εϊ, Gloria. Όχι το περίφημο τραγούδι του Van δεν παίζει ρόλο στη χιλιανή αυτή ταινία, αντίθετα η κάθαρση επέρχεται στο τέλος με ένα άλλο Gloria, τον disco χορευτικό ύμνο του Umberto Tozzi. Έχει πλάκα η σημειολογία των ονομάτων στην ταινία αυτή: Gloria, βαρύ όνομα, δοξασμένο αν θυμηθούμε τη λατινική του ετυμολογία και Rodolfo, ο εραστής με τον κορσέ μιας γαστρικής επέμβασης αφαίρεσης λίπους. Η 58αρα Gloria είναι μια νέα της εποχής, χωρισμένη, έχει καλή δουλειά, δύο παιδιά και ένα κενό στο πλάι της. Παρολ’ αυτά διεκδικεί με πάθος το δικό της μερίδιο στη ζωή, μπλέκει με έναν συνομήλικο της επίσης χωρισμένο, επίσης με δύο παιδιά αλλά και πολλές συναισθηματικές άγκυρες στο παρελθόν. Προφανώς με τέτοια υπόθεση εύκολα μπορείς να πάρεις το στραβό το δρόμο, μπορείς να φτιάξεις από ένα αριστούργημα μέχρι και ένα «Ρετιρέ». Ο σκηνοθέτης όμως αποφεύγει τις κακοτοπιές, προσεγγίζει την ιστορία με πολλή ενσυναίσθηση και ωριμότητα, αφοπλιστική ειλικρίνεια ενίοτε και με χιούμορ. Την ταινία από υποκριτικής πλευράς την κουβαλάει όλη στις πλάτες της η Paulina Garcia (μπορώ να καταλάβω γιατί πήρε το βραβείο της καλύτερης ηθοποιού στην Berlinale), η σκηνοθεσία ακολουθεί την οπτική της, βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια και τα χοντρά γυαλιά της, η Gloria πάσχει από πρώιμο γλαύκωμα, η όραση της μειώνεται, ο φακός εστιάζει πάνω της αφήνοντας το περιβάλλον ελαφρώς θολό, σε ένα πανέξυπνο σκηνοθετικό τρικ. Όμορφη και τελικά αισιόδοξη ταινία. Μπορεί να αποδειχτεί μία από τις επιτυχίες του δύσκολου χειμώνα…


Zwei

– Zwei Muetter (Δύο μητέρες) – Anne Zohra Berrached
Δύο μητέρες. Εσχάτως ολοένα και περισσότερες ταινίες, θεατρικά έργα, μυθιστορήματα ασχολούνται με αυτό το θέμα: τη μητρότητα (ή πατρότητα) σε ένα ομοφυλόφιλο ζεύγος. Αυτό ασφαλώς και δεν σημαίνει ότι το θέμα έχει ξεφύγει από την επικράτεια του ταμπού, για κάτι τέτοιο θα χρειαστεί να περάσουν κάμποσα χρόνια (μπορεί και γενιές), εδώ ακόμη είναι ζητούμενο η ίδια η αναγνώριση του ομοφυλόφιλου ζεύγους, πόσο μάλλον η τεκνοποίηση, όπου ο βιολογικός φραγμός μοιάζει ακόμη πιο ισχυρός. Μέχρι τότε η τέχνη πάντως μπορεί να προηγείται της ζωής… Η ταινία της εκ μετανάστευσης γερμανίδας Berrached προσπαθεί να αποτυπώσει την καθημερινότητα ενός γυναικείου ζεύγους το οποίο προσπαθεί να αποκτήσει ένα παιδί. Η αποτύπωση αυτή είναι υψηλής πιστότητας, σχεδόν αντι-ρομαντική, καθώς παρακολουθεί την περιπλάνηση των ηρωίδων ανάμεσα σε γραφειοκρατικές διατυπώσεις, δωρητές σπέρματος και κλινικές γονιμότητας. Στρατευμένη ταινία, με προθέσεις ντοκιμαντερίστικης τεκμηρίωσης και σχετικά άχρωμη σκηνοθεσία. Το τέλος πέφτει ψαλίδι εκεί ακριβώς που ξεπροβάλλουν ακόμη πιο σοβαρές δυσκολίες…– Inch’ Allah (Ανάμεσα…) – Anais Barbeau-Lavalette
Τι αλήθεια κάνεις όταν βρίσκεσαι ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, ανάμεσα σε δυο αμείλικτα εχθρικές παρατάξεις, όταν αναπόφευκτα πρέπει να διαλέξεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις; Όταν χαράσσονται σαφή σύνορα και τείχη ανάμεσα στο «εμείς» και «οι άλλοι», όταν κάθε λεπτή απόχρωση, κάθε δεύτερη σκέψη ισοπεδώνεται; Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα… Σε τέτοια θέση βρίσκεται η Κλοέ της ταινίας, καναδέζα γιατρός η οποία την ημέρα δουλεύει με τους Παλαιστίνους πρόσφυγες στη Ραμάλα και το βράδυ γυρίζει στο ασφαλές σπίτι της στην Ιερουσαλήμ. Μία ακόμη ταινία λοιπόν πάνω στο αέναο δράμα της Μέσης Ανατολής, εξ ορισμού δυνατό το θέμα και με ανεξάντλητες δραματουργικές δυνατότητες. Η σκηνοθέτιδα (την προτιμώ από «την σκηνοθέτη») όμως μάλλον πέρασε κάτω από τον πήχη που η ίδια έθεσε (κρατάμε πάντως την εξαιρετική φωτογραφία και τις εικόνες από μια ρημαγμένη καθημερινότητα στη Δυτική Όχθη). Ασφαλώς όχι επειδή παίρνει εμμέσως θέση υπέρ της «τρομοκρατίας» (όπως κατηγορήθηκε από κάποια αμερικανικά μέσα). Αλλά επειδή δεν σε πείθει ότι η Κλοέ με τα γουρλωμένα μάτια της τουριστικής έκπληξης εμπλέκεται πραγματικά στην όλη κατάσταση, «αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός σου» τις λέει κάποια στιγμή η Ισραηλινή φιλενάδα της. «Αν θέλει ο Θεός» σημαίνει στα αραβικά ο τίτλος της ταινίας (θυμάστε το τραγούδι του Adamo;), έχει κάτι το ανατολίτικα μοιρολατρικό και υποταγμένο σε ένα άνωθεν γραμμένο πεπρωμένο. Όχι άδικα…


Sound City

– Sound City – Dave Grohl
Αυτοί οι Αμερικανοί… Μπορούν να στήσουν μια ιστορία που να τα έχει όλα, πλοκή, άνοδο και πτώση, δόξα και δράμα, σχεδόν από το τίποτε. Στην προκειμένη περίπτωση, πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Dave Grohl, πρώτη ύλη είναι η ιστορία ενός στούντιο ηχογραφήσεων και μιας …κονσόλας. Βέβαια δεν πρόκειται για κάποιο τυχαίο στούντιο, στο Sound City ηχογραφήθηκαν σπουδαίοι δίσκοι («που άλλαξαν την ιστορία» κατά το αμερικανικώς ρηθέν) όπως το «Rumours» και το «Nevermind» και πέρασαν σπουδαίοι μουσικοί όπως ο Neil Young, o Johnny Cash και ο …Rick Springfield (ο ποιος;;). H ταινία παρακολουθεί την πορεία του στούντιο από τις ένδοξες ημέρες των 70s, την κρίση στα 80s, το φιλί ζωής των Nirvana που του έδωσε δύο ακόμη δεκαετίες ζωής, έως ότου υποκύψει στον ψηφιακό εχθρό το 2011, αρνούμενο να εγκαταλείψει τους αναλογικούς προμαχώνες. Μέχρι εδώ παρακολουθείς με ενδιαφέρον, έχει και αξιόλογο αρχειακό υλικό, στη συνέχεια όμως η ταινία μετατρέπεται σε ένα είδος προβολής του δίσκου που κυκλοφόρησε φέτος ο Grohl (ο οποίος εν τω μεταξύ …αγόρασε την εν λόγω θρυλική κονσόλα). Μια μάζωξη παλιών ονομάτων που πέρασαν από το εν λόγω στούντιο (συν τον Paul McCartney!), ένας ελεγειακός φόρος τιμής στο ανθρώπινο στοιχείο ως βασικός παράγοντας στη δημιουργία και ηχογράφηση της μουσικής, το οποίο μπλα μπλα χάνεται, μπλα, μπλα στο εύκολο σήμερα μπλα μπλα. Βέβαια είναι κάπως σουρεαλιστικό έως και οξύμωρο να …κηρύσσεις τον δακρύβρεκτο πόλεμο στην κακιά ψηφιακή τεχνολογία (κομπιούτερ, ProTools, και όλα αυτά τα όργανα του σατανά) χρησιμοποιώντας μια κονσόλα-θηρίο των 70000 δολαρίων, την τελευταία δηλαδή λέξη της τεχνολογίας μιας παλιότερης εποχής. Εν τέλει, είτε ηχογραφείς αναλογικά είτε ψηφιακά, είτε γράφεις σε PC, σε γραφομηχανή ή με μολύβι, τίποτε δεν σου εξασφαλίζει αυτόματα ένα σπουδαίο αποτέλεσμα, πάντοτε ο παράγοντας άνθρωπος θα είναι καθοριστικός πίσω από το μηχάνημα.– Le chant des ondes (Ηλεκτρικά κύματα) – Caroline Martel
«Δαμάζοντας τα κύματα» θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός τίτλος για το εξαιρετικό αυτό ντοκιμαντέρ (καλύτερος πάντως από την -και- επιστημονικά ανακριβή ελληνική εκδοχή). Γιατί ο ήχος και πιο συγκεκριμένα η μουσική κύματα είναι, από τα απλά ημιτονοειδή έως τα χαοτικά του λευκού θορύβου. Αρχές του 20ου αιώνα, η τεχνολογία καλπάζει, οι άνθρωποι σκοτώνονται μεταξύ τους σε εκατόμβες, ο πόλεμος πατήρ πάντων, η τέχνη αναζητά νέες ριζοσπαστικές διαδρομές, «τρελοί» εφευρέτες δημιουργούν νέα εξωτικά όργανα, είναι η αυγή της ηλεκτρονικής εποχής. Ένας τηλεγραφιστής/μουσικός ο Maurice Martenot σκαρώνει το 1928 ένα όργανο που έμεινε στην ιστορία να φέρει το όνομά του στην ποιητική μορφή των Ondes Martenot (κύματα Martenot), ένα όργανο το οποίο ο ίδιος το φαντασιωνόταν σαν μια προέκταση του ανθρώπινου νευρικού συστήματος. Ο ήχος του είναι αιθέριος, εξωπραγματικός για τα τότε αυτιά, πιο πλούσιος και με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες από το θέρεμιν, ένας ήχος που θα δώσει φτερά στην επιστημονική φαντασία, θα ταυτιστεί με το απόκοσμο, το στοιχειωμένο, θα αναδειχθεί σε μερικά συγκλονιστικά έργα του Olivier Messiaen. Λιγότερα από 300 κομμάτια κατασκευάστηκαν, η πολυπλοκότητα του απέτρεπε τη μαζική παραγωγή, σήμερα έχουν απομείνει μόνο τα 70, οι λυχνίες κενού έχουν προ πολλού αντικατασταθεί από τρανζίστορ, σκαπανείς του ήχου όμως όπως ο πολυδιάστατος Johnny Greenwood των Radiohead το κρατάνε σε ουσιαστική χρήση και όχι σαν αξιοπερίεργο έκθεμα από το παρελθόν. Αυτή την ιστορία αφηγείται η Caroline Martels σε τούτη την ταινία την οποία έψαχνε πέντε ολάκερα χρόνια, κι αν κάπου προς το τέλος πάσχει λίγο από την γνωστή «νόσο των ντοκιμαντέρ» («μην κόψεις, άστο κι αυτό, καλό είναι») και πλατειάζει κάπως, αυτό σε τίποτε δεν μειώνει την αξία και το ενδιαφέρον της. Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο σκέφτομαι συνειρμικά ότι η μουσική του μέλλοντος είναι «αφάνταστη» με την κυριολεκτική έννοια… Και μ’ αρέσει αυτό…


Le passe

– Le passe (Το παρελθόν) – Asghar Farhadi
Η δύσκολη επόμενη ταινία, μετά από ένα Όσκαρ. Ο πρώτος Ιρανός που πήρε το αγαλματίδιο σπίτι του (χάρις ενός «Χωρισμού»). Και πάλι ακολουθεί τον «ασφαλή» δρόμο του δράματος. Ένας Ιρανός γυρίζει από την Τεχεράνη στο Παρίσι για να υπογράψει το διαζύγιο από τη γυναίκα του. Μοιάζει να είναι μια τυπική διαδικασία αλλά η πραγματικότητα κρύβει εκπλήξεις, από ένα νήμα που κρέμεται καταλήγει να ξηλωθεί ολάκερο πουλόβερ. Η ταινία έχει όλα τα καλά και τα κακά για τα οποία αγαπήσαμε και αντιπαθήσαμε τόσο το γαλλικό όσο και το ιρανικό σινεμά. Διάλογος εξαντλητικός, ρυθμοί αργοί, και ένα σχετικά προβλέψιμο τέλος, παρά τις ενδιάμεσες ανατροπές. Τελικό συμπέρασμα: όποιος σκαλίζει βρίσκει. Και πολλές φορές αυτά που βρίσκει δεν ανταποκρίνονται στις αρχικές του προσδοκίες/επιδιώξεις. Άλλωστε το δράμα του ανθρώπου είναι ότι το δίκιο δεν το έχει ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) αποκλειστικά μία πλευρά.– Die Lebenden (Οι νεκροί και οι ζωντανοί) – Barbara Albert
Κάποτε ήτανε τα παιδιά που ρωτάγανε «τι έκανες στον πόλεμο πατέρα;», ήταν δεκαετία του ’60, οι απαντήσεις δεν ήταν συνήθως ικανοποιητικές, πολλοί σκελετοί έμειναν στην ντουλάπα, τα παιδιά βγήκαν αγριεμένα στους δρόμους, πολλά έφτασαν στις βόμβες και τα όπλα. Τώρα που η γενιά του πολέμου, των θυτών και των θυμάτων, πλησιάζει ταχύτατα προς το βιολογικό της τέλος, έχουν αρχίσει να ρωτάνε τα εγγόνια, εν προκειμένω και η γενιά των …χίψτερ. Η πρωταγωνίστρια σπουδάζει στο Βερολίνο, έχει όνομα που παραπέμπει σε ινδική θεότητα (Σίτα), η καταγωγή της είναι ρουμανο-αυστριακή, στο πρόσωπο της μοιάζει να συμπυκνώνεται όλη η χαοτική ιστορία του ευρωπαϊκού 20ου αιώνα με τις διαρκείς μετακινήσεις συνόρων και ανθρώπων. Και έχει έναν 95χρονο παππού για τον οποίο έχει βάσιμες υποψίες ότι υπηρέτησε στα SS. Επίσης έχει δεσμό με έναν τύπο ο οποίος δουλεύει σε ριάλιτυ, όταν αυτός της δίνει τα παπούτσια στο χέρι γνωρίζει σε ένα μπαρ έναν Ισραηλινό φοιτητή ο οποίος αργότερα θα την απατήσει με μια πολωνέζα που θα γνωρίσει στη Βαρσοβία (να δούμε εδώ κάποιον κρυμμένο συμβολισμό;). Η ταινία έχει πολύ ταξίδι, ανέβα-κατέβα σε τραίνα και αεροπλάνα, Βερολίνο (εννοείται!), Βιέννη, Βαρσοβία, Άουσβιτς, Τρανσυλβανία (η Σίτα κατάγεται από πρόσφυγες της γερμανικής μειονότητας στην Ρουμανία). Επιπλέον έχει και μουσική ιδιαίτερη και επιλεγμένη με φροντίδα (από την αυστριακή σταρ πλέον Soap& Skin μέχρι Darkstar, EMA, Caribou και μια εξαίσια απόδοση του «Cold song» του Henry Purcell). Και γενικά θέλει να πει πολλά η σκηνοθέτης… Πολλές κολοκύθες κάτω από την ίδια μασχάλη (σ’ αυτά τα γεωγραφικά πλάτη δεν ευδοκιμούν τα καρπούζια!) τις οποίες δεν διαχειρίζεται όλες σωστά, ή έστω με το αρμόζον βάθος. Συν μια κάποια σεναριακή αναληθοφάνεια. Παρολ’ αυτά η ταινία βλέπεται με ενδιαφέρον και έχει μερικές πολύ ωραίες σκηνές. Και προσθέτει έναν ακόμη κρίκο σε μια συνεχιζόμενη και ακόμη επώδυνη αντιμετώπιση/συμφιλίωση/συμβιβασμό με έναν μακρινό μεν αλλά πάντοτε απειλητικό φαιό παρελθόν (Vergangenheitsbewaeltigung που λένε και οι ίδιοι). Γιατί όταν δεν λύνεις τους λογαριασμούς σου με το παρελθόν κάποια στιγμή καταλήγεις να το ξαναζείς…


Pussy

– Pussy Riot: A punk prayer (Pussy Riot: Μια πανκ προσευχή) – Mike Lerner/Maxim Pozdorovkin
Σαν δικαστικό δράμα μπορείς να αντιμετωπίσεις την ταινία αυτή, δικηγόροι, δικαστές, μπάτσοι, όλος ο θίασος επί σκηνής. Ή μήπως σαν παρωδία; Σαν φαρσοκωμωδία; Σαν θέατρο παραλόγου; Την ημέρα της αλλαξοκωλιάς Πούτιν-Μεντβέντεφ στην εξουσία, δημιουργήθηκαν οι Pussy Riot. Λεπτές αλλά αγριεμένες, άτεχνα πανκ κοριτσίστικες φωνές, πολύ αδύναμες για να ακουστούν σε μια χώρα η οποία κάποτε ήταν εκείνη που λύγισε τις στρατιές του Αδόλφου, σήμερα είναι εκείνη που θα τον έκανε περήφανο για το ιδεολογικό του κληροδότημα. Μια χώρα της σεξιστικής αντρίλας («βότκα και ξύλο» για να παραφράσω Οικονομίδη), των κάθε είδους διακρίσεων, μια χώρα όπου εκκλησία και κράτος και οικονομία συνθέτουν ένα αξεδιάλυτο, νοσηρά διεφθαρμένο σύμπλεγμα. Παρολ’ αυτά το «πανίσχυρο» τούτο κράτος είτε αισθάνθηκε απειλούμενο, είτε θέλησε να δώσει λίγο κρέας στον θρησκοβλαβή όχλο, στράφηκε δικαστικά ενάντια της Κάτιας, της Νάντιας και της Μάσα, μετά από μια 30 δευτερολέπτων performance τους σε έναν ορθόδοξο ναό στη Μόσχα. Η συνέχεια μας είναι αποσπασματικά γνωστή από τα εσωστρεφή μας ειδησεογραφικά μέσα, η καταδίκη σε δύο χρόνια φυλάκιση, η απόρριψη της έφεσης, η καταναγκαστική εργασία. Το ντοκιμαντέρ αυτό ανιχνεύει όλη την πορεία τους, έχει αποκλειστικό υλικό από τη δράση του συγκροτήματος και φυσικά εκτενή αποσπάσματα από τη δίκη. Κι αν βλέποντας όλη αυτή τη θρησκευτική παράκρουση που παρουσιάζεται στο φιλμ μπούμε στον πειρασμό να κάνουμε παραλληλισμούς με την εδώ ορθόδοξη πραγματικότητα, ας μην ξεχνάμε από την άλλη ότι η Ρωσία είναι μια χώρα η οποία στην πραγματικότητα ποτέ δεν πλησίασε σε ότι αποκαλούμε στα μέρη μας δημοκρατία, πάντοτε ο λαός είχε ανάγκη να έχει στο σβέρκο του έναν Τσάρο, είτε τον λένε Νικόλαο, είτε Στάλιν, είτε Πούτιν…
Επί του πιεστηρίου: στις 23 Σεπτεμβρίου μία από τις κρατούμενες ξεκίνησε απεργία πείνας καταγγέλλοντας τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης. Λίγες ημέρες μετά πραγματοποιήθηκε στην αρχαία Ολυμπία η λαμπρή τελετή της αφής της ολυμπιακής φλόγας των χειμερινών ολυμπιακών αγώνων στο Σότσι της Ρωσίας… Χάριν του ολυμπιακού πνεύματος. Το 1936 δεν ήταν η πρώτη φορά;– I am Divine (Εγώ, η Ντιβάιν) – Jeffrey Schwarz
Underground; Αντι-κουλτούρα; Εύκολα αποδίδουμε αυτούς τους χαρακτηρισμούς σε οτιδήποτε με την πρώτη ματιά μοιάζει ακραίο, ανένταχτο, ασυνήθιστο. Κάπως έτσι προσλαμβάνεται κατά κανόνα και ο σκηνοθέτης της προμελετημένης κακογουστιάς και σαδιστικός βασανιστής κάθε αισθητικής John Waters και η μούσα του η Divine (κατά κόσμο Harris Glenn Milstead). Σε στενότερη εξέταση βέβαια τέτοιες φαντασιώσεις δεν αντέχουν, στην πραγματικότητα αμφότεροι έπαιζαν με τους κώδικες του συστήματος, ωθώντας τους στα άκρα και στην υπερβολή τους σε έναν τραβηγμένο κομφορμισμό, λειτουργώντας ουσιαστικά σαν ένας παραμορφωτικός καθρέφτης. Στον οποίο όμως αναγνωρίζεις το αρχικό είδωλο. Γι’ αυτό άλλωστε κι έγιναν αμφότεροι τόσο δημοφιλείς σε μία χώρα η οποία …αγαπά να σοκάρεται. Ακόμη και η περίφημη σκηνή της κατανάλωσης σκυλίσιων περιττωμάτων στο «Pretty flamingo» δεν φαντάζει τόσο ξένη αν αναλογιστούμε πόση συμβατή είναι με την εμμονή του αμερικάνικου χιούμορ με τις εκκρίσεις του ανθρώπινου σώματος (θυμηθείτε αναρίθμητες mainstream ταινίες με σκατολογικά αστεία). Το ντοκιμαντέρ αυτό πάντως δεν απομακρύνεται από μια συμβατική αντίληψη, είναι μεν επαρκέστατο από άποψη υλικού και συνεντεύξεων, αλλά κατ’ ουσία δεν παίρνει θέση και του λείπει και μια σκηνοθετική άποψη. Θα μπορούσε να είναι κι ένα εκτενές αφιέρωμα γυρισμένο με τηλεοπτικούς ανώδυνους όρους. Και σε αφήνει μόνο να αναρωτιέσαι τι σταυρό κουβαλούσε αυτό το πλάσμα, συγχυσμένο ανάμεσα στα δυο φύλα (ακόμη και στην ταινία άλλοι λένε his και άλλοι her), ανάμεσα στη δημόσια και την προσωπική ζωή, στα ναρκωτικά και το πολύ φαΐ, εκφράσεις προφανώς μιας βαθύτατης ανασφάλειας. Κι έχεις τελικά την αίσθηση ότι αν παραμερίσεις το κραυγαλέο γκλάμουρ, τις ακραίες ενδυμασίες, τα έντονα χρώματα, τα πάρτυ μέχρι τελικής πτώσεως και τις προκλήσεις, μένει ένα μικρό αγόρι που ψάχνει τη μαμά του. Και τη βρίσκει τελικά, έστω και με καθυστέρηση πολλών χρόνων…


Oh Boy

– Oh boy – Jan Ole Gerster
Μια μέρα είναι η διάρκεια της ταινίας, a day in the life (ο σκηνοθέτης ομολογεί ότι ο τίτλος είναι απόσπασμα από στίχους του ομώνυμου κομματιού των Beatles), συμπυκνωμένη σε 83 σφικτά κινηματογραφικά λεπτά, η οδύσσεια του πρωταγωνιστή Νίκο Φίσερ. Κάπου λίγο πριν τον κάβο των 30, δεν τον λες και επιτυχημένο, δουλειά δεν έχει, σύντροφο δεν έχει, τις σπουδές του τις εγκατέλειψε, η ημέρα αυτή ξεκινάει με το …δεξί, του παίρνουν και το δίπλωμα λόγω αλκοολισμού, και γαμώτο, ούτε έναν καφέ δεν μπορεί να πιει. Απλό σινεμά της καθημερινότητας, χωρίς «υψηλά» (ή βαθιά αν προτιμάτε) νοήματα, μείγμα δράματος και χιούμορ σε επιτυχώς κυμαινόμενες αναλογίες, εξαιρετική τζαζ επένδυση, Woody Allen στο υπόβαθρο, ένας πειστικός Tom Schilling στον κύριο ρόλο, και ένα μελαγχολικό ασπρόμαυρο βλέμμα στη γερμανική μητρόπολη. Στη Γερμανία θεωρούν τον σκηνοθέτη το next big thing… Κατανοητές υπερβολές…– Gore Vidal: The United States of Amnesia (Γκορ Βιντάλ: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμνησίας) – Nicholas Wrathall
Είναι λίαν αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πολλοί διανοούμενοι, δριμείς και ανελέητοι επικριτές του συστήματος είναι σαρξ εκ της σαρκός του, άνθρωποι προβεβλημένοι κι ενταγμένοι σε αυτό (στη χώρα μας όπου όλοι είναι …αντι-συστημικοί τους λέμε «οργανικούς»). Συμβαίνει συχνά στις ΗΠΑ, αυτή την εντελώς μοναδική χώρα όπου ο πιο οπισθοδρομικός συντηρητισμός και ο πιο ακραίος προοδευτισμός μπορεί να συνυπάρχουν δίπλα-δίπλα, ίσως όχι αρμονικά, αλλά πολλές αλληλοτρεφόμενοι. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι (ήταν γιατί πέθανε το 2012) ο Γκορ Βιντάλ, γιος υψηλόβαθμου κυβερνητικού αξιωματούχου, από οικογένεια με μακριά πορεία στα δημόσια πράγματα των ΗΠΑ. Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει με τον Βιντάλ να μιλάει πάνω από τον τάφο του, όχι, δεν έχει συμβεί κάτι μεταφυσικό, απλά ο άνθρωπος είχε προνοήσει για την αιώνια διαμονή του. Δείγμα και αυτό ενός ανένταχτου πνεύματος κι ενός δηκτικού χιούμορ το οποίο σε όλη του τη ζωή δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί κατά πάντων, με προνομιακό στόχο την αμερικανική πολιτική, από την εποχή του Βιετνάμ και της Κούβας μέχρι τους Δίδυμους Πύργους και το Ιράκ. Μεγάλο μέρος της ζωής του το έζησε στην Ιταλία, σε μια αετοφωλιά πάνω από το Τυρρηνικό πέλαγος, ο Ατλαντικός που τον χώριζε από την πατρίδα του χάριζε το πλεονέκτημα της έξωθεν ματιάς, με αποτέλεσμα να διαμορφώσει με τα χρόνια μια πολύ ιδιαίτερη οπτική πάνω στην αμερικάνικη ιστορία και πολιτική. Η ταινία παρακολουθεί όλη την πορεία του, μιλάει ο ίδιος σε διάφορες ηλικίες όπως και πολλοί καλοί και άσπονδοι φίλοι του, το πρώην πνευματικό του παιδί Christopher Hitchens (τον αποκήρυξε όταν υποστήριξε την επίθεση στο Ιράκ) ή ο Τim Robbins. Βέβαια η ταινία ασχολείται κυρίως με το πολιτικό ον Vidal, η λογοτεχνική του παραγωγή εξετάζεται μόνο όσον αφορά την επίδραση της στην πολιτική δημόσια σφαίρα. Ίσως λίγο άδικη ή μονόπλευρη αυτή η οπτική, μπορεί να μειώνει κάπως την σφαιρικότητα της προσέγγισης, δεν της στερεί όμως ουσία.
Κάμποσα μεταφραστικά ολισθήματα δεν πέρασαν απαρατήρητα, με κορυφαίο (όλου του φεστιβάλ κιόλας) την απόδοση του Three Mile Island (του νησιού όπου συνέβη το πολύ γνωστό πυρηνικό ατύχημα το 1979) ως «μικρό νησάκι».


My Sweet

– My sweet Pepper land (Γλυκιά μου πατρίδα) – Hiner Saleem
«Το καλύτερο γουέστερν των τελευταίων ετών» έγραφε το πρόγραμμα, κι αν σε τέτοιες δηλώσεις χρειάζεσαι συνήθως μικρό καλάθι, το συγκεκριμένο έχει πράγματι κάτι που θα δικαιολογούσε αυτή την υπερβολή. Ο Κούρδος Hiner Saleem, γνωστός στα μέρη μας (θυμάστε το «Βότκα Λεμόνι»;) ακολουθεί πιστά τους κώδικες του πιο ορθόδοξου αλά-Φορντ ή Λεόνε γουέστερν: ο αδιάφθορος παλιός πολεμιστής που γίνεται σερίφης τον καιρό της ειρήνης, η δύσκολη αποστολή να επιβάλει το νόμο σε ένα χωριό κάπου στην άκρη του πουθενά, οι προκάτοχοι οι οποίοι δεν είχαν καλό τέλος, το τοπικό σαλούν (εδώ λέγεται Pepperland), η σύγκρουση με τους ντόπιους κακούς οι οποίοι το λυμαίνονται ατιμώρητα, ο έρωτας του με μια ντόπια μορφονιά (εδώ η δασκάλα με τα μαύρα μαλλιά) που ερεθίζει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, οικείες καταστάσεις στους φαν των γουέστερν (και του …Λούκυ Λουκ). Επίσης αποτυπώνει εξαιρετικά το μισογύνικο περιβάλλον του χωριού, όπου μπορεί κάποιος να είναι απατεώνας, διεφθαρμένος, λαθρέμπορος, δολοφόνος, ληστής, αλλά το «αληθινό» μέτρο της τιμής του είναι το …γενετήσιο απαραβίαστο της αδερφής του. Σπουδαίος ο Korkmaz Arslan στο ρόλο του Baran (ο οποίος ακούει Elvis, Bach και Mozart!), εντυπωσιακά τοπία που κόβουν την ανάσα, έρημες εκτάσεις στο ορεινό Κουρδιστάν κάπου κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, και έξυπνες πινελιές χιούμορ. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για …κεμπάπ-γουέστερν στην άγρια Ανατολή; Γιατί όχι; Το σπαγγέτι-γουέστερν δηλαδή ήταν πιο εύηχο και περιγραφικό;

02/10/2013

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

18ο ΔΦΚ της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας

19-30 Σεπτεμβρίου 2012

Το καμένα εδώ και μήνες Αττικόν/Απόλλων στέκουν θλιβερά πίσω από σιδεριές, μάλλον ταιριαστά θα έλεγα με την όλη εγκατάλειψη του κέντρου αυτής της γονατισμένης πόλης, την οποία ελάχιστοι αγάπησαν τους καλούς καιρούς, πόσο μάλλον τώρα που τα πράγματα ζόρισαν.

Δύσκολη λοιπόν η ενηλικίωση για το φεστιβάλ, πόσο μάλλον όταν συνοδεύεται από μια τέτοια κεφαλαιώδη απώλεια. Το κενό της οποίας ανέλαβαν φιλότιμα να καλύψουν δύο παλιοί κλασικοί «σινεμάδες» του κέντρου, το Ιντεάλ και το Όπερα, οι οποίοι προσπάθησαν με χαμόγελο και διάθεση να ανταποκριθούν στο βαρύ έργο αλλά αποδείχθηκαν μάλλον ακατάλληλοι για να διαχειριστούν τέτοιους όγκους κοινού (εν τω μεταξύ μήπως είμαι ο μόνος που δυσκολεύτηκε τόσο στην επιλογή ταινιών, με τις άβολες ώρες να αποκλείουν δια μιας τις περισσότερες επιλογές;).

Τέλος με την γκρίνια… Το έχουμε ανάγκη όπως και να έχει το φεστιβάλ, ας το δούμε φέτος σαν μια μεταβατική κατάσταση (αν και έχω το κακό προαίσθημα ότι το ίδιο θα γίνει και του χρόνου). Με την πρώτη ζακέτα στο χέρι να σημαδεύει την επιστροφή του φθινοπώρου, είναι μία από τις σταθερές που μας δίνουν μια (ψευδ)αίσθηση ασφάλειας και επαναληπτικότητας, αυτή την κυκλική αντίληψη του χρόνου που την είχαμε ξεχάσει όταν η ζωή μας είχε γίνει κυνηγητό μιας γραμμικής «ανάπτυξης» (που ‘ναι την τώρα, μου λέτε;). Αυτό αρκεί, ας μην αρχίσουμε τις άνευ πάσης ουσίας …παπαρδέλες που λέγονται και ματαλέγονται, ότι δήθεν έχουμε ανάγκη την τέχνη ειδικά τέτοιες εποχές μπλα μπλα μπλα. Γιατί στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξαν εύκολες εποχές χωρίς κρίσεις, είτε σε ατομικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Την τέχνη, αν όντως τη χρειάζεσαι, την αναζητείς. Αν περιμένουμε να μας βάλουν φόρους για να ξυπνήσει μέσα μας η ανάγκη για τέχνη, ζήτω που καήκαμε. Μεταφορικά ή και κυριολεκτικά…
Breakdown reward

– Breakdown reward – Ηλίας Γεωργόπουλος
Τούτη η ταινία θέτει ορισμένα προαπαιτούμενα. Βασικό: να αφήσεις έξω από την αίθουσα τα (όποια) αισθητικά αντισώματα παροπλισμένα. Προϋποθέτει επίσης μια χαλαρότητα και μια διαρκή επίγνωση ότι πρόκειται για την παρθενική απόπειρα ενός νέου σκηνοθέτη. Είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι ο σκηνοθέτης έχει πολύ σινεμά στο ενεργητικό του ως θεατής, η ταινία είναι ένα ποτ-πουρί κινηματογραφικών ειδών (από κλασική ταινία καταδίωξης μέχρι νουάρ και κωμωδία του παραλόγου) πάνω σε μια προσχηματική πλοκή (δεν έχει νόημα νομίζω να παραθέσω τη σύνοψη). Κι όσον κι αν οι ηθοποιοί παίζουν με ερασιτεχνικό ενθουσιασμό και άγνοια κινδύνου τους στα όρια της καρικατούρας ρόλους τους, η κοντά δίωρη διάρκεια της είναι υπερβολική για μια low (ή no) budget παραγωγή και καθιστά κουραστική τη παρακολούθηση ειδικά όσον αφορά τον ήχο (σημείωση: εξαιρετικές επιλογές σκοτεινού καμπαρέ στο soundtrack, με εμμονή στους Attrition). Δεν θέλω να ξεμπλέξω με το εύκολο και τυπικό «αφήνει υποσχέσεις», αλλά με καλύτερα μέσα και μεγαλύτερη εμπειρία στη διαχείριση και την οικονομία των εικόνων, νομίζω ότι έχουμε να περιμένουμε κάτι παραπάνω από cult (;) B-movies…

– Avalon – Axel Petersen
Το «Avalon» θυμάμαι ήταν εκείνος ο δίσκος των Roxy Music ο οποίος επισφράγισε το πέρασμα του συγκροτήματος σε μια μεσήλικη ποπ, απευθυνόμενη σε ένα πιο ώριμο ακροατήριο (πορεία την οποία συνέχισε προς ακόμη μεγαλύτερες ηλικίες ο Bryan Ferry μόνος του). Ταιριαστή ομολογουμένως η επιλογή-παραπομπή του τίτλου της ταινίας αυτής, όχι μόνο επειδή το ομώνυμο χιτ έχει το δικό του ρόλο, αλλά επειδή το αντικείμενο της είναι μια παρέα 60άρηδων (με ένα ομιχλώδες παράνομο παρελθόν) οι οποίοι προσπαθούν να επανεφεύρουν τη ζωή τους ανοίγοντας ένα πολυτελές κλαμπ, από κείνα με τα ακριβά ποτά και τις ωραίες γυναίκες (ή και ανάποδα αν θέλετε). Μια ανθρωποκτονία εξ αμελείας όμως έρχεται να φέρει τα πράγματα τούμπα και να θέσει τους πρωταγωνιστές ενώπιος ενωπίω με τις ευθύνες τους απέναντι στις πράξεις τους, την ηλικία τους και την ηθική τους συγκρότηση. Η εξέλιξη της ταινίας φέρει τα αποτυπώματα του αείμνηστου Δόγματος 95, είναι αργή και υπόγεια, περισσότερα υπονοούνται παρά δηλώνονται, όσο για το τέλος… Λοιπόν, υπάρχουν ταινίες που τελειώνουν με τελεία (ενίοτε και παύλα), αυτές που ολοκληρώνουν οριστικά τον κύκλο της ιστορίας τους χωρίς να αφήνουν ανοιχτά ερωτηματικά. Τούτη είναι όμως από εκείνες τις πιο προκλητικές, εκείνες που τελειώνουν με αποσιωπητικά, που αφήνουν τα πάντα ανοιχτά… Και ίσως γι’ αυτό να είναι και πιο κοντά στην πραγματική ζωή…
Attractive Illusion

– Attractive Illusion – Πέτρος Σεβαστίκογλου
Πρεμιέρα ταινίας φτιαγμένης (και) από την νιγηριανή κοινότητα και στην αίθουσα δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα μέλη της. Δικαιολογημένα υποθέτω, το κέντρο της Αθήνας δεν είναι και πολύ φιλικό πλέον (ούτε) και για μετανάστες, διάφορες συμμορίες περιφέρονται μαζί με το μακρύ χέρι της κρατικής καταστολής. Η νέα αυτή ταινία του Πέτρου Σεβαστίκογλου ακροβατεί ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ, προσπαθώντας να αποτυπώσει την πραγματικότητα που βιώνουν οι νιγηριανοί μετανάστες από τη στιγμή που το δουλεμπορικό τους αποβιβάζει σε τούτη τη «γη της επαγγελίας». Με στοιχειώδες σενάριο και αυτοσχεδιασμό ατόφιο και αληθινό (όχι τον εκπαιδευμένο ενίοτε και επιτηδευμένο των σπουδαγμένων) πρόκειται για ένα εγχείρημα το οποίο καθορίζεται και κατά συνέπεια κρίνεται από τις προθέσεις του, τις οποίες σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνει βάζοντας μας μέσα σε μια καθημερινότητα τόσο κοντινή όσο και μακρινή ταυτόχρονα. Αν σώνει και καλά πρέπει να παρατηρήσουμε κάτι, αυτό είναι η απουσία σχεδόν κάθε αλληλεπίδρασης με τον ελληνικό περίγυρο. Με την εξαίρεση ενός κυνηγητού από τη δημοτική αστυνομία, η ταινία μοιάζει να κινείται στα πλαίσια μιας αυστηρά περιχαρακωμένης εθνικής ομάδας (μέχρι και ο κακός της ταινίας ένας νονός Νιγηριανός είναι) η οποία δρα και ζει ερήμην της χώρας που υπάρχει τριγύρω. Ο έλληνας γραφειοκράτης, ο έλληνας μπάτσος, ο έλληνας πελάτης ακόμη κι ο έλληνας φίλος και συνάδελφος λάμπουν δια της απουσίας τους. Αλλά ακόμη κι αυτό μπορεί νομίζω να γίνει κατανοητό…

– Pigs and battleships (Γουρούνια και θωρηκτά) – Shohei Imamura
Η ιαπωνική κοινωνία ήταν και παραμένει για μένα ένα άλυτο μυστήριο. Όσο Κουροσάβα και Μιζογκούτσι και Όζου κι αν έχω δει (για να μην προσθέσω και το …Σογκούν!), δεν έχω καταφέρει αν ξεδιαλύνω την τρομακτικά αντιφατική εικόνα ενός λαού από τη μία εθνικιστικά φανατικού (στον παγκόσμιο πόλεμο χρειάστηκε η φρίκη μιας ατομικής βόμβας για να συνθηκολογήσει) και από την άλλη έχει ανάγει την ύλη σε λατρεία και την έννοια «μιμητισμός» σε επίπεδα τελειομανίας. Η ταινία αυτή έρχεται από το μακρινό 1961 για να υπογραμμίσει έμμεσα αυτή την αντίφαση. Διαδραματίζεται λίγο μετά τον πόλεμο γύρω από κάποια κατοχική βάση του αμερικάνικου ναυτικού, η οποία έχει εξελιχθεί σε εστία διαφθοράς (θυμάστε και τα δικά μας με τον 6ο στόλο και τα «καλώς ήρθε το δολάριο»;) Έτσι είναι, από τον εθνικισμό έως τη διαφθορά και την αδίστακτη εκπόρνευση είναι ένα τσιγάρο δρόμος. Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα, ένας νεαρός, ανθυποκατώτερο μέλος της τοπικής μαφίας, προσπαθεί να σταθεί και κάνει «καριέρα» στην αυστηρά ιεραρχημένη της δομή. Κι ας είναι απλά ο επιστάτης μιας φάρμας γουρουνιών. Κάποια «ζώα» όμως είναι πιο ίσα από τα άλλα, όπως έγραψε και ο Όργουελ. Σκηνή ανθολογίας τα απελευθερωμένα γουρούνια τα οποία και τελικά φέρνουν την κάθαρση…
Searching for sugar man

– Searching for sugar man (Ψάχνοντας τον βασιλιά της σκόνης) – Malik Bendjelloul
Της άσπρης σκόνης, για συμπληρώσω τον ελαφρώς σεμνότυφο τίτλο. Λοιπόν, είναι γνωστό το ρητό «ουδείς προφήτης στον τόπο του» (εκτός κι αν λέγεται …παστίτσιος), στο χώρο δε της μουσικής αυτό το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί ουκ ολίγες φορές, καλλιτέχνες δηλαδή να γνωρίζουν μεγαλύτερο σουξέ στην ξενιτιά παρά στην ίδια τους τη χώρα (ναι, κι εγώ τους Puressence θυμήθηκα) Η συγκεκριμένη όμως περίπτωση σπάει κάθε φράγμα λογικής. Με δύο δίσκους στις αρχές των 70s οι οποίοι πούλησαν μόνο μεταξύ φίλων και συγγενών α’ βαθμού, ο Sixto Diaz Rodriguez δεν είχε και πολλά να περιμένει από καριέρα στη μουσική βιομηχανία. Τη στιγμή που αυτός πλέον έβγαζε το τίμιο ψωμί του στις οικοδομές του Detroit, οι δύο δίσκοι του πουλιόντουσαν σαν …hot dogs στην αποκλεισμένη πίσω από το apartheid Νότια Αφρική. Θα χρειαστεί να περάσουν σχεδόν δύο δεκαετίες μέχρι ο ίδιος να πάρει χαμπάρι τα μυστικά σχέδια που ύφανε γι’ αυτόν η μοίρα. Αν και η ίδια η ιστορία είναι από μόνη της χρυσωρυχείο, ο τρόπος που παρουσιάζεται στο ντοκιμαντέρ αυτό, με μια έξυπνα παρουσιασμένη πλοκή και στοιχεία σασπένς, την αναδεικνύουν σε ένα άλλο επίπεδο. Αλλά και σε ένα μάθημα ζωής. Αποφεύγω τις προστακτικές όπως η …εκκλησία την φορολογία, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση θα κάνω μια εξαίρεση: Δείτε την!

– Uprising: Hip hop and the LA riots (Ξεσηκωμός στο Λος Άντζελες) – Mark Ford
Λος Άντζελες, 1991. Ο Rodney King, νεαρός αφροαμερικανός, ελαφρά μεθυσμένος δεν σταματά σε σήμα περιπολικού. Ακολουθεί καταδίωξη. Η σύλληψη του συνοδεύεται από άγριο ξυλοδαρμό (τύπου «ζαρντινιέρας» για να έχετε μια εικόνα). Καθημερινή εικόνα στις ΗΠΑ, μόνο που αυτή τη φορά υπάρχει εκεί και μία κάμερα. Το συμβάν θα ξεσηκώσει αντιδράσεις και τελικά θα φτάσει μέχρι τις δικαστικές αίθουσες όπου οι μπάτσοι αθωώνονται πανηγυρικά. Σχεδόν αντανακλαστικά η εξέγερση ξεσπά. Σαν αλυσωτή αντίδραση, ένα νετρόνιο διασπά το επόμενο, η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο και το συσσωρευμένο μίσος ετών ξεσπά και τινάζει το καζάνι. 3 ολόκληρες ημέρες καιγόταν η πόλη των αγγέλων. Και μετά ήρθαν τα άρματα και επικράτησε πάλι ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Πίσω έμειναν 53 νεκροί και πολλά καπνίζοντα αποκαΐδια… Back to normal…
Το ντοκιμαντέρ καταγράφει το χρονικό των γεγονότων σε συνδυασμό με τις μουσικές που προφήτεψαν ή περιέγραψαν την εξέγερση. Θα μπορούσε κατά συνέπεια να είναι μια ταινία-ύμνος στην black power, καταγγελία της καταπίεσης των λευκών, πλημμυρισμένη από gangsta hip-hop και υψωμένες γροθιές. Και πραγματικά είναι όλα αυτά! Να προσθέσουμε και την παρουσία πολλών αστεριών του χιπ-χοπ της τελευταίας εικοσαετίας, (μεταξύ άλλων Ice Cube, Ice-T, John Singleton, Nas ακόμη και ο νεκρός Tupac) σε ένα πνεύμα «ήμουν κι εγώ εκεί -έστω και περαστικός». Αλλά πέρα από αυτά τα δικαίως αναμενόμενα, η ταινία στέκεται με προβληματισμό απέναντι στο τυφλό και ανεξέλεγκτο της βίας, παρουσιάζει και τα θύματά της που απλά έτυχε να βρεθούν στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή με το λάθος χρώμα (το λευκό αυτή τη φορά). Η κάμερα επισκέπτεται και σήμερα τα ίδια μέρη, εκεί στο επίκεντρο που άρχισαν όλα, Normandie και Florence γωνία.. Τι άλλαξε πραγματικά στη ζωή του γκέτο; Μήπως τελικά η βία φέρνει βία οδηγώντας σε έναν αδιέξοδο αλλά και αέναο φαύλο κύκλο; Ένα μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες…
Celeste and Jesse forever

– Celeste and Jesse forever (Διαζευγμένοι φίλοι) – Lee Toland Krieger
Ποια είναι η διαφορά της indie (ανεξάρτητης για το πούμε ελληνιστί) pop από την mainstream pop; Δεν θα αναλύσω εδώ καμία απάντηση, απλά θα σημειώσω ότι δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο θέλουμε να νομίζουμε. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα «indie» βαφτίζεται κάτι το οποίο δεν είχε τις ικανότητες να γίνει mainstream και να αγγίξει ένα κάπως ευρύτερο κοινό. Μια ανάλογη αντιστοιχία νομίζω μπορούμε να διαγνώσουμε και στο σινεμά. Τυχάρπαστες σκέψεις με αφορμή τούτη τη συμπαθητική ταινία, όμοια αυτές που βγαίνουν από το Σάντανς με το κιλό και έχουμε συνηθίσει να φιλοξενούνται τα τελευταία χρόνια στο φεστιβάλ. Αισθηματικές μικροϊστορίες της καθημερινότητας, έμφαση στο διάλογο και αμερικάνικο χιούμορ διαφόρων (χμμμ) επιπέδων (όχι πάντοτε επιτυχημένο, με κάποιες εκλάμψεις έμπνευσης όπως το αμίμητο «cereal-killer»). Το πρωταγωνιστικό ζεύγος είναι της κατηγορίας «πιο χίψτερ πεθαίνεις», η μία είναι trend-watcher (αυτό αδυνατώ να το μεταφράσω) ο άλλος είναι ένας άνεργος (τι άλλο;) καλλιτέχνης που περιμένει να αναγνωριστεί το ταλέντο του. Ιδανικό ζευγάρι τους θέλει κατά τ’ άλλα η ιστορία, αλλά συνάμα και …χωρισμένους. «Θα τα καταφέρουν να τα βρουν στο τέλος;» είναι το αγωνιώδες ερώτημα που τίθεται. Εντάξει, έχουμε κάνει και χειρότερες σπατάλες χρόνου στη ζωή μας…

– Was bleibt (Τι απομένει) – Hans-Christian Schmid
Πως είναι στις γιορτές και στα οικογενειακά τραπέζια, όπου μετά τα κοψίδια και κανά δυο ποτηράκια κρασί βγαίνουνε στη φόρα όλα τα άπλυτα, οι οικογενειακές έριδες, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι κληρονομικές διαμάχες; Φανταστείτε ένα τέτοιο σκηνικό, αλλά στην πιο βορειοευρωπαϊκή του εκδοχή. Εδώ τα πράγματα είναι πιο συγκρατημένα, εκδηλώνονται πιο «ψυχρά» (όπως θέλει και το στερεότυπο) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι αντιπαραθέσεις είναι λιγότερο πικρές και σφοδρές. Έργο δωματίου κατά βάση, μοιάζει με θεατρικό, έχει πολλή δουλειά στο σενάριο ενώ η δραματικότητα υπογραμμίζεται από την χαμηλών τόνων μουσική των Notwist. Δεν ξέρω τι έχει απομείνει από τη «βιτρίνα ευημερίας την οποία θρυμματίζει η ταινία» όπως θέλει το δελτίο τύπου, αλλά ποιος πίστεψε ποτέ ότι η οικογενειακή ευτυχία (έτσι κι αλλιώς εξ ορισμού δυσλειτουργική έννοια) μπαίνει στην ίδια εξίσωση με το βιοτικό επίπεδο;
Barbara

– Barbara – Christian Petzold
Μια γιατρίνα, καταδικασμένη σε δυσμένεια από το καθεστώς που ενσάρκωσε επί Γης καλύτερα τον Όργουελ, φτάνει σε μια πανέμορφη αλλά εγκαταλελειμμένη ανατολικογερμανική επαρχία (κάπου κοντά στην ακτή της Βαλτικής γύρω στα 1980). Η ζωή της εκεί κυλά ανάμεσα σε εξευτελιστικούς ελέγχους της Στάζι, …γαμησιάτικες επισκέψεις του δυτικού εραστή της και καθημερινή νοσοκομειακή ρουτίνα, πάντα όμως με την ελπίδα της διαφυγής στον καπιταλιστικό παράδεισο. Όταν όμως έρχεται η πολυπόθητη αυτή στιγμή, τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε σχεδιάσει και επιπλέον έχει τεθεί και ένα απρόοπτο δίλημμα… Το ζήτημα της Ανατολικής Γερμανίας φαίνεται να απασχολεί πολύ τη νέα γενιά των γερμανών σκηνοθετών. Η ταινία αυτή δεν έχει τη λάμψη αλλά και το «ηρωικό» στοιχείο της «Ζωής των άλλων», αντιθέτως είναι ο ορισμός του βραδυφλεγούς δράματος. Μπορεί οι κριτικές να (παρα)μιλάνε για την ερμηνεία της Nina Hoss αλλά για μένα την παράσταση κλέβει και την …πάει σπίτι του ο συμπρωταγωνιστής της Ronald Zehrfeld, ο οποίος επιτυγχάνει ίσως το μέγιστο κατόρθωμα για έναν ηθοποιό: με το σώμα, με τις εκφράσεις και χωρίς περιττά λόγια, καταφέρνει να μεταδίδει συναισθήματα και να υποδηλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορούσε (ή θα ήθελε να πει). Ο σκηνοθέτης το «έπιασε» και έστησε την ταινία με μια εξαιρετική οικονομία μέσων αλλά κυρίως λόγων. Εύκολα λέγεται, δυσκολότατα γίνεται!

– Una noche (Μια νύχτα) – Lucy Mulloy
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη πρόσεξε μη βρεθείς στη …Θράκη. Θυμήθηκα αυτό το παλιό μαθητικό αστείο παρακολουθώντας το ερωτικό τρίγωνο αδερφού-αδερφή-φίλου της ταινίας να πλέει αποπροσανατολισμένο κάπου ανάμεσα στα 90 μίλια που χωρίζουν την Αβάνα από το Μαϊάμι, τη γη της επαγγελίας για πολλούς Κουβανούς (μα να μην καταλαβαίνουν ότι ζουν στον …παράδεισο;) Εξίσου αποπροσανατολισμένη φαίνεται ότι ήταν η σκηνοθέτιδα όσον αφορά τους στόχους: ερωτικό δράμα, κοινωνικοπολιτική κριτική, περιπέτεια, όλα αυτά μαζί; Αν αξίζει για κάτι, είναι τα πλάνα μιας Αβάνας που αναπτύσσεται ανάμεσα σε πανάκριβα ξενοδοχεία για σεξο-τουρίστες και παραπήγματα για τον λαό. Στη ζωή πάντως οι πρωταγωνιστές τα κατάφεραν πολύ καλύτερα, ζήτησαν πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ εκμεταλλευόμενοι την πρεμιέρα της ταινίας στη Νέα Υόρκη! Τελικά ποιος μιμείται ποιον; Η ζωή ή η τέχνη;
Για την αποκατάσταση του μαύρου

– Κατερίνα Γώγου – Για την αποκατάσταση του μαύρου – Αντώνης Μποσκοΐτης
Η Κατερίνα Γώγου τα τελευταία χρόνια «απολαμβάνει» μιας ολοένα μεγαλύτερης αναγνώρισης (έως και λατρείας) ιδιαίτερα στις εφηβικές ηλικίες. Διόλου περίεργο αυτό, οι «άρρωστοι», οι περιθωριακοί, οι αυτόχειρες, όλοι τέλος πάντων εκείνοι που έχουν τσουβαλιαστεί κάτω από τον όρο «καταραμένοι» ασκούσαν ανέκαθεν μια γοητεία, ειδικά σε εποχές όπου πολλές σταθερές έχουν χαθεί ή γκρεμιστεί.
Για να ξεκαθαρίζω την άποψη μου… Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ δεν είναι ένα προϊόν κάποιας ερευνητικής στόχευσης και πρόθεσης αλλά μια αγιογραφία από τον οπαδό -προφανώς- σκηνοθέτη και σε οπαδούς απευθύνεται. Υπάρχουν πολλά αποσπάσματα από ταινίες της Γώγου (ξεκινώντας από «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» μέχρι την τελευταία «Όστρια») και συνεντεύξεις με ανθρώπους που τη γνώρισαν λιγότερο ή περισσότερο (παρατήρηση: η μη-αναγραφή των ονομάτων των συνεντευξιαζόμενων καθιστά δύσκολη την παρακολούθηση από τον αμύητο θεατή). Άλλοι εξ αυτών εμφανίζονται ταπεινοί και ουσιαστικοί, σε κάποιους όμως η αυταρέσκεια ξεχειλίζει από την οθόνη (όταν σκέφτεσαι ότι αυτό πλασάρεται σαν ελληνική εναλλακτικότητα συνειδητοποιείς ότι η κάθε κοινωνία έχει -πέρα από την κυβέρνηση -και το «underground» που της αξίζει). Αν πάντως θέλεις να μάθεις κάτι παραπάνω για τον άνθρωπο και το φαινόμενο Γώγου, καμία απάντηση δεν δίνεται. Ας πούμε για το πως, μέσα από ποιες διεργασίες, ποιες επιρροές, ποιες εμπειρίες, μια δευτεροκλασάτη στάρλετ του ελληνικού κινηματογράφου, ωριμάζει άγρια και φτάνει στην ξεδοντιασμένη, δραματικά συναισθηματική και ενίοτε πορνογραφική ποίησή της; Και πως μια γυναίκα σε ώριμη και συνειδητοποιημένη ηλικία οδηγείται στην παραμύθα της λευκής σκόνης; Κάπου εκεί εμφανίζεται και η γνωστή «εξαρχειώτικη» σαλάτα Άσιμος-Σιδηρόπουλος-Γώγου (οι οποίοι μοιάζουν σχεδόν υποχρεωτικό να μπαίνουν μαζί στην ίδια πρόταση) με ολίγη από Καρυωτάκη και συνειδητοποιείς ότι η ποιητική αδεία έχει πλέον αναλάβει τα ηνία…

– Graceland – Ron Morales
Υποθέτω ότι σημειολογικά δεν είναι τυχαία επιλογή ο τίτλος της ταινίας ούτε ίσως ότι ένα από δύο κορίτσια λέγεται Elvie. Ούτε επίσης ότι ο πρωταγωνιστής, ο οδηγός ενός διεφθαρμένου πολιτικού και παιδεραστή, λέγεται Μάρλον. Το συνηθίζουν άλλωστε οι Φιλιππινέζοι να δίνουν τέτοια ονόματα στα παιδιά τους, πιθανολογώ και με την προσδοκία να αποκτήσουν κάποια από τις αρετές των προτύπων τους – στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Μάρλον κάτι έχει από Μπράντο, δεν σας αποκαλύπτω όμως τι, πιθανόν θα ήταν spoiler για μια ταινία η οποία βασίζεται (και) στην ανατροπή που ελλοχεύει στο τέλος. Η κόρη του οδηγού και του πολιτικού πέφτουν θύματα απαγωγής για λύτρα. Ένα βρώμικο κουβάρι ξετυλίγεται μαεστρικά, με μια δόση ανατολίτικης αρρώστιας και μια Μανίλα συμπρωταγωνίστρια με τις κραυγαλέες της αντιθέσεις επιδειξιομανούς πλούτου και ακραίας φτώχειας. Εξαιρετική ταινία…
Neil

– Neil Young Journeys (Τα ταξίδια του Νιλ Γιανγκ) – Jonathan Demme
Μουσικές ταινίες υπάρχουν δύο ειδών: εκείνες που έχουν να πουν μια ιστορία, που φωτίζουν λεπτομέρειες, αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές, έχουν σκηνοθετική άποψη και τελικά μπορεί να προσελκύσουν το ενδιαφέρον σου ή ακόμη και να σε συγκινήσουν κι ας μην είσαι μυημένος, και υπάρχουν και οι …άλλες, εκείνες που χαροποιούν τους οπαδούς οι οποίοι αρκούνται να βλέπουν το είδωλό τους στην οθόνη αλλά αφήνουν όλους τους υπόλοιπους αδιάφορους. Για να μην τα πολυλογούμε, τούτη εδώ η ταινία είναι από τις «άλλες». Εδώ λοιπόν έχουμε μια καταγραφή συναυλίας του Neil Young, επιστροφή στη γενέτειρά του το Τορόντο. Η συναυλία καταλαμβάνει το 80% του χρόνου της ταινίας, στο ενδιάμεσο ο Young μας πηγαίνει βόλτα στα μέρη όπου μεγάλωσε, στο βουκολικό Omemee του Οντάριο, εκεί όπου φύλαγε τις κότες του, εκεί όπου δοκίμασε …πίσσα και άλλα τέτοια λίαν ενδιαφέροντα. Η συναυλία εστιάζεται στον προτελευταίο του δίσκο το «Le Noise» με κάποια σημαντικά απανθίσματα από το παρελθόν (μόνο το «Peaceful Valley Boulevard» μοιάζει να επιβιώνει της σύγκρισης), η δε κάμερα του «κάποτε έκανα μια Σιωπή των Αμνών» Jonathan Demme μας φέρνει κοντά στον καλλιτέχνη, πολύ κοντά, τόσο κοντά που μέχρι και τα …σφραγίσματά του μετράμε. Αυστηρά για ταγμένους οπαδούς του Crazy Horse…

– On the road (Στον δρόμο) – Walter Salles
Η κλασική (αναπόφευκτη) σύγκριση βιβλίου και ταινίας. Άτοπη από όποια σκοπιά κι αν τη δεις, η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος είναι δύο εντελώς διαφορετικές τέχνες με διαφορετικά εργαλεία και παντελώς διαφορετικούς (έως και άσχετους) εκφραστικούς κώδικες. Το «Στον δρόμο» του Κέρουακ είναι από τα βιβλία-ιερές αγελάδες του μοντερνισμού, ένα πραγματικό ευαγγέλιο της πεισματωμένης άρνησης για ενηλικίωση και του πόθου να ρουφήξεις τη ζωή μέχρι την τελευταία σταγόνα. Γνωστή λοιπόν η ιστορία του νεαρού συγγραφέα Σαλ Πάρανταϊς ο οποίος έχοντας χάσει την έμπνευσή του, ξαναβρίσκει τη «Μούσα» του στο πρόσωπο του τυχοδιώκτη ηδονολάγνου Ντιν Μοριάρτι. Βέβαια γνωρίζοντας την ιστορία σε όλη της την έκταση, η Μούσα (κατά κόσμον Neal Cassady) θα καταλήξει ένα ναυάγιο της ζωής, πάνω στην καμπούρα του άλλοι θα γίνουν διάσημοι μέσα από τις «καταραμένες» λέξεις. Τέλος πάντων, έτσι είναι η ζωή (και τα βιβλία), ας δούμε τι έκανε ο Walter Salles με το υλικό αυτό. Ο οποίος Salles έχει προφανώς ένα θέμα με τα τροχοφόρα και το δρόμο (έχει στο ενεργητικό του και τα «Ημερολόγια μοτοσικλέτας»), αλλά η ταινία του αυτή κάπου ξεμένει από βενζίνη, και μάλιστα νωρίς. Κατά κάποιον τρόπο αποδεικνύεται αντάξια του βιβλίου: θυμάμαι είχα περάσει με αυτό ημέρες αφόρητης βαρεμάρας. Άλλωστε νομίζω πως δεν υπάρχει τίποτε πιο ανιαρό από το να ακούς τον απολογισμό των ταξιδιών των άλλων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πόσο θα αντέξεις να παρακολουθείς γρήγορα αυτοκίνητα, ιδρωμένη τζαζ, ναρκωτικά, τζαζ και παρτούζες; (έστω και με ένα τσίμπημα ζήλιας). Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι τη μεταφορά του στον κινηματογράφο δεν την είχε αποπειραθεί ξανά κανείς. Υπό αυτές τις συνθήκες, τι να σου κάνουν και οι σταρς ηθοποιοί και τα 25 εκατομμύρια δολάρια του Κόπολα;
Teddy Bear

– Teddy Bear – Mads Mathiesen
Με το υλικό της ιστορίας μπορείς να γράψεις από μια δαλιανίδεια κωμωδία έως και ένα αρχαιοελληνικό δράμα: η καταπιεστική μάνα εμποδίζει το παιδί να ανοίξει τα δικά του ερωτικά – και όχι μόνο-φτερά (σαν τον …πρωταγωνιστή της διαφήμισης που μας πιπίλαγε το μυαλό πριν από όλες τις ταινίες -χορηγός γαρ). Αυτή η συνηθισμένη σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης (για ρωτήστε και την ελληνίδα μάνα) ιστορία, εδώ τραβιέται στα άκρα μέσα από το σωματότυπο των ηρώων, η μάνα μικροσκοπική αλλά καπάτσα, ο γιος πανύψηλος μποντιμπιλντεράς αλλά ολίγον τι μπουνταλάς. Στην Ταϊλάνδη όπου φτάνει προς αναζήτηση γυναίκας μοιάζει σαν τον αγαθό Γκιούλιβερ στη χώρα των Λιλιπούτειων. Παρολ’ αυτά η ανάγκη για επικοινωνία και επαφή είναι βαθιά ανθρώπινη και οδυνηρά επιτακτική, ακόμη κι αν δεν έχεις πολλά να πεις. Ο Kim Kold, επαγγελματίας προφανώς αθλητής, παίζει με μια απλότητα και με μια εσωτερικότητα η οποία ποτέ δεν φτάνει στην έκρηξη, ο Δανός Mathiesen με μια ήσυχη χωρίς εντυπωσιασμούς σκηνοθεσία οδηγεί την ιστορία σε ένα χάπι έντ – κι ας μην μένουν τελικά όλοι ευχαριστημένοι. Βραβευμένη ταινία και στο Sundance και στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας (από το κοινό).

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας

14-25 Σεπτεμβρίου 2011

Ένας χρόνος πέρασε φίλε, και τι νέα; Τα ίδια… Ξανά στο υπόστεγο της Σταδίου με τη βροχή να σταλάζει υπομονετικά, την πρώτη ζακέτα στο χέρι. Είναι χρόνια φθινοπωρινή συνήθεια τούτο το φεστιβάλ, δεν την κόβεις κι ας σε ξενερώνει η συνεχής προβολή από τα κρατικά κανάλια (ναι το MEGA εννοώ). Νομίζω έχει πλέον φτάσει σε αυτό το μεταίχμιο όπου οι παλιοί υποστηρικτές, εκείνοι που το στήριξαν τα πρώτα δύσκολα χρόνια, έχουν πια κάνει βήματα πίσω μπροστά στις ορδές των όχι πάντα σχετικών νεοφερμένων. Αλλά και οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα, καμία ταινία δεν πρέπει να άρχισε στην ώρα της, αν δε είχε και καλεσμένους η αναμονή έφτασε και μισάωρο. Θα μου πεις, τι γκρινιάζεις, όλα τα υπόλοιπα λειτουργούν τέλεια σε αυτό το μπ…ο που ζούμε, αυτό σε μάρανε; Και θα έχεις δίκιο. Α, νέο είναι ότι ο Καμίνης (ο δήμαρχος ντε) βγήκε για λίγο από το μούσκιο και χαιρέτησε την έναρξη. Να που γίνονται και θαύματα, χρειάζονται όμως κι άλλα, πιο δραστικά… Τώρα είναι βράδυ προχωρημένο, τελευταία προβολή. Μ’ αρέσει ο ήχος του λάστιχου στη βροχή. Δίπλα, τα βενζινάδικα της Καρύτση είναι γεμάτα. Θα μπορούσε να είναι και 2005. Ή 2000. Ψευδαίσθηση. Το σινεμά είναι ψευδαίσθηση. Αυτό τον άχαρο Σεπτέμβρη, με την αίσθηση μιας μιζέριας η οποία ακόμη δεν έχει αποκαλύψει ολόκληρο της το πρόσωπο, ίσως μας χρειάζονται οι ψευδαισθήσεις. Φτου, πάλι δεν έχει ταξί…
Killing– Killing Bono (Σκοτώνοντας τον Μπόνο) – Nick Hamm
Ξέρω πολλούς που θα ανασκιρτούσαν στο άκουσμα αυτού του τίτλου (εννοώντας προφανώς τον …μουσικό του θάνατο, για να παραφράσω τον οπλαρχηγό της «ταξικής» αρμάδας Λυμπερόπουλο – αν και θα υπερθεμάτιζα ότι αυτός έχει ήδη επέλθει εδώ και πάρα πολλά χρόνια). Αλλά το θέμα μας δεν είναι ο Bono. Η παρουσία του στην ταινία άλλωστε είναι έμμεση μόνο, καθώς αποτελεί την κακιά δυσοίωνη σκιά η οποία πέφτει πάνω στις απόπειρες του παλιού του συμμαθητή Neil McCormick να γίνει ροκ σταρ. Οι δυο τους ακολουθούν πορείες αντιπαράλληλες, ο Paul Hewson κατακτάει στάδια και πλήθη τη στιγμή που και ακόμη και οι λίγες συναυλίες που καταφέρνει να κλείσει ο γκαντεμόσαυρος Neil πέφτουν πάνω στην …επίσκεψη του Πάπα ή το Live Aid.
Καλό το δόλωμα, τσιμπήσαμε, και κόσμος πολύς μαζεύτηκε στο «Αττικόν», για να δει μια ταινία της …πλάκας. Με την καλή και με την κακή έννοια. Έργο ανάλαφρο, που δεν το παίρνεις στα σοβαρά ακόμη κι όταν προσπαθεί να αγγίξει θέματα σοβαρά, με καλούς ηθοποιούς όμως (αξίζει να σημειώσουμε ότι είναι η τελευταία του συμπαθέστατου Pete Postlethwaite). Το δε γεγονός ότι στην ταινία οι Dire Straits εμφανίζονται να υπάρχουν το …1976, εποχή κατά την οποία μπορεί να ήταν μόνο μια ιδέα στο κεφάλι του Knopfler, ας το αντιμετωπίσουμε καλοδιάθετα ως ένα ετεροχρονιστικό χιούμορ τύπου …»Flintstones. Αξιοπιστία πάντως δεν προσθέτει…
Η ταινία βασίζεται στα απομνημονεύματα του ίδιου του Neil που εκδόθηκαν το 2003 με τίτλο «I was Bono’s doppelganger» (δηλαδή, ήμουν ο σωσίας του Bono), ο οποίος Neil είναι σήμερα μουσικοκριτικός σε εφημερίδα (ποιος ακούει τώρα τους συνήθεις γραφικούς που υποστηρίζουν ότι οι κριτικοί είναι αποτυχημένοι δημιουργοί!). Αν μη τι άλλο κατάφερε να πουλήσει ευρηματικά την «αποτυχία» του. Τόσο μα τόσο αγγλοσαξονικό!

– Fix: Τhe Ministry Movie – Douglas Freel
Τώρα εγώ φταίω αν την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, μία εβδομάδα μετά την προβολή, η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο νου από το ντοκυμαντέρ προς τιμή του Al(i)en Jourgensen (δηλαδή των Ministry) είναι η σκηνή όπου …βατεύει ένα άψητο ωμό κοτόπουλο; Δεν μ’ αρέσει το στερεότυπο «μόνο για οπαδούς» αλλά νομίζω στο «Fix» βρίσκει την πλήρη του εφαρμογή…
Γυρισμένο ερασιτεχνικά χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, ακολουθεί την πεπατημένη τροχιά: εικόνες από λάιβ, καφρίλες από τα παρασκήνια, ο Al «σουτάρει», ο Al «σνιφάρει» (θυμάμαι σε μια παλιά κουβέντα με τον Καραμπεάζη λέγαμε ότι τα περισσότερα είδωλα μας είναι άνθρωποι τους οποίους πιθανότατα δεν θα θέλαμε με τίποτε να κάνουμε παρέα-ούτε σε ακτίνα 30 μέτρων). Και φυσικά οι αναπόφευκτες τιμητικές δηλώσεις συναδέλφων μουσικών. Αυτός πάντως που κλέβει την παράσταση είναι ο Trent Reznor, ο οποίος εμφανίζεται νουνεχής, ώριμος και κατασταλαγμένος, έχοντας ξεφύγει από τον εγκλωβισμό στη γραφικότητα και την εξυπηρέτηση ενός μύθου και μιας επιβεβλημένης εικόνας. Σε μετωπική αντίθεση δηλαδή με το τιμώμενο πρόσωπο του φιλμ…
Δεν ξέρω αν το ντοκυμαντέρ τελικά αδικεί ή δικαιώνει την όλη φάση, η οποία στην ακμή της έδωσε μια ώθηση και μια νέα αύρα στον μεταλλικό ήχο. Το δελτίο τύπου μας απειλεί με την «πιο τρομακτική μπάντα του πλανήτη» η οποία όμως συνάμα υπερηφανεύεται και για τις «6 υποψηφιότητες για Grammy». Έτσι για να μας υπενθυμίσει ότι αυτό το είδος industrial είναι εδώ και πολλά χρόνια αρμονικά ενταγμένο στο mainstream στις ΗΠΑ (και δεν το σημειώνω με αρνητική χροιά), ασχέτως εάν στα μέρη μας το εισάγουμε και το καταναλώνουμε ως underground.
Εν τω μεταξύ μαθαίνω ότι το συγκρότημα ήδη επανασυνδέθηκε επί σκηνής τον περασμένο Αύγουστο και επί …δίσκω τον προσεχή Δεκέμβριο, παρά τις δηλώσεις ότι το «Cover up» θα ήταν ο αποχαιρετιστήριος δίσκος. Τελικά τέτοιου τύπου παρόλες έχουν την ίδια αξιοπιστία είτε σε λένε Jourgensen είτε …Πλιάτσικα.
The Ballad – The Ballad of Genesis and Lady Jaye – Mary Losier
Η ιστορία της …Yoko και John του industrial; Lady Jaye και Genesis P-Orridge; Γιατί όχι, αν αρέσκεστε σε αναλογίες (οι οποίες τελειώνουν εδώ). Ο Genesis P-Orridge έχει πίσω του μια μακρά και ιλιγγιώδη διαδρομή. Από μικρός ανακατεύτηκε με τη μαγεία και τον αποκρυφισμό, έμπλεξε με τους beat, προκάλεσε με τη δράση της εικαστικής ομάδας COUM και τις βιομηχανικές ακρότητες των Throbbing Gristle ενώ με τους Psychic TV, το γνήσιο παιδί του, κάλυψε είδη φαινομενικά τόσο άσχετα μεταξύ τους όπως η folk ή το house.
Αυτή η πορεία διαγράφεται με αδρές γραμμές σε τούτο το ντοκυμαντέρ, του οποίου όμως ο σκοπός είναι σαφώς άλλος: η απαθανάτιση ενός έρωτα. Του έρωτα του Genesis και της Lady Jaye. Τις αρσενικές και θηλυκές μορφές των άρθρων μην τι πάρετε όμως τοις μετρητοίς! Γιατί ο έρωτας αυτός εκδηλώθηκε με έναν τρόπο ιδιόμορφο, γκροτέσκο ίσως και νοσηρό για κάποιους (σάμπως όμως κι ο έρωτας να μην είναι και αυτός μία νόσος από την οποία ελάχιστοι θέλουν να γιατρευτούν;). Έναν τρόπο ο οποίος ήθελε το ζευγάρι να πλησιάσει όχι με τον συνήθη τρόπο, αλλά με το να μοιάσουν (καλύτερα να μεταμορφωθούν) ο ένας στον άλλο, και να δημιουργήσουν το φανταστικό υπεράνω φύλων «πανδρόγυνο» (το οποίο απέκτησε και όνομα: Breyer P-Orridge). Όσοι είχαν βρεθεί στη συναυλία των PTV πριν από αρκετά χρόνια είχαν διαπιστώσει ιδίοις όμμασι με ποιο σιλικονούχο τρόπο πραγματοποιήθηκε αυτή η προσέγγιση.
Το ντοκυμαντέρ είναι εξόφθαλμα ερασιτεχνικό, κατά στιγμές κουραστικό και φλύαρο, με την ενοχλητική αίσθηση ότι σε τοποθετεί στη θέση της κλειδαρότρυπας. Παρολ’ αυτά, κάπου εκεί στο τέλος, βλέποντας σε κουνημένα πλάνα από σπιτική βιντεοκάμερα, τους δυο τους να περπατούν χέρι-χέρι στο δρόμο όπως ένα οποιοδήποτε «μέσο» καθημερινό ζευγαράκι, να, εκεί δα, νιώθεις μια συγκίνηση… Και μια κατανόηση για αυτό το θαυμαστό-τρομερό πλάσμα που λέγεται άνθρωπος…

– Ανοιχτά Μικρόφωνα – Νίκος Σκαρέντζος
Έχω ένα θέμα με το πολιτικό τραγούδι, όσον αφορά κυρίως τον τρόπο προσέγγισης του (γενικά έχω ένα θέμα με τις μουσικές οι οποίες καθορίζονται από τη χρήση και τη στόχευσή τους). Εν προκειμένω, που βασίζεις την κριτική σου; Σε πολιτικά κριτήρια; Σε μουσικά; Και σε ποια παραχωρείς προτεραιότητα;
Το ντοκυμαντέρ του Νίκου Σκαρέντζου δεν αφήνει πάντως πολλά περιθώρια. Η οπτική του ιδίου αλλά και της πλειονότητας των σχημάτων που παρουσιάζονται είναι σαφής και ξεκάθαρη. Είμαστε εδώ για τα πούμε, είμαστε νέοι, αγανακτισμένοι, θυμωμένοι, φοβισμένοι, συγχωρέστε μας την έπαρση, δεν έχουμε δουλειά και το φως στο τούνελ που βλέπουμε είναι το τραίνο που έρχεται.
Μπορεί λοιπόν ο χώρος (αυτού!) του χιπ-χοπ να είναι επιθετικά περίκλειστος στον εαυτό του, αλλά καταφέρνει να αποτυπώσει μια ευρύτερη πολιτική πραγματικότητα την οποία βιώνει ο καθένας μας στο πετσί του είτε μπαίνει στο τρόλεϊ είτε στο καφενείο είτε κατεβαίνει στη διαδήλωση. Μια πολιτική πραγματικότητα, γλυκοπικρόξινη σαλάτα, μια ζαλιστική τρικυμία εν κρανίω, όπου αριστερές, αριστερίστικες, αναρχικές απόψεις μπολιάζονται με αγνές αν-αδόλφιες απόψεις, μηδενιστικούς αφορισμούς και συνωμοσιολογία λιακοπουλικής γραφικότητας (η οποία, ας το συνειδητοποιήσουμε, έχει πολύ μεγαλύτερη απήχηση απ’ όση φανταζόμαστε!). Σύμπτωμα μιας εποχής ζαλισμένης, αμήχανης κι αποπροσανατολισμένης (και …ψεκασμένης αν πιστέψουμε τον σκηνοθέτη).
Μέσα σε όλα αυτά η μουσική μοιάζει με πτωχή θεραπαινίδα, εξαναγκασμένη σε μια …λευκή σχέση, έναν με το ζόρι επιβληθέντα αταίριαστο γάμο. Τα πατήματα του στίχου την αγνοούν παντελώς, χρησιμοποιώντας την ως μια πρόφαση για να «τα χώσουν» (λεκτικές βόμβες ή βεγγαλικά δυναμιτάκια του επιταφίου;). Οι λίγες εξαιρέσεις λάμπουν δια της …παρουσίας τους όπως π.χ. ο Ραψωδός Φιλόλογος (για την ιστορία, παρελαύνουν μεταξύ άλλων οι Razastarr, Στίχοιμα, Νέα Τάξη Πραγμάτων, MC Yinka, και Αιρετικός.
Γενικά η ταινία έχει το ενδιαφέρον της, ειδικά αν δεν έχεις κάποια επαφή με αυτή τη σκηνή, αλλά χάνει πόντους στην οικονομία του χρόνου (από ένα σημείο και μετά επαναλαμβάνεται αφόρητα) και σε μια τηλεοπτική αντίληψη η οποία επιστρατεύει σχολιαστές από το mainstream καλάθι (Τσακνής, Νικολακοπούλου, Καραμπέτη, Πανούσης κ.α.) για να φέρουν στα μέτρα τους ένα νεανικό υπόγειο φαινόμενο το οποίο κατ’ ουσία τους ξεπερνά.
Trial– The trial (H δίκη) – Orson Welles
Οι δημιουργοί έχουν συχνά μια ιδιαίτερη άποψη για το έργο τους, η οποία τις περισσότερες φορές μάλιστα απέχει πολύ από εκείνη του κοινού. Ασφαλώς και κάτι θα ξέρουν παραπάνω, αλλά πιστεύω ότι το κίνητρο είναι μια ασυνείδητη τάση προστασίας και υπεράσπισης ενός «αδικημένου» δημιουργήματος. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο Orson Welles αγνοεί τον «Πολίτη Κέιν», το …»Sgt Pepper’s» της κινηματογραφίας, την ταινία την οποία κάθε λίστα «οφείλει» να έχει στο Νο1 ως καλύτερη όλων των εποχών, και θεωρεί ως καλύτερη ταινία του τη «Δίκη». Μια ταινία η οποία δίχασε τους κριτικούς στην εποχή της (1962) και για χρόνια ήταν ένα αποπαίδι στη φιλμογραφία του Ουέλς (καθώς δεν καλυπτόταν από copyright) όντας διαθέσιμη μόνο σε ελεεινές DVD κόπιες.
Εμάς δεν μας πέφτει ιδιαίτερος λόγος, άλλωστε τέτοιες συγκριτικές λίστες τις θεωρώ περισσότερο διασκεδαστικές παρά ουσιαστικές. Αυτό που είναι το ουσιαστικό είναι ότι η «Δίκη» είναι μια εξαιρετική απόδοση της διαχρονικής παραβολής του Κάφκα, μια μοναδική μεταφορά στον κόσμο των εικόνων της αδυναμίας του «μικρού» ανθρώπου μπροστά στην επιβλητική απρόσωπη δικαιοσύνη (είναι νομίζετε τυχαίο είναι ότι τα μέγαρα δικαιοσύνης είναι έτσι φτιαγμένα ώστε ο άνθρωπος να φαίνεται όσο το δυνατόν μικρότερος μπροστά στην επιβολή του νόμου;)
Πολλοί συμβολισμοί, δυστοπική «κιαροσκούρο» φωτογραφία, υποβλητικά σκηνικά, γερμανικός εξπρεσιονισμός (μην ξεχνάμε ότι ο Κάφκα ήταν γερμανικής παιδείας), εξαιρετικοί ηθοποιοί (ο Anthony Perkins και η αδικημένη «πριγκίπισσα Σίσσυ» Romy Schneider) και 5 τελευταία λεπτά για ανθολογία. Κάποιες σεναριακές εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις δεν απομακρύνονται από το όλο πνεύμα της αλληγορίας, σε ένα φιλμ το οποίο, αν και όλοι γνωρίζουν το τέλος, βλέπεται με την ίδια ένταση και προσήλωση.

– Sykt Lykkelig (Happy Happy) – Anne Sewitsky
Happy, happy, αλλά το χρειάζεσαι το χάπι. Όχι για να …αντέξεις την ταινία, αλλά την ανία και τις ατέλειωτες άξενες λευκές εκτάσεις. Ωραίο το ξύλινο σπιτάκι στην εξοχή αλλά πόσο να αντέξεις (η φύση είναι βαρετή για μας τα παιδιά της πόλης). Πόσο μάλλον εάν έχεις στερηθεί κιόλας το βασικό δικαίωμα στον οργασμό, παρόλο που έχεις δίπλα σου έναν δυναμικό άντρα ο οποίος είναι ικανός να βγαίνει για πολυήμερο κυνήγι ταράνδων, αλλά στο κρεβάτι αποδεικνύεται …πάγος. Και όταν στο διπλανό σπιτάκι μετακομίζει το τέλειο ζευγάρι…
Στα αποσιωπητικά κρύβεται η συνέχεια της γλυκόπικρης αυτής δραματικής κωμωδίας (ή κωμικού δράματος, αν θέλετε, όπως και η ζωή η ίδια). Μπορείτε ασφαλώς να φανταστείτε ότι ο εξωτερικός παράγοντας θα αναστατώσει τη ρουτίνα της ζωής της ήσυχης νοικοκυράς Kaja, αλλά και ότι η ίδια τελειότητα δεν πρόκειται να μείνει αλώβητη (πολύ κλασικό μοτίβο αυτό στον κινηματογράφο). Η ιστορία διαδραματίζεται κάπου στην λευκή νορβηγική εξοχή, αν και θα μπορούσε άνετα να τη φανταστούμε σε μια ανιαρή κωμόπολη των μεσοδυτικών πολιτειών (άλλωστε το soundtrack περιλαμβάνει άφθονο …παραδοσιακό νορβηγικό μπάντζο και τραγούδια του Howe Gelb). Ταινία φεστιβαλική, χαμηλών τόνων, δεν είναι για τις υψηλές κορυφές ούτε θα κάνει τα ταμεία να κουδουνίσουν χαρμόσυνα, αλλά βλέπεται ευχάριστα.
El Bulli– El Bulli: Cooking in progress – Gereon Wetzel
Για να ξεκινήσω ανάποδα, τούτη η ταινία νομίζω ότι θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για πολλούς μουσικούς (και καλλιτέχνες γενικότερα). Ειδικά για όσους αβίαστα δηλώνουν «πειραματικοί». Θα βοηθούσε ίσως στη συνειδητοποίηση ότι «πειραματίζομαι» δεν σημαίνει ανακατεύω στην τύχη μπουκαλάκια με χρώματα, ότι ο πειραματισμός είναι μια διαδικασία η οποία απαιτεί στρατιωτική πειθαρχία, υπομονή και προσήλωση στον στόχο. Αλά αυτό είναι ένα θέμα που αξίζει ιδιαίτερης ανάπτυξης. Αλλού…
Τώρα λοιπόν που ξεφουσκώνουν σιγά-σιγά οι αφροί (όχι στην Ελλάδα, εδώ το κύμα έρχεται πάντα με υστέρηση), ίσως αυτό το ντοκυμαντέρ βοηθήσει να μπουν μερικά πράγματα στη θέση τους όσον αφορά τη «μοριακή γαστρονομία», για την οποία τόσες και τόσες κουταμάρες έχουν ειπωθεί. Αδόκιμος όρος κατά βάση. Γιατί έτσι κι αλλιώς τα πάντα στη μαγειρική είναι Χημεία, ακόμα και οι παραδοσιακές συνταγές της γιαγιάς. Έτσι όταν φτιάχνεις μαγιονέζα εκτελείς στην πράξη μια γαλακτωματοποίηση, όταν τσιγαρίζεις καραμελώνεις τα σάκχαρα, όταν σοτάρεις πραγματοποιείς τις περίφημες (και νοστιμότατες) αντιδράσεις Maillard. Τώρα το γιατί θεωρείται κακό να μαθαίνεις και να μελετάς τη χημεία η οποία κρύβεται πίσω από τα πιάτα και να χρησιμοποιείς τις εφαρμογές της, να πάτε να ρωτήσετε διάφορες κυριακάτικες αρθρογράφους οι οποίες θεωρούν ξιπασμένους τους αφρούς αλλά όχι το να μαγειρεύεις με το …μονόπετρο και να τρως σε χρυσοκέντητα τραπεζομάντιλα.
Το El Bulli υπήρξε για χρόνια το μαγικό κάστρο του Ferran Adria, κάπου στην ακτή της Κόστα Μπράβα στην Καταλονία. Μια φωλιά των αισθητικών συγκινήσεων, ένας ναός στην τέχνη (ω ναι!) της γαστρονομίας, μια παιδική χαρά ανατροπών και αναδομήσεων (γιατί η τέχνη είναι κατά βάθος ένα παιχνίδι!). Το καλύτερο εστιατόριο του κόσμου σύμφωνα με τους ειδικούς.
Δεν τα κατάφερα ποτέ να βιώσω αυτή την εμπειρία, περισσότερο λόγω ταξιδιωτικής τεμπελίτιδας παρά γιατί τα 150 Ευρώ που κόστιζε το γεύμα φαίνονταν πολλά. Δεν θα τα λυπόμουν (κατ’ αναλογία, αν αγαπάς πραγματικά την κλασική μουσική δεν θα λυπηθείς καθόλου να δώσεις και 200 Ευρώ για να βρεθείς π.χ. στην πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής της Βιέννης).
Έτσι το ντοκυμαντέρ του Γερμανού Gereon Wetzel κατά κάποιον τρόπο χρησιμεύει και ως ένα υποκατάστατο μιας χαμένης ευκαιρίας. Και τα καταφέρνει υιοθετώντας μια αντισυμβατική στάση, χωρίς αφήγηση και επεξηγήσεις, με μετρημένη χρήση μουσικής και λοιπών μέσων εντυπωσιασμού. Μια διεισδυτική υπομονετική (ίσως κουραστική για τον αμύητο ή αδιάφορο θεατή) ματιά στην πραγματικότητα μιας τολμηρής κουζίνας, μακριά από …»mistress chef» και άλλες συναφείς μοδάτες φούσκες. Γιατί τελικά η πραγματικότητα (κι ας διαφωνεί η μετάφραση) δεν είναι reality…

– Δεμένη Κόκκινη Κλωστή – Κώστας Χαραλάμπους
«Δεμένη κόκκινη κλωστή». Δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει. Όπου παραμύθι είναι μια ιστορία από τον ελληνικό εμφύλιο, τοποθετημένη χρονικά το 1946, την εποχή της λευκής τρομοκρατίας, λίγο πριν από τις μοιραίες εκλογές. Αν αναφωνήσετε απελπισμένοι «όχι άλλο κάρβουνο», θα σας δώσω ένα δίκιο μιας που το θέμα του εμφυλίου (το ελληνικό Βιετνάμ;) έχει απασχολήσει πολλάκις (και ενίοτε ταλανίσει) τον ελληνικό κινηματογράφο. Να παρατηρήσω βέβαια ότι παρά την εξαντλητική αυτή πληθώρα, δεν υπάρχει μια αντίστοιχη ποικιλία στις απόψεις. Μία ταινία αποπειράθηκε κάποτε να εκφράσει τη δεξιά αφήγηση, η «Ελένη» του Γκατζογιάννη, και ξεσηκώθηκαν λαύρες αντι-διαδηλώσεις (διόλου περίεργο πάντως σε μια χώρα όπου ελευθερία έκφρασης σημαίνει ελευθερία …συμφωνίας με την κατεστημένη άποψη). «Η ιδεολογία είναι ο θάνατος της σκέψης» όπως λέει και ο κορυφαίος κριτικός Harold Bloom.
Τι νέο λοιπόν έχει να κομίσει σε αυτόν τον συσσωρευμένο όγκο η ταινία του σχετικά φρέσκου στο κουρμπέτι Κώστα Χαραλάμπους (τούτη είναι η δεύτερή του); Πέρυσι η «Ψυχή βαθιά» του Βούλγαρη προσπάθησε να επιφέρει τον ιστορικό συμβιβασμό μέσα από το ιδεολόγημα ότι και τα δύο στρατόπεδα ήταν αθώα θύματα παρασυρμένα από τον «κακό» ξένο δάκτυλο, στην ταινία του Χαραλάμπους σε αντίθεση, οι δύο πλευρές συναγωνίζονται σε έναν αιματηρό κύκλο εκδίκησης και αντεκδίκησης ο οποίος υπερβαίνει τις πολιτικές διαφορές (ένα σωρό προσωπικές-κτηματικές-οικογενειακές διαφορές λύθηκαν εκείνη την εποχή με πρόσχημα την πολιτική), κάτι που φρονώ τον φέρνει και πιο κοντά στην πραγματικότητα των σκοτεινών εκείνων χρόνων. Μια βία τόσο ακραία και τόσο απεχθής κι αρρωστημένη ώστε το όποιο ηθικό πλεονέκτημα να εξανεμίζεται μέσα στη βαρβαρότητα των ίδιων των πράξεων.
Και η φύση να παρακολουθεί, σχεδόν αφόρητα πανέμορφη, σε πλήρη αντίστιξη με την περιρρέουσα ανθρώπινη ασχήμια. Η ταινία γυρίστηκε στα μέρη όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, εγκαταλελειμμένα χωριά-φαντάσματα τα οποία ακόμη και σήμερα φέρουν τα ίχνη της σύγκρουσης, γεγονός που προφανώς συμβάλει στην πιστότητα της ανάπλασης.
Φευ, όμως η σκηνοθεσία δεν αποφεύγει τις παγίδες και την πεπατημένη η οποία έχει κατοχυρωθεί στην ελληνική κινηματογραφία ως «ποιότητα». Τα χρώματα είναι σκούρα και μουντά, οι ήρωες (χωριάτες, μην ξεχνιόμαστε) μιλάνε στυλιζαρισμένα, αφύσικα και αργά (α ρε Αγγελόπουλε), στις δραματικές στιγμές κοιτάζονται σιωπηλοί (σαν να «βλέπω το Νησί στον εμφύλιο» όπως υπέκλεψα μια διπλανή συνομιλία).
Το σίγουρο πάντως είναι ότι θα προκαλέσει συζητήσεις. Μόνο εκείνη την (επερχόμενη) κριτική του Ριζοσπάστη φοβάμαι…
Polisse– Polisse – Maiwenn Le Besco
Καμιά φορά η έκπληξη κρύβεται εκεί που δεν το περιμένεις (χεχε, αλλιώς τι έκπληξη θα ήταν;). Τυχαία, ελαφρά νυσταγμένος, και με μάλλον κακή προδιάθεση βρέθηκα στην ταινία αυτή. Το γεγονός ότι η υπόθεση περιστρεφόταν γύρω από το Τμήμα Ανηλίκων της γαλλικής αστυνομίας, προκαλούσε σκέψεις, χμ, τι θα δούμε τώρα, ένα γαλλικό …Miami Vice με ηρωικούς αδιάφθορους μπάτσους να σώζουν παιδάκια;
Τελικά οι μπάτσοι ήταν όντως αδιάφθοροι αλλά όχι παραπάνω ήρωες από έναν καθημερινό άνθρωπο. Και η ταινία με κέρδισε με την απλότητα της, με την ανθρωπιά της και με τον τρόπο με τον οποίο κρατάει την ισορροπία της ακόμη και στις δύσκολες στιγμές (ας πούμε όταν αγγίζει δύσκολα θέματα-ταμπού όπως η παιδοφιλία). Σε βάζει στην καθημερινότητα του τμήματος, ζεις τις προσωπικές στιγμές, τις συγκρούσεις, μέσα από μια συνεχή εναλλαγή γέλιου και συγκίνησης.
Η σκηνοθέτης-ηθοποιός-«είμαι όμορφη και το ξέρω» Maiwenn (κρατάει μάλιστα για τον εαυτό της έναν ρόλο ο οποίος ποτίζει την ωραιοπάθειά της χωρίς να συνδράμει ουσιαστικά στην εξέλιξη) δεν ξέρει πολλά από σκηνοθεσία και αυτό …βγαίνει σε καλό. Προφανώς έχει το «γνώθι σαυτόν» και δεν προσπαθεί να το κρύψει με φτηνά κόλπα, ψαγμένες γωνίες λήψης και άλλες δήθεν ανατρεπτικές φιοριτούρες, αφήνοντας το δυνατό σενάριο να μιλήσει μόνο του. Διεκπεραιωτική στάση; Ναι. Τίμια όμως και επαρκής…

– Backyard (Πίσω στην αυλή) – Arni Sveinsson
Πέρυσι η indie ελληνική σκηνή (τρομάρα μας…) είχε πνίξει μια παρόμοιας πρόθεσης ταινία στην ακατάσχετη γκρίνια, τη μεμψιμοιρία και τη μιζέρια. Στην ισλανδική εκδοχή δεν ακούστηκε ούτε μία φορά η λέξη «κρίση», παρόλο που μπροστά στο οικονομικό τσουνάμι που έπληξε τους Ισλανδούς, τα δικά μας βάσανα μοιάζουν με ήσυχο κυματάκι καλοκαιρινού απογεύματος.
Είναι σαφές ότι η ισλανδική σκηνή δεν βρίσκεται ακριβώς στο απόγειο της, τα μεγάλα της ονόματα διάγουν περίοδο δημιουργικής παρακμής (όπως διαπιστώνουμε π.χ. με τους Mum), αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι, έτσι είναι η φυσική διακύμανση της ζωής, το υπόβαθρο μολοταύτα είναι γερό και η μουσική παιδεία έχει βαθιές ρίζες στην καθημερινότητα. Δεν υπάρχει λοιπόν ανησυχία: η γη η οποία βγάζει γκρουπάκια με τη συχνότητα που ξεπετάει γκέιζερ και θερμές πηγές, θα συνεχίσει να το κάνει.
Κάτι το οποίο γίνεται εμφανές παρακολουθώντας τα συγκροτήματα του φιλμ, τα οποία αν και όχι υψηλών καλλιτεχνικών αξιώσεων, έχουν το καθένα κάτι το αποκλειστικά δικό τους, χωρίς να μοιάζουν με φωτοτυπίες άλλων.
Από κει και πέρα, η πενία τέχνας κατεργάζεται, και αφού το ισλανδικό «που είναι το» κράτος έχει μεγαλύτερες φουρτούνες, η παρέα παίρνει την κατάσταση στα χέρια της, διοργανώνοντας συναυλίες ανοιχτές στον καθένα. Ακόμη και στην πίσω αυλή ενός σπιτιού, όπου δίπλα σε σεμεδάκια που ανεμίζουν στον βόρειο αέρα, και μπροστά σε παιδάκια, μωρά, μαμάδες, συγγενείς και φίλους, οι Mum, Sin Fang Bous, Hjaltalίn, Borko κ.α. στήνουν το δικό τους πάρτυ, αποδεικνύοντας ότι «σκηνή» στην πράξη δεν σημαίνει …ομόηχα συγκροτήματα αλλά μια κοινή νοοτροπία και στάση ζωής και μια αίσθηση κοινότητας. Η γιορτή θα κορυφωθεί με τους οικοδεσπότες FM Belfast να μένουν με τα σώβρακα ερμηνεύοντας το feelgood χιτάκι τους «Underwear».
«Screaming masterpiece» δεν είναι το «Backyard» (θα ήταν άδικη οποιαδήποτε απόπειρα σύγκρισης!), ο ερασιτεχνισμός της προσπάθειας είναι κάτι παραπάνω από προφανής, όσο είναι και η θετική ενέργεια της… Αν φύσαγε και λίγο κατά τούτα τα μέρη…
Pourquoi tu pleures– Pourquoi tu pleures? (Οι μέρες της μονογαμίας σου είναι μετρημένες) – Katia Lewkowicz
Η ευρηματικότητα, το πνεύμα και η σπιρτάδα της γαλλικής αυτής ταινίας εξαντλούνται στον μεταφραστή του τίτλου της στα ελληνικά (ο ακριβής «Γιατί κλαις; Θα παρέπεμπε επικίνδυνα σε …Γονίδη). Ο γάλλος σταρ (;) του πενταγράμμου Benjamin Biolay, αδερφός της Coralie Clement και πρώην άντρας της Chiara Mastroianni, επεκτείνει τις δραστηριότητες του στον κινηματογράφο (μα γιατί μου έρχεται στο νου ο Ρουβάς;) ενσαρκώνοντας τον αντιπαθέστατο πρωταγωνιστή της ταινίας αυτής, ο οποίος τραβάει μεγάλα ζόρια. Βασικά …παντρεύεται. Και από δω ξεκινούν όλα τα κακά της μοίρας του (και της δικής μας ως θεατών). 99 χαμένα λεπτά της ζωής μου μέσα σε αμήχανα έως αποτυχημένα σαχλά αστεία και στερεότυπα. Μπορώ έτσι πρόχειρα να θυμηθώ μια ντουζίνα ταινίες οι οποίες αντιμετωπίζουν αυτό το πανανθρώπινο …πρόβλημα με περισσότερη ευαισθησία, ουσία, χιούμορ, άποψη κλπ κλπ, χωρίς να χρειαστεί καν να φτάσουμε σε αριστουργήματα όπως το «Sideways»… Αφήστε το καλύτερα…

– Sound it out – Jeannie Finley
Μαγαζάκια του τρόμου… Κλειστά ρολά, βλέμματα κενά, ώρες νεκρές… Μέσα σε μια τέτοια οικονομική κρίση τι να πουν και τα δισκοπωλεία που εδώ και χρόνια τα έχει χτυπήσει η απαξίωση του ίδιου του προϊόντος τους;
Βλέποντας τον κόσμο που συχνάζει στο «Sound it out», ένα μικρό δισκάδικο σε μια πανάσχημη επαρχιακή πόλη του αγγλικού βορρά, αναρωτιέμαι: έτσι ήταν πάντοτε οι πελάτες τους; Συμπαθητικά αρρωστάκια, με προβληματικές ζωές, χωρίς κάποιο άλλο ενδιαφέρον να τους κρατάει; Ναι, πάντοτε υπήρχε αυτός ο περίκλειστος κόσμος όπου η αγνή αγάπη για τη μουσική συνδυαζόταν από μια φετιχιστική εμμονή με το αντικείμενο. Αλλά κάποτε τα δισκάδικα υπήρξαν πραγματικές νεανικές κυψέλες, στέκια όπου γνωρίζονταν μέλη μελλοντικών συγκροτημάτων, πεδία διαξιφισμών και …διαπαιδαγώγησης της νεολαίας (ακόμη θυμάμαι την κατήχηση από έναν «παλιό» όταν είχα ζητήσει το «Unknown pleasure» στο δισκάδικο της μικρής μου πόλης). Στο «Sound it out» ο μέσος όρος ηλικίας των θαμώνων είναι ανησυχητικά αυξημένος…
Ένα δεν άλλαξε με τα χρόνια: η χαρά της προσωπικής σχέσης με τον ιδιοκτήτη. Α, και η φυλετική εκπροσώπηση των πελατών. Κατά 90% άντρες. Το φιλμ δίνει και μια πολύ ωραία και πειστική εξήγηση, με την οποία και συμφωνώ 100% (εξ ιδίας πείρας): ότι κατά βάθος (όχι και πολύ …βαθύ εδώ που τα λέμε) οι άντρες δεν θέλουν να μεγαλώσουν, θέλουν να μείνουν για πάντα παιδιά να ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιο έχει τα πιο πολλά χαρτάκια με ποδοσφαιριστές, γραμματόσημα, δίσκους κλπ.
To ταινιάκι αυτό γυρίστηκε για την «Record Store Day» η οποία «γιορτάζεται» τα τελευταία χρόνια το τρίτο Σάββατο του Απριλίου. Παρολ’ αυτά δεν έχει καμία σχέση με εμπορική προώθηση και κόλπα του marketing. Και αποπνέει μια μοναξιά και μια μελαγχολία για το μέλλον που έρχεται. Παρά τις υπερβολικές ελεγείες, η μουσική θα εξακολουθήσει να υπάρχει, υπήρχε άλλωστε πολύ πριν αρχίσει να πωλείται σε μορφή δίσκου. Ένας κόσμος όμως θα έχει χαθεί ανεπιστρεπτί…
Γάλα– Το γάλα – Γιώργος Σιούγας
Δεν είχα δει τη διαβόητη θεατρική παράσταση (γενικά αποφεύγω εκ φύσεως τις κοσμοσυρροές) η οποία όπως είναι γνωστό είχε σπάσει τα ταμεία. Όχι ότι έχει δα καμία σημασία, το κάθε έργο κρίνεται αυτόνομα ασχέτως που βασίζει την έμπνευσή του (άλλωστε το θέατρο μικρή σχέση έχει με το σινεμά – σίγουρα μικρότερη απ’ ότι έχει η μουσική ή η φωτογραφία πάντως). Στην μεταφορά έτσι κι αλλιώς πάντα κάτι χάνεται αλλά και κάτι κερδίζεται…
Η μόνη απορία σε σχέση με το θεατρικό ήταν ο λόγος αυτής της …θραύσης των ταμείων. Τι να ήταν αυτό που τράβηξε τον πολύ κόσμο στην ιστορία μιας τριμελούς οικογένεια μεταναστών από την Τιφλίδα της πρώην ΕΣΣΔ, πάνω στην οποία πέφτουν όλες οι πληγές του Φαραώ; Μια ιστορία η οποία δεν παίρνει φως από πουθενά, από καμία χαραμάδα; Μήπως η όχι και τόσο ανεξήγητη ροπή του έλληνα προς το μελό, αυτή η ιδιότυπη αυτο-παρηγορία μέσα από τα βάσανα των άλλων να είναι μια εξήγηση; Θυμάστε την ΚΛΑΚ φιλμ; Δεν απέχουμε και πολύ από «Το γάλα»…
Γενικά τα περισσότερα ελαττώματα της ταινίας πηγάζουν από το σενάριο, το οποίο είναι υπερβολικά φορτωμένο από την εμφανή διάθεση του δημιουργού (Βασίλης Κατσικονούρης) να τα πει όλα και να αυξήσει το συγκινησιακό φορτίο. Για παράδειγμα, δεν βλέπω κανένα λόγο, πέραν της πρόσθεσης ενός ακόμη κακού στη μοίρα, οι ήρωες να πρέπει να είναι μετανάστες, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι γκάγκαροι Αθηναίοι χωρίς καμία δραματουργική έκπτωση.
Απεναντίας ο σκηνοθέτης με αυτή τη «μαυρίλα» στα χέρια του έκανε αξιοπρεπή δουλειά, ευτύχησε να έχει εξαιρετικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς (κυρίως οι δύο γιοι-ιδιαίτερα πειστικός ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος στον ρόλο του άρρωστου), αλλά προδίδεται από πολυφορεμένες σκηνοθετικές ευκολίες (μπαλόνια ανεβαίνουν, μπαλαρίνες-παιχνίδια στριφογυρίζουν κλπ).
Τελικά έμεινα με την απορία, τι ήθελε να πει ο ποιητής, ποια ήταν η στόχευση; Η σχιζοφρένεια; Η κοινωνική εκμετάλλευση; Η σεξουαλική εκμετάλλευση; Η αδερφική σχέση; Η σχέση μάνας-γιου; Η επιστροφή στη χαμένη παιδική ηλικία; Η προσαρμογή του μετανάστη; Όλα μαζί και στο πηλίκο μηδέν; Ταινία που ενοχλεί αλλά δεν ξεβολεύει. Και κάπου εκεί το γάλα «έκοψε»…

– Mr. Klein – Joseph Losey
Μια ένδειξη της μεγαλοσύνης και της καταξίωσης ενός συγγραφέα είναι (μεταξύ προφανώς πολλών άλλων) το όνομα του να μετατραπεί σε επίθετο ευρείας χρήσης. Στα πλαίσια του αφιερώματος στον Κάφκα, επιλέχθηκε η προβολή αυτής της γαλλικής ταινίας του 1976, η οποία δεν έχει καμία άμεση σύνδεση με το έργο του μεγάλου Βοημού (Τσέχου; Αυστρο-ουγγαρέζου; Εβραίου;) συγγραφέα, είναι όμως «καφκική». Ήτοι: ένας άνθρωπος αδύναμος μπροστά σε έναν απρόσωπο κρατικό εφιάλτη, μια δυσοίωνη αόριστη απειλή (όχι η ταινία δεν είναι για το ελληνικό δημόσιο).
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Παρίσι της γερμανικής κατοχής, και κεντρικό πρόσωπο είναι ένας έμπορος τέχνης ο οποίος συνεχίζει αδιάφορος τη ζωή του, εκμεταλλευόμενος επιπλέον την απελπισία των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των Εβραίων, αγοράζοντας σε εξευτελιστικές τιμές πολύτιμα έργα τέχνης. Μέχρι που, μια μέρα όλα θα αλλάξουν, όταν ανακαλύψει ότι κάποιος άλλος κυκλοφορεί με το ίδιο όνομα και την ίδια δραστηριότητα.
Η ταινία είναι εξαιρετικά στημένη, με μια ευπρόσδεκτη αμφισημία, η οποία σε μπερδεύει αρκετά ώστε να σε ιντριγκάρει όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να σε κλειδώσει έξω από την ιστορία, και αγγίζει με πολύ ιδιαίτερο τρόπο ένα θέμα-ταμπού για τη Γαλλία: τη συνεργασία της γαλλικής αστυνομίας με τις ναζιστικές αρχές στον διωγμό των Εβραίων (η τελική σκηνή είναι ευθεία αναφορά στο γνωστό επεισόδιο του «Ποδηλατοδρομίου του Χειμώνα»-Vel d’Hiv-, μια από τις μελανότερες στιγμές της γαλλικής ιστορίας). Αλλά πάνω απ’ όλα διαθέτει έναν Αλαίν Ντελόν, όμορφο από κάθε οπτική γωνία και με κάθε ένδυση (αλλά και άνευ), σε μια μεγάλη του στιγμή να σφύζει από δυναμική και αυτοπεποίθηση. Τι να μας πουν τώρα κάποια εσχάτως πολυδιαφημισμένα μειράκια;
UpsideUpside Down: The Creation Records Story – Danny O’ Connor
Το «Upside Down» αν μη τι άλλο είναι φτιαγμένο από τα υλικά για το τέλειο ντοκυμαντέρ: Ιστορία μοναδικής επιτυχίας με απόγειο και πτώση, πρωταγωνιστή μια καταραμένη ιδιοφυία με αντιφάσεις βουτηγμένη στις καταχρήσεις, παρέλαση διάσημων αστέρων του πενταγράμμου, χιούμορ αγγλικότερο και από τους Monty Pythons, το μόνο που μπόρεσε να με αποσπάσει από ταινία ήταν ο διπλανός μου που μουρμούριζε τους στίχους από όλα τα κομμάτια και σε κάθε εξώφυλλο που ζούμαρε η κάμερα, έλεγε «το΄χω».
Αν γυρίσεις τα 90’s ανάποδα από τις τσέπες τους θα πέσουν δισκάκια της Creation μιας και η εταιρία αυτή καθόρισε τον ήχο της δεκαετίας όσο λίγες. Ο ιδρυτής της Alan McGee είχε μύτη για δύο πράγματα καθώς φαίνεται: Τις σημαντικές μπάντες και τα πολλά ναρκωτικά. Η ταινία να παρακολουθεί πιστά και δίκαια την ιστορία της εταιρίας με συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό από περιοδικά, συναυλίες και την τηλεόραση. Είναι εξαιρετικά καλογυρισμένη, με ρυθμό και ευρήματα, βλέπεται δε, με ενδιαφέρον και από τον/η μη μουσικόφιλο φίλο/η που σύρατε μαζί για παρέα στο σινεμά.
Στα highlights θα σημείωνα τις ιστορίες του McGee με τους My Bloody Valentine όπου ο πανούργος εταιριάρχης περιγράφει τους θεατρινίστικους ψυχολογικούς εκβιασμούς του στον Kevin Shields για να τελειώσει το endless «Loveless» αλλά και την αποκατάσταση της «τιμής» τους, αφού παραδέχεται ότι τα ατελείωτα πάρτυ μάλλον και όχι τα έξοδα της ηχογράφησης κόντεψαν να κλείσουν την εταιρία.
Απολαμβάνουμε μεταξύ άλλων Primal Scream (φυσικά), Jesus and Mary Chain, Super Furry Animals, Ride, The house of love και βδελυρούς Oasis.
(Ελ.Γαρ.)

Magic Trip: Ken Kesey’s Search for a Kool Place – Alex Gibney
Ο συγγραφέας της «Φωλιάς Του Κούκου» σε ρόλο «Αλίκης Στη Χώρα Του LSD» μαζεύει απομεινάρια της ένδοξης γενιάς των μπίτνικ (Νήλ Κάσσιντυ) καθώς και νεαρά καμένα πλάσματα που αποτελούν τους Merry Pranksters τα φορτώνει σε ένα «Magic Bus» και ξεκινάνε ένα acid-ταξίδι από την Ανατολική προς τη Δυτική ακτή. Όλα αυτά το σωτήριον έτος 1964 όπου το διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος από τα πειράματα της CIA σε φοιτητές, είχε περάσει πλέον στην αναδυόμενη ψυχεδελική υποκουλτούρα και στον θεωρητικό Timothy Leary, τη σωστή στιγμή δηλαδή.
Οι αφηγήσεις γίνονται από τους επιβάτες του λεωφορείου όπως είναι σήμερα και είναι διασκεδαστικότατη η αντίφαση των νηφάλιων σχεδόν μετανιωμένων μεσόκοπων πια πρωταγωνιστών απέναντι στις νεανικές τους φιγούρες που κάνουν βλακείες τριπαρισμένοι, βγάζουν παρατσούκλια μεταξύ τους, ανταλλάζουν ερωτικούς συντρόφους, δίνουν στους ανυποψίαστους πολίτες Νέας Υόρκης μια πρώτη γεύση από Hippy power, συναντούν τον Κέρουακ και τον Γκινσμπεργκ χωρίς να εντυπωσιαστούν, καταρρέουν και εγκαταλείπουν ένας- ένας από το πολύ «κουμπί» και τέλος γυρνάνε στη βάση τους για να κάνουν συναυλίες με τους Grateful Dead. Ιδανική για όσους πάσχουν από αυτή την παράξενη αίσθηση νοσταλγίας για τα πράγματα που δεν έχουν ζήσει και για όσους αρέσκονται στις ιστορίες με θλιμμένο τέλος.
(Ελ.Γαρ.)
AmnistieAmnistie (Αμνηστία) – Bujar Alimani
Ομολογώ πως πήγα να δω αυτή την ταινία από καθαρή περιέργεια για το πώς είναι μια σύγχρονη αλβανική ταινία. Η απάντηση ήταν αυτή που φανταζόμουν υποθέτω, η ταινία ήταν λιτή ουσιαστική και δυνατή. Έχω την πεποίθηση ότι η το καλό σινεμά δεν είναι υπόθεση εμπνευσμένων σκηνοθετών μόνο αλλά τρέφεται από τις κοινωνικές εντάσεις και μετασχηματισμούς. Η αλβανική κοινωνία είναι μπροστά σε ακριβώς αυτή τη σύγκρουση του παλιού και του νέου και η ταινία βλέπει τα θύματα αυτής ρήξης χωρίς να μεροληπτεί.
Αν υπήρχε υπότιτλος στην ταινία θα ήταν «τα πολλά λόγια είναι φτώχια». Είναι η ιστορία δύο ανθρώπων στην Αλβανία που ερωτεύονται καθώς επισκέπτονται τους συζύγους τους στη φυλακή σε ένα επισκεπτήριο που περιλαμβάνει ερωτική συνεύρεση. Οι ήρωες μιλάνε ελάχιστα, καταλαβαίνεις την ευγνωμοσύνη από το επισκευασμένο πλυντήριο, την αλληλεγγύη από τα αυγά στο τηγάνι που γίνονται όσοι οι επισκέπτες, την πεθαμένη σχέση από τα πρόσωπα των νόμιμων συντρόφων που δεν δείχνει ποτέ η κάμερα. Ο σκηνοθέτης που μίλησε στο τέλος της ταινίας ήταν εξίσου μεστός, συναισθηματικός και εύστοχος όσο η ταινία. Δεν θα παιχτεί στα village cinemas με την καμία…
(Ελ.Γαρ.)

Machine Gun Preacher – Marc Foster
Αυτό είναι που λένε «μην το δοκιμάσετε, το δοκιμάσαμε εμείς για σας». Εκτός αν έχετε βίτσιο να βλέπετε εμετικές αμερικάνικες αγιογραφίες, βίας, θρησκείας και απόδοσης της πεντακάθαρης δικαιοσύνης πολεμώντας το απόλυτο κακό, μια μικρογραφία δηλαδή του πως πλασάρει η αμερικανική προπαγάνδα τους περιφερικούς «ανθρωπιστικούς» πολέμους. Το χειρότερο είναι ότι η ιστορία είναι αληθινή. Ο Gerard-Λεονάιντας-Butler είναι μηχανόβιος παραβατικός, πρέζονας που «την ακούει» με τον Jesus, αλλάζει ζωή και προκόβει οικονομικά και πνευματικά, ανοίγει και εκκλησία, πάει στο Σουδάν βλέπει τα παιδάκια που τα εκμεταλλεύεται ο σούπερ κακός φύλαρχος αντάρτης Joseph Kony και αρματώνεται χτίζει ορφανοτροφείο και σκοτώνει όποιον πολύ ή λίγο κακό πάει να πλησιάσει. Το ρεζουμέ είναι στο τέλος που εμφανίζεται ο πραγματικός Sam Childers και συνοψίζει «Αν απήγαγαν κάποιον δικό σας θα σας ένοιαζε τι μέσα θα χρησιμοποιούσα για να σας τον φέρω πίσω;» Επικίνδυνα ηλίθια ταινία. Θα παιχτεί στα village cinemas σίγουρα.
(Ελ.Γαρ.)

Αυτάαααα…
Άντε και του χρόνου ξανά…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Debtocracy / Χρεοκρατία

Δεν είν’ δημοκρατία, δεν είν’ ελευθερία είναι μόνο μία …χρε-ο-κρατία

Αυτός ο παραφρασμένος στίχος από τα παλιό σουξέ της Γενιάς του Χάους συμπυκνώνει το κεντρικό νόημα του ντοκιμαντέρ «Debtocracy/Χρεοκρατία». Πείθει; Ναι! Αν είσαι ήδη πεισμένος…
Debtocracy1

Ένα ράθυμο καθημερινό βράδυ μπροστά στον τηλεοπτικό δέκτη έπεσα τυχαία σε μια λαοφιλή καθημερινή σειρά μεγάλου καναλιού, η οποία χτυπάει απίστευτα νούμερα τηλεθέασης (να σημειώσουμε εδώ το …αλάθητο λαϊκό κριτήριο!). Ενδιαφέρουσα κωμωδία (αν και για αλλού ξεκίνησε υποθέτω), μια πραγματική επιτομή στερεοτύπων, η κακιά πρωταγωνίστρια περιφέρεται ξύλινα με μια μαύρη περούκα (οι κακές είναι πάντοτε μελαχρινές), η δε καλή υπομένει τα βάσανα και τις συμφορές με το βλέμμα παρθένας η οποία μόλις έχασε ότι πολυτιμότερο είχε. Λοιπόν; Μήπως δεν είναι προαιώνιος κανόνας του …marketing της λαϊκής (ή μήπως λαϊκίστικης;) δραματουργίας οι διαχωριστικές γραμμές να είναι σαφείς; Η κακία οφείλει να είναι απόλυτη και η καλοσύνη να φέρει αγγελικό φωτοστέφανο. Μανιχαϊσμό το λένε οι φιλόσοφοι. Ή μια μορφή αληθινής αισιοδοξίας, όπως έγραψε ο Ρεζίς Ντεμπρέ. Γιατί σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι εάν καταφέρεις να απομονώσεις το Κακό και το …χτυπήσεις στο κεφάλι όπως ο Άγιος Γεώργιος το δράκο, ξεμπερδεύεις με όλα τα δεινά. Θεολογική προσέγγιση; Ποιος είπε ότι και η πολιτική δεν είναι μια θεολογία με άλλα μέσα;

Το «Debtocracy» από αυτή την άποψη είναι άψογο δραματουργικά (και θεολογικά!). Οι δε κακοί αφθονούν. Και τι κακοί! Πανίσχυροι, τρομακτικοί μέσα στην απροσωπία τους, κερασφόρα τέρατα, δαίμονες της αποκάλυψης. Τράπεζες, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΗΠΑ, ΔΝΤ. Μας λείπει όμως ο Καλός της ιστορίας…
Debtocracy2

Πρόσφατα πάλι, σε μια σαφώς πιο …δημιουργική βραδιά, στο εξαιρετικό βιβλίο του Γιάννη Γιανουλόπουλου «Η ευγενής μας τύφλωσις» αλιεύω το εξής απόσπασμα από μια παλιά εφημερίδα: «Η εκπορνευθείσα Ευρώπη δεν επενέβη εγκαίρως, ενώ εγνώριζε που θα έφερεν το Ελληνικόν Έθνος η ευγενής του τύφλωσις». Η ευγενής τύφλωσις; Πότε γράφτηκε αυτός ο αμίμητος μέσα στην ειλικρίνειά του αφορισμός; Ας γυρίσουμε το ρολόι πίσω στο 1898. Όταν η χώρα είχε και πάλι χρεοκοπήσει και μέσα στη θολούρα της ξύπνησαν τα εθνοπατριωτικά ένστικτα και πήρε τα όπλα να πολεμήσει τον Τούρκο. Ο πόλεμος μοιραία χάθηκε, εάν μάλιστα δεν υπήρχε απροκάλυπτη εξωτερική επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής οι Τούρκοι θα είχαν φτάσει ως την Αθήνα με παρέλαση. Καταστροφή… Και ως άμεση συνέπεια οι «ξένοι δανειστές» επέβαλαν τον περίφημο ΔΟΕ, τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Η ιστορία επαναλαμβάνεται;

Ένα παρόμοιο πνεύμα «ευγενούς τύφλωσης» διαπνέει και το προκείμενο ντοκιμαντέρ. Μέσα στα 73 λεπτά της διάρκειας του, δεν αντιλήφθηκα ούτε ένα ψήγμα «αυτοκριτικής», ούτε ένας ίχνος, κάποια έστω νύξη κατηγόριας για τον «λαό» (με παχύ το λ παρακαλώ), για τον λαό που ζυγό δεν υπομένει, τον περήφανο λαό, τον πάντοτε εξαπατημένο και αδικημένο (εδώ θα μπορούσαν να μπουν τα μπουζούκια του Ξανθόπουλου, αντ’ αυτών η μουσική επένδυση ανήκει στον Αγγελάκα και στον χαμένο που τα παίρνει όλα). Ο λαός είναι αθώος (να σημειώσω και τον υποβόσκοντα ελιτισμό ο οποίος θεωρεί τον λαό ανεύθυνο έρμαιο στα χέρια «δύο κομμάτων, τριών πολιτικών οικογενειών και ορισμένων επιχειρηματιών»). Ο λαός ζητάει κεφάλια (να θυμηθώ να ξαναδιαβάσω των «Εχθρό του λαού» του Ίψεν). Και για τον κάθε Λουδοβίκο είναι έτοιμος να λατρέψει τον επόμενο Ναπολέοντα. Τα χέρια που κουνούσαν κομματικές σημαίες, σήμερα κραδαίνουν γιαούρτια. Μια …λευκή άφεση αμαρτιών; Ή μια κοινωνία η οποία αρνείται να κοιταχτεί στον καθρέφτη;
Debtocracy3

Για όλες τις εθνικές συμφορές ανέκαθεν υπήρχε ο περίφημος ξένος δάχτυλος, οι διαβόητοι σκοτεινοί κύκλοι. Μικρασιατική καταστροφή; Εμφύλιος; Κύπρος; Χούντα; Ένα μοτίβο το οποίο τραγουδάει συντονισμένα σε ιδιότυπη αρμονία όλο (σχεδόν) το πολιτικό φάσμα. Και όχι μόνο… Ποτισμένοι μέχρι το μεδούλι από τα πιο τρυφερά σχολικά χρόνια, μάθαμε να αναζητούμε την ευθύνη στον Άλλο. Και στην πιο απλή καθημερινή εκδήλωση. «Με έκοψε ο καθηγητής στις εξετάσεις», «μας έσφαξε ο διαιτητής στο ματς», «οι μετανάστες φταίνε για την ανεργία». Η …πολυθρόνα του «αθώου» θύματος είναι περιζήτητη, ενίοτε πιο πολύ και από εκείνη του θύτη.

Να ξεκαθαρίσω… Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι στον σαρκοβόρο κόσμο που έχουν φτιάξει οι άνθρωποι, οι εξουσίες, τα μεγάλα συνασπισμένα συμφέροντα, το παιχνίδι που είναι στημένο πάνω σε περίπλοκες νομολογίες, κάνουν το ισοζύγιο της ισχύος να γέρνει καταθλιπτικά. Αλλά από την άλλη, it takes two to tango. Και δεν είναι φυσικά ζήτημα επιμερισμού ή συμψηφισμού των ευθυνών, ούτε ενοχικού αυτομαστιγώματος. Αλλά εάν απεμπολήσουμε την ατομική ευθύνη, τότε από που θα περιμένουμε τη «σωτηρία»; Οι Αδόλφοι επωάζονται και θα έρθουν πάλι νύχτες όπου τα κρύσταλλα θα σπάνε…

Οι προθέσεις των δημιουργών, του Άρη Χατζηστεφάνου και της Κατερίνας Κιτίδη είναι διαυγείς σαν κρύσταλλο. Το γεγονός δε ότι η ταινία κυκλοφορεί ελεύθερη άνευ …πνευματικών περιορισμών, έχει τη σημασία του, και προαναγγέλλει ένα μέλλον εκδημοκρατισμού των μέσων παραγωγής του κινηματογράφου (όπως έχει γίνει στη μουσική για παράδειγμα). Σε αυτό κατατείνει και το γεγονός ότι γυρίστηκε με πόρους συλλογικής συνεισφοράς «απλών» ανθρώπων. Μήπως όμως αυτό εν μέρει εξηγεί και τον παραπάνω προβληματισμό; Ο πλερώνων (αυτο)δικαιώνεται;
Debtocracy4

Το «Debtocracy» λοιπόν δεν κρύβει λόγια, είναι σαφώς ένα στρατευμένο ντοκιμαντέρ, γυρισμένο με πάθος, με οργή, σχεδόν εν βρασμώ. Μια κατ’ ουσία οπτικοποιημένη προκήρυξη. Η οποία υποστηρίζεται από το νευρώδες ρεπορταζιακό μοντάζ, την έξυπνη χρήση κινούμενων σχεδίων και την πυρετική πρόζα. Και είναι αν μη τι άλλο άδικη η κριτική ότι στο «Debtocracy» δεν υπάρχει πλουραλισμός απόψεων. Προσωπικά περιμένω από ένα μαχόμενο σινεμά τεκμηρίωσης τη διατύπωση μιας καθαρής άποψης και όχι μια δήθεν αντικειμενικότητα η οποία συμβιβάζει τα αγεφύρωτα άκρα (φανταστείτε να έπρεπε να ακολουθήσουμε αυτή η λογική στις δισκοκριτικές μας!).

Από την άλλη όμως, η βεβαιότητα ξεχειλίζει, απουσιάζει το χιούμορ που την υπονομεύει και περισσεύει ο πικρόχολος σαρκασμός. Καμία αμφιβολία δεν χώνει εδώ τη …φολιδωτή ουρά της. Πράγμα περίεργο εάν αναλογιστούμε ότι η οικονομία (πόσο μάλλον η κοινωνιολογία) δεν είναι Φυσική, όπου θέτοντας τις αρχικές συνθήκες σε ένα κινητό γνωρίζεις σε 5 λεπτά σε ποιο ακριβώς σημείο θα βρίσκεται (μεταξύ μας δεν θα έπρεπε καν να φέρει τον τίτλο της επιστήμης, οι οικονομολόγοι κάνουν τους …αστρολόγους να μοιάζουν αξιόπιστοι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Debtocracy5

Σε αυτή την κρίση περισσεύουν τα επηρμένα δογματικά «ξέρω». Ασφαλώς είναι κάπως τρομακτικό να ακούς από έναν …γιατρό τη φράση «δεν ξέρω», αλλά έτσι κι αλλιώς η παρομοίωση του κόσμου με ασθενή είναι μάλλον ατυχής. Οι ίδιοι οι δημιουργοί ορθώς την ειρωνεύονται από την πρώτη κιόλας στιγμή της ταινίας. Μετά όμως πέφτουν στην ίδια παγίδα και προτείνουν μία άλλη «πανάκεια». Την καινοφανή (και κάπως ασαφή νομικά έννοια) του απεχθούς χρέους. Κοντολογίς: Φτιάχνουμε μια επιτροπή λογιστικού ελέγχου, ελέγχουμε το χρέος, το χρέος το οποίο οφείλεται σε μίζες, υπερτιμολογήσεις και άλλες λαμογιές, το «παράνομο» χρέος» δηλαδή, αρνούμαστε να το πληρώσουμε.

Να καταλάβω την ανάγκη για μία κάποια ελπίδα, ο πνιγμένος από τα μαλλιά πιάνεται λέει ο …σοφός λαός (αλλά ας σημειώσουμε και την παράμετρο ότι ο πνιγμένος πολλές φορές με τις κινήσεις του απλώς επιταχύνει την πορεία προς τον πάτο). Όμως αυτό το «φάρμακο» έχει αρκετές προβληματικές πλευρές. Πρώτον, και μόνο η δημιουργία μιας …επιτροπής για την αντιμετώπιση ενός θέματος σε τούτη τη χώρα ακούγεται σαν αστείο. Δεύτερον, όσο βουλιμικοί και να ήταν όσοι «κλέψανε», το ποσοστό του «απεχθούς» χρέους θα είναι ιδιαίτερα μικρό για να έχει κάποια ωφέλεια (ακόμη κι αν συμπεριληφθούν τα επιδόματα …έγκαιρης προσέλευσης στο δημόσιο). Η δε σύγκριση η οποία γίνεται με ένα στυγνά δικτατορικό καθεστώς όπως το Ιράκ είναι μάλλον άτοπη, στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις καλώς ή κακώς είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένες (και μην ακούσω για κυβερνώσες εκλογικές μειοψηφίες, οι απέχοντες και οι «λευκοί» απλά στηρίζουν το πρώτο κόμμα). Τρίτον όμως, και κυριότερο. Όσο κι αν ο οικονομικός κόσμος έχει γίνει πολύπλοκος και (σκοπίμως) δαιδαλώδης, η βασική οικονομική αρχή ότι όταν ένα σπίτι βγάζει 10 και ξοδεύει 15, δεν βγαίνει, εξακολουθεί να ισχύει. Τόσο απλά (ή και απλοϊκά αν θέλετε). Ας φανταστούμε λοιπόν έναν υπέροχο «παραδεισένιο» κόσμο όπου όλες οι δυνάμεις του σύμπαντος έχουν συνωμοτήσει για να διαγραφεί μεμιάς ολόκληρο το χρέος (άραγε τέτοια θαύματα κάνουν οι άγιοι και οι εικόνες της ορθοδοξίας ή περιορίζονται μόνο στο να «δακρύζουν» όταν πέφτει οικονομική στενότητα στην ενορία;) Και τι γίνεται μετά; Που θα πάει το καραβάκι με 10% έλλειμμα και με μηδενική παραγωγικότητα; Το «πρότυπο» Εκουαδόρ τουλάχιστον παράγει πετρέλαιο και μπανάνες…
Debtocracy6

Αν θα είχε κάποια χρησιμότητα μια τέτοια επιτροπή (με την υπόθεση φυσικά ότι θα έβγαζε κάποια άκρη) αυτή θα ήταν στον Ηθικό τομέα. Πέσαμε που πέσαμε έξω, ας δούμε και τον αναλυτικό λογαριασμό. Αν και πολύ φοβάμαι, ότι ο πραγματικός λογαριασμός αγγίζει όλα τα στρώματα της κοινωνίας, από τη βάση της κοινωνίας μέχρι την κορφή. Άλλωστε όταν ηθικολογούμε, ας έχουμε κατά νουν ότι ηθικός δεν είναι εκείνος ο οποίος δεν έχει τη δυνατότητα να είναι ανήθικος. Για κοιτάξτε γύρω σας…

Κλείνοντας… Ομολογώ έμεινα όσο μπερδεμένος ήμουν και στην αρχή. Πως αλήθεια να αποκρυσταλλώσεις μια άποψη, ή ακόμη χειρότερα να παραμείνεις προσκολλημένος σαν πεταλίδα σε προκατασκευασμένες ιδεολογίες, μέσα σε τούτη τη χαοτική εντροπία της πληροφόρησης, τον ωκεανό των αντικρουόμενων δεδομένων; Πως όμως από την άλλη να ζητήσεις νηφαλιότητα και ψυχραιμία από τον άνεργο, τον απολυμένο, το μαγαζάκι που φυτοζωεί; Πως να τιθασεύσεις μια τυφλή οργή απέναντι σε γεγονότα τα οποία ξεπερνούν τις ικανότητες κατανόησης και παρέμβασης μας; Δεν ξέρω, είναι στιγμές που με πιάνει ένα μελαγχολικό αίσθημα ματαίωσης. Και το «Debtocracy» δεν κατάφερε να μου το αναιρέσει…

Παρολ’ αυτά (ίσως και γι’ αυτά), δείτε το…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr