Open Air Festival : Calexico + Sophie Solomon + Beirut + A Hawk and a Hawksaw

(Γήπεδο Baseball, Αθήνα – 10/07/2007)

Ένα πανηγύρι της παγκοσμιοποίησης διαδραματίστηκε την Τρίτη το βράδυ στις εγκαταστάσεις του baseball στο Ελληνικό. Μουσικοί και τραγουδιστές από την Αγγλία και τις ΗΠΑ μας ταξίδεψαν σε πολλές γωνιές του κόσμου, από το πρώην ανατολικό μπλοκ, την Ουγγαρία, τη Ρωσία και όλα τα Βαλκάνια, μέχρι το Μεξικό και την Αριζόνα! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Α Hawk and a Hacksaw
Οι Α Hawk and a Hacksaw, το προσωπικό όχημα του Jeremy Barnes ο οποίος πριν δει το …έθνικ φως το αληθινό βάραγε τα ντραμς στους πάλαι ποτέ (νεο)ψυχεδελικούς Neutral Milk Hotel (και αργότερα στους Bablicon), είχαν το δύσκολο καθήκον να ανοίξουν τη βραδιά και να βγουν νωρίς για να παίξουν κάτω από τις φονικές ακτίνες του ηλιάτορα, μπροστά σε ένα κοινό που θα επαρκούσαν οι αριθμητικές ικανότητες παιδιού της δευτέρας δημοτικού για να το καταμετρήσουν. Τρία άτομα επί σκηνής, ο ίδιος ο Jeremy σε ένα συνδυασμό (ταυτόχρονο!) ακορντεόν και ντραμς, μια βιολιτζού και ένας χοντρούλης εντυπωσιακός Ούγγρος στο τσίμπαλο (xαρακτηριστικό όργανο της ουγγρικής παράδοσης (περσικής καταγωγής πάντως) το οποίο θυμίζει κάπως σαντούρι, στο πιο ογκώδες του όμως). Συμπαθής ο ήχος τους με πολλές αναγνωρίσιμες ουγγρικές μελωδίες, σύντομο όμως το πέρασμα χωρίς να αφήσουν πολλά στη μνήμη. Τέσσερις δίσκους έχουν στο ενεργητικό τους οι AHAAH, με τον τελευταίο μάλιστα (EP) να έχει ηχογραφηθεί στη Βουδαπέστη μαζί με ένα ουγγρικό folk σχήμα, τους Hun Hagar Ensemble. Όλα αυτά τους δίνουν ασφαλώς κάποια credits «αυθεντικότητας» και κυρίως ειλικρινούς ενδιαφέροντος για την τοπική κουλτούρα (που κάποιοι άλλοι δεν διαθέτουν, διάβαζε παρακάτω…), αλλά μεταξύ μας, αν θέλω να ψάξω και να ακούσω την τρομακτικά πλούσια ουγγρική μουσική δεν περιμένω ένα ανανήψαν αμερικανάκι να δείξει το δρόμο…

Ο κατά κόσμο λοιπόν Zach Condon βγήκε στη σκηνή συνοδευόμενος από πλήρη οκταμελή μπάντα, τα περισσότερα μέλη της οποίας ήταν εμφανώς ντίρλα και διατελούντες σε εύθυμη κατάσταση (για να το πω με εύσχημο τρόπο). Γεγονός που δυστυχώς δεν φαινόταν μόνο στα παραπατήματα επί σκηνής και τα …κόκκινα μαγουλάκια, αλλά ακουγόταν κιόλας! Ειδικά η μία τρομπέτα ήταν εντελώς παράφωνη και φάλτσα, αλλού πατούσε και αλλού βρισκόταν, αν έπαιζε δε στο περίφημο γαλατικό χωριό θα είχε γρήγορα βρεθεί …φιμωμένη στη γωνία σαν τον Κακοφωνίξ. Διασκεδαστική ομολογουμένως η εμφάνιση, για τα πανηγύρια (με αμφότερες τις σημασίες!), το τρελό θηριοτροφείο στην Ευρώπη, χορός και τραγούδι με κέφι, και γρήγορα πέρασε η ώρα. Να προσθέσω και μια θλιβερά αστεία εκτέλεση (στα …τρία μέτρα κυριολεκτικά!) του περίφημου «Les moribonds» του Jacques Brel (που πας ρε Καραμήτρο!). Ατυχώς, η Jimador με την οποία ενισχύαμε την μπίρα μας, δεν είχε προλάβει ακόμη να μας «πιάσει», ώστε να βιώσουμε τη μέθεξη και να αγνοήσουμε την κακοφωνία…
Beirut
Επί της μουσικής ουσίας τώρα, κάποια τραγούδια μπορεί να ακούγονται συμπαθή έως και ευχάριστα ενίοτε, αλλά τελικά θα συμφωνήσω …διαφωνώντας με την περιβόητη κριτική του Καραμπεάζη και το γαλαντόμο 4άρι του. Ο λόγος για τον οποίο θεωρώ τον Beirut (και τον κάθε Beirut) «μουσικό απατεώνα», δεν είναι ότι παίζει μουσικές με τις οποίες δεν έχει καμία απολύτως βιωματική σχέση. Με αυτό το επιχείρημα θα ρίχναμε αμέσως στον Καιάδα όλες τις ελληνικές μπάντες που παίζουν π.χ. brit-pop, hip hop ή άλλα ξενόφερτα είδη. Ούτε είναι ζήτημα γνησιότητας κάποιας παράδοσης. Προσωπικά, δεν υπερασπίζομαι καμία παράδοση, άλλωστε είμαι πολέμιος των παραδόσεων και θεωρώ ότι ο μόνος τρόπος να ζήσει μια παράδοση είναι να διαστρέφεται, «βεβηλώνεται» και έτσι τελικά να ανανεώνεται. Όμως ο Beirut είναι εμφανές ότι δεν είναι ένας τέτοιος τολμηρός ανανεωτής δημιουργός της όποιας παράδοσης, αλλά απλά και μόνο ένας μουσικός …τουρίστας! Διαβάζω δε στις συνεντεύξεις του ότι στο άμεσο μέλλον θα ασχοληθεί με τα …fados και τη βραζιλιάνικη μουσική! Κάθε σχόλιο νομίζω περιττεύει…

Και επιπλέον, να κάνω μια αφελή ερώτηση; Πόσοι από όλους αυτούς (τους λίγους αναλογικά με το hype – μάθημα σεμνότητας και ταπεινότητας αυτό!) που μαζεύτηκαν στη συναυλία του, θα πατούσαν το ποδάρι τους σε συναυλία ας πούμε της Μπάντας της Φλώρινας; Πόσοι από αυτούς που εκστασιάστηκαν στα έντυπα με τον Beirut και τους πολυσυλλεκτικούς πολύχρωμους ήχους του, μας είχαν προτείνει τόσα χρόνια κάποιο από τα δεκάδες (μην πω εκατοντάδες) βαλκανικά σχήματα που παίζουν ανάλογη μουσική εδώ και πολλά χρόνια; Είμαστε φοβεροί εμείς οι βαλκάνιοι! Ενώ διεκδικούμε μια εγωιστική (σχεδόν εγωπαθή) μοναδικότητα («εδώ είναι Βαλκάνια»), τη συνοδεύουμε κατά οξύμωρο τρόπο με μια ανάδελφη αυτο-καταφρόνια. Και έτσι καταλήγουμε στο αστείο φαινόμενο να επανεισάγουμε και να θαυμάζουμε πράγματα και ακούσματα που όταν τα έχουμε ντόπια δεν τους δίνουμε καμία σημασία, όταν όμως έρχονται απ’ έξω με το περιτύλιγμα του hype και τις ευλογίες του Pitchfork θα τα προσκυνήσουμε ως …ψαγμένα και εναλλακτικά. Και μπορεί πράγματι για την Αμερική αυτοί οι ήχοι να ακούγονται εξωτικοί, και για τα απαίδευτα αυτιά ακόμη και πειραματικοί, αλλά και εδώ;
Sophie Solomon
Η Σοφία του …Σολομώντα που ακολούθησε στο πρόγραμμα, ήταν ένα βάλσαμο για τα αυτιά μας μετά από αυτήν την επέλαση των φάλτσων. Η τύπισσα ήταν άψογη έως τέλεια από τεχνική αρτιότητα (από τα δύο της παίζει άλλωστε το βιολί!). Βέβαια δεν έχω καταλάβει γιατί άφησε στα κρύα του λουτρού τους Oi Va Voi (πάνω που τους έκαναν τεμενάδες μέχρι και οι Times του Λονδίνου) μόνο και μόνο για να βγάλει ένα μετριότατο προσωπικό δίσκο. Ένα δίσκο με μουσική που αν την άκουγα μόνο και δεν την έβλεπα, θα ήταν απλώς ένα αξιοπρεπές χαλί που ποτέ δεν θα ρώταγα τον DJ για το τί είναι αυτό που παίζει! Όμως αυτός είναι και ο ρόλος των ζωντανών εμφανίσεων, ειδάλλως κάθεσαι σπίτι και ακούς εκεί τη μουσική. Η πανύψηλη Σοφία λοιπόν ήταν εντυπωσιακή στη σκηνή, έπαιξε το βιολί της παθιασμένα, με χαρακτηριστικά klezmer περάσματα, πολλές αναφορές στην Ουγγαρία (μήπως ήταν χορηγός της βραδιάς και η …πρεσβεία της Ουγγαρίας;), τα κομμάτια πάντως που ξεχώρισαν και ξεσήκωσαν το κοινό δεν ήταν δικά της (οι περίφημοι Ουγγρικοί χοροί για παράδειγμα). Καλά όλα αυτά λοιπόν, αλλά η μουσική για να συγκινήσει και να διεγείρει απαιτεί και πολλά άλλα πέραν της μουσικής κατάρτισης. Και την Sophie Solomon μελλοντικά μάλλον τη βλέπω να μετατρέπεται σε ένα είδος εναλλακτικής Vanessa Mae…
Alltogether

Για το τέλος είχε απομείνει το μεγάλο όνομα (στα χαρτιά τουλάχιστον) οι Calexico. Οι οποίοι έχουν περάσει εδώ και καιρό πλέον στη «μυθική» σφαίρα των γκρουπ που αποθεώνονται πια στη χώρα μας όπως πουθενά αλλού στον κόσμο. Δεν θα είχα πολλά να γράψω για την εμφάνιση των Calexico. Όχι άλλους …κροταλίες, ερήμους, mariachi, και τεμπέλικες κιθάρες! Ο τελευταίος τους δε δίσκος ήταν απόλυτα βαρετός και άτονος, όπως είναι και οι ίδιοι live (και δυστυχώς έπαιξαν πολλά κομμάτια από αυτόν το δίσκο). Και πάνω που κόντευε να ξεσκαλώσει το σαγόνι από τα χασμουρητά και οι ματιές στο ρολόι έπεφταν ανά διαστήματα λίγων λεπτών, ξάφνου έγινε η έκπληξη, οι ρυθμοί φούντωσαν, οι κιθάρες άναψαν, και επί σκηνής ανέβηκαν «εν κυμβάλοις και οργάνοις» σύσσωμοι οι Beirut με τους AHAHH σε ακόμη πιο εύθυμη και ξεσαλωμένη κατάσταση από πριν, προκαλώντας ένα μικρό χαμό με τον ενθουσιασμό τους και την party-time διάθεσή τους (συνέβη δηλαδή ό,τι φαντασιωνόταν …προφητικά ο Σιόντορος προχτές στον ίδιο χώρο!). Τρελός χαβαλές, κρουστά σε άδεια μπουκάλια προφανώς καταναλωθέντος ουϊσκίου, μια φευγάτη εκτέλεση του «Crystal frontier» με τη συνοδεία του κόσμου και μια βακχική διασκευή του διάσημου «Zobi la Mouche» των Negresses Vertes κατάφεραν να ανεβάσουν τη διάθεση και να «διασκεδάσουν τις παρ’ ολίγο χαμένες εντυπώσεις…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε