Category Archives: 1. Αφιερώματα

Europe Endless – 20 (+) τραγούδια για την Ευρώπη


Euromap

Τι είναι η Ευρώπη; Μην είναι οι (endless) κάμποι; Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά; Μην είναι ο ήλιος της που χρυσολάμπει; (λέμε τώρα). Μην είναι… Μην είναι το νόμισμα, αυτό που θέλουμε ή νομίζουμε (αυτό δεν σημαίνει άλλωστε …νόμισμα;) ότι έχουμε; Μην είναι η τσέπη μας και οι τραπεζικοί λογαριασμοί; Μην είναι μία αγελάδα για άρμεγμα, μια πλούσια θεία με πακέτα επιδοτήσεων; Μην είναι μια παιδική χαρά για ντόλτσε βίτα και ψώνια χωρίς το φόβο του τελωνείου; (θυμάται κανείς την εποχή της μπανανο-απαγόρευσης;) Μην είναι απλά και μόνο ο χώρος που εκτείνεται από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, από τη Λαπωνία ως την Γαύδο, όπως μας διδάσκει η γεωγραφία; Μην είναι όμως απλά περιορισμένη στο τρίγωνο Βρυξέλλες-Στρασβούργο-Λουξεμβούργο, εκεί όπου διαβιεί μια ενδογαμική πανίδα ελίτ γραφειοκρατών, τραπεζιτών και λοιπών κυνοδόντων; Μην είναι οι σύμμαχοι, οι εταίροι και οι …εταίρες, οι δανειστές και οι πιστωτές μας, οι «μου χρωστάς δε σου χρωστάω, έχε γεια σε χαιρετάω»; Μην είναι εκείνοι που έτρωγαν βαλανίδια όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, όπως είχε πει κάποτε ο Αθανασόπουλος (όχι ο παλιός ο «καημένος» του άσματος, ο νεότερος, εκείνος ο υπουργός που βάφτιζε ελληνικό το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι); Μην είναι μια Γηραιά Ήπειρος όπως την αποκαλούν σκωπτικά οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι; Μην είναι και μια σκοτεινή ήπειρος (κατά τον κορυφαίο Mazower), υπεύθυνη για απάνθρωπες ιδεολογίες, για ποτάμια αίματος, εκείνη που γέννησε τα Άουσβιτς και τις Τρεμπλίνκες; Μην είναι μια ουτοπία κι ένα ευγενές όραμα; Ή μην είναι μια δυστοπία κι ένας εφιάλτης; Μην είναι…;Από τότε που ο Δίας, εκείνος ο θεός τύπος που δεν είχε αφήσει μισοφόρι για μισοφόρι (και όχι μόνο), μεταμφιέστηκε σε ταύρο και απήγαγε την άμοιρη την Ευρώπη κουβαλώντας την στα μέρη μας (για να καταλήξει σήμερα αναπαράσταση στο δίευρο), η σχέση τούτου του τόπου με τον χώρο αλλά και την ιδέα της Ευρώπης έχει περάσει από χίλια μύρια κύματα. Και τέτοια (ή έστω ανάλογα) υπαρξιακά ερωτήματα έχουν τεθεί πολλάκις. Αυτά και άλλα ακόμη: Ποιοι είμαστε; Από που ερχόμαστε; Που πάμε; Που ανήκομεν (γιατί μία χώρα η οποία φτιάχτηκε χάρις σε παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και από τις πρώτες της ημέρες χρωστούσε δάνεια και είχε κόμματα που αυτο-προσδιορίζονταν ως αγγλικό, γαλλικό και ρώσικο, κάπου πρέπει να ανήκει). Και ως γνωστόν, τα υπαρξιακά ερωτήματα δεν απαντώνται ποτέ οριστικά. Ίσως μόνο να υπερβαίνονται κάποια στιγμή, αλλά από αυτή φρονώ ότι απέχουμε ακόμη παρασάγγες. Εδώ δεν έχουμε ακόμη ξεμπλέξει με το τι εστί ελληνικότητα, που να μπλέξουμε και με τον ευρωπαϊσμό.

Και ίσως τελικά να είναι καλό τέτοια ερωτήματα να μένουν ανοιχτά και αναπάντητα. Γιατί πολλά στραβά ξεκινάνε όταν οι απαντήσεις τίθενται σε μορφή διλημματική, αποκλειστική, εκβιαστική. Σαρίκι ή φακιόλι, φουστανέλα ή φράκο, κοκορέτσι ή βουρστ, μπύρα ή ρετσίνα, συναίσθημα ή ορθολογισμός, και πολλά ακόμη, αναπόφευκτα για τούτη δω τη γωνιά του κόσμου στο σταυροδρόμι Δύσης και Ανατολής. Όμως οι σπουδαίοι πολιτισμοί γεννώνται εκεί ακριβώς όπου οι αντιθέσεις γίνονται συνθέσεις, συντήξεις, αλληλεπιδράσεις, εκεί όπου το συνδετικό «και» κερδίζει το διαζευκτικό «ή» (εδώ η κβαντική φυσική κατάφερε να συμβιβάσει έννοιες τόσο αντίθετες όσο το κύμα και το σωματίδιο).

Ο Πολέμης ολοκληρώνει το διάσημο από τα μαθητικά μας χρόνια ποίημα που …διασκευάσαμε στην εισαγωγή με τον αφορισμό «Όλα πατρίδα μας». Κατ’ αναλογίαν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, όλα τα παραπάνω είναι η Ευρώπη. Και όπως και να ‘χει, πάντοτε μια άλλη Ευρώπη θα είναι εφικτή. Ακόμη και σε καιρούς όπως οι σημερινοί, ακόμη κι αν έχουμε μπει σε ένα «Final Countdown» όπως τραγούδησαν κάποτε οι …Europe (για να γίνει και έμβλημα ενός Eurobasket). Η Ιστορία από τη μεριά της έχει πολλά να γράψει ακόμη. Ότι κι αν γίνει… Και η μουσική επίσης…


Kraft

1. Kraftwerk – Europe Endless
Μπορεί το πραγματικό Trance-Europe Express να τερμάτισε τα ταξίδια του και να υπάρχει πλέον μόνο σε μινιατούρες στα μουσεία συγκοινωνιών της ηπείρου (για τους ρέκτες συστήνω εκείνο της Νυρεμβέργης), εκείνο των Kraftwerk όμως συνεχίζει ακάθεκτο, η καρδιά του χτυπάει ακόμη ρυθμικά τροφοδοτώντας παλμικά όλη τη σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική. Από την άλλη, στους σημερινούς ευρωπαϊκούς κάμπους, στη θέση του ΤΕΕ συνεχίζουν τα TGV, τα ICE, τα Eurocity να διασχίζουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες σύνορα και απέραντα χωράφια, η ανοιχτωσιά του ορίζοντα εδώ ζαλίζει τον νότιο ταξιδιώτη που έρχεται από τόπους κλειστούς «όλο βουνά που έχουνε σκεπή τον χαμηλό ουρανό». Και είναι τούτοι οι ίδιοι κάμποι οι οποίοι κάποτε υπήρξαν τα θέατρα των πιο σκληρών μαχών που είδε το ανθρώπινο γένος, ο χρόνος όμως κύλησε, η φύση έβαλε τα δυνατά της και κατάφερε να καλύψει τις ουλές από τις οβίδες και τα χαρακώματα, ταπεινά αμπέλια «κατέκτησαν» λόφους που κάποτε είχαν «στρατηγική» σημασία, για τους οποίους έπεσαν (τι λέξη!) αδιανόητοι αριθμοί νέων ανθρώπων… Ειρωνεία ή εκδίκηση της ιστορίας;2. U-Bahn X – Young Hearts of Europe
«Εδώ δεν έχουμε τραίνα» μας έχουν τραγουδήσει σε έναν εμπνευσμένο στίχο οι Κόρε Ύδρο, με την ευκαιρία να δηλώσω ότι πάντοτε ζήλευα το ευρωπαϊκό μου συγγενολόι που μπορούσε μέσα σε λίγες ώρες, άνετα και φτηνά να βρεθεί από τον Gare de l’ Est στον Hauptbahnhof του Βερολίνου, από τον Amsterdam Centraal ως τον St. Pancras του Λονδίνου. Τρίο ήταν οι U-Bahn X, μεταξύ αυτών ο πρώην μάνατζερ των Medium Medium και η γυναίκα του (η οποία υιοθετεί το όνομα Heidi von Duesseldorf – όταν μιλάμε για ηλεκτρονικά όλοι οι δρόμοι εκεί οδηγούν), γράφουν έναν ύμνο για τις νέες καρδιές της Ευρώπης που ταξιδεύουν ανά την Ευρώπη και ερωτεύονται τη Γερμανία. Τι κι αν (αυτο)βάφτισαν τον ήχο τους «Wagnerian sexbeat», τι κι αν άφησαν φήμες να αιωρούνται ότι το videoclip θα σκηνοθετούσε η Leni Riefenstahl, τσάμπα πήγαν οι προκλήσεις, το κομμάτι μάλλον απαρατήρητο πέρασε. Μάλλον αδίκως…

3. Κρίστυ Στασινοπούλου – Trans Europe Van
Βγαίνουμε Ευρώπη. Την έκφραση την ξέρουν καλά οι φίλαθλοι όταν οι ομαδάρες τους φαντασιώνονται περιφανείς πορείες στα (πάλαι ποτέ) κύπελλα ΟΥΕΦΑ και στα Τσάμπιονς Λιγκ. Εξίσου φαντασιακές είναι και οι διεθνείς πορείες των ελλήνων μουσικών, ελάχιστοι είναι αυτοί που απολαμβάνουν πραγματικής ευρωπαϊκής αναγνώρισης, μιας που έχουμε πιάσει Γερμανία, εκεί μονάχα τη Νάνα, την Μελίνα (και τον Μίκη), τον Ντέμη και τον Τζίμη ξέρουν οι πολλοί (ο Τζίμης είναι ο Μακούλης, ουχί ο Πανούσης). Από τους λοιπούς η Κρίστυ είναι από τους λίγους που «δικαιούνται δια να ομιλούν» στον τομέα τους. Και καλά και άνετα είναι τα τραίνα αλλά όταν μιλάμε για ροκ περιοδείες τότε ένα είναι το όχημα. Βανάκι και τρέχουμε στην Autobahn, βρέχει και τριγυρίζουμε από Στουτγάρδη, Κολωνία, Έσσεν προς Ολλανδία και όλος ο κόσμος είναι δικός μας. Ένα κομμάτι-έκπληξη από τον δίσκο «Ταξιδοσκόπιο» όπου η ελληνική παράδοση συναντά το γερμανικό kraut.

4. Steve Reich – Different trains (Europe during the war)
Τη χρωστάω ακόμη εκείνη την επίσκεψη… Προς το παρόν στέκομαι εδώ στην αποβάθρα, Gleis 17, Γραμμή 17, τριγύρω το δάσος του Grunewald, έχει ησυχία, ένα ανεπαίσθητο αεράκι, κάποια φύλλα ίσα που σαλεύουν. Οι ράγες οδηγούν στο πουθενά, από εδώ δεν φεύγει κανένα τραίνο. Πια. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στο Κέντρο Τεκμηρίωσης της Νυρεμβέργης στέκομαι μπροστά σε μία τεράστια τζαμαρία, εκατοντάδες, χιλιάδες καρτελάκια, με τυπωμένα ονοματεπώνυμα, ζωές συμπυκνωμένες σε δύο ημερομηνίες, οι περισσότερες κιόλας σε μία, απουσιάζει ως άγνωστη εκείνη του θανάτου…
(Από την γραμμή 17 έφευγαν τα τραίνα για ανατολικά, για το Άουσβιτς, για τα άλλα στρατόπεδα θανάτου, τα πιο άγνωστα, εκείνα τα οποία δεν είχαν επιβιώσαντες να διηγηθούν την ιστορία τους. Η τζαμαρία είναι έργο της Deutsche Bahn, των Γερμανικών Σιδηροδρόμων, μια απόπειρα εξιλέωσης για την καθοριστική συμβολή τους στο Ολοκαύτωμα. O Εβραίος συνθέτης Steve Reich έγραψε τούτο το σπουδαίο έργο (που γνώρισε μάλιστα και επιτυχία με τη συμβολή του Kronos Quartet) ταξιδεύοντας σε τραίνα ανά την Αμερική, αναλογιζόμενος σε τι άλλα τραίνα θα του επεφύλασσε η μοίρα να ταξιδέψει εάν είχε γεννηθεί στην Ευρώπη τον λάθος χρόνο.


Sol Invictus

5. Sol Invictus – Europa in the rain (I & II)
Sol Invictus – Looking for Europe
Sol Invictus – Europa calling
Death in June – Sons of Europe
Death in June – Only Europa knows

«Η νέα Ευρώπη της αλληλεγγύης και της συνεργασίας μεταξύ όλων των λαών της θα βρει ταχέως αυξανόμενη ευημερία μόλις καταργηθούν τα φυσικά οικονομικά σύνορά της». Μη σπεύσετε εσείς οι ακραιφνείς ευρωπαιόφιλοι να χειροκροτήσετε τα ωραία αυτά λόγια, ανήκουν γαρ σε έναν διαβόητο ναζί διανοούμενο-εγκληματία, τον Arthur Seyss-Inquart ο οποίος τελείωσε τη ζωή του όπως του άξιζε στην κρεμάλα της Νυρεμβέργης. Αξίζει όμως να τα μνημονεύουμε γιατί αναδεικνύουν τις αντιφάσεις και τις αμφισημίες οι οποίες μπορεί να κρύβονται ακόμη και στα πιο μεγαλεπήβολα οράματα της κοινής μας ευρωπαϊκής κληρονομιάς, ο φασισμός, ο ναζισμός και ο ρατσισμός, ας μην κρυβόμαστε, είναι καθαρά ευρωπαϊκά γεννήματα, διεστραμμένα απότοκα ενός «γάμου» του ρομαντικού κινήματος και του ορθολογισμού, που έδωσε έναν Γκαίτε αλλά εμπνεύστηκε και ένα Άουσβιτς. Τα οποία όσο κι αν τα απωθούμε, βρίσκονται εν υπνώσει βαθιά στα ευρωπαϊκά γονίδια, έτοιμα να εκδηλωθούν και να εκφραστούν όταν οι συνθήκες το ξανα-ευνοήσουν.
Μέσα σε αυτό το λανθάνον περιβάλλον κινούνται και αυτή την αμφισημία εκφράζουν τα δύο αυτά κορυφαία (και ουσιαστικά συγγενικά στην ιστορία τους) συγκροτήματα της neofolk (ή αποκαλυπτικής folk αν προτιμάτε). Αμφότερα λίαν αμφιλεγόμενα -έως και ύποπτα- όσον αφορά τις πολιτικές πεποιθήσεις, αμφότερα όμως έχουν γράψει κομμάτια μοναδικής μελωδικότητας και υποβλητικής εικονοποιίας. Τραγούδια συνήθως βουτηγμένα, μουλιασμένα σχεδόν σε μια γκρίζα ευρωπαϊκή βροχή, στη μυστικιστική νοσταλγία και τη μεταφυσική μελαγχολία για την απώλεια μιας αρχαϊκής Ευρώπης και στον θρήνο για τη σημερινή της παρακμή. Η μαγεία της τέχνης πάντως έγκειται στο ότι μπορεί και να ξεφεύγει από τις προθέσεις του δημιουργού, τέτοια κομμάτια μου αρέσει να τα ακούω βλέποντας έργα της Kaethe Kollwitz, σε μια βόλτα σε ένα χειμερινό νεκροταφείο, σε ένα μεσαιωνικό τοπίο, εκεί όπου τα φαντάσματα του παρελθόντος αισθάνονται ότι είναι στον τόπο τους…6. Rome – A farewell to Europe
Μελοδραματικός ο τίτλος, γκρίζο το κομμάτι από ένα συγκρότημα πραγματικά ευρωπαϊκό. Και δεν είναι μόνο το όνομά τους το οποίο παραπέμπει στην αιώνια πόλη-πρωτεύουσα της πάλαι ποτέ Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή η καταγωγή τους από το Λουξεμβούργο, αυτή την ιστορική ανορθογραφία που τα κατάφερε να γίνει πολιτικό επίκεντρο. Είναι και τα θέματα που επιλέγουν για τους δίσκους τους, ευρωπαιοκεντρικά, τα οποία όμως, σε αντίθεση με πολλούς άλλους neofolk συναδέλφους τους (βλέπε παραπάνω), τα προσεγγίζουν με ένα ουμανιστικό και φεντεραλιστικό βλέμμα. Έτσι αφιερώνουν ολόκληρο δίσκο στους μετανάστες, τους Gastarbeiter που έχτισαν τη σημερινή Ευρώπη, αλλά δε διστάζουν από την άλλη να αφιερώσουν και έναν άλλο στη Ροδεσία και στα εκεί εγκλήματα των ευρωπαίων …εξαγωγέων πολιτισμού και δημοκρατίας. Από τον οποίο δίσκο προέρχεται και τούτος ο αποχαιρετισμός. Γενικότερα ανάλογες «Europe is dead» πεσιμιστικές κορώνες είναι κοινός τόπος για καλλιτέχνες του χώρου (π.χ. οι δικοί μας Venus in Furs ενθυμούμενος συνειρμικά και το εξαιρετικό ομότιτλο βιβλίο του Χρήστου Τσιόλκα) και όχι μόνο (ας μνημονεύσουμε εδώ κι ένα δυσοίωνο ηλεκτρονικό του Ιάπωνα Ruichi Sakamoto με τίτλο «The end of Europe»). Γενικότερα πάντως είμαι επιφυλακτικός με τα …θανατολαγνικά κηρύγματα, είτε αναφέρονται σε μουσικά είδη είτε σε ιδέες, είναι που σε αυτές τις περιπτώσεις πάντοτε το νέο εμπεριέχει το παλιό μέσα του, το οποίο δεν πεθαίνει αλλά αλλάζει, μεταλλάσσεται, εξελίσσεται. Αφήστε που νεότερο δεν σημαίνει και νομοτελειακά καλύτερο…

7. Zbigniew Preisner – Song for the Unification of Europe (Julie’s version)
Ήταν ωραία χρόνια εκείνα… Έπεφτε το τείχος στο Βερολίνο, το τελευταίο σύμβολο του διχασμού, κόσμος χοροπήδαγε εκστασιασμένος επάνω του, οι Scorpions και ο …David Hasselhoff έγραφαν επινίκια τραγούδια, κάποιοι διανοούμενοι κήρυσσαν το «τέλος της Ιστορίας» και το όνειρο για μια ελεύθερη ενοποιημένη Ευρώπη των λαών και όχι των εθνών φαινόταν χειροπιαστά κοντά. Σήμερα; Το τείχος στο Βερολίνο υφίσταται ακόμη στα μυαλά των ανθρώπων, το ίδιο πωλείται θρυμματισμένο (κινέζικης κατασκευής!) στους τουρίστες, οι Scorpions περιοδεύουν στην ελληνική επαρχία, ο David Hasselhoff παλεύει να σώσει ότι απέμεινε από την καριέρα του, οι προφήτες διανοούμενοι παλεύουν με την ανυποληψία και η ελευθερία έγινε …φιλ-ελευθερία. Και η συναδελφωμένη Ευρώπη των λαών σαν να μετατράπηκε σε μια νεκραναστημένη Ιερή Συμμαχία. Έμειναν από εκείνη την εποχή οι αναμνήσεις και συνθέσεις συγκινητικά εμπνευσμένες από τα οράματα των καιρών, σαν αυτή του Πολωνού Preisner από την ταινία του επίσης Πολωνού Κριστόφ Κισλόφσκυ «Μπλε» (από την περίφημη τριλογία του). «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον». Ακατανόητα λόγια, εκτός εποχής. Και όχι τόσο επειδή είναι στα αρχαία…

8. Mechanimal – Ode to Europe
«Mother Europe trapped in dreams/Charming stories, open wounds/Midnight drifters of the boulevards/Pulsing fragments, inner life». Θραυσματικοί στίχοι, θραυσματικές εικόνες, από μια άλλου τύπου ωδή στην Ευρώπη, χωρίς βιολιά, χωρίς μεγαλεπήβολες ενορχηστρώσεις, χωρίς επικά οράματα, πιο δυσοίωνη, πιο αστική, πιο κοντά στην καθημερινή πραγματικότητα. Και με τον ήχο της γενιάς μας…


Die Haut

9. Die Haut & Nick Cave – Dumb Europe
Dumb; Μουγκή, άναυδη ή βλακώδης Ευρώπη; Διαλέγετε και παίρνετε. Ένα άσμα από τα άγρια βερολινέζικα χρόνια του Nick. Ψυχοβγαλτικό όπως και να ‘χει…10. Asian Dub Foundation – Fortress Europe
Δεν ξέρω ποιοι μένουν Ευρώπη και ποιοι όχι (εγώ πάντως Αμπελόκηπους μένω), αυτοί που δεν μένουν σίγουρα είναι οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, όλοι εκείνοι που πνίγονται κατά εκατοντάδες στα σύνορα της ηπείρου, άνθρωποι από χώρες στις οποίες στο (όχι και τόσο) απώτερο παρελθόν οι Ευρωπαίοι είχαν διδάξει …ευρωπαϊκές αξίες και ιδανικά (ρατσισμό, αυταρχικές κυβερνήσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης κλπ). Και μπορεί η ΕΕ να μη χρησιμοποιεί τον όρο «Fortress Europe», είναι και ταμπού βλέπετε, θυμίζει υπερβολικά τους πρόγονους ναζί (οι οποίοι τότε, όταν μετά το Στάλινγκραντ τους πήραν φαλάγγι οι Σοβιετικοί ξαναθυμήθηκαν το παλιό τροπάρι της υπεράσπισης της Ευρώπης από τις ασιατικές βάρβαρες ορδές). Όμως το διαφορετικό λεξιλόγιο δεν μπορεί να κρύψει την αλήθεια. Ότι η Ευρώπη ολοένα και υψώνει τείχη φοβισμένη για να προστατεύσει μια ολοένα και πιο αμφίβολη ευημερία, μοιάζει απέξω με ένα κλειδαμπαρωμένο σπίτι, οχυρωμένο με σανίδες στα παράθυρα και βαριούς σύρτες στις πόρτες, στην ψευδαίσθηση ενός «Safe European Home» (που έλεγαν και οι Clash). Οι Asian Dub Foundation δεν μάσαγαν τα λόγια τους πάντως, ήδη από το 2003, ραπάροντας για μια δυστοπική Ευρώπη του 2022. Μόνο στην ημερομηνία ίσως έπεσαν λίγο έξω…

11. R.E.M. – Radio Free Europe
ΟΙ REM a.L. (ante, προ δηλαδή Losing my religion) κάπου στα 1981 τραγουδάνε όχι για την ελεύθερη Ευρώπη αλλά για έναν ραδιοσταθμό με το όνομα αυτό. Επρόκειτο βασικά για ένα ραδιοφωνικό δίκτυο το οποίο είχε εγκαταστήσει (μαζί με το αντίστοιχο …πυραυλικό) στην Ευρώπη η κυβέρνηση των ΗΠΑ για να προάγει τη δημοκρατία και την ελευθερία (από τότε βλέπετε είχαν ξεκινήσει οι παρεξηγήσεις για τούτες τις πολύπαθες λέξεις). Τώρα το τι ακριβώς τραγουδάει ο Michael Stipe στο κομμάτι παραμένει ένα μυστήριο από τότε…

12. Bad Sector – Old Europa on air
Έχει έναν ρομαντισμό το ραδιόφωνο το παλιό, που όσο να ‘ναι δεν το έχει το μοντέρνο το ιντερνετικό (κι ας το τιμούμε κι εμείς από ένα έντιμο μετερίζι). Είναι εκείνη η αίσθηση ότι είσαι βυθισμένος μέσα σε ραδιοκύματα τα οποία μεταφέρουν μουσικές, πληροφορίες, μηνύματα (και προπαγάνδα ασφαλώς, αυτή ήταν και η πρώτη χρήση του μέσου άλλωστε), πέρα και πάνω από σύνορα και γεωγραφικά εμπόδια. Ειδικά οι συχνότητες των μεσαίων, με τη μεγάλη εμβέλεια, με τα παράσιτα να σου δίνουν και την αίσθηση της απόστασης. Θυμάμαι εκείνο το παλιό στιβαρό Grundig του πατέρα. Και τα ραδιοφωνικό σήματα. Του BBC. Της Deutsche Welle. Και άλλα ακόμη πιο εξωτικά, τα οποία ετούτος ο θορυβοποιός Ιταλός τα συνέραψε σε ένα μοναδικό κομμάτι. Και ναι, κάπου ακούγεται και ο Τσοπανάκος…

13. Billy Ocean – European Queen (No More Love on the Run)
I lose my cool when she steps in the room… Τι να ν’ αυτό που ξαφνικά μ’ αναστατώνει, σε διεθνή εκδοχή. Βρετανός τραγουδιστής γοητεύεται από μια εξωτική ευρωπαία θεά πατώντας στα r&b disco βήματα του Michael Jackson. Πως είπατε; Εξωτική Ευρωπαία; Πριν βιαστείτε να κάνετε σχόλια για το πως βλέπουν οι Βρετανοί την Ευρώπη, να σημειώσουμε ότι το κομμάτι στην πρώτη του εκδοχή αναφερόταν σε Caribbean Queen, απλά ο τύπος το ηχογράφησε αργότερα και σε τοπικά στοχευμένες εκδοχές. Ναι, και African Queen βγήκε. Asian όχι. Ούτε και Arctic…

14. Santana – Europa (Earth’s Cry Heaven’s Smile)
Αναγνωρίσιμο από την πρώτη συγχορδία κομμάτι του Λατίνου κιθαρίστα του οποίου ποτέ κανείς δεν αμφισβήτησε τη δεξιοτεχνία στο όργανο. Αργό, λικνιστικό, αισθησιακό instrumental, λίγο αργότερα το μετέφερε στο σαξόφωνο ο γάτος ο μπαρμπέρης (ο Gato Barbieri βασικά) δίνοντας του έτσι μια ακόμη πιο έντονη …soft porno διάσταση.


Stranglers

15. The Stranglers – European female (In Celebration of)
Πολλά μυστήρια αφήνουν να αιωρούνται οι Stranglers για τούτο το θηλυκό, το ίδιο το κομμάτι έχει μια υπόγεια γοητεία, μια σκοτεινάδα αλά-Midnight Summer Dream (στον ίδιο δίσκο είναι κι αυτό), «ήξερα ότι ήταν αιλουροειδές, κινούνταν με χάρη και άνεση», η γυναίκα-γάτα, θήραμα και κυνηγός ταυτόχρονα, απροστάτευτη και ναζιάρα αλλά με κάτι νύχια, προσοχή… «Την είδα στον δρόμο (Strasse) και στην Rue επίσης». Ρε λέτε να αναφέρονται όντως σε γάτες; Μπα, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν βλέπεις γάτες στους δρόμους.16. Psychedelic Furs – Sister Europe
«Τράβα σε μια παμπ, πιες κάμποσες μπύρες και μετά έλα να πεις το κομμάτι σα να είναι τρεις τα ξημερώματα και να μιλάς στο τηλέφωνο». Αυτή την οδηγία έδωσε στον Richard Butler ο Steve Lillywhite πριν τραγουδήσει αυτό το γοτθικής αισθητικής μελανούργημα έτσι ώστε να αποδώσει τόσο παραστατικά τον πόνο για την αγαπημένη που φεύγει, πάει μακριά, στην Ευρώπη (με Erasmus;). Να ακούσει όλη την μέχρι τότε δισκογραφία του David Bowie υποθέτω δεν χρειάστηκε να του το πει…

17. Suede – Europe is our playground
Το κομμάτι με τίτλο που θα μπορούσε να είναι και σύνθημα φιλο-ευρωπαϊστών, απατά… «Τρέξε μαζί μου μωρό, άσε λυτά τα μαλλιά σου, μέσα από κάθε σταθμό, κάθε πόλη», οι στίχοι είναι μια πρόσκληση για ένα ταξίδι σε όλη την Ευρώπη, τι ωραιότερο για ένα ερωτευμένο ζευγάρι, βάζεις όμως να ακούσεις αυτό το b-side και το αίμα κυλά, οι κιθάρες σέρνονται, η φωνή κουβαλά όλο το δράμα, μια αύρα ζοφερού ρομαντισμού σε διαπερνά. Για μένα το καλύτερο κομμάτι των Suede, ξεχωρίζει με τη σκοτεινιά του από όλη την brit pop της εποχής (ακούστε σε αντιδιαστολή τη χαζοχαρουμενιά «People in Europe» των άγουρων ακόμη Blur).

18. Μίκης Θεοδωράκης/Πέτρος Πανδής – Είμαι Ευρωπαίος
Ας φανταστούμε το σκηνικό: Δυο χωροφύλακες (να τους βάλουμε κι ένα χωροφυλακίστικο μουστάκι της εποχής;), βαράνε σκοπιά έξω από ένα γραφικό παλιό σπίτι στην Ζάτουνα της ορεινής Αρκαδίας. Να βάλουμε και κάποιες αραιές νιφάδες χιονιού να πέφτουν ζαλισμένες; Και κάμποσο κρύο, είναι ψηλά εδώ πάνω. Οι χωροφύλακες είναι μάλλον δυσαρεστημένοι για τη μοίρα τους, γκρινιάζουν «τα βύσματα είναι στην Αθήνα, εμείς τι γυρεύουμε εδώ πάνω στο κατσικοχώρι κι ακόμη δεν έχει αναπτυχθεί ο χειμερινός τουρισμός να παίρνουμε μάτι καμία αγροτουρίστρια. Και αντ’ αυτού φυλάμε τούτον τον τρελό κρεμανταλά κουμουνιστή. Και του κουβαλάμε και το πιάνο από πάνω».
Μέσα από το σπίτι αντηχεί μια βροντερή μπάσα φωνή.
«Ορίστε τραγουδάει πάλι». «Ρε συ, μήπως λέει τίποτις επαναστατικά να μπουκάρουμε να τον καταχερίσουμε;»
«Όχι ρε συ, άκου, τον Υμηττό λέει, δεν το ‘χε τραγουδήσει και η Νανά; Δικό μας είναι το κορίτσι. Και ο τέτοιος που το έγραψε δικός μας πρέπει να είναι κι αυτός, αν και λένε ότι είναι λίγο κουνιστός»
.
Ο μύθος λέει ότι το συγκεκριμένο τραγούδι το έγραψε πράγματι ο Μίκης στην εξορία του στη Ζάτουνα, συνδυάζοντας δικούς του στίχους με ένα γνωστότατο ρεφραίν του Μάνου (εκεί ψηλά στον Υμηττό υπάρχει κάποιο μυστικό) έτσι ώστε να ξεγελάει τους φρουρούς του. «Είμαι Ευρωπαίος, έχω δυό αυτιά, τόνα για ν’ ακούει, τ’ άλλο δε γροικά».

19. Θωμάς Μπακαλάκος – Ευρώπη
«Ήρθανε οι Φράγκοι χρυσοσπηρουνάτοι
Ευρωπαίοι λεφτάδες και καλοφαγάδες
οποιανού τ΄ αρέσει τρώει το κοκορέτσι
κι άλλοι κάνουν στέκι για ωμό μπιφτέκι.
Ε.Ο.Κ.»

Εμείς και οι Φράγκοι (που έλεγε το σπαρταριστό βιβλίο του Τσιφόρου) έχουμε μακρά προϊστορία από τότε που εκείνοι (πρωτο)πάτησαν τον Μοριά (κομμάτι του Πουλικάκου δεν είναι αυτό;), η ΕΟΚ και η ΕΕ είναι απλά ένα ακόμη επεισόδιο στην μακρά αλυσίδα. Το τραγούδι αυτό μας γυρίζει πίσω στις ημέρες που αντηχούσαν φωνές όπως «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», πριν αυτές πνίγουν στα λεφτά των ΜΟΠ (των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων για τους νεότερους). Από έναν δημιουργό ο οποίος τις ημέρες του κωστοπουλικού πράσινου lifestyle περισσότερο λοιδωρήθηκε ως γραφικό απομεινάρι, τη στιγμή που ο ίδιος είχε την ευθύτητα να διαχωρίσει νωρίς τη θέση του και να τραβήξει στη συνέχεια μια σεμνή και διακριτική δημιουργική πορεία μακριά από φώτα και …επιδοτήσεις.

20. Τζίμης Πανούσης & Μουσικές Ταξιαρχίες – Αχ Ευρώπη
Και να που ήρθαμε και στο ψητό. «Αχ Ευρώπη, αχ Ευρώπη, εσύ μας μάρανες/μας τη φέραν οι βάρβαροι/μας θαμπώσαν με δώρα/με χαντρούλες πολύχρωμες», δεν τα λες και χαντρούλες ακριβώς τα πακέτα, τις επιδοτήσεις, τα κάθε είδους δάνεια και αντιδάνεια (σε ECU αν θυμάται κανείς), κάπως έτσι το ευρωπαϊκό ιδεώδες έγινε η τσέπη μας και το «κοιτάξτε δεν είμαστε φτωχοί σαν τους άλλους τους καημένους τους υπανάπτυκτους» (είναι που όταν ζεύεις σε μια άμαξα μαζί το λιοντάρι και το γαϊδούρι, την τίγρη και τη αντιλόπη, πρέπει να φροντίσεις να υπάρχει τάισμα άφθονο για όλους, βάρδα μόνο μην τελειώσει το φαΐ). Όλοι αυτοί πάντως οι τύποι της «υγιούς» επιχειρηματικότητας πιθανότατα να ήταν και στο κοινό του Τζιμάκου, αυτού του απίστευτου τύπου ο οποίος κατάφερε να ζει από το γέλιο των πολλών, να τα παίρνει από αυτούς που σατιρίζει, να τσαντίζει κατά καιρούς τους πάντες, από κάθε πολιτικό άκρο, πολιτικώς ορθούς αλλά και …καθιστούς, και να τους κάνει να αναζητούν ξανά και ξανά το νόημα της σάτιρας. Ο Τζιμάκος εδώ ζωντανός στο Κύτταρο σε hardcore καταστάσεις δεν χαρίζει κάστανα.
Θανάση μαλάκα, Βαγγέλη μαλάκα
Μήτσο μαλάκα, Αντώνη μαλάκα (εντάξει Τάκη λέει εδώ)
Νικόλα μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα
Μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα
Τζιμάκο μαλάκα, Τζιμάκο μαλάκα

………………………………………..

Και λίγη Ευρώπη ακόμη:

21. David Sylvian – Cafe Europa
22. Japan – European son
23. Roxy Music – A song for Europe
24. Velvet Underground – European son
25. Palais Schaumburg – Europa heisst Amerika
26. Killing Joke – Europe
27. Der Plan – Europa-Hymne
28. John Foxx – Europe after the rain
29. Noir Desir & Brigitte Fontaine – L’Europe
30. Deine Lakaein – Europe
31. Deux – Europe
32. Three Johns – Death of the European
33. CCCP – United States of Europe
34. Times – Dada Europe
35. Henry Mancini – Who is killing the great chefs of Europe?
36. Άννα Καλουτά – Η Ευρώπη
37. France Gall – Zwei Verliebte zieh’n durch Europa
38. Ziggy Was – Europe ’94
39. The Skids – A day in Europe
40. Section 25 – The last man in Europe

06/07/2015

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Απόψε αυτοσχεδιάζουμε: Από το ταβερνίσιο τραπέζι της αθάνατης ελληνικής οικογένειας σε ένα λάιβ με τους Caprus του Στυλιανού Τζιρίτα


T

Απόψε αυτοσχεδιάζουμε… Πιραντέλο η πρώτη αναφορά στο κείμενο, σε ένα έργο μάλιστα ου Ιταλού μάστορα από τα πρώτα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «μεταμοντέρνα», καθώς πρόκειται ουσιαστικά για ένα «θεατρικό μέσα σε θεατρικό». Στο οποίο έργο με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο ανατομής μας αποκαλύπτει τα …σωθικά κατ’ ουσία, τις δομές δηλαδή και τους τρόπους ανάπτυξης μιας θεατρικής διαδικασίας.Ήθελα από καιρό να γράψω μερικές γενικότερες παρατηρήσεις για τον αυτοσχεδιασμό στη μουσική. Για μια έννοια η οποία (υπερ)χρησιμοποιείται σε βαθμό παρεξηγήσεως και καταχρήσεως, πέφτει σαν πιπέρι στα λάχανα πάνω σε οτιδήποτε ακούγεται αρχικά (ή σε κάποιο βαθμό) δυσνόητο (ή «ιδιοφυές» όπως γράφεται συχνά και άκυρα), δύσκολο, μη-συμβατικό, μη-ποπ βασικά. Ο αυτοσχεδιασμός μάλιστα συναντά πολλές φορές στην ίδια πρόταση τον πειραματισμό, τόσο συχνά που πλέον οι δυο τους δεν ανταλλάσσουν λέξη μεταξύ τους, και ίσως όχι άδικα γιατί στην πραγματικότητα είναι δύο διαφορετικά πράγματα, τα οποία ενίοτε μπορεί να έχουν και μια συνάφεια, όχι όμως πάντοτε και εξ ορισμού.

Αφορμή κινητήριος τελικά για τούτο το κείμενο, υπήρξε η συμμετοχή μου τον τελευταίο χρόνο σε διάφορα σχήματα και παραστάσεις (performances) του Στυλιανού Τζιρίτα, ενός από τους πλέον ιδιαίτερους και κατά έναν δικό του τρόπο συνεπείς υπηρέτες του είδους στη χώρα μας εδώ και ουκ ολίγα χρόνια.

Μην περιμένετε βέβαια από την πλευρά μου ένα ριβιού για ένα σχήμα στο οποίο συμμετέχω («μίλα μου για μένα, είναι το αγαπημένο μου θέμα»), ούτε φυσικά πικάντικες inside information. Από την άλλη όμως οφείλω βέβαια να πω ότι αυτή μου η δραστηριότητα μου έδωσε την ευκαιρία όχι μόνο να βάλω σε τάξη κάποιες γενικότερες σκέψεις και απόψεις, αλλά και να τις δω σε εφαρμογή in situ που λέμε και στη χημεία. Απόψεις οι οποίες πιστεύω έχουν κάποια αξία, ειδικά σε καιρούς όπου η πρόσβαση σε μέσα παραγωγής και καταγραφής μουσικής είναι πιο ελεύθερη από ποτέ, οι τεχνικές δυνατότητες φαντάζουν απεριόριστες, η συνακόλουθη παραγωγικότητα ακόμη μεγαλύτερη και είναι δε ακόμη πιο δύσκολο να διαμορφωθεί ένα αισθητικό κριτήριο το οποίο να διαχωρίζει τη την ήρα από το στάρι (πόσο μάλλον σε ένα τόσο φαινομενικά «άναρχο» είδος).


HarpistΠάντως ομολογώ ότι έχει και την ίντριγκα της η όλη ιστορία, του να περνάς στην άλλη πλευρά της σκηνής. Είναι φορές που αισθάνομαι σαν «μουσικοκριτικός δούρειος ίππος» τοποθετημένος σε ένα συγκρότημα, ο οποίος εκπαιδευμένος μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης εξακολουθεί («έξις δευτέρα φύσις») να στήνει κριτικό αυτί στον ήχο, να προσπαθεί να τον βάλει σε ένα ερμηνευτικό σχήμα, ένα ιστορικό πλαίσιο, ένα κάδρο κατά κάποιον τρόπο. Κάδρο; Για κρατείστε τούτη τη λέξη σαν κρατούμενο για παρακάτω…

Αλλαγή σκηνικού: Παραλιακό τραπέζι, πάνω στην άμμο, πάνω στο κύμα καλύτερα, σε επαρχιακό γνωστό καλοκαιρινό θέρετρο, πιατέλες με μαλάκια αμφιβόλου φρεσκάδας και καταγωγής πηγαινοέρχονται, είναι ακόμη Μεγάλο Σάββατο βλέπετε και η νηστεία τηρείται αυστηρά… Σε παρακείμενο (ουχί όμως και διπλανό) τραπέζι, θρονιασμένη όλη η συσκευασία της αγίας ελληνικής οικογένειας, πατέρας, μητέρα, υιός και πεθερά (με τον πεθερό να υποθέτει κανείς που μπορεί να βρίσκεται). Ο μικρός, ο οποίος όπως δεν θα αργήσει να μάθει όλη η ομήγυρης σε ακτίνα κάμποσων παρασαγγών, ακούει στο όνομα Γιαννάκης, «ακούει» με την διασταλμένη ερμηνεία του όρου βέβαια, καθότι βρίσκεται ήδη σε κατάσταση υπερ-διέγερσης, γκρινιάζει, τσιρίζει, πετάει τις πατάτες, μετά ανακαλύπτει τις χαρές της αμμοβολής, στόχος είναι μία από τις τροφαντές τεμπέλικες γάτες του ταβερνείου. Η μάνα επεμβαίνει κατά στιγμές με αποφασιστικότητα κυανόκρανου του ΟΗΕ, «Μηηη Γιαννάκη», ένα «Μηηη» που σάμπως μοιάζει πιότερο με κρυφή περήφανη αποδοχή των καμωμάτων του υιού, «τι να κάνουμε, το παιδί είναι ατίθασο και δυναμικό». Σε άλλο παρακείμενο (και ακόμη εγγύτερο) τραπέζι, βρίσκεται μία άλλη οικογένεια, σταλμένη λες από τη μοίρα σαν υπογράμμιση των πιο ακραίων αντιθέσεων. Παρόμοια σύνθεση (πλην πεθεράς), μόνο που το παιδάκι εδώ αφού έφαγε ήσυχα και τακτικά τώρα ξεφυλλίζει ένα πλουμιστό βιβλιαράκι, οι γονείς κουβεντιάζουν ατενίζοντας το απριλιάτικο μπλε της θάλασσας, μετά από αρκετή ώρα ο άνεμος μας φέρνει στα αυτιά κάποιες σκόρπιες λέξεις τονισμένες στην λήγουσα, Γάλλοι είναι ρε συ, έπρεπε να το είχαμε καταλάβει. Και μην βιαστείτε τώρα να καταλήξετε στο επιμύθιο ότι έχουμε να κάνουμε από την μία με ένα εκκολαπτόμενο ανυπότακτο πνεύμα, από αυτά που δεν θα σηκώνουν στο μέλλον ζυγό στον τράχηλο και από την άλλη με έναν εκκολαπτόμενο ξενέρωτο ευρωπαίο γραφειοκράτη…


FrenchΠριν κάμποσο καιρό είχε βρεθεί συγκυριακά στα χέρια μου ένα βιβλίο, από εκείνα τα βιβλία με τις συμβουλές περί ζωής και «του ντου», από εκείνα που τα αποφεύγω από την εποχή όπου για πλησιάσεις την ψιλο-όμορφη και ψιλο-ψαγμένη του έτους έπρεπε να είχες διαβάσεις (ή έστω να είχες σκέτο) το «Να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις». Είχε όμως τον σκαμπρόζικο τίτλο «Τα Γαλλόπουλα δεν πετάνε το φαΐ τους» («French Children Don’t Throw Food»), χμμμ, ήταν γραμμένο από μια Αμερικανίδα light δημοσιογράφο, την Pamela Druckerman, η οποία είχε βρεθεί παντρεμένη με παιδί (μια Αμερικάνα) στο Παρίσι, όπου και ήρθε αντιμέτωπη με τούτο το ζήτημα, το οποίο φαίνεται να υπερβαίνει τις στενές «μόνο-στην-Ελλάδα-γίνονται-αυτά» συγκρίσεις. Και δίνει ενδιαφέρουσες απαντήσεις-ερμηνείες, οι οποίοι συνοψίζονται στο περίφημο «cadre». Ναι, το κάδρο. Η γενική ιδέα λέει ότι στην ανατροφή ενός παιδιού πρέπει να επιβάλλεται ένα γενικό πλαίσιο ορίων και κανόνων συμπεριφοράς και τρόπου ζωής, σαφώς καθορισμένων και μη-διαπραγματεύσιμων, ένα πλαίσιο το οποίο είναι ευρύτερα κοινωνικά (αλλά και κρατικά!) αποδεκτό. Και κατά βάση απαραβίαστο. Εντός όμως αυτού του πλαισίου, το παιδί είναι απολύτως ελεύθερο. Η παιδαγωγική τεκμηρίωση πίσω από αυτή την τακτική είναι η άποψη ότι ένα παιδί το οποίο αισθάνεται ότι δεν έχει όρια, άγεται και φέρεται από ανεξέλεγκτες επιθυμίες και καταλήγει σε υστερικές συμπεριφορές από το δυνητικά άπειρο πλήθος δυνατοτήτων που θεωρητικά ανοίγονται μπροστά του. Πως λέμε ότι απόλυτη ελευθερία συγγενεύει τελικά με την απόλυτη σκλαβιά; Και για να συμπληρώσω την εικόνα, το ανεξέλεγκτο αχαλίνωτο παιδί όταν με το καλό μεγαλώσει, θα γίνει ένας ακόμη από αυτούς τους κάφρους που θεωρούν ότι ο κόσμος τους ανήκει (και τους χρωστάει κι από πάνω). Οι οποίοι και διαμορφώνουν εν τέλει καθοριστικά και τη δική μας καθημερινή αφόρητη ενίοτε πραγματικότητα (για να επιστρέψουμε και εντός των δικών μας συνόρων).

Στο σημείο αυτό ευελπιστώ ότι ο προσεκτικός αναγνώστης έχει ήδη αρχίσει να διακρίνει την σύνδεση με τον αυτοσχεδιασμό, κάπου πρέπει να την διακρίνει εκεί στο βάθος. Διότι κατ’ αναλογία, ο αυτοσχεδιασμός (ο καλός, ο ουσιαστικός) δεν είναι απλά βαράει κάποια κλαπατσίμπανα και ότι ήθελε προκύψει. Απαιτεί κι αυτός το δικό του κάδρο, το δικό του πλαίσιο κανόνων και …απαγορεύσεων. Κάτι που ισχύει ακόμη κι αν αντιμετωπίσουμε τον αυτοσχεδιασμό ως παιχνίδι. Που είναι (ας μην πιάσουμε τώρα και την ανάλυση για τον homo ludens). Αναλογιστείτε όμως ότι δεν υπάρχει κανένα παιχνίδι χωρίς κανόνες, ακόμη και οι …ζαβολιές προϋποθέτουν την ύπαρξη κανόνων για να συμβούν. Εν τέλει, για να το συνοψίσουμε συνθηματικά, η υπέρβαση των ορίων κρύβεται στον αυστηρό ορισμό τους. Και τη γνώση τους ασφαλώς…

Στις συναυλίες του Τζιρίτα έχεις ακριβώς αυτή την αίσθηση, ότι δρας μέσα σε ένα κάδρο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο όμως, υπάρχει η ελευθερία για do-it yourself παρεκτροπές, για πειραματισμούς, ακόμη και για «happy accidents» (που λέει και ο Nils Frahm), ένα …γλώσσεμα της μπέρδας, μια άσχετη νότα, έναν τυχαίο ήχο, όλα τα στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν σε μια εντελώς νέα και διαφορετική εξέλιξη. Κατά έναν τρόπο η μουσική ως διαδικασία δημιουργίας έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος από την μουσική ως πιστής και ακριβούς αναπαραγωγής μιας παγιωμένης (ηχογραφημένης δηλαδή) μορφής. Τα κομμάτια μοιάζουν σαν να είναι ένα work in progress (που λένε και οι εικαστικοί), μπορεί κάθε φορά να είναι εντελώς διαφορετικά αλλά συνάμα να διατηρούν τα διακριτά στοιχεία της αναγνωρισιμότητάς τους.

Θα μου πείτε πετυχαίνει έτσι πάντα η συνταγή; Θα σας απαντήσω όχι, αλλά θα σημειώσω ότι πρόκειται για μια προϋπόθεση sine qua non, απαραίτητη και αναπόφευκτη. Θα σας απαντήσω επίσης όχι, γιατί η ίδια η μουσική δεν έχει νόημα να φτιάχνεται με συνταγές. Πόσο μάλλον όταν …απόψε αυτοσχεδιάζουμε!

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Προτιμώ τα παλιά τους (Με αφορμή το βιβλίο του Μπάμπη Αργυρίου)


Dorian

Ανέκαθεν τη μισούσε την καθημερινή πρωινή τελετουργία. Εδώ και χρόνια… Το άτεγκτο ξυπνητήρι, ο ήχος της καφετιέρας, το βαρύ κεφάλι, τα ολοένα και βαρύτερα κόκαλα, η προοπτική μιας ακόμη χαμένης ημέρας στη δουλειά, ποιος να ήταν εκείνος ο ρομαντικός βλάκας που έγραψε εκείνο το κεφάτο «πάμε για δουλειάαα»;. Ήταν όμως και ο καθρέφτης. Και αυτόν επίσης ποτέ δεν τον γούσταρε, αλλά δεν είχε ακόμη καταφέρει να εφαρμόσει ένα αναίμακτο …τυφλό σύστημα ξυρίσματος. Και έτσι μπορούσε να αποφύγει το βλέμμα του… Που σαν να τον περιγελούσε. Και αυτόν και τους φόβους του. Αυτή η άσπρη τρίχα άραγε υπήρχε και χτες; Και αυτή η ρυτίδα; Σάμπως τούτη υπήρχε. Ανακούφιση… Μήπως όμως σήμερα είναι βαθύτερη; Αναρωτήθηκε γιατί φοβούνται τόσο τους καθρέφτες οι βρικόλακες. Ο φόβος θα έπρεπε να είναι για τους θνητούς, όχι για τους καταδικασμένους στην αιώνια ζωή. Γέλασε στη σκέψη, του φάνηκε ιδιαίτερα έξυπνη για πρωί. Νερό στο πρόσωπο, πετσέτα, διακόπτης. Ο καθρέφτης και το είδωλο του εξαφανίστηκαν στο σκοτάδι…Χτες διάβασε στο MiC.gr ότι ένα από τα πιο αγαπημένα του συγκροτήματα, από εκείνα που ανέκαθεν ήθελε να πιστεύει ότι του άλλαξαν τη ζωή, επανασυνδέθηκε, βγάζει νέο δίσκο, βγαίνει σε περιοδεία, φήμες λένε ότι μπορεί να έρθουν και εδώ στην πόλη για συναυλία. Έψαξε τον παλιό αγαπημένο δίσκο, δεν ήταν και δύσκολο, είχε σταματήσει εδώ και χρόνια να αγοράζει καινούργιους, και αυτός είχε την πιο φθαρμένη ράχη. Έβαλε το πικάπ να γυρίζει, το χρατς-χρατς της βελόνας γέμισε τον χώρο, μετά ο οικείος ήχος. Σάμπως και οι δίσκοι να γερνάν μαζί μας σκέφτηκε, κάποτε φαντασιωνόταν ότι θα γινόταν συγγραφέας και θα έγραφε μια παραλλαγή του πορτραίτου του Ντόριαν Γκρέυ, όπου ο πίνακας θα ήταν δίσκος, αυτός ήταν που θα γέρναγε αντ’ αυτού, θα γέμιζε χαρακιές, θα ξέβαφε, θα στράβωνε, ακόμη και η φωνή του τραγουδιστή θα ακουγόταν όλο και πιο βραχνή και φάλτσα και κουρασμένη.

Τελικά βέβαια ούτε συγγραφέας έγινε, ούτε και μουσικός, ποτέ δεν έμαθε να ξεχωρίζει τη δίεση από την ύφεση στο πεντάγραμμο, τα όνειρα του κατέληξαν να λιμνάζουν σε ένα 9-5 σκονισμένο γραφείο να παίρνουν ολημερίς πίπες στο αφεντικό του. Σκατά, ωραίες σκέψεις για πρωί ρε. Ακόμη και η αγαπημένη του μελωδία που έπαιζε εκείνη τη στιγμή, του φάνηκε ότι είχε πάρει το ρόλο του κατήγορου, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόσουν άλλος, καμία ζωή δεν σου άλλαξα όπως θέλεις να λες, ήμουν πάντα το άλλοθι σου για όσα δεν τόλμησες να κάνεις και τολμάς τώρα κι από πάνω να κατηγορείς τους δημιουργούς μου για ξεπούλημα; Τον καθρέφτη σου τον κοίταξες πριν μιλήσεις; «Τον κοίταξα, που να πάρει, τον κοίταξα, που να μην τον κοίταγα», η φωνή του αντήχησε στο άδειο σπίτι. «Α, δεν πάμε καλά» μονολόγησε, πάτησε φουρκισμένος το στοπ, η ησυχία απλώθηκε πάλι. Ο επόμενος ήχος που ακούστηκε ήταν το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα… Η ημέρα έπρεπε να ξεκινήσει, η ζωή να προχωρήσει, είχε αργήσει κιόλας και θα έπεφτε ακριβώς πάνω στο πικ της κίνησης. Εν τω μεταξύ είχε αποφασίσει ότι δεν θα αγόραζε το νέο τους δίσκο. Ήταν έτσι κι αλλιώς σίγουρο ότι θα προτιμούσε τα παλιά τους…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

2014 και σταθερότητα..

Ήμουν νιος και γέρασα, δεν το λέω μόνο για τα χρόνια που περνάνε και όλα τριγύρω αλλάζουν… Όλα; Υπάρχουν (ευτυχώς;) και κάποιες σταθερές αναφοράς μέσα στο χρόνο, κάποιες αναλλοίωτες αξίες για να πιαστείς. Όπως; Πέρα από το αενάως επανερχόμενο ερώτημα «υπάρχει ελληνική σκηνή;» (είπαμε! όχι), από τα παλιά διαβάζω και ακούω (να τα γράψω το έχω αποφύγει επιμελώς) για την άνθιση της ελληνικής σκηνής, για απογειώσεις και για φτερά που ανοίγουν, για ελπίδες, για μουσικές οι οποίες δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν, για μουσικούς οι οποίοι δρουν σε πείσμα των αντιξοοτήτων κλπ, κλπ. Τώρα που το σκέφτομαι κι ο καθένας μας στη δουλειά του (λέμε τώρα) «σε πείσμα των αντιξοοτήτων» πηγαίνει κάθε μέρα, κανείς όμως δεν του το πιστώνει (πόσο μάλλον το αφεντικό).

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η ελληνική μουσική πνίγεται μέσα στην υπερβολή της ντόπιας αποθέωσης (πόσα «αριστουργήματα» να αντέξει κανείς;) και από ένα σύμπλεγμα «τι θα πουν οι ξένοι», γιατί δεν μας αναγνωρίζουν οι ξένοι κλπ κλπ. Εν τέλει, δεν είναι όλες οι μουσικές προς εξαγωγή. Εκ φύσεως. Η μουσική όσο κι λέμε ότι ζούμε σε παγκοσμιοποιημένους καιρούς, διατηρεί έντονα τοπικά χαρακτηριστικά. Γλωσσικά κατ’ αρχήν, αλλά το κυριότερο βιωματικά. Τι μπορεί να πει ο Σιγανίδης σε ένα βερολινόπουλο; Ο Θανάσης με τη μπουζουκομάνα του και την γήινη ανασαιμιά της ελληνικής επαρχίας σε έναν μπρούκλη; Αφήστε που τούτη η διαρκής σύγκριση με το τι θα πουν οι ξένοι (έχω μια υποψία ότι είναι ποδοσφαιρικής αφετηρίας, αλλά ας το αφήσουμε αυτό προς το παρόν) μπορεί να οδηγήσει σε απροσδόκητες καταλήξεις. Γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής, οι ξένοι έχουν αποφανθεί στην πράξη, με αγορές δίσκων και δημοφιλία και αναγνωρισιμότητα (και όχι με μια κριτική/παρουσίαση σε ένα blog ή σε ένα αντίστοιχο …MiC.gr μιας άλλης χώρας) ότι η «σπουδαιότερη» μουσικός μας εκπρόσωπος είναι αντικειμενικά η Νάνα Μούσχουρη. Γιατί όχι εδώ που τα λέμε;

Όπως έγραφα και στο γενικό κείμενο για το 2014, δεν ξέρω αν η χρονιά ήταν καλή ή κακή. Ξέρω όμως ότι μουσική υπάρχει εκεί έξω άφθονη (ίσως και περισσότερη απ’ όση μπορεί να καταναλωθεί), εύκολα διαθέσιμη για όποιον την έχει πραγματικά ανάγκη. Και ότι πάντοτε θα υπάρχουν μουσικοί οι οποίοι θα το παλεύουν, σε πείσμα… οππ να τηνε η παγίδα, όχι, σε πείσμα… Σε πείσμα όλων ημών…


Vault1. Vault of Blossomed Ropes – S/T
Ψάχνω χώρο στη δισκοθήκη μου για να τοποθετήσω τούτο τον δίσκο, νομίζω θα τον βάλω εκεί κοντά που έχω εκείνους των Popol Vuh, κι ας μην αρμόζει η αλφαβητική σειρά, η μουσική του αποπνέει κάτι το εξίσου μυσταγωγικά άχρονο. Μπορεί όμως και να τον βάλω στο ράφι με τους δίσκους της Ant Zen, έχει κάτι από την παγανιστική αισθητική της. Χμμμ, θυμήθηκα όμως και τους Anastasia, τους Isihia, τους γείτονες οι οποίοι βουτούσαν κι αυτοί με σύγχρονο εξοπλισμό σε μια παράδοση η οποία κοιτάει πολύ πίσω στον χρόνο. Χμμ… Μήπως τελικά να τον αφήσω στη δική του άκρη προς το παρόν;

2. Socos & Μαρίνος Τζιάρος – Το πρώτο απ’ το δεύτερο και το δεύτερο απ’ το τρίτο…
H λιτότητα στην τέχνη δεν είναι κάτι εύκολο (σε αντίθεση εδώ με την πολιτική!), είναι πιθανότερο γαρ να εκθέσει αδυναμίες παρά να αναδείξει ικανότητες. Στον δίσκο αυτό, ο Socos, ένας υπερ-πληθωρικός κατά καιρούς μουσικός, εδώ περνάει στο άλλο άκρο, κιθάρα και η εκφραστική φωνή του Μαρίνου Τζιάρου μόνο, και αποπειράται την έκθεση σε τραγούδια τα οποία αναμετρώνται με τα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Και τα βγάζουν πέρα. Τα τραγούδια. Τραγούδια το τονίζω, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με απαγγελίες πάνω σε ατμόσφαιρες (sic) όπως είναι η μανιέρα στις μελοποιήσεις.

3. My Drunken Haze – S/T
Χμμ, εδώ μέσα ακούω ωραίες συναντήσεις, οι μαμάδες και οι μπαμπάδες της δυτικής ακτής, εκεί πίσω στα 60s συναντιούνται με τα shoegaze παιδιά της δεκαετίας του ’90 και τα σημερινά τα οποία ακούνε την παλιά ψυχεδέλεια (μαζί και τους κατιμάδες που της πλασάρονται σαν psych) και προσπαθούν να της μοιάσουν. Και καλά όλα αυτά, έκανες την ποιοτική ανάλυση (που λέμε και στη χημεία) του δίσκου, βρήκες τις επιρροές αλλά εν προκειμένω χάνεται η ουσία. Η οποία είναι, ότι με τέτοια συστατικά κυκλοφορούν εσχάτως χιλιάδες δίσκοι παγκοσμίως, ελάχιστοι έχουν όμως να επιδείξουν τραγούδια τόσο όμορφα όσο μερικά από αυτά που περιέχονται σε τούτο το ντεμπούτο. Βάζω τώρα να ξανακούσω το «Endless fairytale»…


Sigmatropic4. Sigmatropic – Dead/computer/blues
Κι αν τα computer και τα blues δεν είναι λέξεις που θα τις απαντήσεις εύκολα στην ίδια πρόταση, είναι που θεωρούνται (μπορεί και να είναι) ασύμβατες, σε τούτον τον δίσκο ο Άκης Μπογιατζής και το σχήμα του καταφέρνουν να συγκεράσουν και να εκμεταλλευτούν τις διαφορές και τις αντιθέσεις των δύο …αφεντάδων υπηρετώντας μια τραγουδοποιία στην οποία τελικά επικρατεί μια ζεστή (αναλογική!) φυσικότητα.

5. Baby Guru – Marginalia
Διαχρονικό ζητούμενο είναι η συνέχεια και η συνέπεια για την ελληνική σκηνή, μια συνέχεια και συνέπεια όχι με την έννοια της εμμονής (και μοιραία ενίοτε της επανάληψης) αλλά περισσότερο με την έννοια μιας δημιουργικής διαδικασίας του τύπου «ψάχνω, δοκιμάζω, διαλέγω, πετάω, προχωρώ παρακάτω». Οι Baby Guru είναι από τα σχήματα που ακολουθούν αυτό τον δρόμο, ο οποίος εδώ τους φέρνει σε μια ποπ η οποία ξαναδιαβάζει τα 60s και τα 70s με έναν σημερινό βλέμμα. Συνιστά απώλεια για την ελληνική μουσική το γεγονός ότι οι αγγλικοί στίχοι περιορίζουν την ντόπια εμβέλεια τέτοιων μουσικών…

6. Bogoljub – Hauntology
Πως λειτουργεί η μνήμη όταν ο χρόνος ανάμεσα σε αυτήν και το γεγονός μεγαλώνει; Αρχίζει να θολώνει, να μπερδεύεται, να ξεχνά και να θυμάται αποσπασματικά, θρυμματισμένα, σαν μια παλιά κασέτα ταλαιπωρημένη και πολυπαιγμένη. Κάπως έτσι και αυτός ο δίσκος, σε κασέτα μας έρχεται από την κολεκτίβα της ΦΥΤΙΝΗΣ, χωρίς εξώφυλλο και χωρίς τίτλους, σαν τη μνήμη ένα πράμα, εδώ τα φαντάσματα τραγουδάνε για τη μνήμη των ηλεκτρονικών 80s, σε ένα έργο το οποίο απολαμβάνεται και ως άκουσμα αλλά και ως δοκίμιο.


Θανάσης7. Θανάσης Παπακωνσταντίνου – Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου
Όσο και να έψαξα στα μήκη και τα πλάτη του σύγχρονου ελληνικού ροκ, δεν βρήκα πουθενά στίχους οι οποίοι να αποτυπώνουν το μισάνθρωπο σήμερα και μιλούν για την «Ελλάδα χώρα της ντροπής και γι’ άλλους κρύο σπίτι» όσο εκείνοι του » Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ». Σκέφτομαι ότι αν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δεν είχε κάνει κανέναν δίσκο μετά τον «Βραχνό προφήτη», η θέση του και η επίδραση του στο σύγχρονο (καλό;) ελληνικό τραγούδι δεν θα ήταν πολύ μικρότερη. Σκέφτομαι όμως ότι αν δεν είχε κάνει κανέναν δίσκο μετά τον «Βραχνό προφήτη» θα μας έλειπαν πολλά…

8. Μιχάλης Σιγανίδης – 97%
Sui generis περίπτωση ο Σιγανίδης. Περίπτωση σκέτη. Δεν ξέρω πραγματικά τι θέλει να συμβολίσει το ποσοστό του τίτλου. Δυσνόητος δίσκος. Ειδικά αν προσπαθήσεις να τον προσεγγίσεις με τα συμβατικά μέτρα (ακόμη και για ότι λέγεται free ή αυτοσχεδιαστική jazz). Αν όμως αφεθείς απροκατάληπτος σε αυτό το χαοτικό σύμπαν φαινομενικά ατάκτως ερριμμένων ήχων, μελωδιών, θορύβων, λόγων, σπαραγμάτων της καθημερινότητας, κάπου θα πιαστείς για νια φτιάξεις μια δική σου ιστορία. Από τους δίσκους που σε κάνουν να αισθάνεσαι κι εσύ λίγο δημιουργός…

9. Sophia Loizou – Chrysalis
Μια χρυσαλίδα ετοιμάζεται να ανοίξει τα φτερά της, φέρει το όνομα Σοφία Λοΐζου αλλά μένει στο Μπρίστολ, ναι εκείνο το βροχερό μέρος που κάποτε ταυτίστηκε με ένα ολόκληρο μουσικό είδος. Και φτιάχνει έναν πολύ ιδιόμορφο δίσκο, ιδιόμορφο όσον αφορά τον τρόπο κατασκευής όσο και το τελικό αποτέλεσμα, έτσι όπως χρησιμοποιεί υλικά ηχογραφήσεων με φλάουτο, τσέλο και φωνές και τα μεταμορφώνει (να η χρυσαλίδα!) σε κάτι αγνώριστο, σε έναν κόσμο άλλο, σκοτεινό και παράξενο, μέσα στον οποίο εύκολα μπορεί να χαθείς. Ο δίσκος κυκλοφορεί μόνο σε κασέτα και ψηφιακή μορφή, είναι και αυτό ένα σημείο των καιρών μας…


Μπάμπης10. Μπάμπης Παπαδόπουλος – Μέσα στον πόνο είν’ η χαρά…
Ο λαός τραγούδι θέλει, α ρε μεγάλε Στράτο, έτσι είναι τα πράγματα, καλά τα είπες, ο έλληνας δεν τηνε πολυγουστάρει τη μουσική την καθαρή, θέλει τον στίχο να μερακλώσει, να του μιλήσει για την ζωή του, την καθημερινότητα του, για την καψούρα του πάνω απ’ όλα (άντε το πολύ να χορέψει ένα Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας). Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ίσως να μην είναι εύκολο να καρποφορήσουν προσπάθειες όπως αυτή του Μπάμπη Παπαδόπουλου. Ενός κιθαρίστα (του σπουδαιότερου έλληνα κιθαρίστα για να μην κρύβω λόγια) ο οποίος έχει διανύσει μία διαδρομή αξιοθαύμαστη σε αναζητήσεις και αλλαγές, από τα ξερά riff των Gang of Four εεεε των Τρύπες ήθελα να πω, μέχρι την «λαϊκεδέλεια» του Παπακωνσταντίνου. Σίγουρα όμως είναι χρήσιμες, έως και πολύτιμες για τη θεμελίωση και την εμπέδωση μιας νέας, λαϊκής (από πολλές απόψεις) ελληνικότητας η οποία θα υπερβαίνει τα γραφικά στερεότυπα και την εθνικιστική εσωστρέφεια.

11. Chinese Basement – Διαδικασία ημέρευσης
Αυτοί εδώ έχουν κάτι. Να είναι τα βραδυφλεγή (ατελής η καύση γαρ) τραγούδια τους, να είναι το ευδιάκριτο do it yourself πνεύμα το οποίο όμως δεν γίνεται άλλοθι προχειρότητας και αταλαντοσύνης; Να είναι που «κοιμούνται προς την ανατολή και ζουν τη δύση»;. Πάντως έχουν κάτι να δώσουν. Ειδικά στον μαρτυρικό χώρο του ελληνόφωνου ροκ, ο οποίος ακόμη παλεύει να συνέλθει από την καταστροφή που τον βρήκε εκεί πίσω στα 90s.

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

2014 – …όταν ήρθε η ανάπτυξη


Exit Oz

Γιατί ήρθε, δεν ήρθε; Ε; Μην μου πείτε… Στην ταπεινή μου αθηναϊκή γειτονιά πάντως, τούτο τον χρόνο άνοιξαν δύο (!) start-up φούρνοι, ένα καινοτόμο σουβλατζίδικο, ένα εξωστρεφές κατά ted φαρμακείο και μια θερμοκοιτίδα βιώσιμης νεοφυούς επιχειρηματικότητας (για το ενεχυροδανειστήριο της γωνίας λέω ντε). Γιατί ναι, πράγματι, η κρίση είναι ευκαιρία (είπε και έτριψε με ένα παγωμένο χαμόγελο τα χέρια του και ο λαδέμπορας της Κατοχής). Ακόμη κι αν δεν έχεις τίποτε να φας, παρά μόνο ίσως τις δάφνες του τιμημένου αρχαίου παρελθόντος, καλές είναι και οι δάφνες, νοστιμίζουν το στιφάδο, ωραίο και αυτό το άτιμο, αλλά δεν φτιάχνεται μόνο με δάφνες… Ωπ, σαν να διολισθαίνω προς τον λαϊκισμό μου φαίνεται, αλλά ευτυχώς η φωνή του ορθολογισμού και του αυτονόητου με συνεφέρνει γρήγορα…Για δες πάντως πως πέρασαν τα χρόνια, έτσι είναι φτιαγμένα αυτά τα άτιμα, για να περνάνε, πολύ μολυσμένο νερό κύλησε στο αυλάκι του χρόνου και συμπληρώσαμε πέντε χρόνια γεμάτα σε «κρίση», σχεδόν μοιάζει να συνηθίσαμε. Εν τω μεταξύ τα σκιάχτρα los tromos χορεύουν και πάλι μπροστά στα μάτια μας, «τώρα θα δείτε τι έχουμε να πάθετε αν δεν…» λένε με αυτάρεσκη βεβαιότητα οι αστικές συζητήσεις σε ένα διάλειμμα της δοκιμασίας του νουβώ Μποζολαί, γιατί δεν είναι όπως τα ξέρατε τα πράγματα, το νέο trend είναι ο συστημικός ο οποίος έχει ενδυθεί την προβιά του αντι-συστημικού, ο …ακραίος κεντρώος, ο εναλλακτικός του …εναλλακτικού, ο οποίος τελικά στο mainstream μπορεί να καταλήγει πάλι, έχει περάσει όμως προηγουμένως από …εναλλακτική οδό, είναι διαφορετικά έτσι, δεν νομίζετε; Εεε; Κι αν οι παραπάνω φίλοι μας μπορεί να τρομάζουν για το μέλλον εκ του ασφαλούς, τσιμπώντας τώρα τη νέα δημιουργία του φερέλπιδος σεφ, το ίδιο μπορεί παραδόξως να κάνουν ακόμα και οι άνεργοι και ο βαριά φορολογημένοι και οι μη έχοντες στον ήλιο μοίρα, γιατί ως γνωστόν, πάντοτε υπάρχει κάτι χειρότερο, οπότε «δόξα σοι ο θεός παιδί μου» που έλεγε και η συγχωρεμένη η γιαγιά μου, και μη χειρότερα, και μη χειρότερα να λες… Το θέμα είναι να είμαστε όλοι ενωμένοι. Πάνω απ’ όλα με συναίνεση και με σταθερότητα. «Αλήθεια, για γλυκό τι έχετε;»

Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, ακόμη και όταν κάποτε οι αγελάδες ξαναπαχύνουν, εμείς στην …αμφιπολίτευση θα είμαστε και τότε, να μου το θυμηθείτε αυτό. Γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής, η ζωή είναι συγκρούσεις και επιλογές, όλο αβεβαιότητα και ανασφάλεια, κανείς δεν σου εγγυάται ποτέ και τίποτε για το μέλλον (ούτε καν οι χαρτορίχτρες, πόσο μάλλον οι …οικονομολόγοι). Και κάποια στιγμή αρχίζεις να συμβιβάζεσαι με την ιδέα του «ζω ανάμεσα τους» και κάποια στιγμή αποφασίζεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις, και η φετινή χρονιά έδωσε πολλές αφορμές για ένα τέτοιο ξεσκαρτάρισμα (και κάτι μου λέει ότι έρχονται κι άλλες). Η ποιότητα και η αισθητική και η ηθική άλλωστε στις εποχές της κρίσης ξεχωρίζει… Σε κάθε πεδίο και σε κάθε επίπεδο.

Ναι και στη μουσική… Όπου οι ρητορικές «κρίσης» με συνοδεύουν από τότε που πρωτοαγόρασα κασέτα στα μακρινά μέσα των 80s (δεν θυμάμαι, αναρωτήθηκα στο κείμενο καθόλου για το «πως πέρασαν τα χρόνια;»). Ρητορικές του τύπου ξέρετε τώρα, γκρι-γκρι-γκρι-γκρίνια και μίρλα, δεν είναι μουσική η σημερινή, είναι ψεύτικη και πλαστική, μια χρυσή μετριότητα, όχι όπως τότε, παλιά, εκείνα τα χρόνια. Ένα «τότε» το οποίο βέβαια όλο και μετατοπίζεται χρονικά, είναι που αλλάζουν και οι γενιές, τώρα ήρθε η σειρά εκείνης των 90s να νοσταλγήσει και δαύτη επιτέλους. Καλή όμως και αγία η νοσταλγία (που τραγούδησε και ο Παπακωνσταντίνου ο Θήτα) αλλά δεν τα καταφέρνει τόσο καλά ως χάρτης και οδηγός ζωής. Και καλά να νοσταλγούν οι παλιοί (που είναι και αλλιώς). Αλλά οι νέοι, που είναι και ωραίοι; Να φτάνω να διαβάζω σε δελτία τύπου για την «επανάσταση των μουσικόφιλων που επιζητούν μέσω των βινυλίων επιστροφή στις ρίζες της μουσικής»; Και θα υπερθεματίσω προβοκατόρικα: γιατί να σταματήσουμε ρε παιδιά στο βινύλιο (που είναι και …»πλαστικούρα» κιόλας), να πάμε πιο πίσω, όχι μόνο στο γραμμόφωνο αλλά ακόμη πιο πίσω, τότε που δεν υπήρχε καμία εμπορεύσιμη συσκευασία της μουσικής παρά μόνο ζωντανή εκτέλεση και ακρόαση. Αυτή δεν θα ήταν μια πραγματική επιστροφή στις ρίζες; Και πλάκα-πλάκα, μήπως, λέω μήπως, κατά έναν παράξενο τρόπο δεν τη βλέπετε ήδη να συμβαίνει; Για σκεφτείτε το…

Τέλος πάντων, αν ο μουσικόφιλος αφήσει τις ρίζες στην ησυχία τους και κοιτάξει λίγο προς τα πάνω, θα δει ότι το δέντρο μια χαρά υγιέστατο είναι, διαρκώς και πετάει νέα κλαράκια, τα είδη μπολιάζονται, γονιμοποιούνται και διασταυρώνονται μεταξύ τους σε κάθε νοητό και αδιανόητο συνδυασμό, η μουσική ρέει άφθονη και διαθέσιμη σε όποιον την έχει πραγματικά ανάγκη σε κάθε νοητή και αδιανόητη μορφή, cd, βινύλια, mp3, flac, ακόμη και κασέτες. Ναι κασέτες, γιατί όχι; Αρκεί να δουλεύει ακόμη εκείνο το παλιό σκονισμένο κασετόφωνο. Και να μην δουλεύει, δεν πειράζει, μπορεί να γίνει ένα ωραίο vintage διακοσμητικό στο σαλόνι…

Σε προσωπικό επίπεδο είχε το ενδιαφέρον της η χρονιά που τελειώνει, η ραδιοφωνική μας εκπομπή, το MiC Label μετά το άτυχο τέλος της στα ερτζιανά επανεμφανίστηκε σε ψηφιακό ιντερνετικό περιβάλλον και σε νέο αυτο-διαχειριζόμενο πλαίσιο, ενώ χάρις στο Ανθρωποειδές Κασσετομηχάνημα (aka Στυλιανός Τζιρίτας) βρέθηκα και ορισμένες φορές πάνω στην μουσική σκηνή κυριολεκτικά, δεν ξέρω αν με …άντεξε (η σκηνή), όσο να ‘ναι πάντως, αλλιώς τα βλέπεις τα πράγματα από την αντίπερα όχθη. Ακόμη κι αν δεν αλλάζεις οπτική, τουλάχιστον την συμπληρώνεις…

Μένοντας δε στο προσωπικό, να εκμυστηρευτώ ότι κάθε νέα χρονιά όλο και σκέφτομαι να πάψω να παίζω το πατροπαράδοτο έθιμο της λίστας, όχι τόσο γιατί δεν με εκφράζουν έννοιες όπως τα καλύτερα, τα χειρότερα, τα σπουδαιότερα, τα κάθε λογής -ότερα της χρονιάς, τέτοιες εκφράσεις τις έχω αποβάλλει προ πολλού από το προσωπικό μου λεξιλόγιο. Είναι που βαριέμαι να διαβάζω την ανακύκλωση μιας δεδομένης, σαν υπεράνω επιβεβλημένης short list ανά τα έντυπα (υλικά και άυλα) του δυτικού κόσμου; Ή είναι που με πιάνει να λέω στον εαυτό μου, πόσους δίσκους άκουσες ρε μεγάλε, χίλιους, δύο χιλιάδες, και από πόσα είδη; Όσοι και να ήταν, σταγόνα στον ωκεανό της δημιουργίας ήταν. Εδώ ακόμη ανακαλύπτεις υπέροχες μουσικές από το 1972, το 1985, το 1999, φαντάσου τι χάνεις στη σημερινή πλημμυρίδα. Σε τούτο το πλαίσιο λοιπόν ίσως είναι καλύτερα να είσαι ανεπίκαιρος, άουτ, uncool, ακόμη και …ελιτιστής (μεταξύ μας, από τις φρυγανιές προτιμώ τα παξιμάδια). Αυτονόητο δεν ακούγεται; Έτσι είναι επειδή έτσι νομίζω εγώ, έχει κανείς καμία αντίρρηση;;

11 Δίσκοι

1. Exit Oz – Impamantenit
Από τους δίσκους που μπορεί να φέρουν σε απόγνωση τον μουσικοκριτικό (ο Πάνος Πανότας καλά το πάλεψε εδώ σε αυτές τις σελίδες). Της Παναγιάς της …Ρουμάνας τα μάτια ακούς εδώ μέσα: τζαζ, ηλεκτρονική, kraut, post-rock, μέταλ, βαλκανική φολκ, εκκλησιαστική μουσική. Ένας απροσδόκητος δίσκος από μια απροσδόκητη γωνιά του κόσμου. Τι λέγαμε για συναρπαστικούς καιρούς μόλις παραπάνω;

2. Schloss Mirabell – Ghosthour Diary
Είναι δώδεκα η ώρα, είναι η ώρα των τρελών (κι ούτε ένα τηλεφώνημα), κι ένα κορίτσι ξενυχτάει παρέα με φαντάσματα, ένα τσέλο και μερικά ηλεκτρονικά μαραφέτια. To αραχνο-υφαντό της φετινής χρονιάς…

3. Eaux – Plastics
H ιστορία των Ο, των Eaux δηλαδή, δεν είναι πολύ μεγάλη, βασικά τώρα ξεκινάει…Και πως κιόλας… Εύστροφη ηλεκτρονική ποπ η οποία ξεφεύγει από τις …πλαστικές συντεταγμένες του είδους, φτιαγμένη με πνεύμα ροκ τζαμαρίσματος.

4. Pharmakon – Bestial burden
Βρε Μαργαρίτα, εσύ μικρό κορίτσι, δροσερό σαν τα κρύα τα νερά και να έχεις τόσα νεύρα, τόση μαυρίλα μέσα σου; Από την άλλη, κάπως νομίζω ότι μπορώ να σε καταλάβω… Τουλάχιστον την μοιράζεσαι μαζί μας, την εκτονώνεις, ίσως και να την ανακουφίζεις έτσι…

5. Dean Blunt – Black metal
Είναι μαύρος από το Λονδίνο, ονομάζει τον δίσκο του «Black metal», έχει και κομμάτια «Punk» και «Country», καμία σχέση κατά τα άλλα, ο τύπος είναι προβοκάτορας και βγάζει τη …μεταμοντέρνα του γλώσσα σε όλα τούτα τα είδη της «ασπρίλας».

6. Vessel – Punish, Honey
Ένας τύπος από το Μπρίστολ είναι που ξεκίνησε τους Vessel, αλλά στον δεύτερο αυτό δίσκο υπέκυψε στη γοητεία του να έχεις και συνεργάτες, έχει τη χάρη του να είσαι σε συγκρότημα, λες και ένα «πάμε για μια μπύρα μετά την ηχογράφηση», δεν είσαι μόνος και μαγκούφης. Τι παίζει (παίζουν) τώρα τούτοι; Τι να σας πω… Κάπου ανάμεσα στον ηλεκτρονικό και τον βιομηχανικό ήχο πέφτουν…

7. The Soundcarriers – Entropicalia
«Ελαφρά easy listening τζαζ, από αυτή που ακούγεται δίπλα σε μια πισίνα ζωγραφισμένη σε παστέλ χρώματα του David Hockney, απαλά γυναικεία φωνητικά σε ψυχεδελικούς δρόμους της δυτικής ακτής, μαμάδες και μπαμπάδες, αλλά και Byrds (πριν αυτοί ανακαλύψουν τη γοητεία των χυμωδών κοριτσιών των ροντέο) και γαλλική ποπ, οι ντάμες του Παρισιού και ανάλογες συλλογές, και soundtrack από 70s γαλλικές ταινίες με τις εν λόγω ντάμες σε soft porno περιπέτειες. Κορφολογώντας από τόσες διαφορετικές πηγές οι Soundcarriers καταφέρνουν με …ελεύθερο σχεδιασμό (προσοχή εδώ υπάρχει υπονοούμενη αναφορά) να φτιάξουν μερικά εξαιρετικά δημιουργήματα βελούδινης ποπ». Αυτά έγραφα στην κριτική του δίσκου πριν από μερικούς μήνες και…. νομίζω ότι συμφωνώ τελικά μαζί μου…

8. Black Rain – Dark pool
Μπρρρρρρρρρ….

9. Vijay Iyer – Mutations
Διακινδυνεύω να πέσει φωτιά να με κάψει, αλλά δηλώνω ότι βαριέμαι (και μάλιστα πάει και καιρός που μου συμβαίνει) την ECM. Εντάξει, πάντοτε ήταν συντηρητική εταιρεία (Βαυαροί παιδί μου), εντάξει, η ετικέτα εξασφαλίζει πάντοτε ένα στάνταρ ποιότητας από το οποίο δεν πέφτει, αλλά … το περιθώριο για το συναρπαστικό και το απρόβλεπτο είναι σχεδόν μηδαμινό. Τούτος ο ινδο-αμερικάνος πιανίστας κόντεψε να το φτάσει…

10. Kiasmos – Kiasmos
Ένας σταρ της νεοκλασικής ποπ των πιάνων και των βιολιών από την Ισλανδία και ένας ηλεκτρονικάριος από τα νησιά Φερόε (καλά αυτοί εκεί ψαράδες δεν είναι μόνο;) φτιάχνουν ένα minimal moody techno κομψοτέχνημα. Να επιστήσω την προσοχή στο μεσαίο σίγμα (δεν είναι καιρός για …παρεξηγήσεις).

11. Siinai – Supermarket
Υποκλοπή συνομιλίας του Michael Rother (Neu! κ.α.) και του Klaus Schulze (Tangerine Dream κ.α.) Τόπος: μια μπυραρία κάπου στο Ντύσελντορφ:
– Ρε συ Κλάους, άκουσες τον καινούργιο δίσκο κάποιων Σουηδών που λέγονται Siinai;
– Ναι ρε συ Μίκαελ, και ξέρεις τι σκέφτηκα;
– Τι ρε Κλάους;
– Ότι κάτι καταφέραμε κι εμείς στη ζωή μας, δεν ξοδέψαμε τσάμπα τα νιάτα μας.
– Έτσι είναι ρε παλιοσύντροφε. Άντε να ‘μαστε καλά κι εμείς. Πάντα τέτοια. Πρρροστ (ήχος συγκρουόμενων ξέχειλων ποτηριών μπύρας).

και έντεκα κομμάτια, έτσι χωρίς σειρά…

1. Johann Sebastian Punk – Jesus crust baked
Πως χαρακτηρίζεις έναν τύπο ο οποίος ανοίγει τον δίσκο του με ένα κομμάτι «Exit» και τον κλείνει με ένα «Enter»; Που έχει τίτλους όπως «Ναι, μου λείπουν οι Ραμόνες» (εντάξει) ή «Το παράδοξο του καλά κουρεμένου πρόβατου» (εεεεεντάξει); Για να μην πούμε για το ψευδώνυμο που επιλέγει…

2. Metroland – Thalys
Oι τραινολάγνοι μέχρι και σε οργασμό μπορεί να φτάσουν με κάτι τέτοια. Το Trans-Europe Express μπορεί να μην υπάρχει πια, υπάρχουν όμως τα TGV, τα ICE και ο Θαλής. Το πιάσατε το υπονοούμενο ε;

3. Dream Police – Pouring rain
Στο εξώφυλλο του δίσκου αναγράφεται σαφώς: «ένας δίσκος που ηχογραφήθηκε το 2014». Και νομίζω είναι απαραίτητη η αναφορά, κάποιος ανυποψίαστος μπορεί να νομίζει ότι ανακάλυψε ένα ακόμη χαμένο …διαμαντάκι των πρώιμων 80s.

4. Lussuria – Art of veins
Κάπου εδώ μέσα σαν να άκουσα τα φαντάσματα των Coil να περπατάνε… Βιομηχανικό, κλειστοφοβικό, ατμοσφαιρικό, ξέρετε τώρα…

5. The Wind-Up Birds – Poor music
Είναι και από το Leeds, την πόλη όπου τέτοια σχήματα φτιάχνονται όπως παλιότερα οι ρεμπέτικες κομπανίες στα δικά μας μέρη. Παίρνουν το όνομα τους από βιβλίο του Μουρακάμι και παίζουν ένα λίαν παραδοσιακό πανκ ποπ υβρίδιο με όλα τα κλισέ να χωράνε. Ενίοτε τα καταφέρνουν και καλά…

6. Avec le Soleil Sortant de sa Bouche – Face a l’instant I-ΙV
Κλέβω λιγάκι εδώ, τέσσερα κομμάτια είναι αυτά συναρθρωμένα σε μία σουίτα, σχεδόν ο μισός δίσκος είναι αυτός. Το νέο πουλαίν της Constellation (έπρεπε να το καταλάβετε από το ιδιαίτερο όνομα) σε kraut funk περιπέτειες. Να κι ένας συνδυασμός που δεν τον έχω πολυ-ματα-ακούσει…

7. Lydia Lunch & Cypress Grove – Jericho
Σκονισμένα λιόκαφτα τοπία, καπνισμένες κάνες, ατίθασοι banditos, ύπουλα μούτρα που τα κάνουν όλα για μια χούφτα δολάρια, όλους αυτούς τους «παίζει» μια γυναίκα μοχθηρό αρπαχτικό στην άγρια Δύση (ή στην Άγρια …Στύση που έλεγε η παλιά τσόντα, γιατί όχι, η Lydia ποτέ δεν δίσταζε μπροστά σε κάτι τέτοια). Μαζί και ο μούσος της Cypress Grove σε δηλητηριώδεις, ξερές σαν την έρημο blues ερμηνείες.

8. Kazuki Tomokawa – Junzaburo in Awe
Θα τον φανταζόμουν δίπλα στον Κώστα Χατζή σε μια μπουάτ του ’70 τούτον τον τραχύ αλλά ποιητικό Ιάπωνα «screaming philosopher» ο οποίος πλησιάζει τα σαράντα χρόνια πάλης με την κιθάρα. Διόλου περίεργο, έχουν και μια εμμονή με την τελειότητα οι Ιάπωνες, ας πούμε για να μάθεις να φτιάχνεις το φαινομενικά απλό σούσι πρέπει να περάσεις καμιά δεκαετία εξάσκησης…

9. Winter Severity Index – Α sudden cold
Κι έπιασε που λέτε παιδιά μια ψύχρα, κλείσε είπα αγάπη μου το παράθυρο, θα πουντιάσουμε, και μετά μπήκε κι ένα beat σαν ρεύμα Decades από Joy Division, άσε τον δαγκώσαμε… Πολύ ωραία ήταν όμως…

10. The Movements – Six feet under
Σε ψυχεδελικό ιπτάμενο χαλί οκτώ μίλια ψηλά πέταγαν κάποτε οι Byrds, αυτοί οι Σουηδοί είναι πιο …γήινοι, αλλά το αποτέλεσμα είναι εξίσου ταξιδευτικό. Όμορφη ψυχεδελική ποπ σουηδικάνα στα πλαίσια της 45ης (αν δεν έχω χάσει τον λογαριασμό-που τον έχω) αναβίωσης της ψυχεδέλειας

11. Letitia Sadier – Then I will love you again
«Something shines» μας υπόσχεται η αγαπημένη Γαλλοπούλα στον φετινό της δίσκο, άραγε αρκεί ένα υπέροχο κομμάτι για να πούμε ότι κράτησε την υπόσχεση της;

That’s (not) all folks!
Και του χρόνου…
_____

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

ΦΥΤΙΝΗ Showcase


FYT

[Διαβάστε το ακούγοντας παράλληλα το Mixtape που βρίσκεται εδώ].Ποιος (δεν) θυμάται την Φυτίνη; Μου μυρίζει θαύμα γεύση, μου μυρίζει θαύμα γεύση, το σλόγκαν της παλιάς διαφήμισης έχει περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο, σου έχει εντυπωθεί είτε έβλεπες τηλεόραση είτε όχι, έτσι είναι, από μερικά πράγματα δεν ξεφεύγεις (ευτυχώς ή δυστυχώς). Πέρασαν βέβαια εκείνα τα χρόνια, νομίζω ότι το προϊόν κυκλοφορεί ακόμη (ας μου συγχωρεθεί η …γκρίζα διαφήμιση), είναι όμως κάπως …politically-incorrect τούτες τις ημέρες της υγιεινιστικής μανίας και της διατροφικής εναλλακτικής ορθοδοξίας (κι ας ακούγεται τούτο οξύμωρο). Αχ που είναι εκείνοι οι παλιοί καλοί καιροί με τη γλουτένη, τις κρέμες, τις κονσέρβες, τα κορεσμένα trans λιπαρά…


ΚασετίναΣαν να μας έπιασε νοσταλγία μου φαίνεται, νοσταλγ(ηδ)ία όπως λένε και οι Delicassetten Machimenai σε μια λεξιπλασία η οποία υπερβαίνει το εξυπναδίστικο λογοπαίγνιο αλλά κρύβει και ουσία. Γιατί τα σχήματα της ΦΥΤΙΝΗΣ παίζουν με την πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα (βοήθειά μας) νοσταλγία με έναν τρόπο τον οποίο θα τολμούσα να χαρακτηρίσω μεταμοντέρνο, αν η λέξη αυτή δεν είχε γίνει πιπέρι στα λάχανα, κρέμα γάλακτος στα μακαρόνια, ένας ισοπεδωτικός αφορισμός άνευ ιδιαίτερου νοήματος. Δεν έχουν όμως και καμία σχέση με της μόδας διασκευαστήρια που πειράζουν το παρελθόν, με ταού κιοκσού και τας κεμπάπ και άλλα …πειραχτήρια, όλα τούτα τα βαθιά συντηρητικά εργοστάσια της αποβουτυρωμένης αμνησίας, τα οποία αναπολούν «αχ τι ωραία και αθώα και ρομαντικά ήταν τότε». Μπορεί βέβαια «τότε» στους δρόμους της Αθήνας να πήγαινες σκυφτός μη σε πάρει καμιά αδέσποτη σφαίρα, το κράτος να έδερνε και να έστελνε κόσμο …διακοπές στην άγονη γραμμή, παρολ’ αυτά όμως ήταν τόοοοσο αγνά εκείνα τα χρόνια… Καμαρότο, τη σακούλα… Μ’ έπιασε όντως νοσταλγ(ηδ)ία!

Επ, για μια στιγμή όμως, σπάστα και ξαναρίχτα, τι είναι τελικά τούτη η ΦΥΤΙΝΗ; Άλλη μια δισκογραφική εταιρία; Καταρχήν και καταρχάς οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως «κάτι μεταξύ web portal και net label, η Φυτίνη ξεκίνησε απ’το μουσικο-εικαστικό ντουέτο ΦΥΤΑ και τις φυλινάδες του, (…), εμπνεόμενη από διεθνείς πειραματικές σκηνές (dada, fluxus, cinema of transgression, postpunk, berlin super 80, NDW), (…) και έχει στόχο να παρουσιάσει δημιουργούς οι οποίοι δεν ταιριάζουν στις συνηθισμένες σταθερές της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας». Κι εμείς καταρχήν και καταρχάς θα τους πιστέψουμε (αν μπείτε στην ιστοσελίδα θα διαβάσετε και περισσότερα).


Τα ΤρωκτικάΠέρα όμως από διακηρύξεις, (αντι)-μανιφέστα, προθέσεις και-ισμούς (ο δρόμος προς την κόλαση είναι ως γνωστόν σπαρμένος από τα πτώματά τους), σημασία έχει τελικά η πράξη. Και στην πράξη η διάθεση της ΦΥΤΙΝΗΣ (και της θυγατρικής TSOLI Records) απέναντι στη δημιουργία (αλλά και στη …δημιουργία του παρελθόντος) είναι πειραματική και το σημαντικότερο γεμάτη χιούμορ, παιχνιδιάρικη. Τα «παιδία παίζει» και αυτό μην το υποτιμάτε, το παιχνίδι είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό (όσοι έχετε παιδιά μπορείτε να καταλάβετε τη διάσταση αυτή, αν όμως θέλετε και κάποιο πιο φιλοσοφικό υπόβαθρο, μπορώ να σας αναφέρω τον «Homo Ludens», τον Παίζοντα Άνθρωπο του Χουιζίνγκα). Γιατί μήπως τελικά αυτή η άγνοια κινδύνου του παιχνιδιού να μην είναι και η ουσία του DIY; Ή μήπως εσείς την βρίσκετε στον μουρτζούφλη ελιτίστικο αβανγκαρντισμό του Wire;

Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μια στάση εν ανεπαρκεία στην ελληνική σκηνή (ίσως να θυμηθώ τους Lost Bodies, το Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ, λίγους ακόμη και …αυτά!). Και δεν αναφέρομαι μόνο στην αγέλαστη σοβαροφανή (και ας μην το κρύβουμε, μάτσο έως και μισογύνικη) ελληνική αγγλό-πληκ(τικ)η ίνδυ σκηνή. Για σκεφτείτε τι θέση έχουν στο συλλογικό συνειδητό τραγουδοποιοί και από τα πιο mainstream ιδιώματα, οι οποίοι έπαιξαν με το χιούμορ, ένας Ανδρεάδης, ένας Κοινούσης, ένας Λογό ή ακόμη-ακόμη κι ένας Ζαμπέτας.


BogoljubΌλα τούτα αναδεικνύονται φρονώ στα τραγούδια-κομμάτια που επιλέξαμε στο παρακάτω mixtape, μια όσο το δυνατό πλατύτερη παρουσίαση των σχημάτων της κολεκτίβας. Στα οποία ανακαλύπτουμε μια ανθολόγηση, πλιάτσικο να το πω, της εγχώριας ποπ κουλτούρας, η οποία δεν ορρωδεί ούτε μπροστά στο trash και το κιτς. Όχι σαν αποενοχοποίηση, ούτε σαν guilty pleasure μνημόσυνα ή cult λατρεία μιας εποχής η οποία δεν βιώθηκε ποτέ. Ούτε ασφαλώς σαν φόρος τιμής (δεν είναι άλλωστε καλή εποχή για άλλους …φόρους). Κι ας μην πετυχαίνει πάντοτε η μανέστρα. Κι αν κάπου μπορεί να γίνεται ενοχλητική, ενίοτε επιθετικά …αν-ιεροπουλική, και να τραβάει ίσως τα πράγματα στα άκρα (και μην ρωτήσει κανείς «ποιο από τα …δύο;»), κάντε εκεί μια στάση και αναρωτηθείτε: αν η τέχνη είναι ένας καθρέφτης μιας πραγματικότητας, έστω και παραμορφωτικός, μεγεθυντικός, τι είναι εκείνο που ενοχλεί περισσότερο; Η πραγματικότητα ή η απεικόνισή της;

Αξίζει όπως και να ‘χει να δώσετε μία βάση στην ευφυή (h)-οντολογία του Boguljub, την queer ξεσαλοσύνη των Τρωκτικών, τα φαν δοκίμια αντι-κουλτούρας της Κασετίνας (προσέξτε τη διαβολικά έξυπνη χρήση του sample από τον ύμνο του ΠΑΣΟΚ -ζωή σ’ ελόγου μας- στον «Ο άνθρωπος καραόκε» της Ρίτας-μία είναι η Ρίτα), την νταντά σαρκαστικότητα των ΦΥΤΩΝ και των υπολοίπων.

Και εννοείται ότι είμαστε όλες πολύ χαρούμενοι που φιλοξενούμε αυτό το mixtape. Και εννοείται δεν ξεχνάμε ποτέ: ΝΑΙ στα σκουπίδια, ΝΑΙ στα πλαστικά!

(Και τα βινύλια ρε σεις που λατρεύετε, πλαστικά δεν είναι κι αυτά; Και μάλιστα από τα πιο …αντι-οικολογικά;)

24/11/2014

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Κλασικά Μουσικογραφημένα

Ταξίδι στην ιστορία της κλασικής μουσικής με 20 στάσεις


Henry Purcell

Ψίθυρος:
– «Μαλάκα, είδες αυτή τη γκόμενα που κάθεται μπροστά-μπροστά, σαν κελεμπία…»
– «Σκάστε, πάτε αλλού να μαλακιστείτε ρε ζώααα. Α στο διάολο από δω…
Διάλογος βγαλμένος μέσα από τη ζωή; Πιθανόν. Σίγουρα είναι βγαλμένος από τον τελευταίο δίσκο των Lost Bodies, από ένα κομμάτι με τίτλο «Οι Lost Bodies στο Μέγαρο Μουσικής».

Καμία φορά σκέφτομαι ότι δε συμπαθώ καθόλου τους λεγόμενους …ρέκτες της κλασικής μουσικής. Από την άλλη σκέφτομαι ότι δε συμπαθώ επίσης καθόλου τα λεγόμενα indie kids. Νομίζω γενικά δε συμπαθώ τους φανατικούς κανενός είδους μουσικής. Ανάδελφος άνθρωπος, παιδί μου…

Κάθε είδος μουσικής έχει τους στερεότυπους ακόλουθους του, όσο δε κι αν αντιπαθούμε κατ’ αρχήν τα στερεότυπα και τις γενικεύσεις, η πραγματικότητα είναι εκεί για να μας αποδεικνύει ότι αυτά έχουν και μια χειροπιαστή βάση. Η δε προβλέψιμη επιβεβαίωση τους είναι ενίοτε λίαν διασκεδαστική για τον εξωτερικό παρατηρητή. Έτσι λοιπόν, δύσκολα συγκρατώ τα γέλια μου όταν σε συναυλία κλασικής μουσικής η δίπλα χαϊχλίδογλου με την εξαντλητικά ξασμένη (ειδικά για την περίσταση) ξανθή κουρούπα και η συνοδεύουσα ασφυκτικά γραβατωμένη κοιλιά με τη δρωτσίλα, θα κάνει το επιτιμητικό «σσσσ» σε όποιον τολμήσει να ψιθυρίσει, να βήξει ή ακόμη και (ο μον ντιέ) να χειροκροτήσει σε λάθος σημείο, ενώ ο ίδιος ως βαθύς γνώστης θα χειροκροτήσει ακριβώς πέντε δευτερόλεπτα πριν τελειώσει το κομμάτι, ανακράζοντας με στεντόρεια φωνή «μπράβο, μπράβο». Για να μην περάσουμε και στην αρθρογραφία, στις κριτικές και τις παρουσιάσεις των κλασικών συναυλιών, η στεγνότητα και η (ψευδο)λογιοσύνη των περισσοτέρων εξ αυτών κάνουν τις οδηγίες χρήσης της καινούργιας μου ηλεκτρικής σκούπας να μοιάζουν ένα σέξυ συναρπαστικό ανάγνωσμα.

Αυτός ο Μάλερ τα φταίει όμως (ίσως και γι’ αυτό να μην τον συμπεριέλαβα στην παρακάτω ανθολόγηση, χεχε), αυτός ήταν ο οποίος επέβαλε τον αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς που όλοι ξέρουμε, μέχρι τότε η έξοδος στην όπερα ήταν μια διασκέδαση, στο χώρο επικρατούσε οχλαγωγία και βοή (πως είναι σήμερα στο Gagarin;), αν μάλιστα μία άρια άρεσε στον κόσμο αυτός δεν δίσταζε να διακόψει την εξέλιξη και να ζητήσει repeat. Το δε γεγονός ότι με τα χρόνια οι ορχήστρες ολοένα και μεγάλωναν σε αριθμό μουσικών, δεν είναι εντελώς άσχετο με τις συνθήκες αυτές.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε και εντάθηκε και η ταξική διάσταση της κλασικής μουσικής, μια διάσταση η οποία εκφράζεται σήμερα από πολυτελή (ενίοτε και διαπλεκόμενα) κρατικο-ιδιωτικά μέγαρα και από μια ελιτίστικη περιφρόνηση προς κάθε είδους λαϊκότητα. Ανέκαθεν άλλωστε και σε όλους τους τομείς της ζωής κάπως έπρεπε να ξεχωρίζει ο λαός από το Κολωνάκι. Και η κλασική μουσική αποτέλεσε και αποτελεί ένα τέτοιο ελιτίστικο εργαλείο, «αυτή είναι η μουσική που πρέπει να σου αρέσει, η σοβαρή, η καλλιεργημένη» (και ας σημειώσω βέβαια ότι σημερινά ιερά τέρατα του χώρου αντιμετωπίστηκαν στην εποχή τους ως μουσικοί …δοσίλογοι όταν τόλμησαν να εντάξουν στα έργα τους λαϊκές επιρροές). Η δράση αυτή θα φέρει ασφαλώς και αντίδραση από την άλλη μεριά, θα σας καλέσω εδώ να θυμηθείτε και ταινίες του παλιού «καλού» ελληνικού κινηματογράφου οι οποίες βασίστηκαν σε αυτό ακριβώς το δίπολο, όπως π.χ. το «Μπετόβεν και μπουζούκι» ή το «Από τα αλώνια στα σαλόνια» (με τον Νίκο Ρίζο ανεβασμένο σε ένα σκαμπό για να παίξει το κοντραμπάσο του σε μια νυσταλέα άδεια αίθουσα).

Έχουν σχέση όλα αυτά με την ουσία της μουσικής; Έχουν, αλλά καλό είναι να τα παραμερίζουμε και κατά το δυνατό να τα αγνοούμε. Όπως οφείλουμε να ξεπεράσουμε μια για πάντα εξιδανικεύσεις του τύπου «η μουσική σε κάνει καλύτερο άνθρωπο». Και να μην ξεχάσουμε ποτέ εκείνο τον διοικητή-κάθαρμα ενός ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης ο οποίος μπορούσε να συγκινηθεί μέχρι δακρύων από μια μελωδία του Σοπέν την ώρα που υπέγραφε μαζικές θανατικές καταδίκες στα κρεματόρια…

Αφιέρωμα στην κλασική μουσική λοιπόν, και πολλές οι δυσκολίες και οι παγίδες, οι οποίες δεν εντοπίζονται μόνο στο χρονικό αχανές του θέματος. Είναι που εάν προσθέσουμε στην εξίσωση και τις πάμπολλες διαφορετικές εκτελέσεις από διαφορετικούς ερμηνευτές, ορχήστρες και μαέστρους (σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς κιόλας), η μπάλα σύντομα θα χαθεί. Μόνος ασφαλής οδηγός για εμάς τους ανειδίκευτους είναι ο κανόνας «ακολούθα την πεπατημένη», τις γνωστές εταιρείες (π.χ. Deutsche Grammophon, ΕΜΙ, Decca, ECM), τους γνωστούς διευθυντές και μουσικούς. Ας ξεχάσουμε λοιπόν εδώ την τόσο προσφιλή μας λογική του «χαμένου διαμαντακίου»…

Δεν ξέρω αν στις δυσκολίες πρέπει να προσθέσω και το ότι πιθανώς χαλάμε έτσι το «εναλλακτικό» indie ίματζ μας (το ποιο;;), πάντως ακόμη κι όποιος ακούει neofolk, ambient, progressive, ηλεκτρονική ή αποθεώνει συγκροτήματα όπως ους Tuxedomoon, τους Dead Can Dance, τους Beatles, εάν βγάλει τον μαϊντανό της προκατάληψης από τα αυτιά, ίσως να ανακαλύψει στις αγαπημένες του μουσικές νήματα τα οποία οδηγούνε πολύ πίσω στον χρόνο.
Για να κάνουμε επίσης τη ζωή μας λίγο πιο εύκολη κι απλή, δεν θα μπλέξουμε εδώ με θέματα ορισμών. Ας θυμόμαστε όμως σαν …κρατούμενο ότι η κοινή χρήση του όρου «κλασική μουσική» είναι εξ ορισμού προβληματική, η «κλασική μουσική» αφορά μόνο μία λίαν συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας, από κει και πέρα άλλο πράγμα είναι ο ρομαντισμός, άλλο το μπαρόκ, άλλο η προκλασική, και εννοείται άλλο η σύγχρονη (και ναι, ο όρος «σύγχρονη κλασική μουσική» είναι εγγενώς και αντιφατικά άτοπος).

Η προσωπική διάσταση στο παρόν αφιέρωμα, αυτονόητη υποθέτω, δεν πρέπει να αγνοηθεί, έτσι δικαιολογώ εκ των προτέρων κάποιες χτυπητές απουσίες, για παράδειγμα γενικά δεν μου αρέσουν οι όπερες, ειδικά οι Τόσκες-Νόρμες-Μαντάμ-Γαρίδες-Μπατερφλάι, μου φαντάζουν αποστειρωμένες επιδείξεις φωνητικών ικανοτήτων (θυμάμαι συνειρμικά τον κατά-Γκιωνάκη ορισμό της όπερας: «Γύρω από ένα κρεβάτι, όλοι τραγουδούν «ο άρρωστος είναι βαριά, ο άρρωστος είναι βαριά», αλλά κανείς δεν τρέχει να φωνάξει έναν γιατρό»).

Δεν έχει άλλες επεξηγήσεις, ακολουθούν 20 κομμάτια αγαπημένα, εστίασα περισσότερο σε παλαιότερους καιρούς, τη …σύγχρονη κλασική του 20ου αιώνα θα καλύψει κυρίως ο Πάνος ο Πανότας. Μια μικρή εισαγωγή για αρχαρίους είναι, στην ουσία δεν θα βρέξουμε ούτε τους αστραγάλους μας. Από κάπου πρέπει να αρχίσει πάντως κανείς. Από κει και πέρα, δεν τελειώνει ποτέ αυτή η μουσική. Και η μουσική γενικότερα…

Με σειρά χρονολογική από τα παλιά προς το σήμερα λοιπόν:

1. Guillaume de Machaut – Douce Dame Jolie (14os αιώνας)
Από τα ωραιότερα τραγούδια όλων των εποχών, με την κυριολεκτική σημασία των «όλων των εποχών», στην ροκ δημοσιογραφία γαρ όλες οι εποχές ξεκινούν κάπου το …1955 (εσχάτως και το 1977). Η ars nova, η νέα τέχνη δηλαδή, στην οποία εντάσσεται συνήθως και ο εν λόγω συνθέτης και ποιητής, υπήρξε κάτι σαν το …new wave του Μεσαίωνα. Ήτοι, μια τάση ανανέωσης της μουσικής, βασικά μέσω της απελευθέρωσης της από τα εκκλησιαστικά πλαίσια και της εκκοσμίκευσης της, με τις σύνθετες πολυφωνικές (και όχι μόνο) τεχνικές να χρησιμοποιούνται πλέον για να δοξολογήσουν όχι μόνο το μεγαλείο θεών, αγίων και αγγελακίων, αλλά και πιο προσιτών …γήινων πλασμάτων. Μιας όμορφης γλυκιάς κυρίας, για παράδειγμα. Πολλές εκτελέσεις υπάρχουν για το κομμάτι αυτό του Guillaume de Machaut, διαλέγω εδώ μια όμορφη και σχετικά πρόσφατη από την Annwn, μιας Γερμανίδας η οποία επιλέγει να ηχογραφεί με όνομα το οποίο παραπέμπει στον «άλλο κόσμο» της ουαλικής μυθολογίας.

Εναλλακτική επιλογή: Je vivroie liement

2. Jean-Baptiste Lully – Le bourgeois gentilhomme – Marche pour la ceremonie des Turcs (1670)
Αν αποκαλέσεις σήμερα έναν καλλιτέχνη «αυλικό» πιθανότατα θα προσβληθεί, τα σημερινά χρόνια άλλωστε η κολακεία και η υποταγή στην εξουσία εκδηλώνονται με πιο κεκαλυμμένους …σικ τρόπους (εκτός εάν είσαι αρκετά ανόητος να το κάνεις με γελοίες μαντινάδες). Τα παλιά τα χρόνια όμως, ως μουσικός και δη συνθέτης δεν είχες και πολλές επιλογές για ανεξάρτητη πορεία. Έτσι και ο συγκεκριμένος, ο Jean-Baptiste Lully, παρόλο που ξεκίνησε από γιος μυλωνά έφτασε να γίνει αρχιμουσικός/διασκεδαστής στην αυλή εκείνου του αλλοπαρμένου Λουδοβίκου του ΙΔ’ (πριν αυτός φυσικά γίνει …έπιπλο). Μεταξύ άλλων και πολλών έργων, έγραφε και μουσική για τα θεατρικά του Μολιέρου, το συγκεκριμένο είναι από τον «Αρχοντοχωριάτη», αν κι εμείς οι νεότεροι το πρωτογνωρίσαμε μέσα από την όμορφη ταινία «Όλα τα πρωινά του κόσμου» του Αλαίν Κορνώ (εκτέλεση του Jordi Savall). Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του γαλλικού μπαρόκ, τον προτιμώ από τους άλλους, από τον Charpentier π.χ. (τον kύριο «σήμα της Eurovision» ντε). Το οποίο γαλλικό μπαρόκ είναι κάπως σαν την γαλλική κουζίνα, φινετσάτο, πλούσιο, πλουμιστό, «παχυντικό», δεν μπορείς να το καταναλώσεις σε μεγάλες δόσεις, αλλά παραμένει γοητευτικό. Ειδικά εάν περιδιαβαίνεις τους κήπους των Βερσαλλιών, τέτοια μουσική ακούς από κρυμμένα ηχεία, κι ειδικά εάν ξεκόψεις από τις τουριστικές ορδές μπορεί και να ξεχαστείς και να περιμένεις στην επόμενη γωνιά να εμφανιστεί μια δέσποινα της αυλής με ομπρελίνο, κρινολίνο (και από κάτω καλτσοδέτα). Κι αν οι φαντασιώσεις μας σαν να παρεκτράπηκαν ελαφρώς, νομίζω είναι αντάξιες της μνήμης του μαέστρου, ο οποίος όπως λεν τα χρονικά, δεν είχε αφήσει ποδόγυρο για ποδόγυρο στο παλάτι.

Εναλλακτική επιλογή: Ballet royal de la nuit

3. Johann-Sebastian Bach – Toccata und Fuge in d-Moll (1704?)
O Μπαχ είναι παντού (και δεν φταίει που ήταν από μεγάλο σόι). Τον ακούς σε δημοφιλείς ποπ μελωδίες (πολλές κλεμμένες και μη-ομολογημένες, διασημότερη όλων το «Whiter shade of pale»). Πάμπολλες συνθέσεις του έχουν περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο, πρωτότυπες αλλά και διασκευασμένες (π.χ. ο δίσκος «Switched on Bach» του -όχι ακόμη Wendy- Walter Carlos θεωρείται μία από τις ιδρυτικές πράξεις της ηλεκτρονικής ποπ). Η συγκεκριμένη που διαλέγω εδώ είναι από τις πιο διάσημες, την αναγνωρίζεις με τη δεύτερη νότα κυριολεκτικά, τη διαλέγω όχι μόνο γιατί με γυρίζει σε παιδικές αναμνήσεις καθώς ήταν σήμα της γαλλικής εκπομπής «Μια φορά κι έναν καιρό ο άνθρωπος», αλλά γιατί είναι και από τα σπουδαιότερα έργα που γράφτηκαν ποτέ για εκκλησιαστικό όργανο. Αυτό το τεράστιο αερόφωνο πληκτροφόρο όργανο με τον μεγαλοπρεπή ήχο, που παράγει νότες οι οποίες αιωρούνται στον αέρα, θέλουν χώρο να πετάξουν ψηλά, να υμνήσουν τον Κύριο, είναι εμπειρία να ακούσεις το φτερούγισμα τους σε γοτθικούς χώρους όπως ο καθεδρικός της Κολωνίας, του Speyer, της Σαρτρ, σχεδόν μπορεί να καταφέρουν έναν άπιστο (καλή ώρα) να πιστέψει, έστω και για λίγο, έστω και στην ύπαρξη μιας κάποιας άυλης κοσμικής ενέργειας, μιας κάποιας έστω και άθρησκης μεταφυσικότητας. Ο ίδιος ο Μπαχ ήταν πραγματικά πιστός, πέρασε τη ζωή σεμνός και ταπεινός βάζοντας το ταλέντο του στην υπηρεσία του Κυρίου, για πολλά μάλιστα χρόνια μετά το θάνατο του το έργο του έμεινε στην αφάνεια (μέχρι και αναχρονιστικό θεωρήθηκε, ο δε γιος του ο Κάρολος Φίλιππος θεωρούνταν σπουδαιότερος). Μόνο αφού πέρασε ένας αιώνας+ αναγνωρίστηκε τελικά (ένα καλό μάθημα για όλους εμάς που σπεύδουμε να αποφανθούμε για διαχρονικότητες).
Και μια (ακόμη) προσωπική υποσημείωση: Κάποτε, πάνε κάμποσα χρόνια πια, με μια μικρή αλλά φιλόδοξη συλλογικότητα που είχαμε φτιάξει με φίλους, είχαμε την ευγενή πρόθεση να διοργανώσουμε μια εκδήλωση προς τιμή του Ιωάννη Σεβαστιανού με τον εύγλωττο τίτλο …Bach-αλα. Το γεγονός ότι ποτέ δεν τα καταφέραμε το φέρω ακόμη βαρέως…

Εναλλακτική επιλογή: Το σύντομο σκέρτσο της «Suite Nr. 2 h-Moll BWV 1067-Badinerie» ή το κατανυκτικό δίωρο δέος των Κατά Ματθαίου Παθών

4. Tomaso Albinoni/Remo Giazotto – Adagio in Sol Minore (1730?/1958)
Ας πούμε ότι σε λέγανε Τομάζο Αλμπινόνι, στον καιρό σου είχες αποκτήσει μια καλή φήμη, είχες γράψει καμιά …ογδονταριά όπερες, χώρια τα υπόλοιπα έργα, κάποιοι να λένε ότι επηρέασες και τον μεγάλο Μπαχ. Με κάποιο μεταφυσικό τρόπο λοιπόν, επιστρέψεις για ημέρα στα εγκόσμια έτσι για να ελέγξεις την υστεροφημία σου, κάπου εκεί στις αρχές του 21ου αιώνα. Διαπιστώνεις αρχικά όλο καμάρι ότι μια σύνθεση σου φιγουράρει σχεδόν σε κάθε συλλογή με τα best της κλασικής μουσικής, έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές ταινίες (κι ας μην καταλαβαίνεις καλά τι είναι αυτό), το έχουν «δανειστεί» και πολλοί δημοφιλείς βάρδοι της εποχής (όπως π.χ. κάποιοι Doors, κάπου τους είχες ακουστά αυτούς να παίζουν σε μία «μπάντα του ουρανού»). Και τελικά …προσγειώνεσαι ανώμαλα. Γιατί κάτι σου θυμίζει σαν στυλ, είναι σαν αυτά τα adagio, τα slow δηλαδή που γράφονταν τότε παλιά, αλλά δεν το αναγνωρίζεις το κομμάτι, αναρωτιέσαι «μα πότε το έγραψα εγώ αυτό, τόσοι αιώνες στον άλλο κόσμο λες να επηρέασαν τη μνήμη μου»; Και μαθαίνεις ότι είναι ένα έργο που ενορχήστρωσε ο μουσικολόγος και βιογράφος σου, ο Remo Giazzoto από ένα μέρος μιας εισαγωγής δικής σου, η οποία διασώθηκε ως εκ θαύματος από τον βομβαρδισμό της Δρέσδης. E, μετά φταις εσύ αν σιχτιρίσεις και ζητήσεις από τον Κύριο να σε ξαναπάρει από τούτο τον μάταιο και άδικο κόσμο;

Εναλλακτική επιλογή: Oboe Concerto in D minor, Op.9 N.2 (Σχόλιο του δημιουργού: αυτό είναι δικό μου, ναι!)

5. Ludwig van Beethoven – Klaviersonate Nr. 14 op. 27 Nr. 2 (Sonata quasi una Fantasia) (1802)
«-Τι άποψη έχετε για τον Μπετόβεν;
– Σπουδαίος. Ειδικά τα ποιήματα του»
Ο χαρακτηριστικός διάλογος μεταξύ δημοσιογράφων και Beatles τη στιγμή της απόβασης της βρετανικής μπάντας σε αμερικάνικο έδαφος. Ήταν η εποχή που είχαν πει και το «Roll over Beethoven» του Chuck Berry…
Έτσι είναι, το μέγεθος Μπετόβεν έχει μετατραπεί με τα χρόνια σε ένα σύμβολο, μια προτομή την οποία μπορείς να πλησιάσεις μόνο στα γόνατα ή με αυτοσαρκαστική ειρωνεία. Είναι το απρόσιτο μέτρο σύγκρισης. Ο μεγαλύτερος συνθέτης όλων των εποχών (με την πασίγνωστη κώφωση του να ποτίζει και αυτή την γιγάντωση του μύθου του). Και ένας πραγματικός επαναστάτης (αλήθεια πόσο πληθωρικά και αβίαστα χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη σήμερα;). Και τι δεν έκανε. Δεν είναι μόνο οι συμφωνίες του (με τις εναρκτήριες νότες της Πέμπτης Συμφωνίας να είναι ίσως οι πιο αναγνωρίσιμες στην ιστορία της μουσικής- μαζί με εκείνη την καθοριστικά τοποθετημένη νότα …σιωπής). Ούτε οι σονάτες και τα κοντσέρτα του, ή εκείνες οι περίφημες παραλλαγές (remix!) Diabelli. Το σημαντικότερο: ήταν εκείνος ο οποίος στάθηκε κάπου στη μέση της γέφυρας μεταξύ κλασικισμού και ρομαντισμού και ουσιαστικά δημιούργησε/εφηύρε έναν νέο ρόλο για τον μουσικό. Ο Μπετόβεν δεν έγραφε μουσική (μόνο) κατά παραγγελία, δεν έγραφε μουσική (μόνο) για να αρέσει στον κόσμο, δεν ασχολήθηκε με διδακτικά θέματα, αρχαίους μύθους και θρησκευτικές υμνολογίες, αλλά έγραφε μουσική από και για τον εαυτό του, για τα συναισθήματα, τα πάθη και τα ένστικτά του. Αυτό εξέφραζε και ο ρομαντισμός τότε σαν κίνημα, όχι ακρογιαλιές και δειλινά, κεριά και φεγγάρια, αλλά την ακόμη και υπερβολική και ανεξέλεγκτη υποταγή στο ανορθολογικό ακραίο συναίσθημα (μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και των σαρωτικών αέρηδων που αυτή απελευθέρωσε).
Το καλό (ή μήπως και το κακό;) ήταν ότι ο ίδιος είχε επίγνωση της αξίας του, σε αντίθεση με πολλούς άλλους απόλαυσε εν ζωή άφθονες δάφνες (και όχι μόνο) δόξας. Και αυτό έβγαινε και στη μουσική του, ειδικά στην ηρωική περίοδο του, η οποία είναι γεμάτη δύναμη, αυτοπεποίθηση, ένας πραγματικός χείμαρρος. Ο Μπετόβεν που εγώ προτιμώ, είναι ο …άλλος Μπετόβεν, εκείνος της εσωστρέφειας, της μελαγχολίας, των χαμηλών τόνων. Όπως σε αυτή τη διάσημη σονάτα, τη μάθαμε σαν «Σονάτα του Σεληνόφωτος» αλλά αυτό είναι μια ύστερη βάφτιση, ο ίδιος ο Μπετόβεν πιθανότατα δε σκεφτόταν φεγγάρια όταν την έγραφε αλλά μάλλον τον …ποδόγυρο μιας κόμισσας μαθήτριας του. Αν μη τι άλλο μπορεί να είναι κι αυτός μια πηγή υπερθετικών παθών…

Εναλλακτική επιλογή: Και αλήθεια, πόσα παιδικά δαχτυλάκια δεν έχουν ταλαιπωρήσει και ταλαιπωρηθεί από μελωδίες όπως το «Fuer Elise» στην αρχή του μεγάλου (ή μικρού) μεγάλο ταξιδιού τους στα ασπρόμαυρα πλήκτρα;

6. Franz Schubert – Winterreise, D. 911 (Op. 89) – Der Leiermann (1828)
Ο λυράρης. Τον οποίο κανένας δεν τον θέλει στο χωριό, κανείς δεν ακούει τη μουσική του, τα σκυλιά τον γαβγίζουν, αλλά αυτός εκεί, συνεχίζει να παίζει και να παίζει (θα μπορούσε να είναι και η έμπνευση για τον …Κακοφωνίξ του γνωστού κόμικ). Ένα από τα περίφημα Lieder, τραγούδια δηλαδή, του Σούμπερτ, μια από τις ωραιότερες μελωδίες που έχουν γραφτεί ποτέ για τα ασπρόμαυρα πλήκτρα (εδώ θα το διαλέξω στη συγκλονιστική εκτέλεση του τεράστιου Dietrich Fischer-Dieskau). O δίσκος (συγγνώμη, κύκλος τραγουδιών έπρεπε comme il faut να πω) λεγόταν «Winterreise», -ένα ταξίδι στο χειμώνα, συντροφιά η μουσική, έξω χιονίζει, μέσα μια αγκαλιά, αχ τι ρομαντικό- και περιείχε ποιήματα του Wilhelm Mueller, λυρικού ποιητή της εποχής, ο οποίος κατά το επίσης ….λυρικό συνήθειο πέθανε πολύ νέος, στα 33, ο Σούμπερτ πέθανε κι αυτός ακόμη νεότερος, στα 32, πιθανότατα από την «ποιητική» νόσο της σύφιλης, την ωχρά σπειροχαίτη. Νωρίτερα είχε προλάβει να γράψει πάνω από 600 (!) τραγούδια, κάμποσες συμφωνίες και άλλα έργα, δεν γνώρισε όμως και τη μεγαλύτερη επιτυχία όσο ζούσε (είχε τουλάχιστον μπόλικες επιτυχίες στα βιεννέζικα …φουστάνια). Κοντά ενάμιση αιώνα αργότερα οι Kraftwerk έκλειναν το «Trans-Europe Express» με μια ομότιτλη αφιερωμένη σύνθεση, ενώ η συγκεκριμένη μελωδία αποδείχθηκε διαχρονικά ανθεκτική, θα τη συναντήσουμε σε λίαν χαριτωμένη new wave μορφή από τους Family Fodder, σε μια απροσδόκητα πιστή ερμηνεία από τον Blixa (στην μάλλον άγνωστη ταινία «Just visiting this planet» του Peter Sempel), ενώ αξίζει να σημειώσουμε και την προσαρμογή των στίχων που έκαναν οι Covenant στη γερμανόφωνη εκδοχή του «Like Tears in Rain».

Εναλλακτική επιλογή: Der Mueller und der Bach

7. Johannes Brahms – Ungarischer Tanz No.11 in D Moll (1869)
Σας αρέσει ο Μπραμς; Αυτό μας είχε ρωτήσει κάποτε η θλιμμένη Φρανσουάζ Σαγκάν στο ομώνυμο βιβλίο της. Και δε θα διστάσω να απαντήσω στην ερώτηση. Ναι, μου αρέσει ο Μπραμς. Όλος; Όχι ασφαλώς, σαν συνθέτης είχε και (πολλές) στρυφνές στιγμές, κατά βάση ήταν κλασικός βέβαια, στην γενεαλογική γραμμή Μπετόβεν θα τον αναζητήσουμε και στην αυτοκρατορική Βιέννη θα τον βρούμε (αν και ξεκίνησε από το κρύο Αμβούργο του Βορρά). Που και που όμως έγραφε και κανένα ποπ έργο για τα προς το ζην, καλή και η κουλτούρα, κάτι πρέπει να φάμε όμως, με χαρακτηριστικότερο δείγμα τούτο εδώ, τη συλλογή με τους ουγγρικούς χορούς. Μου αρέσουν και οι Ούγγροι, μια από κάθε άποψη ανορθογραφία στη μέση της Ευρώπης, πραγματικό χωνευτήρι και σταυροδρόμι ετερόκλητων πολιτισμών. Και με σπουδαία μουσική παράδοση. Από έναν δίσκο λοιπόν ο οποίος έβγαλε πολλά single (εεε, συγγνώμη, η δύναμη της συνήθειας!), ο οποίος έχει τέλος πάντων ένα σωρό γνωστές μελωδίες (με τον αριθμό 1, 4, 5, 6, 7, 9), θα διαλέξω μια λιγότερο γνωστή (τι σόι ελιτιστές ήμαστε;), την Νο. 11, όχι μόνο γιατί είναι πραγματικά αγαπημένη, αλλά γιατί είναι και εξ ολοκλήρου γραμμένη από τον συνθέτη, χωρίς να είναι μεταγραφή κάποιου παραδοσιακού ρυθμού.
Λοιπόν τι λέτε τελικά, σας αρέσει ο Μπραμς;

Εναλλακτική: Immer leiser wird mein Schlummer (τραγούδι είναι αυτό, το λένε και κάποιοι φίλοι στα live τους, άντε να δισκογραφήσουν για να μάθει και ο υπόλοιπος κόσμος τους Ήττα Βήττα)

8. Johann Strauss – Die Fledermaus (Ouverture) (1874)
Ο υιός. Γιατί υπάρχει και πατήρ αλλά και υιός του υιού. Ο υιός όμως, τους ξεπέρασε αμφότερους σε φήμη και υστεροφημία, αποκλήθηκε βασιλιάς των τριών τετάρτων, του βαλς δηλαδή, ύμνησε τον κάποτε γαλάζιο Δούναβη, τον Κάιζερ και την αυτοκράτειρα του με κάθε δυνατό τρόπο, οι συνθέσεις του ήταν τα ποπ σουξέ των καιρών του, ο ίδιος έφτασε να κάνει μέχρι και περιοδείες στην Αμερική. Και σήμερα αποτελεί πλέον συστατικό στοιχείο του τουριστικού μύθου της Βιέννης αλλά και συστατική μουσική υπόκρουση οικογενειακών πρωτοχρονιάτικων τραπεζιών μέσα από τη συναυλία της Φιλαρμονικής της Βιέννης (πως μας δονεί του Κωστάλα η φωνή). Το πιο …σοβαρό του έργο είναι τούτη η οπερέτα, η «Νυχτερίδα», η οποία κάτω από την εύθυμη επικάλυψη μιας κλασικής ιστορίας παρεξηγήσεων και συζυγικής απόπειρας ξενοπηδήματος, κρύβει και μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση. Ειδικά εάν διαβαστεί μέσα από τα συμφραζόμενα της εποχής, διαπιστώνει κανείς μια νοσταλγική ματιά στο life style των παλιών καλών λαμπερών ημερών, στα χρόνια πριν από την «κρίση» η οποία ταλάνιζε τότε την άλλοτε κραταιά Αυστροουγγαρία (τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει;). Όπως και να έχει πάντως, αυτή η εισαγωγή πάντως είναι ένα οκτάλεπτο tour de force, μια επίδειξη των ικανοτήτων του Strauss να συνθέτει πιασάρικες, σπιρτόζικες και απόλυτα ευκρινείς μελωδίες.

Εναλλακτική επιλογή: Fruehlingsstimmen, Op. 410

9. Nikolai Rimsky-Korsakov – The Kalendar Prince (1888)
Πως …εξελλήνισε ο Μάνος ο Λοΐζος κάποτε τον Σεβάχ τον θαλασσινό, αυτόν τον θρυλικό Άραβα ήρωα που ξεπήδησε από τις σελίδες των 1001 νυχτών και την οργιαστική φαντασία της Σεχραζάτ, προικίζοντας τον με φιλντισένιο μαρκούτσι και βάζοντας τον να επικαλείται (μα) τον άγιο Κωνσταντίνο; Κατά έναν τρόπο κάτι τέτοιο έκανε και ο Rimsky-Korsakov σε αυτή τη συμφωνική σουίτα, το δεύτερο μέρος της οποία διαλέγω για την λίστα αυτή: θέλοντας να ξεφύγει από τα κατεστημένα όρια της δυτικής λόγιας μουσικής, και αναζητώντας το μπόλιασμά της με ρωσικές λαϊκές καταβολάδες, πρόσθεσε στο μείγμα ένα άρωμα Ανατολής (η Ρωσία άλλωστε ποτέ δεν αισθάνθηκε και δεν υπήρξε πραγματικά συνειδητό κομμάτι της Δύσης). Σήμερα μπορεί να το λέγαμε και έθνικ, εκείνα τα χρόνια τέτοιες ενέργειες εντάσσονταν στα πλαίσια ενός ρομαντικού εθνικ-ισμού ο οποίος σάρωνε τον κόσμο των κληρονομικών από τον μπαμπά μοναρχιών. Ο Rimsky-Korsakov ήταν μάλιστα μέλος της Ομάδας των Πέντε, μιας ομάδας πέντε (προφανώς!) ρώσων συνθετών (με ονομαστότερους τον Μουσόργκι και τον Μποροντίν) οι οποίοι έψαχναν κι αυτοί την διακριτή ρώσικη ταυτότητα στην λόγια μουσική. Με αρκετή επιτυχία όπως έδειξε η ιστορική συνέχεια. Όπου και αν ανήκει πάντως, αυτή εδώ είναι μια λαμπρή, κρυστάλλινη και πολυδιάστατη μελωδία, ψήγματα (έως και …γκουμούτσες ολόκληρες) της οποίας βρίσκουμε σε αναρίθμητα επικά soundtrack του Hollywood.

Εναλλακτική επιλογή: The invisible city of Kitezh (Prelude)

10. Richard Strauss – Tanz mit sieben Schleiern (1905)
Το όνομα Στράους στις γερμανόφωνες χώρες δεν είναι και σαν το Παπαδόπουλος, είναι όμως σαν το …Γεωργιάδης (σε συχνότητα). Καμία σχέση λοιπόν με την παραπάνω οικογένεια, τόσο συγγενολογικά όσο και μουσικά, αν και ο Ριχάρδος είχε στην εποχή του την εκτίμηση και των πολλών (του κόσμου) και των λίγων (των συνάδελφων του). Και όχι άδικα (κι ας είχε αργότερα μια κάπως χμμμ ύποπτη σχέση με το καθεστώς του Αδόλφου). Εκμεταλλευόμενος αυτή του την απήχηση δεν δίσταζε να προκαλεί και να σοκάρει ενίοτε. Με διάφορους τρόπους. Με το ανέβασμα ενός συμφωνικού του έργου του σε ένα αμερικάνικο …Mall. Με την απλόχερη χρήση τρίτονων διαστημάτων, στα οποία είχε μείνει η ρετσινιά από τον εκκλησιαστικό μεσαίωνα ότι είναι χυδαία έργα του σατανά (θυμάστε το κομμάτι των Tuxedoomoon «Tritone (Musica Diablo») ή τον δίσκο των Slayer «Diabolus in Musica»;) Ή εδώ, στην όπερα «Σαλώμη» (από ένα έργο του Oscar Wilde), όπου βάζει την Σαλώμη να φιλάει το (κομμένο) κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή, αφού πρώτα χορέψει τούτο τον εντυπωσιακό «χορό των επτά πέπλων».

Εναλλακτική επιλογή: Don Quixote, Op.35 – IV: Variation II

11. John Cage – 4’33» (1952)
Θα διάλεγα το ύστερο του «Souvenir» από το 1983, στο οποίο γυρνάει πίσω στον Bach, έτσι για να κλείσω κυκλικά αυτό το αφιέρωμα, αλλά η καταλυτική δύναμη του κομματιού αυτού δεν μου άφησε επιλογή. Το γνωστό κομμάτι με την σιωπή, του οποίου ναι, υπάρχει και κυκλοφορεί (και πωλείται!) η παρτιτούρα του (λευκές σελίδες), όπως υπάρχει και σε mp3 ακόμη για κατέβασμα (σεβαστού μεγέθους ΜΒ αν θέλεις …ποιότητα). Πολλοί συνθέτες είχαν χρησιμοποιήσει ανέκαθεν τη σιωπή σαν όργανο, ο Cage ήταν αυτός που την έκανε …σόλο (και με μια διάσταση χιούμορ ασφαλώς, όπως οφείλει να είναι ο κάθε …σοβαρός πειραματισμός). Έκανε στη μουσική ότι και ο Μάλεβιτς στη ζωγραφική (με τον γνωστό του πίνακα «Άσπρο σε άσπρο») ή από μια άλλη οπτική γωνία ότι έκανε ο Duchamp σε όλες τις τέχνες με τον ουρητήρα του (διόλου τυχαία έγραψε και κομμάτι για αυτόν). Μουσική για σκέψη, για τη σχέση δημιουργού και ακροατή, μουσικής και περιβάλλοντος, ήχου και σιωπής. Κι ας κατέληξε και ο ίδιος τελικά ότι σιωπή …δεν υπάρχει.

Εναλλακτική επιλογή: Imaginary landscape #1

Και μερικά ακόμη για να συμπληρώσουμε εικοσάδα:

12. Johann Pachelbel – Kanon und Gigue fuer 3 Violinen mit Generalba? (1694)
Ο κανόνας. Κυριολεκτικά κανόνας. Λίγο παραλλαγμένος, λίγο πιο αργός, λίγο πιο γρήγορος, με άλλη ενορχήστρωση, όπως και να έχει, τον κανόνα τον ανακαλύπτουμε στα πιο απροσδόκητα μέρη (και δεν εννοώ τις γαμήλιες τελετές!). Όχι μόνο στο «Rain and tears» των Aphrodite’s Child, όπου άλλωστε είναι σαφής και ξεκάθαρος, αλλά και σε κομμάτια όπως το «Go West» των Pet Shop Boys ή το …»I should be so lucky» της Kylie (αν πιστέψουμε βέβαια τον Waterman που το ισχυρίστηκε). Το αξιοπερίεργο δε για μια τόσο επιδραστική μελωδία είναι ότι …ανακαλύφθηκε και δημοσιεύτηκε μόλις το 1919.

13. Henry Purcell – Music for the Funeral of Queen Mary, March (z860a) (1695)
Κι αν αναγνωρίσατε εδώ το περίφημο θέμα από το Κουρδιστό Πορτοκάλι (δεύτερη αναφορά σε τούτο το κείμενο στον Walter Carlos), στην πραγματικότητα η πένθιμα τελετουργική αυτή μουσική ανήκει στον Henry Purcell, σημαντικό άγγλο συνθέτη της μπαρόκ, και γράφτηκε για την κηδεία της βασίλισσας Μαίρης της ΙΙ. Τα χρόνια πέρασαν, η μνήμη της βασίλισσας απασχολεί μόνο τους ιστοριοδίφες της εποχής, η μουσική όμως αποδείχθηκε άφθαρτη. Δεν είναι και λίγοι οι σύγχρονοι μουσικοί που μνημονεύουν τον Purcell ως επιρροή (ακόμη και οι …Who για παράδειγμα), αξίζει όμως να σταθείτε και να ακούσετε τη συγκλονιστική απόδοση που επιφύλαξε ο Klaus Nomi στο «Cold song» από τον «Βασιλιά Αρθούρο». Δύσκολα θα μείνει τρίχα στη θέση της…

14. Georg Friedrich Haendel – Dixit Dominus HWV 232 (Chorus) (1707)
Κοσμοπολίτης τύπος αυτός ο Χέντελ. Ή καλύτερα τύπος της ενωμένης Ευρώπης. Δεν είναι περίεργο ότι σήμερα άλλοι τον αποκαλούνε Τζορτζ και άλλοι Γκέοργκ, ο ίδιος ναι μεν γεννήθηκε στη Γερμανία (στη Σαξονία βασικά, δεν υπήρχε ακόμη Γερμανία τότε), έγινε όμως γνωστός επιλέγοντας σαν πατρίδα του την Αγγλία, στην οποία βρίσκεται και η τελευταία του κατοικία στο αβαείο του Ουέστμίνστερ (ακόμη δεν είχαν γίνει οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι και το Μουντιάλ του 1966, οπότε οι λαοί αυτοί δεν είχαν ακόμη πολλά να χωρίσουν). Από την άλλη όμως, πολλές συνθέσεις του τις συναντάμε ακόμη και σε συλλογές με τίτλο «Τα καλύτερα του …ιταλικού μπαρόκ», ενδεικτικό της μεσογειακής «Italian chic» ευαισθησίας η οποία τον χαρακτήριζε, σε αντίθεση με την αυστηρότητα της προτεσταντικής πίστης την οποία δεν έπαψε να υπηρετεί γράφοντας εντυπωσιακούς ψαλμούς όπως τον εν λόγω. Tάδε έφη Κύριος.

15. Frederic Fran?ois Chopin – Notturno Νο. 20 en Do# mineur (1830)
Notturno, νυχτερινό, νυχτωδία, νυχτέρι, φθινοπωρινός κήπος, τα φύλλα πέφτουν, ένα παράθυρο ανοιχτό, μια μουσική δραπετεύει από μέσα, δειλά μαθήματα πιάνου, μπορεί να είναι και Κυριακή. Σαν να έχουν δίκιο όσοι λένε ότι ο Σοπέν είναι απόλυτα ρομαντικός συνθέτης. Πέθανε και νέος από τη νόσο των ποιητών την φυματίωση, ερωτεύτηκε με πάθος και αφοσιώθηκε με σχεδόν απόλυτη αφοσίωση στο πιάνο, με μια λιτή αλλά απόλυτα εκφραστική συναισθηματικότητα και μελωδίες τόσο φυσικά πλήρεις που μοιάζουν αυτονόητες. Το σοπενίζειν εστί φιλοσοφείν…

16. Richard Wagner – Siegfrieds Trauermarsch (από την όπερα «Goetterdaemmerung» (1876)
Ήταν ο Wagner φασίστας ή ναζί; Όχι.
Ήταν όμως πυρακτωμένος γερμανός εθνικιστής και αντισημίτης; Ναι.
Παρολ’ αυτά ο εθνικισμός εκείνα τα χρόνια δεν είχε και μια προοδευτική διάσταση, ή κάνω λάθος; Όχι, έτσι είναι.
Η μουσική του μπορεί να χαρακτηριστεί ολοκληρωτική; Ναι, μπορεί, σήμερα μπορεί να την λέγαμε «larger than life».
Αλλά και ρομαντική; Κατά κάποιο τρόπο, ναι.
Κάπου διάβασα ότι ο φασισμός είναι ένας ρομαντισμός τραβηγμένος στα άκρα. Ναι, έχει βάση.
Και σήμερα ακόμη προκαλεί αντιδράσεις; Ναι, δες π.χ. τι έγινε όταν πήγε ο Daniel Barenboim να παρουσιάσει έργα του στο Ισραήλ.
Λένε πολλοί ότι η έννοια του Leitmotiv την οποία εισήγαγε, είναι ο πρόδρομος της μουσικής για τον κινηματογράφο; Καλά το λένε (και βασικά ήταν ο Αντόρνο που το είπε).
Και επηρέασε πολλούς μουσικούς μετά από αυτόν; Όχι, θα το έθετα πιο αξιωματικά: ουσιαστικά δεν υπάρχει η μουσική του 20ου αιώνα χωρίς τον Wagner.
Μήπως λοιπόν είναι απλά παρεξηγημένος; Ναι. Όχι.
Τελικά, έχουν καμία σημασία όλα αυτά; Ναι. Όχι. Εξαρτάται. Από το πλαίσιο και την ερμηνεία…
[Όπως πολύ καλά (δεν) καταλάβατε, ακόμη το παλεύω με τον Ριχάρδο]

17. Erik Satie – Airs a faire fuir (1897)
Δυσκολεύομαι να μην βάλω εδώ το «Gnossienne No. 1», αυτή την καταλυτικά συγκινητική και ιδιοφυή μέσα στην απλότητα της μελωδία. Σε ένα έργο πάντως δυσανάλογα μικρό σε σχέση με την κατοπινή επίδραση του, ο Satie κρύβει όμως και κάμποσα ακόμη καλούδια, όπως π.χ. το «Airs a faire fair», από μια δουλειά η οποία είχε τίτλο «Pieces froids». Κρύα κομμάτια δηλαδή, να το πούμε γαλλικό coldwave(;), γιατί όχι, εκείνα τα χρόνια άλλωστε είχε στηθεί μια γαλλική σκηνή η οποία ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με εκείνη των άσπονδων γειτόνων Γερμανών (δεν ήταν μόνο ο Satie, βάλτε μαζί και τον Debussy, τον Gabriel Faure και άλλους). Εκεί λοιπόν που ο Wagner εξαπέλυε συμφωνικές σιδερόφρακτες …μεραρχίες ιππικού, η γαλλική απάντηση ήταν η πλήρης απογύμνωση (λέτε να ήταν τυχαίος ο τίτλος «Γυμνοπαιδιές»;). Οι νότες εδώ αραιώνουν, αφήνουν κενούς χώρους για σκέψεις και συναισθήματα, οι τόνοι χαμηλώνουν, το πεντάγραμμο δεν ασφυκτιά, η σιωπή αναπνέει. Κατά κάποιο τρόπο μπορούμε να πούμε ότι οι Γάλλοι ακολούθησαν τις επιταγές του …Νίτσε, ο οποίος (ναι!) δεν είχε σε πολύ μεγάλη εκτίμηση τους συμπατριώτες του έτσι κι αλλιώς, και είχε γράψει την περίφημη προτροπή «Il faut mediterraniser la musique».

18. Ottorino Respighi – I pini di Roma (1924)
Να κι ένας ο οποίος δεν κατατάσσεται στους γίγαντες και στους ογκόλιθους της τέχνης του. Και όχι μόνο αυτό, ήταν και αναχρονιστικός στην εποχή του, ο 20ος αιώνας γενικότερα χαρακτηρίζεται από την πυρετώδη αναζήτηση του για νέους τρόπους έκφρασης μέσα από τον πειραματισμό, μια έννοια προσφάτως εισηγμένη από τα επιστημονικά χωράφια. Ο Respighi αντιθέτως έγγραφε μουσική με τα μάτια στραμμένα προς τους πίσω αιώνες. Αλλά και στην πόλη της καρδιάς του, τη Ρώμη, τα πεύκα της οποίας εικονογραφεί μουσικά σε αυτό το συμφωνικό ποίημα. Ιδανικό soundtrack για περιδιάβαση στα σοκάκια της αιώνιας πόλης, από την Βίλα Μποργκέζε μέχρι πάνω στον λόφο Τζιανίκολο κι έξω προς την Αππία Οδό και τις Κατακόμβες.

19. Hanns Eisler – Vierzehn Arten den Regen zu beschreiben (1941)
Η ζωή και το έργο ακόμη του Hanns Eisler είναι μια πραγματική συμπύκνωση της ιστορίας του 20ου αιώνα. Χρόνια ακραία, δύσκολα, εποχές που τα πολιτικά πάθη χτύπαγαν κυριολεκτικά ένα αιματοβαμμένο κόκκινο, ο αυστριακός Eisler επέλεξε την πολιτική στράτευση, έγραψε τραγούδια από εκείνα που κατεβάζουν το λαό τους δρόμους με όπλα στους ώμους, συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τον Brecht, έγραψε soundtrack για ταινίες αλλά και τον εθνικό ύμνο της Ανατολικής Γερμανίας. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η λαϊκή του συμπόρευση ερχόταν σε αντίθεση με τις ακαδημαϊκές του καταβολές, υπήρξε μαθητής και από τους καλύτερους μάλιστα, του διαβόητου Arnold Schoenberg, ο δωδεκαφθογγισμός του οποίου ήταν κατ’ ουσία η απόλυτη έκφραση περιφρόνησης του μαζικού γούστου («φωνή λαού, φωνή διαβόλου» όπως έλεγε ο ίδιος). Που και που μάλιστα επέστρεφε στις ρίζες του αυτές. Όπως σε τούτο το κουιντέτο το οποίο έγραψε το μαύρο 1941 πάνω στην παλαιότερη ταινία του Ολλανδού Joris Ivens «Regen», ένα στοιχειωτικό βωβό πορτραίτο του Άμστερνταμ υπό βροχή. 14 τρόποι να περιγράψεις την βροχή, ήδη ο τίτλος σε υποβάλλει μεταδίδοντας αισθήματα νερένιας μοναξιάς με τις νότες να πέφτουν …ατονικά και ακανόνιστα σαν πραγματικές σταγόνες. Από τα καλύτερα δείγματα της δύσκολης και αχώνευτης αυτής τεχνικής. Το οποίο μάλιστα αφιέρωσε στον ίδιο τον Schoenberg για το εβδομηκοστά γενέθλια του. Σαν να του έλεγε, «κοίτα δάσκαλε τι μπορώ να κάνω»…

20. Dmitri Dmitrievich Shostakovich – Suite from «The First Echelon», Op. 99a: Waltz (1956)
Άλλος ένας μεγάλος ο οποίος έζησε τον εικοστό αιώνα κυριολεκτικά στο πετσί του, κάτι που ενίοτε αποτυπωνόταν και στη μουσική του (ειδικά με συγκλονιστικό τρόπο στην συμφωνία την οποία έγραψε μέσα από το πολιορκημένο και βομβαρδισμένο Λένινγκραντ). Πέρασε όλη την ενήλικη του ζωή στην Σοβιετική Ένωση, κατάλαβε στην πράξη (ή μήπως όχι;) τι εστί σοσιαλιστικός ρεαλισμός, για πολλά δε χρόνια «χόρευε» ένα επικίνδυνο βαλς με τον Στάλιν, το οποίο πολλές φορές τον έφερε στα όρια της θανατερής μαύρης λίστας του πατερούλη, το δε έργο είναι παρολ’ αυτά (ίσως και γι’ αυτά) απίστευτα πολυποίκιλο σε αποχρώσεις και επιρροές. Οι οποίες φτάνουν μέχρι και την τζαζ. Το διάσημο ανάλαφρο αυτό βαλσάκι το οποίο πολλές φορές απαντάται ως «Jazz suite No. 2», στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξε με τον τίτλο. Κι αν αυτό είναι ίσως ένα τα λάθη τα οποία η πολλή χρήση τελικά καθιερώνει, αξίζει για την αποκατάσταση της αλήθειας να σημειώσουμε ότι πρωτοακούστηκε στην ταινία του Mikhail Kalatozov «First Echelon» το 1956.

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr