Κλασικά Μουσικογραφημένα

Ταξίδι στην ιστορία της κλασικής μουσικής με 20 στάσεις


Henry Purcell

Ψίθυρος:
– «Μαλάκα, είδες αυτή τη γκόμενα που κάθεται μπροστά-μπροστά, σαν κελεμπία…»
– «Σκάστε, πάτε αλλού να μαλακιστείτε ρε ζώααα. Α στο διάολο από δω…
Διάλογος βγαλμένος μέσα από τη ζωή; Πιθανόν. Σίγουρα είναι βγαλμένος από τον τελευταίο δίσκο των Lost Bodies, από ένα κομμάτι με τίτλο «Οι Lost Bodies στο Μέγαρο Μουσικής».

Καμία φορά σκέφτομαι ότι δε συμπαθώ καθόλου τους λεγόμενους …ρέκτες της κλασικής μουσικής. Από την άλλη σκέφτομαι ότι δε συμπαθώ επίσης καθόλου τα λεγόμενα indie kids. Νομίζω γενικά δε συμπαθώ τους φανατικούς κανενός είδους μουσικής. Ανάδελφος άνθρωπος, παιδί μου…

Κάθε είδος μουσικής έχει τους στερεότυπους ακόλουθους του, όσο δε κι αν αντιπαθούμε κατ’ αρχήν τα στερεότυπα και τις γενικεύσεις, η πραγματικότητα είναι εκεί για να μας αποδεικνύει ότι αυτά έχουν και μια χειροπιαστή βάση. Η δε προβλέψιμη επιβεβαίωση τους είναι ενίοτε λίαν διασκεδαστική για τον εξωτερικό παρατηρητή. Έτσι λοιπόν, δύσκολα συγκρατώ τα γέλια μου όταν σε συναυλία κλασικής μουσικής η δίπλα χαϊχλίδογλου με την εξαντλητικά ξασμένη (ειδικά για την περίσταση) ξανθή κουρούπα και η συνοδεύουσα ασφυκτικά γραβατωμένη κοιλιά με τη δρωτσίλα, θα κάνει το επιτιμητικό «σσσσ» σε όποιον τολμήσει να ψιθυρίσει, να βήξει ή ακόμη και (ο μον ντιέ) να χειροκροτήσει σε λάθος σημείο, ενώ ο ίδιος ως βαθύς γνώστης θα χειροκροτήσει ακριβώς πέντε δευτερόλεπτα πριν τελειώσει το κομμάτι, ανακράζοντας με στεντόρεια φωνή «μπράβο, μπράβο». Για να μην περάσουμε και στην αρθρογραφία, στις κριτικές και τις παρουσιάσεις των κλασικών συναυλιών, η στεγνότητα και η (ψευδο)λογιοσύνη των περισσοτέρων εξ αυτών κάνουν τις οδηγίες χρήσης της καινούργιας μου ηλεκτρικής σκούπας να μοιάζουν ένα σέξυ συναρπαστικό ανάγνωσμα.

Αυτός ο Μάλερ τα φταίει όμως (ίσως και γι’ αυτό να μην τον συμπεριέλαβα στην παρακάτω ανθολόγηση, χεχε), αυτός ήταν ο οποίος επέβαλε τον αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς που όλοι ξέρουμε, μέχρι τότε η έξοδος στην όπερα ήταν μια διασκέδαση, στο χώρο επικρατούσε οχλαγωγία και βοή (πως είναι σήμερα στο Gagarin;), αν μάλιστα μία άρια άρεσε στον κόσμο αυτός δεν δίσταζε να διακόψει την εξέλιξη και να ζητήσει repeat. Το δε γεγονός ότι με τα χρόνια οι ορχήστρες ολοένα και μεγάλωναν σε αριθμό μουσικών, δεν είναι εντελώς άσχετο με τις συνθήκες αυτές.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε και εντάθηκε και η ταξική διάσταση της κλασικής μουσικής, μια διάσταση η οποία εκφράζεται σήμερα από πολυτελή (ενίοτε και διαπλεκόμενα) κρατικο-ιδιωτικά μέγαρα και από μια ελιτίστικη περιφρόνηση προς κάθε είδους λαϊκότητα. Ανέκαθεν άλλωστε και σε όλους τους τομείς της ζωής κάπως έπρεπε να ξεχωρίζει ο λαός από το Κολωνάκι. Και η κλασική μουσική αποτέλεσε και αποτελεί ένα τέτοιο ελιτίστικο εργαλείο, «αυτή είναι η μουσική που πρέπει να σου αρέσει, η σοβαρή, η καλλιεργημένη» (και ας σημειώσω βέβαια ότι σημερινά ιερά τέρατα του χώρου αντιμετωπίστηκαν στην εποχή τους ως μουσικοί …δοσίλογοι όταν τόλμησαν να εντάξουν στα έργα τους λαϊκές επιρροές). Η δράση αυτή θα φέρει ασφαλώς και αντίδραση από την άλλη μεριά, θα σας καλέσω εδώ να θυμηθείτε και ταινίες του παλιού «καλού» ελληνικού κινηματογράφου οι οποίες βασίστηκαν σε αυτό ακριβώς το δίπολο, όπως π.χ. το «Μπετόβεν και μπουζούκι» ή το «Από τα αλώνια στα σαλόνια» (με τον Νίκο Ρίζο ανεβασμένο σε ένα σκαμπό για να παίξει το κοντραμπάσο του σε μια νυσταλέα άδεια αίθουσα).

Έχουν σχέση όλα αυτά με την ουσία της μουσικής; Έχουν, αλλά καλό είναι να τα παραμερίζουμε και κατά το δυνατό να τα αγνοούμε. Όπως οφείλουμε να ξεπεράσουμε μια για πάντα εξιδανικεύσεις του τύπου «η μουσική σε κάνει καλύτερο άνθρωπο». Και να μην ξεχάσουμε ποτέ εκείνο τον διοικητή-κάθαρμα ενός ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης ο οποίος μπορούσε να συγκινηθεί μέχρι δακρύων από μια μελωδία του Σοπέν την ώρα που υπέγραφε μαζικές θανατικές καταδίκες στα κρεματόρια…

Αφιέρωμα στην κλασική μουσική λοιπόν, και πολλές οι δυσκολίες και οι παγίδες, οι οποίες δεν εντοπίζονται μόνο στο χρονικό αχανές του θέματος. Είναι που εάν προσθέσουμε στην εξίσωση και τις πάμπολλες διαφορετικές εκτελέσεις από διαφορετικούς ερμηνευτές, ορχήστρες και μαέστρους (σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς κιόλας), η μπάλα σύντομα θα χαθεί. Μόνος ασφαλής οδηγός για εμάς τους ανειδίκευτους είναι ο κανόνας «ακολούθα την πεπατημένη», τις γνωστές εταιρείες (π.χ. Deutsche Grammophon, ΕΜΙ, Decca, ECM), τους γνωστούς διευθυντές και μουσικούς. Ας ξεχάσουμε λοιπόν εδώ την τόσο προσφιλή μας λογική του «χαμένου διαμαντακίου»…

Δεν ξέρω αν στις δυσκολίες πρέπει να προσθέσω και το ότι πιθανώς χαλάμε έτσι το «εναλλακτικό» indie ίματζ μας (το ποιο;;), πάντως ακόμη κι όποιος ακούει neofolk, ambient, progressive, ηλεκτρονική ή αποθεώνει συγκροτήματα όπως ους Tuxedomoon, τους Dead Can Dance, τους Beatles, εάν βγάλει τον μαϊντανό της προκατάληψης από τα αυτιά, ίσως να ανακαλύψει στις αγαπημένες του μουσικές νήματα τα οποία οδηγούνε πολύ πίσω στον χρόνο.
Για να κάνουμε επίσης τη ζωή μας λίγο πιο εύκολη κι απλή, δεν θα μπλέξουμε εδώ με θέματα ορισμών. Ας θυμόμαστε όμως σαν …κρατούμενο ότι η κοινή χρήση του όρου «κλασική μουσική» είναι εξ ορισμού προβληματική, η «κλασική μουσική» αφορά μόνο μία λίαν συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας, από κει και πέρα άλλο πράγμα είναι ο ρομαντισμός, άλλο το μπαρόκ, άλλο η προκλασική, και εννοείται άλλο η σύγχρονη (και ναι, ο όρος «σύγχρονη κλασική μουσική» είναι εγγενώς και αντιφατικά άτοπος).

Η προσωπική διάσταση στο παρόν αφιέρωμα, αυτονόητη υποθέτω, δεν πρέπει να αγνοηθεί, έτσι δικαιολογώ εκ των προτέρων κάποιες χτυπητές απουσίες, για παράδειγμα γενικά δεν μου αρέσουν οι όπερες, ειδικά οι Τόσκες-Νόρμες-Μαντάμ-Γαρίδες-Μπατερφλάι, μου φαντάζουν αποστειρωμένες επιδείξεις φωνητικών ικανοτήτων (θυμάμαι συνειρμικά τον κατά-Γκιωνάκη ορισμό της όπερας: «Γύρω από ένα κρεβάτι, όλοι τραγουδούν «ο άρρωστος είναι βαριά, ο άρρωστος είναι βαριά», αλλά κανείς δεν τρέχει να φωνάξει έναν γιατρό»).

Δεν έχει άλλες επεξηγήσεις, ακολουθούν 20 κομμάτια αγαπημένα, εστίασα περισσότερο σε παλαιότερους καιρούς, τη …σύγχρονη κλασική του 20ου αιώνα θα καλύψει κυρίως ο Πάνος ο Πανότας. Μια μικρή εισαγωγή για αρχαρίους είναι, στην ουσία δεν θα βρέξουμε ούτε τους αστραγάλους μας. Από κάπου πρέπει να αρχίσει πάντως κανείς. Από κει και πέρα, δεν τελειώνει ποτέ αυτή η μουσική. Και η μουσική γενικότερα…

Με σειρά χρονολογική από τα παλιά προς το σήμερα λοιπόν:

1. Guillaume de Machaut – Douce Dame Jolie (14os αιώνας)
Από τα ωραιότερα τραγούδια όλων των εποχών, με την κυριολεκτική σημασία των «όλων των εποχών», στην ροκ δημοσιογραφία γαρ όλες οι εποχές ξεκινούν κάπου το …1955 (εσχάτως και το 1977). Η ars nova, η νέα τέχνη δηλαδή, στην οποία εντάσσεται συνήθως και ο εν λόγω συνθέτης και ποιητής, υπήρξε κάτι σαν το …new wave του Μεσαίωνα. Ήτοι, μια τάση ανανέωσης της μουσικής, βασικά μέσω της απελευθέρωσης της από τα εκκλησιαστικά πλαίσια και της εκκοσμίκευσης της, με τις σύνθετες πολυφωνικές (και όχι μόνο) τεχνικές να χρησιμοποιούνται πλέον για να δοξολογήσουν όχι μόνο το μεγαλείο θεών, αγίων και αγγελακίων, αλλά και πιο προσιτών …γήινων πλασμάτων. Μιας όμορφης γλυκιάς κυρίας, για παράδειγμα. Πολλές εκτελέσεις υπάρχουν για το κομμάτι αυτό του Guillaume de Machaut, διαλέγω εδώ μια όμορφη και σχετικά πρόσφατη από την Annwn, μιας Γερμανίδας η οποία επιλέγει να ηχογραφεί με όνομα το οποίο παραπέμπει στον «άλλο κόσμο» της ουαλικής μυθολογίας.

Εναλλακτική επιλογή: Je vivroie liement

2. Jean-Baptiste Lully – Le bourgeois gentilhomme – Marche pour la ceremonie des Turcs (1670)
Αν αποκαλέσεις σήμερα έναν καλλιτέχνη «αυλικό» πιθανότατα θα προσβληθεί, τα σημερινά χρόνια άλλωστε η κολακεία και η υποταγή στην εξουσία εκδηλώνονται με πιο κεκαλυμμένους …σικ τρόπους (εκτός εάν είσαι αρκετά ανόητος να το κάνεις με γελοίες μαντινάδες). Τα παλιά τα χρόνια όμως, ως μουσικός και δη συνθέτης δεν είχες και πολλές επιλογές για ανεξάρτητη πορεία. Έτσι και ο συγκεκριμένος, ο Jean-Baptiste Lully, παρόλο που ξεκίνησε από γιος μυλωνά έφτασε να γίνει αρχιμουσικός/διασκεδαστής στην αυλή εκείνου του αλλοπαρμένου Λουδοβίκου του ΙΔ’ (πριν αυτός φυσικά γίνει …έπιπλο). Μεταξύ άλλων και πολλών έργων, έγραφε και μουσική για τα θεατρικά του Μολιέρου, το συγκεκριμένο είναι από τον «Αρχοντοχωριάτη», αν κι εμείς οι νεότεροι το πρωτογνωρίσαμε μέσα από την όμορφη ταινία «Όλα τα πρωινά του κόσμου» του Αλαίν Κορνώ (εκτέλεση του Jordi Savall). Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του γαλλικού μπαρόκ, τον προτιμώ από τους άλλους, από τον Charpentier π.χ. (τον kύριο «σήμα της Eurovision» ντε). Το οποίο γαλλικό μπαρόκ είναι κάπως σαν την γαλλική κουζίνα, φινετσάτο, πλούσιο, πλουμιστό, «παχυντικό», δεν μπορείς να το καταναλώσεις σε μεγάλες δόσεις, αλλά παραμένει γοητευτικό. Ειδικά εάν περιδιαβαίνεις τους κήπους των Βερσαλλιών, τέτοια μουσική ακούς από κρυμμένα ηχεία, κι ειδικά εάν ξεκόψεις από τις τουριστικές ορδές μπορεί και να ξεχαστείς και να περιμένεις στην επόμενη γωνιά να εμφανιστεί μια δέσποινα της αυλής με ομπρελίνο, κρινολίνο (και από κάτω καλτσοδέτα). Κι αν οι φαντασιώσεις μας σαν να παρεκτράπηκαν ελαφρώς, νομίζω είναι αντάξιες της μνήμης του μαέστρου, ο οποίος όπως λεν τα χρονικά, δεν είχε αφήσει ποδόγυρο για ποδόγυρο στο παλάτι.

Εναλλακτική επιλογή: Ballet royal de la nuit

3. Johann-Sebastian Bach – Toccata und Fuge in d-Moll (1704?)
O Μπαχ είναι παντού (και δεν φταίει που ήταν από μεγάλο σόι). Τον ακούς σε δημοφιλείς ποπ μελωδίες (πολλές κλεμμένες και μη-ομολογημένες, διασημότερη όλων το «Whiter shade of pale»). Πάμπολλες συνθέσεις του έχουν περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο, πρωτότυπες αλλά και διασκευασμένες (π.χ. ο δίσκος «Switched on Bach» του -όχι ακόμη Wendy- Walter Carlos θεωρείται μία από τις ιδρυτικές πράξεις της ηλεκτρονικής ποπ). Η συγκεκριμένη που διαλέγω εδώ είναι από τις πιο διάσημες, την αναγνωρίζεις με τη δεύτερη νότα κυριολεκτικά, τη διαλέγω όχι μόνο γιατί με γυρίζει σε παιδικές αναμνήσεις καθώς ήταν σήμα της γαλλικής εκπομπής «Μια φορά κι έναν καιρό ο άνθρωπος», αλλά γιατί είναι και από τα σπουδαιότερα έργα που γράφτηκαν ποτέ για εκκλησιαστικό όργανο. Αυτό το τεράστιο αερόφωνο πληκτροφόρο όργανο με τον μεγαλοπρεπή ήχο, που παράγει νότες οι οποίες αιωρούνται στον αέρα, θέλουν χώρο να πετάξουν ψηλά, να υμνήσουν τον Κύριο, είναι εμπειρία να ακούσεις το φτερούγισμα τους σε γοτθικούς χώρους όπως ο καθεδρικός της Κολωνίας, του Speyer, της Σαρτρ, σχεδόν μπορεί να καταφέρουν έναν άπιστο (καλή ώρα) να πιστέψει, έστω και για λίγο, έστω και στην ύπαρξη μιας κάποιας άυλης κοσμικής ενέργειας, μιας κάποιας έστω και άθρησκης μεταφυσικότητας. Ο ίδιος ο Μπαχ ήταν πραγματικά πιστός, πέρασε τη ζωή σεμνός και ταπεινός βάζοντας το ταλέντο του στην υπηρεσία του Κυρίου, για πολλά μάλιστα χρόνια μετά το θάνατο του το έργο του έμεινε στην αφάνεια (μέχρι και αναχρονιστικό θεωρήθηκε, ο δε γιος του ο Κάρολος Φίλιππος θεωρούνταν σπουδαιότερος). Μόνο αφού πέρασε ένας αιώνας+ αναγνωρίστηκε τελικά (ένα καλό μάθημα για όλους εμάς που σπεύδουμε να αποφανθούμε για διαχρονικότητες).
Και μια (ακόμη) προσωπική υποσημείωση: Κάποτε, πάνε κάμποσα χρόνια πια, με μια μικρή αλλά φιλόδοξη συλλογικότητα που είχαμε φτιάξει με φίλους, είχαμε την ευγενή πρόθεση να διοργανώσουμε μια εκδήλωση προς τιμή του Ιωάννη Σεβαστιανού με τον εύγλωττο τίτλο …Bach-αλα. Το γεγονός ότι ποτέ δεν τα καταφέραμε το φέρω ακόμη βαρέως…

Εναλλακτική επιλογή: Το σύντομο σκέρτσο της «Suite Nr. 2 h-Moll BWV 1067-Badinerie» ή το κατανυκτικό δίωρο δέος των Κατά Ματθαίου Παθών

4. Tomaso Albinoni/Remo Giazotto – Adagio in Sol Minore (1730?/1958)
Ας πούμε ότι σε λέγανε Τομάζο Αλμπινόνι, στον καιρό σου είχες αποκτήσει μια καλή φήμη, είχες γράψει καμιά …ογδονταριά όπερες, χώρια τα υπόλοιπα έργα, κάποιοι να λένε ότι επηρέασες και τον μεγάλο Μπαχ. Με κάποιο μεταφυσικό τρόπο λοιπόν, επιστρέψεις για ημέρα στα εγκόσμια έτσι για να ελέγξεις την υστεροφημία σου, κάπου εκεί στις αρχές του 21ου αιώνα. Διαπιστώνεις αρχικά όλο καμάρι ότι μια σύνθεση σου φιγουράρει σχεδόν σε κάθε συλλογή με τα best της κλασικής μουσικής, έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές ταινίες (κι ας μην καταλαβαίνεις καλά τι είναι αυτό), το έχουν «δανειστεί» και πολλοί δημοφιλείς βάρδοι της εποχής (όπως π.χ. κάποιοι Doors, κάπου τους είχες ακουστά αυτούς να παίζουν σε μία «μπάντα του ουρανού»). Και τελικά …προσγειώνεσαι ανώμαλα. Γιατί κάτι σου θυμίζει σαν στυλ, είναι σαν αυτά τα adagio, τα slow δηλαδή που γράφονταν τότε παλιά, αλλά δεν το αναγνωρίζεις το κομμάτι, αναρωτιέσαι «μα πότε το έγραψα εγώ αυτό, τόσοι αιώνες στον άλλο κόσμο λες να επηρέασαν τη μνήμη μου»; Και μαθαίνεις ότι είναι ένα έργο που ενορχήστρωσε ο μουσικολόγος και βιογράφος σου, ο Remo Giazzoto από ένα μέρος μιας εισαγωγής δικής σου, η οποία διασώθηκε ως εκ θαύματος από τον βομβαρδισμό της Δρέσδης. E, μετά φταις εσύ αν σιχτιρίσεις και ζητήσεις από τον Κύριο να σε ξαναπάρει από τούτο τον μάταιο και άδικο κόσμο;

Εναλλακτική επιλογή: Oboe Concerto in D minor, Op.9 N.2 (Σχόλιο του δημιουργού: αυτό είναι δικό μου, ναι!)

5. Ludwig van Beethoven – Klaviersonate Nr. 14 op. 27 Nr. 2 (Sonata quasi una Fantasia) (1802)
«-Τι άποψη έχετε για τον Μπετόβεν;
– Σπουδαίος. Ειδικά τα ποιήματα του»
Ο χαρακτηριστικός διάλογος μεταξύ δημοσιογράφων και Beatles τη στιγμή της απόβασης της βρετανικής μπάντας σε αμερικάνικο έδαφος. Ήταν η εποχή που είχαν πει και το «Roll over Beethoven» του Chuck Berry…
Έτσι είναι, το μέγεθος Μπετόβεν έχει μετατραπεί με τα χρόνια σε ένα σύμβολο, μια προτομή την οποία μπορείς να πλησιάσεις μόνο στα γόνατα ή με αυτοσαρκαστική ειρωνεία. Είναι το απρόσιτο μέτρο σύγκρισης. Ο μεγαλύτερος συνθέτης όλων των εποχών (με την πασίγνωστη κώφωση του να ποτίζει και αυτή την γιγάντωση του μύθου του). Και ένας πραγματικός επαναστάτης (αλήθεια πόσο πληθωρικά και αβίαστα χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη σήμερα;). Και τι δεν έκανε. Δεν είναι μόνο οι συμφωνίες του (με τις εναρκτήριες νότες της Πέμπτης Συμφωνίας να είναι ίσως οι πιο αναγνωρίσιμες στην ιστορία της μουσικής- μαζί με εκείνη την καθοριστικά τοποθετημένη νότα …σιωπής). Ούτε οι σονάτες και τα κοντσέρτα του, ή εκείνες οι περίφημες παραλλαγές (remix!) Diabelli. Το σημαντικότερο: ήταν εκείνος ο οποίος στάθηκε κάπου στη μέση της γέφυρας μεταξύ κλασικισμού και ρομαντισμού και ουσιαστικά δημιούργησε/εφηύρε έναν νέο ρόλο για τον μουσικό. Ο Μπετόβεν δεν έγραφε μουσική (μόνο) κατά παραγγελία, δεν έγραφε μουσική (μόνο) για να αρέσει στον κόσμο, δεν ασχολήθηκε με διδακτικά θέματα, αρχαίους μύθους και θρησκευτικές υμνολογίες, αλλά έγραφε μουσική από και για τον εαυτό του, για τα συναισθήματα, τα πάθη και τα ένστικτά του. Αυτό εξέφραζε και ο ρομαντισμός τότε σαν κίνημα, όχι ακρογιαλιές και δειλινά, κεριά και φεγγάρια, αλλά την ακόμη και υπερβολική και ανεξέλεγκτη υποταγή στο ανορθολογικό ακραίο συναίσθημα (μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και των σαρωτικών αέρηδων που αυτή απελευθέρωσε).
Το καλό (ή μήπως και το κακό;) ήταν ότι ο ίδιος είχε επίγνωση της αξίας του, σε αντίθεση με πολλούς άλλους απόλαυσε εν ζωή άφθονες δάφνες (και όχι μόνο) δόξας. Και αυτό έβγαινε και στη μουσική του, ειδικά στην ηρωική περίοδο του, η οποία είναι γεμάτη δύναμη, αυτοπεποίθηση, ένας πραγματικός χείμαρρος. Ο Μπετόβεν που εγώ προτιμώ, είναι ο …άλλος Μπετόβεν, εκείνος της εσωστρέφειας, της μελαγχολίας, των χαμηλών τόνων. Όπως σε αυτή τη διάσημη σονάτα, τη μάθαμε σαν «Σονάτα του Σεληνόφωτος» αλλά αυτό είναι μια ύστερη βάφτιση, ο ίδιος ο Μπετόβεν πιθανότατα δε σκεφτόταν φεγγάρια όταν την έγραφε αλλά μάλλον τον …ποδόγυρο μιας κόμισσας μαθήτριας του. Αν μη τι άλλο μπορεί να είναι κι αυτός μια πηγή υπερθετικών παθών…

Εναλλακτική επιλογή: Και αλήθεια, πόσα παιδικά δαχτυλάκια δεν έχουν ταλαιπωρήσει και ταλαιπωρηθεί από μελωδίες όπως το «Fuer Elise» στην αρχή του μεγάλου (ή μικρού) μεγάλο ταξιδιού τους στα ασπρόμαυρα πλήκτρα;

6. Franz Schubert – Winterreise, D. 911 (Op. 89) – Der Leiermann (1828)
Ο λυράρης. Τον οποίο κανένας δεν τον θέλει στο χωριό, κανείς δεν ακούει τη μουσική του, τα σκυλιά τον γαβγίζουν, αλλά αυτός εκεί, συνεχίζει να παίζει και να παίζει (θα μπορούσε να είναι και η έμπνευση για τον …Κακοφωνίξ του γνωστού κόμικ). Ένα από τα περίφημα Lieder, τραγούδια δηλαδή, του Σούμπερτ, μια από τις ωραιότερες μελωδίες που έχουν γραφτεί ποτέ για τα ασπρόμαυρα πλήκτρα (εδώ θα το διαλέξω στη συγκλονιστική εκτέλεση του τεράστιου Dietrich Fischer-Dieskau). O δίσκος (συγγνώμη, κύκλος τραγουδιών έπρεπε comme il faut να πω) λεγόταν «Winterreise», -ένα ταξίδι στο χειμώνα, συντροφιά η μουσική, έξω χιονίζει, μέσα μια αγκαλιά, αχ τι ρομαντικό- και περιείχε ποιήματα του Wilhelm Mueller, λυρικού ποιητή της εποχής, ο οποίος κατά το επίσης ….λυρικό συνήθειο πέθανε πολύ νέος, στα 33, ο Σούμπερτ πέθανε κι αυτός ακόμη νεότερος, στα 32, πιθανότατα από την «ποιητική» νόσο της σύφιλης, την ωχρά σπειροχαίτη. Νωρίτερα είχε προλάβει να γράψει πάνω από 600 (!) τραγούδια, κάμποσες συμφωνίες και άλλα έργα, δεν γνώρισε όμως και τη μεγαλύτερη επιτυχία όσο ζούσε (είχε τουλάχιστον μπόλικες επιτυχίες στα βιεννέζικα …φουστάνια). Κοντά ενάμιση αιώνα αργότερα οι Kraftwerk έκλειναν το «Trans-Europe Express» με μια ομότιτλη αφιερωμένη σύνθεση, ενώ η συγκεκριμένη μελωδία αποδείχθηκε διαχρονικά ανθεκτική, θα τη συναντήσουμε σε λίαν χαριτωμένη new wave μορφή από τους Family Fodder, σε μια απροσδόκητα πιστή ερμηνεία από τον Blixa (στην μάλλον άγνωστη ταινία «Just visiting this planet» του Peter Sempel), ενώ αξίζει να σημειώσουμε και την προσαρμογή των στίχων που έκαναν οι Covenant στη γερμανόφωνη εκδοχή του «Like Tears in Rain».

Εναλλακτική επιλογή: Der Mueller und der Bach

7. Johannes Brahms – Ungarischer Tanz No.11 in D Moll (1869)
Σας αρέσει ο Μπραμς; Αυτό μας είχε ρωτήσει κάποτε η θλιμμένη Φρανσουάζ Σαγκάν στο ομώνυμο βιβλίο της. Και δε θα διστάσω να απαντήσω στην ερώτηση. Ναι, μου αρέσει ο Μπραμς. Όλος; Όχι ασφαλώς, σαν συνθέτης είχε και (πολλές) στρυφνές στιγμές, κατά βάση ήταν κλασικός βέβαια, στην γενεαλογική γραμμή Μπετόβεν θα τον αναζητήσουμε και στην αυτοκρατορική Βιέννη θα τον βρούμε (αν και ξεκίνησε από το κρύο Αμβούργο του Βορρά). Που και που όμως έγραφε και κανένα ποπ έργο για τα προς το ζην, καλή και η κουλτούρα, κάτι πρέπει να φάμε όμως, με χαρακτηριστικότερο δείγμα τούτο εδώ, τη συλλογή με τους ουγγρικούς χορούς. Μου αρέσουν και οι Ούγγροι, μια από κάθε άποψη ανορθογραφία στη μέση της Ευρώπης, πραγματικό χωνευτήρι και σταυροδρόμι ετερόκλητων πολιτισμών. Και με σπουδαία μουσική παράδοση. Από έναν δίσκο λοιπόν ο οποίος έβγαλε πολλά single (εεε, συγγνώμη, η δύναμη της συνήθειας!), ο οποίος έχει τέλος πάντων ένα σωρό γνωστές μελωδίες (με τον αριθμό 1, 4, 5, 6, 7, 9), θα διαλέξω μια λιγότερο γνωστή (τι σόι ελιτιστές ήμαστε;), την Νο. 11, όχι μόνο γιατί είναι πραγματικά αγαπημένη, αλλά γιατί είναι και εξ ολοκλήρου γραμμένη από τον συνθέτη, χωρίς να είναι μεταγραφή κάποιου παραδοσιακού ρυθμού.
Λοιπόν τι λέτε τελικά, σας αρέσει ο Μπραμς;

Εναλλακτική: Immer leiser wird mein Schlummer (τραγούδι είναι αυτό, το λένε και κάποιοι φίλοι στα live τους, άντε να δισκογραφήσουν για να μάθει και ο υπόλοιπος κόσμος τους Ήττα Βήττα)

8. Johann Strauss – Die Fledermaus (Ouverture) (1874)
Ο υιός. Γιατί υπάρχει και πατήρ αλλά και υιός του υιού. Ο υιός όμως, τους ξεπέρασε αμφότερους σε φήμη και υστεροφημία, αποκλήθηκε βασιλιάς των τριών τετάρτων, του βαλς δηλαδή, ύμνησε τον κάποτε γαλάζιο Δούναβη, τον Κάιζερ και την αυτοκράτειρα του με κάθε δυνατό τρόπο, οι συνθέσεις του ήταν τα ποπ σουξέ των καιρών του, ο ίδιος έφτασε να κάνει μέχρι και περιοδείες στην Αμερική. Και σήμερα αποτελεί πλέον συστατικό στοιχείο του τουριστικού μύθου της Βιέννης αλλά και συστατική μουσική υπόκρουση οικογενειακών πρωτοχρονιάτικων τραπεζιών μέσα από τη συναυλία της Φιλαρμονικής της Βιέννης (πως μας δονεί του Κωστάλα η φωνή). Το πιο …σοβαρό του έργο είναι τούτη η οπερέτα, η «Νυχτερίδα», η οποία κάτω από την εύθυμη επικάλυψη μιας κλασικής ιστορίας παρεξηγήσεων και συζυγικής απόπειρας ξενοπηδήματος, κρύβει και μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση. Ειδικά εάν διαβαστεί μέσα από τα συμφραζόμενα της εποχής, διαπιστώνει κανείς μια νοσταλγική ματιά στο life style των παλιών καλών λαμπερών ημερών, στα χρόνια πριν από την «κρίση» η οποία ταλάνιζε τότε την άλλοτε κραταιά Αυστροουγγαρία (τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει;). Όπως και να έχει πάντως, αυτή η εισαγωγή πάντως είναι ένα οκτάλεπτο tour de force, μια επίδειξη των ικανοτήτων του Strauss να συνθέτει πιασάρικες, σπιρτόζικες και απόλυτα ευκρινείς μελωδίες.

Εναλλακτική επιλογή: Fruehlingsstimmen, Op. 410

9. Nikolai Rimsky-Korsakov – The Kalendar Prince (1888)
Πως …εξελλήνισε ο Μάνος ο Λοΐζος κάποτε τον Σεβάχ τον θαλασσινό, αυτόν τον θρυλικό Άραβα ήρωα που ξεπήδησε από τις σελίδες των 1001 νυχτών και την οργιαστική φαντασία της Σεχραζάτ, προικίζοντας τον με φιλντισένιο μαρκούτσι και βάζοντας τον να επικαλείται (μα) τον άγιο Κωνσταντίνο; Κατά έναν τρόπο κάτι τέτοιο έκανε και ο Rimsky-Korsakov σε αυτή τη συμφωνική σουίτα, το δεύτερο μέρος της οποία διαλέγω για την λίστα αυτή: θέλοντας να ξεφύγει από τα κατεστημένα όρια της δυτικής λόγιας μουσικής, και αναζητώντας το μπόλιασμά της με ρωσικές λαϊκές καταβολάδες, πρόσθεσε στο μείγμα ένα άρωμα Ανατολής (η Ρωσία άλλωστε ποτέ δεν αισθάνθηκε και δεν υπήρξε πραγματικά συνειδητό κομμάτι της Δύσης). Σήμερα μπορεί να το λέγαμε και έθνικ, εκείνα τα χρόνια τέτοιες ενέργειες εντάσσονταν στα πλαίσια ενός ρομαντικού εθνικ-ισμού ο οποίος σάρωνε τον κόσμο των κληρονομικών από τον μπαμπά μοναρχιών. Ο Rimsky-Korsakov ήταν μάλιστα μέλος της Ομάδας των Πέντε, μιας ομάδας πέντε (προφανώς!) ρώσων συνθετών (με ονομαστότερους τον Μουσόργκι και τον Μποροντίν) οι οποίοι έψαχναν κι αυτοί την διακριτή ρώσικη ταυτότητα στην λόγια μουσική. Με αρκετή επιτυχία όπως έδειξε η ιστορική συνέχεια. Όπου και αν ανήκει πάντως, αυτή εδώ είναι μια λαμπρή, κρυστάλλινη και πολυδιάστατη μελωδία, ψήγματα (έως και …γκουμούτσες ολόκληρες) της οποίας βρίσκουμε σε αναρίθμητα επικά soundtrack του Hollywood.

Εναλλακτική επιλογή: The invisible city of Kitezh (Prelude)

10. Richard Strauss – Tanz mit sieben Schleiern (1905)
Το όνομα Στράους στις γερμανόφωνες χώρες δεν είναι και σαν το Παπαδόπουλος, είναι όμως σαν το …Γεωργιάδης (σε συχνότητα). Καμία σχέση λοιπόν με την παραπάνω οικογένεια, τόσο συγγενολογικά όσο και μουσικά, αν και ο Ριχάρδος είχε στην εποχή του την εκτίμηση και των πολλών (του κόσμου) και των λίγων (των συνάδελφων του). Και όχι άδικα (κι ας είχε αργότερα μια κάπως χμμμ ύποπτη σχέση με το καθεστώς του Αδόλφου). Εκμεταλλευόμενος αυτή του την απήχηση δεν δίσταζε να προκαλεί και να σοκάρει ενίοτε. Με διάφορους τρόπους. Με το ανέβασμα ενός συμφωνικού του έργου του σε ένα αμερικάνικο …Mall. Με την απλόχερη χρήση τρίτονων διαστημάτων, στα οποία είχε μείνει η ρετσινιά από τον εκκλησιαστικό μεσαίωνα ότι είναι χυδαία έργα του σατανά (θυμάστε το κομμάτι των Tuxedoomoon «Tritone (Musica Diablo») ή τον δίσκο των Slayer «Diabolus in Musica»;) Ή εδώ, στην όπερα «Σαλώμη» (από ένα έργο του Oscar Wilde), όπου βάζει την Σαλώμη να φιλάει το (κομμένο) κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή, αφού πρώτα χορέψει τούτο τον εντυπωσιακό «χορό των επτά πέπλων».

Εναλλακτική επιλογή: Don Quixote, Op.35 – IV: Variation II

11. John Cage – 4’33» (1952)
Θα διάλεγα το ύστερο του «Souvenir» από το 1983, στο οποίο γυρνάει πίσω στον Bach, έτσι για να κλείσω κυκλικά αυτό το αφιέρωμα, αλλά η καταλυτική δύναμη του κομματιού αυτού δεν μου άφησε επιλογή. Το γνωστό κομμάτι με την σιωπή, του οποίου ναι, υπάρχει και κυκλοφορεί (και πωλείται!) η παρτιτούρα του (λευκές σελίδες), όπως υπάρχει και σε mp3 ακόμη για κατέβασμα (σεβαστού μεγέθους ΜΒ αν θέλεις …ποιότητα). Πολλοί συνθέτες είχαν χρησιμοποιήσει ανέκαθεν τη σιωπή σαν όργανο, ο Cage ήταν αυτός που την έκανε …σόλο (και με μια διάσταση χιούμορ ασφαλώς, όπως οφείλει να είναι ο κάθε …σοβαρός πειραματισμός). Έκανε στη μουσική ότι και ο Μάλεβιτς στη ζωγραφική (με τον γνωστό του πίνακα «Άσπρο σε άσπρο») ή από μια άλλη οπτική γωνία ότι έκανε ο Duchamp σε όλες τις τέχνες με τον ουρητήρα του (διόλου τυχαία έγραψε και κομμάτι για αυτόν). Μουσική για σκέψη, για τη σχέση δημιουργού και ακροατή, μουσικής και περιβάλλοντος, ήχου και σιωπής. Κι ας κατέληξε και ο ίδιος τελικά ότι σιωπή …δεν υπάρχει.

Εναλλακτική επιλογή: Imaginary landscape #1

Και μερικά ακόμη για να συμπληρώσουμε εικοσάδα:

12. Johann Pachelbel – Kanon und Gigue fuer 3 Violinen mit Generalba? (1694)
Ο κανόνας. Κυριολεκτικά κανόνας. Λίγο παραλλαγμένος, λίγο πιο αργός, λίγο πιο γρήγορος, με άλλη ενορχήστρωση, όπως και να έχει, τον κανόνα τον ανακαλύπτουμε στα πιο απροσδόκητα μέρη (και δεν εννοώ τις γαμήλιες τελετές!). Όχι μόνο στο «Rain and tears» των Aphrodite’s Child, όπου άλλωστε είναι σαφής και ξεκάθαρος, αλλά και σε κομμάτια όπως το «Go West» των Pet Shop Boys ή το …»I should be so lucky» της Kylie (αν πιστέψουμε βέβαια τον Waterman που το ισχυρίστηκε). Το αξιοπερίεργο δε για μια τόσο επιδραστική μελωδία είναι ότι …ανακαλύφθηκε και δημοσιεύτηκε μόλις το 1919.

13. Henry Purcell – Music for the Funeral of Queen Mary, March (z860a) (1695)
Κι αν αναγνωρίσατε εδώ το περίφημο θέμα από το Κουρδιστό Πορτοκάλι (δεύτερη αναφορά σε τούτο το κείμενο στον Walter Carlos), στην πραγματικότητα η πένθιμα τελετουργική αυτή μουσική ανήκει στον Henry Purcell, σημαντικό άγγλο συνθέτη της μπαρόκ, και γράφτηκε για την κηδεία της βασίλισσας Μαίρης της ΙΙ. Τα χρόνια πέρασαν, η μνήμη της βασίλισσας απασχολεί μόνο τους ιστοριοδίφες της εποχής, η μουσική όμως αποδείχθηκε άφθαρτη. Δεν είναι και λίγοι οι σύγχρονοι μουσικοί που μνημονεύουν τον Purcell ως επιρροή (ακόμη και οι …Who για παράδειγμα), αξίζει όμως να σταθείτε και να ακούσετε τη συγκλονιστική απόδοση που επιφύλαξε ο Klaus Nomi στο «Cold song» από τον «Βασιλιά Αρθούρο». Δύσκολα θα μείνει τρίχα στη θέση της…

14. Georg Friedrich Haendel – Dixit Dominus HWV 232 (Chorus) (1707)
Κοσμοπολίτης τύπος αυτός ο Χέντελ. Ή καλύτερα τύπος της ενωμένης Ευρώπης. Δεν είναι περίεργο ότι σήμερα άλλοι τον αποκαλούνε Τζορτζ και άλλοι Γκέοργκ, ο ίδιος ναι μεν γεννήθηκε στη Γερμανία (στη Σαξονία βασικά, δεν υπήρχε ακόμη Γερμανία τότε), έγινε όμως γνωστός επιλέγοντας σαν πατρίδα του την Αγγλία, στην οποία βρίσκεται και η τελευταία του κατοικία στο αβαείο του Ουέστμίνστερ (ακόμη δεν είχαν γίνει οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι και το Μουντιάλ του 1966, οπότε οι λαοί αυτοί δεν είχαν ακόμη πολλά να χωρίσουν). Από την άλλη όμως, πολλές συνθέσεις του τις συναντάμε ακόμη και σε συλλογές με τίτλο «Τα καλύτερα του …ιταλικού μπαρόκ», ενδεικτικό της μεσογειακής «Italian chic» ευαισθησίας η οποία τον χαρακτήριζε, σε αντίθεση με την αυστηρότητα της προτεσταντικής πίστης την οποία δεν έπαψε να υπηρετεί γράφοντας εντυπωσιακούς ψαλμούς όπως τον εν λόγω. Tάδε έφη Κύριος.

15. Frederic Fran?ois Chopin – Notturno Νο. 20 en Do# mineur (1830)
Notturno, νυχτερινό, νυχτωδία, νυχτέρι, φθινοπωρινός κήπος, τα φύλλα πέφτουν, ένα παράθυρο ανοιχτό, μια μουσική δραπετεύει από μέσα, δειλά μαθήματα πιάνου, μπορεί να είναι και Κυριακή. Σαν να έχουν δίκιο όσοι λένε ότι ο Σοπέν είναι απόλυτα ρομαντικός συνθέτης. Πέθανε και νέος από τη νόσο των ποιητών την φυματίωση, ερωτεύτηκε με πάθος και αφοσιώθηκε με σχεδόν απόλυτη αφοσίωση στο πιάνο, με μια λιτή αλλά απόλυτα εκφραστική συναισθηματικότητα και μελωδίες τόσο φυσικά πλήρεις που μοιάζουν αυτονόητες. Το σοπενίζειν εστί φιλοσοφείν…

16. Richard Wagner – Siegfrieds Trauermarsch (από την όπερα «Goetterdaemmerung» (1876)
Ήταν ο Wagner φασίστας ή ναζί; Όχι.
Ήταν όμως πυρακτωμένος γερμανός εθνικιστής και αντισημίτης; Ναι.
Παρολ’ αυτά ο εθνικισμός εκείνα τα χρόνια δεν είχε και μια προοδευτική διάσταση, ή κάνω λάθος; Όχι, έτσι είναι.
Η μουσική του μπορεί να χαρακτηριστεί ολοκληρωτική; Ναι, μπορεί, σήμερα μπορεί να την λέγαμε «larger than life».
Αλλά και ρομαντική; Κατά κάποιο τρόπο, ναι.
Κάπου διάβασα ότι ο φασισμός είναι ένας ρομαντισμός τραβηγμένος στα άκρα. Ναι, έχει βάση.
Και σήμερα ακόμη προκαλεί αντιδράσεις; Ναι, δες π.χ. τι έγινε όταν πήγε ο Daniel Barenboim να παρουσιάσει έργα του στο Ισραήλ.
Λένε πολλοί ότι η έννοια του Leitmotiv την οποία εισήγαγε, είναι ο πρόδρομος της μουσικής για τον κινηματογράφο; Καλά το λένε (και βασικά ήταν ο Αντόρνο που το είπε).
Και επηρέασε πολλούς μουσικούς μετά από αυτόν; Όχι, θα το έθετα πιο αξιωματικά: ουσιαστικά δεν υπάρχει η μουσική του 20ου αιώνα χωρίς τον Wagner.
Μήπως λοιπόν είναι απλά παρεξηγημένος; Ναι. Όχι.
Τελικά, έχουν καμία σημασία όλα αυτά; Ναι. Όχι. Εξαρτάται. Από το πλαίσιο και την ερμηνεία…
[Όπως πολύ καλά (δεν) καταλάβατε, ακόμη το παλεύω με τον Ριχάρδο]

17. Erik Satie – Airs a faire fuir (1897)
Δυσκολεύομαι να μην βάλω εδώ το «Gnossienne No. 1», αυτή την καταλυτικά συγκινητική και ιδιοφυή μέσα στην απλότητα της μελωδία. Σε ένα έργο πάντως δυσανάλογα μικρό σε σχέση με την κατοπινή επίδραση του, ο Satie κρύβει όμως και κάμποσα ακόμη καλούδια, όπως π.χ. το «Airs a faire fair», από μια δουλειά η οποία είχε τίτλο «Pieces froids». Κρύα κομμάτια δηλαδή, να το πούμε γαλλικό coldwave(;), γιατί όχι, εκείνα τα χρόνια άλλωστε είχε στηθεί μια γαλλική σκηνή η οποία ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με εκείνη των άσπονδων γειτόνων Γερμανών (δεν ήταν μόνο ο Satie, βάλτε μαζί και τον Debussy, τον Gabriel Faure και άλλους). Εκεί λοιπόν που ο Wagner εξαπέλυε συμφωνικές σιδερόφρακτες …μεραρχίες ιππικού, η γαλλική απάντηση ήταν η πλήρης απογύμνωση (λέτε να ήταν τυχαίος ο τίτλος «Γυμνοπαιδιές»;). Οι νότες εδώ αραιώνουν, αφήνουν κενούς χώρους για σκέψεις και συναισθήματα, οι τόνοι χαμηλώνουν, το πεντάγραμμο δεν ασφυκτιά, η σιωπή αναπνέει. Κατά κάποιο τρόπο μπορούμε να πούμε ότι οι Γάλλοι ακολούθησαν τις επιταγές του …Νίτσε, ο οποίος (ναι!) δεν είχε σε πολύ μεγάλη εκτίμηση τους συμπατριώτες του έτσι κι αλλιώς, και είχε γράψει την περίφημη προτροπή «Il faut mediterraniser la musique».

18. Ottorino Respighi – I pini di Roma (1924)
Να κι ένας ο οποίος δεν κατατάσσεται στους γίγαντες και στους ογκόλιθους της τέχνης του. Και όχι μόνο αυτό, ήταν και αναχρονιστικός στην εποχή του, ο 20ος αιώνας γενικότερα χαρακτηρίζεται από την πυρετώδη αναζήτηση του για νέους τρόπους έκφρασης μέσα από τον πειραματισμό, μια έννοια προσφάτως εισηγμένη από τα επιστημονικά χωράφια. Ο Respighi αντιθέτως έγγραφε μουσική με τα μάτια στραμμένα προς τους πίσω αιώνες. Αλλά και στην πόλη της καρδιάς του, τη Ρώμη, τα πεύκα της οποίας εικονογραφεί μουσικά σε αυτό το συμφωνικό ποίημα. Ιδανικό soundtrack για περιδιάβαση στα σοκάκια της αιώνιας πόλης, από την Βίλα Μποργκέζε μέχρι πάνω στον λόφο Τζιανίκολο κι έξω προς την Αππία Οδό και τις Κατακόμβες.

19. Hanns Eisler – Vierzehn Arten den Regen zu beschreiben (1941)
Η ζωή και το έργο ακόμη του Hanns Eisler είναι μια πραγματική συμπύκνωση της ιστορίας του 20ου αιώνα. Χρόνια ακραία, δύσκολα, εποχές που τα πολιτικά πάθη χτύπαγαν κυριολεκτικά ένα αιματοβαμμένο κόκκινο, ο αυστριακός Eisler επέλεξε την πολιτική στράτευση, έγραψε τραγούδια από εκείνα που κατεβάζουν το λαό τους δρόμους με όπλα στους ώμους, συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τον Brecht, έγραψε soundtrack για ταινίες αλλά και τον εθνικό ύμνο της Ανατολικής Γερμανίας. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η λαϊκή του συμπόρευση ερχόταν σε αντίθεση με τις ακαδημαϊκές του καταβολές, υπήρξε μαθητής και από τους καλύτερους μάλιστα, του διαβόητου Arnold Schoenberg, ο δωδεκαφθογγισμός του οποίου ήταν κατ’ ουσία η απόλυτη έκφραση περιφρόνησης του μαζικού γούστου («φωνή λαού, φωνή διαβόλου» όπως έλεγε ο ίδιος). Που και που μάλιστα επέστρεφε στις ρίζες του αυτές. Όπως σε τούτο το κουιντέτο το οποίο έγραψε το μαύρο 1941 πάνω στην παλαιότερη ταινία του Ολλανδού Joris Ivens «Regen», ένα στοιχειωτικό βωβό πορτραίτο του Άμστερνταμ υπό βροχή. 14 τρόποι να περιγράψεις την βροχή, ήδη ο τίτλος σε υποβάλλει μεταδίδοντας αισθήματα νερένιας μοναξιάς με τις νότες να πέφτουν …ατονικά και ακανόνιστα σαν πραγματικές σταγόνες. Από τα καλύτερα δείγματα της δύσκολης και αχώνευτης αυτής τεχνικής. Το οποίο μάλιστα αφιέρωσε στον ίδιο τον Schoenberg για το εβδομηκοστά γενέθλια του. Σαν να του έλεγε, «κοίτα δάσκαλε τι μπορώ να κάνω»…

20. Dmitri Dmitrievich Shostakovich – Suite from «The First Echelon», Op. 99a: Waltz (1956)
Άλλος ένας μεγάλος ο οποίος έζησε τον εικοστό αιώνα κυριολεκτικά στο πετσί του, κάτι που ενίοτε αποτυπωνόταν και στη μουσική του (ειδικά με συγκλονιστικό τρόπο στην συμφωνία την οποία έγραψε μέσα από το πολιορκημένο και βομβαρδισμένο Λένινγκραντ). Πέρασε όλη την ενήλικη του ζωή στην Σοβιετική Ένωση, κατάλαβε στην πράξη (ή μήπως όχι;) τι εστί σοσιαλιστικός ρεαλισμός, για πολλά δε χρόνια «χόρευε» ένα επικίνδυνο βαλς με τον Στάλιν, το οποίο πολλές φορές τον έφερε στα όρια της θανατερής μαύρης λίστας του πατερούλη, το δε έργο είναι παρολ’ αυτά (ίσως και γι’ αυτά) απίστευτα πολυποίκιλο σε αποχρώσεις και επιρροές. Οι οποίες φτάνουν μέχρι και την τζαζ. Το διάσημο ανάλαφρο αυτό βαλσάκι το οποίο πολλές φορές απαντάται ως «Jazz suite No. 2», στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξε με τον τίτλο. Κι αν αυτό είναι ίσως ένα τα λάθη τα οποία η πολλή χρήση τελικά καθιερώνει, αξίζει για την αποκατάσταση της αλήθειας να σημειώσουμε ότι πρωτοακούστηκε στην ταινία του Mikhail Kalatozov «First Echelon» το 1956.

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε