Manu Chao – Siberie m’ etait conteee (Radio Bemba)

1. Le petit jardin
2. Petite blonde du blb Brune
3. La valse a sale temps
4. Les milles paillettes
5. Il faut manger
6. Helno est mort
7. J ai besoin de la lune
8. L autumn est lus
9. Si loin de toi … je te joue…
10. 100.000 remords
11. Trop tot trop tard
12. Te tromper
13. Madame banquise
14. Les rues d hiver
15. Siberie fleuve amour
16. Les petites planets
17. Te souviens tu…
18. J ai besoin de la lune (remix)
19. Dans mon jardin
20. Merci bonsoir
21. Fou de toi
22. Les yeux turquoises
23. …Siberie..

O Manu Chao μ’ αρέσει. Me gusta mucho! Μ’ άρεσε ήδη από την εποχή των καταιγιστικών ethnic-punk Mano Negra. Και για πολλούς λόγους. Είναι κατ’ αρχήν αυτή η αναρχική νοοτροπία που κουβαλάει, το πνεύμα του punk, μαζί όμως με μια παιδικότητα η οποία αμβλύνει και σχεδόν αναιρεί την εγγενή του επιθετικότητα. Μ’ αρέσει που επιμένει να τραγουδάει στη γλώσσα του (στις γλώσσες του δηλαδή, καθ΄ότι Ισπανο-γάλλος), σε εποχές που το κάθε μέτριο γκρουπάκι μυρηκάζει τα γνωστά φληναφήματα του τύπου «τα αγγλικά είναι η γλώσσα του ροκ» και άλλες αηδίες. Με συγκινεί που πιστεύει και παλεύει για μια ιδεολογία, σε μια εποχή που οι ιδεολογίες είναι ντεμοντέ και …out. Που μάχεται για μια άλλη παγκοσμιοποίηση, όχι εναντίον της παγκοσμιοποίησης (αυτά είναι για φαιών αποχρώσεων εγκεφάλους). Για μια παγκοσμιοποίηση των ανθρώπων και των ιδεών. Εκτιμώ δε πολύ τη συνέπεια λόγων και έργων. Ότι είναι παρών σε κάθε γεγονός αντίστασης. Από το Πολιστικό Φόρουμ του Σάο Πάολο και το Πόρτο Αλέγκρε έως τις διαδηλώσεις της Γένοβας.

Ξέρω ότι τώρα πολλοί γραφιάδες του καναπέ και των κοσμικών party, αυτοί της φυλής του «τίποτε δεν αλλάζει», οι υπερασπιστές της πεζής μας καθημερινότητας, θα υψώσουν το φρύδι και περιφρονητικά θα πουν «ε, για να πουλήσει το έκανε»! Όσοι όμως βρέθηκαν εκείνες τις μέρες στη Γένοβα, μια πόλη η οποία θύμιζε εμπόλεμη ζώνη, με τα ελικόπτερα να πετάνε με αναμμένους τους προβολείς, με τραυματίες και έναν νεκρό, ξέρουν… Ότι οι Bono του κόσμου τούτου ποτέ δεν θα βρίσκονταν εκεί. Και όλα αυτά χωρίς ο ίδιος να παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά ως ένας ακόμη …γκουρού της επανάστασης! «Ένας απλός διασκεδαστής είμαι» λέει. Ένας διασκεδαστής που δίνει όμως νόημα στο γνωστό τσιτάτο της αναρχικής Emma Goldman «αν δεν μπορώ να το χορέψω, τότε αυτό δεν είναι η επανάσταση μου».

Και ασφαλώς, πάνω απ’ όλα μ’ αρέσουν τα τραγούδια του. Στίχοι και μουσική μαζί (κι ας λένε κάποιοι ότι όλα είναι «just music»). Μακάρι δε όλοι όσοι χόρευαν π.χ. στον ανάλαφρο ρυθμό του «Clandestino», όλοι αυτοί που πιθανώς στραβοκοιτάζουν ότι μελαμψό κινείται στο λεωφορείο να ήξεραν τι λένε οι στίχοι. Και τέλος χαίρομαι που η μουσική του αρέσει στα παιδιά. Γιατί τα παιδιά, αν δεν τα έχουν διαστρέψει οι γονείς μετατρέποντας τα νωρίς σε μικρά Ρουβάκια και Βανδίτσες, μπορούν ενστικτωδώς να νιώσουν και να ανταποκριθούν στο ανυπόκριτο συναίσθημα.

Άργησε πάντως λίγο η νέα δουλειά του Manu. To «Siberie m’ etait cont?ee» (Η Σιβηρία μου διηγήθηκε) Και αν σας παραξενεύει το σχήμα του εξώφυλλου έχετε δίκιο! Γιατί δεν πρόκειται για έναν δίσκο μόνο, αλλά για ένα δίσκο που συνοδεύεται από ένα βιβλίο 120 σελίδων. Ένα βιβλίο με κείμενα και ποιήματα του ίδιου του Manu μαζί με σχέδια του διάσημου Βέλγου σχεδιαστή Wozniak. Εξίσου απροσδόκητο είναι και το περιεχόμενο του δίσκου. Μην περιμένετε λοιπόν τον γνωστό Manu, με τις latin προσμείξεις, τις εμφανείς punk επιρροές, τα ξεσηκωτικά πολύγλωσσα τραγούδια. Εδώ τραγουδάει μόνο στα γαλλικά και η όλη η αίσθηση του έργου είναι πολύ κοντά στην παράδοση του κλασικού γαλλικού chanson και στις μουσικές του Yann Thiersen π.χ. Τον επηρέασε μήπως το ότι άφησε την αγαπημένη του Βαρκελώνη για το Παρίσι, όπου και εγκαταστάθηκε σε ένα διαμέρισμα-στούντιο κοντά στην κακόφημη πλατεία Πιγκάλ;

Και τί σχέση μπορεί να έχει η πόλη του φωτός, το Παρίσι με την παγωμένη και έρημη Σιβηρία; Εξηγεί ο ίδιος: «ο χειμώνας στο Παρίσι είναι η δική μου Σιβηρία, που μ’ αρέσει να την ονειρεύομαι κατάλευκη, κι ας είναι τόσο σουρεαλλιστικά πολύχρωμη. Μια Σιβηρία χωρίς γκούλαγκ, γιατί υπάρχουν εδώ πολλοί φίλοι». Κατάλευκη και ζεστή συνάμα, όπως η μελωδία του ομώνυμου τραγουδιού, που χρωματίζεται από έναν «θερεμινοειδή» ήχο. Και παρά το ανάλαφρο νωχελικό μουσικό κλίμα, ο δίσκος πραγματεύεται θέματα βαριά. Το χειμώνα, το θάνατο, την απώλεια. Τραγουδάει όμως για το θάνατο όχι με τον απειλητικό και σκοτεινό τρόπο των Coil π.χ., αλλά με τρόπο τρυφερό και οικείο. Σαν τον τρόπο που θα πεις στο παιδάκι ότι ο παππούς έφυγε ταξίδι. Έτσι ακούγεται το «Helno est mort», αφιερωμένο στον Helno, τον τραγουδιστή των Negresses Vertes που έφυγε από overdose το 1993. Είναι ένας δίσκος που λες ότι γράφτηκε σε ώρες μελαγχολικές, τεμπέλικες, μουντές, σε μια προμενάδα στις όχθες του Σηκουάνα, σε μια βόλτα σέρνοντας τα πόδια στα ξερά πεσμένα φύλλα. Ο Manu γρατζουνάει στην κιθάρα όμορφες μελωδιούλες (ωχ, σαν τον Μαμαλάκη ακούγομαι τώρα!), που στιγμές ακούγονται σαν αυτές του φίλου του Tonino Carotone («J’ ai besoin de la lune»), πολύχρωμες («Les milles paillettes»), χαμηλότονες («Si loin de toi…») και σπανιότερα ξεσηκωτικές («100.000 remords»). Η συνολική αίσθηση που αφήνει είναι αυτή του μοναδικού ακουστικού (αλλά και γευστικού!) συνδυασμού του γλυκού με το πικρό. Ότι πρέπει για μπαμπακένια ήσυχα απογεύματα, μακριά από τη βουή της πόλης με καλή παρέα. Σχεδόν λυτρωτικό άκουσμα. Πολύ κιθαριστική βαβούρα άκουσα τελευταία, χρειαζόταν κάτι τέτοιο!

Ο δίσκος δεν είναι τόσο «φρέσκος». Έχει κυκλοφορήσει στη Γαλλία από το Σεπτέμβρη του 2004, όπου έχει ήδη γίνει best-seller. Προσωπικά περίμενα αρκετό καιρό για να κάνω αυτή την παρουσίαση. Είχα μεγάλη περιέργεια για το τι αναφορές θα γίνουν από τον ελληνικό τύπο. Λοιπόβ, μια μικρή παράγραφο μόνο είδα στο ένθετο για την 9η τέχνη της Ελευθεροτυπίας και ένα άρθρο στην Καθημερινή. Από τα εξειδικευμένα έντυπα και ιστοσελίδες, άκρα του τάφου σιωπή… Προφανώς ο δίσκος δεν περιλαμβανόταν στη review-list των αρχισυντακτών και στο πακετάκι με τα τσάμπα promo των εταιρειών. Περίεργο! Τη στιγμή μάλιστα που ο προηγούμενος του δίσκος γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία στη χώρα μας, ακούστηκε στα ραδιόφωνα και όταν ο ίδιος ήρθε στα μέρη μας για συναυλία στην πλαζ της Φρεαττύδας, η κοσμοσυρροή ήταν τόση ώστε προκάλεσε κυκλοφοριακό έμφραγμα σε όλον τον Πειραιά. Και την ίδια στιγμή που διαβάζουμε κατεβατά, πληρωμένες και απλήρωτες διαφημίσεις, για ένα σωρό πιθανά και απίθανα ονόματα, που όταν έρχονται για συναυλία μαζεύουν με το ζόρι ένα …τρόλεϋ (χωρίς τους όρθιους!). Γιατί λοιπόν αυτή η ανεξήγητη δυσμένεια; Να κρίθηκε ότι ο δίσκος είναι κακός; Ακόμη κι αν συμβαίνει αυτό, οι ακροατές του Manu δεν έχουν το δικαίωμα έστω να μάθουν ότι υπάρχει; Χμμμ.. Είπα ανεξήγητη;;;

Ο κύριος Manu λοιπόν, μόλις απελευθερώθηκε από τις συμβατικές του υποχρεώσεις, αποφάσισε να μην ανανεώσει το συμβόλαιο που είχε με την πολυεθνική Virgin και να πορευτεί μόνος του μέσα από ανεξάρτητες παραγωγές. Έστησε λοιπόν μια προσωπική εταιρεία την Radio Bemba μέσω της οποίας και κυκλοφόρησε αυτό το δίσκο σε συνεργασία με το εκδοτικό της παράρτημα Mille Paillettes. Οπότε τώρα οι αιτίες της σιωπής είναι διαυγείς και ξεκάθαρες σαν το νερό βουνίσιας πηγής. Ότι δεν έχει επίσημη διανομή και promotion από τους κοστουμαρισμένους χαρτογιακάδες των δισκογραφικών εταιρειών, απλώς μένει στην αφάνεια. Και υποτίθεται ότι ζούμε σε κοινωνίες όπου η ελεύθερη έκφραση δεν λογοκρίνεται πια. Υποτίθεται… Γιατί μπορεί παλιά η λογοκρισία να γινόταν στην «πηγή», βάζοντας βιβλία και ανθρώπους πάνω σε …καυσόξυλα, φυλακίζοντας και απαγορεύοντας, σήμερα πλέον η λογοκρισία γίνεται σε ένα ανώτερο επίπεδο, πιο ύπουλα, πιο «βελούδινα» αλλά και πιο αποτελεσματικά. Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό οι καημένοι οι μουσικογραφιάδες απλώς χορεύουν στο ταμπούρλο που βαράνε οι εταιρείες. Τι να κάνουν άλλωστε όταν από πάνω τους επικρεμάται η δαμόκλειος σπάθη της διακοπής των διαφημίσεων και των παροχών.

Νομίζατε ότι η διαπλοκή είναι προνόμιο των πολιτικών δημοσιογράφων, έτσι όπως η μία εξουσία έχει μπλέξει τα μπούτια της με την άλλη; Ο αγνός, ηθικός, αγγελικός κόσμος υπάρχει μόνο στη φαντασία του ποιητή. Θα μου πείτε, νέα είναι όλα αυτά, μήπως μας λες ότι ανακάλυψες πάλι τον τροχό; Κι όμως είναι κάποιες φορές τόσο εξώφθαλμα και προκλητικά που η σιωπή είναι αδύνατη.

Πάλι θα υπάρξουν κάποιοι κυνικοί (αυτοί που ξέρουν την τιμή όλων των πραγμάτων, χωρίς όμως να γνωρίζουν την αξία κανενός-για να τσιτάρω και Oscar Wilde) που ότι δεν τους πάει ή θυμίζει τη δική τους αδράνεια, χαρακτηρίζεται ως «δήθεν». Τους φαίνεται αδιανόητο να γυρίσει κάποιος την πλάτη στα εξασφαλισμένα ευρώπουλα αλλά και στην προβολή των εταιρειών, όταν άλλοι γλείφουν εκεί που έφτυναν (κυριολεκτικά και μεταφορικά) για να βγάλει έναν δίσκο τους μια μεγάλη εταιρεία. Κοινώς, ο Manu χαλάει την πιάτσα… Όσον αφορά τους άλλους κακεντρεχείς που θα πουν πάλι ότι το έκανε για διαφήμιση και προβολή, ένα θα πω μόνο. Έχω μάθει να σέβομαι και να ξεχωρίζω τις ενέργειες που έχουν πραγματικό προσωπικό κόστος. Γιατί από λόγια του αέρα, άλλο τίποτα…

Ίσως να έχετε ακούσει για το μεγάλο μυστήριο της «σκοτεινής αφανούς μάζας» του σύμπαντος το οποίο βασανίζει τους αστροφυσικούς. Μια αντίστοιχη σκοτεινή αφανής ποσότητα μουσικής μας περιμένει εκεί έξω για να την ανακαλύψουμε. Και εμάς τους μουσικογραφιάδες, ή αγνοήστε μας ή βάλτε μας στη θέση που πραγματικά μας αξίζει.

Μην ψάξετε πάντως να βρείτε το LP στα γνωστά supermarket δίσκων. Προσπαθήστε σε κάποιο ξενόγλωσσο βιβλιοπωλείο ή μέσω Διαδικτύου. Τι διάολο παγκοσμιοποίηση έχουμε! Να μην εκμεταλλευτούμε και τα καλά της;

7

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε