Chromatics – Kill for love (Italians Do It Better)

ψηροματιχ
1. Into the Black
2. Kill for Love
3. Back from the Grave
4. The Page
5. Lady
6. These Streets Will Never Look the Same
7. Broken Mirrors
8. The Eleventh Hour
9. Running from the Sun
10. Dust to Dust
11. Birds of Paradise
12. A Matter of Time
13. At Your Door
14. There΄s a Light Out on the Horizon
15. The River

Για πολλά μπορείς να κατηγορήσεις την (μουσική) μας εποχή αλλά όχι για στενοκέφαλους ορίζοντες και εμμονικές (συμπλεγματικές;) μονομανίες. Υπήρξαν και άλλοι καιροί, όχι πολύ απομακρυσμένοι στο χρόνο, όπου η μουσική ταυτότητα του ακροατή οριζόταν με περισσότερες αρνήσεις παρά με καταφάσεις. Για να το κάνω «πενηνταράκια»: σημασία είχε περισσότερο τι ΔΕΝ άκουγες, τι απέκλειες, παρά τι επέλεγες. Υπάρχουν και σήμερα βέβαια τέτοιες σέκτες, γραφικά απομεινάρια του παρελθόντος, αλλά είναι ακριβώς αυτό: γραφικά απομεινάρια…

Δείγμα χαρακτηριστικό ενός τέτοιου ετεροκαθορισμού αποτέλεσαν τα διαβόητα «μπλιμπλίκια». Καινοφανή στη μαζική κουλτούρα της δεκαετίας του ’80, έθεσαν νέα ερωτήματα στο τότε κατεστημένο, τα οποία απαντήθηκαν στη βάση της περιφρόνησης προς οτιδήποτε δεν εμπεριείχε οργισμένη ποιητική μελαγχολία και κιθαριστικό αριστερισμό. Αν δε εξετάσουμε τις πιο «ευτελείς», συνθετικές και (θου κύριε φυλακήν τω στόματί μου) λαϊκές εκφάνσεις της ηλεκτρονικής ποπ όπως η «italodisco», εκεί η αναφορά και μόνο σε οποιοδήποτε σοβαρό μουσικό έντυπο έπρεπε να συνοδεύεται υποχρεωτικά από μετά βδελυγμίας αποστροφές, αποκηρύξεις και παραπομπές σε κιτς, φλώρους και σκουπίδια. Τα σκουπίδια όμως επέμειναν να …τραγουδάνε και κάποια στιγμή ήρθε η ώρα της «εκδίκησης». Έτσι είναι: όπως λένε και οι Κινέζοι, περίμενε με υπομονή δίπλα στο ποτάμι και κάποια στιγμή θα περάσει το πτώμα του εχθρού σου.

Φτάνοντας λοιπόν στο σήμερα, η italodisco, μετά από μια αργή και μακρά διαδικασία αποκάθαρσης και ανακύκλωσης (…σκουπίδι γαρ) είναι πλέον μια επιρροή καθ’ όλα έγκυρη και «νόμιμη». Κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε και να βάλουμε διπλή συνεπαγωγή στη γνωστή άποψη ότι το underground του χθες είναι το mainstream του αύριο. Να που μπορεί να συμβεί και το αντίθετο! (το ίδιο φαινόμενο π.χ. έχει παρατηρηθεί με τα επίσης mainstream tango και swing των προπολεμικών χρόνων).

Οι αμερικανοί Chromatics, και γενικότερα όλα τα (εν πολλοίς συγγενικά) σχήματα που στοιχίζονται κάτω από την εύγλωττη ταμπέλα Italians Do It Better, είναι περισσότερο εκφραστές τούτου του πνεύματος και αυτής της αποενοχοποίησης παρά δημιουργοί του. Είναι το αισθητικό της επιστέγασμα, θα μπορούσαμε ίσως να ισχυριστούμε (κι ας μην έχουν γράψει ακόμη ένα τέτοιο μεγαλειώδες άσμα όπως το «Don’t cry» των Savage)».

Και ασφαλώς δεν στέκονται μόνο στα εκ της γειτονικής μπότας έργα (και φυσικά του μέντορά τους Moroder), αλλά τους εμβαπτίζουν στη σύγχρονη shoegaze οπτική επί των ηλεκτρονικών, σχημάτων όπως οι φιλικοί για τον μέσο ίντυ αυτί Μ83, αλλά και στη μετα-πανκ χρήση του μπάσου αλά-New Order (ακούστε π.χ. το ομώνυμο το οποίο θυμίζει πράγματι New Order αλλά και -γιατί όχι- Monaco). Έτσι καταλήγουν σε έναν ήχο ο οποίος συνίσταται από στιλπνά σύνθια χωρίς πολλές βρωμιές, χαλαρό, χωρίς υπερβάσεις του ορίου των bpm, με λίγο παθητικά και ράθυμα γυναικεία φωνητικά, ο οποίος ρέει ευχάριστα και μονότονα ενίοτε (προσοχή, η μονοτονία δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την πλήξη!). Όταν ισορροπούν όλες αυτές οι ελαφρώς αντίρροπες ιδιότητες, το αποτέλεσμα δικαιώνεται σε μια αξιοθαύμαστη ποπ, δείγματα της οποίας υπάρχουν ουκ ολίγα εδώ μέσα («The page», «Lady»). Τολμούν δε να εντάξουν στα μέτρα τους αυτά και το τοτέμ του γερο-Neil, το «Into the black» (My My Hey Hey), σε μια διασκευή η οποία κακή δεν είναι (πως θα μπορούσε άλλωστε όταν βασίζεται σε μια τέτοια καθοριστική μελωδία;), αλλά δεν έχει να προσθέσει αλλά ούτε και να αφαιρέσει πολλά από το πρωτότυπο.

Πολλά καλά είπαμε για την εποχή μας (φτου-φτου), αλλά ο δίσκος αυτός αποκαλύπτει και ένα από τα μειονεκτήματά της (αν μπορούμε να το θέσουμε σε τέτοια βάση). Αναφέρομαι στην ευκολία (στα όρια κάποιες φορές της προχειρότητας) με την οποία στήνονται οι δίσκοι και της έλλειψης επιλεκτικότητας απέναντι στο ηχογραφημένο υλικό, απόρροια προφανώς και των μέσων ηχογράφησης τα οποία σε προκαλούν να εκμεταλλευτείς ολόκληρη τη διαθέσιμη τους χωρητικότητα (σκεφτείτε τι έχει να συμβεί όταν αποδεσμευτούμε πλήρως από τα 74 λεπτά του CD). Το ίδιο σύμπτωμα παρατηρείται και στο «Kill for love», το οποίο έχει τον …ατελείωτο, πάει, και πάει, και πάει, αν προσθέσουμε και το δεκατετράλεπτο «No escape» της ψηφιακής έκδοσης το μέτρο χάνεται και φτάνουμε στα 90 λεπτά προϊόντος. Μπορεί δε ο ίδιος ο Johnny Jewel, ο δημιουργικός εγκέφαλος του συγκροτήματος, να δηλώνει ότι χρησιμοποίησε γενναία το ψαλίδι, προφανώς όμως δεν υπήρξε πολύ αυστηρός. Έτσι έχουν απομείνει στο δίσκο και ουκ ολίγες απόπειρες τραγουδιών που παρέμειναν απόπειρες αλλά και αποτυχημένες ασκήσεις ambient ύφους. Η ambient είναι ένα πολύ δύσκολο είδος, θέλει κότσια και γνώση, δεν είναι απλά ένας «ατμοσφαιρικός» ήχος επαναλαμβανόμενος στο διηνεκές για να γράφουνε μετά οι μουσικοκριτικοί για «ηχοτοπία». Ρωτήστε και κάποιους Durruti Column…

Ομολογουμένως οι Chromatics έχουν να επιδείξουν μια εντυπωσιακή πορεία εξέλιξης από εκείνα τα πρώτα χρόνια όταν έπαιζαν ένα τυπικό υπερατλαντικό πανκ (με εντελώς διαφορετική σύνθεση βέβαια). Πιθανώς οι ίδιοι πιστεύουν ότι με τον δίσκο αυτό θα κεφαλαιοποιήσουν και τη δημοσιότητα που τους χάρισε η συμμετοχή τους στο «Drive» του Nicolas Winding Refn. Τώρα, αν έχουν περαιτέρω περιθώριο εξέλιξης ή αν εδώ τους συναντάμε στην κορυφή της …Γκαουσιανής τους καμπύλης, το μέλλον θα απαντήσει. Και μέχρις εδώ που έφτασαν πάντως, καλά είναι…

8

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε