20 Δίσκοι Ηλεκτρονικής Μουσικής

Intro

Boards of CanadaΗλεκτρονική μουσική… Η μουσική της σύγχρονης εποχής. Μια μουσική που τα είδη και τα παρακλάδια της θυμίζουν το περίπλοκο παραποτάμιο δίκτυο του ποταμού Αμαζονίου! Πάρτε ανάσα: house, techno, electro, progressive, electroclash, EBM, ambient, illbient, trance, breakbeat, jungle, drum ‘n’ bass, glitch… Ατέλειωτα λεκτικά παιχνίδια με την κατάσταση να ξεφεύγει (ειδικά αν λάβουμε υπόψη και τα διάφορα επίθετα που συνοδεύουν τους όρους αυτούς!) και το νόημα να χάνεται μέσα στον λεξιλαγνικό κυκεώνα. «Φτιάξε κι εσύ ένα είδος, μπορείς»!! Και αλήθεια, δεν ξέρω πολλούς που να μπορούν να ορίσουν και να διαχωρίσουν με σαφήνεια όλα τα παραπάνω είδη (εγώ πάντως δεν είμαι ανάμεσα τους).

Πρόκειται για μια μουσική η οποία είναι κατ’ ουσίαν η μουσική της τεχνολογίας. Και ακολουθεί την εξέλιξη της κατά πόδας, σε αντίθεση με άλλα είδη μουσικής τα οποία έχουν κατά κάποιο τρόπο προτυποποιηθεί με την πάροδο χρόνου. Πόσο να αλλάξει πλέον ο ήχος μιας κιθάρας; Εκτός αν ο ήχος της υποβληθεί σε …ηλεκτρονικές διαστροφές!

Πρόκειται για μια μουσική η οποία είναι παλιότερη απ’ ότι πιστεύεται. Ο πρώτος συνθετητής (synthesizer δηλαδή) φτιάχτηκε το …1902 και είχε βάρος μόλις 200 κιλά και τροφοδοτούνταν από μια τουρμπίνα μόλις 200 ίππων. Από τότε βέβαια κύλησε πολύ νερό στο ποτάμι του χρόνου και η τεχνολογία εξελίχθηκε ραγδαία. Ειδικά η τεχνολογία των υπολογιστών. Οι πρώτοι υπολογιστές της IBM εκεί πίσω στα 1950 χρειαζόντουσαν νταλίκα για να μεταφερθούν. Δεν χρειάζεται νομίζω να σημειώσω το πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα. «Όλο και πιο μικρό» είναι το σύνθημα! Και η σμίκρυνση συνεχίζεται, αυξάνοντας όλο και πιο πολύ τις τεχνικές δυνατότητες και παρέχοντας στον δημιουργό ουσιαστικά απεριόριστους τρόπους έκφρασης. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε λίγες δεκαετίες στις δισκογραφικές εταιρείες θα απομείνει μόνο ο τομέας της διανομής και της διαφήμισης, καθώς όλα πλέον θα γίνονται σε σπιτικά στούντιο, τα οποία θα έχουν δυνατότητες απείρως μεγαλύτερες από αυτές που σήμερα διαθέτει ένα επαγγελματικό στούντιο ηχογράφησης.
Tangerine DreamΠρόκειται από την άλλη για μια μουσική η οποία αντιμετωπίζεται με τυποποιημένες κονσερβαρισμένες αντιλήψεις, σχεδόν παρεξηγημένη θα έλεγα. Μουσική χωρίς ψυχή, χωρίς συναίσθημα, ψυχρή, εύκολη κλπ κλπ, είναι οι συνήθεις χαρακτηρισμοί. Βέβαια, όπως συμβαίνει και με όλες τις παρεξηγήσεις, υπάρχει μια υπαρκτή βάσιμη αιτιολογία. Το ότι πολλοί νομίζουν ότι είναι μια μουσική εύκολη, όπου πατάς ένα κουμπί και βγαίνει -όχι μια χοντρή που έλεγε το κατοχικό τραγουδάκι- αλλά έτοιμο το τραγούδι, δεν απέχει πάρα πολύ από την πραγματικότητα. Μια-δυο έτοιμες λούπες και μία μπασογραμμή, άντε και κανένα sample από τα διάφορα Reason και Cubase και ιδού, έτοιμο το προϊόν για κατανάλωση. Μια διαδικασία η οποία θυμίζει τη μαζική παραγωγή κοτόπουλων στα ορνιθοτροφεία (την οποία αν βλέπαμε ιδίοις όμμασι θα εξορίζαμε το κοτόπουλο από τη διατροφή μας!). Η αντίληψη αυτή «ποτίστηκε» και από τη «λαίλαπα» των διαφόρων trendy DJ …Σάσα, Κούλα, Ρούλα και δε συμμαζεύεται, η οποία έχει σωρεύσει μια απίστευτη ποσότητα σαβούρας μέσα στην οποία πνίγεται η ποιότητα, όπως τα ψάρια σε μια ευτροφική λίμνη! Για μένα η DJ culture είναι το junk food της electronica και τα clubs τα αντίστοιχα ταχυφαγεία. Θα μου πείτε, χρειάζονται κι αυτά! Ασφαλώς, αλλά σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο η electronica να ταυτίζεται με την κουλτούρα του clubbing. Σε μια τολμηρή αναλογία, ποτέ δεν θα ταυτίζαμε τον έρωτα με το σεξ που παρέχεται στα σπίτια με το κόκκινο λαμπάκι…

Στην πραγματικότητα, και λόγω αυτής της φαινομενικής ευκολίας, η ηλεκτρονική μουσική είναι πολύ απαιτητική (όπως σε τελική ανάλυση είναι κάθε μουσική!) και απαιτεί πολύ ταλέντο, κόπο και γνώσεις, και όχι μόνο ένα PC τελευταίας γενιάς από την οδό Στουρνάρα! Και την ψυχή, το συναίσθημα και το πάθος δεν την παρέχει το όργανο (δεν φαντάζομαι να εννοείτε ότι το ξύλο και οι χορδές έχουν …ψυχή!), αλλά αυτός που το μεταχειρίζεται ως μέσο έκφρασης. Και ασφαλώς η ηλεκτρονική δεν είναι το «τέλος και η καταστροφή της μουσικής»! Βέβαια τέτοιες νεο-λουδίτικες απόψεις δεν είναι κάτι πρωτόφαντο στην ιστορία της τέχνης. Ο φόβος άλλωστε του καινούργιου στον άνθρωπο είναι έμφυτος, γιατί σε αυτόν προβάλλεται ο πιο θεμελιώδης ανθρώπινος φόβος: ο φόβος του θανάτου! Όταν ο Γουτεμβέργιος εισήγαγε την τυπογραφία υπήρξαν πολλοί που υποστήριξαν σοβαρά ότι θα αποτελέσει την ταφόπλακα της λογοτεχνίας. Ανάλογοι θρήνοι και κοπετοί υπήρξαν και κατά την μετάβαση από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο. Για άλλη μια φορά όμως η ιστορία περιγέλασε τους «προφήτες» της…
Future Sound of LondonΕπιπλέον, υπάρχει και ένα στοιχείο το οποίο αγνοούν όλοι αυτοί οι «τεχνοφοβικοί». Ότι ακόμη και ένας δίσκος με ..ηπειρωτικά ή ένας κιθαριστικός δίσκος είναι από μία άποψη …ηλεκτρονικός. Τα όργανα έχουν όλα ηχογραφηθεί ξεχωριστά, έχουν περαστεί από κανάλια και φίλτρα, έχουν προστεθεί ψηφιακά εφέ, ο ήχος έχει καθαριστεί από ξώφαλτσες νότες και τελικά εγγραφεί σε ψηφιακά μέσα. Έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή όπου ο Βαμβακάρης έπαιρνε την κομπανία του και ηχογραφούσαν μια κι έξω στο στούντιο. Εδώ και πολλά χρόνια πλέον το στούντιο είναι από μόνο του ένα βασικό όργανο. «We play the studio» είχε πει κάποτε σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του ο Ralf Hutter.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια απόπειρα χαρτογράφησης της ιστορίας της ηλεκτρονικής μουσικής μέσα από 20 σημαντικούς δίσκους της. Επιπλέον, έχει μία φιλοδοξία, την οποία και σπεύδω να σας αποκαλύψω εκ των προτέρων, κι ας κινδυνεύω να χαρακτηριστώ επιεικώς υπερφίαλος. Άλλωστε ξέρω ότι τελικά θα περάσω κάτω από τον …πήχυ, σαν τον επικοντιστή με ατομικό ρεκόρ τα 5.60 που μετά δοκιμάζει στα 6 μέτρα! Αυτό λοιπόν που θα προσπαθήσω, είναι να δώσω μια αιτιολογία, ένα σκεπτικό, λογικό ή έστω λογικοφανές, για τη σημαντικότητα ή την επιδραστικότητα του κάθε δίσκου. Προφανώς αυτό το «γιατί» δεν έχει, και δεν μπορεί να έχει μια μονοσήμαντη απάντηση. Αλλά πιστεύω ότι ακόμη και μια ανολοκλήρωτη απόπειρα σαν κι αυτή, είναι πιο χρήσιμη και ουσιαστική από μια μη-απάντηση ή ακόμη χειρότερα, από μια μη-ερώτηση. Γιατί έχουμε συνηθίσει σε ανάλογες κατηγοριοποιήσεις, τη χρήση (κατάχρηση μάλλον) διάφορων μαξιμαλιστικών δοξαστικών του τύπου «καλύτερος, αξεπέραστος, ανυπέρβλητος» (καλά πόσοι δίσκοι μπορεί να είναι «ανυπέρβλητοι» στην ίδια λίστα; Για καλοσκεφτείτε το!). Μια στάση η οποία πιθανώς υπαγορεύεται από την προβολή στη μουσική ενός πνεύματος ποδοσφαιροποίησης, το οποίο έχει επικρατήσει σε πολλούς τομείς της πνευματικής και κοινωνικής ζωής (και της πολιτικής ασφαλώς!). Για σκεφτείτε πόσο μοιάζουν οι διαφωνίες για την αξία ενός group με τις διαφωνίες φιλάθλων για τον αν αυτός ο παίχτης είναι «παλτό» ή παιχταράς… Με επιχειρήματα που συνήθως ανάγονται στο προσωπικό γούστο, το οποίο δεν εξορθολογίζεται εύκολα και επηρεάζεται από ένα σωρό αστάθμητους και άγνωστους παράγοντες. Στην παρούσα λίστα προσπάθησα να βάλω το γούστο σε δεύτερο πλάνο.
AutechreΣπεύδω επίσης να τονίσω μερικά χαρακτηριστικά της λίστας και να δικαιολογήσω και το …απουσιολόγιο. Ασφαλώς αυτοί οι δίσκοι δεν είναι σώνει και καλά οι καλύτεροι δίσκοι του είδους! Και ασφαλώς δεν είναι και οι εμπορικότεροι. Είναι όμως σίγουρα ανάμεσα στους επιδραστικότερους. Είναι «milestones» στην ιστορία που θα λέγανε και οι Άγγλοι, σίγουρα σημεία αναφοράς αλλά και μέτρα σύγκρισης και μια χοντρική χαρτογράφηση αυτής της terra novo και συνεπώς και terra incognita που είναι ακόμη η ηλεκτρονική μουσική. Πέρα δε από την εγγενή υποκειμενικότητα που εμφιλοχωρεί σε τέτοια εγχειρήματα, δύσκολα μπορώ να φανταστώ μια ανάλογη λίστα που να μην περιέχει τουλάχιστον 7-8 δίσκους από τους παρακάτω.

Επίσης προτίμησα να μην συμπεριλάβω δίσκους της δεκαετίας των ’00s, της πρόσφατης φουρνιάς δηλαδή. Δεν ήθελα να αυξήσω τη δόση υποκειμενισμού πάνω από τα μη-ανεκτά όρια, κάτι αναπόφευκτο σε περιπτώσεις όπου ο Δικαστής Χρόνος δεν έχει ακόμη αποφανθεί. Έτσι η λίστα ξεκινάει από το σωτήριο έτος 1973 (όχι ασφαλώς επειδή εκείνη τη χρονιά γεννήθηκα!). Προτίμησα επίσης να αφήσω για κάποιο άλλο αφιέρωμα, τους διανοούμενους πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής, όλους αυτούς που έκαναν ουσιαστικά την άχαρη θεωρητική έρευνα στα εργαστήρια τους. Οπότε στη λίστα αυτή δεν θα βρείτε τους moog-άτους δίσκους του Walter Carlos (ή μήπως Wendy;) τους ψυχεδελο-ηλεκτρονικούς πειραματισμούς των U.S.A και των Silver Apples, τους στρυφνούς ακαδημαϊσμούς του John Cage και του Karlheinz Stockhausen, τους μινιμαλιστές, τη γαλλική musique concrete κλπ. Άλλωστε η απόσταση που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη δικαιολογεί αυτό το διαχωρισμό. Η πορεία από το Ε=m χ c2 μέχρι την κατασκευή ενός πυρηνικού αντιδραστήρα είναι πολύ μακρύτερη απ’ ότι γενικά πιστεύεται. Εναρκτήριο λάκτισμα λοιπόν…

1. Autobahn(1973) – Man Machine (1978) – Kraftwerk
AutobahnΕδώ τώρα τι να πω; Έχουν γραφτεί αράδες και αράδες για την επιρροή που άσκησαν οι Kraftwerk (εξ ου και η τιμή της ύπαρξης 2 δίσκων σε αυτή τη λίστα). Οπότε θα είναι σαν να κομίζω όχι μία, αλλά πολλές γλαύκες στην Αθήνα αν πω ότι υπήρξαν για την ηλεκτρονική ότι ήταν ο James Brown για τη soul, οι Black Sabbath για το metal ή οι Beatles για την pop! Σε τι συνίσταται όμως αυτή η επιρροή; Γιατί είναι τόσο σημαντικοί; (πέρα από την προφανή απάντηση: γιατί το λένε όλοι!). Εδώ οι απαντήσεις είναι μάλλον λιγότερες. Ασφαλώς δεν ήταν οι πρώτοι που έπαιξαν ηλεκτρονική μουσική. Και ασφαλώς δεν ήταν οι πρώτοι που γνώρισαν εμπορική επιτυχία (αυτός ο τίτλος μπορεί να απονεμηθεί στους Hot Butter για το «Popcorn» τους, του 1972)
Man MachineΗ απάντηση πιστεύω προκύπτει αν εξετάσουμε τη φύση της μουσικής τους. Μια μουσική τόσο αυστηρά θεμελιωμένη και ορθολογική ώστε να μοιάζει σαν να παρακολουθείς ηχητικά τη σαφή και διαυγή απόδειξη ενός μαθηματικού θεωρήματος. Ή ενός γεωμετρικού, θα έλεγα καλύτερα. Γιατί η μουσική των Kraftwerk ήταν καθαρά …Ευκλείδεια! Παρακολουθήστε π.χ. πως δομείται το ομώνυμο κομμάτι από το «Man Machine». Ο κάθε νέος ήχος προστίθεται στον προηγούμενο, το ένα σχήμα πάνω στο άλλο, με μια τεχνοτροπία που θυμίζει ρώσικη πρωτοπορία και Καντίνσκυ (δεν είναι άλλωστε τυχαίο το εξώφυλλο!).

Εδώ λοιπόν πιστεύω ότι έγκειται η μεγάλη προσφορά των Kraftwerk. Ότι έθεσαν ουσιαστικά τους κανόνες και τα αυστηρά όρια του «παιχνιδιού». Δίνοντας έτσι τη δυνατότητα και το κίνητρο στους επιγόνους να τα σπάσουν, και από την άκαμπτη γεωμετρία των Kraftwerk να περάσουμε στη ρέουσα χαοτική γεωμετρία των fractals. Οι Kraftwerk έκαναν ουσιαστικά το ίδιο που έκανε και ο Ευκλείδης με τα «Στοιχεία» του. Θεμελίωσε τη γεωμετρία πάνω σε αξιώματα δίνοντας τη δυνατότητα μελλοντικά σε όσους τα αμφισβήτησαν (όπως οι Riemann και Lobatsevski) να φτιάξουν τις δικές τους υπερβατικές γεωμετρίες…. Χμμ, μου φαίνεται τελικά ότι καλά τα έλεγε ο γερο-Πλάτωνας: «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω»….

2. Phaedra – Tangerine Dream (1974)
PhaedraΤο «Phaedra» δεν ήταν ο πρώτος δίσκος των Γερμανών Tangerine Dream. Αυτοί είχαν ήδη ξεκινήσει το ταξίδι τους από το 1969. Ήταν όμως ο πρώτος στον οποίο άφησαν στην άκρη τα …καταραμένα όργανα με τις χορδές και έπιασαν αποκλειστικά τα διάφορα moog, σταμάτησαν τους αδιέξοδους αυτοσχεδιασμούς και έδωσαν μια μορφή στις ρέουσες ιδέες τους. Να οφείλεται αυτή η μεταστροφή στο ότι ήταν και ο πρώτος τους σε πολυεθνική (Virgin), όταν οι 4 προηγούμενοι είχαν βγει στη θρυλική kraut-εταιρεία Ohr; Ποιος ξέρει… Ο δίσκος πάντως χτύπησε TOP 10 στη Μ. Βρετανία εκείνη την εποχή (απίστευτο δε φαντάζει; διανοείστε σήμερα τους …Autechre στο chart;;)

Εκείνη την εποχή πάντως το να δηλώσεις πειραματικός ήταν σχετικά εύκολο! Πάντως, μπορεί απλώς και μόνο η χρήση νέων οργάνων να έφτανε για να χαρακτηριστεί κάτι πειραματικό (εδώ βοήθησαν τα λεφτά του Richard Branson καθοριστικά, τα όργανα αυτά δεν ήταν για όλες τις τσέπες!), αλλά σίγουρα δεν …περίσσευε για να έχει και υψηλή αισθητική αξία το αποτέλεσμα. Οι TD είχαν το ταλέντο να το καταφέρουν, και αυτό αποδεικνύεται περίτρανα στη «Φαίδρα» τους. Με τα νέα όργανα (moog sequencers, mellotron, VCS3 synthesizer) στήνουν αφαιρετικά ηχοτοπία (abstract electronica θα το λέγαμε σήμερα) διάστικτα με παράξενους ήχους που υποβάλλουν φουτουριστικές εικόνες. Θα μπορούσε να είναι η μουσική των άστρων, αν η μουσική του διαστήματος δεν ήταν η σιωπή, όπως σωστά συνέλαβε και απεικόνισε ο μεγάλος Stanley (παρολ’ αυτά παραμένει η must μουσική για soundtrack ντοκυμανταίρ για το διάστημα και την τεχνολογία).

Ουσιαστικά πάντως οι τύποι έπαιξαν ambient πολύ πριν o Eno δει εκείνο το περίφημο όνειρο και εφεύρει τον όρο, κατοχυρώνοντας τον για λογαριασμό του. Άδικο-ξε-άδικο, έτσι είναι η ζωή! Κάτι ανάλογο δεν έγινε και με την Αμερική; Άλλος την ανακάλυψε (Κολόμβος) άλλος τη βάφτισε (Αμέρικος Βασπούκι).

Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος. Πέρα από τις θετικές επιρροές, οι TD είναι υπεύθυνοι και για πολλές πληγές που επέπεσαν στο χώρο της μουσικής με την ίδια μανία που …σάρωσαν τη βιβλική Αίγυπτο. Γιατί οι TD είναι συγχρόνως και οι προάγγελοι (προ-εωσφόροι μάλλον!) όλης της μόδας της lounge άνοιας και ανίας, των new age φιλοσοφιών της αμπέλου, στα δίχτυα των οποίων πιάστηκαν και οι ίδιοι αργότερα, λαμβάνοντας επάξια τον τίτλο «άρχοντες της βαρεμάρας»!

Ας είναι όμως… Πρέπει να αποδεχτούμε κάποια στιγμή ότι η κάθε εξέλιξη μαζί με τα θετικά κουβαλάει αναπόφευκτα και τα αρνητικά. Μαζί με το αεροπλάνο εφεύραμε και το αεροπορικό δυστύχημα θα πει ο Γάλλος φιλόσοφος Πολ Βιριλιό. Το μόνο βέβαιο πάντως είναι ότι δεν υπάρχει πισωγύρισμα. Διόλου τυχαία ο επόμενος δίσκος των TD λεγόταν «Rubycon»…

3. Neu! 2 – Neu! (1973)
Neu2Χμμμ, εδώ ίσως έχουμε ενστάσεις …εξοχότατε! Τι γυρεύει στη λίστα ένα συγκρότημα που δεν είναι «καθαρόαιμο» ηλεκτρονικό; Για να απαντήσω θα ξεπεράσω αρχικά την «αλλεργία» που μου προκαλούν διάφορες απόψεις που αναφέρονται σε «καθαρά» αίματα και άλλα …σωματικά υγρά! Κάποια στιγμή λοιπόν πρέπει να γίνει ο διαχωρισμός ανάμεσα στην ηλεκτρονική μουσική και στη μουσική η οποία παίζεται με ηλεκτρονικά μέσα. Η ηλεκτρονική δεν είναι μια μουσική που ορίζεται αποκλειστικά και μόνο από τη χρήση συνθετητών, όπως είναι η ευρέως διαδεδομένη άποψη. Μουσική «ηλεκτρονική» μπορεί να παιχτεί σχεδόν με κάθε όργανο! Γιατί η ηλεκτρονική μουσική δεν είναι τόσο (ή μόνο) ένας ήχος αλλά μια αισθητική άποψη. Για αναλυτικότερη τοποθέτηση επί του ζητήματος, σας παραπέμπω στο έξοχο βιβλίο του David Toop «Ο ωκεανός του ήχου» (Εκδόσεις «Οξύ»), ο οποίος Toop με μια καταπληκτική ευρυγώνια οπτική ανακαλύπτει και αναδεικνύει ρίζες της ηλεκτρονικής στον Debussy, τον Satie ακόμη και στις πρωτόγονες φυλές της Ιάβα!

Οι (πάλι) Γερμανοί Neu! (τι συμβολικό όνομα!) πάντως δεν είναι τόσο «άσχετοι» με το αντικείμενο μας. Άλλωστε ξεπετάχτηκαν από το δέντρο που λέγεται Kraftwerk, καθώς οι Rother και Dinger για μερικά φεγγάρια συνταξίδεψαν μουσικά με τους Ralf και Florian (με τους οποίους, παρεμπιπτόντως δεν πρέπει να χώρισαν και πολύ φιλικά!). To «Neu 2» ήταν (προφανώς!) ο δεύτερος δίσκος τους, και ηχογραφήθηκε μέσα σε 4 μόλις νύχτες (τελικά μια νύχτα δε βγάζει μόνο …μητροπολίτη!) υπό μάλλον αντίξοες συνθήκες (καμία υποστήριξη από την εταιρεία, εμφύλιες διαμάχες). Το νέο χαρακτηριστικό που κόμισαν στην τέχνη οι Neu! ήταν μια μοναδική αίσθηση του ρυθμού, ενός ρυθμού θεμελιωμένου σε μια επαναληπτική σε υπνωτικό βαθμό παράθεση μινιμαλιστικών συγχορδιών, με τον Dinger να ακούγεται σαν ένα ανθρώπινο drum machine (απόλυτα ενδεικτικό το εθιστικό σα νικοτίνη «Fur immer»). Σας θυμίζει κάτι αυτή η περιγραφή; Πρόκειται για το περίφημο «motorik των Neu!», το οποίο τόσες φορές έχετε συναντήσει σε μουσικά γραπτά για δίσκους που μόνο ηλεκτρονικοί δεν είναι! (αν δε ακούσετε το εναρκτήριο «Neuschnee», θα απορήσετε πως και έχουν γλυτώσει την αγωγή για αντιγραφή οι Stereolab!) Στον δίσκο αυτό θα ανακαλύψουμε και τα πρώτα πρωτόγονα remix, με το «Super» να εμφανίζεται παιγμένο στις 16 και στις 78 στροφές το λεπτό, καθώς και διάφορα παιχνίδια με φυσικούς ήχους όπως μιας κασέτας που «μασιέται» από ένα κασετόφωνο στο «Cassetto» (αχ, πληγές του παρελθόντος ξυπνάνε!) Κατοπινοί καλλιτέχνες όπως οι Zoviet France, έφτιαχναν κομμάτια που ακούγονταν λες και είχε «κολλήσει» το CD! Η κάθε εποχή με τα μέσα της τελικά…

Το πιο εντυπωσιακό πάντως όσον αφορά τους Neu! είναι ότι θα βρίσκονταν σίγουρα και σε μια αντίστοιχη λίστα με τους πρωτεργάτες του punk αλλά ακόμη και του σύγχρονου post-rock! Και μια παρατήρηση …εθνολογική. Αν στην τριάδα που κλείνει τώρα με τους Neu!, προσθέσουμε τους Can, τους μεταγενέστερους Neubauten αλλά και τους όχι λιγότερο σημαντικούς Amon Duul (Ι και ΙΙ), θα συνειδητοποιήσουμε την καταλυτική επίδραση που είχαν οι γερμανοί στην εξέλιξη της σύγχρονης μουσικής. Οι Άγγλοι την ίδια εποχή είχαν τους Bay City Rollers και τους Slade …

4. (S/T) – Suicide (1977)
SuicideΗ punk επανάσταση βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη το 1977 όταν εμφανίστηκε αυτός ο ανορθόδοξος δίσκος, ντεμπούτο για το δίδυμο Alan Vega-Martin Rev (το οποίο υπήρχε και δρούσε ήδη από το 1971!). Ένας δίσκος ο οποίος είχε συλλάβει το πνεύμα της εποχής με τέτοιο τρόπο ώστε φαινόταν τελικά …εκτός εποχής! Οι τύποι ήταν post-punk πολύ πριν σχηματοποιηθεί το ίδιο το punk. Και εκτός …τόπου θα έλεγα! Μα κυκλοφορείς δίσκο στις ΗΠΑ εν έτει 1978, με ένα …ύποπτο κόκκινο αστέρι να φιγουράρει στο εξώφυλλο και βάζεις και τραγούδια όπως το «Che»; Λίγα χρόνια νωρίτερα οι Suicide θα είχαν περάσει σίγουρα από μια «φιλική» συζήτηση με τον διαβόητο κύριο McCarthy και την επιτροπή του! Σαν να μην έφτανε αυτό, είναι γνωστό ότι οι πέραν του Ατλαντικού «σύμμαχοι» έχουν και μια έμφυτη αντιπάθεια με την ηλεκτρονική μουσική. Ελάχιστες φορές έχουν εμφανιστεί στα αμερικάνικα charts μουσικές αμιγώς ηλεκτρονικές (ή ύπαρξη σκηνών όπως αυτή του Detroit στα 80s κυρίως, δεν αναιρεί αυτή την παρατήρηση, καθώς αυτές έδρασαν κυριολεκτικά στο underground). Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε το γεγονός ότι οι Suicide έπαιζαν το synth-punk τους σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε η punk καθαρολογία, καταλαβαίνουμε το λόγο για τον οποίο o δίσκος έγινε δεκτός όχι σαν πρωτοποριακός και ρηξικέλευθος που ήταν, αλλά με …μπουκάλια και ροχάλες από ένα εξοργισμένο κοινό. Aκούστε στην επανέκδοση του 2000, στο bonus δισκάκι το απόσπασμα «23 Minutes Over Brussels» από την αντίστοιχη συναυλία, όπου συμβαίνει κάτι ανάλογο με αυτό που έλαχε στον Dylan όταν πρωτόπαιξε το «Like a Rolling Stone», με την παρότρυνση στη μπάντα του «play fucking loud!» και με το ακροατήριο να τον αποκαλεί Ιούδα! Εδώ ο Alan Vega αντιδρά στις αποδοκιμασίες του κοινού κατά τη διάρκεια του «Frankie Teardrop», με ένα ευγενικό «shut the fuck up, this is about Frankie!».

Η μουσική του «Suicide» χαρακτηρίζεται από τα μανιώδη φωνητικά του Alan Vega, ο οποίος τραγουδούσε λες και είχε κυριευθεί από κάποιο ιερό δαιμόνιο, και τους νοσηρούς ρυθμούς που έστηνε σε κάτι εντελώς πρωτόγονα φτηνά synth o Martin Rev. Είχαν τη φιλοδοξία να μεταφυτεύσουν τα σπέρματα των Stooges και των Velvets στον κορμό της νέας μουσικής που αναδυόταν. Σε λάθος χρόνο όμως και λάθος τόπο…

5. Ambient 1 Music for airports – Brian Eno (1978)
Music for airportsΗ προσφορά στην ηλεκτρονική μουσική του κυρίου Brian Peter George St John De Baptiste la Salle Eno (ουφ!), του πάλαι ποτέ κημπορντίστα των Roxy Music, είναι σίγουρα τεράστια σε ποσότητα. Ο δίσκος που επέλεξα μέσα από την αχανή δισκογραφία του, σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος του. Μπορώ να πω μάλιστα ότι κατά την προσωπική μου γνώμη είναι μάλλον μέτριος έως και κουραστικός! Είναι όμως πέραν πάσης αμφιβολίας επιδραστικός! Μα θα μου πείτε, μπορεί ένας μέτριος δίσκος να είναι επιδραστικός; Ναι, γιατί πολλές φορές ένας δίσκος είναι κάτι παραπάνω από μια συλλογή μουσικών κομματιών. Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι η καινοτομία του Eno δεν ήταν τόσο αμιγώς μουσική. Ambient παιζόταν ήδη από την εποχή των Cluster και των Tangerine Dream. Αυτό που έκανε ο Eno είναι να δώσει τη στέρεη ιδεολογική βάση και να θέσει τις μουσικές αυτές κάτω από την ομπρέλα μιας συνεκτικής άποψης την οποία ο ίδιος θα βαφτίσει ambient. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει κάποιος ότι πρόκειται για έναν «στρατευμένο» δίσκο, έναν δίσκο όπου το μήνυμα έχει μεγαλύτερη αξία από το μέσο.

Ο όρος ambient είναι δανεισμένος από την επιστήμη της Περιβαλλοντολογίας. Διόλου απροσδόκητο, καθώς ο Eno αυτό ακριβώς επιδίωκε. Μια μουσική που να δρα σαν περιβάλλον, η οποία να υπάρχει χωρίς να σου αποσπά την προσοχή (μπορώ να το επιβεβαιώσω αυτό ιδίοις …ώτοις, καθώς το ακούω αυτή τη στιγμή!). Κυριολεκτικά «Διακριτική Μουσική» (όπως είναι ο τίτλος ενός άλλου δίσκου του Eno). Το «Music for airports» (γραμμένο για να ακούγεται σε χαμηλή ένταση, σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσεως) είναι ένα κολάζ αφηρημένων, νωχελικών, ράθυμων ήχων πιάνου κυρίως (συμμετέχει και o Robert Wyatt). Υπάρχει όμως κι ένα όργανο το οποίο δεν αναφέρεται στα credits του δίσκου και παίζει καθοριστικό ρόλο: η σιωπή (επηρεασμένος από τον John Cage και τα διαβόητα «4’33»» του). Τα κομμάτια έχουν τους ουδέτερους τίτλους 1/1, 2/1, 1/2, 2/2. Ακόμη κι η επιλογή των ονομάτων δείχνει ότι ο Eno ήθελε να φτιάξει μια μουσική εντελώς ανοιχτή σε ερμηνείες, η οποία «έχει πρόθεση να προκαλεί την ηρεμία και να δημιουργεί ένα χώρο στον οποίο να μπορεί κάποιος να σκέφτεται». Ή να κοιμηθεί θα προσέθετε κάποιος κακεντρεχής! Αν και πιστεύω ότι ακόμη και αυτή η παρατήρηση είναι μέσα στο πνεύμα των επιδιώξεων του Eno, και ο ίδιος δεν θα δυσαρεστούνταν εάν την άκουγε!

Η αισθητική άποψη του δίσκου αυτού είχε μεγάλες συνέπειες στον τρόπο πρόσληψης και χρήσης της μουσικής τα επόμενα χρόνια. Η ιδέα της ένταξης της μουσικής σε ένα περιβάλλον, και όχι της προβολής της σαν ένα ξεχωριστό αισθητικό γεγονός, φέρει την ευθύνη για την εξάπλωση της μουσικής σε χώρους κατ’ εξοχής «άμουσους» έως τότε. Μουσική για ασανσέρ, εστιατόρια, αεροδρόμια (εκείνη την εποχή μάλιστα ο δίσκος «δοκιμάστηκε» για το σκοπό που υποδηλώνει ο τίτλος, σε κάποιο τερματικό σταθμό του αεροδρομίου της Ν.Υόρκης), metro, τηλεφωνικά κέντρα αναμονής, μουσικά χαλιά (ή μήπως …χάλια;). Μια μουσική απονευρωμένη, αποξηραμένη από κάθε ουσία, ανώδυνη και ακίνδυνη. Θα μου πείτε φταίει ο Eno για την κατάληξη αυτή; Δύσκολη ερώτηση… Φταίει ο Νίτσε για την εκμετάλλευση του από τον Χίτλερ;;

6. Eskimo – Residents (1979)
EskimoΆλλη μία έκπληξη σε αυτή τη λίστα; Δεν θα έπρεπε όμως… Σε μια λίστα που προσπαθεί να ανιχνεύσει τους σημαντικούς σταθμούς εξέλιξης του ηλεκτρονικού ήχου, μία μπάντα η οποία βασίζει τον ήχο της στην παρωδία και τη διαστροφή της μουσικής παράδοσης, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει. Γιατί η δημιουργική σύγκρουση με την παράδοση θα έλεγα ότι είναι ένα προαπαιτούμενο της εξέλιξης (αν και ξέρω ότι πολλοί θα διαφωνήσουν, θεωρώντας την παράδοση ως μια ιερή αγελάδα της τέχνης).

Το «Eskimo» δεν είναι χαρακτηριστικός δίσκος των Residents (αν υπάρχει κάτι τέτοιο βέβαια!). Είναι όμως ο πιο ιδιαίτερος, με τα πρώτα 10.000 αντίτυπα να βγαίνουν σε λευκό βινύλιο (και μάλιστα γνώρισε και απροσδόκητη εμπορική αποδοχή, στη δε χώρα μας όσο κι αν δεν το πιστεύεται «χτύπησε» πρώτη θέση!). Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι τους παίδεψε για τρία ολόκληρα χρόνια στο στούντιο. Είναι όμως εμποτισμένος στο πνεύμα των Residents. Γιατί και εδώ συνεχίζουν τη διαστροφή της δυτικής κουλτούρας, αυτή τη φορά όχι παρωδώντας τις παραδόσεις της, αλλά εμβαπτίζοντας τη στα νάματα ενός «παρθένου», ολοκληρωτικά ξένου πολιτισμού.

Υπάρχει ένας μύθος γύρω από το δίσκο αυτό, κάτι όχι παράξενο, καθώς οι Residents αρέσκονται να υιοθετούν διάφορους μύθους, πυκνώνοντας έτσι την αχλύ μυστηρίου που τους καλύπτει εδώ και 30+ χρόνια. Εδώ λοιπόν λέει ο μύθος ότι ο N. Senada, ο μυστηριώδης «guru» των Residents, γυρίζοντας από ένα ταξίδι στην περιοχή του Γιούκον στον Καναδά έφερε μαζί του ένα …θερμός γεμάτο «αρκτικό αέρα» και ιστορίες για τα παράξενα μουσικά όργανα των Εσκιμώων (αν και οι ίδιοι δεν το γνωρίζουν αυτό το όνομα, Ινουίτ λέγονται οι καημένοι!) Ο μύθος συνεχίζει λέγοντας ότι οι Residents αφού απομονώθηκαν από τον κόσμο, έκατσαν και έμαθαν να φτιάχνουν μόνοι τους εσκιμώικα όργανα και αφού εντρύφησαν στην ιστορία και τη μυθολογία του λαού, έφτιαξαν τελικά το «Eskimo». Ωραίος μύθος, κατά πάσαν πιθανότητα ψεύτικος, αλλά έχει καμία σημασία; Η αξία των μύθων δεν βρίσκεται στην αληθοφάνεια τους …

Ηχητικά ο δίσκος θα μπορούσε να περιγραφεί με τον όρο «ambient του αρκτικού κύκλου». Ή chill-out. Κυριολεκτικά «chill out» όμως!. Μέχρι και οδηγίες χρήσεως έχει που συμβουλεύουν όταν τον ακούμε να είμαστε ζεστά ενδεδυμένοι (να προτείνεται και ως λύση στην κάψα του μεσογειακού θέρους;). Δεν είναι εύκολο άκουσμα όμως! Λευκός θόρυβος, αφιλόξενα τοπία, ηλεκτρονικά κρουστά, περίεργοι ήχοι και φωνές. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ και τις σημαντικές συνεργασίες των Chris Cutler από τους Pere Ubu (στα κρουστά) και του Don Preston των Mothers Of Invention (στα synths).

Οι Residents πλησίασαν τη μουσική των Εσκιμώων ούτε με αποικιοκρατική νοοτροπία πολιτισμικής υπεροχής, αλλά ούτε με καθαρολάγνα λατρεία της αυθεντικότητας. Οι ίδιοι οι Residents εμπαίζουν αυτές τις αντιλήψεις βάζοντας τη χορωδία των «Εσκιμώων», μεταξύ άλλων ακατάληπτων στίχων, να τραγουδά «Coca-Cola adds life» ή «we are Devo»! Και ουσιαστικά ήταν οι πρόδρομοι του ανοίγματος σε μια οικουμενικότητα της μουσικής, μιας σύνθεσης και αναβίωσης παραδοσιακών ήχων μέσω της μοντέρνας τεχνολογίας. Σίγουρα ο Paul Simon πριν επισκεφτεί τη Νότια Αφρική και ο David Byrne τη Βραζιλία, είχαν ακούσει αυτό το δίσκο. Όπως ακόμη και οι Transglobal Underground, οι Deep Forest και άλλοι εκφραστές του μοδάτου πλέον ethno-beat fusion…

7. Red Mecca – Cabaret Voltaire (1981)
Red MeccaΤο punk ήταν πέρα από όλα τα άλλα, μια νοοτροπία, θα τολμούσα να πω μια στάση ζωής αν αυτό δεν ακουγόταν πομπώδες. Και δεν ήταν απλά μια μουσική που παιζόταν σε ηλεκτρικές κιθάρες με ένα-δυο κακόηχα ακόρντα από τύπους ντυμένους με ξεσκισμένα τζιν τρυπημένα με παραμάνες και με μαλλί προϊόν πειραμάτων με τις πρίζες! Αυτό ήταν το lifestyle του punk, όχι η ουσία του. Η ουσία ήταν το πνεύμα του «do it yourself, του «φτιάξε κι εσύ μουσική, μπορείς!». Ήταν επίσης η απελευθέρωση από μια διανοουμενίστικη αντίληψη της μουσικής, η οποία ενώ δεν είναι εξ ορισμού κατακριτέα, τη δεκαετία του 70 είχε πάρει μια δικτατορική χροιά κάτω από την progressive «προβιά».

Αυτό το πνεύμα μετέφεραν στην electronica οι Cabaret Voltaire από το Sheffield. Όλα αυτά όμως δεν προέκυψαν εκ του μηδενός. Αν προεκτείνουμε το «κλαρί» προς το παρελθόν, θα φτάσουμε στις ευφυείς παλαβομάρες των ντανταϊστών και τα διάφορα μανιφέστα αντι-τέχνης όπως π.χ. του Fluxus. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το όνομα που διάλεξαν και το οποίο παραπέμπει στο θρυλικό καμπαρέ του Βολταίρου, το οποίο βρισκόταν στη Ζυρίχη και ήταν το δημιουργικό κέντρο της ντανταϊστικής κοινότητας.

Επιπλέον οι CB ήταν από τους πρώτους που εφάρμοσαν στη μουσική την τεχνική του cut-up, αυτής που πρωτοδίδαξε ο παππούς William Burroughs. Μια τεχνική η οποία συνίσταται στην αποδόμηση και αναδόμηση των στοιχείων ενός έργου τέχνης γενικότερα, ένα κόψιμο και ράψιμο ουσιαστικά ετερόκλητων ήχων, πρόδρομος της έννοιας του sampling. Και μακριά από την μετρονομική και αυστηρή, σχεδόν αυταρχική μελωδικότητα των Kraftwerk, δημιουργούν έναν δίσκο σχεδόν αναρχίζουσας ελευθερίας. Τυχαίοι θόρυβοι από tapes, ακατανόητα φωνητικά θαμμένα κάτω από στρώματα λευκού θορύβου, περίτεχνα επεξεργασμένες κιθάρες, αλλόκοτα ηλεκτρονικά τζαμαρίσματα και δύστροπες μελωδίες συνθέτουν έναν απολαυστικά πειραματικό δίσκο (ένας σπάνιος συνδυασμός αναμφισβήτητα!). Και ένα πείραμα πάντα κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Ποιο ήταν αυτό; Η διαιώνιση του «γονιδίου»: Cabaret Voltaire εγέννησαν Front 242 και Fad Gadget, Front 242 εγέννησαν KLF, KLF εγέννησαν Prodigy, και περιμένουμε πια το επόμενο ευτυχές γεγονός…

8. Dare – Human League (1981)
DareΗ μουσική, πέρα από ζήτημα προσωπικής έκφρασης είναι και μια μορφή επικοινωνίας. Μια μορφή επικοινωνίας η οποία είναι μεν ετεροβαρής (απ΄τη μία ο καλλιτέχνης, από την άλλη η μάζα του κοινού) αλλά συγχρόνως είναι και ισότιμη (ο κάθε ακροατής είναι μια διακριτή προσωπικότητα). Προσωπικά πάντως δεν γνωρίζω κανέναν καλλιτέχνη που να μην επιθυμεί μια μαζική αποδοχή. Το ζήτημα είναι με ποιους όρους γίνεται αυτή η αποδοχή. Αλλά ας μην πιάσουμε τώρα αυτό το ζήτημα, γιατί πέρα από πολυσυζητημένο, οδηγεί και σε έναν φαύλο κύκλο όπως αυτός της κότας και του αβγού.

Μέχρι τις αρχές των 80s η ηλεκτρονική μουσική δεν είχε αγγίξει τα μαζικά ακροατήρια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Προϋπήρξε βέβαια η disco, με καθοριστική συμβολή του Ιταλού μάγου Giorgio Moroder, η οποία όμως ήταν περισσότερο «χορός για μουσική» (όπως τραγούδησαν λίγα χρόνια μετά οι Χωρίς Περιδέραιο) παρά μουσική για χορό. Η πραγματική έκρηξη συνέβη στη Βρετανία με την αυγή της δεκαετίας του 80. Μια σειρά συγκροτημάτων με παράξενα ονόματα, ακόμη πιο παράξενα χτενίσματα και με τα μικρά roland-άκια και τα korg-άκια τους να βγάζουν ήχους που λίγα χρόνια νωρίτερα χρειαζόντουσαν όργανα μεγέθους δωματίου, εισέβαλε στα charts και έφερε την ηλεκτρονική στα μαζικά mainstream ακροατήρια. Soft Cell, OMD, Ultravox, Tubeway Army, Eurythmics, Spandau Ballet, Visage κλπ. Και ο δίσκος των Human League «Dare» υπήρξε, ίσως όχι ο πιο ποιοτικός, αλλά σίγουρα ο πιο μοσχοπουλημένος δίσκος της γενιάς εκείνης.

Δύο κορίτσια πρώην σερβιτόρες (Suzzane Sulley και Joanne Catheral) και τρία αγόρια με προεξάρχοντα τον Phil Oakey, εκμεταλλεύτηκαν τη δυναμική που έχει ένα pop ρεφρέν και το sing along στοιχείο και έφτιαξαν μια γοητευτικά «εύκολη» ηλεκτρονική pop, με τραγούδια όπως το «Don’t you want me» να χαρακτηρίζουν πλέον μια ολόκληρη εποχή. Οι Human League θα μείνουν στη μνήμη ως οι εκφραστές της άνθησης ενός ρεύματος το οποίο αφού κυριάρχησε με την επιβολή ενός …Ταμερλάνου στη δεκαετία του 80, έσβησε άδοξα πνιγμένο στα πλαστικά υποπροϊόντα των Stock, Aitken & Waterman. Δυστυχώς όμως, κάθε έργο το οποίο συμβαδίζει με το σφυγμό της εποχής, ακούγεται πλέον ξεπερασμένο μόλις η εποχή αυτή παρέλθει. Και κάτι τέτοιο έχει συμβεί με το «Dare», παρόλο που η δεκαετία του 80 και ο vintage αναλογικός ήχος είναι πάλι στη μόδα. Οι μόδες άλλωστε μοιάζουν με τα κρυολογήματα. Περνάνε…

9. Big Science- Laurie Anderson (1982)
Big ScienceΗ Laurie Anderson είναι μια καλλιτέχνης πολυσχιδής και πολυδιάστατη, με τα ενδιαφέροντα της να εκτείνονται και πέραν της μουσικής, εστιαζόμενα σε μια πολυμεσική (multimedia) αντίληψη της τέχνης. Είναι άλλωστε διάσημη για τα διάφορα projects και installations που δημιουργεί κατά καιρούς. Το «Big Science» το ίδιο είναι μια σύνοψη της πεντάωρης performance της, με τίτλο «United States». Στον πρώτο της αυτό δίσκο η Νεοϋορκέζα κυρία Laurie χρησιμοποιώντας λιτά μέσα και μόνο την εκφραστική δύναμη που διαθέτει, μεταγγίζει νέο αίμα στην ηλεκτρονική μουσική. Ο δίσκος αποκτά επιπλέον μια θεατρική διάσταση χάρις στις υποβλητικές «spoken word» αφηγήσεις της, οι οποίες συνδυάζονται με μοντέρνους ήχους από synths και από το βιολί της.

Ένα γενικό φαινόμενο στην ηλεκτρονική μουσική είναι το να μην δίνεται ιδιαίτερη σημασία στους στίχους και στην ανθρώπινη φωνή. Πολλές φορές ο στίχος ή απουσιάζει ή είναι εντελώς προσχηματικός, η δε φωνή έχει μια ανέκφραστη, «ρομποτοποιημένη» χροιά. Οι δίσκοι της Anderson είναι μια εξαίρεση στον κανόνα αυτό. Οι στίχοι της ξεχωρίζουν για τη ζεστασιά τους, το υποδόριο χιούμορ, τον προβληματισμό τους (τι τίτλος το «Born, never asked»!) και για την όξινη ειρωνεία τους. Στο «Big Science» γίνεται ακόμη και προφητική για Σέρβους, Ιρακινούς, Αφγανούς όταν λέει: «here come the planes, they’ re American planes, made in America»! Ο δίσκος δεν πέρασε απαρατήρητος, με το «Oh Superman» να γίνεται ανέλπιστο σουξέ ως single, αν λάβουμε υπόψη μας τα 8’21» που διαρκεί.

Στη χώρα μας έχουμε την τιμή να υπάρχει και να δημιουργεί μία από τις καλύτερες «μαθήτριες» της Anderson. Βέβαια στη χώρα η οποία πανηγυρίζει στην Ομόνοια τη νίκη της σε μια ζωοπανήγυρη μουσικής, σε μια χώρα όπου οι Κραουνάκηδες, οι Μικρούτσικοι, οι Δάντηδες, οι Σαββόπουλοι απολαμβάνουν καλλιτεχνικού status, και όπου οι «αστέρες» του πενταγράμμου αναδεικνύονται μέσα από τηλεοπτικά παιδομαζώματα, πως να βρει την αναγνώριση που της αξίζει, και πως να μην αποσυρθεί στη σιωπή της η μεγάλη Λένα. Και όχι, δεν εννοώ την …Παπαρίζου!

10. Who’s afraid of – The Art of Noise (1984)
Whos afraid ofΟ θόρυβος είναι μια παρεξηγημένη έννοια. Υπάρχει ο θόρυβος ο οποίος μετριέται με ντεσιμπέλ και ο θόρυβος σαν έννοια που υποδηλώνει το τυχαίο, την έλλειψη αρμονίας, και κατ’ επέκταση την ελευθερία (οι Sonic Youth θα είχαν πολλά να πουν επί του ζητήματος). Ο θόρυβος μπορεί να είναι κάτι σαν τη blue note στην jazz, μια ανένταχτη, παράδοξη, αταίριαστη, διαφορετική νότα. Ποιος φοβάται λοιπόν την τέχνη του θορύβου; Είναι πιστεύω σαφές εκ των προηγουμένων. Οι λάτρες της καλοκουρδισμένης ζωής, της ησυχίας, της τάξης και της ασφάλειας. Δεν ξέρω αν είχαν μια τέτοια συλλογιστική στο νου τους οι Art of Noise όταν βάφτιζαν τη μπάντα τους, το σίγουρο είναι πάντως ότι διέθεταν ένα πολύ γερό θεωρητικό υπόβαθρο και είχαν αποκρυσταλλωμένες απόψεις για τη μουσική τους. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε δίσκος τους ήταν γεμάτος από διάφορα κείμενα-μανιφέστα τα οποία τόνιζαν μια ιδιαίτερη στάση απέναντι στην pop κουλτούρα. Και κάποιοι μάλιστα που επιλέγουν να ονομάσουν ένα δίσκο τους «The seduction of Claude Debussy», ασφαλώς δεν είναι τυχαίοι!

Το «Who’s afraid» ήταν ο πρώτος δίσκος για την πεντάδα των Trevor Horn, Anne Dudley, J.J.Jeczalik, Paul Morley και Gary Langan. O Trevor Horn ήταν γνωστός παραγωγός (σε ABC και Frankie Goes to Hollywood ενώ είχε κάνει μαζική επιτυχία με το προφητικό «Video killed the radio star»), και είχε προφανώς βαρεθεί να υλοποιεί τις μουσικές του ιδέες από την περιοριστική αυτή θέση. H Anne Dudley δεν ήταν ακόμη γνωστή, θα γίνει όμως αργότερα γράφοντας scores για ταινίες όπως το «Crying Game» και το «Full Monty», ενώ o Paul Morley ήταν γνωστός μουσικός δημοσιογράφος του ΝΜΕ.

Το συγκρότημα είχε υιοθετήσει στην αρχή μια αισθητική «non-group», με τα πρόσωπα πάντα καλυμένα με μάσκες (με προφανείς επιρροές από Residents) και προσπαθούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο να ανατρέψει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της τέχνης και των δημιουργών της. Κάτι σαν αυτό δηλαδή που έλεγε ο Cage: «καταργήστε τα σύνορα ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή». Αυτά όλα όμως το αφορούν το «φαίνεσθαι» και το image, με τη μουσική αυτή καθαυτή τι γίνεται; Το «Who’s afraid» λοιπόν, είναι ένας δίσκος-αμάλγαμα όλων των τάσεων της ηλεκτρονικής που υπήρχαν έως τότε. Χορευτικοί ρυθμοί, αφηρημένα τοπία, κολάζ ήχων, συγκοπτόμενες αρμονίες σε instrumental μορφή. Και είναι πολύ πιο πολύπλοκος από ότι αφήνει να εννοηθεί το «Moments in love» (ένα all time classic κομμάτι για …σεξ!) και το «Close (to the edit)», του οποίου το videoclip έχει γίνει cult της πρώτης γενιάς του MTV. Το γεγονός δε ότι οι Art of Noise ήταν από τους πρώτους που διάβηκαν τη γέφυρα που ένωσε τότε τον αναλογικό με τον ψηφιακό ήχο, είναι και αυτό που δικαιολογεί την παρουσία τους σε αυτή τη λίστα. Και αυτό έγινε, πολύ πριν ο ψηφιακός ήχος επικρατήσει, και ακόμη πιο πολύ πριν η επιστροφή στον αναλογικό ήχο γίνει μόδα (τι ειρωνεία! σήμερα, στην εποχή των virtual synths και των Pro-tools έχουμε μέχρι και ψηφιακά εφέ που κάνουν προσομοίωση του αναλογικού ήχου!)). Αποτελούν έτσι έναν κρίκο στην αλυσίδα που συνδέει τους Kraftwerk με τη γενιά του techno και του house. Και κάτι ακόμη… Ήταν από τους πρώτους που προείδαν τη δυναμική και που εφάρμοσαν την τεχνική της δειγματοληψίας ήχων, του sampling αν θέλετε, ή της κλοπής ήχων όπως θα έλεγε κάποιος politically correct. Φτάνουν αυτά;

11. Black CelebrationDepeche Mode (1986)
Black celebrationΠρολαβαίνω πάλι την ένσταση… Μα υπάρχουν στη λίστα ήδη οι Human League ως εκπρόσωποι της electropop! Εν μέρει είναι δίκαια η ένσταση. Γιατί μέχρι και το «Black Celebration» οι Depeche Mode ήταν απλώς άλλο ένα γκρουπάκι του είδους αυτού. Με σαφώς μεγαλύτερη ικανότητα να γράφουν αξιόλογα τραγούδια από πολλούς συνοδοιπόρους τους, με ένα αναγνωρίσιμο μουσικό στίγμα (κάτι διόλου εύκολο στον ομοιογενή κόσμο της συνθετικής pop), αλλά πάντα μέσα στα πλαίσια της όλης κίνησης. Τους είχε ωφελήσει τα μέγιστα και η αποχώρηση του Vince Clark το 1981 (συγκρίνετε απλώς τις μετέπειτα πορείες αμφοτέρων για να δείτε από τι «γλύτωσαν» οι DM!). Το «Black Celebration» θα αποτελέσει όμως ένα κομβικό σημείο στην πορεία τους. Θα είναι ο δίσκος στον οποίο θα γυρίσουν την πλάτη τους στις συνθετικές ευκολίες και τις μανιέρες, θα «βρωμίσουν» τον ήχο τους με βιομηχανικές παρεκτροπές και θορύβους και ο Martin Gore θα γράψει μια σειρά από τους πιο προσωπικούς συγκλονιστικούς στίχους που έγραψε ποτέ, στίχους που μιλούν για τα σκοτάδια της ψυχής, για ανομολόγητους φόβους, πάθη και λαγνικούς πόθους. Το κλισέ μπορεί να λέει ότι η τέχνη και η αλήθεια είναι φως, αλλά το σκοτάδι κρύβει περισσότερο ενδιαφέρον και τελικά είναι και πιο …αληθινό. Άλλωστε στο σκοτάδι εκδηλώνεται ο πραγματικός εαυτός μας, όταν νομίζουμε ότι κανείς δε βλέπει!

Το «Black Celebration» είναι ένας δίσκος τρομακτικής συναισθηματικής έντασης. Παρολ’ αυτά δεν είναι από τους πιο προβεβλημένους δίσκους των DM και δεν περιέχει το κομμάτι-ύμνο όπως θα είναι το «Never let me down» ή το «Enjoy the silence» στα πιο μαζικά LP που θα ακολουθήσουν. Μετά βίας το «Question of time» ήταν το hit του δίσκου. Απομάκρυνε δε οριστικά τους DM από τον υπόλοιπο electropop συρφετό και σηματοδότησε την αρχή μιας τριλογίας («Music for the masses» και «Violator»), ανάλογης αξίας και σημασίας με εκείνη την περίφημη βερολινέζικη του Bowie.

Ένα τεκμήριο σημαντικότητας ενός δίσκου δεν είναι και πόσοι μεταγενέστεροι τον μιμήθηκαν ή επηρεάστηκαν από αυτόν; Τότε η σημασία του «Black Celebration» αναδεικνύεται περισσότερο αν αναλογιστούμε ότι εδώ μέσα βρίσκονται οι ρίζες όλης της κίνησης που ονομάζεται EBM (electronic body music, για όσους έχουν δυσανεξία με τα αρκτικόλεξα) και dark electro, καθώς και το καλούπι για μια ατελεύτητη σειρά κλώνων!

Μετά την τριλογία, άρχισε δυστυχώς ο κατήφορος για τους DM. Κατήφορος με μεγάλη κλίση μάλιστα! Και κάθε νέος τους δίσκος μοιάζει πλέον με μια πετριά στην υστεροφημία τους… Όπως καταλαβαίνετε δεν είμαι από αυτούς που πολυχάρηκαν για την σχεδιαζόμενη επιστροφή τους… Και φαίνεται τελικά ότι το πιο δύσκολο για έναν καλλιτέχνη είναι να πει: «ως εδώ»!

12. The white room – KLF (1991)
The white roomΑφήνουμε σιγά-σιγά πίσω μας τα χρόνια της αθωότητας. Η ηλεκτρονική έχει πια αγγίξει τα μεγάλα ακροατήρια, και ειδικά τις νέες ηλικίες. Και από τις γκαλερί και τα πανεπιστήμια όπου έπαιζαν οι πρώτοι σκαπανείς, από τα μικρά club των συγκροτημάτων της δεκαετίας του 80, φτάνουμε πλέον στα στάδια που μέχρι τότε τα μονοπωλούσε το παραδοσιακό ροκ, αλλά και σε «καινοτομίες» όπως οι αποθήκες ή τα λιβάδια. Η κουλτούρα του rave μόλις γεννήθηκε… Η μουσική σκληραίνει, γίνεται όλο και πιο χορευτική, αποκτά όγκο και μια νέα μονάδα μέτρησης (το bpm) εισάγεται. Και για την υπομείνεις και να την απολαύσεις χρειάζεσαι πια τη βοήθεια της αντιπαθητικής στο σχολείο αλλά χρήσιμης Χημείας! Για να γίνει τελικά μέχρι και θέμα στα παράθυρα του τότε ΣΚΑΪ με την αξέχαστη «μάνα raver»!

Τη νέα αυτή τάση εξέφρασαν και οι KLF. To δίδυμο των Jimmy Cauty και Bill Drummond, ή «Κopyright Liberation Front» αν προτιμάτε (όπως καταλαβαίνετε είχαν τραβήξει του λιναριού τα πάθη με τους νόμους του copyright!). Οι KLF πέρα από τη μουσική κατάφεραν να τραβήξουν τα φώτα της δημοσιότητας με πολλές αλλοπρόσαλες, εκκεντρικές πράξεις όπως το διαβόητο κάψιμο 1.000.000 λιρών σε ένα απομονωμένο νησί ή οι πυροβολισμοί με αυτόματα όπλα κατά του συναυλιακού τους κοινού (ευτυχώς με άσφαιρα!). Κορυφαία πράξη τους, που θα έκανε περήφανο ακόμη και έναν Γκυ Ντεμπόρ, ήταν και η διαγραφή (!) όλου του back catalogue τους καθώς και της εταιρείας τους, της KLF Communications! Ευτυχώς η αμερικανική TVT Records είχε προλάβει να αγοράσει τα δικαιώματα των δύο LP των KLF οπότε είναι ακόμη διαθέσιμα στην αγορά, έστω σαν εισαγωγές.

Είχε πει κάποτε ο Μολιέρος: «μερικά από τα διασημότερα βιβλία είναι που αξίζει λιγότερο να διαβαστούν. Η φήμη τους οφειλόταν στο ότι έκαναν κάτι που έπρεπε να γίνει στον καιρό τους. Το έκαναν και η αρετή του βιβλίου εξέπνευσε». Μια τέτοια περίπτωση ήταν και το «White room». Το οποίο πάντως γνώρισε τεράστια παγκόσμια επιτυχία, με mega-hits όπως τα «What time is love» και «3 A.M. Eternal» και ασφαλώς, πέρα από προσωπικά γούστα και αντιρρήσεις αποτέλεσε έκφραση και σύμπτωμα συγχρόνως των καιρών.

13. Selected Ambient Works ’85-’92 – Aphex Twin (1993)
Selected ambient worksΤα παιδιά-θαύματα δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο στη μουσική. Ίσως επειδή η πρόσληψη και η αναπαραγωγή της μουσικής είναι κάτι που απαιτεί και ανεπτυγμένη φαντασία. Κάτι που στα παιδιά υπάρχει εν αφθονία, ειδικά πριν υποβληθούν στη σχολική ή ωδειακή λοβοτομή. Και ο Aphex Twin (κατά κόσμον Richard D. James) θεωρείται από πολλούς ένα τέτοιο παιδί-θαύμα, κι ας μην έπαιζε από τα τέσσερα του πιάνο όπως ο Mozart. Ο μύθος λέει ότι κάποια από τα κομμάτια του «Selected Ambient Works ’85-’92», ο Aphex τα έγραψε σε ηλικία 14 ετών (το υπονοεί και ο τίτλος, αν σκεφτούμε ότι έχει γεννηθεί το 1971).

Πριν γίνει ο γραφικός τύπος του «Come to daddy» και αποπροσανατολιστεί σε πειραματικούς λαβύρινθους ο Aphex Twin έφτιαξε ένα από τα πιο απολαυστικά τεχνολογικά LP, το οποίο αυτό και μόνο θα έφτανε για να τον εγγράψει η Ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής στα κιτάπια της. Ο δίσκος κατατάσσεται (για τους λάτρεις των ετικετών) στο ambient techno και είναι υπόδειγμα μιας θαυμαστής ισορροπίας ανάμεσα στον ρεαλισμό της μελωδίας και τον υπερ-ρεαλισμό του beat. Ο Aphex κατέχοντας όλα τα κλισέ και τις κοινοτοπίες της ηλεκτρονικής γλώσσας, τα μετασχηματίζει σε κάτι δικό του δημιουργώντας όμορφα ταξιδιάρικα μοτίβα με αποστασιοποιημένους τίτλους («Heliopolis», «Delphium», «Xtal»)

Η εμφάνιση αυτού του ηλεκτρονικού …nerd έχει και μια συμβολική σημασία. Είναι από τους πρώτους καλλιτέχνες οι οποίοι έδρασαν πραγματικά μόνοι τους. Μέχρι τότε ο solo μουσικός, πολύ σπάνια έπαιζε όλα τα όργανα σε ένα δίσκο και πάντα είχε μια μεγάλη ή μικρή ομάδα συνεργατών, υποστηρικτών και session μουσικών. Με την αλματώδη ανάπτυξη όμως της τεχνολογίας, η ηλεκτρονική μουσική γίνεται σιγά-σιγά ολοένα και πιο ανθρωποκεντρική, η συλλογική δράση χάνει την αίγλη της, οι μπάντες λιγοστεύουν και πληθαίνουν οι μοναχικοί «λύκοι της στέππας». Συμπτώματα ουσιαστικά και μιας αυτιστικής εν συνόλω κοινωνίας! Ας μην τα διεκτραγωδούμε όμως τα πράγματα… Γιατί η ίδια η μουσική είναι μια μορφή επικοινωνίας. Κι ας παράγεται στην πηγή μοναχικά. Άλλωστε, και η μοναξιά μια απόλυτη προϋπόθεση της επικοινωνίας δεν είναι;

14. In Sides – Orbital (1996)
In sidesΘα μπορούσαν να λείπουν άραγε από τούτη τη λίστα οι Orbital, ένα από τα πιο εμβληματικά συγκροτήματα της δεκαετίας του 90; Υπήρξε μάλιστα μια εποχή που εάν δήλωνες ότι ακούς electronica, έπαιρνες την απάντηση «α, Orbital δηλαδή»!

Και όμως κατ’ ουσίαν οι Orbital ήταν περισσότερο συμβατικοί παρά νεωτεριστές. Δεν διεκδίκησαν ποτέ δάφνες πρωτοτυπίας για τη μουσική τους (οι οποίες τελικά δεν χρησιμεύουν παρά μόνο στο …στιφάδο). Αυτό όμως δεν είναι διόλου υποτιμητικό. Γιατί το να στηριχτείς στην παράδοση και τη συσσωρευμένη εμπειρία και με το ταλέντο σου να την μετουσιώσεις σε μια αισθητική ολοκλήρωση δεν είναι κάτι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Μάλιστα ίσως και είναι και πιο δύσκολο από το να πρωτοτυπήσεις…

Τα αδέρφια Hartnoll (έχει πολύ πέραση η φόρμα του ντουέτου στην ηλεκτρονική τελικά!) με το «In sides», τον πιο άψογα αρχιτεκτονημένο δίσκο τους, έβαλαν όχι απλά το λιθαράκι τους, αλλά ολόκληρο αγκωνάρι στην τελείωση του οικοδομήματος που λέγεται μοντέρνα electronica. Πρόκειται για έναν δίσκο με conceptual αισθητική, όχι τόσο από την άποψη της θεματολογίας όσο από τη μουσική σκοπιά. Το «Box» και το «Out There Somewhere?» είναι δύο μεγαλειώδεις συλλήψεις οι οποίες σε μερικές δεκαετίες θα θεωρούνται κλασικές (με την πλήρη έννοια του όρου) και θα παίζονται στα τότε Μέγαρα Μουσικής (ας κάνω και λίγο τον μελλοντολόγο!). Το δε εκρηκτικό «P.E.T.R.O.L.» κόσμησε ένα από τα καλύτερα soundtrack των τελευταίων ετών, το «π» του Darren Aronofski.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι Orbital είχαν και μια καλή απήχηση στο μάλλον δυσανεκτικό ροκ κοινό. Όχι τόσο λόγω της μουσικής τους, όσο λόγω του συναυλιακού τους attitude που προσομοίαζε με αυτό μιας παραδοσιακής ροκ μπάντας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι προσκλήθηκαν και έπαιξαν ζωντανά σε εκείνη την παρωδία του Woodstock ’94, όπου γνώρισαν κυριολεκτικά την αποθέωση.

Και ένα εντελώς προσωπικό σχόλιο. Μπορεί η μουσική δίσκων σαν το «In Sides» να ακούγεται πράγματι ψυχρή και «άδεια», με την έννοια ότι δεν σε κατευθύνει συναισθηματικά, αλλά μιλώντας εμπειρικά, είναι η ιδαινικότερη για κακές προσωπικές στιγμές. Για τις ώρες όπου δεν θέλεις ούτε κάτι χαρούμενο ούτε κάτι θλιμμένο, γιατί και τα δύο με τον τρόπο τους θα πατήσουν το κεφάλι σου βαθύτερα μέσα στο τέλμα, τέτοιοι δίσκοι σου δίνουν ένα άδειο κέλυφος για να το γεμίσεις με δικές σου σκέψεις, εικόνες, όνειρα… Σε κάνουν κατά κάποιο τρόπο ενεργητικό ακροατή. Λίγο το έχετε;

15. Endtroducing… – DJ Shadow (1996)
EndtroducingH ζεύξη του hip-hop με την electronica, δηλαδή της πιο «μαύρης» με την πιο «λευκή» μουσική, είχε ήδη πραγματοποιηθεί από το 1981 με πρώτο διδάξαντα τον Africa Bambaata και το ιστορικό «Planet Rock» (με τα samples από το «Trans Europe Express»). H λεγόμενη σκηνή του Detroit (Carl Craig, Derrick May) έδωσε ακόμη πιο μαύρο χρώμα στο μείγμα. Στην Αγγλία το μείγμα ονομάστηκε trip-hop και άκμασε στην αρχή και τα μέσα των 90s (Massive Attack, Portishead, η σκηνή του Bristol δηλαδή) για να σβήσει μετά χωρίς απογόνους, απομένοντας μια στέρφα μουσική κίνηση. Άλλωστε οι Βρετανοί έχουν μια εξ’ απαλών ονύχων σχέση με τη hip-hop κουλτούρα, και πάντα θα τη θεωρούν μια μουσική των δευτέρας κατηγορίας ανθρώπων από τις πρώην(;)-αποικίες τους. Τυχαίο είναι ότι το hip-hop στην Αγγλία παίζεται μόνο από μαύρους και μετανάστες; Τα σωστά Αγγλόπουλα ασχολούνται με την εξαγωγική βιομηχανία της χώρας τους, με την brit-pop δηλαδή… Τέλος πάντων…

Η συνέχεια ήρθε πάλι από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και ήταν εντυπωσιακή. Και λεγόταν DJ Shadow. Ο γνωστός στη μαμά του ως Josh Davis, δεν περιορίστηκε σε ένα τυπικό hip-hop electro ιδίωμα. Εμπλούτισε τη «σαλάτα» του με δείγματα από rock, funk, soul, ambient, μέχρι και jazz! Και μην προσλάβετε τον όρο «σαλάτα» με αρνητική έννοια. Ο Shadow (προτιμώ να ξεχνάω το δυσοίωνο πρόθεμα «DJ») φτιάχνει μια εξαιρετική σαλάτα, κάτι όχι και τόσο εύκολο όπως μπορεί να σας διαβεβαιώσει ακόμη κι ένας ερασιτέχνης …μάγειρας. Καθότι δεν είναι διόλου εύκολη η σύνθεση ετερογενών υλικών σε μια γευστική ενότητα, ώστε και τα συστατικά να διατηρούν την ταυτότητα και τη γεύση τους και το σύνολο να είναι δεμένο και συνεκτικό. Και όπως και κάθε μεγάλη σύνθεση, τελικά υπερβαίνει το άθροισμα των επιμέρους συνιστωσών, δημιουργώντας μια αισθητική …υπεραξία!

Ο Shadow στήνει ένα διαμουσικό παιχνίδι, όντας ένας τυμβωρύχος βινυλίων, ένας Indiana Jones των ήχων, ένας σύγχρονος αλχημιστής. Στο «Endtroducing…» οδηγεί την τεχνική του sampling και του «cut and paste» στα άκρα (μήπως ήρθε η ώρα να διερευνήσουμε και την επίδραση που είχαν τα …Windows στην εξέλιξη της μουσικής;). Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιδίου, το album «αντανακλά μια ζωή κουλτούρας του βινυλίου». Η φωτογραφία άλλωστε του εξώφυλλου είναι εύγλωττη από μόνη της. Και αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι το sampling είναι τέχνη. Άλλωστε, ο DJ Shadow και οι συγκαιρινοί του, είναι μια από τις πρώτες γενιές που έχουν τόσο εύκολη πρόσβαση σε ένα τόσο μεγάλο σε έκταση ηχογραφημένο υλικό από το παρελθόν. Και αυτό δεν μπορεί να μην έχει συνέπειες στον τρόπο της σύγχρονης μουσικής έκφρασης.

Το «Endtroducing…» ήταν ένας δίσκος-πρότυπο και επηρέασε πολλούς μουσικούς τα επόμενα χρόνια (κατά τα λεγόμενα μάλιστα του Greenwood ήταν ο δίσκος που αποτέλεσε την αρχική έμπνευση για το «OK Computer»!). Ο ήχος του 2005 χρωστάει πάρα πολλά σε αυτό το δίσκο…

16. Dead Cities – Future Sound of London (1996)
Dead citiesΗ ηλεκτρονική μουσική από τα νηπιακά της βήματα χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει τους φουτουριστικούς εφιάλτες και τα φανταστικά ταξίδια στο μέλλον του ανθρώπινου νου. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τη χρήση του theremin, ενός ιδιαίτερα περίεργου, πρωτόλειου ηλεκτρονικού οργάνου, σε soundtrack ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Αυτή η μελλοντολογική συνιστώσα της ηλεκτρονικής φαίνεται από την ονομασία πολλών συγκροτημάτων της, τα οποία σε μεγάλο ποσοστό υιοθετούν όρους που παραπέμπουν στο διάστημα, στην τεχνολογία και φυσικά στο ..μέλλον. Ένα από αυτά ήταν και οι Future Sound of London.

Ο δίσκος με τον εύγλωττο τίτλο «Dead Cities» ενσαρκώνει έναν από τους βασικότερους εφιάλτες του Δυτικού (και όχι μόνο πλέον) ανθρώπου, τον οποίο βλέπει ήδη να υλοποιείται εν μέρει στην καθημερινότητα του. Πόλεις νεκρές, πόλεις γκρίζες, αποξενωμένες, αποστειρωμένες από αισθήματα αλλά συγχρόνως μολυσμένες, κάτι σαν αυτό που προέβλεπε ο Fritz Lang στο «Metropolis» ή σαν τα τοπία του «Bladerunner».

Ένας δίσκος προϊόν ηχογλυπτικής, κλειστοφοβικός, πολυσυλλεκτικός, υπαινικτικός. Οι μουσικοκριτικοί περιέγραψαν τη μουσική του ως intelligent electronica (υπονοώντας εμμέσως και ορθώς (!) ότι υπάρχει και …stupid!). Και είναι από τους δίσκους εκείνους που ακούγονται ολόκληροι. Ξέρω, ξέρω, κλασική κοινοτοπία των γραφιάδων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως ισχύει. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ανεξάρτητο κομμάτι από εδω μέσα, ενώ και οι ίδιοι ακόμη κάνουν πιο «δύσκολη» τη ζωή του ακροατή, καθώς ο αριθμός των tracks στο CD δεν είναι ίδιος με αυτόν των κομματιών! Στην ίδια θέση θα μπορούσε να είναι το επίσης σημαντικό «Lifeforms» του 1994, αλλά αυτός ο δίσκος είναι σαφώς πιο μεστός και λιγότερο φλύαρος.

17. Fat of the land – Prodigy (1997)
The fat of the landΓια πολλά χρόνια η ηλεκτρονική μουσική ήταν ένα είδος άβατου και ταμπού για τους κλασικούς ροκάδες. Θυμίζω εδώ τα αλήστου μνήμης χρόνια της δεκαετίας του 80 και τις συγκρούσεις μεταξύ ροκάδων και φλωράδων-καρεκλάδων! Πόσο άλλαξαν τα πράγματα όμως από τότε! Είναι σαν ορισμένες φορές η ζωή να μας βγάζει τη γλώσσα, περιγελώντας μας στα μούτρα. Ποιος θα το φανταζόταν ποτέ ότι ένα από τα πιο «ροκ» συγκροτήματα των 90s δεν θα χρησιμοποιούσε κιθάρες, μπάσα και drums αλλά σύνθια;

Αυτοί ήταν οι Prodigy από το Essex. Και το «Fat of the Land» ο δίσκος τους που συντάραξε τις μεγάλες μάζες. Με ογκώδη breakbeat, εμμονοληπτικούς ρυθμούς εξπρεσιονιστικής αγριότητας, προκλητικά απωθητικό image, και με ύμνους δύναμης ποδοσφαιρικού συνθήματος όπως τα «Firestarter» και «Breathe» που «χτύπησαν» ακόμη και κορυφές στα charts. Παρόλο που συχνά άγγιζαν τα όρια της νοσηρότητας (και πολλές φορές περνούσαν και τα …διόδια!). Το videoclip του «Smack my bitch up» πάντως, πολλοί το θυμούνται ακόμη διότι οι σεξουαλικά στερημένοι λογοκριτές (εντός και εκτός συνόρων) το έκοψαν ή το εξόρισαν στις μεταμεσονύκτιες ζώνες.

Προσωπικά η σκληρή χορευτική μουσική των Prodigy δεν ήταν ποτέ πολύ του γούστου μου. Έβγαζε έναν «χουλιγκανισμό» και έναν …τσαμπουκά ο οποίος πάντα με ενοχλούσε και με απωθούσε. Μου φαινόταν σαν μια μουσική εκτόνωσης, για τον σύγχρονο homo economicus, o οποίος πιεσμένος σε απρόσωπες αλλοτριωτικές εργασίες, έχει μετά ανάγκη από κάτι το ακραίο για να συγκινηθεί. Οι Prodigy παρείχαν αφειδώς τέτοιες ακραίες συγκινήσεις και διεξόδους. Αλλά αυτές οι διέξοδοι είναι και εφήμερες, παρά την πρόσκαιρη αποδοχή τους… Ο T.S. Elliott είχε γράψει κάπου ότι είναι ύποπτο όταν ένας συγγραφέας βρίσκει γενική αποδοχή στην εποχή του, γιατί αυτό σημαίνει ότι δίνει στους αναγνώστες του κάτι που το έχουν συνηθίσει και δεν τους καλεί να εξερευνήσουν μαζί του καινούργια μονοπάτια. Και νομίζω πως οι Prodigy ήταν ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα.

Στο σημείο αυτό δεν θα κρατηθώ και θα σχολιάσω κάτι που παρατήρησα πρόσφατα. Μου έκανε λοιπόν εντύπωση ότι η κριτική που έγινε στον τελευταίο δίσκο των Prodigy «Always outnumbered, never outgunned» επικεντρώθηκε στο ότι «παίζουν τα ίδια που έπαιζαν πριν από 7 χρόνια» κλπ κλπ. Την ίδια στιγμή λίγες σελίδες ή ένα κλικ παρακάτω έβρισκες από τα ίδια ονόματα υμνολογίες για μπάντες οι οποίες παίζουν μουσική όπως αυτή που παιζόταν πριν από …25 χρόνια! Τελικά αν είναι να θάψεις, κάντο τουλάχιστον με στυλ και κυρίως με αυτοσυνέπεια!

18. Music Has The Right To Children – Boards of Canada (1998)
Music has the rightΌσο περνάνε τα χρόνια (και οι δίσκοι), γίνεται όλο και δυσκολότερο να βγαίνουν νέοι δίσκοι πραγματικά ρηξικέλευθοι και πρωτοποριακοί. Και χρειάζονται όλο και περισσότερες αναφορές στο παρελθόν για να περιγραφεί η μουσική ενός δίσκου. Εκεί δε όπου η εξέλιξη τις τελευταίες δεκαετίες γινόταν με άλματα …Μπήμον, τώρα αρχίζει να γίνεται με βήματα. Το γεγονός αυτό δεν είναι διόλου αφύσικο. Κάθε είδος μουσικής με την εμφάνιση του εξελίσσεται στην αρχή ραγδαία. Σταδιακά ο ρυθμός ελαττώνεται για να φτάσουμε μετά σε κάτι που μπορεί να ονομαστεί «πλατώ εξέλιξης». Στασιμότητα με άλλα λόγια… Η οποία αν συνεχιστεί επί μακρόν ακολουθείται από την αναπόφευκτη παρακμή. Εκτός εάν έρθει μια νέα «επανάσταση» να ανακατέψει τα πράγματα και να δώσει μια νέα ώθηση στο παρηκμασμένο είδος.

Η ηλεκτρονική ακόμη δεν έχει φτάσει σε αυτή τη στάσιμη κατάσταση. Βέβαια δεν απέχει και πάρα πολύ! Θα έλεγα ότι περνάει τη «μεταμοντέρνα» φάση της. Όπου με τον όρο «μεταμοντέρνο» εννοώ τη μοντέρνα χρήση στοιχείων της παράδοσης. Το …σούσι ντομάτας π.χ. που είδα πρόσφατα στον κατάλογο ενός μοδάτου αθηναϊκού εστιατορίου είναι μια μεταμοντέρνη εκδοχή των γεμιστών! Αναλόγως το «Music Has The Right To Children» είναι μια μεταμοντέρνα άποψη της μουσικής του Eno και κυρίως των Tangerine Dream, οι οποίοι αμφότεροι μπορεί να είναι υπερήφανοι για τους επιγόνους τους. Για όσους προσλάβουν αρνητικά αυτή την επισήμανση, να θυμίσω ότι η τέχνη έτσι προχωρά και όχι με παρθενογενέσεις, οι οποίες μόνο στα θρησκευτικά παραμύθια συμβαίνουν! Και σε τελική ανάλυση, συνθετικά μελωδικά σχήματα σαν τα «Sixtyten» και «Roygbiv» οι προαναφερθέντες ούτε καν τα είχαν φανταστεί!

Οι Boards of Canada είναι άλλο ένα ντουέτο, από μια χώρα χωρίς πολλή παράδοση στο είδος, τη Σκωτία. Συντηρούν όλα αυτά τα χρόνια ένα μυστηριώδες προφίλ, αποφεύγοντας τα φώτα της δημοσιότητας και τις πολλές συναυλίες. Και οι κυκλοφορίες τους είναι λίγες και εκλεκτικές. Μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει τούτος εδώ ο δίσκος. Η μουσική των BOC είναι νοσταλγική (ξυπνώντας μια νοσταλγία ακόμη και για πράγματα που ποτέ δεν έζησες!), ονειρική, σχεδόν υπνωτιστική, υποβάλλοντας και όχι επιβάλλοντας συναισθήματα και εικόνες. Αποπνέει δε μια ζεστή σπιτίσια αίσθηση, μακριά από τα στερεότυπα που θέλουν την ηλεκτρονική μουσική γραμμένη από ρομπότ για ανθρωποειδή. Τα όρια γίνονται ασαφή, και έχεις την αίσθηση ότι η μία μελωδία μπαίνει μέσα στην άλλη, λιώνει μέσα της, με έναν τρόπο που θυμίζει το χάσιμο της ερωτικής πράξης. Και καταφέρνει έτσι να μιλήσει για το άφατο, για το πέραν των λέξεων, αυτό που δεν χωρά να εκφραστεί με τα 24 γράμματα της αλφαβήτου (25, 26 ή 2000 αν πάμε σε άλλες γλώσσες!). Γιατί η μουσική είναι η πλουσιότερη, τελειότερη και κυρίως εκφραστικότερη ανθρώπινη γλώσσα…

19. LP5 – Autechre (1998)
lp5Στη Σουηδία υπάρχει ένα άσημο χωριουδάκι που λέγεται Ytterby. To μικρό αυτό χωριουδάκι όμως είχε την μεγάλη τιμή να δώσει το όνομα του σε 4 παρακαλώ στοιχεία του περιοδικού πίνακα (υττέρβιο, τέρβιο, ύτριο και έρβιο). Το Sheffield, μια όχι και πολύ σημαντική πόλη του αγγλικού Βορρά, διεκδικεί και αυτό μια ανάλογη θέση στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής. Το λέω αυτό γιατί οι Autechre είναι το τρίτο «σεφιλντιανό» σχήμα που συναντάμε σε αυτή τη λίστα μετά τους Cabaret Voltaire και τους Human League.

Οι Autechre (να σημειώσω πάλι ότι είναι ντουέτο, ή περιττεύει πλέον;) είναι ένα group με περισσότερους «εχθρούς» παρά φίλους. Η μουσική τους έχει στολιστεί με κοσμητικά επίθετα όπως ψυχρή, μαθηματική, πολύπλοκη, χαοτική, αφηρημένη, που δεν εννοούνται με θετική προαίρεση πάντα. Κάποιος το είχε θέσει με μια, αν μη τι άλλο, ευφυή κακεντρέχεια: αυτός ο δίσκος είναι κατάλληλος για όσους αντλούν ευχαρίστηση διαβάζοντας τον τηλεφωνικό κατάλογο!

Ίσως το ότι οι Autechre είναι ένα ενοχλητικό άκουσμα να οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος δεν έχει συμφιλιωθεί γενικά με την έννοια του τυχαίου και του απρόβλεπτου. Όλοι θέλουμε να έχουμε έστω την ψευδαίσθηση ότι ελέγχουμε τη ζωή μας, ότι ο κόσμος δουλεύει με την ακρίβεια ελβετικού ρολογιού και ότι δεν είμαστε έρμαια ενός τυχαιοκρατικού σύμπαντος. Φευ, όμως!

Η μουσική των Autechre είναι ουσιαστικά μια εφαρμογή της θεωρίας του Χάους στη μουσική. Μια υποταγή στην εντροπία, στον 2ο νόμο της Θερμοδυναμικής, ίσως τον πιο «βαρύ» και αυστηρό νόμο της Φύσης. Μέσα από το χάος των ήχων «patterns emerge» (για να ξαναθυμηθώ το «π»), ξεπηδούν δηλαδή μορφές αυτοοργάνωσης, παράξενοι ελκυστές οι οποίοι δίνουν μορφή ακόμη και σε μελωδίες όπως στο μοναδικό «Arch Carrier».

Οι Autechre ουσιαστικά φτιάχνουν μια νέα μουσική γλώσσα. Ή καλύτερα μια «μη-γλώσσα». Ο κίνδυνος βέβαια στην προκειμένη περίπτωση (τον οποίο πιστεύω δεν έχουν αποφύγει και οι ίδιοι, κυρίως στα πιο πρόσφατα έργα τους) είναι η γλώσσα να γίνει αυτοσκοπός. Ασχέτως αυτού πάντως, οι Autechre άνοιξαν πολλούς νέους δρόμους, από τους οποίους οι περισσότεροι δεν έχουν περπατηθεί ακόμη και έχουν απομείνει να χορταριάζουν…

20. Supermodified – Amon Tobin (2000)
SupermodifiedTι είναι jazz; Μην είναι η γαλανομάτα μουσική που παίζεται από κοστουμαρισμένους μουσικούς στα ακριβά ξενοδοχεία; Μην είναι η μουσική που παίζεται από τους μαύρους σε καπνισμένα υπόγεια της Νέας Ορλεάνης; Και τα δύο, αλλά συγχρόνως τίποτα από τα δύο! Η jazz από μια ευρύτερη οπτική είναι μια μουσική ελευθερία και μια άρνηση κανόνων και περιορισμών… Μ’ αυτή τη λογική και οι Autechre είναι jazz! Και ο Amon Tobin επίσης.

Ο Amon Tobin είναι από τους μουσικούς που θα μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει ιδιοφυή, χωρίς να θεωρηθεί ότι υπερβάλει. Το υποστηρίζει ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο παίρνει ένα κουβάρι επιρροών και τεχνικών και το υφαίνει σε ένα σύνολο, ώρες ώρες σκοτεινό, αλλά και γοητευτικό. Και καταφέρνει να μην «καταπλακώνεται» από τα είδη με τα οποία ανοίγει διάλογο, χωρίς να πέφτει στην παγίδα που λέγεται «καινοτομία για την καινοτομία», και χωρίς να ξεπέφτει σε έναν θρησκευτικό φετιχισμό του καινούργιου! Επιπλέον έχει διατηρήσει κάποια χαρακτηριστικά της καταγωγής του (έχει γεννηθεί στο Ρίο Ντε Τζανέιρο), αποδεικνύοντας ότι το τρίπτυχο «μπάλα, καφές, και σάμπα» είναι ανάλογης ισχύος και εγκυρότητας με το αντίστοιχο στερεότυπο «συρτάκι, μουσακάς και τζατζίκι».

Πιστεύω ότι όλα αυτά δικαιολογούν την επιλογή του Άμμωνα για το κλείσιμο αυτής της λίστας. Μιας λίστας που όπως τη βλέπω τώρα, περιλαμβάνει μια πανσπερμία μουσικών και τάσεων. Είναι και αυτό ένα από τα γοητευτικά χαρακτηριστικά της electronica. Ότι δηλαδή εξελίσσεται προοδευτικά προς μια «υπερ-μουσική», η οποία ενσωματώνει ιδέες και τάσεις από όλα κυριολεκτικά τα είδη μουσικής που υπάρχουν! Τελικά ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η ηλεκτρονική είναι μια μουσική όπου δεν ευδοκιμούν οι πιουρίστες, εν αντιθέσει με το metal, το punk ή ακόμη και τη jazz!

Και μια αναπληρωματική δεκάδα (μπας και προλάβω ένα μέρος των ..παραπόνων»)!

– Oxygene – Jean Michel Jarre (1976)
– Q: Are we not men? A: We are Devo! – Devo (1978)
– Stella – Yello (1985)
– 90 – 808 State (1989)
– Frequencies – LFO (1991)
– Adventures beyond the ultraworld – Orb (1991)
– Exit Planet Dust – Chemical Brothers (1995)
– Moon Safari – Air (1998)
– Avant Hard- Add N to (X) (1999)
– Kittenz and thee glitz – Felix Da Housecat (2001)

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε