18ο ΔΦΚ της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας

19-30 Σεπτεμβρίου 2012

Το καμένα εδώ και μήνες Αττικόν/Απόλλων στέκουν θλιβερά πίσω από σιδεριές, μάλλον ταιριαστά θα έλεγα με την όλη εγκατάλειψη του κέντρου αυτής της γονατισμένης πόλης, την οποία ελάχιστοι αγάπησαν τους καλούς καιρούς, πόσο μάλλον τώρα που τα πράγματα ζόρισαν.

Δύσκολη λοιπόν η ενηλικίωση για το φεστιβάλ, πόσο μάλλον όταν συνοδεύεται από μια τέτοια κεφαλαιώδη απώλεια. Το κενό της οποίας ανέλαβαν φιλότιμα να καλύψουν δύο παλιοί κλασικοί «σινεμάδες» του κέντρου, το Ιντεάλ και το Όπερα, οι οποίοι προσπάθησαν με χαμόγελο και διάθεση να ανταποκριθούν στο βαρύ έργο αλλά αποδείχθηκαν μάλλον ακατάλληλοι για να διαχειριστούν τέτοιους όγκους κοινού (εν τω μεταξύ μήπως είμαι ο μόνος που δυσκολεύτηκε τόσο στην επιλογή ταινιών, με τις άβολες ώρες να αποκλείουν δια μιας τις περισσότερες επιλογές;).

Τέλος με την γκρίνια… Το έχουμε ανάγκη όπως και να έχει το φεστιβάλ, ας το δούμε φέτος σαν μια μεταβατική κατάσταση (αν και έχω το κακό προαίσθημα ότι το ίδιο θα γίνει και του χρόνου). Με την πρώτη ζακέτα στο χέρι να σημαδεύει την επιστροφή του φθινοπώρου, είναι μία από τις σταθερές που μας δίνουν μια (ψευδ)αίσθηση ασφάλειας και επαναληπτικότητας, αυτή την κυκλική αντίληψη του χρόνου που την είχαμε ξεχάσει όταν η ζωή μας είχε γίνει κυνηγητό μιας γραμμικής «ανάπτυξης» (που ‘ναι την τώρα, μου λέτε;). Αυτό αρκεί, ας μην αρχίσουμε τις άνευ πάσης ουσίας …παπαρδέλες που λέγονται και ματαλέγονται, ότι δήθεν έχουμε ανάγκη την τέχνη ειδικά τέτοιες εποχές μπλα μπλα μπλα. Γιατί στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξαν εύκολες εποχές χωρίς κρίσεις, είτε σε ατομικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Την τέχνη, αν όντως τη χρειάζεσαι, την αναζητείς. Αν περιμένουμε να μας βάλουν φόρους για να ξυπνήσει μέσα μας η ανάγκη για τέχνη, ζήτω που καήκαμε. Μεταφορικά ή και κυριολεκτικά…
Breakdown reward

– Breakdown reward – Ηλίας Γεωργόπουλος
Τούτη η ταινία θέτει ορισμένα προαπαιτούμενα. Βασικό: να αφήσεις έξω από την αίθουσα τα (όποια) αισθητικά αντισώματα παροπλισμένα. Προϋποθέτει επίσης μια χαλαρότητα και μια διαρκή επίγνωση ότι πρόκειται για την παρθενική απόπειρα ενός νέου σκηνοθέτη. Είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι ο σκηνοθέτης έχει πολύ σινεμά στο ενεργητικό του ως θεατής, η ταινία είναι ένα ποτ-πουρί κινηματογραφικών ειδών (από κλασική ταινία καταδίωξης μέχρι νουάρ και κωμωδία του παραλόγου) πάνω σε μια προσχηματική πλοκή (δεν έχει νόημα νομίζω να παραθέσω τη σύνοψη). Κι όσον κι αν οι ηθοποιοί παίζουν με ερασιτεχνικό ενθουσιασμό και άγνοια κινδύνου τους στα όρια της καρικατούρας ρόλους τους, η κοντά δίωρη διάρκεια της είναι υπερβολική για μια low (ή no) budget παραγωγή και καθιστά κουραστική τη παρακολούθηση ειδικά όσον αφορά τον ήχο (σημείωση: εξαιρετικές επιλογές σκοτεινού καμπαρέ στο soundtrack, με εμμονή στους Attrition). Δεν θέλω να ξεμπλέξω με το εύκολο και τυπικό «αφήνει υποσχέσεις», αλλά με καλύτερα μέσα και μεγαλύτερη εμπειρία στη διαχείριση και την οικονομία των εικόνων, νομίζω ότι έχουμε να περιμένουμε κάτι παραπάνω από cult (;) B-movies…

– Avalon – Axel Petersen
Το «Avalon» θυμάμαι ήταν εκείνος ο δίσκος των Roxy Music ο οποίος επισφράγισε το πέρασμα του συγκροτήματος σε μια μεσήλικη ποπ, απευθυνόμενη σε ένα πιο ώριμο ακροατήριο (πορεία την οποία συνέχισε προς ακόμη μεγαλύτερες ηλικίες ο Bryan Ferry μόνος του). Ταιριαστή ομολογουμένως η επιλογή-παραπομπή του τίτλου της ταινίας αυτής, όχι μόνο επειδή το ομώνυμο χιτ έχει το δικό του ρόλο, αλλά επειδή το αντικείμενο της είναι μια παρέα 60άρηδων (με ένα ομιχλώδες παράνομο παρελθόν) οι οποίοι προσπαθούν να επανεφεύρουν τη ζωή τους ανοίγοντας ένα πολυτελές κλαμπ, από κείνα με τα ακριβά ποτά και τις ωραίες γυναίκες (ή και ανάποδα αν θέλετε). Μια ανθρωποκτονία εξ αμελείας όμως έρχεται να φέρει τα πράγματα τούμπα και να θέσει τους πρωταγωνιστές ενώπιος ενωπίω με τις ευθύνες τους απέναντι στις πράξεις τους, την ηλικία τους και την ηθική τους συγκρότηση. Η εξέλιξη της ταινίας φέρει τα αποτυπώματα του αείμνηστου Δόγματος 95, είναι αργή και υπόγεια, περισσότερα υπονοούνται παρά δηλώνονται, όσο για το τέλος… Λοιπόν, υπάρχουν ταινίες που τελειώνουν με τελεία (ενίοτε και παύλα), αυτές που ολοκληρώνουν οριστικά τον κύκλο της ιστορίας τους χωρίς να αφήνουν ανοιχτά ερωτηματικά. Τούτη είναι όμως από εκείνες τις πιο προκλητικές, εκείνες που τελειώνουν με αποσιωπητικά, που αφήνουν τα πάντα ανοιχτά… Και ίσως γι’ αυτό να είναι και πιο κοντά στην πραγματική ζωή…
Attractive Illusion

– Attractive Illusion – Πέτρος Σεβαστίκογλου
Πρεμιέρα ταινίας φτιαγμένης (και) από την νιγηριανή κοινότητα και στην αίθουσα δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα μέλη της. Δικαιολογημένα υποθέτω, το κέντρο της Αθήνας δεν είναι και πολύ φιλικό πλέον (ούτε) και για μετανάστες, διάφορες συμμορίες περιφέρονται μαζί με το μακρύ χέρι της κρατικής καταστολής. Η νέα αυτή ταινία του Πέτρου Σεβαστίκογλου ακροβατεί ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ, προσπαθώντας να αποτυπώσει την πραγματικότητα που βιώνουν οι νιγηριανοί μετανάστες από τη στιγμή που το δουλεμπορικό τους αποβιβάζει σε τούτη τη «γη της επαγγελίας». Με στοιχειώδες σενάριο και αυτοσχεδιασμό ατόφιο και αληθινό (όχι τον εκπαιδευμένο ενίοτε και επιτηδευμένο των σπουδαγμένων) πρόκειται για ένα εγχείρημα το οποίο καθορίζεται και κατά συνέπεια κρίνεται από τις προθέσεις του, τις οποίες σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνει βάζοντας μας μέσα σε μια καθημερινότητα τόσο κοντινή όσο και μακρινή ταυτόχρονα. Αν σώνει και καλά πρέπει να παρατηρήσουμε κάτι, αυτό είναι η απουσία σχεδόν κάθε αλληλεπίδρασης με τον ελληνικό περίγυρο. Με την εξαίρεση ενός κυνηγητού από τη δημοτική αστυνομία, η ταινία μοιάζει να κινείται στα πλαίσια μιας αυστηρά περιχαρακωμένης εθνικής ομάδας (μέχρι και ο κακός της ταινίας ένας νονός Νιγηριανός είναι) η οποία δρα και ζει ερήμην της χώρας που υπάρχει τριγύρω. Ο έλληνας γραφειοκράτης, ο έλληνας μπάτσος, ο έλληνας πελάτης ακόμη κι ο έλληνας φίλος και συνάδελφος λάμπουν δια της απουσίας τους. Αλλά ακόμη κι αυτό μπορεί νομίζω να γίνει κατανοητό…

– Pigs and battleships (Γουρούνια και θωρηκτά) – Shohei Imamura
Η ιαπωνική κοινωνία ήταν και παραμένει για μένα ένα άλυτο μυστήριο. Όσο Κουροσάβα και Μιζογκούτσι και Όζου κι αν έχω δει (για να μην προσθέσω και το …Σογκούν!), δεν έχω καταφέρει αν ξεδιαλύνω την τρομακτικά αντιφατική εικόνα ενός λαού από τη μία εθνικιστικά φανατικού (στον παγκόσμιο πόλεμο χρειάστηκε η φρίκη μιας ατομικής βόμβας για να συνθηκολογήσει) και από την άλλη έχει ανάγει την ύλη σε λατρεία και την έννοια «μιμητισμός» σε επίπεδα τελειομανίας. Η ταινία αυτή έρχεται από το μακρινό 1961 για να υπογραμμίσει έμμεσα αυτή την αντίφαση. Διαδραματίζεται λίγο μετά τον πόλεμο γύρω από κάποια κατοχική βάση του αμερικάνικου ναυτικού, η οποία έχει εξελιχθεί σε εστία διαφθοράς (θυμάστε και τα δικά μας με τον 6ο στόλο και τα «καλώς ήρθε το δολάριο»;) Έτσι είναι, από τον εθνικισμό έως τη διαφθορά και την αδίστακτη εκπόρνευση είναι ένα τσιγάρο δρόμος. Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα, ένας νεαρός, ανθυποκατώτερο μέλος της τοπικής μαφίας, προσπαθεί να σταθεί και κάνει «καριέρα» στην αυστηρά ιεραρχημένη της δομή. Κι ας είναι απλά ο επιστάτης μιας φάρμας γουρουνιών. Κάποια «ζώα» όμως είναι πιο ίσα από τα άλλα, όπως έγραψε και ο Όργουελ. Σκηνή ανθολογίας τα απελευθερωμένα γουρούνια τα οποία και τελικά φέρνουν την κάθαρση…
Searching for sugar man

– Searching for sugar man (Ψάχνοντας τον βασιλιά της σκόνης) – Malik Bendjelloul
Της άσπρης σκόνης, για συμπληρώσω τον ελαφρώς σεμνότυφο τίτλο. Λοιπόν, είναι γνωστό το ρητό «ουδείς προφήτης στον τόπο του» (εκτός κι αν λέγεται …παστίτσιος), στο χώρο δε της μουσικής αυτό το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί ουκ ολίγες φορές, καλλιτέχνες δηλαδή να γνωρίζουν μεγαλύτερο σουξέ στην ξενιτιά παρά στην ίδια τους τη χώρα (ναι, κι εγώ τους Puressence θυμήθηκα) Η συγκεκριμένη όμως περίπτωση σπάει κάθε φράγμα λογικής. Με δύο δίσκους στις αρχές των 70s οι οποίοι πούλησαν μόνο μεταξύ φίλων και συγγενών α’ βαθμού, ο Sixto Diaz Rodriguez δεν είχε και πολλά να περιμένει από καριέρα στη μουσική βιομηχανία. Τη στιγμή που αυτός πλέον έβγαζε το τίμιο ψωμί του στις οικοδομές του Detroit, οι δύο δίσκοι του πουλιόντουσαν σαν …hot dogs στην αποκλεισμένη πίσω από το apartheid Νότια Αφρική. Θα χρειαστεί να περάσουν σχεδόν δύο δεκαετίες μέχρι ο ίδιος να πάρει χαμπάρι τα μυστικά σχέδια που ύφανε γι’ αυτόν η μοίρα. Αν και η ίδια η ιστορία είναι από μόνη της χρυσωρυχείο, ο τρόπος που παρουσιάζεται στο ντοκιμαντέρ αυτό, με μια έξυπνα παρουσιασμένη πλοκή και στοιχεία σασπένς, την αναδεικνύουν σε ένα άλλο επίπεδο. Αλλά και σε ένα μάθημα ζωής. Αποφεύγω τις προστακτικές όπως η …εκκλησία την φορολογία, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση θα κάνω μια εξαίρεση: Δείτε την!

– Uprising: Hip hop and the LA riots (Ξεσηκωμός στο Λος Άντζελες) – Mark Ford
Λος Άντζελες, 1991. Ο Rodney King, νεαρός αφροαμερικανός, ελαφρά μεθυσμένος δεν σταματά σε σήμα περιπολικού. Ακολουθεί καταδίωξη. Η σύλληψη του συνοδεύεται από άγριο ξυλοδαρμό (τύπου «ζαρντινιέρας» για να έχετε μια εικόνα). Καθημερινή εικόνα στις ΗΠΑ, μόνο που αυτή τη φορά υπάρχει εκεί και μία κάμερα. Το συμβάν θα ξεσηκώσει αντιδράσεις και τελικά θα φτάσει μέχρι τις δικαστικές αίθουσες όπου οι μπάτσοι αθωώνονται πανηγυρικά. Σχεδόν αντανακλαστικά η εξέγερση ξεσπά. Σαν αλυσωτή αντίδραση, ένα νετρόνιο διασπά το επόμενο, η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο και το συσσωρευμένο μίσος ετών ξεσπά και τινάζει το καζάνι. 3 ολόκληρες ημέρες καιγόταν η πόλη των αγγέλων. Και μετά ήρθαν τα άρματα και επικράτησε πάλι ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Πίσω έμειναν 53 νεκροί και πολλά καπνίζοντα αποκαΐδια… Back to normal…
Το ντοκιμαντέρ καταγράφει το χρονικό των γεγονότων σε συνδυασμό με τις μουσικές που προφήτεψαν ή περιέγραψαν την εξέγερση. Θα μπορούσε κατά συνέπεια να είναι μια ταινία-ύμνος στην black power, καταγγελία της καταπίεσης των λευκών, πλημμυρισμένη από gangsta hip-hop και υψωμένες γροθιές. Και πραγματικά είναι όλα αυτά! Να προσθέσουμε και την παρουσία πολλών αστεριών του χιπ-χοπ της τελευταίας εικοσαετίας, (μεταξύ άλλων Ice Cube, Ice-T, John Singleton, Nas ακόμη και ο νεκρός Tupac) σε ένα πνεύμα «ήμουν κι εγώ εκεί -έστω και περαστικός». Αλλά πέρα από αυτά τα δικαίως αναμενόμενα, η ταινία στέκεται με προβληματισμό απέναντι στο τυφλό και ανεξέλεγκτο της βίας, παρουσιάζει και τα θύματά της που απλά έτυχε να βρεθούν στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή με το λάθος χρώμα (το λευκό αυτή τη φορά). Η κάμερα επισκέπτεται και σήμερα τα ίδια μέρη, εκεί στο επίκεντρο που άρχισαν όλα, Normandie και Florence γωνία.. Τι άλλαξε πραγματικά στη ζωή του γκέτο; Μήπως τελικά η βία φέρνει βία οδηγώντας σε έναν αδιέξοδο αλλά και αέναο φαύλο κύκλο; Ένα μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες…
Celeste and Jesse forever

– Celeste and Jesse forever (Διαζευγμένοι φίλοι) – Lee Toland Krieger
Ποια είναι η διαφορά της indie (ανεξάρτητης για το πούμε ελληνιστί) pop από την mainstream pop; Δεν θα αναλύσω εδώ καμία απάντηση, απλά θα σημειώσω ότι δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο θέλουμε να νομίζουμε. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα «indie» βαφτίζεται κάτι το οποίο δεν είχε τις ικανότητες να γίνει mainstream και να αγγίξει ένα κάπως ευρύτερο κοινό. Μια ανάλογη αντιστοιχία νομίζω μπορούμε να διαγνώσουμε και στο σινεμά. Τυχάρπαστες σκέψεις με αφορμή τούτη τη συμπαθητική ταινία, όμοια αυτές που βγαίνουν από το Σάντανς με το κιλό και έχουμε συνηθίσει να φιλοξενούνται τα τελευταία χρόνια στο φεστιβάλ. Αισθηματικές μικροϊστορίες της καθημερινότητας, έμφαση στο διάλογο και αμερικάνικο χιούμορ διαφόρων (χμμμ) επιπέδων (όχι πάντοτε επιτυχημένο, με κάποιες εκλάμψεις έμπνευσης όπως το αμίμητο «cereal-killer»). Το πρωταγωνιστικό ζεύγος είναι της κατηγορίας «πιο χίψτερ πεθαίνεις», η μία είναι trend-watcher (αυτό αδυνατώ να το μεταφράσω) ο άλλος είναι ένας άνεργος (τι άλλο;) καλλιτέχνης που περιμένει να αναγνωριστεί το ταλέντο του. Ιδανικό ζευγάρι τους θέλει κατά τ’ άλλα η ιστορία, αλλά συνάμα και …χωρισμένους. «Θα τα καταφέρουν να τα βρουν στο τέλος;» είναι το αγωνιώδες ερώτημα που τίθεται. Εντάξει, έχουμε κάνει και χειρότερες σπατάλες χρόνου στη ζωή μας…

– Was bleibt (Τι απομένει) – Hans-Christian Schmid
Πως είναι στις γιορτές και στα οικογενειακά τραπέζια, όπου μετά τα κοψίδια και κανά δυο ποτηράκια κρασί βγαίνουνε στη φόρα όλα τα άπλυτα, οι οικογενειακές έριδες, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι κληρονομικές διαμάχες; Φανταστείτε ένα τέτοιο σκηνικό, αλλά στην πιο βορειοευρωπαϊκή του εκδοχή. Εδώ τα πράγματα είναι πιο συγκρατημένα, εκδηλώνονται πιο «ψυχρά» (όπως θέλει και το στερεότυπο) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι αντιπαραθέσεις είναι λιγότερο πικρές και σφοδρές. Έργο δωματίου κατά βάση, μοιάζει με θεατρικό, έχει πολλή δουλειά στο σενάριο ενώ η δραματικότητα υπογραμμίζεται από την χαμηλών τόνων μουσική των Notwist. Δεν ξέρω τι έχει απομείνει από τη «βιτρίνα ευημερίας την οποία θρυμματίζει η ταινία» όπως θέλει το δελτίο τύπου, αλλά ποιος πίστεψε ποτέ ότι η οικογενειακή ευτυχία (έτσι κι αλλιώς εξ ορισμού δυσλειτουργική έννοια) μπαίνει στην ίδια εξίσωση με το βιοτικό επίπεδο;
Barbara

– Barbara – Christian Petzold
Μια γιατρίνα, καταδικασμένη σε δυσμένεια από το καθεστώς που ενσάρκωσε επί Γης καλύτερα τον Όργουελ, φτάνει σε μια πανέμορφη αλλά εγκαταλελειμμένη ανατολικογερμανική επαρχία (κάπου κοντά στην ακτή της Βαλτικής γύρω στα 1980). Η ζωή της εκεί κυλά ανάμεσα σε εξευτελιστικούς ελέγχους της Στάζι, …γαμησιάτικες επισκέψεις του δυτικού εραστή της και καθημερινή νοσοκομειακή ρουτίνα, πάντα όμως με την ελπίδα της διαφυγής στον καπιταλιστικό παράδεισο. Όταν όμως έρχεται η πολυπόθητη αυτή στιγμή, τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε σχεδιάσει και επιπλέον έχει τεθεί και ένα απρόοπτο δίλημμα… Το ζήτημα της Ανατολικής Γερμανίας φαίνεται να απασχολεί πολύ τη νέα γενιά των γερμανών σκηνοθετών. Η ταινία αυτή δεν έχει τη λάμψη αλλά και το «ηρωικό» στοιχείο της «Ζωής των άλλων», αντιθέτως είναι ο ορισμός του βραδυφλεγούς δράματος. Μπορεί οι κριτικές να (παρα)μιλάνε για την ερμηνεία της Nina Hoss αλλά για μένα την παράσταση κλέβει και την …πάει σπίτι του ο συμπρωταγωνιστής της Ronald Zehrfeld, ο οποίος επιτυγχάνει ίσως το μέγιστο κατόρθωμα για έναν ηθοποιό: με το σώμα, με τις εκφράσεις και χωρίς περιττά λόγια, καταφέρνει να μεταδίδει συναισθήματα και να υποδηλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορούσε (ή θα ήθελε να πει). Ο σκηνοθέτης το «έπιασε» και έστησε την ταινία με μια εξαιρετική οικονομία μέσων αλλά κυρίως λόγων. Εύκολα λέγεται, δυσκολότατα γίνεται!

– Una noche (Μια νύχτα) – Lucy Mulloy
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη πρόσεξε μη βρεθείς στη …Θράκη. Θυμήθηκα αυτό το παλιό μαθητικό αστείο παρακολουθώντας το ερωτικό τρίγωνο αδερφού-αδερφή-φίλου της ταινίας να πλέει αποπροσανατολισμένο κάπου ανάμεσα στα 90 μίλια που χωρίζουν την Αβάνα από το Μαϊάμι, τη γη της επαγγελίας για πολλούς Κουβανούς (μα να μην καταλαβαίνουν ότι ζουν στον …παράδεισο;) Εξίσου αποπροσανατολισμένη φαίνεται ότι ήταν η σκηνοθέτιδα όσον αφορά τους στόχους: ερωτικό δράμα, κοινωνικοπολιτική κριτική, περιπέτεια, όλα αυτά μαζί; Αν αξίζει για κάτι, είναι τα πλάνα μιας Αβάνας που αναπτύσσεται ανάμεσα σε πανάκριβα ξενοδοχεία για σεξο-τουρίστες και παραπήγματα για τον λαό. Στη ζωή πάντως οι πρωταγωνιστές τα κατάφεραν πολύ καλύτερα, ζήτησαν πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ εκμεταλλευόμενοι την πρεμιέρα της ταινίας στη Νέα Υόρκη! Τελικά ποιος μιμείται ποιον; Η ζωή ή η τέχνη;
Για την αποκατάσταση του μαύρου

– Κατερίνα Γώγου – Για την αποκατάσταση του μαύρου – Αντώνης Μποσκοΐτης
Η Κατερίνα Γώγου τα τελευταία χρόνια «απολαμβάνει» μιας ολοένα μεγαλύτερης αναγνώρισης (έως και λατρείας) ιδιαίτερα στις εφηβικές ηλικίες. Διόλου περίεργο αυτό, οι «άρρωστοι», οι περιθωριακοί, οι αυτόχειρες, όλοι τέλος πάντων εκείνοι που έχουν τσουβαλιαστεί κάτω από τον όρο «καταραμένοι» ασκούσαν ανέκαθεν μια γοητεία, ειδικά σε εποχές όπου πολλές σταθερές έχουν χαθεί ή γκρεμιστεί.
Για να ξεκαθαρίζω την άποψη μου… Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ δεν είναι ένα προϊόν κάποιας ερευνητικής στόχευσης και πρόθεσης αλλά μια αγιογραφία από τον οπαδό -προφανώς- σκηνοθέτη και σε οπαδούς απευθύνεται. Υπάρχουν πολλά αποσπάσματα από ταινίες της Γώγου (ξεκινώντας από «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» μέχρι την τελευταία «Όστρια») και συνεντεύξεις με ανθρώπους που τη γνώρισαν λιγότερο ή περισσότερο (παρατήρηση: η μη-αναγραφή των ονομάτων των συνεντευξιαζόμενων καθιστά δύσκολη την παρακολούθηση από τον αμύητο θεατή). Άλλοι εξ αυτών εμφανίζονται ταπεινοί και ουσιαστικοί, σε κάποιους όμως η αυταρέσκεια ξεχειλίζει από την οθόνη (όταν σκέφτεσαι ότι αυτό πλασάρεται σαν ελληνική εναλλακτικότητα συνειδητοποιείς ότι η κάθε κοινωνία έχει -πέρα από την κυβέρνηση -και το «underground» που της αξίζει). Αν πάντως θέλεις να μάθεις κάτι παραπάνω για τον άνθρωπο και το φαινόμενο Γώγου, καμία απάντηση δεν δίνεται. Ας πούμε για το πως, μέσα από ποιες διεργασίες, ποιες επιρροές, ποιες εμπειρίες, μια δευτεροκλασάτη στάρλετ του ελληνικού κινηματογράφου, ωριμάζει άγρια και φτάνει στην ξεδοντιασμένη, δραματικά συναισθηματική και ενίοτε πορνογραφική ποίησή της; Και πως μια γυναίκα σε ώριμη και συνειδητοποιημένη ηλικία οδηγείται στην παραμύθα της λευκής σκόνης; Κάπου εκεί εμφανίζεται και η γνωστή «εξαρχειώτικη» σαλάτα Άσιμος-Σιδηρόπουλος-Γώγου (οι οποίοι μοιάζουν σχεδόν υποχρεωτικό να μπαίνουν μαζί στην ίδια πρόταση) με ολίγη από Καρυωτάκη και συνειδητοποιείς ότι η ποιητική αδεία έχει πλέον αναλάβει τα ηνία…

– Graceland – Ron Morales
Υποθέτω ότι σημειολογικά δεν είναι τυχαία επιλογή ο τίτλος της ταινίας ούτε ίσως ότι ένα από δύο κορίτσια λέγεται Elvie. Ούτε επίσης ότι ο πρωταγωνιστής, ο οδηγός ενός διεφθαρμένου πολιτικού και παιδεραστή, λέγεται Μάρλον. Το συνηθίζουν άλλωστε οι Φιλιππινέζοι να δίνουν τέτοια ονόματα στα παιδιά τους, πιθανολογώ και με την προσδοκία να αποκτήσουν κάποια από τις αρετές των προτύπων τους – στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Μάρλον κάτι έχει από Μπράντο, δεν σας αποκαλύπτω όμως τι, πιθανόν θα ήταν spoiler για μια ταινία η οποία βασίζεται (και) στην ανατροπή που ελλοχεύει στο τέλος. Η κόρη του οδηγού και του πολιτικού πέφτουν θύματα απαγωγής για λύτρα. Ένα βρώμικο κουβάρι ξετυλίγεται μαεστρικά, με μια δόση ανατολίτικης αρρώστιας και μια Μανίλα συμπρωταγωνίστρια με τις κραυγαλέες της αντιθέσεις επιδειξιομανούς πλούτου και ακραίας φτώχειας. Εξαιρετική ταινία…
Neil

– Neil Young Journeys (Τα ταξίδια του Νιλ Γιανγκ) – Jonathan Demme
Μουσικές ταινίες υπάρχουν δύο ειδών: εκείνες που έχουν να πουν μια ιστορία, που φωτίζουν λεπτομέρειες, αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές, έχουν σκηνοθετική άποψη και τελικά μπορεί να προσελκύσουν το ενδιαφέρον σου ή ακόμη και να σε συγκινήσουν κι ας μην είσαι μυημένος, και υπάρχουν και οι …άλλες, εκείνες που χαροποιούν τους οπαδούς οι οποίοι αρκούνται να βλέπουν το είδωλό τους στην οθόνη αλλά αφήνουν όλους τους υπόλοιπους αδιάφορους. Για να μην τα πολυλογούμε, τούτη εδώ η ταινία είναι από τις «άλλες». Εδώ λοιπόν έχουμε μια καταγραφή συναυλίας του Neil Young, επιστροφή στη γενέτειρά του το Τορόντο. Η συναυλία καταλαμβάνει το 80% του χρόνου της ταινίας, στο ενδιάμεσο ο Young μας πηγαίνει βόλτα στα μέρη όπου μεγάλωσε, στο βουκολικό Omemee του Οντάριο, εκεί όπου φύλαγε τις κότες του, εκεί όπου δοκίμασε …πίσσα και άλλα τέτοια λίαν ενδιαφέροντα. Η συναυλία εστιάζεται στον προτελευταίο του δίσκο το «Le Noise» με κάποια σημαντικά απανθίσματα από το παρελθόν (μόνο το «Peaceful Valley Boulevard» μοιάζει να επιβιώνει της σύγκρισης), η δε κάμερα του «κάποτε έκανα μια Σιωπή των Αμνών» Jonathan Demme μας φέρνει κοντά στον καλλιτέχνη, πολύ κοντά, τόσο κοντά που μέχρι και τα …σφραγίσματά του μετράμε. Αυστηρά για ταγμένους οπαδούς του Crazy Horse…

– On the road (Στον δρόμο) – Walter Salles
Η κλασική (αναπόφευκτη) σύγκριση βιβλίου και ταινίας. Άτοπη από όποια σκοπιά κι αν τη δεις, η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος είναι δύο εντελώς διαφορετικές τέχνες με διαφορετικά εργαλεία και παντελώς διαφορετικούς (έως και άσχετους) εκφραστικούς κώδικες. Το «Στον δρόμο» του Κέρουακ είναι από τα βιβλία-ιερές αγελάδες του μοντερνισμού, ένα πραγματικό ευαγγέλιο της πεισματωμένης άρνησης για ενηλικίωση και του πόθου να ρουφήξεις τη ζωή μέχρι την τελευταία σταγόνα. Γνωστή λοιπόν η ιστορία του νεαρού συγγραφέα Σαλ Πάρανταϊς ο οποίος έχοντας χάσει την έμπνευσή του, ξαναβρίσκει τη «Μούσα» του στο πρόσωπο του τυχοδιώκτη ηδονολάγνου Ντιν Μοριάρτι. Βέβαια γνωρίζοντας την ιστορία σε όλη της την έκταση, η Μούσα (κατά κόσμον Neal Cassady) θα καταλήξει ένα ναυάγιο της ζωής, πάνω στην καμπούρα του άλλοι θα γίνουν διάσημοι μέσα από τις «καταραμένες» λέξεις. Τέλος πάντων, έτσι είναι η ζωή (και τα βιβλία), ας δούμε τι έκανε ο Walter Salles με το υλικό αυτό. Ο οποίος Salles έχει προφανώς ένα θέμα με τα τροχοφόρα και το δρόμο (έχει στο ενεργητικό του και τα «Ημερολόγια μοτοσικλέτας»), αλλά η ταινία του αυτή κάπου ξεμένει από βενζίνη, και μάλιστα νωρίς. Κατά κάποιον τρόπο αποδεικνύεται αντάξια του βιβλίου: θυμάμαι είχα περάσει με αυτό ημέρες αφόρητης βαρεμάρας. Άλλωστε νομίζω πως δεν υπάρχει τίποτε πιο ανιαρό από το να ακούς τον απολογισμό των ταξιδιών των άλλων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πόσο θα αντέξεις να παρακολουθείς γρήγορα αυτοκίνητα, ιδρωμένη τζαζ, ναρκωτικά, τζαζ και παρτούζες; (έστω και με ένα τσίμπημα ζήλιας). Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι τη μεταφορά του στον κινηματογράφο δεν την είχε αποπειραθεί ξανά κανείς. Υπό αυτές τις συνθήκες, τι να σου κάνουν και οι σταρς ηθοποιοί και τα 25 εκατομμύρια δολάρια του Κόπολα;
Teddy Bear

– Teddy Bear – Mads Mathiesen
Με το υλικό της ιστορίας μπορείς να γράψεις από μια δαλιανίδεια κωμωδία έως και ένα αρχαιοελληνικό δράμα: η καταπιεστική μάνα εμποδίζει το παιδί να ανοίξει τα δικά του ερωτικά – και όχι μόνο-φτερά (σαν τον …πρωταγωνιστή της διαφήμισης που μας πιπίλαγε το μυαλό πριν από όλες τις ταινίες -χορηγός γαρ). Αυτή η συνηθισμένη σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης (για ρωτήστε και την ελληνίδα μάνα) ιστορία, εδώ τραβιέται στα άκρα μέσα από το σωματότυπο των ηρώων, η μάνα μικροσκοπική αλλά καπάτσα, ο γιος πανύψηλος μποντιμπιλντεράς αλλά ολίγον τι μπουνταλάς. Στην Ταϊλάνδη όπου φτάνει προς αναζήτηση γυναίκας μοιάζει σαν τον αγαθό Γκιούλιβερ στη χώρα των Λιλιπούτειων. Παρολ’ αυτά η ανάγκη για επικοινωνία και επαφή είναι βαθιά ανθρώπινη και οδυνηρά επιτακτική, ακόμη κι αν δεν έχεις πολλά να πεις. Ο Kim Kold, επαγγελματίας προφανώς αθλητής, παίζει με μια απλότητα και με μια εσωτερικότητα η οποία ποτέ δεν φτάνει στην έκρηξη, ο Δανός Mathiesen με μια ήσυχη χωρίς εντυπωσιασμούς σκηνοθεσία οδηγεί την ιστορία σε ένα χάπι έντ – κι ας μην μένουν τελικά όλοι ευχαριστημένοι. Βραβευμένη ταινία και στο Sundance και στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας (από το κοινό).

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε