Monthly Archives: Αύγουστος 2012

Dead Can Dance – Anastasis (PIAS)

1. Children of the sun
2. Anabasis
3. Agape
4. Amnesia
5. Kiko
6. Opium
7. Return of the She-King
8. All in good time

Ολοκληρώνοντας την ακρόαση του νέου (μετά από 16 ολάκερα χρόνια) δίσκου των Dead Can Dance, ένα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι δυο τους, ο Brendan και η Lisa, η Lisa και ο Brendan, μάλλον καταχρηστικά χρησιμοποιούν τον τίτλο του συγκροτήματος. Κι ας είναι αυτοί που τον έχουν κατοχυρώσει στο βρετανικό και αυστραλέζικο …συγκροτηματολόγιο. Κι ας είναι αυτοί με τους οποίους τον έχει ταυτίσει το συλλογικό υποσυνείδητο. Ούτε καν οι Beatles δεν ήταν ποτέ μόνο Lennon-McCartney. Ας μείνουμε εδώ προς το παρόν, θα επανέλθουμε όμως…

Ο τίτλος του δίσκου από την άλλη έχει τόσο προφανείς συνδηλώσεις ώστε νομίζω περιττεύει η όποια αναλυτική επεξήγηση. Δυστυχώς πάντως, είτε αντιμετωπιστεί ως διαπίστωση είτε ως ευχή, δύσκολα θα απαντούσα «αληθώς ανέστη»! Εν τέλει, η έννοια της ανάστασης μόνο στα θρησκευτικά παραμύθια δεν υπήρξε;

Με την ευκαιρία πάντως αυτής της επιστροφής, αξίζει να ρίξουμε και μια ματιά προς τα πίσω, έτσι σαν μία απόπειρα ψύχραιμης αποτίμησης των πεπραγμένων τους. Οι DCD αναδύθηκαν μέσα από μια εποχή όπου, μετά την αδιέξοδη (εκ του αποτελέσματος κρίνοντας) συλλογικότητα των προηγούμενων δεκαετιών, η ζήτηση στράφηκε προς μια μουσική έκφρασης της ατομικότητας, της «αβύσσου εντός», προς μια μουσική σκοτεινή («γοτθική» βαφτίστηκε μάλλον αδόκιμα), μια μουσική η οποία να βιώνεται και ακούγεται κατά μόνας. Οι DCD ψυχανεμίστηκαν το πνεύμα των καιρών και μετά την αυτοπυρπόληση του πανκ και τη διάσπασή του σε ένα σωρό παραφυάδες, είχαν την εξυπνάδα και την ικανότητα να πάρουν το dark wave και να το μπολιάσουν με την ευρωπαϊκή μεσαιωνική και αναγεννησιακή παράδοση (πόσο ασύμβατες ήταν κάποτε αυτές ε;). Μεγάλοι συνθέτες δεν υπήρξαν ποτέ, κατάφεραν όμως να χτίσουν έναν ήχο ο οποίος εντυπωσίαζε, ήταν επιβλητικός και υποβλητικός, πρωτότυπος και με μια ιδιαίτερη εσωτερική δυναμική (αυτόν ακριβώς στον οποίο πάτησαν οι δεκάδες μεταγενέστεροι μιμητές). Στη συνέχεια, ο κεντρικός άξονας άρχισε να μετατοπίζεται προς ανατολάς (κατά το ex oriente lux που λέγανε οι Λατίνοι), ο Brendan ανακάλυψε την …κελεμπία και η Lisa την επαφή με τη Μάνα Γη, στην ευρύτερη κοινωνία επεκτάθηκε σαν τον λίβα στα σπαρτά το διαβόητο fusion (μια μόδα, η οποία αν θυμάστε, σάρωσε τότε από τη μαγειρική έως το ντύσιμο και τη λογοτεχνία), οι δίσκοι τους άρχισαν να φλερτάρουν με το (κακό) new age, και το «Spiritchaser» ήρθε να αποτελέσει το αποκορύφωμα μιας προϊούσας παρακμής…

Μουσικά το «Anastasis» δεν πηγαίνει βήμα παραπέρα από την ήδη κατακτημένη και εμπεδωμένη αισθητική τους. Έτσι, ενώ θα ήταν αυτονόητο να σημειώσω ότι πιάνει το νήμα από το «Spiritchaser», έχει ενδιαφέρον όμως ότι το αναδιπλώνει προς τα …πίσω, σαν κατά κάποιο τρόπο να αναζητεί το χαμένο κρίκο ανάμεσα στο προαναφερθέν και το «Into the labyrinth». Χρειαζόταν άραγε μια τέτοια «αποκατάσταση»; Το ερώτημα ανοικτό…

Η γενικότερη εντύπωση που αφήνει ο δίσκος είναι ότι πρόκειται για προϊόν δύο παντελώς ανεξάρτητων δημιουργών. Καμία αλληλεπίδραση, καμία υπέρβαση της δεσμευτικής εξίσωσης 1+1=2. Δύο δημιουργών μάλιστα οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια πέρασαν μάλλον μια περίοδο δημιουργικής στειρότητας (ειδικά ο Perry κυκλοφόρησε δύο μόλις δίσκους πιο αδιάφορους από την …αδιαφορία). Πόσο μάλλον, για να επανέλθω στην εισαγωγή και στα αιωρούμενα ερωτηματικά της, όταν οι DCD στα καλά τους ποτέ δεν υπήρξαν αποκλειστικά το συγκρότημα των δύο. Κάντε τον κόπο να ανοίξετε το πάντα αγαπημένο «Within the realm of a dying sun», στα liner notes του δίσκου θα απαντήσετε μια πλειάδα εξαιρετικών μουσικών αλλά κι έναν σημαντικό παραγωγό (John A. Rivers). Η μετέπειτα ολοένα και πιο «συγκεντρωτική» τάση θα μπορούσε να είναι και μία εξήγηση της ολοένα και καθοδικότερης πορείας η οποία ακολούθησε.

Σε γενικές γραμμές η «Anastasis» είναι ένας φωτεινός δίσκος. Ο ήλιος εδώ δεν πεθαίνει (ίσα-ίσα ξεραίνει και τα ηλιοτρόπια του εξώφυλλου), οι όποιες σκιές δεν αφήνουν την απειλητική αίσθηση του Περ Λασαίζ και των νεκρικών αγαλμάτων, οι μελωδικές γραμμές είναι διαυγείς και …εύκολες. Κι αν η φωνή του Perry ακούγεται ακόμη γήινη, στέρεη και καθησυχαστική, κι αν η Lisa εξακολουθεί να μετεωρίζεται με τις γλωσσολαλιές της, αναδεικνύοντας τη φωνή κυριολεκτικά σαν όργανο και όχι σαν μέσο μεταφοράς έλλογων νοημάτων, ο όλος δίσκος κυλάει στημένος πάνω στα στερεότυπα του ήχου τους. Οικείο στο αυτί άκουσμα, αλλά τυποποιημένο, με λίγες σποραδικές στιγμές γνήσιας μουσικής έμπνευσης, σαν ξέφτια μιας παλιάς χαμένης μαγείας (στο «Kiko» και το μακρόσυρτο καταληκτικό του mantra).

Η τιτλοδοσία με αγγλικές μεν λέξεις, ελληνικότατης ρίζας δε, δείχνει επίσης μια πρόθεση, η οποία όμως εξαντλείται εκεί, παρά τα αντιθέτως δηλούμενα. Ο δίσκος δεν έχει τίποτε το ελληνικό (ας μην ανοίξουμε πάντως εδώ την κουβέντα για το τι ακριβώς σημαίνει «ελληνικό» στη μουσική), περισσότερο αντλεί από μια ευρύτερη μεσανατολική δεξαμενή, τόσο ευρεία ώστε να απλώνεται από τη Βόρεια Αφρική έως την Ινδία (και λίγο παραπέρα!). Η Ανατολή κάτω από το «αδιάκριτο» δυτικό μάτι…

Τελικά τι συμβαίνει με τις διαρκώς συχνότερες επανασυνδέσεις; Πρόκειται για κυνικό φαινόμενο μιας εποχής οικονομικής ανομβρίας; Για πισωγύρισμα; Για ομολογία αποτυχίας; Για επιδίωξη επανεπιβεβαίωσης; Για μια συγκινητικά μάταιη απόπειρα αναβίωσης των καλών χρόνων; Και αλήθεια, πόσους δίσκους-γεννήματα τέτοιων επιστροφών θυμάστε οι οποίοι πραγματικά να άφησαν ένα στίγμα στη μουσική ιστορία; Και μήπως το μόνο τελικό ζητούμενο είναι απλά και μόνο η αξιοπρέπεια; Την οποία τουλάχιστον οι Dead Can Dance τη διαφύλαξαν…

6

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

D΄Eon – LP (Hippos in Tanks)

1. Annunciation
2. Now you do
3. Virgin body
4. Transparency pt. II
5. My iPhone tracks my every move
6. Signals intelligence
7. Gabriel pt. I
8. Century by century
9. Gabriel pt. II
10. I don΄t want to know
11. I look into the Internet
12. Chastisement
13. Transparency pt. IV
14. Al-Qiyamah

Υπάρχουν δίσκοι που σου αρέσουν. Υπάρχουν και δίσκοι που δεν σου αρέσουν. Ωραία μέχρι εδώ; Αυτοαναφορικό και αυτονόητο θα μου πείτε, αλλά δεν είναι και τόσο… Ίσως πάντως κάποιοι (ελάχιστοι) να παραπονεθείτε με τούτο τον διαιρετικό υποβιβασμό της τέχνης, με την αναγωγή της κρίσης-κριτικής σε ένα δίλημμα του τύπου «μου αρέσουν ή δεν μου αρέσουν οι …μπάμιες». Ένα δίλημμα το οποίο πέρα από την ταπεινή «γαστρεντερολογική» του διάσταση υποδηλώνει ως κυρίαρχο κριτήριο διάκρισης το ολίγον τι ασαφές και πάντοτε ακαθόριστο (εντερικής ετυμολογίας μάλιστα!) «γούστο».

Ένα γούστο το οποίο προφανώς καθορίζεται και διαμορφώνεται από μια πλειάδα ανεξέλεγκτων, ακαθόριστων και πολλές φορές τυχαίων παραμέτρων, από βιώματα, συναισθήματα και ιδεολογίες (ή και ιδεοληψίες) έως απλά και μόνο συμπτώσεις και τυχαία γεγονότα. Άπαξ δε και διαμορφωθεί, μετά ανακυκλώνεται σε έναν φαύλο (;) κύκλο ανακύκλωσης και αυτο-επιβεβαίωσης (μ’ αρέσει γιατί είναι καλό, είναι καλό γιατί μ’ αρέσει κοκ).

Υπάρχουν όμως και κάποιοι δίσκοι που ξεφεύγουν από το παραπάνω σχήμα κατηγοριοποίησης, δίσκοι που προκαλούν τα όρια αυτής της απόλυτης διαγράμμισης. Παραδοξότητα; Υπάρχουν δίσκοι που ούτε να σου αρέσουν ούτε να μην σου αρέσουν; Πως γίνεται αυτό;

Ο Αργύρης Ζήλος μνημονεύει συνέχεια τον μέγιστο John Cage, ο οποίος απαντούσε στην σαφώς προβοκατόρικη ερώτηση «σας αρέσουν αυτά που κάνετε;», απαντούσε αντεπιτιθέμενος «δεν μ’ ενδιαφέρει να μου αρέσουν, αυτό που θέλω είναι να μην τα καταλαβαίνω»… Μικρή παύση προς προβληματισμό…
Στην προκειμένη περίπτωση πάντως οι αρχικές προθέσεις του μουσικού μοιάζουν σαφείς. Το εξώφυλλο, φαινομενικά παραπλανητικό (θα μπορούσε να περιτυλίγει κι έναν δίσκο γρηγοριανού μέλους), τελικά αντικατοπτρίζει το θρησκευτικό προβληματισμό ο οποίος διακατέχει τον δημιουργό και θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ερώτηση: Πως αντιμετωπίζεις τούτον το θαυμαστό νέο κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, αυτό τον κόσμο της τεχνολογικής φρενίτιδας και μοναξιάς, της «πανταχού παρουσίας» της τεχνολογίας, του φόβου της ανίας, της υποδούλωσης σε τεχνητές ανάγκες, της πληροφοριακής εντροπίας και του απειλητικού απροσδιόριστου χάους; Τι κάνεις λοιπόν; Παίρνεις τα βουνά (τα Ιμαλάια εν προκειμένω) όπως ο δημιουργός και καταφεύγεις σε μοναστήρι (με κλειστό το κινητό να υποθέσω); Αναζητείς το νόημα σε κάτι υπερβατικό, μη-ανθρώπινο; Υπάρχει Θεός τελικά μέσα σε αυτά τα καταραμένα τα «γκομπιούτερ»;

Μη βιαστείτε πάντως να ανακαλέσετε τα κρυπτο-νεολουδίτικα σας αισθήματα, ο δίσκος είναι δημιουργημένος με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, μια αντίφαση η οποία υπογραμμίζει για άλλη μία φορά ότι όταν το τζίνι βγει από το μπουκάλι δύσκολα ξαναμπαίνει, όσο κι αν χτυπιέται ο αφέντης.

Το αποτέλεσμα που επιτυγχάνει ο Καναδός d’ Eon (ναι, αυτός που είχε κάνει έναν split δίσκο, το «Darkbloom» με τη διάσημη πλέον Grimes) στο πρώτο του αυτό «LP», είναι συγχυσμένο (με αμφότερες τη θετική και την αρνητική έννοια του επιθέτου). Θα μπορούσα να κοτσάρω το πρόθεμα «μετα-» μπροστά στην ποπ ή το r&b ή την electronica και να τελειώνω. Θα μπορούσα να παρατηρήσω τη ζαλιστική του ποικιλομορφία, με ένα σωρό στουντιακές λεπτομέρειες που τον βαραίνουν, και μία διάρκεια η οποία παίζει με τις αντοχές του ακροατή και τα όρια της χωρητικότητας του CD (σχεδόν 75 λεπτά), μέσα στην οποία χάνονται διάφορα ευφυή patterns που ξεκόβονται εδώ κι εκεί. Θα μπορούσα τέλος να ισχυριστώ ότι έτσι δρα (ή θα ήθελε να δράσει) ως ένας καθρέφτης μιας μπερδεμένης εποχής, μιας εποχής όπου τίποτε δεν είναι …εποχής (παραδοξολογίας το ανάγνωσμα συνέχεια!). Το ιδανικό της τέχνης δηλαδή. Η μουσική μπορεί να μην είναι αναπαραστατική τέχνη, αλλά δεν γεννιέται εν κενώ. Ένα τέτοιο σκεπτικό πιθανολογώ ότι οδήγησε το Wire (και ας μην ξαναδώ αυτή την μπαρούφα περί ελιτισμού) να ανακηρύξει δίσκο του 2011 το στρυφνό δημιούργημα του James Ferraro.

Εμφανές είναι πάντως το γεγονός ότι ο d’Eon διακατέχεται από ένα (δημιουργικό ομολογουμένως) άγχος του να είναι επίκαιρος, μοντέρνος. Σε αυτό μοιράζεται κοινές αισθητικές αρχές και επιδιώξεις με ονόματα όπως ο Oneohtrix Point Never ή οι Animal Collective. Κι αν το Merriweather έχει αποδειχθεί (μέχρι τώρα τουλάχιστον) η μεγαλύτερη φούσκα των τελευταίων ετών, συγκρίσιμη με εκείνη της …κτηματικής αγοράς των ΗΠΑ, είναι που το μέλλον δεν προκηρύσσεται ούτε χειραγωγείται βολονταριστικά (κι ας λένε ότι η καλύτερη προφητεία είναι η …αυτοεκπληρούμενη). Το ζήτημα δεν είναι μόνο να ανοίγεις δρόμους, αυτό είναι το εύκολο κομμάτι, το ζήτημα είναι αν θα σε ακολουθήσει και κάποιος…

Διαβάζοντας πρόσφατα ένα βιβλίο για την καθημερινότητα του Μεσαίωνα, ο συγγραφέας (Ian Mortimer) σημειώνει ότι τότε οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τι σημαίνει αλλαγή, τους ήταν αδιανόητο ότι ο κόσμος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός. Σήμερα μέσα στην ακόρεστη αναζήτηση της «ανάπτυξης», μας φαίνεται εξίσου αδιανόητο να περάσει ένα εξάμηνο χωρίς ένα νέο άι-μοντέλο στην αγορά, χωρίς άλλη μία τεχνολογική «επανάσταση» (σε πολλά εισαγωγικά). Και η ίδια νοοτροπία προβάλλεται αυθαίρετα και στη μουσική… Μήπως κάτι, κάπου, κάπως έχουμε χάσει;

Συνοψίζοντας: εξαιρετική η κεντρική ιδέα, νοητικά προκλητική, η οποία όμως περιμένει έναν πιο ταλαντούχο και πιο εκφραστικά συνειδητοποιημένο εκτελεστή. Καλού-κακού πάντως ας επισυναφθεί και ένα ερωτηματικό πίσω από τη βαθμολογία…

6.5

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Its not easy being green… Τραγούδια και μουσικές κατά του ρατσισμού

White Colored

Οι Ιταλοί είναι φαφλατάδες και καλοί εραστές, οι Γερμανοί ψυχροί και στυγνοί οικονόμοι, οι Άγγλοι φλεγματικοί, οι Έλληνες τεμπέληδες και λεβέντες… Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επ’ άπειρον την παράθεση ανάλογων στερεότυπων, τα οποία ασφαλώς και δεν περιορίζονται σε επίπεδο εθνών, απαντώνται σε κάθε γεωγραφική μικροκλίμακα, αλλά και κατ’ επέκταση σε κάθε ανθρώπινη υποομάδα, είτε χαρακτηρίζεται από σεξουαλικές είτε από μουσικές ή ακόμη και διατροφικές συνήθειες. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην υποκύπτει στην ευκολία τους, στην απλουστευτική τους δύναμη η οποία καταφέρνει να τιθασεύσει μια εκστατικά ακατανόητη και τρομακτικά χαοτική πραγματικότητα, τοποθετώντας (βασικά πετσοκόβοντας) την σε βολικά ερμηνευτικά κουτάκια. Κανείς δεν έχει ανοσία…

Διαβάζοντας πάλι την πρώτη πρόταση του κειμένου και προσπαθώντας να βρω την κατάλληλη αλληλουχία προσέγγισης στο ευαίσθητο αυτό θέμα, διαπιστώνω ότι ο ρατσισμός θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως ένα ζήτημα …γραμματικής. Ίσως ένας εναλλακτικός (πιθανώς και ακριβέστερος) ορισμός του ρατσισμού να είναι η εστίαση στο επίθετο και όχι στο ουσιαστικό. Παρατηρείται παντού: στην πολιτική, στη μουσική, στην τέχνη ευρύτερα, στη ζωή καθολικότερα. Η αβασάνιστη χρήση των επιθέτων, η αυθαίρετη απόπειρα περιγραφής-απόδοσης-διαστροφής της ουσίας, σε ορισμούς αλλά και περιορισμούς. Ιδιότητες οι οποίες έχουν κάποιο νόημα (και πάλι όχι μονοσήμαντο και αντικειμενικό) στο ατομικό επίπεδο, ιδιότητες όχι κατ’ ανάγκη αρνητικές, προεκτείνονται για να περιγράψουν ανθρώπινα σύνολα. Και έτσι από την ουσία του κάθε Γιάννη, Μαχμούτ ή Φριτς, περνάμε στην επιθετική γενίκευση της ομάδας. Μια γενίκευση η οποία όταν οι συνθήκες το ευνοήσουν μπορεί να μετατραπεί σε κατά κυριολεξία «επιθετική»…
KKKΚαι θα το επαναλάβω. Κανείς δεν έχει ανοσία. Ο ρατσισμός μοιάζει με σπόρο ο οποίος επωάζεται εν υπνώσει, μπορεί να μένει ανενεργός σε λανθάνουσα κατάσταση για χρόνια, αλλά όταν το πολιτικό και κυρίως το οικονομικό περιβάλλον γίνει κατάλληλο, θα ανθήσει πριν κανείς να καταλάβει τι συνέβη. Στη χώρα μας ανατραφήκαμε με τη βολική (αυτο)κολακευτική αφήγηση ότι ο Έλληνας αποστρέφεται εκ φύσεως το ρατσισμό, δεν γνωρίζει από διακρίσεις, αυτά είναι ζιζάνια του διαβόλου που φύονται στη διεφθαρμένη «άθεη» Δύση και όχι εδώ στην ανεκτική Ανατολή. Για τον δε έλληνα του ’50 και του ’60, ο ξένος ήταν κάτι το εξωτικό (σαν τον αράπη του Ζαμπέτα) και λάγνα μακρινό (σαν τις αραπίνες του Τσιτσάνη) ή φυσικά …τουρίστας. Βέβαια η περίφημη ελληνική φιλοξενία περιοριζόταν στη λογική «την ελιά σου, τη ρακί σου και άμε παρακάτω», η αποδοχή του ξενομερίτη (ασχέτως εθνικής καταγωγής μάλιστα) ήταν μεν δεδομένη, εφόσον αυτός δεν είχε διαθέσεις μονιμότερης εγκατάστασης δε. Θυμάστε την ιστορία της «Μεγάλης Χίμαιρας» του Καραγάτση; Ή την υποδοχή που επιφυλάχθηκε στους μικρασιάτες πρόσφυγες, τους διαβόητους «τουρκόσπορους»; Είναι εύκολο να είσαι ανεκτικός με τον ξένο αρκεί αυτός να μην είναι μέσα στην αυλή σου.

Και ο καιρός έχει βέβαια γυρίσματα. Έτσι φτάσαμε στο σήμερα, με τα εγγόνια ακριβώς εκείνων των «τουρκόσπορων» να έχουν γίνει η μήτρα του πιο ακραίου ελληνικού εθνικισμού και τους παππούδες με μια πενιχρή σύνταξη κλειδαμπαρωμένους πίσω από σύρτες και κάγκελα, για να συνειδητοποιήσουμε ότι οι υστερικές λαοθάλασσες με τα χέρια υψωμένα σε ναζιστικό χαιρετισμό δεν ήταν μια γεωγραφικά και εθνικά ορισμένη ανωμαλία της ιστορίας αλλά μία πανταχού παρούσα απειλή και πιθανότητα.

Η δημιουργία των αντισωμάτων πάντως, πριν φτάσουμε στο κοινωνικό σύνολο, περνάει μέσα από τα ίδια τα άτομα. Εντός μας δίνεται η πρώτη (και καθοριστική) αντιρατσιστική μάχη. Θυμάμαι φίλο να μου εξομολογείται έντρομος ένα στιγμιαίο συναίσθημα ενόχλησης που του δημιούργησαν δύο μαύροι που μιλούσαν δυνατά στην ξένη γλώσσα τους μέσα σε ένα τρόλεϊ. Η ανθρώπινη φύση δεν είναι ούτε εγγενώς αγνή και καλή ούτε προπατορικώς αμαρτωλή. Ας κοιτάξουμε μέσα μας, από εκεί θα ξεκινήσει η όποια αλλαγή.

Η μουσική από την άλλη (για να έρθουμε και στα «δικά» μας) ποτέ δεν άλλαξε, ούτε πρόκειται ποτέ να αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί όμως να αποτελέσει πηγή έμπνευσης, αφορμή συγκίνησης ή απλά και μόνο το …soundtrack της αλλαγής. Και ίσως μέσα από την ευκόλως προσιτή πλέον ποικιλομορφία της να καταφέρει να εξοικειώσει τον άνθρωπο με την ύπαρξη του διαφορετικού, του άλλου, μέσα από ένα αντι-ρατσιστικό πνεύμα το οποίο όμως δεν μένει στο μαχητικό «αντι-» αλλά προχωρά σε μια θετική έννοια προσέγγισης και εν τέλει ανοχής και κατανόησης.

Ακολουθεί μια επιλογή τέτοιων τραγουδιών και μουσικών, κομματιών αγαπημένων, όπου φυσικά το μήνυμα δεν καταπιέζει το μέσο (η πολιτικοποίηση έχει ουκ ολίγες φορές γίνει το άλλοθι του κάθε ατάλαντου).
Λένα Πλάτωνος1. Εμιγκρέδες της Ρουμανίας – Λένα Πλάτωνος
Μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους μιας πολυκατοικίας… Μυρωδιές κάρυ μπλέκονται με μυρωδιές από τηγανητή σόγια. Τα τριξίματα από τις παλιές υδρορροές, το ασανσέρ και όλοι αυτοί οι ήχοι που κάνουν την πολυκατοικία ώρες-ώρες να μοιάζει ένα ζωντανό σώμα. Φωνές που αντηχούν, άλλες δυνατές, άλλες διακριτικές, λέξεις ξεκόβονται, άλλες γνωστές άλλες ακατάληπτες. Μπύρες στα σκαλοπάτια, μπουγάδες στον ακάλυπτο. «Πόσο μ’ αρέσει ν’ ακούω τους ανθρώπους να ανεβαίνουν με το ασανσέρ και να μιλάνε ρουμάνικα». Μια λεπτεπίλεπτη ανθρώπινη ποιητική της καθημερινότητας, από τα πιο τρυφερά κομμάτια της Λένας, υπαινικτικό, απλό, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς πομπώδεις διακηρύξεις. «Πιθανότητες ευτυχίας, στην περιοχή της αμερικάνικης πρεσβείας»… Ήταν 1985, θα μπορούσε όμως να είναι οποτεδήποτε…

2. Bein’ Green – Kermit the Frog
«Είναι δύσκολο να είσαι πράσινος» τραγουδά τα βάσανα του ο βάτραχος των παιδικών (και όχι μόνο) χρόνων μας (όχι δεν έλεγε για το …ΠΑΣΟΚ). Αναμφίβολα ο πιο απλοϊκός ρατσισμός είναι αυτός του χρώματος. Γενικά η …χρωματολογική βάση του ρατσισμού είναι σχεδόν σουρεαλιστική αν αναλογιστεί κανείς ότι η ουσιαστική διαφορά ενός λευκού κι ενός μαύρου είναι μια διαφορά στην παραγόμενη ποσότητα μελανίνης, μιας σχετικά απλής πρωτεΐνης, της ίδιας δηλαδή ουσίας την οποία προσπαθούν να παράγουν οι λευκοί πασαλειβόμενοι με διάφορα αμφίβολα σκευάσματα και λιαζόμενοι ολημερίς στις παραλίες. Κι ας μην μπλέξουμε με το περιλάλητο DNA, το κάθε «εθνικό» αίμα (υποθέτω με τα αιμοσφαίρια να κουβαλάνε …σημαιάκια) και τον φετιχισμό των γονιδίων, έννοια την οποία μάλιστα η αιχμή της σύγχρονης επιστήμης αφήνει σιγά-σιγά πίσω. Αλήθεια πάντως, δεν ξέρω πως θα αντιμετώπιζε ο μέσος «ουγκ» ρατσιστής την επίγνωση της γονιδιακής του ομοιότητας με είδη όπως ο χιμπατζής ή η κοινή …φρουτόμυγα…

3. Indian Reservation – Paul Revere & the Raiders
Είναι γνωστό ότι η Ιστορία γράφεται από τους νικητές αλλά και ότι η Ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται συνέχεια για να δικαιώσει το εκάστοτε παρόν ή να στηρίξει την αυτοαναφορική αφήγηση ενός έθνους. Στα δικά μας σχολεία μαθαίνουμε από νωρίς για την αποικιακή εξάπλωση των αρχαιοελληνικών πόλεων (η οποία προφανώς πραγματοποιήθηκε εν κενώ) και για την εκστρατεία του Αλεξάνδρου η οποία έγινε προς εκπολιτισμό των «βάρβαρων» Περσών (ως γνωστόν τα φουσάτα του στρατηλάτη δεν κουβαλούσαν δόρυα και τόξα παρά μόνο …ογκώδεις τόμους ελλήνων φιλόσοφων). Έτσι έγινε και με τους επονομαζόμενους (από τον Κολόμβο ο οποίος νόμιζε ότι έφτασε στις …Ινδίες) Ινδιάνους. Αφού τους «ανακαλύψανε», μετά τους εκπολιτίσανε… Όσους δεν είχαν τη διάθεση να δεχθούν τα …φώτα του πολιτισμού, τους έπεισαν με ευλογιά και καυτό μολύβι. Η αντίσταση τους υπήρξε επική και μάταιη (και δυσφημισμένη από ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος – το western). Και όσους απέμειναν τους έκλεισαν σε θύλακες (τα περίφημα reservations) και ησύχασαν. Το τραγούδι αυτό, φόρος τιμής στην ερυθρόδερμη φυλή, γράφτηκε το 1959, αλλά το έκαναν σουξέ το 1971 ο Paul Revere με το συγκρότημα του.
Billie4. Strange Fruit – Billie Holliday
Κάποιοι λένε (το περιοδικό Time μεταξύ αυτών) ότι είναι το τραγούδι του αιώνα. Η μεγάλη κυρία Billie το ηχογράφησε το 1939, ως δεύτερη πλευρά στο δίσκο, αφού εξαιτίας των στίχων δεν μπορούσε να εμφανιστεί στην πρώτη πλευρά. Αναμενόμενο αν αναλογιστούμε ότι αυτά τα περίεργα φρούτα που αιωρούνται στο δέντρο δεν είναι παρά τα σώματα δύο λυντσαρισμένων μαύρων κάπου εκεί στο σκοτεινό Νότο. Αυτό που ίσως δεν ήταν αναμενόμενο ήταν ότι το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία. Η Αμερική μπροστά στις ενοχές της; Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια εποχή όπου παρά την τυπική κατάργηση της δουλείας ήδη από το 1865, στις περισσότερες πολιτείες ίσχυαν ακόμη οι ρατσιστικοί νόμοι.

5. Maria – Rage Against the Machine
Η Μαρία του κομματιού είναι μια Λατίνα η οποία τραβάει του λιναριού τα πάθη στη νέα της πατρίδα. Παράξενη χώρα η Αμερική. Δημιούργημα μεταναστών, χωρίς το βάρος μιας δήθεν προαιώνιας ιστορίας να εμποδίζει την αφομοίωση καλλιέργησε μια αντίληψη η οποία την οδήγησε στη θέση του κουμανταδόρου του κόσμου όλου. Από την άλλη συντηρητικοποιείται ολοένα και περισσότερο, κλείνεται στον εαυτό της, συμμετέχει σε …πάρτυ τσαγιού και χτίζει ηλεκτροφόρα τείχη στα σύνορα με το Μεξικό. Άραγε να πρόκειται για αυτό που θα ονόμαζα «σύνδρομο του λεωφορείου», ο τελευταίος που μπήκε και βολεύτηκε δυσκολεύει την πρόσβαση στους επόμενους που προσπαθούν να διεκδικήσουν μια φέτα από τον δικό του παράδεισο; Είναι δε ενδιαφέρουσα η γενικότερη παρατήρηση ότι ο ρατσισμός κατά κανόνα στρέφεται από τον φτωχό ενάντια στον ακόμη φτωχότερο, στον απόκληρο, σε αυτόν που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Ο ανήμπορος μετανάστης γίνεται δέκτης βαθύτερου μίσους απ’ ότι το τραπεζιτικό golden boy που έβαλε και τα δυο χεράκια του για να γυρίσουν τα γρανάζια της κρίσης. Και πιστεύω ότι αιτία δεν είναι τόσο ο φόβος για τους «άλλους» που θα μας αρπάξουν το βιος μας, αλλά μια ενδόμυχη προβολή ενός δυσοίωνου μέλλοντος. Γιατί ο μικροαστός με το δανεισμένο από την τράπεζα σπίτι, κατά βάθος γνωρίζει ότι η περίφημη καπιταλιστική κινητικότητα μπορεί εύκολα να τον φέρει στην ίδια αυτή άστεγη και άνεργη μοίρα.

6. Brother Louie – Hot Chocolate
Μόνο αυτή η κατηγορία τραγουδιών θα μπορούσε να αποτελέσει ολόκληρο βιβλίο… Don’t call me nigger whitey, Fight the power, Say it loud, I’m black and I’m proud, μαύροι πάνθηρες, οι Τελευταίοι Ποιητές και τα οργισμένα στιχάκια τους. Επιλέγω το συγκεκριμένο, από τον …αφρό της Καυτής Σοκολάτας (μ’ αρέσει και η λίγο πιο γνωστή -και πιο «λευκή»- διασκευή των Stories) γιατί προτάσσει τον έρωτα, αυτή την προαιώνια ειρηνική γέφυρα μεταξύ των φαινομενικά ασύμβατων και αταίριαστων. Από την άλλη η βίαιη αντίδραση στην ρατσιστική καταπίεση είναι όχι μόνο κατανοητή αλλά και σε πολλές περιπτώσεις επιβεβλημένη και αναπόφευκτη. Έχει όρια; Μεγάλη κουβέντα… Τι γίνεται όταν μετατρέπεται σε έναν «αντίστροφο» ρατσισμό (για τον οποίο ας πούμε κατηγορήθηκε ο Malcolm X); Ο Χατζιδάκις έλεγε ότι όταν πάψεις να φοβάσαι το τέρας τότε αρχίζεις να του μοιάζεις. Μήπως αρχίζεις όμως να του μοιάζεις κι όταν το πολεμάς με τα δικά του μέσα στο ίδιο το προνομιακό του γήπεδο; Ανοιχτός ο προβληματισμός…
Special AKA7. If you have a racist friend – Τhe Special AKA
«Εάν έχεις φίλο ρατσιστή, τότε ήρθε η ώρα η φιλία σας να τελειώσει, δεν πα’ να ‘ναι πατέρας, αδερφός, ξάδερφος ή εραστής»… Μια ελεύθερη μετάφραση των στίχων του καυστικού τραγουδιού ενός συγκροτήματος που διέσωζε την τιμή του ska στην άγρια θατσερική Βρετανία των 80s. Είναι όμως πλέον τόσο εύκολο να ξεχωρίσεις τον ρατσιστή; Δεν φοράνε όλοι κουκούλες ή κράνη με το εθνόσημο, δεν κρατάνε όλοι κλομπ, δεν ψηφίζουν ούτε καν όλοι Χρυσή Αυγή. Υπάρχει ο …μοδέρνος ρατσιστής, ο προοδευτικός και απολιτίκ «ανοιχτόμυαλος». «Δεν είμαι ρατσιστής, δεν έχω πρόβλημα με τους ξένους (με τους …Νεοζηλανδούς για παράδειγμα!), μόνο με τους … (συμπληρώστε κατά βούληση) έχω πρόβλημα». Το διαζύγιο με τη λογική είναι συναινετικό! Υπάρχει ακόμη και η άλλη, ακόμη πιο καμουφλαρισμένη κατηγορία: «μερικοί από τους καλύτερους μου φίλους είναι …. (διάβαζε πίσω από τις γραμμές: είναι η εξαίρεση στον κανόνα! Αλλά… Ακολουθεί πάντα το δηλητηριώδες «αλλά»… Ώρα να θυμηθούμε πάλι τους Specials… Ή στο ίδιο μήκος κύματος, τους They Might Be Giants: «Your racist friend».

8. Clandestino – Manu Chao
Πως γίνεται ένας άνθρωπος να είναι παράνομος εκ γεννησιμιού, σαν να φέρει το κληρονομικό στίγμα; Λαθραίος; Πως είναι δυνατόν σε έναν κόσμο όπου άυλα κεφάλαια μετακινούνται με ένα κλικ του ποντικιού και ταχύτητα φωτός ανά τον κόσμο (ενίοτε με ολέθριες επιπτώσεις), οι άνθρωποι να είναι δέσμιοι των χώματος και των συνόρων; Του «χωρίς χαρτιά» εφιάλτη; Πως η κάποτε παγκόσμια αποικιακή δύναμη μετατράπηκε στο «Κάστρο Ευρώπη»; Τέτοιοι παραλογισμοί βρίσκουν το δρόμο τους στους στίχους του Γαλλο-Ισπανο-Βάσκου Manu. Η μουσική του, μια άλλη παγκοσμιοποίηση ενσαρκωμένη, η στάση του μια αξιοπρεπής συνέπεια έργων και λόγων. Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να τον …συγχωρέσουμε για τις ορδές μιμητών σε στυλ και μουσική και όλους αυτούς τους δήθεν illegal που μας φόρτωσε άθελα του.

9. Douce France – Cartes de Sejour
«Γλυκιά Γαλλία, πατρίδα των παιδικών μου χρόνων, σ’ έχω για πάντα στην καρδιά μου» τραγουδά με το συγκρότημα του ο Rachid Taha και η αλγερινής καταγωγής παρέα του (οι αποκαλούμενοι και «Beur»-διαβάστε και λίγο Ιζζό ντε!). Υποθέτω ο συνθέτης και τραγουδιστής του τραγουδιού, ο μεγάλος Charles Trenet θα έβγαλε φλύκταινες όταν άκουσε τη διασκευή αυτή. Σπουδαίος τροβαδούρος ο Trenet αλλά με απροκάλυπτες ρατσιστικές απόψεις, ένθερμος γάλλος εθνικιστής και επιπλέον …διασκεδαστής των γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων στο Παρίσι (γενικά οι εθνικόφρονες έχουν μια ιδιότυπη άποψη περί πατριωτισμού, για θυμηθείτε και τα δικά μας). Είναι ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες που δήλωσαν προσβεβλημένοι όταν η όχι και πολύ λευκή γαλλική ομάδα κατέκτησε το Μουντιάλ στο ποδόσφαιρο το 1998. Δεν γνωρίζω αν αισθάνθηκε την ίδια προσβολή όταν έσκασαν τα φλεγόμενα γεγονότα στο Κλισύ το 2005. Δεν τα πρόλαβε, είχε πεθάνει από το 2001…
Enrico10. J’ai quitte mon pays – Enrico Macias
Άλλος ένας «μαυροπόδαρος» Αλγερίνος (pieds noir). Εβραϊκής καταγωγής μάλιστα (διπλό το «κακό»!) H κιθάρα στενάζει, οι νότες της στάζουν μελαγχολία και νοσταλγία, η φωνή είναι θρηνητική για την πατρίδα, τον ήλιο, τον φίλο που μένει πίσω. Αλήθεια πόσοι είναι αυτοί που θέλουν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, να γίνουν μετανάστες, μέτοικοι (για να θυμηθώ και το ομώνυμο τραγούδι του «δικού» μας Georges Moustaki), και να πάνε σε τόπο ξένο να χτίσουν εκεί το γαλλικό, το γερμανικό, το αμερικάνικο ή το ελληνικό όνειρο; Ο μετανάστης του Macias τουλάχιστον φεύγει με το πλοίο της γραμμής… Άλλοι δεν είναι τόσο «τυχεροί»…

11. Μιλώ για τα παιδιά μου – Βίκυ Μοσχολιού
Πόσο γρήγορα ξεχάσαμε… Πως ένας καθαρά μεταναστευτικός λαός, που ήδη από τα αρχαία χρόνια το 40% του ζούσε εκτός της μητρόπολης, έγινε ξενόφοβος, κλειστός και φοβισμένος. Ξεχάστηκε λοιπόν το νησί του Ellis, λησμονήθηκαν οι ανθρακωμένες στοές του Βελγίου; Ποιος σημερινός νέος μπορεί πραγματικά να συναισθανθεί το αίσθημα εκείνου του παλιού συνομήλικου του, ο οποίος φεύγοντας από το μετεμφυλιακό χωριό του αντίκριζε τον θηριώδη σιδηροδρομικό σταθμό του Μονάχου; Τι να του λέει άραγε ο τρόμος της βάρδιας στη φάμπρικα όπου «ήταν το νούμερο οκτώ», εκεί στην ξένη χώρα; Ποιος έχει νιώσει την κλωτσιά στη Στοκχόλμη, χωρίς λόγο και αιτία που ακόμη θυμάται ο πατέρας μου ακόμη και μετά από σαράντα χρόνια; Πόσοι αναγνωρίζουν την βρισιά wogs; Ακόμη και ιστορικοί έχουν διαγράψει τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες για «έλληνες κλέφτες, βρώμικους αλήτες». Και σήμερα τα παιδιά δεν ρωτάνε πια «τα τραίνα που είναι στο σταθμό που πάνε;» Σήμερα τα τραίνα και τα πλοία φέρνουν άλλες μάνες… Με ονόματα περίεργα, ξενικά, με πρόσωπα ανοίκεια, που μάλλον δεν καταλαβαίνουν γρυ από τους στίχους αυτού του συγκλονιστικού τραγουδιού που έγραψε ο Γιάννης Μαρκόπουλος (στους «Μετανάστες», ίσως το καλύτερο του έργο) και τραγούδησε με μοναδική ενσυναίσθηση η Βίκυ Μοσχολιού… Λησμονήσαμε τόσο εύκολα λοιπόν;

12. Η Ιστορία της Μαρίας No 1 & 2 – Βασίλης Νικολαΐδης
Πάντα δυσκολευόμουν να διαβάσω τα αριστερά έντυπα. Ακόμη κι όταν τις περισσότερες φορές συμφωνούσα με τα γραφόμενα. Είχα την άβολη εκείνη αίσθηση όταν μέσα από την εφημερίδα …έβγαινε ένα χέρι σφιγμένο σε γροθιά, απειλητικό και διδακτικό συνάμα. Κείμενα σοβαρά, ξύλινα, άκαμπτα, πιο άνυδρα κι από …κυκλαδίτικο νησί μες στον Ιούλιο! Πικραμένη (και) αυτή η ιστορία για την αριστερά… Ξεχνάμε ότι ακόμη και τα πιο βαριά και σοβαρά θέματα, οι πιο προκλητικές απόψεις και ιδέες μπορεί να εκφραστούν με δροσιά στο λόγο. Το χιούμορ μπορεί να αφοπλίσει, να εξοργίσει, να τσιγκλίσει, να ξεσηκώσει, πιο πολύ κι από το πιο επαναστατικό τσιτάτο… Την ίδια ασθένεια έχει κολλήσει και ο συγγενής χώρος του έντεχνου τραγουδιού, ο οποίος επίσης πάσχει από χρόνια σοβαροφανίτιδα. Ποτέ δεν αποχτήσαμε ας πούμε έναν δικό μας Brassens. O Βασίλης Νικολαΐδης υπήρξε μία από τις λίγες εξαιρέσεις. Μέσα στις δύο αυτές ιστορίες, με βιτριολικούς και πανέξυπνους στίχους αφηγείται με μια απλή κιθάρα το πως ο «εσωτερικός» ρατσισμός απέναντι στη «δούλα» Μαρία από την επαρχία της δεκαετίας του ’50, μεταλλάχτηκε σε ρατσισμό εισαγόμενο στην καλοταϊσμένη Ελλάδα του σήμερα, τώρα που το «δουλικό» έχει πια σχιστά μάτια και έχει έρθει από ένα μακρινό αρχιπέλαγος του Ειρηνικού. «Όσοι λύσσαξαν στις φάπες, γίνονται ύστερα οι πιο φρικτοί σατράπες»… Μοναδικός…
Minimal13. Sananat – Minimal Compact
Σαν να ακούω τον σιμούν, τον απειλητικό αέρα της ερήμου να διαπνέει τούτο το τολμηρό κομμάτι της Ισραηλινής post-punk μπάντας. Οι στίχοι τραγουδισμένοι στα εβραϊκά και στα αραβικά. Ταυτόχρονα ακούω στα γίντις το συγκλονιστικό «Undzer shtetl brent» (Η πόλη μας καίγεται) ενός εβραίου ποιητή – ξυλουργού (τι συνδυασμός!) ο οποίος καλεί τους συμπατριώτες του σε (μάταιη) αντίσταση στα γκέτο των Ναζί. Μινόρε και αυτό παρά το ξεσηκωτικό του περιεχόμενο, από έναν λαό που λες κι έχει το θρήνο εγγεγραμμένο στα βαθύτερα του κύτταρα. Και φτάνεις στην απορία: πως μετά τόσους αιώνες διώξεων, από τα αιματηρά πογκρόμ του Μεσαίωνα έως τα κρεματόρια του Άουσβιτς, τα θύματα κατέληξαν στη θέση του στυγνού θύτη; «Νίκη στην Ιντιφάντα» λέει η φωνή που ενώνει πολλές διαδηλώσεις ανά τον κόσμο, η δική μου φωνή διστάζει κάπως, παρά την αυθόρμητη συμπάθεια προς τον αδύναμο. Φοβάμαι τα άκρα του μίσους και της αλληλοεξόντωσης, αυτά που μέσα από τον φανατισμό τους κατ’ ουσία αλληλοτροφοδοτούνται σε έναν αέναο φαύλο κύκλο βίας. Όσοι δε αποπειρώνται να τον σπάσουν, άνθρωποι σαν τον Ντάνιελ Μπάρενμποιμ και τον Έντουαρντ Σαΐντ ας πούμε, τη μεγαλύτερη έχθρα τη συναντούν στο δικό τους στρατόπεδο. Πάντοτε ένιωθα πιο κοντά σε κάτι τέτοιους «προδότες»…

14. Small town boy – Bronski Beat
Ποτέ δεν αισθάνθηκα υπερήφανος για τις όποιες σεξουαλικές μου προτιμήσεις, αν προτιμώ άντρες, γυναίκες ή οτιδήποτε άλλο. Αν μου έπεφτε λόγος όμως, μα τη …γενειάδα του Άνθιμου, θα αισθανόμουν πολύ πιο κοντά στο «Glad to be gay» του Tom Robinson παρά στο γνωστό σύνθημα, η υπερηφάνεια δηλώνει συνήθως αποκλεισμό, υπονοεί ντροπή. Από την άλλη μπορώ να ταυτιστώ με την ιστορία που περιγράφει στο τραγούδια αυτό ο Jimmy Sommerville. Δεν ήταν ποτέ του γούστου μου, ούτε αυτός ούτε τα συγκροτήματα του, οι Bronski Beat και οι Communards. Είχαν κάτι το κραυγαλέο που πάντοτε με απωθεί, και σε ανθρώπους και σε μουσικές. Η κραυγή του Jimmy όμως σε τούτο το κομμάτι, ήταν σχεδόν λυτρωτική, ένιωθες κατά έναν περίεργο τρόπο ότι δεν ήσουν μόνος… (Ξανα)αντιγράφω τον Γιώργο Κοτσώνη από πολύ παλιότερο mic-αφιέρωμα: «Αυτή η θλιμμένη κραυγή μ’ άγγιξε, μ’ ανύψωσε, με πόνεσε, με άλλαξε τρόπο σκέψης, με δάκρυσε, με λύτρωσε.. Ίσως γιατί κατά βάθος επιζητούμε τη συμφιλίωση μ’αυτό που μας φαίνεται διαφορετικό, στην οποιαδήποτε μορφή του, στα πλαίσια κατανόησης του γρίφου με τ’ όνομα ‘άνθρωπος’. Που δεν παύει ν’ αποτελεί τίτλο τιμής, δικαίωμα στον οποίο έχουμε όλοι μας».

15. L’ etranger – Tuxedomoon
Για το τέλος ένα τραγούδι για τον κάθε ξένο. Για τον καθένα ο οποίος νιώθει ξένος κι ας περιστοιχίζεται από τους ομοίους του, από τους συμπατριώτες του, από τους ομοϊδεάτες του, από τους συντρόφους του. Για τον καθένα που αισθάνεται διαφορετικός, κι ας μην φαίνεται, κι ας κρύβεται, κι ας (αυτο)καταπιέζεται. «Δεν ήταν λάθος δικό μου που ήμουν ένας ξένος». Μια συγκλονιστική λέξη προς λέξη ερμηνεία από τον Κινέζο ζωντανεύει τις αθάνατες σελίδες του Καμύ…

Και κάποια ακόμη που ήθελα να συμπεριλάβω:
Mandela Day – Simple Minds
Biko – Peter Gabriel
Griechischer Wein – Udo Juergens
People are people – Depeche Mode
Ebony and Ivory – Paul McCartney & Stevie Wonder
Southern Man – Neil Young
Everyday People – Sly & the Family Stone
Αλβανικό – Ωχρά Σπειροχαίτη

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Stabil Elite – Douze pouze (Themes from Great Cities)

1. Drei Gerade Zahlen
2. Expo
3. Hydravion
4. Rave Maria
5. Milchstrasse
6. Agent Orange
7. Wir kommen aus
8. Aether
9. Endecomputer
10. Revue 12
11. Papier
12. Dreiklang

Η επωνυμία της δισκογραφικής εταιρείας «Themes from great cities» (ειρήσθω εν παρόδω, από τις ομορφότερες μουσικές των Simple Minds) μου έδωσε την ιδέα. Ή καλύτερα μου έδειξε την οπτική. Μουσική φτιαγμένη σε μεγάλες πόλεις, μουσική για μεγαλουπόλεις. Μία τέτοια: Duesseldorf. Σχετικά μικτή σε μέγεθος πάντως. Εδώ στην περιοχή του Ρουρ, τη βιομηχανική καρδιά της Ευρώπης. 3 όψεις μίας πόλης…

Όψη πρώτη: Fractal κυκλοφοριακός κόμβος, εδώ διασταυρώνονται οι αυτοκινητόδρομοι Α3, Α44, Α46 και Α57. Οδηγείς στην Autobahn: αέναη κίνηση, μηχανική ροή, υποχρεωτικό κατώτερο όριο ταχύτητας, το τοπίο εναλλάσσεται, πάνω σε ένα μοτίβο όμως, στον ορίζοντα ξεκόβονται καπνίζοντα φουγάρα γιγάντιων βιομηχανιών και καμπαναριά εκκλησιών, αλλάζεις πόλη χωρίς να το καταλάβεις. «Γκρίζα ταινία, λευκές λωρίδες, πράσινο πλαίσιο». Σαν εξώφυλλο δίσκου δεν είναι;

Όψη δεύτερη: οι ποταμοί. Ο Duessel που δίνει το όνομα και ο Ρήνος που δίνει τη ζωή και το χρήμα. Κυλάει μαύρος και μολυσμένος, αρτηρία και φλέβα ταυτόχρονα. Το νερό που κυλάει… Ροή… Μονοτονία, φαινομενική επανάληψη, αλλά το ποτάμι δεν είναι ποτέ το ίδιο. Το’ πε και ένας Ηράκλειτος κάποτε. Ένα παιδί κάθεται και παρακολουθεί από την όχθη. Πολλά χρόνια αργότερα θα πει ότι η μουσική του θα ήταν πολύ διαφορετική αν δεν έμενε δίπλα στο ποτάμι. Τον λένε Michael Rother.

Όψη τρίτη: η νεανική μεγαλούπολη.. Ο αέρας της πόλης απελευθερώνει ιδέες και αναστολές και νοοτροπίες. Η ηδονική νύχτα κατεβαίνει στα κλαμπς και η μοντέρνα αρχιτεκτονική με τα αλά-Gaudi κτίρια φτιάχνει το σκηνικό. Αυτά τα κτίρια μοιάζουν σα να θέλουν να τρέξουν. Στατική δυναμική, ακινητοποιημένη ροή…

Κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει η δισκοκριτική τούτη, τουλάχιστον για τους πιο υποψιασμένους (ουκ ολίγοι πια, το kraut και στη χώρα μας ακόμη είναι μια δεσπόζουσα επιρροή για ένα σημαντικό κομμάτι του εναλλακτικού underground). Οι Stabil Elite, με καθαρές προθέσεις και ακόμη πιο ξεκάθαρα έργα, δρώντας σαν ένα είδος …ντισελντορφίστας, τιμούν την πόλη τους και συνοψίζουν στο δίσκο αυτό τη μουσική της παράδοση, της μοντέρνας εποχής τουλάχιστον.

Λέξη-κλειδί και στις τρεις όψεις, αν παρατηρήσατε, η ροή. Κάποιοι τη βάφτισαν motorik τονίζοντας την ανθρωπο(μηχανο)κεντρική της διάσταση. Kraftwerk και Neu είναι λοιπόν η αρχή του νήματος. Δεν σταματούν όμως εδώ. Κι αν το «Hydravion» στέκεται επάξια δίπλα σε ένα «Isi», αν το «Aether» θα μπορούσε να είναι η καλύτερη στιγμή των La Duesseldorf, οι Stabil Elite τιμούν και την ευρύτερη κληρονομιά της περιοχής, φτάνουν ως τους ανάλαφρα ρυθμικούς post-punk Fehlfarben (κάπου πήρε το μάτι μου ότι επανεκδίδονται αυτές τις μέρες οι δίσκοι τους), ακόμη και σε πιο ελάσσονες εκτός των γερμανικών συνόρων, το τελευταίο κομμάτι είναι προφανώς αναφορά στο χιτ «Dreiklangdimensionen» των Rheingold. Κοντολογίς, το «Douze Pouze» Θα μπορούσε να είναι κι ένας μουσικός τουριστικός οδηγός σε συσκευασία ενός καλαίσθητου διπλού βινυλίου.

Μήπως όλα αυτά όμως σημαίνουν ότι οι Stabil Elite είναι ένα είδος …μηρυκαστικού tribute συγκροτήματος; Επιφανειακή διαπίστωση φρονώ, με αυτή άλλωστε θα ξεμπερδεύαμε αβασάνιστα με το μεγαλύτερο ποσοστό της σύγχρονης παραγωγής, η οποία έχει πια να κάνει περισσότερο με τη διαχείριση ενός ολοένα και πιο διαθέσιμου και προσβάσιμου παρελθόντος. Μια συγκριτική ακρόαση είναι πάντοτε χρήσιμη αλλά δεν πρέπει να είναι περιοριστική. Και οι Stabil Elite μοιάζουν με όλα τα ονόματα που προαναφέρθηκαν, με πολλούς επιγόνους τους (Daft Punk ας πούμε), αλλά με κανένα από αυτά αποκλειστικά. Χρησιμοποιώντας δε μια πλειάδα οργάνων από αναλογικά σύνθια και μπάσο έως ξυλόφωνα και ξύλινα κρουστά καταθέτουν ένα μεθοδικό ολοκληρωμένο έργο το οποίο διατηρεί απόσταση ασφαλείας από την τυποποίηση.

Ένα μικρό πετραδάκι πάνω στο ογκόλιθο του παρελθόντος. Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι – τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα» κατά το ποίημα του Καβάφη. Έτσι μόνο χτίζεται, κρατιέται ζωντανή, εμπεδώνεται αλλά και διαιωνίζεται μια παράδοση…

8

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Heretology – Vol. 16

Heretology

– Στο περίφημο «Through the looking glass» o αινιγματικός Humpty Dumpty κουβεντιάζει με τη μικρή Αλίκη προβλήματα …γλωσσολογίας και σημειωτικής. Παιδί-θαύμα η Αλίκη ή παραμυθένια αδεία δεν έχει σημασία, ο διάλογος πάντως εκτυλίσσεται ως εξής: «Οι λέξεις σημαίνουν ότι θέλει ο καθένας» για να απαντήσει η μικρή «το ζήτημα είναι αν μπορείς να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα». Ο Humpty θέλει να έχει όμως τον τελευταίο λόγο: «Το ζήτημα είναι ποιος είναι το αφεντικό, αυτό είναι όλο». Η Αλίκη σιωπά…- Είναι γνωστό από τα πολύ παλιά ότι η κάθε εξουσία δημιουργεί το δικό της λεξιλόγιο και συντακτικό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην κατεστημένη πολιτική εξουσία, το φαινόμενο επεκτείνεται σε κάθε είδους μικρόκοσμο ο οποίος χρησιμοποιεί τη γλώσσα όχι μόνο ως μέσο επικοινωνίας αλλά και ως τρόπο χάραξης διαχωριστικών (ενίοτε και αποκλειστικών) ορίων του «εμείς» από τους «άλλους» (ας μην πάμε μακριά, δείτε την κάστα τη δική μας, αυτή των μουσικοκριτικών).

– Στο πολιτικοκοινωνικό βέβαια επίπεδο εκείνοι που διέπρεψαν και εξακολουθούν να διαπρέπουν σε αυτό το γήπεδο είναι οι εκάστοτε ολοκληρωτισμοί. Εκείνοι που έφτασαν αυτή την τέχνη στο απόγειο της ήταν οι γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές (για να μην ξεχνάμε και τι σημαίνει «ναζί»), τα διδάγματα των οποίων έχουν υιοθετηθεί ενθουσιωδώς στη σύγχρονη πολιτική προπαγάνδα απ’ άκρου εις άκρον του φάσματος. Έτσι, για παράδειγμα, τα κομματικά έγγραφα του NSDAP ήταν σχεδόν ερμητικά ακατανόητα σε κάποιον μη-μυημένο, αποτέλεσμα όχι μόνο μιας ευφάνταστης νεο-λεξιπλασίας αλλά και μέσω της διεστραμμένης χρήσης υπαρχουσών λέξεων (αναλογιστείτε τώρα γιατί η νομοθεσία του κράτους είναι πάντοτε γραμμένη σε στραμπουλιγμένη ακατανόητη γλώσσα η οποία απέχει έτη φωτός από την καθομιλουμένη). Πολύ πριν η πολεμική εισβολή βαφτιστεί «ειρηνευτική επέμβαση», οι ναζί ήδη μιλούσαν για «τελική λύση».

– Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, οι λέξεις καταντούν «πουκάμισα αδειανά», κενά κελύφη που νοηματοδοτούνται σχεδόν κατά βούληση. Για να το συμπυκνώσω: γίνονται σύμβολα. Από μικρός παρακολουθώ και στα δικά μας λέξεις να έρχονται και να επανέρχονται στη μόδα, να ευδοκιμούν, να προκαλούν έριδες και ομηρικές συγκρούσεις, να καθορίζουν στρατόπεδα και ύστερα να χάνονται στη λήθη. Το «τέλος της ιστορίας», η «αλλαγή», η «κάθαρση», ο «εκσυγχρονισμός». Και ούτω καθεξής…

– Σήμερα ζούμε στον αστερισμό του Μνημονίου. Δεν έχει τόση σημασία τι είναι τούτο το μνημόνιο (λέξη εξωτική, λόγια και εκτός λαϊκής χρήσης πριν από λίγα χρόνια). Ούτε καν τι λέει. Κάποιοι ομολόγησαν ότι δεν το διάβασαν πριν το ψηφίσουν, για να δεχθούν μετά τη σφοδρή σκωπτική επίθεση των πολεμίων (οι οποίοι επίσης πολλοί αμφιβάλλω αν και αυτοί μπήκαν στον κόπο). Είπαμε όμως: δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει με ποιους είσαι: υπέρ ή κατά, με Εμάς ή με Αυτούς.

– Έτσι είναι όμως. Με διλήμματα έχουμε εκπαιδευτεί να σκεφτόμαστε εξ απαλών ονύχων: …στήθος ή μπούτι, κιθαρίστας ή ντράμερ, αρετή ή κακία κοκ (είναι φορές που νομίζω ότι το δυαδικό σύστημα θα ήταν το ιδανικότερο για τον άνθρωπο και όχι το δεκαδικό -κι ας έχουμε δέκα δάκτυλα). Τα διλήμματα όμως πετσοκόβουν ανελέητα την πραγματικότητα, αποκλείουν εναλλακτικές, στενεύουν τον ορίζοντα και ενίοτε προκαλούν παράλυση μπροστά στην επιτακτική τους τοποθέτηση. Δηλαδή κάτι σαν αυτό που έπαθε ο καημένος ο γαϊδαράκος του Μπουριντάν μπροστά στο δίλημμα «σανός ή νερό»… Ψόφησε…

– Λένε (και ποιος είμαι εγώ που θα διαφωνήσω) ότι ο τρόπος να είσαι ανεπίκαιρος είναι να ακολουθείς την επικαιρότητα. Πόσο μάλλον σε προεκλογικές περιόδους, όπου μια σιωπηρή συμφωνία του τύπου «ας πούμε και μια-δυο μαλακίες παραπάνω» τίθεται σε ισχύ. Οπότε το κείμενο αυτό δεν έχει καμία τέτοια στόχευση, καμία διάθεση πειθούς και κατήχησης, παρά μόνο μαζεύει κάποιες σκόρπιες σκέψεις και απόπειρες κατανόησης (ή και πιο φιλόδοξα, υπέρβασης) της όποιας επικαιρότητας.

– Εκλογές παρακολουθώ από την εποχή όπου τα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν στους δρόμους με κομματικές σημαίες. Βυθίζομαι σε παιδικές καλοκαιριάτικες αναμνήσεις: θυμάμαι αχνιστή άσφαλτο στον δρόμο Τρίπολη-Τολό (μέσω του διαβόητου Κωλοσούρτη), θορυβώδη τζιτζίκια, μυρωδιά διακοπών κι εμένα να μετράω από το πίσω κάθισμα σημαίες ανεμίζουσες στα αυτοκίνητα, σαν ένα είδος άτυπου προεκλογικού γκάλοπ. Πόσα άλλαξαν ε; Σήμερα η μόνη κομματική σημαία που βλέπεις τριγύρω είναι η …ελληνική.

– Έχω επίσης το βίτσιο να παρακολουθώ και την τηλεοπτική τους διάσταση. Μάλιστα ομολογώ, ναι, γενικά μου αρέσει η τηλεόραση. Ξέρω, είναι και λίγο της μόδας να δηλώνεις ότι δεν έχεις καν αυτή τη συσκευή του διαβόλου, έχω και φίλους που το τηρούν εδώ και χρόνια, φρονώ όμως ότι παρά τις πανθομολογούμενες αδυναμίες της (ως μέσο που είναι άλλωστε) μας φέρνει σε επαφή με μια πραγματικότητα η οποία είναι υπαρκτή όσο κι αν θέλουμε να την αγνοούμε. Μέσο προπαγάνδας; Πράγματι, γιατί όχι; Για να κάνουμε όμως μια στάση εδώ: μήπως η «πληροφόρηση» δεν είναι μερικές φορές η προπαγάνδα την οποία προτιμούμε; Το δε διαδίκτυο από την άλλη, παρά την περιλάλητη πολυφωνία του, μήπως τείνουμε να το χρησιμοποιούμε κατά έναν ασφαλή «προστατευμένο» τρόπο, ο οποίος δεν σε εκθέτει στην μη-επιλεγμένη πληροφορία, στην ιδέα με τη οποία διαφωνείς;

– Ανέκαθεν αντιμετώπιζα τις εκλογές ως ένα είδος show, ή θεατρικής παράστασης αν θέλετε. Πόσο μάλλον τώρα όπου λόγω των συνθηκών επικρατεί ένας ευπρόσδεκτος σουρεαλισμός, ο οποίος κάπως αλαφραίνει το βαρύ κλίμα. Γιατί όσο κι αν δηλώνω ότι έχω πάρει το ποπ-κορν μου και περιμένω να δω τι θα απογίνει, είναι αδύνατο να μείνω ανεπηρέαστος από το εμπόριο φόβου και ελπίδας που διακινείται πανταχόθεν. Δεν είναι τυχαίο: φόβος και ελπίδα υπήρξαν εδώ και αιώνες τα πιο μοσχοπουλημένα εμπορεύματα. 2 σε ένα συνήθως, σαν σαμπουάν και conditioner μαζί σε μία συσκευασία. Δεν μπορείς να το αποφύγεις, ίσως μόνο να το διασκεδάσεις…

– Θέατρο λοιπόν… Θέατρο χαρακτήρων μάλιστα, πιο κοντά στην ιταλική commedia dell arte, όπου οι περισσότεροι ρόλοι είναι προκαθορισμένοι και ο θεατής ξέρει εκ των προτέρων τι να περιμένει από τον καθένα. Εν προκειμένω, ξέρεις ας πούμε ότι όταν ο πολιτευτής ξεκινάει με την διαβεβαίωση «θα σας απαντήσω», η απάντηση είναι κάτι σαν τον Γκοντό στο γνωστό θεατρικό: δεν έρχεται ποτέ. Το «εγώ δεν σας διέκοψα» σπεκουλάρει στη μνήμη χρυσόψαρου των θεατών, το «αφήστε με να ολοκληρώσω» ιδωμένο ως σεξουαλικό υπονοούμενο αποκτά μια άλλη λίαν ιδιαίτερη διάσταση.

– Κάποτε ευρισκόμενος στην μάλλον δυσάρεστη θέση εκείνου που του ανακοινώνεται άσπλαχνα «χωρίζουμε», αντέδρασα μεταξύ άλλων με την «δολοφονική» ατάκα: «υπάρχει άλλος;». Νομίζω (ή θέλω να νομίζω) ότι συναισθάνθηκα γρήγορα το γελοίον της κατάστασης, της ενστικτώδους αναπαραγωγής στερεότυπων συμπεριφορών κι εκφράσεων κοπιαρισμένων από κακό σινεμά και τηλεόραση (η βαρυτική δύναμη της κοινοτοπίας έχει ισχύ …μαύρης τρύπας). Αναρωτιέμαι όμως αν οι όχι και τόσο πονηροί πολιτευτάδες συναισθάνονται τη γελοιότητα απαντήσεων του τύπου «δεν απαντώ σε υποθετικές ερωτήσεις», λες και η πολιτική δεν είναι (και) η διαχείριση σεναρίων, υποθέσεων και θεωριών. Ή όταν μεγαλόστομα (εικάζω μαζί με μικρές μπιλίτσιες σάλιου) δηλώνουν το ηρωικό «όλοι φταίμε» (που σε δεύτερο επίπεδο μεταφράζεται ως «κανείς δεν φταίει»).

– Μια αλλαγή στο σκηνικό όμως μπορώ να την καταγράψω. Παρατηρώ ότι μου παίρνει σημαντικά περισσότερο χρόνο να ταυτοποιήσω κομματικά κάποιον ομιλητή (εάν φυσικά δεν τον γνωρίζω). Μια ένδειξη νομίζω ενός γενικότερου ιδεολογικού τουρλού, σε μια εποχή όπου τα κομματικά μαντριά δεν είναι πια τόσο καλά περιφραγμένα όπως παλιότερα. Οι δε 400.000 που αποτελούν τη …μεραρχία της Χρυσής Αυγής δεν φύτρωσαν με παρθενογένεση στο κενό, οι ιδέες τους σταβλίζονταν και επωάζονταν στα κατεστημένα κόμματα για χρόνια (οι περίφημοι «»εγώ δεν είμαι ρατσιστής αλλά…»), είναι παιδιά της γελοίας ελληνικής αστικής τάξης η οποία βρέθηκε κατευθείαν από τη στάνη στο σαλόνι, χωρίς να αφήσει πίσω την κτηνώδη αμορφωσιά και τον παραδοσιακό μισογυνισμό της. Η απογοήτευση των μοσχαναθρεμμένων τέκνων της, τα οδήγησε να ανοίξουν τρύπες στην περίφραξη και να αναζητήσουν το «real thing», σε όλη την απροκάλυπτα κάφρικη μορφή της. Ένα ιδιότυπο …outing θα μπορούσαμε να πούμε.

– Από την άλλη έχουμε διασπάσεις επί διασπάσεων, ασκήσεις …πυρηνικής φυσικής ακόμη και σε υπεράνω υποψίας χώρους, κόμματα που ιδρύονται υπέρ των …συνεργασιών μετά από διάσπαση με τους πρώην συντρόφους και μέλλοντες συνεργάτες, και φυσικά άφθονο φανατισμό από τους ανανήψαντες. Ο νεοφώτιστος είναι πάντοτε πιο ένθερμος σε σχέση με τον παλιό και έχει πολύ περισσότερα να αποδείξει. Οι χειρότεροι βασανιστές της χούντας υπήρξαν «μετανοημένοι» εξόριστοι.

– Ο νόμος ο οποίος περιορίζει τις εμφανίσεις των πρωτοκλασάτων στελεχών έχει φέρει στην επιφάνεια όλη την τραγωδία (ή κωμωδία) της δεύτερης και τρίτης κομματικής σειράς, εκείνης που περιμένει με το σπαθί στο χέρι να εφορμήσει και να καταλάβει θέσεις του κράτους λιγότερο προβεβλημένες (και εκτεθειμένες) αλλά πολύ πιο προσοδοφόρες από τις υπουργικές. Σαν παιδάκια του νηπιαγωγείου που έχουν αποστηθίσει αβέβαια το ποίημα τους, κορδώνονται αυτάρεσκα στην κάμερα και ψελλίζουν το κομματικό ποίημα με γλώσσα πιο ξύλινη από το …ξύλο. Όσο για το χιούμορ, δεν έχω αποφασίσει ακόμη τι είναι χειρότερο: η παντελής έλλειψη του ή η εκβιασμένη απόπειρά του από κάποιον που εμφανώς δεν «το έχει»;

-Η αισθητική είναι πολιτική, ενίοτε και το αντίθετο.

– Η θέση του θύματος είναι ενίοτε ζηλευτή. Μπορείς να γίνεις ακόμη και ο πιο αδίσταχτος θύτης για να την κατακτήσεις.

– Αυτό που είναι πιο τρομακτικό είναι ότι τριγύρω πληθαίνουν οι απαντήσεις με τελείες, αυτές που δεν αφήνουν ανοιχτή την πόρτα σε κανένα ερωτηματικό αμφιβολίας να παρεισφρήσει.

– Το έχω θέσει και παλιότερα σαν ζήτημα, αλλά απάντηση πειστική δεν έχω πάρει (στην πραγματικότητα δεν έχω πάρει καμία απάντηση). Πως γίνεται τη στιγμή που η στυγνή τεχνοκρατική, ορθολογιστική (συνεχίστε κατά βούληση τα στερεότυπα επίθετα) Επιστήμη έχει αφήσει εδώ και δεκαετίες πίσω της τη μηχανιστική αντίληψη ενός κόσμου ο οποίος λειτουργεί κατανοητά και προβλέψιμα σαν ένα ελβετικό ρολόι και έχει εισαγάγει στο λεξιλόγιο της έννοιες-ταμπού όπως η αβεβαιότητα, η πιθανοκρατία, η σχετικότητα, το χάος, τη στιγμή που η ίδια αυτή Επιστήμη διδάσκει την ταπεινότητα, την αμφιβολία, τη δυνατότητα απόρριψης εκατομμυρίων επιβεβαιωτικών πειραμάτων από ένα και μόνο αρνητικό, η βεβαιότητα, ο ντετερμινισμός, το Απόλυτο να έχουν μπει στο προσκήνιο από την πίσω πόρτα των πολιτικών, οικονομικών ακόμη και κοινωνικών «επιστημών»;

– Έτσι με βεβαιότητα βιβλικού προφήτη και ψευδοεπιστημονική επικάλυψη («δεν είναι σοκολάτα») προαναγγέλλονται συμφορές, λιμοί και καταποντισμοί με ακρίβεια σεληνιακών εκλείψεων. Όσο δε η τάση αυτή παραμένει στα καφενεία και τις ταβέρνες όπου άνθρωποι που μέχρι πριν από 2 χρόνια δεν γνωρίζαμε τη διαφορά του τόκου από το επιτόκιο χαράζουμε παγκόσμιες στρατηγικές, έχει καλώς. Ζήτημα ανακύπτει όταν αυτή η νοοτροπία γίνεται πολιτική εφαρμογή. Γιατί ο «μαύρος» κύκνος είναι πάντοτε εδώ, κι ας κάνουμε ότι τον αγνοούμε…

– Αν απορείτε για το ποιος είναι αυτός ο εξωτικός μαύρος κύκνος: το γεγονός ότι οι άνθρωποι σπάνια λειτουργούν με ορθολογισμό. Ίσως εκ των υστέρων μόνο να προσπαθούν να δικαιολογήσουν (το βαφτίζουν αιτιολογήσουν) τις πράξεις τους. Και προσοχή, δεν πρόκειται για θέμα βούλησης ούτε ικανότητας ούτε ψευδεπίγραφου διλημματικού διαχωρισμού μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Ακόμη κι αν μπορούσαμε να τροφοδοτήσουμε με όλα τα δεδομένα τον μεγαλύτερο, πιο γρήγορο, πιο σουπερ-ντούπερ-χάι-κλας άι-υπολογιστή, θα ήταν αδύνατη μια «ορθολογική» πρόβλεψη. Πέρα από το προφανές ότι ο ορθολογισμός του ενός ανθρώπου είναι ο παραλογισμός του άλλου, πέρα από το γεγονός ότι οι παράμετροι του προβλήματος είναι άπειρες και ανεξέλεγκτες, υπάρχει και ο νόμος των ακούσιων συνεπειών: η κάθε πράξη μπορεί να έχει επιδράσεις οι οποίες είναι όχι μόνο απρόβλεπτες αλλά ακόμη και ανεπιθύμητες από το δρων υποκείμενο. Η ιστορία είναι γεμάτη από ανάλογα παραδείγματα. Και η ζωή του καθενός θα συμπλήρωνα…

– Στα πλαίσια αυτά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η ιδεολογική συνέπεια είναι μια εξ ορισμού αρετή, η οποία πρέπει μάλιστα να επιδεικνύεται με υπερηφάνεια. Ειδικά σε εποχές όπου όλα τριγύρω αλλάζουν, τα τείχη γκρεμίζονται και τα δεδομένα δεν είναι πια τόσο …δεδομένα. Γι’ αυτό έχω πολλές φορές έχω την εντύπωση ότι η πολιτική καταντά μια προσπάθεια προσαρμογής ιδεολογικών κοστουμιών στην πραγματικότητα και όχι το ιδεατό αντίθετο.

– Έτσι κι αλλιώς, η πραγματικότητα είναι όσο χαοτική και τόσο πολυποίκιλη, σαν ένα ενυδρείο όπου ο καθένας μπορεί να ψαρέψει το ψάρι που τον βολεύει, να βρει ένα επιχείρημα να στηρίξει την άποψη του, όποια κι αν είναι αυτή, όσο και εξεζητημένη. Όποιος ψάχνει βρίσκει λέει ο (όχι πάντα) σοφός λαός.

– Ίσως τελικά το μεγάλο πρόβλημα του ανθρώπου είναι η προσδοκία ότι υπάρχουν λύσεις στα προβλήματά του. Γι’ αυτό άλλωστε είναι και ευάλωτος σε υποσχέσεις ουτοπιών και παραδείσων και σε όνειρα επαναστάσεων που με λίγες δραστικές κινήσεις θα αλλάξουν τον κόσμο. Ένας άλλος κόσμος είναι πράγματι εφικτός, μέσα όμως από μια καθημερινή μάχη, με συνεχή βασανιστικές δοκιμές και απορρίψεις («trial & error»), όχι με τη βίαιη επιβολή ιδεολογικών (θρησκευτικών;) κουστουμιών, χωρίς την παρέμβαση των περίφημων Μεγάλων Ηγετών, των Σωτήρων, των Μεσσιών… Αλίμονο σε όσους τους χρειάζονται, είχε πει πάλι ένας σοφός και ποιος είμαι εγώ για να διαφωνήσω;

15/06/2012

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Liebe – Somewhere in time (Undo)

1. The Party
2. Somebody told you
3. Open your eyes
4. Strangers
5. River flows
6. The end of the world
7. New York
8. Stay up
9. Somewhere in time
10. Another story
11. Until down
12. Flaming nights
13. Go

Πότε θα ξεμπλέξουμε με τα 80s; Το ίδιο ερώτημα έχει επανέλθει ξανά και ξανά και πάλι ξανά σε μουσικοκριτικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις εδώ και χρόνια. Από τότε (τέλη 90s δεν ήταν;) που κάποιοι τόλμησαν να κοιτάξουν πίσω και με ελαφριά ενοχή να αναζητήσουν έμπνευση (και μίμηση ασφαλώς) στους ήχους της «καταραμένης» δεκαετίας, έχει περάσει τόσος καιρός πια που η μομφή για παροδική μόδα έχει πλέον απολέσει κάθε νομιμοποιητική βάση.

Δεν είναι εδώ ο κατάλληλα επαρκής χώρος για να ερμηνεύσουμε αναλυτικά το φαινόμενο, αλλά ας σημειώσουμε ότι φαίνεται να είναι κάτι το οποίο υπερβαίνει την απλή εξιδανικευτική νοσταλγία αλλά και τη διάθεση ετεροχρονισμένης «εκδίκησης» μιας γενιάς η οποία έφτιαχνε (και άκουγε) τις μουσικές της κάτω από τα καταφρονητικά βλέμματα των αμείλικτων εκδρομέων του ’60. Τα 80s είναι εδώ, και θα είναι για καιρό ακόμη, οι μουσικές τους συνεχίζουν να εμπνέουν, η δε ηλεκτρονική ποπ η οποία και διαμορφώθηκε ουσιαστικά τα χρόνια εκείνα, πλέον αρχίζει να τυποποιείται σε μια διαχρονικότητα ανάλογη εκείνης της κιθαριστικής folk.

Από αυτές τις πηγές εμπνέονται και οι Liebe (δεν το κρύβουν άλλωστε), το δίδυμο του Γιώργου Μπέγκα και του Δήμου Ζαχαριάδη από την Θεσσαλονίκη, στην δεύτερη αυτή δισκογραφική τους απόπειρα στην φιλόξενα ταιριαστή Undo. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δε, όταν εννοούμε 80s δεν αναφερόμαστε ασφαλώς στα βαριά και ασήκωτα μουντρούχικα μπάσα του post punk αλλά σε εκείνη την ηλεκτρονική ποπ, τη γυαλιστερή με τις απαλές καμπύλες (χωρίς δηλαδή τις αιχμηρές κυματομορφές του minimal wave), εκείνη που καθόρισαν οι Soft Cell, που αποθέωσαν οι Pet Shop Boys και οι A-ha και που ευτέλισαν οι Stock Aitken & Waterman. Θέλετε να την πούμε mainstream; Γιατί όχι; Ήταν η ποπ που ανέβαινε στα τσαρτς τότε, ενοχοποιημένη και μόνο γι’ αυτό το λόγο, χρειάστηκε δε να μεσολαβήσει η απόσταση του χρόνου για να απομακρυνθούν οι παρωπίδες…

Σε μια πρώτη παρατήρηση, εύκολα σημειώνεται το σημαντικό βήμα εξέλιξης που έχει πραγματοποιήσει το συγκρότημα, τόσο από άποψη δουλειάς στην παραγωγή όσο και στον πυρήνα των ίδιων των κομματιών. Το αποτέλεσμα ακούγεται και με …γυμνό αυτί (κάτι που δεν συνέβαινε στο «Club Royal»), όπου πέρα από τα προφανή ανακαλύπτουμε και απόηχους από Gazebo και Depeche («Somewhere in time»), ακόμη και από Michel Cretu (γιατί όχι;) ενώ τα διακριτικά δάχτυλα της παραγωγής προσθέτους εδώ κι εκεί κάποιες πιο … club tropicana πινελιές και διακριτικές electro παρεμβάσεις.

Μια αίσθηση νυχτερινή αφήνει το «Somewhere in time» μετά την ακρόαση, μιας νύχτας όμως … φωτεινής, μακριά από σκοτεινά επικίνδυνα καταγώγια, εξωστρεφούς, ερωτικά ανέμελης, καλοντυμένης και χαλαρής (χίψτερ θέλετε; ΟΚ, το αφήνω). Γενικά ο δίσκος ρέει στρωτά, η πειστική, κάπως φλεγματική ερμηνεία του Μπέγκα υπηρετεί ορθά τα κομμάτια και για έναν δίσκο ο οποίος θέλει να μετέχει της «αγγλικής μουσικής παιδείας» (παρά το γερμανόφωνο όνομα) ευτυχώς σε τίποτε δεν θυμίζει Ελλάδα.

Βγαίνοντας μετά στο δρόμο έπιασα τον εαυτό μου να σιγομουρμουρίζω τη μελωδία του «Somebody told you» (το είχα πάθει και προ μηνός και με το «Strangers») και αναλογίστηκα ότι αυτός ίσως είναι ο ακριβέστερος ορισμός της ποπ. Τα τραγούδια είναι που μένουν στο τέλος, το single ή το κατεβασμένο mp3 αν προτιμάτε, για τα LP ως φόρμα λίγα είναι τα ψωμιά στον ποπ κόσμο…

Κατά συνέπεια δεν θα αναζητήσω βάθος και δεύτερες αναγνώσεις σε έναν δίσκο ο οποίος είναι ευπρόσδεκτα επιφανειακός, χωρίς να θέλει να παραστήσει κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Κι αν έχει και αρκετές λιγότερο εμπνευσμένες στιγμές, και τι έγινε στην τελική; Σάμπως θυμόσαστε από το «Hunting high low» κάτι πέρα από τα 3 μεγάλα single του;

7

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Κωνσταντίνος Βήτα – Χρυσαλλίδα (Inner Ear)

1. Η ώρα
2. Χρυσαλλίδα
3. Η ωραία Ελένη
4. Ανεμόσκαλα
5. Βασικό ένστικτο
6. Το τζιτζίκι
7. Είσοδος
8. Το πάρτυ
9. Νταίζη
10. Ένα λεπτό
11. Δύση
12. Όλες αυτές τις νύχτες
13. Η προσφορά της χήρας

Στη (μάταιη;) προσπάθεια τους να μεταφέρουν σε λόγια τη μουσική εμπειρία, οι μουσικοκριτικοί (και όχι μόνο) καταφεύγουν σε διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς (προσοχή, στο μέρος του λόγου αναφέρομαι). Το ενδιαφέρον είναι, ότι παρόλο που οι περισσότεροι από αυτούς έχουν παγιωθεί (ίσως και αποστεωθεί) νοηματικά από την επανειλημμένη χρήση, συνήθως ενέχουν και μία δεύτερη όψη, ανάλογα με την οπτική σκοπιά (κάποιοι ίσως θα το πούνε υποτιμητικά σχετικισμό, αλλά έτσι είναι η ζωή, το Απόλυτο έχει προ πολλού πεθάνει). Παραδείγματος χάριν: «Ταξιδιάρικος». Θετική έννοια, αλλά υποκρύπτει μέσα της και τη μονοτονία (σε πόσα ταξίδια δεν παρακαλάς να φτάσεις «επιτέλους» στον προορισμό;). «Εύπεπτος» ή «ανάλαφρος»: Επίσης θετική έννοια αν και, ειδικά στη χώρα μας όπου η υψηλή τέχνη έχει γενικώς ταυτιστεί με τη δυσπεψία και την μουρτζουφλίαση, συχνότερα αποκτά αρνητική βαρύτητα. «Ομοιογενής»: εδώ μπορεί να εννοείται η συνεκτικότητα και η καλή δόμηση του καλλιτεχνικού οράματος, αλλά μπορεί και να υπονοείται έλλειψη φαντασίας και επίπεδο, χωρίς εξάρσεις αποτέλεσμα.

Στη νέα, έβδομη πλέον κατά σειρά δισκογραφική δουλειά του Κ. Βήτα, θα προσιδίαζαν κατά κάποιο τρόπο όλα τα επίθετα που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή. Από εδώ και πέρα είναι δουλειά του ακροατή να προχωρήσει στη δική του νοηματοδότηση, να μπει το προσωπικό γούστο και να τελειώσει η ιστορία, μιας που ως γνωστόν, στην τέχνη δεν μπορείς να πείσεις κανέναν για οτιδήποτε. Τότε προς τι το γράψιμο και το ξόδεμα; Ίσως γιατί ο σκοπός δεν είναι να πείσεις, αλλά να συναντηθείς… Κάπου…

Για μένα, είναι νομίζω αρκετά ξεκάθαρο τι θέλει να κάνει ο Βήτα με την «Χρυσαλλίδα» του, ακόμη κι αν δεν έχει διαβάσει κάποιος τα επεξηγηματικά λεγόμενά του. Και είναι κάτι ευρύτερο από το να πάει απλά και μόνο κόντρα στη συννεφιά των καιρών (αλλά και στην προαιώνια σοβαροφάνεια η οποία πλήττει «απ’ ανέκαθεν» -που λέει και ο Ελύτης- την ελληνική μουσική), και να φτιάξει έναν ανάλαφρο και αισιόδοξο ντίσκο-ποπ δίσκο (δύο λίαν καταφρονεμένοι κατά καιρούς όροι). Είναι κάτι που μου θυμίζει κάπως αυτό που έκαναν η Miss Kittin με τον Hacker στον πρώτο τους δίσκο. Η «αποδοκιμασία της υλιστικής κουλτούρας», όπως λέει κι ο ίδιος, υλοποιούμενη μέσα από μια αισθητική, ηλεκτρονική κατά βάση, η οποία παραπέμπει σε εκείνο τον κόσμο νεοπλουτίστικης ξιπασιάς των glossy περιοδικών και των όλο glamour πάρτυ, ενός πλανήτη-χάππυ ο οποίος μοιάζει πλέον τόσο μα τόσο μακρινός. Σχεδόν ρετρό… Όσο και το αισθητικά ταιριαστό εξώφυλλο (σαν να βγήκε από τους καταλόγους της Elephant ή της Siesta). Μια άσκηση κριτικής λοιπόν με τα ίδια τα όπλα του «εχθρού», ήτοι με έναν εύκολο (θεωρητικά!) ήχο, φιλικό στο αυτί, ηδονικό, cool. Μια επικίνδυνη άσκηση όπως και να ‘χει…

Καλές, έως και εξαιρετικές λοιπόν οι προθέσεις, αλλά δυστυχώς το αισθητικό αποτέλεσμα δεν στέκει στο ανάλογο ύψος. Η κύρια αστοχία του εγχειρήματος έγκειται στο ότι αυτή η ενίοτε μαγική αλληλεπίδραση ήχου και λόγου, εδώ δεν συντελείται. Ο στίχος μοιάζει αμήχανος, αναζητά αλλά χάνει πολλές φορές τα πατήματά του στη μελωδία και περιπλανάται ανεξάρτητος. Οι δε λέξεις, οι οποίες ήταν ανέκαθεν η δύναμη του Βήτα, με αυτή την ιδιότυπη μελαγχολία και τις σκληρές γωνίες, δεν επιτυγχάνουν τη συγκινησιακή υπέρβαση. Κι ας υπάρχουν και κάποια σκόρπια ατόφια πετράδια. Σαν εκεί που λέει «λυπάμαι που δεν σ’ ήξερα όταν ζούσα τη ζωή μου»…

Γενικά ο δίσκος κυλάει σε ένα συνθετικό επίπεδο μιας 80s ποπ νωχελικότητας …χυμένης σε έναν καναπέ, ο ρυθμός δεν πατάει ποτέ το γκάζι, από ένα σημείο και μετά γίνεται πλήρως προβλέψιμος, καμία έκπληξη δεν ελλοχεύει στη γωνία. Η επιστροφή του Κ.Β. στην τραγουδοποιία δεν σηματοδοτείται με αξιομνημόνευτα τραγούδια, με εξαίρεση ίσως το «Τζιτζίκι» και το «Πάρτυ», ειδικά το δεύτερο, μια εκτελεστικά ολοκληρωμένη και σαρκαστικά εύστοχη αποτύπωση της ανίας σε ένα από «εκείνα» τα περίφημα κοσμικά πάρτυ.

Είναι σαφής η προσπάθεια απαγκίστρωσης από το παρελθόν, από την ακουστική εσωστρέφεια των τελευταίων ετών. Δεν πετυχαίνει πάντα με την πρώτη, ακόμη και για έναν μουσικό, ο οποίος μπορεί μεν να μην είναι η έντονα χαρισματική προσωπικότητα, κουβαλάει όμως ένα καλλιτεχνικό ήθος που τον κάνει συμπαθή, ακόμη και σε ένα πείραμα το οποίο δεν στέφεται με επιτυχία. Αν και όπως λέμε στην επιστήμη, ένα πείραμα είναι πάντοτε …επιτυχημένο ακόμη και μέσα στην αποτυχία του, γιατί με αυτό τον τρόπο σου υποδεικνύει πιθανές μελλοντικές αναθεωρήσεις και δυνητικούς νέους δρόμους. Προς το παρόν, δεν χάνουμε εμπιστοσύνη, κι αν τούτη τη φορά η χρυσαλλίδα δεν εξελίχθηκε σε πεταλούδα, εμείς θα περιμένουμε…

6

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr