Monthly Archives: Ιουλίου 2011

Jean Claude Izzo – Η τριλογία της Μασσαλίας

Ιζζό: Η τριλογία της Μασσαλίας

Η τριλογία

Ζαν-Κλωντ Ιζζό
Η τριλογία της Μασσαλίας (Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας – Το τσούρμο – Solea)
(ΠΟΛΙΣ)

Σε μια πρόσφατη βόλτα στα βιβλιοπωλεία, μία από τις ανεκτίμητες πολυτέλειες (ακόμη) της κρίσης, βρέθηκα να κρατάω στο χέρι αυτή την επίτομη έκδοση της «Τριλογίας της Μασσαλίας». Για χρόνια βρισκόταν ανεξήγητα εκτός κυκλοφορίας, χάρηκα πολύ και με το ζόρι αντιστάθηκα να την ξαναγοράσω. Δεν το έκανα. Μήπως άλλωστε δε λέγεται ότι τα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι βιβλία της μίας χρήσης, της εφ άπαξ ανάγνωσης; Υπάρχει μήπως κάποιος λόγος να κατέβει το βιβλίο από το σκονισμένο ψηλό του ράφι από τη στιγμή που έχει αποκαλυφθεί η πλοκή και ξεσκεπαστεί ο δολοφόνος; Κανένας, εκτός εάν μιλάμε για λίγες μετρημένες ιδιαίτερες εξαιρέσεις: τον τεράστιο Σιμενόν και τον Ζαν Κλοντ Ιζζό.

Δεν έχω πολλά να προσθέσω σε όσα είχε γράψει πριν από 8 χρόνια ο Δημήτρης Κάζης. Ξεφυλλίζω τα μαυρισμένα από τη χρήση βιβλιαράκια. Θυμάμαι αναγνώσεις που τελείωναν με ένα ποτήρι κι ένα σταχτοδοχείο γεμάτο (κι ας μην καπνίζω!). Μικρές μουτζούρες σημαδεύουν φράσεις-αποσκευές για τη ζωή. «Αλήθεια δεν υπάρχει, μόνο ιστορίες»

Σιγά-σιγά επανέρχονται και τα ονόματα. Ο Μοντάλ, η «μυθική Λολ», η Ναϊμά, ο Μουράντ, ο Ουγκό και ο Μανού, φυσικά ο Φονφόν και η Ονορίν. Και η πόλη… Μασσαλία. Η τριλογία ανιχνεύει την ψυχή της πόλης με τον τρόπο που μόνο ένας μυθιστοριογράφος μπορεί. Κι ας μην είναι η Μασσαλία πόλη για τουρίστες παρά μόνο για μετανάστες, «η πρώτη πόλη του τρίτου κόσμου». Έχω έναν φίλο πoυ πήγε στη Μασσαλία με τον Ιζζό στο χέρι…

Κάποτε θελήσαμε να διοργανώσουμε με μια ομάδα μια βραδιά αφιερωμένη στον Ιζζό. Θα βάζαμε ένα καζάνι όπου θα έβραζε μια μπουγιαμπέσα πλούσια και πηχτή, το παστίς θα έρεε άφθονο, θα αναζητούσαμε το ταξίδι μέσα από τις γεύσεις και τις μουσικές, από τη δριμεία (σαν …αίμα;) αλμύρα μιας δυνατής αντσουγιάδας μέχρι την απλή και όλο μνήμη θαλπωρή ενός ψωμιού με τριμμένο σκόρδο και ντομάτα. «Έχω ανάγκη να καταβροχθίσω φαγιά, λαχανικά, κρέατα, ψάρια, γλυκά ή λιχουδιές. Να πλημμυρίσω από τις γεύσεις τους. Δεν έχω βρει κάτι καλύτερο να αποκρούσω το θάνατο».

Ο Ζαν Κλοντ Ιζζό πέθανε στις 26 Ιανουαρίου του 2000…

Η βραδιά-αφιέρωμα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

John Maus – We must become the pitiless censors of ourselves (Ribbon)

1. Streetlight
2. Quantum Leap
3. …And The Rain
4. Hey Moon
5. Keep Pushing On
6. The Crucifix
7. Head For The Country
8. Cop Killer
9. Matter Of Fact
10. We Can Breakthrough
11. Believer

Ας μου επιτραπεί η υπερβολή. Νομίζω ότι η ουσία του καινούργιου, τρίτου δισκογραφήματος του John Maus βρίσκεται στον ίδιο του τον …τίτλο. Ο οποίος θα μπορούσε (ή θα έπρεπε υπερθεματίζοντας) να εκληφθεί ως ένα μήνυμα στους συνάδελφους του μουσικούς οι οποίοι παρασυρμένοι από τις ευκολίες της σύγχρονης τεχνολογίας, ίσως κι αγχωμένοι να ταΐσουν ένα διψασμένο για νέο αίμα κοινό το οποίο ξεχνάει γρήγορα τα έργα που άκοπα και ανέξοδα απέκτησε, ενδίδουν στον πειρασμό του σαββοπούλειου «Μην πετάξεις τίποτε» (ποιος αλήθεια άκουσε τον Σαββόπουλο και είδε …προκοπή;). Αποτέλεσμα; Φλύαροι δίσκοι, ξεχειλωμένες ιδέες, ξοδεμένο ταλέντο. Σα να διαθέτεις ένα άριστο αμπέλι, και αντί να το σεβαστείς, επιμένεις να εξαντλείς άπληστα τη στρεμματική του απόδοση για να φτιάξεις στο τέλος ένα κρασί «νερωμένο» και φτωχό.

Για να βγούμε λίγο από τα μουσικά πλαίσια, βάλτε για παράδειγμα τον Καβάφη δίπλα στον Ρίτσο. Ο μονεμβασίτης θα καταλάβει άνετα μια ολόκληρη πτέρυγα της βιβλιοθήκης. Ο αλεξανδρινός ίσα έναν μικρό τόμο στη γωνιά (ακόμη μικρότερο αν αφαιρέσουμε και όσα έφερε στο φως η ανίερη σκαπάνη των κληρονόμων). Κι όμως το τελικό ειδικό βάρος τους είναι αντιστρόφως ανάλογο του …βάρους των έργων τους. Η καλλιτεχνική αξία δεν ήταν ποτέ συνάρτηση ποσοτικών συντελεστών.

Για να επιστρέψουμε στο προκείμενο, ο Maus αποφεύγει τη μομφή της λαϊκής παροιμίας «δάσκαλε που δίδασκες» και υλοποιεί την προτροπή του με εμφατικό τρόπο, καταθέτοντας μέσα σε ελάχιστα παραπάνω από μισή ώρα ένα έργο το οποίο και δικαίως φέρει το χαρακτηρισμό του «δίσκου», νοούμενου ως μια άρρηκτη αισθητική ενότητα και όχι μια απλή συλλογή τραγουδιών για αυτόνομα «κατεβάσματα». Ένα έργο στο οποίο τίποτε δεν περισσεύει και τίποτε δεν λείπει. Και αυτό είναι ένα ασφαλές κριτήριο, είτε μιλάμε για μουσική είτε για ποίηση.
Δεν θα ήταν υπερβολή εάν απέδιδα στην ακαδημαϊκή του κατάρτιση (έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και είναι καθηγητής φιλοσοφίας) το γεγονός ότι το «We must become…» είναι ένας στοχαστικός, τολμώ να πω δοκιμιακός δίσκος, μια σπουδή πάνω στη μνήμη και τους μηχανισμούς διαχείρισης της. Και μάλιστα όχι μόνο σε μουσικό επίπεδο. Εκεί είναι ασφαλώς η αφετηρία. To τέχνασμα δε του Maus είναι τόσο φανερό, τόσο εξόφθαλμα (εξ-ώτια;) προφανές αλλά παρολ’ αυτά τόσο δύσκολο να του αντισταθείς. Αρχικά σου παρέχει μια οικεία βάση, κορφολογεί γνώριμες παραπομπές, κι ενεργοποιεί έτσι το μηχανισμό ανάκτησης της μνήμης, ώστε μετά παραδομένο να σε οδηγήσει ύπουλα και αβίαστα στον κόσμο του. Η μνήμη ως εφαλτήριο και όχι ως βαρίδι. Εύκολη η θεωρητική διατύπωση, δυσκολότατη η πρακτική εφαρμογή…

Προνομιακό του πεδίο είναι τα 80s, όπου τρυγάει από μια έκταση η οποία απλώνεται από τα πομπώδη πλήκτρα του Vangelis και τα «τροπικά» του Jan Hammer έως τα φτηνά της italo disco. Το αποτέλεσμα είναι μεν σε πρώτη ανάγνωση ρετρό, vintage, παλιομοδίτικο ή όπως αλλιώς θέλετε να το αποκαλέσετε, μπορεί να εντάσσεται στο zeitgeist το οποίο προσπαθεί να περιγράψει σημειολογικά στο «Retromania» ο Simon Reynolds, αλλά ταυτόχρονα είναι απολύτως σημερινό με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο. Ο δίσκος αυτός δεν θα μπορούσε να είχε παραχθεί το 1981, ούτε καν το 1991, είναι 2011 μέχρι το κόκαλο στην αντίληψη και την αισθητική του, όσο κι αν εμπεριέχει κομμάτια όπως το απροκάλυπτα σκοτεινό new wave «Quantum leap» (το οποίο θα ταίριαζα π.χ. με το «Euthenics» των Modern Eon) ή το «Cop killer» το οποίο δε θα φάνταζε παράταιρο δίπλα στο Εξπρές του Μεσονυκτίου.

Τελειώνοντας ο δίσκος σε αφήνει με μια αίσθηση μελαγχολίας. Μιας μελαγχολίας η οποία κολλάει απάνω σου σα νυχτερινή βρώμικη υγρασία, ανάμεικτη με καυσαέρια και σκόνη της πόλης, κατάλοιπο μιας περιπλάνησης στους δρόμους μιας χαμένης στη μετάφραση «ξένης» πόλης, όταν δεν σε περιμένει κάτι (κάποιος/α) στο σπίτι… Γιατί η μουσική του Maus είναι πάνω απ’ όλα μια μουσική της πόλης, του άστεως, όχι όμως του «κλεινού» (του ένδοξου δηλαδή) αλλά του καθημερινού, του καταθλιπτικού, του ανιαρού, του υποβαθμισμένου, του συνηθισμένου. Εκεί που η βροχή πέφτει γκρίζα και μολυσμένη. Να όπως τη νιώθεις στο «…and the rain». Η μουσική του Maus δεν μπορεί να ακουστεί στη Φύση, θέλει ανώνυμες γειτονιές εκτός του χάρτη των «οδηγών πόλης», θέλει άσφαλτο να βράζει και ψυχρά φώτα νέον, προβολείς να σπιθίζουν, θέλει σκοτάδι αστικό, κι ερωτικά μελό τραγούδια μέσα από τα χιόνια της τηλεόρασης. Να όπως στο «Believer», με τη φωνή του Maus χαμένη στην ομίχλη του reverb και περασμένη από αναρίθμητα μικροκυκλώματα, να μοιάζει φασματική, σα να έρχεται από κάπου πολύ μακριά, πολύ βαθιά μέσα στο χρόνο. Η πόλη ως μαυσωλείο αναμνήσεων…

Το «We must become the pitiless censors of ourselves» είναι ένας δίσκος-πρότυπο για μια γενιά (παρα)μορφωμένη από την υπερβολική ποσότητα διαθέσιμης μουσική και «δηλητηριασμένη» από την εντροπία της διαθέσιμης μνήμης-πληροφορίας. Και αυτό δεν είναι διόλου υπερβολή…

8.5

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

(Δεν) Νιώθω ενοχές…

Kyriazis

Ξεκίνησα τούτο το αφιέρωμα με ορμητική χαρά και ιοβόλο διάθεση (μιας που ήμουν κι από τους ηθικούς αυτουργούς των όσων «σημείων και τεράτων» θα διαβάσετε) αλλά ξάφνου το χέρι έμεινε μετέωρο πάνω από το πληκτρολόγιο. Μια δεύτερη σκέψη (όπως και μια δεύτερη ματιά!) είναι πάντοτε απαραίτητη. Μην πω και μια τρίτη…

Ανακύψαν Ζήτημα 1ο: τι ακριβώς σημαίνει «ένοχη απόλαυση»; Ζήτημα 2ο: Και ποιος είναι αυτός ο δικαστής ο οποίος αποφαίνεται περί της όποιας ενοχής; Ο εαυτός μας, θα απαντούσαμε αυθόρμητα και αυτάρεσκα. Ποιος εαυτός όμως; Πόσο αδέκαστος και ανεπηρέαστος δικαστής μπορεί να είναι; Αυτός που από τα πιο …μικρά μικράτα του μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον απαγορεύσεων, προκαταλήψεων και ενοχών; Αν για παράδειγμα πιστέψουμε τα θρησκευτικά παραμύθια, ο άνθρωπος είναι σταμπαρισμένος εκ γενετής σαν αγελάδα από το προπατορικό αμάρτημα, και θα πρέπει να περάσει την υπόλοιπη ζωή κοψομεσιαζόμενος σε προσκυνήματα, προσευχές και δωροδοκίες εκλιπαρώντας για συγχώρεση.

Το ίδιο φαινόμενο μπορεί να παρατηρήσει ο καθένας μας στον μικρόκοσμο στον οποίο έχει επιλέξει να διαβιεί, όσο αντισυστημικός ή εναλλακτικός κι αν (δηλώνει ότι) είναι. Θα τολμούσα να πω ότι το φαινόμενο εντείνεται όσο στενότερων οριζόντων είναι ο περίγυρος. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τα εκάστοτε ενοχικά ταμπού λειτουργούν ως συνεκτικός ιστός της κοινότητας, ο κοινός «εχθρός» συσπειρώνει πάντοτε περισσότερο από τον κοινό φίλο.

Μα θα μου πείτε, στην τέχνη, στη μουσική, στους …ανώτερους αυτούς πνευματικούς λειμώνες χωράνε τέτοιες μικροπρεπείς, εξουσιαστικές κατ’ ουσία νοοτροπίες; Παπάρια μάντολες, που λέει και ο Γεωργίου. Απλά αναλογιστείτε ότι δεν έχει υπάρξει κανένα, μα κανένα είδος μουσικής το οποίο κάποια στιγμή στην ιστορία να μην αποτέλεσε …έγκλημα καθοσιώσεως για μια μερίδα ανθρώπων. Η τζαζ και τα μπλουζ ως παρακμιακή τέχνη των Ναζί. Τα δημοτικά τραγούδια ως εκφραστές της χούντας. Η κλασική μουσική στην υπηρεσία των μεγαλοαστών και του χαβιαριού. Ροκ και ναρκωτικά. Rave και ναρκωτικά. Και ο τροχός γυρίζει… Και η ιστορία παίρνει με μοναδικό τρόπο την εκδίκηση της, ξεπερνώντας τις παλιές προκαταλήψεις, αντικαθιστώντας τις με …καινούργιες!
Michel Cretu

Έτσι κάποτε υπήρξε κοινωνική ενοχή και στίγμα το άκουσμα ρεμπέτικων τραγουδιών. Τα χρόνια πέρασαν και σήμερα καλοζωισμένοι φοιτητές τραγουδάνε τα «απαγορευμένα» τραγούδια της Τρούμπας μασουλώντας κακοτηγανισμένους μεζέδες σε στριμωγμένα διασκεδαστήρια. Κάποτε ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε λάθος τόπο και χρόνο μπορούσε κυριολεκτικά να σε οδηγήσει στο σκαμνί του ενόχου. Σήμερα; Αφήστε το καλύτερα… Και αν προσεχώς βρεθείτε σε καμιά…πνευματιστική συνεδρία για ρωτήστε το πνεύμα του David McComb αν θυμάται τα μπουκάλια που είχε φάει όταν τόλμησε να διασκευάσει Madonna σε εκείνο το αλήστου μνήμης φεστιβάλ του Δήμου Αθηναίων. Είμαι δε σίγουρος ότι πολλοί από εκείνους τους λεβέντες σήμερα θαυμάζουν το «success story» της κοντής και θα στήθηκαν στην ουρά για ένα «μαγικό χαρτάκι» της συναυλίας της.

Ο χορός των παραδειγμάτων θα μπορούσε να συνεχιστεί επί μακρόν. Θα ήθελα όμως να προσθέσω και μια σελίδα από το προσωπικό αγαπημένο μου ημερολόγιο, ενθυμούμενος την εποχή που ο μικρός Αντώνης μεγάλωνε σε μια γειτονιά όπου τα πάντα σκίαζε η βαριά Doc Martens του metal. Τότε που τα σκουλαρίκια και τα μπλιμπλίκια των Depeche Mode προκαλούσαν αντιδράσεις αναφυλαξίας και ενεργοποιούσαν αντανακλαστικά τον όχι και πολύ τιμητικό χαρακτηρισμό «φλώρος».

Δεν θα διεκδικήσω καμία ιστορική δικαίωση, θα κρατήσω μόνο αγαπητέ ψυχίατρε, τη συμφιλίωση με τις εσώτερες αντιφάσεις μου. Και ένα (εκ των υστέρων) δίδαγμα: ου μπλέξεις με μουσικόφιλους που νομίζουν ότι ξέρουν τη μουσική «πριν από σένα για σένα», που κρίνουν ανθρώπους από τη μουσική που προτιμούν και μέσα από τη μουσική προσπαθούν να λύσουν άλλου τύπου προβλήματα, φροϋδικής φύσεως κατά βάση. Ίσως γι’ αυτό να κρατώ κάποιες επιλεκτικά διακριτικές αποστάσεις από τον «χώρο» τούτο. Αλλά αυτό μάλλον δεν ενδιαφέρει κανέναν και είναι και μυστικό, οπότε μην τους το πείτε!

Ας χαλαρώσουμε όμως… Η ενοχή άλλωστε «ανθρώπινη εστί», όσο ευρύ πνεύμα και κατανόηση και αν επιδείξουμε. Μόνο που τώρα το χέρι κατεβαίνει στο πληκτρολόγιο με μεγαλύτερη περίσκεψη και με αυτονόητο σεβασμό προς κάθε δημιουργό που κόπιασε να βάλει τρεις νότες στη σειρά. Ας σηκώσουμε λοιπόν την άκρη του χαλιού, χωρίς βαρίδια αλλά με πνεύμα αυτο-έκθεσης. Μη καταντήσουμε και σαν τους πολιτικούς που δηλώνουν ως μεγαλύτερο ελάττωμα τους την …ειλικρίνεια.

SAGAPO

Ξεκινάμε λοιπόν από Μιχάλη Ρακιντζή και S.A.G.A.P.O.Λίγο πριν η Γιουροβύζιον μεταβληθεί σε εθνικό στόχο και νέα «Megalo Idea»… Λίγο πριν ο ελληνικός πολιτισμός πάρει τη μεταχρονολογημένη εκδίκηση του από τους Φράγκους με την πρωτιά της Paparizou (και πολλές άλλες πρωτιές στην …καρδιά μας), ο Μιχάλης πέφτει βορά στο πλήθος που απαιτεί το αποτέλεσμα, με τέτοια υπερβολή ώστε καταλήγει να γίνει συμπαθής. Το παλικάρι άλλωστε ίδρωσε την …πανοπλία του στήνοντας ένα πολύ συμπαθητικό ηλεκτροποπάκι, από αυτά που βγάζουν σωρηδόν διάφορες γερμανοτραφείς (και μη) μετριότητες τύπου Hurts.

Σκέφτομαι με την παραπάνω αφορμή, ότι με προκαλούν θετικά οι μουσικοί οι οποίοι τολμούν και τραβάνε ένα είδος στα άκρα του. Κατά κάποιον τρόπο έτσι το ορίζουν κιόλας, λειτουργώντας ως μεγεθυντικός φακός και αποκαλύπτοντας μέσω της υπερβολής άδηλα στοιχεία του (ίσως κάτι τέτοιο να είχε κατά νουν και ο Χατζιδάκις όταν προσπαθούσε να αποκαταστήσει τον Φλωρινιώτη, δυναμιτίζοντας τη σοβαροφάνεια της εποχής). Δεν ξέρω (και δεν μ’ ενδιαφέρει κιόλας) αν αυτό γίνεται συνειδητά. Για παράδειγμα, την επόμενη φορά που ένα πράσινο ανθρωπάκι από τον Άρη με ρωτήσει «τι είναι goth», ίσως να του έδειχνα τους Blutengel, οι οποίοι φέρνουν το γκροτέσκο στοιχείο του goth, το συνδυασμό δηλαδή του τρομακτικού και του αστείου, στα άκρα. Κατηγορήθηκαν επιπλέον ως εμπορικοί, ένας χαρακτηρισμός που μοιάζει τουλάχιστον ανεδαφικός, οποιοσδήποτε μουσικός ο οποίος συσκευάζει και πουλάει τη μουσική του είναι εξ ορισμού «εμπορικός». Εμπόριο ε; Φτου κακά… Εμείς είμαστε πλασμένοι μόνο για τα υπεράνω ιδεατά και τα ανόθευτα (όταν πρόκειται για την τσέπη των άλλων ασφαλώς!).

Μιλώντας για εμπορικότητα, θυμάμαι την εποχή όπου η κατεστημένη άποψη που δίδασκαν οι εκθεσάδες στο σχολείο (μεγάλη πληγή αυτή!) για τη διαφήμιση ήταν ότι πρόκειται για ένα ύπουλο μέσο πλύσης εγκεφάλου των μαζών και άλλα τέτοια ηρωικά του βουνού. Πέρα λοιπόν από το γεγονός ότι λατρεύω διαφημίσεις (έχω μια καλή συλλογή από δαύτες, ο καλύτερος φορέας αναμνήσεων, σας διαβεβαιώνω), θεωρώ ακράδαντα την ύπαρξη διαφήμισης ως ένα εχέγγυο της δημοκρατίας. Από την άλλη και η ίδια η «διαφημιστική» μουσική βρίσκεται στην καρδιά της ποπ (όχι αυτό δεν τω υποστηρίζω εγώ, με πρόλαβαν κάποιοι Residents με το «Commercial album» και τα μονόλεπτα κομμάτια του). Και επειδή δεν μου πάει να σας προτείνω ότι «κουτί-κουτί» και «σερενάτα και πάσης Ελλάδος», αξίζει να ψάξετε μια γερμανική συλλογή με τίτλο «Popshopping» (ή είμαστε …ψαγμένοι ή δεν…) η οποία συγκεντρώνει πάρα πολλά διαφημιστικά τραγούδια από τα 70s, αποτυπώνοντας εξαιρετικά και έναν από τους ήχους της εποχής. Ιδιαίτερα η σύνθεση του Gert Wilde για το διάσημο Moullinex που άλλαξε έκτοτε τη ζωή της νοικοκυράς, είναι ένα πραγματικό καλειδοσκόπιο εικόνων (μόνο ένας …Κωνσταντάρας δίπλα στην πισίνα λείπει).

Μιας που πιάσαμε κεντρική Ευρώπη, θα ομολογήσω και την (υποθέτω γονιδιακή;) αγάπη μου για τη γερμανική ποπ. Τι εστί γερμανική ποπ; Η αποθέωση του κιτς, γλυκανάλατοι στίχοι, φονικές διασκευές (δείτε π.χ. εδώ μια απίστευτη εκτέλεση του «Help me Rhoda» των Beach Boys από τους …Strandjungs) και διάθεση «τραγουδάμε όλοι μαζί» (κάτι που πράγματι συμβαίνει σε πολλά νεανικά στέκια). Αν βρεθείτε σε γερμανικό δισκάδικο, αναζητήστε την κατηγορία Schlager. Hits δηλαδή που λέμε και στα …ελληνικά. Μέσα όμως στο σωρό θα βρούμε και αστέρες που κουβαλάνε αυτή τη παλιομοδίτικη 70s ευγένεια όπως ο Udo Juergens (το «Griechischer Wein» είναι ένα πραγματικό αριστούργημα-το ανακάλυψαν μάλιστα πρόσφατα και το διασκεύασαν οι Locomondo), ο Peter Alexander, η Katja Epstein στις συνθέσεις του Ralph Siegel για την Eurovision, ο ύμνος του Chris Roberts «Du kannst nicht immer 17 sein». Επίσης λέω να μην το ..χοντρύνω το πράγμα (κυριολεκτικά!), μιλώντας σας για βαυαρικά τραγούδια της (μπυρο)τάβλας…
Chris

Παραμένουμε στο χώρο της ποπ. Μιλάμε για δημοφιλή ποπ μουσική (όσο κι αν είναι πλεονασμός!). Όχι για dream pop, indie pop και άλλα τέτοια είδη που αναιρούν το ίδιο τους το popular γονίδιο (πως μπορεί να είναι κάτι ποπ όταν έχει πουλήσει 50 βινύλια;). Για ελληνική ποπ. Πονεμένη ιστορία…

Μ’ αρέσουν τα Αν. «Πως θα ήταν αν…» Η ιστορία ασφαλώς και δεν γράφεται με «Αν» (όπως κατέδειξε γλαφυρά ο …Πανούσης). Παραμένουν πάντως ένα γοητευτικό διανοητικό παιχνίδι. Πριν από μερικά χρόνια στήθηκε μια αποκαλυπτική (ίσως και εξευτελιστική) φάρσα σε κορυφαίους οινογνώστες, αλλάζοντας τις ετικέτες ακριβών γαλλικών κρασιών με φτηνά ξυδόκρασα και ζητώντας τις κρίσεις τους. Να μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο με τους μουσικοκριτικούς; Να βάζαμε π.χ. το «Μούρη» του Νίκου Καρβέλα παιγμένο από …Tiger Lillies; Πολλά σκουπίδια εκόμισεν ο Καρβέλας στην μουσική, αλλά ένα στέρεο μουσικό υπόστρωμα το έχει όπως και μια σαφή μελωδική φλέβα. Αυτούς τους στίχους που λες και απευθύνονται σε μονοψήφια IQ να μην είχε (αν και εδώ που τα λέμε, έχουμε τραγουδήσει χειρότερες «σοβαρές» ανοησίες στα αγγλικά).

Δεν ξέρω από πού ξεκίνησε το κακό (υποπτεύομαι και πολιτικό δάκτυλο!). Πως φτάσαμε από τον Πασχάλη στον …Λόλεκ; Από τον Σακελλάριο στον Αγγελόπουλο; Γιατί το «καλλιτεχνικό» βάρος να θεωρείται συνώνυμο με το δύσπεπτο, το σοβαροφανές και το βαρετό; Και γιατί η ελαφράδα και η χαριτωμενιά να έχει χαριστεί στην «άλλη πλευρά» της Βανδή και του Ρέμου; Ο ετεροκαθορισμός, η περίφημη «άλλη Ελλάδα», η «άλλη Αθήνα-Θεσσαλονίκη», αυτά μας μάραναν…

Έτσι οι Κατσιμιχαίοι έπνιξαν νωρίς τον ελαφρό εαυτό τους («Ρίτα Ριτάκι»), ο Ανδρέας Μικρούτσικος αδίκησε με την ύστερη πορεία του εξαιρετικά ποπ (και όχι μόνο) κομμάτια όπως το «Χαμένο νησί», ο Χρήστος Κυριαζής πέρασε μάλλον στη γραφικότητα (το «Λιβανάκι» όμως είναι ένα άψογο δείγμα λαϊκότροπης ποπ), η Γαλάνη χρειάστηκε να πει πολλά ανοργασμικά τραγούδια για χτίσει ένα καλλιτεχνικό προφίλ, το «Γρανάζι» είναι πάντως μια χαρά τραγούδι. Δεν αναφέρω τον Τουρνά, αυτός κάπου έχει πλέον δικαιωθεί (με πολιορκητικό άλλοθι τα «Απέραντα χωράφια»). Στο σήμερα, εκτιμώ την Ελεονώρα Ζουγανέλη γι’ αυτό που αποπειράται να κάνει (όχι τόσο για το αποτέλεσμα όμως).

Και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου (πριν μεταμορφωθεί σε Vangelis) είχε δώσει εξαιρετικά στοιχεία ποπ γραφής. Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο «Εκδρομικό τραγούδι», από την ταινία «Επιχείρηση Απόλλων» («τραγουδά» η Έλενα Ναθαναήλ ντουμπλαρισμένη από την Αλέκα Κανελλίδου). Τόσο γιατί έψαχνα για καιρό το soundtrack, για να απογοητευτώ τελικά διαπιστώνοντας ότι το κομμάτι δεν είχε συμπεριληφθεί (να μην στεκόταν δίπλα στη βαρύτητα του «Ζαβαρακατρανέμια»;) όσο και για την ίδια την ταινία, μια πραγματική ένοχη απόλαυση. Σαν διαφημιστικό φιλμάκι του ΕΟΤ, γυρισμένη επί χούντας (ότι κι αν σημαίνει αυτό), παρουσίαζε μια Ελλάδα όμορφη, όπως ίσως να θέλαμε να ήταν, με όλα της τα τουριστικά στερεότυπα, τα αρνιά να ψήνονται με φόντο χορό χασάπικο (τι σημειολογία!) και τη Ναθαναήλ, μαύρη στιλβωμένη ομορφιά να γοητεύει τον ξανθομπάμπουρα πρίγκιπα.

Συνειδητοποιώ ότι σε αυτό το αφιέρωμα οι αναμνήσεις και η εξωραϊστική τους μνήμη παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο. Παρολ’ αυτά εξακολουθώ να μη νιώθω καμία ενοχή για την απόλαυση που βρίσκω στην καταφρονεμένη πλαστική 80s ποπ, από Alphaville και 2 Belgen μέχρι Michel Cretu. Θυμάστε το «Goldene Jahre»; Όσοι πηγαίνατε γήπεδο με το ραδιοφωνάκι στα χέρι, ξέρετε… Ή μήπως όχι;
Arapakis

Τις προάλλες κατέβαινα τη Σόλωνος και κοντοστάθηκα στην ταμπέλα. «Βάτραχοι», «ζωντανοί μουσικοί», Γιώργος Αραπάκης. Εδώ κι αν δεν ήρθαν κύματα αναμνήσεων. Νικοτινιασμένη ατμόσφαιρα μπουάτ, αλεξίπτωτο στο ταβάνι, κρασί το οποίο καταργούσε τη διάκριση από το ξύδι, ένα χέρι που έπρεπε να πιάσεις και δεν έπιασες, ένα άλλο που έπιασες και δεν έπρεπε, μια αίσθηση συντροφικότητας, «επανάστασης» και περιθωρίου με ιστορίες για τον Άσιμο και τον Σιδηρόπουλο (τα λεφτά του μπαμπά βέβαια περίμεναν στο ταχυδρομικό έμβασμα). Θυμάμαι τα τραγούδια του ίδιου του Αραπάκη (όπως και το μισοκακόμοιρο ύφος όταν προσπαθούσε να στριμώξει άλλους δυο πελάτες), δύο δίσκους έβγαλε σε εταιρεία, κανά δυο άλλους μόνος του, δεν ντρέπομαι όμως να ομολογήσω ότι εξαιτίας του έμαθα τον Βασίλη Νικολαΐδη, ακόμη δε θυμάμαι μια διασκευή του στο «Λιμάνι του Άμστερνταμ». Χαίρομαι που συνεχίζει για τη νέα φοιτητική γενιά…

Συνειρμικά θα θυμηθώ και κάποιους μάλλον ξεχασμένους παρά παρεξηγημένους τροβαδούρους όπως τον αδικοχαμένο Χρήστο Λεττονό ή τον «μετανάστη στις φάμπρικες της Δανίας» Γιώργο-Μενέλαο Μαρίνο (ακούστε εδώ τον «Κάπταιν Χουκ», με τους στίχους που αγγίζουν τον ωμό σουρεαλισμό).

Σε μια άκρη της βιβλιοθήκης μου (και μάλιστα στη μουσική πτέρυγα) υπάρχει ακόμη ένα βιβλίο το οποίο είχα …απαλλοτριώσει από την υποτυπώδη βιβλιοθήκη ενός απομακρυσμένου στρατιωτικού φυλακίου της Καρπάθου (εδώ θα νιώσω ενοχές!). Η έκδοση ήταν των αρχών της δεκαετίας του ’80 και ο τίτλος ήταν «Ροκ και σατανισμός» (όπου η ταμπέλα ροκ στέγαζε ένα φάσμα από τους Iron Maiden έως τους …Duran Duran). Θυμάμαι μου είχε χαρίσει αρκετές ώρες αναψυχής στο ανεμοδαρμένο όμορφο αυτό άκρο του Αιγαίου. Ωραίες εποχές… Τότε που ο στρατός και η εκκλησία φρόντιζαν να διαπλάσουν πολίτες με αρχές. Τα χρόνια κύλησαν και οι παπάδες ανακάλυψαν τις αριστερές τακτικές του …εισοδισμού και της διάβρωσης του Κακού από τα μέσα. Η ορθόδοξη εκκλησία όμως παραείναι σοβαρή και αγέλαστη για τέτοια ανοίγματα, οπότε το «επικίνδυνο» αυτό καθήκον ανέλαβε μια παρέα αιρετικών, οι Ελεύθεροι (γνωστοί στα ΜΜΕ ως Παπαροκάδες). Για ένα διάστημα έγιναν μεγάλη μόδα, ψάρωσαν πολλούς πελάτες (με την κυριολεκτική έννοια!) αλλά το εγχείρημα δεν είχε συνέχεια. Κι έτσι δεν αποκτήσαμε ποτέ το δικό μας χριστιανικό ροκ (το οποίο στις ΗΠΑ είναι μια τεράστια ανθηρή βιομηχανία). Έμεινε μόνο το άσμα «Γιατί έμαθα ελεύθερος να ζω», που, ελάτε τώρα, ας παραμερίσουμε «φύλλα», θάμνους, και προκαταλήψεις, δεν θα μπορούσε να είναι ένα καλό κομμάτι των Πυξ Λαξ;

Και φτάνουμε σιγά-σιγά στην …κορφή του Όρους των Ενοχών. Ήταν ένα παλιό εσωτερικό αστείο της παρέας ότι το καλοκαίρι δεν έρχεται εάν δεν προβληθεί στην τηλεόραση η νιοστή επανάληψη του «Ρετιρέ». Κατά μία έννοια λοιπόν, το γεγονός ότι πέρυσι δεν προβλήθηκε μπορεί να ενταχθεί στο φαινόμενο της …κλιματικής αλλαγής. Τώρα πως να δικαιολογήσω αυτή την «ένοχη απόλαυση»; Αδυνατώ, ας αφήσω και κάτι ανεξήγητο! Άλλωστε δεν έχουν όλα μια εξήγηση σε τούτη τη ζωή. Τι είναι ο άνθρωπος; Που πάμε; Από πού ερχόμαστε;…

Νυν και αεί, αμήν!
«Ημάρτησα και διέστρεψα το ορθόν» (Ιώβ 7:20) και ταπεινά μετανοώ κ. αρχισυντάκτα-εκδότα. Για εξιλέωση τους επόμενους μήνες θα γράφω κριτικές μόνο για δίσκους πειραματικής ambientronica, post-post-post-rock, sleepwave και hypnagogic metal…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Heretology – Vol. 15 (Η κρίση και οι …τετράγωνες αγελάδες)

Αβεβαιότητα:: Είχα γράψει προ (ολίγου) καιρού σε τούτη τη στήλη: «δεν ασχολούμαι με την κρίση. Όχι φυσικά επειδή δεν με αγγίζει. Είναι όμως που αισθάνομαι αδύναμος. Τι νόημα έχει επίσης μία ακόμη άποψη-συνταγή για την έξοδο από το αδιέξοδο;». Εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν έχει κανένα νόημα. Μια άποψη όμως την έχω (όπως και …κωλοτρυπίδα σύμφωνα με το βρώμικο ρηθέν του Χάρρυ), και θα σκάσω αν δεν τη βγάλω. Αυτό που δεν έχω, είναι βεβαιότητα (πλην της βεβαιότητας ότι είμαι …αβέβαιος). Ακολουθούν λοιπόν μερικές σκόρπιες παρατηρήσεις και επισημάνσεις, με την πρόθεση να αποφύγω χιλιοπατημένα εδάφη.

:: Στον πυρήνα της οικονομικής κρίσης νομίζω ότι βρίσκεται μία …παρεξήγηση. Μία παρεξήγηση η οποία ποτίστηκε από τον ανθρώπινο φθόνο και φούσκωσε από την υπεροψία της γνώσης. Μία παρεξήγηση η οποία πηγάζει από το ερώτημα «τι είναι Επιστήμη».

:: Οι οικονομολόγοι, φθονώντας την Επιστήμη και την τήβεννο κύρους και εγκυρότητας που την περιβάλει, ακολούθησαν το δόγμα του φιλοσόφου Χιουμ («ανοίγω ένα βιβλίο, αν δεν έχει αριθμούς μέσα το πετάω στην πυρά είναι γεμάτο ψεύδη»), υιοθέτησαν εργαλεία και τεχνικές από τα μαθηματικά, ειδικά τη στατιστική, τη φυσική ακόμη και από τη βιολογία. Μέχρις εδώ όλα καλά και θεμιτά. Τα στραβά όμως ξεκίνησαν όταν άρχισαν τις προβλέψεις, μπερδεύοντας την πρόγνωση των εκλείψεων στο τακτικό και ήσυχο πλανητικό μας σύστημα με τον τυρβώδη κόσμο της οικονομίας. Λέτε η ρήση «πας μετά Χριστόν προφήτης γάιδαρος να βγήκε εν κενό; Γιατί δεν μπορείς εκ του παρελθόντος να προβλέψεις τα μελλούμενα, κι αυτό είναι το μόνο που μας διδάσκει (και αν) η Ιστορία.
Η στατιστική της γαλοπούλας:: Τούτη την αδυναμία μας τη διαφωτίζει ιδανικά το περίφημο (αντι)παράδειγμα της γαλοπούλας. Ας προσπαθήσουμε νοερά να βρεθούμε στη θέση μίας γαλοπούλας στο χωριό. Ο αγρότης-αφεντικό του αγροκτήματος την προσέχει, τη φροντίζει, την ταΐζει καθημερινά, μάλιστα επειδή είναι και οπαδός των βιολογικών και της οικολογίας χρησιμοποιεί μόνο τις καλύτερες πιστοποιημένες τροφές. Ζωή και …κότα η γαλοπούλα, ευτυχισμένη και ανέμελη. Μπορεί δε στη φάρμα να υπάρχει και καμία σπουδαγμένη γαλοπούλα η οποία θα διαβεβαιώνει τις άλλες ότι όπως αποδεικνύει «επιστημονικά» το γραμμικό μοντέλο όλα θα πάνε καλά, τα σημεία είναι όλα πάνω στην προβλεπόμενη καμπύλη, η τυπική απόκλιση είναι μικρή. Τα φύλλα του ημερολογίου πετάνε όμως και φτάνει η αποφράς ημέρα: 24 Δεκεμβρίου. Η γαλοπούλα πριν προλάβει να καταγγείλει την απάτη, βρίσκεται γεμισμένη με κάστανα και ροδοψημένη…

:: Υπάρχουν κάποιες γενικές αρχές τις οποίες (οφείλει να) γνωρίζει κάθε επιστήμονας: 1) τα μοντέλα και οι θεωρίες εμπεριέχουν απλουστεύσεις, εξιδανικεύσεις, προσεγγίσεις και εσκεμμένες παραλείψεις, γεγονός απολύτως λογικό όταν μιλάμε για έναν πολυπαραμετρικό, ενίοτε δε χαοτικό κόσμο. 2) δεν πρέπει να ξεχνά, ποτέ, μα ποτέ ότι ο διάβολος παραμονεύει στις λεπτομέρειες. Να θυμάται την διδακτική κατάρρευση του υπερφίαλου νευτώνειου μοντέλου (τότε στα τέλη του 19ου αιώνα όταν οι φυσικοί θεωρούσαν ότι είχαν εξηγήσει τα πάντα, και απέμεναν μόνο κάτι μικρομερεμέτια), το οποίο και καταρρίφθηκε επειδή μεταξύ άλλων η τροχιά του πλανήτη Ερμή παρέκκλινε από την προβλεπόμενη κατά …0.00038 μοίρες! Ένα ΟΧΙ στην επιστήμη υπερτερεί δισεκατομμυρίων ΝΑΙ. Δεν υφίσταται «επιβεβαίωση» μιας θεωρίας, υπάρχει μόνο η βέβαιη οριστική απόρριψη. Και 3) να θυμάται τον κανόνα 1. Το μοντέλο όσο κομψό κι αν είναι, παραμένει ένα μοντέλο στη χώρα των ιδεών. Κι αν η πραγματικότητα διαφωνήσει μαζί του, τόσο το χειρότερο γι’ αυτό! (στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την τεράστια διαστροφή που επέφερε ο Πλάτωνας στην ανθρώπινη σκέψη, αλλά θα ξεφύγουμε σε άλλα χωράφια).
Tετράγωνη  αγελάδα:: Θα αναφέρω ένα ακόμη λίαν διαφωτιστικό σχετικό επιστημονικό ανέκδοτο. Ένας αγρότης λοιπόν αποτάθηκε σε επιστήμονες για να τον βοηθήσουν να αυξήσει την απόδοση της αγελάδας του σε γάλα. Οι επιστήμονες αφού έξυσαν τις κούτρες τους και μετά από πολύμηνη μελέτη, του παρέδωσαν έναν φονικού μεγέθους τόμο με τα συμπεράσματα. Δεν ξέρω αν ο δύστυχος αγρότης διάβασε έστω και μία πρόταση μετά την αρχική «Έστω τετράγωνη αγελάδα…»

:: Παρομοίως, κάτι παιδάκια με γυαλάκια που τα σπούδασε ο μπαμπάς στα LSΕ και τα Harvard (αλλά και τις ΑΣΟΕΕ, μην ξεχνιόμαστε) έμαθαν στατιστικούς κανόνες και τεχνικές, γοητεύτηκαν από την γκαουσιανή καμπύλη, έστησαν και μελέτησαν «στημένα» παίγνια (δεν αναφέρομαι στα του Μπέου και της παράγκας, αλλά σε πολύ χειρότερα!), και πέτυχαν να υπολογίζουν τον κάθε κίνδυνο (;!) που έκρυβε το μέλλον. Κοντολογίς μελέτησαν την «τετράγωνη αγελάδα» και τις γαλακτοπαραγωγικές της ικανότητες από κάθε δυνατή σκοπιά και ηδονίστηκαν από τα όμορφα θεμελιωμένα μαθηματικά και τις εξισώσεις. Τώρα όμως απέμειναν να κοιτάνε με απορημένο βλέμμα μια ωραία ζωντανή και αληθινή αγελάδα, να τους χέζει αμέριμνα όλα τα μοντέλα και τις προβλέψεις. «Μα δεν είναι δυνατόν να κάναμε λάθος. Τα μαθηματικά ήταν τόσο σωστά.»

:: Να το πω διαφορετικά; Τα μαθηματικά στα χέρια οικονομολόγου είναι σαν μια πυρηνική βόμβα στα χέρια ενός παιδιού (ή ενός ηλιθίου, διαλέγετε και παίρνετε).

:: Πως το έγραφε ο Νίτσε; Fachidioten. Ήτοι εξειδικευμένοι ηλίθιοι. Για κοιτάξτε γύρω σας…

:: Πλέον εξοργιστικές είναι οι δικαιολογίες μετά την αποτυχία και τις πτώσεις από τα σύννεφα (αλλά και η επιλεκτική αμνησία η οποία επέρχεται). «Ήταν μια μικρή παράλειψη, δεν έφταιγε το μοντέλο, αλλά μια απρόβλεπτη εξέλιξη, μία παράμετρος που, αχ, μας είχε διαφύγει, και εν τέλει, καλύτερα ένα λάθος μοντέλο παρά κανένα μοντέλο»! Αλήθεια λοιπόν, θα εμπιστευόσασταν να σας χειρουργήσει ποτέ γιατρός ο οποίος γνωρίζει τέλεια την ανατομία του …κροκόδειλου αλλά δεν έχει «ανοίξει» ποτέ άνθρωπο; Θα πηγαίνατε ποτέ να προσανατολιστείτε στο Παρίσι έχοντας στα χέρια ένα χάρτη του …Βερολίνου;
Προ αγανάκτησης:: Είναι πραγματικά εκπληκτικό και βαθύτατα ειρωνικό, ότι την ίδια δε στιγμή που οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι και λοιποί -λόγοι έχουν πάρει υψηλά τον αμανέ της βεβαιότητας και της επιστημοσύνης, οι καθ’ ύλην επιστήμονες όλο και σκύβουν ταπεινά το κεφάλι μπροστά στο «τέρας» του απρόβλεπτου. Έτσι και οι τρεις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις του 20ου αιώνα (από τις οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, καμία δεν διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία), η θεωρία της σχετικότητας, η κβαντική θεωρία και η θεωρία του χάους όλο και στενεύουν τα ανθρώπινα όρια αναδεικνύοντας την αδυναμία μας να χειραγωγήσουμε τον κόσμο σε απόλυτα καθορισμένη και προβλέψιμη τροχιά.

:: Ακόμη και σε συστήματα απλούστερα από την οικονομία, όπως ο …καιρός, η πρόγνωση δεν πηγαίνει πέρα από τις πέντε μέρες, και μάλιστα η 100% αξιοπιστία περιορίζεται σε μόλις λίγες ώρες. Πόσες φορές δεν βρεθήκατε μουσκεμένοι άνευ ομπρέλας ενώ η ΕΜΥ είχε προβλέψει καλοκαιρία; Αχ, αυτή η καταραμένη πεταλούδα στο Τόκιο. Το ότι αδυνατούμε όμως να την πιάσουμε δε σημαίνει ότι μπορούμε και να την αγνοήσουμε. Και όμως την αγνοούμε. Και φροντίζει να παίρνει που και που την εκδίκηση της.

:: Αν θέλετε λοιπόν αξιόπιστες προβλέψεις (έστω και …μεσοπρόθεσμες), μην εμπιστεύεστε τους οικονομολόγους, ιδιαίτερα αν είναι και νομπελίστες. Θα σας πρότεινα να «διαβάσετε» καλύτερα τη συκωταριά ενός τράγου ή τις κουτσουλιές των περιστεριών στο μπαλκόνι σας.

:: Και ας μην επιχαίρει κάποιος ότι αναφέρομαι μόνο σε «δεξιούς» ή «νεοφιλελεύθερους» οικονομολόγους. Οι μαρξιστές δε λείπουν από το κάδρο. Και όχι μόνο αυτοί που έχουν τον Μαρξ στο προσκέφαλο τους όπως ένας γέροντας μοναχός την Αγία Γραφή, σα να μην άλλαξε τίποτε τα τελευταία εκατοντάδες-χιλιάδες χρόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι ο θείος Κάρολος ήταν από τους πρώτους που εισήγαγαν στην οικονομολογία τα καινά δαιμόνια της επιστημοσύνης και του ντετερμινισμού. Οι επίγονοι του μάλιστα τα εφάρμοσαν με άτεγκτο ορθολογισμό και τα γκούλαγκ άνοιξαν τις φιλόξενες πτέρυγες τους για όσους δεν συνεμορφώθησαν με την ιστορική νομοτέλεια.

:: Ο οποίος καημένος Μαρξ βέβαια αν με κάποιο τρόπο επέστρεφε στη γη, θα είχε πιθανότατα την τύχη του Χριστού στους Αδελφούς Καραμαζόφ του Ντοστογιέφσκι.
Μετά αγανάκτησης:: Η (οδυνηρή) συνέπεια αυτού του πλεονάσματος αυτοπεποίθησης και ελλείμματος φρόνησης ήταν η οικονομία να αποκοπεί ουσιαστικά από τη χειροπιαστή παραγωγή, με αποκορύφωμα την εφεύρεση διαφόρων μυστήριων χρηματοπιστωτικών προϊόντων τα οποία γεννούσαν χρήμα χωρίς να έχουν ως κάλυψη πραγματική αξία μεγαλύτερη από το ίδιο το χαρτί στο οποίο τυπώνονταν (και αν!). Και όλα αυτά με «μηδενικό» κίνδυνο (υπάρχει άραγε μηδενικός κίνδυνος σε τούτο τον κόσμο, όπου και στο διπλανό σπίτι να πας ελλοχεύει η πιθανότητα να πέσει στο κεφάλι σου μια «απίθανη γλάστρα»;) Οι …risk managers διαβεβαίωναν πως είτε αγόραζες ομόλογα του γερμανικού δημοσίου είτε της Άνω Μπανανίας, τα κέρδη σου ήταν εξίσου εξασφαλισμένα, αφού ο κώλος (συγγνώμη, τα νώτα ήθελα να πω) ήταν καλυμμένος από τα περίφημα CDS. Τίποτε παραπάνω από ασφάλιστρα κινδύνου δηλαδή. Όμως ακόμη και οι ασφαλιστές δεν έχουν ακόμη ανακαλύψει το χρηματόδεντρο, οπότε όταν έσκασαν οι μεγάλες κανονιές στις ΗΠΑ το 2008 σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Κλασική ιστορία ύβρεως και νεμέσεως. Χωρίς κάθαρση όμως. Ακόμη;

:: Και στη συνέχεια, τα σκάγια πήραν δίκαιους και αδίκους, όλα τα βατράχια και τα βουβάλια του βάλτου αδιακρίτως (;). Και το ελληνικό κράτος, μηδενικής ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας (εκτός εάν πρόκειται για εθνικοπατριωτικά φούμαρα και προγονολατρικές παρλαπίπες) και αποχαυνωμένο από τα φτηνά ευρω-δάνεια, ήταν ο αδύναμος κρίκος της Δύσης, ο πρώτος ο οποίος έσπασε. Όχι, λάθος. Φοβάμαι ότι ακόμη δεν έχει σπάσει…

:: Δεν ανέφερα τυχαία τη Δύση στην παραπάνω παράγραφο. Γιατί καλό είναι να αφήνουμε και τη δυτικοκεντρική μας ομφαλοσκόπηση και να έχουμε κατά νουν ότι η κρίση ΔΕΝ είναι παγκόσμια. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά, η άσπονδος γειτόνισσα χτυπάει διψήφια ανάπτυξη. Χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, οι οποίες για χρόνια έφτιαχναν φτηνά τα άι-φόουν, τα πλέι-στέσιον, τα ρούχα και τα παπούτσια μας με παιδική εργασία και μισθούς πείνας, μπαίνουν κι αυτές στο παιχνίδι και απαιτούν το μερίδιο τους στην παγκόσμια πίτα της ευημερίας (άλλη μια βαθύτερη αιτία της δυτικής κρίσης).
Και τώρα:: Δεν είμαι στο Σύνταγμα. Για πολλούς λόγους. Κάποιους κατά βάση τους περιέγραψα εδώ, με αφορμή το «Debtocracy». Δεν προσπερνώ ασφαλώς το θετικό ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία ένας κόσμος πολιτικοποιείται και μαθαίνει να συζητά. Είναι και στιγμές όπου μόλις και καταφέρνω να καταπνίξω την παρόρμηση να πάρω την πέτρα στο χέρι μπροστά στη γλοιώδη ανικανότητα του πολιτικού κόσμου. Φοβάμαι όμως ότι μέσα από αυτή τη θολή σούπα της αγανάκτησης, της μούντζας και της τυφλής οργής που θυμίζει εξαπατημένη από την κομματοκρατία γκόμενα («μου έφαγες τα καλύτερα μου χρόνια»), πιθανότερο είναι να ξεπεταχτεί κάποιο αυταρχικό τέρας (ιστορικά άλλωστε ο όρος «αγανακτισμένοι πολίτες» κουβαλά τέτοιες φορτίσεις). Η ελληνική κοινωνία, φύσει συντηρητική έτσι κι αλλιώς, σε ταραγμένους καιρούς στρέφεται στην ασφάλεια του γνωστού τρίπτυχου, με τον τόνο να δίνουν οι νοικοκυραίοι που δεν κάνουν θόρυβο και φοβούνται για τις καταθέσεις και τις επενδύσεις τους (και σε …ελληνικά ομόλογα, ας μην το παραγνωρίζουμε αυτό!). Τέτοια στάνη, τι τυρί περιμένετε να βγάλει; Για παράδειγμα, ουαί και αλίμονο αν σε αυτή τη συγκυρία τεθεί στην κοινωνία ως ζήτημα η τύχη των μεταναστών. Είτε αμεσοδημοκρατικά είτε εκλογοδημοκρατικά, τους βλέπω τους μετανάστες τροφή για τα ψάρια του Αιγαίου.

:: Άραγε όσοι ονειρεύονται ελικόπτερα και άλλες τέτοιες υπερπαραγωγές «όπως Αργεντινή» να γνωρίζουν ότι σήμερα την Αργεντινή την κυβερνά το ίδιο κόμμα ακριβώς που οδήγησε τη χώρα στο corralito (χονδρικά το ΠΑΣΟΚ Αργεντινής); Από τον Μένεμ στον Κίρχνερ και από εκεί στη …γυναίκα του.

:: Έχει επίσης ενδιαφέρον το πόσο δέσμιοι είμαστε σε προκαταλήψεις και προμασημένες ιδέες, το γεγονός ότι ενώ η πιο «ανθελληνική» στάση στην όλη πορεία της κρίσης είναι μακράν αυτή της Γαλλίας, τα βόλια παίρνουν κυρίως τη Γερμανία. Υποθέτω να φταίει και το βεβαρημένο παρελθόν και ο άγαρμπος τευτονικός τρόπος της Αγγέλας όταν υπαγορεύει ότι «οι Έλληνες πρέπει να κάνουν τα μαθήματα τους», αλλά οι Γερμανοί π.χ. είναι αυτοί που έβαλαν στο τραπέζι τη συμμετοχή των ιδιωτών στα σενάρια διάσωσης. Από την «Ελλάς-Γαλλία συμμαχία» ούτε μια καλή κουβέντα. Για να μη μιλήσω για την παλιά προστάτιδα και απελευθερώτρια Αγγλία.

:: Θα απογοητευτώ αν όσοι φτάσατε μέχρις εδώ έχοντας διαβάσει τις προηγούμενες 1848 λέξεις, ρωτήσετε «ωραία, και τι κάνουμε»; Συνταγές σωτηρίας αλλού, κυκλοφορούν πολλές άλλωστε (ειδικά εκεί όπου υπάρχει η …ασφάλεια της μη-εξουσίας). Ακόμη και η αναζήτηση των αιτίων μου μοιάζει ώρες-ώρες μάταιη. Σαν να πεθαίνει κάποιος από έμφραγμα στο φορείο και οι γιατροί να αναλύουν τις παθολογικές αιτίες: έτρωγε σα βόδι, κάπνιζε σαν μουντζούρης, δεν κουνιόταν από την καρέκλα. Ας τη σκαπουλάρουμε πρώτα και μετά αλλάζουμε. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Αν δε σημάνει γι’ αυτόν η καμπάνα, αισθάνεται άτρωτος.

:: Από μία άποψη είμαστε τυχεροί. Σε άλλες εποχές όλα θα λύνονταν με έναν ωραίο μεγάλο πόλεμο, η καταστροφή θα εγγυούταν τα κέρδη της ανακατασκευής, θα έμεναν και λιγότεροι άνθρωποι για να θρέψεις, πιο απελπισμένοι άρα και πιο ολιγαρκείς. Ευτυχώς οι καιροί άλλαξαν. Ή μήπως όχι; Πφφφ, προβλέψεις!

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Austra – Feel it break (Domino)

1. Darken her horse
2. Lose it
3. The future
4. Beat and the pulse
5. Spellwork
6. The choke
7. Hate crime
8. The villain
9. Shoot the water
10. The noise
11. The beast

Έτος 2030… Ξέρω, μόλις πρόσφατα ξιφούλκησα υπέρ (ή κατά αν προτιμάτε) της θεμελιώδους μας αδυναμίας να προβλέπουμε το μέλλον. Παρολ’ αυτά εφόσον δεν παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά τις Πυθίες, οι προβλέψεις και οι προβολές παραμένουν ένα προκλητικό διανοητικό παιχνίδι. Ας μην είμαστε λοιπόν τόσο αυστηροί. Άλλωστε ο μελλοντικός κόσμος του Douglas Adams δεν απέχει πιθανοτικά πιο πολύ από εκείνον του όποιου …Βαρουφάκη.

Έτος 2030 λοιπόν… Κάνοντας την μάλλον ασφαλή υπόθεση ότι και τότε η τάση των ανακυκλώσεων-αναβιώσεων θα διατηρείται άσβεστη και την σαφώς πιο τολμηρή ότι ο δίσκος θα είναι ακόμη το κύριο μέσο μεταφοράς της μουσικής, ο μουσικόφιλος της εποχής εκείνης θα αναπολεί τα αθώα …10s μέσα από συλλογές που θα ξανα-ανακαλύπτουν «ξεχασμένα διαμαντάκια». Η συνθετική ποπ, εξαιτίας και του φύσει εφήμερου χαρακτήρα της, θα είναι προνομιακό πεδίο εξερεύνησης για τους σκαπανείς του μέλλοντος…

Πρόσφατα μόλις έγραψε ο Καραμπεάζης για τον συνθετικό κορεσμό των ημερών μας και τη βασική ευθύνη της Αμερικής για το φαινόμενο αυτό. Μπορούμε αβίαστα να εντάξουμε και τους Austra σε αυτό το κλίμα, κι ας μας έρχονται από τον Καναδά, τον οποίο θα ήταν μάλλον άδικο να προσδέσουμε στο άρμα της μεγάλης του γείτονος (για τον πολιτικό του απογαλακτισμό είχε φροντίσει ο τρελο-Trudeau ήδη από τη δεκαετία του ’60).

Θέλετε να δοκιμάσουμε κι ένα προσφιλές παιχνίδι της μουσικοκριτικής; Ας κάνουμε λίγα βήματα πίσω για να αποκτήσουμε μια ευρύτερη άποψη της εικόνας κι ας προσπαθήσουμε να τοποθετήσουμε τους Austra στον μουσικό χάρτη. Crystal Castles; Όχι, κινούνται σε πιο οξείς τόνους (σύντομα θα με διαψεύσει το «The villain)». Junior Boys; Όχι, είναι υπερβολικά νυχτερινοί. Rational Youth; Πολύ ψυχροπολεμικοί. Moev; Πολύ ξεχασμένοι για να αποτελούν επιρροή (απλά καιρό έψαχνα μια αφορμή για να αναφέρω το αγαπημένο «Rotting geraniums»). Ας φύγουμε από τη χώρα του σφένδαμου. Ladytron; Σαν να πλησιάζουμε. Royksopp; Μια σκανδιναβική ζεστασιά την έχουν. Κι αυτή η φωνή που προσπαθεί και πιάνει τις ψηλές, με μια ελεγχόμενη δόση γατίσιας λαγνείας και γυναικείας υστερίας, που πρώτη φορά την …ξανακούω, χμ δεν είναι, όχι πάλι, σαν εκείνη της Karin Dreijer Anderson; Τελικά αυτή η Kate Bush έκανε άθελα της μεγάλη «ζημιά»…

Αυτή η ανάλυση καθορίζει και το πλαίσιο εντός του οποίου κινούνται οι Austra. Θα έγραφα για «τις» Austra αν δεν υπήρχε στο τρίο κι ένας άντρας μπασίστας, αν και το όλο σχήμα είναι βασισμένο πάνω στην Καναδο-λετονή Katie Stelmanis (τι ωραίες προσμείξεις που φτιάχνει η παγκοσμιοποίηση!), η οποία γράφει τα τραγούδια, παίζει τα πλήκτρα και φυσικά είναι η εν λόγω …Φωνή. Από μικρή μυημένη στην όπερα και την κλασική μουσική, μέχρι που πήγε σε μια πανκ συναυλία και τα λεφτά που ξόδεψαν οι δικοί της στα ωδεία πήγαν στράφι (σαν να φαντάζομαι τους οικογενειακούς καβγάδες). Έχοντας βγάλει και δικό της δισκίο κι έχοντας δουλέψει σε δίσκο των Fucked Up, τώρα επιλέγει να στήσει τη δική της ομάδα υπό την προστασία μιας θεάς της Λετονικής μυθολογίας.

Το «Feel it break» έχει μπόλικες αρετές τις οποίες δεν μπορείς να παραβλέψεις, όσο κι αν βγάζεις σπυριά με τους δίσκους της εβδομάδας που μετατρέπονται αβασάνιστα σε …δίσκους της χρονιάς. Κατ’ αρχήν παρουσιάζει μια εμπεριστατωμένη αντίληψη της ποπ οικονομίας. Επίσης η τραγουδίστρια (παραλίγο να πω …βοκαλίστρια, φτου), αν και έχει απόλυτη επίγνωση της καλής φωνής της, δαμάζει το ναρκισσισμό της και δεν πνίγει τα κομμάτια.

Συνολικά ο δίσκος ρέει αβίαστα και στρωτά σε μια συνεκτική αισθητική (κάτι που ασφαλώς σηκώνει αμφότερες θετικές και αρνητικές αναγνώσεις). Οι δε μουσικές ιδέες, όσο απατηλά απλές κι αν μοιάζουν («Spellwork»), έχουν δουλευτεί στις λεπτομέρειές τους, με χαρακτηριστικό δείγμα την έξυπνη μελωδική (και ρυθμική) αλλαγή στο «Darken horse».

Δε λείπουν οι στιγμές όπου το στυλιζάρισμα παίρνει τη θέση της έμπνευσης, αλλά στο τέλος, στη σούμα, μας μένουν …φορολογητέο εισόδημα 4-5 τραγούδια καλής dark pop για τους πολλούς (κι αυτό σηκώνει δύο αναγνώσεις!), όπου το σκοτεινό στοιχείο δεν παραπέμπει στα μεσάνυχτα αλλά στις 6 το απόγεμα, τη στιγμή που μόλις κι αρχίζει να μουχρώνει.

Και κάπου εδώ αγγίζουμε τα όρια του πλαισίου. Οι Austra δεν τολμούν να κάνουν την υπέρβαση και να ανοιχτούν σε πιο βρώμικα και πιο επικίνδυνα νερά. Σε ένα άλλο …μείγμα μουσικής, πιο απρόβλεπτο και λιγότερο συμβατικό. Προς Θεού, δεν εννοώ τις προσφάτως μοδάτες κι επιτηδευμένα θολές παραγωγές που νεκρανάστησαν το lo-fi. Για ένα αντι-παράδειγμα ακούστε για το αδίκως χαμένο «Of motion» των Neutral με παρόμοιες εισαγωγές αλλά εντελώς διαφορετικές αναπτύξεις.

Όπως και να ‘χει, ο μελλοντικός συλλέκτης θα βρει σε τούτο τον δίσκο αρκετά τραγούδια για μια συλλογή τύπου «The Lost Synth Tapes 2010-2015». Τώρα, αν οι Austra θα είναι από τα ξεθαμμένα ονόματα ή θα αποτελούν τον κράχτη, το μέλλον θα δείξει. Προβλέπω μάλιστα ότι δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε ως το 2030 για να μάθουμε…

8

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr