Colleen – The weighting of the heart (Second Language)

colleen

1. Push the Boat Onto the Sand
2. Ursa Major Find
3. Geometria del Universo
4. Humming Fields
5. Break Away
6. Going Forth By Day
7. The Moon Like a Bell
8. Raven
9. Moonlit Sky
10. Breaking Up the Earth
11. The Weighing Of the Heart

Υπάρχει μία ερώτηση με την οποία μπορείτε να βγάλετε από τα ρούχα της (προσοχή: όχι κυριολεκτικά!) μία οποιασδήποτε γυναίκα λογοτέχνισσα (ας δώσουμε στην ιδιότητα το θηλυκό ουσιαστικό που της λείπει): «αισθάνεστε ότι γράφετε γυναικεία λογοτεχνία;». Η αντίδραση υποθέτω οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι το είδος (;) αυτό αντιμετωπίζεται μάλλον σαν πληγή στη λογοτεχνία, σαν ένας υποτιμητικός χαρακτηρισμός ο οποίος παραπέμπει σε σπίτια δίπλα σε ποτάμια, δακρύβρεκτους έρωτες, μοιραία ερωτικά τρίγωνα, ένα απαραίτητο ταξίδι στην Πόλη κλπ κλπ. Είναι και η απουσία του αντίπαλου δέους (πόσες φορές έχετε διαβάσει για «αντρική λογοτεχνία»;) που επιτείνει την αίσθηση ενός σεξιστικού στερεότυπου, ενός υποβόσκοντος φυλετικού αποκλεισμού και μιας συγκαταβατικής ειρωνείας. Δίκαιες λοιπόν και (πολιτικώς;) ορθές οι αντιδράσεις….

Και όμως… Παρόλο που πίσω από τον χαρακτηρισμό «γυναικείο» έχουμε εξορίσει οτιδήποτε φαίνεται να μεταδίδει ή να προδίδει μια μεγαλύτερη ευαισθησία, μια εντονότερη ροπή προς το ρομαντισμό και την ανυπόκριτη εκδήλωση των συναισθημάτων… Παρόλο που γνωρίζουμε (ελπίζω!) ότι αυτά προφανώς και δεν είναι μονοπώλιο ενός φύλου ούτε και το ορίζουν μονοσήμαντα… Παρόλο που όλοι μισούμε γενικά τα στερεότυπα, όλοι υποτίθεται τα αποφεύγουμε και τα αναθεματίζουμε… Και όμως αυτά εκεί, αμετανόητα, επιβιώνουν. Ίσως και γιατί μέσα στην ισοπεδωτική τους γενίκευση είναι φορές που βρίσκουν ρίζα στην πραγματικότητα. Ασφαλώς λοιπόν από μία άποψη υπάρχει «γυναικεία» λογοτεχνία. Και μουσική. Και τέχνη. Με μια ευρεία έννοια, η οποία καμία σχέση δεν έχει ούτε με σεξιστικά στερεότυπα ούτε και αποστερεί από το κάθε πρόσωπο τα δικά του απολύτως ατομικά χαρακτηριστικά. Από τα πρώτα επίθετα που είχα διαβάσει τότε πίσω στο 2003 για τη μουσική της Colleen ήταν «feminine». Και πιστεύω όλοι μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι θέλει να υποδηλώσει…

Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, και κατσαρά μαύρα μαλλιά δεν έχει η βασικά καστανόξανθη γαλλιδούλα, κατά κόσμο Cecile Schott, αλλά εμείς σίγουρα κάναμε …μαύρα μάτια για να την ξαναδούμε στη δισκογραφία. Έξι χρόνια κύλησαν από τον τελευταίο της δίσκο, το υπέροχο σύγχρονο μπα-ρόκ «Les ondes silenscieuses», έξι χρόνια, διάστημα ικανότατο για να σφουγγίσει από τη μνήμη τα σημάδια κι ενός μεγαλύτερου ονόματος ακόμη και σε λιγότερο άσπλαχνα βιαστικούς καιρούς, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μια σεμνή ύπαρξη, μια πρώην δασκάλα που τα παράτησε για να αφοσιωθεί στη μουσική, που έβγαλε τα δισκάκια της στην Leaf, δεν την άκουσε το μεγάλο κοινό αλλά δεν ήταν λίγοι κι αυτοί που δέθηκαν με τους ήχους της, ανάμεσα τους και ο Πάνος Πανότας ο οποίος σε μια από τις όχι συχνές εκρήξεις ποιητικού ρομαντισμού τη φαντάστηκε σαν μια μελαγχολική προνύμφη, μια εκκολαπτόμενη νυχτοπεταλούδα. Ήταν κι εκείνο το «Ritournelle» που μας είχε συγκινήσει τα μάλα. Ακόμη στέκεται ακούγοντας το χρόνια μετά, 3 μικρά μαγικά μουσικά λεπτά, ενίοτε δεν χρειάζονται παραπάνω…

Η ίδια αισθάνθηκε την ανάγκη να μας αποκαλύψει τι συνέβη όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας, το πως έχασε την επιθυμία και την ανάγκη να γράφει και να ακούει μουσική, πως την κούρασαν οι περιοδείες με την βαριά viola da gamba στον ώμο, πως συνειδητοποίησε τον αδιέξοδο δημιουργικά ναρκισσισμό του μουσικού, πως αναζήτησε την προσωπική γαλήνη στην μαγειρική και την κεραμική, πως εγκατέλειψε το Παρίσι (ναι, τελικά υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι!) για εγκατασταθεί κάπου στον φρέσκο αέρα της ισπανικής εξοχής, όπου η κούρα με αυτό το παμπάλαιο γιατρικό για σχεδόν πάσα νόσο φαίνεται να της άνοιξε για τα καλά την όρεξη για νέες δημιουργίες. Και το αποτέλεσμα είναι ήδη στα χέρια μας…

Τα πράγματα από μία σκοπιά άλλαξαν για την Colleen που γνωρίζαμε (ουαί και αν δεν είχαν αλλάξει, πόσο θλιβερό δεν είναι να βλέπεις μουσικούς να έχουν να πουλήσουν μόνο το -ένδοξο;- παρελθόν τους;). Άλλωστε και οι τρεις παλαιότεροι δίσκοι έδειχναν μια σαφή διάθεση για εξέλιξη, είχε ξεκινήσει σαν μια εξαρτημένη από το laptop μουσικός για να φτάσει να στήνει ατμόσφαιρες (sic) σύγχρονης μουσικής με μπαρόκ όργανα. Τώρα η μετάβαση στα «φυσικά» όργανα έχει πλέον ολοκληρωθεί ταυτόχρονα με το πέρασμα σε μια πιο ορθόδοξη τραγουδοποιία (προσοχή στο «πιο»!), η οποία συνίσταται στην καινοφανή παρουσία φωνής, ποτέ δεν την είχαμε ακούσει ποτέ παρελθόν. Μια φωνή πάντως η οποία είναι ένας καθ’ όλα ισότιμος εταίρος με τα άλλα όργανα, το είπε και η ίδια, ο ναρκισσισμός κάνει κακό. Έτσι εδώ ακούγεται ντροπαλή αλλά όχι επιτηδευμένη, δεν καταδυναστεύει τα κομμάτια και δεν χρησιμοποιεί κανένα από τα κλασικά κλισέ του «έχω καλή φωνή και το ξέρω».

Από μία άλλη σκοπιά βέβαια κάποια πράγματα δεν έχουν αλλάξει για την Colleen που γνωρίζαμε (ουαί και αν είχαν αλλάξει, πόσο θλιβερό δεν είναι να βλέπεις μουσικούς να προσαρμόζονται διαρκώς σαν χαμαιλέοντες στη μόδα της κάθε εποχής σε μια αγωνιώδη -μάταια;- απόπειρα να παραμείνουν στον αφρό;). Κατ’ αρχάς, και πάλι είναι η ίδια που τα κάνει όλα και …συμφέρει. Μιλάμε για μια πραγματική ανεξάρτητη μουσικό η οποία έγραψε τους στίχους, έπαιξε όλα τα όργανα (που δεν είναι και λίγα), τα ηχογράφησε, έκανε και την παραγωγή. Κι αν λέμε ότι συνήθως καλό είναι να υπάρχει και ένα δεύτερο αυτί (ενός παραγωγού π.χ.), στην προκειμένη περίπτωση έχουμε όμως το 100% αδιαμεσολάβητο όραμα του μουσικού.

Κατά δεύτερον και σημαντικότερον, μεταφέρει και στην τραγουδοποιία αυτή την ιδιαίτερη ματιά που την χαρακτήριζε, δεν ακολουθεί τις συμβάσεις ούτε την τυπική δομή «κουπλέ/ρεφραίν», η ίδια μας παραπέμπει σε άλλους λοξούς της ιστορίας, Arthur Russell, Moondog, Brigitte Fontaine (θα προσθέσω και την αρχιέρεια Laurie Anderson), προσθέτει λαϊκές πινελιές κι από τις τέσσερις πλευρές του ορίζοντα, από τη Νότια Αμερική μέχρι την Κεντρική Ασία, κάποιοι σίγουρα θα την πουν λόγια και εγκεφαλική. Και είναι. Κι ας το χρησιμοποιήσουν αυτό ως μομφή όσοι δεν αντέχουν μια κάπως πιο απαιτητική αισθητική.

Γενικά το «The weighting of the heart» αποπνέει μια υποβλητική ηρεμία, κάτι το μεταφυσικά γαλήνιο, μια μυσταγωγική επαναληπτικότητα, την αίσθηση ενός αναγεννησιακού κήπου (αφεθείτε π.χ. στο «Ursa Major Find»), με τα φυσικά στοιχεία να επικρατούν στη στιχουργική, και την ίδια να κρατάει άψογα («γεωμετρημένα») τις ισορροπίες ανάμεσα στους δεξιοτεχνικούς αρπισμούς και την ακρίβεια στην εκτέλεση από τη μία μεριά (να την βαφτίσουμε ωριμότητα;) και τη συναισθηματική βαρύτητα και ευαισθησία από την άλλη. Και ορίστε, να που ξαναγυρίσαμε εκεί όπου ξεκινήσαμε. Πρόκειται για γυναικεία μουσική; Και ναι και όχι. Ανεξαρτήτως της απάντησης όμως, είναι σίγουρα σπουδαία…

8.

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε