Dva – Nipomo (Label Home Table)

dva
1. Nipomo
2. Mulatu
3. No Survi
4. Surfi
5. Nunki
6. Zoppe
7. Meteor
8. Vampira
9. Durango
10. Javornicek
11. Vespering

Jeden, dva, tri, ένα, δύο, τρία, μαθαίνουμε να μετράμε στα τσέχικα, εν προκειμένω σταματάμε στο δύο, ντβα, έτσι λέγεται και στις περισσότερες ανατολικές γλώσσες (υποθέτω λοιπόν ότι το ορθό είναι να λέμε Clock …Ντβα όταν αναφερόμαστε στους παλιούς βιομηχανικούς εργάτες από το Σέφιλντ). Ντβα, δύο είναι και τα μέλη αυτού του σχήματος αγόρι-κορίτσι, αδερφός-αδελφή, ο Jan και η Bara, o Kratochvil και η Kratochvilova (υποθέτω απλή συνωνυμία με εκείνη την παλιά βιονική αντρο-γυναίκα των στίβων ταχύτητας).

Κι αν η λιτή επάνδρωση του σχήματος προϊδεάζει ίσως για μινιμαλιστικά αποτελέσματα, εδώ έχουμε να κάνουμε με δύο ανθρώπους-ορχήστρες, τα credits μοιάζουν με έκθεση μουσικών οργάνων καθώς στον δίσκο ακούγονται μεταξύ άλλων μελόντικα, σαξόφωνο, κλαρινέτο, διάφορα κρουστά, προϊόντα δειγματοληψίας, λούπες, ουκουλέλε, παιδικά πιανάκια, κιθάρες, μπάντζο (και όλο και κάτι θα μου διαφεύγει).

Και ποιο είναι το ηχητικό αποτέλεσμα όλου αυτού του πανηγυριού; Κάνω ότι δεν άκουσα αυτόν που φώναξε «τσέχικο ροκ» (κι αν το είπε με ειρωνεία, θα του ανέφερα τσέχικα σχήματα από το «σιδηρο-παραπετασμικό» παρελθόν τόσο ιδιαίτερα και ξεχωριστά όπως οι -έπρεπε να είναι πιο γνωστοί- Plastic People of the Universe ή οι σαφώς πιο άγνωστοι Dvouleta Fama). Θα έλεγα λοιπόν ότι οι Dva είναι ένα ακόμη από αυτά τα χαρακτηριστικά σχήματα των καιρών μας που είναι …αυτό που είναι, αχαρακτήριστα. Κι αν αυτό ακούγεται μια αυτο-αναφορική ταυτολογία (η οποία θυμίζει και αυτή την μοδάτη παπαριά «είμαι ο εαυτός μου»), νομίζω ότι δεν υπάρχει άλλος καταλληλότερος τρόπος για αναφορά σε μουσικούς οι οποίοι κορφολογούν από κάθε δυνατό σημείο του χώρου και του χρόνου και φτιάχνουν τελικά ένα αποτέλεσμα το οποίο θέτει προκλήσεις στον ακροατή και δη τον κριτικό ακροατή θυμίζοντας τόσα πολλά πράγματα ώστε τελικά να μην …θυμίζει τίποτε.

Αν αποπειραθούμε για παράδειγμα να προσεγγίσουμε το «Nipomo» με τον παραδοσιακό (κακό) τρόπο της κομμάτι με κομμάτι ανάλυση, θα καταλήξουμε με ένα μεγάλο ερωτηματικό σχηματισμένο στο πρόσωπο. Ούτε η μέχρι σήμερα πορεία τους δεν βοηθά ιδιαίτερα, ο πρώτος τους δίσκος λεγόταν «Ringtones for mobile uphones» και ήταν ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος, έχουν γράψει επίσης μουσική για βιντεοπαιχνίδι ακολουθώντας αφηρημένους ηλεκτρονικούς δρόμου, αν δώσουμε δε στους ίδιους τον λόγο μας λένε ότι παίζουν «ποπ για ανύπαρκτα ραδιόφωνα».

Πάντως αν θέλουμε να κρατηθούμε από έστω μία «σανίδα», κατά τόπους θυμίζουν την ηχοθεωρία των Stereolab της εξωτικής τους περιόδου. Από κει και πέρα όμως θα εντοπίσουμε πληθώρα αναφορών (είπαμε, ζούμε σε εποχές δια-υπερ-μετα-κειμενικότητας-και φυσικά όχι μόνο στη μουσική), μελωδίες οι οποίες όλο και κάτι θυμίζουν (ας πούμε το «Javornicek» πλησιάζει επικίνδυνα το «Henry Lee» του Cave), μελωδίες οι οποίες υπονομεύονται από συνεχείς ανατροπές, τόσες ώστε πλέον δεν ξαφνιάζουν, κοψίματα στον ήχο, ηλεκτρονικά πειράγματα και άφθονα νευρώδη (και νευρωτικά θα έλεγα) πνευστά όχι και πολύ πιστά στους κανόνες της αρμονίας. Και πάνω σε όλα αυτά η φωνή της τραγουδίστριας, οξεία και διαπεραστική, αλλού τσιρίζει, αλλού νιαουρίζει (αυτή η Bjork έχει καταστρέψει κόσμο και κοσμάκη), αλλού ακούγεται σαν σειρήνα (και δεν εννοώ το εξωτικό πλάσμα), σε μια γλώσσα διασταύρωση τσέχικων, αγγλικών και δικών τους ακατάληπτων ήχων. Χαρακτηριστικό (αλλά ουχί και αντιπροσωπευτικό) είναι το κομμάτι το οποίο δίνει το όνομα στον δίσκο, «Νipomo», κατά το γράμμα του νόμου διασκευή του «Underdogs of Nipomo» των μάλλον ξεχασμένων εναλλακτικών ρόκερ του ’90 Archers of Loaf. Κατά το πνεύμα όμως το κομμάτι είναι εντελώς μεταμορφωμένο και επαναδιατυπωμένο σε εντελώς νέα βάση, αγνώριστο, με το «πρωτότυπο» να αποτελεί απλώς τη δημιουργική αφετηριακή αφορμή.

Ότι κουβαλάνε μια τρέλα, ναι την κουβαλάνε, μαζί με μια παιγνιώδη διάθεση (η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και πειραματική, αλλά τον αποφεύγω συνειδητά τον όρο αυτό). Δεν είναι εύκολο να κρατηθούν οι ισορροπίες σε ένα τέτοιο εγχείρημα, αλλού το καταφέρνουν, αλλού όχι, σε γενικές γραμμές όμως έχουν φτιάξει έναν δίσκο με χαρακτήρα και φαν (κι ας μην έχουν ακόμη πολλούς φαν), η δε πληθωρική και πολύχρωμη συσκευασία θα ικανοποιήσει κάθε φετιχιστή μουσικόφιλο.

Βασικά όμως πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για έναν δίσκο ο οποίος αποδεικνύει για ακόμη μία φορά τη δυναμική άνθισης την οποία έχει αναπτύξει το τσέχικο ροκ, έναν δίσκο συντονισμένο με τον ήχο του σήμερα, έναν δίσκο ο οποίος αφήνει πολλές ελπίδες για το μέλλον της τσέχικης σκηνής, ήδη γράφονται για αυτούς ριβιούζ στο εξωτερικό (ακόμη και στην Ελλάδα!) και βασικά δεν έχουν να ζηλέψουν απολύτως μα απολύτως τίποτε από αντίστοιχες κυκλοφορίες του εξωτερικού. Οπότε ο δρόμος για την ευρύτερη αναγνώριση είναι ας ελπίσουμε ανοιχτός.

Βασικά ας ελπίσουμε οι Τσέχοι συνάδελφοι να μη γράφουν κι αυτοί τέτοιες ανοησίες…

07/07/2014

8

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε