Alexander Reed – Assimilate (H ιστορία του industrial)

(Oxford University Press)


Assimilate«Hot to assimilate/we ‘ll rot or annihilate», αγκρρρ, υποθέτω οι γνώστες (και δεν απαιτείται και τόσο βάθος) του χώρου θα αναγνωρίσουν αμέσως την προφανή παραπομπή του βιβλίου στην πιο ποπ και εμβληματική (ως είθισται πλέον να λέγεται) στιγμή των Skinny Puppy. Ποπ είπες; Ποπ;; Ναι, ποπ, και το industrial μια εκδήλωση της δυτικής ποπ κουλτούρας είναι και δεν νοείται εκτός των πλαισίων αυτής. Υπάρχει όμως και ένα κρυμμένο και πολύ πιο ουσιαστικό εννοιολογικό υποδηλούμενο στον τίτλο, assimilate σημαίνει αφομοιώνω, η «αφομοίωση» είναι ένας όρος κομβικός για το βιβλίο και τη γενικότερη οπτική του. Σημειώστε κάπου το κρατούμενο, τη σημασία θα την αποκαλύψουμε παρακάτω (υπομονή).

Ο υπότιτλος επίσης λέει πολλά: «a critical history of industrial music», και αυτό ακριβώς είναι. Όπως λέει δε το κλισέ στα λογοτεχνικά, το βιβλίο «έρχεται να καλύψει ένα κενό», υπάρχουν γαρ άλλα βιβλία τα οποία είναι κατά βάση γραμμένα από τη σκοπιά του φαν με επικέντρωση σε ένα συγκρότημα, σε παραλειπόμενα, …παραμουσικά και βιογραφίες. Ο Alexander Reed από την άλλη είναι πανεπιστημιακός καθηγητής, η δε ετικέτα Oxford Music Press προσδίδει ένα ακαδημαϊκό βάρος στην έκδοση (αμάν είπα ακαδημαϊκό, σαν να τους ακούω τους τύπους «ρε φίλε, το ρρροακ και η μουσική είναι στους δρόμους και στις καρδιές, τι να μας πουν οι πανεπιστημιακοί και οι γραμματιζούμενοι γι’ αυτό»). Παρολ’ αυτά όμως ο Reed δεν είναι αποκλειστικά ο αποστασιοποιημένος εντομολόγος μελετητής αλλά είχε και βιωματική σχέση με το αντικείμενο, όντας μέλος της (μεταξύ μας, όχι και πολύ σπουδαίας μπάντας) ThouShaltNot.

Στο «Assimilate» o Reed παρακολουθεί την πορεία του είδους από τη γέννησή του, και ακόμη πιο πίσω, από τα σπερματοζωάρια και τα ωάρια του, και …ακόμη πιο πίσω. Μέχρι το σήμερα. Σε 331 πυκνές σελίδες (σαφώς πιο φλύαρος πάντως από τα 44 δευτερόλεπτα του «A precise history of industrial music» των Nurse with Wound, με τους ήχους ενός παλιού dot matrix εκτυπωτή να τυπώνει την αντίστοιχη ιστορία). Διόλου εύκολο το έργο να βάλεις ένα τόσο πολυπλόκαμο είδος σε μια εναργή διήγηση ιστορικού συνεχούς. Και με κάμποσες παγίδες-ενέδρες να παραμονεύουν, τις οποίες, να σημειώσω προκαταβολικά, ο Reed τις αποφεύγει (τις περισσότερες).

Ποιες είναι αυτές; Υπάρχει για παράδειγμα ο πειρασμός της επιφανειακής δημοσιογραφικής γραφής, μιας γραφής εφήμερης εκ φύσεως και προορισμένης να καταναλωθεί επιτόπου και εφ άπαξ, η οποία έχει την τάση να εντυπωσιάζει πολλές φορές με απροσδόκητους συνειρμούς και αναλογίες, παραπομπές και φαινομενικά άσχετους συνδυασμούς, σε ένα διανοητικό παιχνίδι γοητευτικό εκ πρώτης όψεως το οποίο όμως εάν δεν συνοδεύεται από βαθύτερη θεμελίωση παραμένει σε επίπεδο εξυπνάδας (κάπου εδώ την πατάει κάποιες φορές ακόμη και ο καλύτερος του είδους Simon Reynolds).

Και η πιο επικίνδυνη παγίδα. Η οποία ελλοχεύει σε όλους τους ερευνητές οι οποίοι αναζητούν τις απαρχές ενός είδους, ενός φαινομένου ή ακόμη και ενός …ποταμού, οι οποίοι επιδιώκουν να φτάσουν όσο το δυνατό πιο πίσω στον χρόνο ή τον χώρο και να εντοπίσουν (πρώτοι αυτοί) τις απαρχές των απαρχών, εκείνο το ταπεινό ρυάκι από το οποίο ξεπηδάει υποτίθεται το industrial, o Δούναβης ή ο Νείλος. Φτάνοντας έτσι πολλές φορές σε γραφικότητες ή ακόμη και λογικές υπερβάσεις (π.χ. το rap το οποίο παραπέμπεται στον …Όμηρο). Θα μου πείτε, μες στο παιχνίδι είναι και αυτά, άλλωστε η Ιστορία η ίδια σαν επιστήμη (ή «επιστήμη») εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό τέτοιες μυθοπλαστικές αυθαιρεσίες και ερμηνείες.

Ο Reed πάντως γνωρίζει καλά ότι τα μουσικά είδη δεν ακολουθούν γραμμική και μονοδιάστατη πορεία, ότι συντίθενται από πολλούς παραπόταμους οι οποίοι πηγάζουν από ίσως και άσχετες οροσειρές για να καταλήξουν τελικά σε ένα κύριο ρεύμα (το οποίο στη συνέχεια θα διακλαδιστεί και αυτό με τη σειρά πάλι σε νέα -σχεδόν fractal- δίκτυα). Έτσι ξεκινά την αναζήτηση για τις ρίζες του industrial στους κύκλους και τα μανιφέστα των ιταλών φουτουριστών (1909!), σε αυτό δεν κουβαλάει …κουκουβάγια στην Αθήνα, αλλά δεν μένει εκεί, ξεψαχνίζει τις θεωρίες του Ντεμπόρ και του Αντόρνο, ακόμη και του Ντελέζ (χαρά στο κουράγιο του), εξετάζει την συνωμοσιολογική τεχνο-παράνοια του μπάρμπα-Burroughs, το ακραίο θέατρο του Αρτό, τη σύγχρονη …κλασική μουσική (ή μη-μουσική), όλα αυτά τέλος πάντων τα οποία καθόρισαν θεωρητικά τη γέννηση του industrial τη δεκαετία του ’70, με ληξιαρχική πράξη την ίδρυση της εταιρείας Industrial Music for Industrial People από τους Throbbing Gristle (η πλάκα είναι ότι η πρώτη χρήση του όρου industrial πίσω στη δεκαετία του ’30 αφορούσε τη μουσική η οποία παιζόταν στα εργοστάσια με σκοπό την αύξηση της απόδοσης των εργατών στην αλυσίδα παραγωγής, ήτοι κυρίως …σουινγκάκια, φόξτροτ και βαλσάκια της εποχής).


ReedΑναφέρθηκα παραπάνω στον (φτου κακά) ακαδημαϊσμό. Δεν θα περιοριστώ να πω ότι μια «ακαδημαϊκή» ανάλυση είναι απαραίτητη εάν θέλεις να αποκτήσεις μια ευρύτερη και βαθύτερη αντίληψη για τη μουσική πέρα από τις νότες και τους ήχους. Γιατί εν προκειμένω αυτός ο ακαδημαϊσμός (ναι, πέστε τον και ελιτισμό!) ήταν ένα εγγενές χαρακτηριστικό του industrial, ιδιαίτερα των προπατόρων του, οι οποίοι όχι μόνο είχαν μια γερή θεωρητική κατάρτιση η οποία και έβγαινε στη μουσική τους, αλλά είχαν και πολλές φορές και άμεση συνεργασία με την διανοούμενη όχθη. Να θυμηθούμε λοιπόν ενδεικτικά τις αναφορές των Neubauten στο dada, την οργανική σχέση των Laibach με τον (προ-ΣΥΡΙΖΑ) Zizek, των SPK με τον Deleuze, των Throbbing Gristle με τον Burroughs, των Ministry με τον Timothy Leary.

Ο Reed ανοίγει εντυπωσιακά την βεντάλια της θεματολογίας του στην προσπάθεια μιας όσο το δυνατόν πληρέστερης κάλυψης κάθε πτυχής ενός τόσο πολυποικίλου είδους, τα όρια του οποίου μάλιστα είναι νεφελώδη και υπό διαρκή αίρεση. Ασχολείται για παράδειγμα με την γεωγραφία και την τοπογραφία του είδους, από το Σέφιλντ και Βερολίνο ως πέρα το Σαν Φρανσίσκο και αποκαλύπτει τις επιδράσεις της στη μουσική. Εξετάζει το ρόλο του παγκόσμιου δικτύου ανταλλαγής κασετών, της mail-art και όλων των υπόγειων (προ-Internet ε;!) δικτύων στην υπέρβαση της γεωγραφίας αυτής. Προσεγγίζει τολμηρά θέματα-ταμπού, τον φυλετισμό και τον σεξισμό του είδους, η ανάλυση του για τον ασφυκτικό εναγκαλισμό με τον φασισμό και τον ναζισμό είναι υποδειγματική. Δεν διστάζει δε να σημειώσει και να εξηγήσει αντιφάσεις, όπως π.χ. την λατρεία για την τεχνολογία αλλά και την ταυτόχρονη τεχνοφοβία, με γενικότερες παρατηρήσεις οι οποίες ισχύουν και πέρα από τα στενά όρια της βιομηχανικής μουσικής. Όταν στέκεται σε συγκεκριμένα σχήματα, το κάνει με ευρηματικό τρόπο, όπως π.χ. στην ερμηνεία της επιτυχίας των Nine Inch Nails μέσω της στιχουργικής μετάβασης από το απρόσωπο στο προσωπικό (με μια πολύ πρωτότυπη στατιστική μάλιστα).

Όσο πλησιάζουμε στους σύγχρονους καιρούς, ο συγγραφέας μοιάζει να κρατάει μια απόσταση, πιθανότατα θέλει να αποφύγει την υπερβολική υποκειμενικότητα (μολοταύτα εστιάζει π.χ. υπερβολικά στην future-pop τύπου Covenant και VNV Nation). Σημαντική όμως είναι η διαπίστωση ενός σχίσματος στην ιστορική συνέχεια του είδους, ενός χάσματος μεταξύ των γενεών συνακόλουθου μιας αποκοπής από τις πνευματικές του ρίζες. Το οποίο σχίσμα οριοθετεί κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν το industrial ξέφυγε από το underground και πέρασε στα μαζικά ακροατήρια, την εμπορική επιτυχία και την τυποποίηση την οποία αυτή συνεπάγεται, σε εύκολα προκάτ beat για παράδειγμα, με ένα μεγάλο μέρος των σχημάτων του χώρου τα οποία γεμίζουν τις πίστες των σύγχρονων γκοθάδικων να μοιάζουν περισσότερο με «τσαντισμένους -pissed off- Pet Shop Boys» παρά με dada του 21ου αιώνα (αυτό το λέει ο συγγραφέας!). Θα προσέθετα ότι αυτό ισχύει στην καλή των περιπτώσεων, γιατί συνήθως θυμίζουν τσαντισμένους …2 Unlimited (αυτό το λέω εγώ).

Κάπως έτσι λοιπόν καταλήγει (και συμφωνώ) στο συμπέρασμα ότι το είδος όχι μόνο έφτασε στην τυποποίηση αλλά και στην αφομοίωσή του (να πως επιστρέφουμε στο «Assimilate» του τίτλου). Μοιραία αναπότρεπτη κατάληξη; Ειδικά από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι το περιβόητο και τόσο ακαθόριστα ασαφές «κατεστημένο» είναι ένα μεγάλο στομάχι το οποίο όλα τα αλέθει και όλα τα χωνεύει; Σε μια εποχή όπου όταν η εξουσία νιώθει να απειλείται, δεν κυνηγάει και δεν φυλακίζει πλέον (ή μόνο), αυτά είναι ξεπερασμένες μέθοδοι, αλλά αφομοιώνει, ενσωματώνει. Μήπως δεν είναι το ίδιο το σύστημα το οποίο καθορίζει και τις εναλλακτικές του; Ή καλύτερα, «τις εγκιβωτίζει σε έναν νέο, ελεγχόμενο πολιτιστικό χώρο όπου μπορούν να κάνουν τα δικά τους, να λειτουργούν με μια ψευδαίσθηση ριζοσπαστικότητας»; (αξίζει να θυμηθούμε ότι ακόμη και η COUM Transmissions κολεκτίβα, η πρόδρομος ουσιαστικά των TG, με τα έργα με τα χρησιμοποιημένα …ταμπόν και τις ένα σωρό άλλες ακρότητες, δεν έμεινε αλώβητη από την …κρατική επιχορήγηση).

Οπότε ποια είναι η θέση του industrial στον σημερινό μετα-βιομηχανικό κόσμο, ειδικότερα στην διαρκώς απο-βιομηχανοποιούμενη Δύση η οποία, ω τι ειρωνεία, ολοένα και μοιάζει περισσότερο με την cyberpunk δυστοπία που προέβλεπαν οι προπάτορες; Κάποτε η ριζοσπαστική τέχνη κατέφυγε στο άλογο, στο παράλογο και στον θόρυβο για να σαμποτάρει και να ξεμπροστιάσει τα όπλα του συστήματος. Σήμερα τι άλλο να κάνει, πόσο πλέον να προκαλέσει και να σοκάρει; Με τέρατα, με βυζιά και μπούτια, με δερμάτινα και πλαστικά και hardcore πορνό; Όλα αυτά είναι πλέον μέρος μιας ποπ κουλτούρας κτήμα και του τελευταίου έφηβου. Με σβάστικες και piercing και τατουάζ; Με παιδικά τραγουδάκια τα οποία μετασχηματίζονται σε ολοκληρωτικά διεστραμμένα εμβατήρια, με sample από ομιλίες του Αδόλφου; Όπως λέει μια ατάκα του Raymond Watts των Pig την οποία και αφήνω απολαυστικά αμετάφραστη: «Ι haven’t been shocked by a pop band or any kind of whatever the fuck you wanna call it industrial-noise terrorist nah-nah-nah-nah vomit-inducing bile-fucking shit-fucking fist-fucking super evil scary Satanist fucking fuck band».

Μετά λοιπόν το θόρυβο (και δη τον λευκό) τι; Σαν να φαίνεται ότι η μουσική έχει φτάσει στα άκρα της; Ή μήπως τελικά η αφομοίωση αυτή, η ένταξη, να είναι ο τελικός απαραίτητος στόχος και το νόημα, όπως έλεγαν οι γάλλοι ιμπρεσιονιστές του προ-προηγούμενου αιώνα; Όλα τούτα τα εξετάζει, τα αναλύει, τα θέτει, τα διερευνά και προσπαθεί να απαντήσει (που δεν γίνεται) ο Reed σε μερικές πολύ ωραίες σελίδες του βιβλίου αυτού. Εν τέλει, ως γνωστόν, τα ερωτήματα είναι πολλές φορές σημαντικότερα από τις όποιες απαντήσεις…

Το «Assimilate» μπορεί να διαβαστεί ως μια ιστορία του 20ου αιώνα, μια μυστική ιστορία του 20ου αιώνα για να παραπέμψουμε στον Greil Marcus. Είναι από τα βιβλία εκείνα που όταν τα κλείνεις νιώθεις ότι έχεις αποκτήσει μια καινούργια διαφορετική άποψη για τα πράγματα και ένα κίνητρο για περαιτέρω αναζήτηση αλλά και αναθεώρηση. Κατά συνέπεια στο άνοιγμα θέλει μια κάποια προσοχή. Αφήστε ανοιχτά τα αυτιά σας, it’s about to get noisy, όπως λέει στην εισαγωγή και ο ίδιος ο συγγραφέας…

06/12/2014

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε