Socos & Μαρίνος Τζιάρος – Το πρώτο απ το δεύτερο και το δεύτερο απ το τρίτο… (Puzzlemusik)

socos
1. Το έγκλημα τις μοναξιάς
2. Βολέματα καταστροφής
3. Όλο με πληγώνεις
4. Όλο και πιο πολύ
5. Ρήμαγμα
6. Η θάλασσα
7. Αναστολή
8. Τέλος

1975. Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας/ποτέ δεν λένε την αλήθεια/κόσμος υποφέρει και πονά/κι εσείς τα ίδια παραμύθια. 1975; Και γιατί όχι 2014;

Την αγαπάμε την ποίηση σε τούτα εδώ τα μέρη. Την κοτσάρουμε και στα τρόλεϊ όταν είναι η μέρα της, «κι εγώ γράφω», ποιητικές συλλογές κυκλοφορούν κατά δεκάδες (συνήθως πλέον ιδίοις εξόδοις του ποιητή), ότι δε υπάρχει σε ισχνή διεθνή λογοτεχνική καταξίωση, ουσιαστικά από την ποίηση έχει προέλθει (το δίδυμο Σεφέρης-Ελύτης αν κρίνουμε από τα βραβεία, ο Καβάφης αν κρίνουμε από την πραγματική απήχηση). Βέβαια ο ποιητικός πληθωρισμός σαν να μοιάζει κάπως με τον συνονόματό του τον οικονομικό, σε μικρές δόσεις είναι επιθυμητός, σε μεγάλες είναι μάλλον προβληματικός, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.

Το τραγούδι δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο από αυτή την αγάπη, την ιστορία ουσιαστικά την ξεκίνησε το δίδυμο Χατζιδάκις-Θεοδωράκης με τα Άξιον Εστί και τους Επιτάφιους, σε ένα φιλόδοξο πλάνο σύνθεσης λόγιου λόγου και λαϊκής μουσικής. Μετά ως συνήθως πέσαμε στην υπερβολή, ειδικά την εποχή της βασιλείας του «καλού» ελληνικού τραγουδιού (του έντεχνου ντε), ο κάθε δημιουργός που σεβόταν τον εαυτό του αισθανόταν υποχρεωμένος να μελοποιήσει έναν μεγάλο (ή όχι και τόσο μεγάλο) ποιητή, δεν πρέπει να έχει μείνει και κανείς «αμελοποίητος» (από την αρχαία Σαπφώ ξεκινώντας), αξιοδάκρυτα συνήθως, κάποια στιγμή το σύνδρομο της λογιοτατοσύνης το κόλλησε και το ροκ κι από τότε αναρωτιόμαστε αν το ροκ είναι συμβατό με την ελληνική γλώσσα. Αφήστε που η όλη τάση οδήγησε το ελληνικό τραγούδι προς μια στιχοκεντρική κατεύθυνση, όπου το τραγούδι αν δεν μεταδίδει με τους στίχους του αιώνιες σοφίες και αλήθειες, είναι φτηνό και εύκολο, είναι «τραγουδάκι».

Πως κρίνεται λοιπόν μια μελοποίηση; Και που πάει ένα ποίημα όταν μελοποιείται; «Πεθαίνει» απαντούσε ο Νίκος Δήμου σε ένα παλιότερο κείμενό του, προσωπικά προτιμώ μια λιγότερο μελο-δραματική απάντηση, φρονώ ότι αποκτά μια καινούργια ζωή σε μια εντελώς διαφορετική διάσταση, ότι ξαναγεννιέται. Το δε νόημα του μπορεί να αποδομείται, να εντείνεται, να συμπληρώνεται, αλλά και πολλές φορές να αλλάζει ή να διαστρέφεται (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίφημη άνω τελεία στο ποίημα του Σεφέρη «Άρνηση»). Η μελοποίηση είναι στην πραγματικότητα ένα καινούργιο ανεξάρτητο έργο και ως τέτοιο οφείλει και να κρίνεται.

Για μένα το βασικό κάθε φορά ζήτημα είναι εάν έχουμε να κάνουμε όντως με μελοποίηση. Για δημιουργία δηλαδή μέλους, μελωδίας. Δεν είναι τόσο αυτονόητο όσο φαίνεται, το αντίθετο μάλιστα, η συνήθης πρακτική (συνήθης γιατί είναι εύκολη αν μου επιτρέπετε) είναι η μουσική να αποτελεί τη θεραπαινίδα του λόγου, μια συνοδός (όχι πάντα πολυτελείας), μια «ατμόσφαιρα» για να αναδειχθεί ο λόγος. Όπου στην υλοποίηση της ατμόσφαιρας μπορείτε να φανταστείτε στοιχειώδεις αρπισμούς στην κιθάρα, βόμβους, ένα πατημένο πλήκτρο συνθίου, θορύβους, το αποτέλεσμα μπορεί ενίοτε να είναι υποβλητικό, δεν συνιστά όμως μελοποίηση. Θα μου πείτε η πραγματική μελοποίηση δεν είναι διόλου εύκολη, ειδικά εάν λάβουμε υπόψη ότι το ποίημα έχει ήδη εγγεγραμμένο στα φωνήεντά του έναν δικό του ρυθμό, αλλά ποιος είπε ότι ο καλλιτέχνης είναι για τα εύκολα;

Όλα αυτά τα λέω για να στρώσω τελικά το έδαφος για τον εν λόγω δίσκο, θα μπορούσα να πω ότι οι δημιουργοί του, ο Socos και ο χρόνιος συνεργάτης του από τους The Live Project Band Μαρίνος Τζιάρος, δεν ακολούθησαν τον δρόμο τον εύκολο. Και ότι τελικά δικαιώθηκαν. Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά όταν συμβαίνει το αποτέλεσμα αποζημιώνει τον κόπο (και κάπου εδώ θα μπορούσε να ολοκληρωθεί η κριτική!).

Στο έργο λοιπόν αυτό επιλέγουν να μελοποιήσουν ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, κι αυτός δεν πρέπει να έχει παράπονο από μελοποιήσεις (όπως είδαμε τις έχει αξιωθεί ήδη από τη δεκαετία του ’70), η τελευταία ήταν το 2013 από την θερεμινάτη May Roosevelt, με ενδιαφέρον κατά στιγμές αποτέλεσμα, ουχί όμως ως μελοποίηση (ο άλλος ο δρόμος που λέγαμε).

Ο Socos στο παρελθόν αναμετρήθηκε με τον υπερρεαλισμό του Νίκου Εγγονόπουλο (με τη βοήθεια του Πουλικάκου εκεί), με ένα εντελώς διαφορετικό ύφος και στυλ. Δεν είναι περίεργο αυτό, ο Socos έχει υπάρξει ένας δημιουργός με συνεχείς αλλαγές πάνω σε μια σταθερή πάντως εξελικτική γραμμή, πολλές φορές υπερβολικά πληθωρικός για τα γούστα μου (ειδικά εάν θυμηθώ το «Kafka» του 2007).

Εδώ όμως είμαστε στο άλλο …άκρο. Ο Socos στην κιθάρα και τα δεύτερα φωνητικά και ο Μαρίνος Τζιάρος στο τραγούδι. Αυτά. Το δελτίο τύπου μας πληροφορεί ότι αυτή η προσέγγιση είναι «εσκεμμένα λιτή, και αφτιασίδωτη». Και πράγματι, όλο το έργο ακολουθεί αυτό τον κανόνα. Από τη λιτή συσκευασία. Τη διάρκεια. 8 κομμάτια και …»Τέλος». Οικονομία μέσων και λιτότητα. Και ναι, να που η λιτότητα μπορεί να είναι και καλό πράγμα (σε αντίθεση εδώ με την οικονομική συνονόματή της).

Δεν ξέρω αν αυτό είναι δείγμα ωριμότητας, αν ως κριτήριο αυτής θέσουμε την ικανότητα να αφαιρείς, να πετάς. Ή εάν (πιθανότερα) είναι αποτέλεσμα προσαρμογής και αισθητικής επιλογής απέναντι στην ποίηση του Χριστιανόπουλου, απροκάλυπτα ένσαρκη, λαϊκή, λιτή, χωρίς πολλά καλολογικά στοιχεία.

Η απλότητα βέβαια κρύβει παγίδες, δεν σημαίνει απαραίτητα και ευκολία, η απλότητα αναδεικνύει τα «αγνά» υλικά λένε και οι μάγειρες, αλλά αναδεικνύει ταυτόχρονα το σκάρτο όταν αυτό δεν είναι κρυμμένο πίσω από «ατμόσφαιρες» μπαχαρικών και λιπαρών αρτηριοβουλωτικών κρεμών. Η απογύμνωση μπορεί εξίσου εύκολα να γίνει ξεβράκωμα.

Στο παρόν έργο η απλότητα είναι το μέσο (ή το …φορτηγό αν θέλετε – το πιάνετε το υπονοούμενο ε;) ανάδειξης μιας μελωδικότητας (μουσικότητας αν προτιμάτε) τόσο απλής που μοιάζει αυτονόητη. Τα κομμάτια χτίζονται πάνω στην κιθάρα, τραγούδια μελωδικά, δομημένα, με όμορφες (κατσιμίχιες;) αρμονίες, καταφέρνουν να αγγίξουν χορδές (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Ενδεικτική και καθοριστική η αρχή, μια άμεση παραπομπή στην άφατη μελαγχολία της Εκδρομής του Νίκου Μαμαγκάκη. Ή η σπουδαία «Θάλασσα». Με κάτι από την αγριάδα ενός Κώστα Χατζή εδώ.

Είναι αξιοσημείωτη η γενικότερη ισορροπία του δίσκου, η οποία επιτρέπει τόσο στην μουσική να αναδειχθεί όσο και στον στίχο να ανασάνει. Ένας στίχος ο οποίος αποδίδεται και ζωντανεύει με αλλαγές στα ηχοχρώματα, διφωνίες και άλλα φωνητικά παίγνια αλλά και με μια καθαρή εκφορά η οποία καταφέρνει να εντυπώνει, να «καρφώνει» τις λέξεις (που έλεγε και ο Μανώλης Αναγνωστάκης) στο νου του ακροατή. Είναι στιγμές που σχεδόν νιώθεις «εντός σου» τον ανεκπλήρωτο πόθο μιας επικίνδυνης «εγκληματικής» νύχτας μοναξιάς.

Τελικά, δεν ξέρω αν τα τραγούδια λένε την αλήθεια ή όχι. Βασικά δεν ξέρω τι πραγματικά σημαίνει αλήθεια. Τέτοια τραγούδια όμως πάντοτε σε κάτι χρειάζονται…

18/06/2014

8

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε