Ο κλέψας του κλέψαντος

Ο τίτλος αυτής της μελαγχολικής ιταλικής κωμωδίας με τον Mastroianni, τον Gassman και τη θεά Claudia Cardinale, ταίριαξε γάντι σε τούτο το αφιέρωμα. Το οποίο θα ασχοληθεί με «κλεμμένες» μελωδίες και τραγούδια. Κάτι διόλου ασυνήθιστο στην ιστορία της μουσικής. Πόσες φορές άλλωστε δεν έχετε πιάσει τον εαυτό σας, ακούγοντας ένα τραγούδι να αναρωτιέται «μα κάπου τον έχω ξανακούσει αυτόν το ρυθμό» και να σας πιάνει ένα είδος …deja-ecoute (κατά το deja-vu!); Στο παρόν αφιέρωμα λοιπόν θα αναφερθούμε άλλοτε ανεκδοτολογικά και ελαφρά και άλλοτε λίγο πιο σοβαρά σε τέτοιες περιπτώσεις.
BregovicΠάντως το ζήτημα είναι πολύ πιο βαθύ και πολύπλοκο απ’ όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως, και δεν είναι απλώς μια κόντρα «καλών» δημιουργών και «κακών» κλεφτών. Γιατί βουτώντας λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια, θα αρχίσουν να ανακύπτουν πολλά ερωτήματα και θα αρχίσει να διαφαίνεται ότι όλη η ιστορία της τέχνης είναι μια ιστορία «κλοπών» και επιρροών. Όλοι οι δημιουργοί της ιστορίας χρησιμοποίησαν με κάποιον τρόπο, είτε εκουσίως είτε ακουσίως, τα έργα αυτών που προηγήθηκαν: είτε αναφέροντας τα, είτε χτίζοντας πάνω σε αυτά, είτε διδασκόμενοι από αυτά, είτε ακόμη και …διακωμωδώντας τα. Παρθενογένεση στην τέχνη αλλά και στην ζωή προφανώς δεν υπάρχει (μόνο στους μύθους οι εγκυμοσύνες επιτυγχάνονται με την όσφρηση …λουλουδιών και με άλλους μαγικούς τρόπους!). Ο Στραβίνσκι με τη ρήση του «οι μεγάλοι κλέβουν, οι μέτριοι μιμούνται» πιστεύω ότι έθεσε το ζήτημα στην σωστή του βάση. Τα υπόλοιπα τα κρίνει η ιστορία. Από την οποία ποτέ κανένας ατάλαντος αντιγραφέας δεν δικαιώθηκε.

Από τη στιγμή όμως που η τέχνη έγινε εμπόριο και επάγγελμα, η ανάμειξη των κατασταλτικών και των δικαστικών μηχανισμών στην πορεία παραγωγής της τέχνης έγινε εντονότερη από ποτέ. Τα «καλλιτεχνικά δάνεια» (samples σύμφωνα με την μοντέρνα ορολογία), η πρακτική δηλαδή των καλλιτεχνών να δανείζονται από παλαιότερα έργα, κάτι που έκαναν κατά συρροή π.χ. οι μουσικοί της τζαζ τη δεκαετία του 30 και τα τελευταία χρόνια οι μουσικοί του hip-hop, τώρα μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο εδώλιο, με τα δικαστήρια να επιδικάζουν εξοντωτικά ποσά για δικαιώματα!

Και τίθεται τώρα το ερώτημα: τελικά υπάρχει αυτό το όριο που διαχωρίζει την «κλοπή» από την απλή επιρροή, και πόσο σαφές και ευδιάκριτο είναιτ το όριο αυτό; Πολύ δύσκολη η απάντηση… Πόσο μάλλον στη μουσική, όπου οι νότες είναι μόνο επτά! Ακόμη πιο «προβοκατόρικη» βέβαια είναι η ερώτηση για το κατά πόσο υφίσταται και τι περιεχόμενο έχει η έννοια της ιδιοκτησίας και της κλοπής σε κάτι «πνευματικό» και άυλο. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα, για μια άλλη στήλη (ας μου επιτραπεί αυτή η …γκρίζα αυτοδιαφήμιση!!)
Απόστολος ΚαλδάραςΚατά την προσωπική μου άποψη πάντως, η πιο αναίσχυντη κλοπή που συντελείται είναι αυτή των παραδοσιακών μουσικών του Τρίτου Κόσμου (κυρίως) ή διαφόρων μειονοτικών ομάδων. Οι μουσικές αυτές, καθότι ελεύθερες από copyright, αποτελούν μια δεξαμενή ανεξάντλητη για άντληση ήχων που στη συνέχεια θα μεταπωληθούν, μεταλλαγμένοι σε νέα προϊόντα (σε τραγούδια αναφέρομαι!). Τα οποία όμως είναι πια προστατευμένα σαν …αστακοί από νομική πανοπλία. Οι υπερ-εθνικές πλέον δισκογραφικές εταιρείες, μέσω των δικτύων τους καλύπτουν όλον τον πλανήτη, αποσπούν δωρεάν τον πολιτισμικό πλούτο από όλα τα μέρη του κόσμου και στη συνέχεια τον εμπορεύονται ως πολιτισμικό προϊόν. Ένα φαινόμενο που ασφαλώς δεν είναι αποκλειστικά μουσικό, αλλά ένα «trend» που απλώνεται σε όλους τους τομείς: από τα ρούχα, την φιλοσοφία έως …την κουζίνα, ακόμη και τα γονίδια!!. Φαινομενικά θα μπορούσε να είναι και μια έμμεση εκδίκηση κατά της αποικιοκρατίας, αλλά στην πράξη πρόκειται για μια συνέχιση της αποικιοκρατίας με πιο «ήπια» και πολιτισμένη μορφή, ένα φαινόμενο ανάλογο με την εκμετάλλευση των πετρελαίων από τις δυτικές χώρες (έχετε παρατηρήσει ότι οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες είναι στην πλειονότητα τους φτωχές-αν εξαιρέσει κανείς τα τεχνητά βασίλεια των σεΐχηδων, τύπου Κουβέιτ, Μπαχρέιν κλπ).

Τα παραδείγματα στη μουσική άφθονα και τι να πρωτοθυμηθώ: την τσιγγάνικη μουσική που έφτιαξε την καριέρα και το όνομα του Goran Bregovic, τα ροκ συγκροτήματα που άντλησαν από τα κοιτάσματα των Delta blues ή κυκλοφόρησαν στο όνομα τους τραγούδια άσημων, μαύρων ως επί το πλείστον μουσικών, τα remix του Moby στο «Play» όπου εκμεταλλεύθηκε (και ειδικά διαφημιστικά!) τη δουλειά ερευνητών όπως ο Lommax και παλιές ηχογραφήσεις, για να μην αναφερθώ και στην «λαίλαπα» των DJ οι οποίοι με έναν κλεμμένο «έθνικ» σκοπό και ένα φτηνιάρικο beat γεμίζουν συλλογές που απευθύνονται στο ψαγμένο κοινό των lounge καναπέδων…
MadhubalaΗ χώρα όπου η φαντασία των απατεώνων έφτασε στο σημείο να βαφτίζει το …γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι ελληνικό (θυμάστε;) δεν θα μπορούσε να υστερήσει σε μια τέτοια δράση. Διαβόητη υπήρξε η «επιδρομή» που έγινε στα ινδικά τραγούδια από πολλούς Έλληνες συνθέτες τις δεκαετίες 50 και 60. Συνθέτες όπως ο Απόστολος Καλδάρας, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Μπάμπης Μπακάλης χρησιμοποίησαν τις έτοιμες μελωδίες των ινδικών τραγουδιών, προσέθεσαν ελληνικούς στίχους και υπέγραψαν τις συνθέσεις ως δικές τους. Πάνω από 100 ινδικά τραγούδια «ελληνοποιήθηκαν» με αυτόν τον τρόπο (εθνικό άθλημα πρέπει να ονομαστεί η ελληνοποίηση!!), μεταξύ των οποίων ενδεικτικά αναφέρω τα πασίγνωστα «Μαντουμπάλα», «Αυτή η νύχτα μένει», «Όσο αξίζεις εσύ» «Mην περιμένεις πια» κλπ.. Από τους λίγους που αντέδρασαν εκείνη την εποχή, ο Β.Τσιτσάνης αποκαλούσε τους συναδέλφους του αυτούς «κανίβαλους που κατασπάραζαν τα αριστουργήματα των ξένων χωρών» (όσοι ενδιαφέρεστε περισσότερο για την υπόθεση το βιβλίο «Ινδοπρεπών αποκάλυψη» του Μανουήλ Τασούλα και της Ελένης Αμπατζή είναι κατατοπιστικό και αποκαλυπτικότατο). Θύματα των εγχώριων …κανίβαλων δεν έπεσαν βέβαια μόνο τα ινδικά τραγούδια καθώς η όρεξη τους επεκτάθηκε και στις αραβικές χώρες. Μπορεί ο παππούς Καραμανλής να ήθελε να πιστεύει ότι «ανήκομεν εις την Δύση», αλλά σε ζητήματα μαζικής (υπο)κουλτούρας γενικώς αλλοιθωρίζουμε προς την Ανατολή!

Ποιος δεν θυμάται μεγάλες (και πολύ …πρωτοποριακές θα έλεγα κρίνοντας από το τι επακολούθησε) στιγμές της ελληνικής στιχουργικής όπως το «μπες μες το καμπριολέ, πάμε για κανάν (γ)καφέ» του Γιάννη Βασιλείου. Με το προνόμιο να έχω για μεγάλο χρονικό διάστημα γείτονες μια παρέα Αιγυπτίων, είχα συγχρόνως το προνόμιο να απολαμβάνω και το προαναφερθέν και άλλα «ελληνικά» (ελληνόφωνα για να ακριβολογώ) άσματα σε άπταιστον αραβική! Αυτή την καλλιτεχνική όσμωση μπορεί να σας την επιβεβαιώσει και οποιοσδήποτε έκανε φαντάρος στον …βυσματικό Έβρο και άκουγε από τα τρανζιστοράκια τους τούρκικους ραδιοσταθμούς. Έτσι ενδεικτικά να θυμίσω μεταξύ πολλών την περίπτωση του Στέλιου Kαζαντζίδη και του τραγουδιού «Σινανάι», το οποίο ήταν στην πραγματικότητα του Tούρκου Aλί Ογουρλού. H Tουρκία όμως εκείνη την εποχή δεν υπαγόταν στη Διεθνή Eπιτροπή για τα Πνευματικά Δικαιώματα κι έτσι το θέμα δεν είχε συνέχεια.

Μια κατάσταση τύπου «ω τι ωραίο πλιάτσικο» υπήρξε και με την κλασική μουσική. Δηλαδή με άλλη μία ελεύθερη δικαιωμάτων και χωρίς νομικά εμπόδια στη χρήση της μουσική. Ειδικά στην δεκαετία του 60, πολλές κλασικές μελωδίες των μεγάλων μουσουργών Bach, Schumann, Mozart, Strauss και πολλών άλλων αποτέλεσαν βάση για πολλές μεγάλες επιτυχίες (χωρίς αναφορά τις περισσότερες φορές!) Πιο διακεκριμένη και επιτυχημένη περίπτωση ήταν το θρυλικό «Whiter shade of pale» των Procol Harum το οποίο βασιζόταν σε μια σουίτα του Bach, ενώ πολλά λένε και οι κακές γλώσσες για κομμάτια των Beatles.
Lord GeorgeΗ πιο διάσημη όμως περίπτωση …τραγουδοκλοπής αφορά τον George Harrison. Ο υποτιμημένος αυτός μουσικός, κυκλοφόρησε πρώτος προσωπικό δίσκο μετά την διάλυση των Fab Four (το «All Things Must Pass» το 1970), από το οποίο ξεπήδησε η μεγαλύτερη επιτυχία που κατάφερε ποτέ solo σκαθάρι. Ο πασίγνωστος ύμνος στους Χάρε Κρίσνα «My sweet lord». Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί και πολύ την επιτυχία του και έπεσε, ο …δυστυχής, στα νύχια των δικηγόρων. Η κατηγορία ήταν ότι στο τραγούδι χρησιμοποίησε μέρος από το σουξέ «He’s So Fine» των Chiffons, ενός από εκείνα τα φωνητικά group των 60s που θυμούνται με θαυμασμό όλοι οι παρελθοντολάγνοι (group τύπου …Spice Girls δηλαδή, ασχέτως αν έχουν μυθοποηθεί λόγω χρονικής απόστασης). Η υπόθεση κατέληξε στο δικαστήριο. Η υπερασπιστική γραμμή που ακολούθησε εκεί ο Harrison ήταν ουσιαστικά ότι: «δεν το έκανα επίτηδες!» Οι …άτεγκτοι δικαστές όμως δεν εκάμφθησαν, και έβγαλαν μια απόφαση με το σκεπτικό να αποτελεί μνημείο …ψυχανάλυσης: «Το υποσυνείδητό του, δούλευε πάνω σε ένα τραγούδι το οποίο δεν θυμόταν συνειδητά. Και αυτό, μέσα στα πλαίσια του νόμου, συνιστά καταπάτηση του copyright και δεν ελαφρύνεται από το ότι αυτό έγινε ασυνείδητα»!!

Κάποιοι άλλοι φοβούμενοι (και δικαίως) ανάλογα μπλεξίματα, ξεμπέρδεψαν βάζοντας τον «πρωτότυπο» συνθέτη στα credits (έστω και εκ των υστέρων), όπως έκαναν και οι Beach Boys, των οποίων το περίφημο «Surfin’ USA» πατάει στο «Sweet little sixteen» του Chuck Berry.

Μια άλλη διαβόητη υπόθεση, η οποία μάλιστα αφορούσε και δύο μεγάλα ονόματα, ήταν αυτή του τραγουδιού των Doors «Hello I love you». Όποιος είχε ακούσει λίγα χρόνια νωρίτερα το «All Day (And All of the Night)» των Kinks δεν θα δυσκολευόταν να αναγνωρίσει την ομοιότητα. Δυστυχώς για τους Doors, ο Ray Davies όχι μόνο την αναγνώρισε και αυτός, αλλά μετά από αγωγή την πληρώθηκε κιόλας αδρά!

Θυμάστε τη μεγάλη επιτυχία πριν από μερικά χρόνια των Verve «Bittersweet Symphony»; Ε, λοιπόν η μεγάλη αυτή εμπορική επιτυχία είχε σαν αποτέλεσμα να φουσκώσουν κι άλλο οι ήδη υπερ-φουσκωμένοι τραπεζικοί λογαριασμοί των … Rolling Stones και του manager τους! Πως έγινε αυτό; Απλούστατα οι Verve κατηγορήθηκαν ότι στο κομμάτι χρησιμοποίησαν ένα δείγμα από το «Last time» (κομμάτι του 1965) (και μάλιστα όχι από το αυθεντικό, αλλά από μια ορχηστρική διασκευή του από τον Andrew Oldham). Όταν στη συνέχεια προσπάθησαν ακολουθώντας την νομότυπη οδό να πάρουν την άδεια χρήσης, ο manager των Stones Alan Klein, «ιδιοκτήτης» των δικαιωμάτων του τραγουδιού (κατά τ’ άλλα τα πνευματικά δικαιώματα «προστατεύουν» τον δημιουργό!!) στην αρχή έκανε τον δύσκολο προβάλλοντας καλλιτεχνικές προφάσεις του τύπου «διαφωνώ με το sampling» κλπ. Όταν όμως όλα τα δικαιώματα του τραγουδιού αποδόθηκαν στους Stones (τονίζω το όλα!), οι καλλιτεχνικές αντιρρήσεις εκάμφθησαν! Η ιστορία είχε και διδακτική συνέχεια. Όταν η γνωστή εταιρεία Nike προσέγγισε τους Verve για να χρησιμοποιήσει το κομμάτι σε διαφήμιση οι Verve αρνήθηκαν. Όταν το έμαθε ο κ. Klein έγινε έξω φρενών για την χαμένη «καλλιτεχνική» ευκαιρία και τελικά με διάφορους εκβιασμούς πέτυχε τη χρήση του κομματιού. Όμορφος, αγγελικά πλασμένος και πάνω απ’ όλα …ασυμβίβαστος ο χώρος του ροκ…

Το «Run2», ένα single των New Order που κυκλοφόρησε το 1989 είναι από τα πιο δυσεύρετα αλλά και άγνωστα της μπάντας. Ο λόγος ήταν ότι με το που κυκλοφόρησε, ο παλιός folk κιθαρωδός John Denver τους κατηγόρησε ότι το κομμάτι έμοιαζε υπέρ του δέοντος με το δικό του κλασικό «Leaving on a jet plane» (αυτό που έκαναν πιο γνωστό οι Peter Paul & Mary). Η λύση που επιλέχθηκε μετά από εξωδικαστικό συμβιβασμό ήταν η διακριτική αποχώρηση από την αγορά…
ChicΚαραμπινάτη περίπτωση …ξεπατικωτούρας (όπως τις λέγαμε στην ιχνογραφία στο δημοτικό!) ήταν το hit του λευκού rapper Vanilla Ice «Ice Ice Baby» το οποίο ήταν φτυστό το «Under pressure» των Queen (με συνεργασία του Bowie). Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι στον δίσκο του, ο «Βανίλιας» ευχαριστούσε για την έμπνευση μια καραβιά κόσμο, εκτός βέβαια από τους Queen και τον Bowie. H υπόθεση δεν έφτασε ποτέ σε δικαστική αίθουσα, αν και οι φήμες λένε ότι τα «μίλησαν» και συμφώνησαν παρασκηνιακά, και το πρόβλημα λύθηκε με ουκ ολίγα δολλάρια. Όλα τα «λεφτά» όμως ήταν η …εμβριθής μουσικολογική ανάλυση του Vanilla Ice, ο οποίος υπερασπιζόμενος το δημιούργημα του, προσδιόρισε τη «σαφή διαφορά» των 2 τραγουδιών στο ότι «το κομμάτι των Queen πάει κάπως έτσι: dadada dada dada, dadada dada dada, ενώ το δικό μου αντιθέτως είναι: dididi didi didi, dididi didi didi»!…

«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω» όμως είχε πει κάποτε ο πολλαπλά «γραμμένος» (και κυρίως από τους οπαδούς του) Ιησούς. Και η «φωλιά» των Queen δεν ήταν και τόσο καθαρή! Γιατί η κύρια χαρακτηριστικότατη μπασογραμμή του «Another one bites the dust» (άσχετο: κυκλοφορεί και σε διασκευή Καλομοίρας απ’ ότι έμαθα, αλλά ευτυχώς ακόμη δεν την άκουσα!), μοιάζει κάπως παραπάνω από το «φυσιολογικό» με το «Good times» των Chic (το ίδιο κομμάτι των Chic μάλιστα υπήρξε η ρυθμική βάση και για το θρυλικό για τον χώρο του hip hop «Rapper’s delight» των Sugarhill Gang!).

Κακή είδηση ήταν πρόσφατα ο θάνατος της Laura Branigan, μόλις στα 46 της, η φωνή της οποίας χρωματίζει πολλές παιδικές καλοκαιρινές αναμνήσεις μου (ειδικά με το «Self control»). Από αυτή τη φωνή γνωρίσαμε και το «Gloria», ένα χιτάκι του Ιταλού ντισκόβιου Umberto Tozzi. Οι Pulp και το «Disco 2000» που κολλάνε στην ιστορία; Ε, όποιος το βρει, κερδίζει …λουκούμι!

Οι γενειοφόροι Τεξανοί ZZ Top ευτύχησαν να γνωρίσουν τη μεγαλύτερη επιτυχία τους το 1973 με το «La Grange». Εντελώς απροσδόκητα, το …1991 (καλά τότε το πρωτάκουσε;;) ο παλιός bluesman Bernard Besman τους έκανε αγωγή, καθώς υποστήριξε ότι η μελωδία είναι ίδια με το «Boogie Chillen» το οποίο είχε γράψει μαζί με τον θρύλο John Lee Hooker το 1948. Στη δίκη που ακολούθησε ο δικαστής απάλλαξε τους ZZ Top, με το σκεπτικό όμως ότι το τραγούδι ήταν πια «ελεύθερο δικαιωμάτων» (με τη «ρετσινιά» να τους μένει!).

Η ταινία «Ghostbusters» σίγουρα δεν διεκδικεί σινεφίλ δάφνες. Έδωσε πάντως την ευκαιρία στον Ray Parker Jr. να γίνει και αυτός ένας «one hit wonder» με το ομώνυμο τραγούδι και να γραφτεί στους καταλόγους του Billboard. Τα κατάφερε όμως με λίγη …βοήθεια από το «I want a new drug» του Huey Lewis (γνωστά τα τραγούδια του από αμερικάνικες ταινίες τύπου «θέλω να χάσω απεγνωσμένα την παρθενιά μου αλλά η cheerleader που αγαπώ τα έχει με τον κακό του σχολείου»). Και ο Huey όμως με τη σειρά του κατηγορήθηκε ότι είχε αντιγράφει το κλασικό disco hit των Μ «Pop music». Κυριολεκτικά ο κλέψας του κλέψαντος…
Its a beautiful dayΤο ζεύγος David και Linda LaFlamme ήταν ο πυρήνας των It’s a Βeautiful Day, ενός από τα καλά και σχετικά παραγνωρισμένα group της αμερικάνικης ψυχεδελικής folk της δεκαετίας του 60. Στον ομώνυμο δίσκο τους το 1969 υπήρχε και το «Bombay calling, ένα υπέροχο instrumental κομμάτι χρωματισμένο από τον ήχο του βιολιού. Λίγα χρόνια αργότερα, η βασική μελωδία του, γαρνιρισμένη με τα ουρλιαχτά του Ian Gillan, μετατράπηκε στο διάσημο «Child in time» των Deep Purple. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή ποτέ δεν αποδόθηκαν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι…

Γυρίζοντας το ρολόι του χρόνου ακόμη πιο πίσω μεταφερόμαστε στα 1944. Την εποχή που τα νιάτα του κόσμου θυσιάζονται στα πεδία της «δόξας», στην Αμερική σάλος ξεσηκώνεται με την υπόθεση της παγκόσμιας τότε επιτυχίας των Andrews Sisters «Rum and Coca-Cola» (να και η γκρίζα διαφήμιση!). O συνθέτης του κομματιού ονόματι Morey Amsterdam, σε μια επίσκεψη του στο Trinidad, κάπου πήρε με το αυτί του τον ρυθμό του τραγουδιού. Πίστεψε ότι ήταν παραδοσιακό, οπότε βουρ.. Η αχλάδα όμως δεν είχε ακόμη αποκαλύψει το …πίσω μέρος της! Όταν δε το αποκάλυψε, αποδείχθηκε ότι το κομμάτι δεν ήταν παρά μια τοπική επιτυχία που είχε γράψει ο Lionel Belasco το 1906.

Το να …κλέψεις τον εαυτό σου είναι μια καθ’ όλα συνηθισμένη περίπτωση, αν θυμηθούμε πόσοι καλλιτέχνες έχτισαν καριέρες και …βίλες κυκλοφορώντας συνέχεια το …ίδιο τραγούδι με διαφορετικό τίτλο! Η περίπτωση των Four Tops και του τραγουδιού τους «I can’t help you», έχει ενδιαφέρον γιατί εμπεριέχει και το στοιχείο του αυτοσαρκασμού. Το επόμενο single που κυκλοφόρησαν έμοιαζε πάρα πολύ με το «I can’t help you», και είχε τον αφοπλιστικά ειλικρινή τίτλο «It’s the same old song»!
Barclay James HarvestΜεγάλη δόση σαρκασμού και βιτριολικής ειρωνείας εμπεριείχε και το γνωστό «Poor Man’s Moody Blues» των «προοδευτικών ροκάδων» Barclay James Harvest. To group είχε βαρεθεί να δέχεται κριτικές ότι μιμείται τους Moody Blues, οπότε σαν αντίδραση ηχογράφησε αυτό το κομμάτι το οποίο όχι μόνο ήταν …σιαμαίο με το «Nights in White Satin», αλλά είχε και αναφορά στον τίτλο! Και στο τέλος έγινε και μεγάλη επιτυχία!

Ας αναφέρω όμως επί τροχάδην λίγα ζευγάρια τραγουδιών ακόμη (πρώτο είναι το «πρωτότυπο»):

«Lust For Life»-Iggy Pop/»Are You Gonna Be My Girl»-Jet
«Daydreamer»- David Cassidy/»Last Christmas»-Wham!
Bobby Mc Ferrin-«Don’t worry, be happy»/»What’s going on»-4 Non Blondes
«Billy Jean»-Michael Jackson/»Kawliga»-Residents (οι εισαγωγές είναι ακριβώς ίδιες!)
«Rock of Ages»- Def Leppard/»Pretty Fly For a White Guy»-Offspring
«Superfreak»-Rick James/»U Can’t Touch This»-MC Hammer
«You can’t hurry love»-Supremes/»Man Eater»-Hall & Oates
«Papa-Oom-Mow-Mow»-Rivingtons/ «Surfin’ Bird»-Trashmen

Μια όχι ασυνήθιστη περίπτωση είναι αυτή άσημων συνήθως μουσικών, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα που τους δίνει ο νόμος, διεκδικούν ένα μερίδιο (έστω και ψίχουλο) δόξας, αξιώνοντας την πατρότητα γνωστών τραγουδιών. Κάτι τέτοιο συνέβη με τον Irving Berlin. Το όνομα του πιθανότατα δεν είναι τόσο οικείο στους αναγνώστες του MIC, παρόλο που πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες του προηγούμενου αιώνα. Ο λόγος είναι ότι έδρασε στην αρχή του αιώνα αυτού και υπήρξε διάσημο όνομα της εποχής και συνθέτης πολλών επιτυχιών που θεωρούνται κλασικές (το «White Christmas» π.χ. δικό του είναι). Ο συνθέτης αυτός είχε κατηγορηθεί ουκ ολίγες φορές ότι έπαιρνε τραγούδια αγνώστων συνθετών και τα παρουσίαζε για δικά του. Μετά όμως από ένα μεγάλο δικαστικό σήριαλ (οι Αμερικανοί «ψοφάνε» για κάτι τέτοια) τελικά απαλλάχτηκε από το βάρος όλων των κατηγοριών. Σε μια παρόμοια ιστορία είχε μπλέξει και ο Andrew Lloyd Weber, από τον οποίο ο άσημος folk συνθέτης θρησκευτικών τραγουδιών Ray Repp διεκδίκησε την πατρότητα (και τα οικονομικά ωφέλη ασφαλώς!) του «Phantom of the Opera», αλλά και εδώ τελικά το δικαστήριο (όπως και η …διαιτησία) ήταν με το μεγάλο όνομα!
ΧατζιδάκιςΚαι οι δικοί μας μικροί και μεγάλοι συνθέτες όμως δεν υστέρησαν στο «σπορ». Ο μεγάλος Χατζιδάκις μάλιστα ομολόγησε πως είχε αντιγράψει το θέμα του «άσπονδου» φίλου του Θεοδωράκη από την «Eλληνική Aποκριά» για το δικό του «Tο πέλαγο είναι βαθύ», αλλά και τη συμφωνία αρ. 40 του Mozart για το «Xασάπικο Σαράντα». Αλλά και ο Θεοδωράκης δεν έμεινε αλώβητος… Το εμβληματικό (μαζί με το …σουβλάκι και το μουσακά!) για την διεθνή εικόνα της Ελλάδας μουσικό θέμα της ταινίας «Ζορμπάς», υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι αποτελεί μια …μικρή ανακατάταξη των μουσικών φράσεων του «Aρμενοχωριανού συρτού», κομματιού που ηχογράφησε το 1950 ο Γιώργος Kουτσουρέλης, ένας γνωστός Kρητικός οργανοπαίχτης.

Το ξέρατε ότι τα εθνικά συμφέροντα μπορεί να έχουν σχέση ακόμη και με την πατρότητα ενός τραγουδιού; Τι συνέβη; Ο Διονύσης Σαββόπουλος στον δίσκο του «Το Περιβόλι του Tρελού» συμπεριέλαβε με την ένδειξη «διασκευή», ένα παραδοσιακό κομμάτι των Δωδεκανήσων, το γνωστό σε όλους «Nτιρλαντά». Την πατρότητα όμως του κομματιού αυτού διεκδίκησε με αγωγή κάποιος Καλύμνιος ονόματι Γκίνης. Το ζήτημα …διεθνοποιήθηκε όταν το «Nτιρλαντά» το τραγούδησε η διάσημη εκείνη την εποχή Dalida, πουλώντας μάλιστα και 5 εκατομμύρια δίσκους. Μπροστά στο κίνδυνο να χαθούν (από ποιους;;) τα ποσοστά από τις πωλήσεις του τραγουδιού στη Γαλλία (κάτι που θα γινόταν αν χαρακτηριζόταν ως «παραδοσιακό») ελήφθη τελικά η «εθνικόφρωνη» απόφαση το τραγούδι να αποδοθεί στον Γκίνη!

Τελειώνοντας, ξέρω ότι δεν αναφέρθηκα σε μια ντόπια περίπτωση πολύ διάσημη. Όταν είπα σε φίλους για το θέμα του αφιερώματος, όλων η πρώτη σκέψη πήγε σε κάτι εγχώριους …Απόλλωνες οι οποίοι κατάφεραν με την «Insomnia» των Faithless να κάνουν μία ολόκληρη χώρα να «υποφέρει, υποφέρει πολύ» και με το «In Da Club» του 50Cent να …διχάσουν μια ολόκληρη Αθήνα. Όμως πιστεύω ότι η περίπτωση αυτή δεν αξίζει περισσότερης προσοχής, το MIC άλλωστε είναι περιοδικό μουσικό, όχι η Traffic…

Αναφορές θα μπορούσαν να γίνουν πολλές ακόμη! Πιστεύω πως δεν θα είχε όμως νόημα. Σκοπός του αφιερώματος δεν ήταν να εξαντλήσει όλες τις περιπτώσεις (δεν γινόταν άλλωστε!). Είχε σκοπό απλώς να δείξει ότι η τέχνη και η δημιουργία εξελίσσονται και πορεύονται μέσα από επιρροές, αντιγραφές, συγκρούσεις ακόμη και «κλοπές». Οι οποίες όχι μόνο είναι αναπόφευκτες αλλά καμιά φορά ζωτικές, ακόμη και απαραίτητες. Και η ιστορία συνεχίζεται…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε