Sieben – As they should sound (Redroom)

1. As they should sound
2. The sun
3. Crimson clover
4. Virgin in the green
5. The spirit
6. Loves promise
7. Love must wax cold
8. Northern lights
9. Lucifer
10. Petersons seat
11. The blade
12. Sacrifice content

Είναι κάποιες φορές αναρωτιέμαι… Αν ήμουν κάποιο είδος δημιουργού, μουσικός, ζωγράφος, συγγραφέας, πως θα αντιμετώπιζα τα παλιά μου δημιουργήματα; Θα ανέτρεχα σε αυτά με νοσταλγία όπως σε παλιές φωτογραφίες ή ιστορικά τεκμήρια ή μήπως θα τα είχα καταχωνιάσει αποφεύγοντας την επαφή με ένα παρελθόν που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί; Θα αποδεχόμουν την ύπαρξη τους; Θα τα έβλεπα σαν ένα μέτρο του χρόνου που περνά; Θα το άντεχα; Ή μήπως θα έμπαινα στον πειρασμό να τα αλλάξω όλα, υπό το φως του παρόντος άλλου εαυτού μου, έχοντας έτσι την ψευδαίσθηση ότι έχω τη δύναμη (και τη φαντασιακή δυνατότητα) να επέμβω το παρελθόν; Ποιος ξέρει!

Ο Sieben πάντως με τον δίσκο του «As they should sound» δίνει τη δική του προσωπική απάντηση σε ερωτήματα σαν κι αυτά.

Ποιος είναι όμως ο κύριος αυτός; Ως Matt Howden είναι καταγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του βιομηχανικής και ηλεκτρονικής παράδοσης Sheffield, και ως βιολιτζής (προτιμώ τον λαϊκό όρο από τον λόγιο «βιολιστή», ή ακόμη χειρότερα «βιολονίστα»!) έχει φτιάξει καλό όνομα στην πιάτσα την τελευταία δεκαετία, όχι μόνο χάρις στα δικά του έργα, άλλα και συνεργαζόμενος με μια πλειάδα μουσικών σχημάτων, από τους Larsen και τους Spiritual Front (τους οποίους, φευ, θυσιάσαμε στο βωμό του …εκλογικού καθήκοντος!), ως τους Sol Invictus. Καλές παρέες φαίνεται να έχει ο τύπος! Μόνο από τον David Tibet έχει ξεφύγει (ακόμη;)

Οι προθέσεις του παρόντος δίσκου είναι σαφείς από τον τίτλο ήδη: ο Sieben επιλέγει και διασκευάζει Sieben. Και παρουσιάζει ένα απάνθισμα της πορείας του (ας μην το ονομάσουμε «best of», αφού και ο ίδιος δεν το θέλει!), με τα τραγούδια να αναγεννώνται σε νέες σημερινές εκτελέσεις με νέο μάτι και άποψη. Όπου η νέα αυτή άποψη συνίσταται σε μια πιο λιτή απογυμνωμένη αίσθηση, πολύ κοντά στο ζωντανό αίσθημα μιας συναυλίας, μόνος αυτός, το βιολί και ένα loop pedal, χωρίς όμως να φτάνει σε αποδομητικές και αναδομητικές υπερβολές.

Έχω τη γενικότερη άποψη ότι κάθε τραγούδι κρύβει στην καρδιά του μια βαθύτερη ουσία, η οποία είναι αναγνωρίσιμη και δεν χάνεται όσες μεταλλάξεις και διαστροφές κι αν υποστεί. Έτσι, τo «Love’s promise» που ήταν ούτως ή άλλως από τα πιο όμορφα τραγούδια του, καταφέρνει κι εδώ να αγγίξει ευαίσθητες χορδές. Όπως και το όμορφα κλιμακούμενο «Love must wax cold» όπου παίζει το δοξάρι με έναν τρόπο (θα τολμούσα να πω) σκληρής τρυφερότητας, με νεύρο, σαν να θέλει να κάνει το άψυχο ξύλο να αντηχήσει, να γίνει αγωγός συναισθημάτων. Όπως και η συγκίνηση που αναδίδει το «The spirit», που παραμένει αναλλοίωτη.

Κλείνοντας, αναρωτιέμαι και πάλι… Τελικά «έτσι πρέπει να ακούγονται» αυτά τα τραγούδια; Είναι αυτή η «οριστική» τους μορφή; Υπάρχουν «οριστικά πρέπει» στη μουσική; Και κάθε πότε μπορεί ένας μουσικός να στρέφει το βλέμμα προς τα πίσω και να βγάζει δίσκους σαν κι αυτόν;

8

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε