Μανώλης Νταλούκας – Ελληνικό ροκ

Ελληνικό ροκΜε ποιά κριτήρια χαρακτηρίζεται άραγε ένα βιβλίο σαν «καλό»; Να έχει πλοκή και να σε κρατάει… Να είναι καλογραμμένο σε γλώσσα που ρέει. Να είναι αποκαλυπτικό (όχι με την έννοια που εννοούν οι τηλεκανίβαλοι-δημοσιογράφοι του μεσημεριού!). Να κινητοποιεί τη σκέψη σου… Και όταν κλείνεις και την τελευταία σελίδα να έχεις μάθει κάτι από αυτό. Και θα προσέθετα, ως μια εντελώς προσωπική άποψη, να σε κάνει να διαφωνείς, να σε κεντρίζει, να σε ερεθίζει, να σε αναγκάζει να δεις ανοιχτά θέματα από μια νέα σκοπιά. Την προσωπική πάντα σκοπιά του συγγραφέα.

Τα ίδια ισχύουν και για ένα ιστορικό βιβλίο. Άλλωστε κάθε ιστορία είναι κατ’ ουσίαν μια μυθ-ιστορία βασισμένη μεν σε κάποια αληθινά (και αυτό όχι πάντα) περιστατικά, φιλτραρισμένη δε μέσα από το πρίσμα προκαταλήψεων, ιδεοληψιών, προσωπικών στάσεων και βιωμάτων.

Το βιβλίο του δημοσιογράφου Μανώλη Νταλούκα αφηγείται την μυθ-ιστορία του ελληνικού ροκ. Ή τουλάχιστον αυτού που θεωρεί ο συγγραφέας «ελληνικό ροκ». Άλλωσε ο όρος «ροκ» έχει πλέον τόσο ξεχειλωθεί, που τελικά ροκ σημαίνει τα πάντα και τίποτε (μέχρι και ότι τα …δημοτικά είναι ροκ έχω διαβάσει κάπου!). Το βιβλίο διαβάζεται με την προσήλωση μυθιστορήματος, έχει πλοκή σχεδόν συναρπαστική (πραγματικό page-turner όπως λένε γλαφυρότατα οι Άγγλοι), έχει πρωταγωνιστές καλούς και κακούς, και φωτίζει αθέατες και ξεχασμένες πτυχές αυτής της μεγάλης περιπέτειας που λέγεται ελληνικό ροκ, από εποχές τόσο κοντινές αλλά και τόσο μακρινές συγχρόνως. Είναι γραμμένο σε πολύ όμορφη γλώσσα, όσο πρέπει ποιητικίζουσα, ρομαντική και παθιασμένη και όσο πρέπει αποστασιοποιημένη και ψυχρή. Το δε φωτογραφικό υλικό είναι σχεδόν συγκλονιστικό…

Η κυριότερη όμως αρετή του βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας δεν περιορίζει την οπτική του στα στενά πλαίσια της κατεστημένης (διάβαζε: δισκογραφημένης) μουσικής. Έτσι γνωρίζουμε ονόματα καλλιτεχνών που ξεχάστηκαν, μόνο και μόνο γιατί δεν συμμετείχαν ποτέ στο μεγάλο παζάρι που λέγεται μουσική βιομηχανία. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι ήταν και αμελητέοι. Άλλωστε σε πείσμα των διαφόρων εμπόρων, «μάνατζερς» και νταβατζήδων της μουσικής, η μουσική δεν είναι (μόνο) βιομηχανία. Και όπως στο Σύμπαν υπάρχει ένα τεράστιο ποσοστό «σκοτεινής ύλης» (περίπου 10 φορές περισσότερη από τη «συνηθισμένη» ορατή ύλη!), έτσι και στην τέχνη γενικότερα υπάρχουν τεράστιες ποσότητες «σκοτεινής» και αθέατης τέχνης. Τέχνης της οποίας η μοίρα είναι να ξεχαστεί συντετριμμένη στις μυλόπετρες του συστήματος και λογοκριμένη από τους σύγχρονους «ασφαλίτες» της σκέψης. Τέχνη η οποία όμως έχει επιτελέσει το σκοπό της, που δεν είναι άλλος από την επικοινωνία και την έκφραση. Και το ροκ αυτό δεν είναι άλλωστε; Ένας τρόπος έκφρασης των νέων στην ψυχή (αυτό μας συμφέρει κιόλας!). Γι’ αυτό και ο συγγραφέας επεκτείνεται και σε άλλες μορφές νεανικής έκφρασης πέραν της μουσικής, όπως η ζωγραφική, η ποίηση και το θέατρο.

Τα χρονικά πλαίσια στα οποία κινείται η ιστορία ξεκινούν από την σκοτενή εμφυλιοπολεμική εποχή του ’40 και του ’50 (και την επονομαζόμενη «γενιά του Χάους») και τελειώνουν με την αυτοθυσία του Παύλου Σιδηρόπουλου στο βωμό της πρέζας. Και όχι, ο θάνατος του Παύλου δεν παρουσιάζεται, όπως συνήθως, σαν το τέλος της αθωότητας και της ανεμελιάς… Γιατί μια τέτοια αθωότητα δεν υπήρξε ποτέ! Υπάρχει μόνο στα μυαλά των διάφορων Μαστοράκηδων (ο ρόλος του οποίου διαφωτίζεται πλήρως στο βιβλίο, ξεκινώντας από την χειραγώγηση της «χρυσής» νεολαίας μέχρι και τον σκοτεινό πρακτορικό του ρόλο τη βραδυά του Πολυτεχνείου).

Πως άραγε να υπάρξει π.χ. αθωότητα την εποχή που η Ελλάδα είχε χωριστεί σε «εθνικόφρονες» και «εαμοβούλγαρους»; Την διεκδίκησαν τα «παιδιά του swing», οι «ανεύθυνοι», αλλά συνετρίβησαν. Όπως συνετρίβη και το υπαρξιστικό όνειρο που για λίγα χρόνια είχε βρει καταφύγιο στην ιπτάμενη παράγκα του Σίμου στου Ψυρρή (στο σημερινό βασίλειο του τηγανισμένου σε ορυκτέλαιο κολοκυθοκεφτέ!).

Διαβάζοντας πάντως το βιβλίο θα συνειδητοποίησετε το πόσο βαθιά συντηρητική ήταν η κοινωνία της δεκαετίας του ’60, το πόσο έτοιμη ήταν για την χούντα, και το γιατί η αντίσταση στη χούντα θα ήταν υπόθεση λίγων γραφικών, «κουμουνιστών», άπλυτων κλπ (η φρασεολογία των φασιστών δεν αλλάζει με τα χρόνια!). Και πόσο βαθιά αντιδραστικές ήταν οι δήθεν προκλητικές ταινίες του Δαλιανίδη τύπου «Νόμος 4000». Πόσο ωραιοποιημένα αλήθεια φαίνονται εκείνα τα χρόνια μέσα από τις ταινίες του «παλιού καλού» ελληνικού κινηματογράφου («κουρέψτε τους αλήτες» έλεγε ο καθαγιασμένος λόγω των ταινιών αυτών Σακελλάριος)! Και τα πράγματα δεν θα αλλάξουν με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Το ροκ θα μείνει πάντα στο περιθώριο, χτυπημένο μάλιστα τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά!! Η απογοήτευση θα κυριαρχήσει και η «γενιά της θλίψης» θα έρθει σαν μοιραία συνέπεια…

Μία ήταν η διαφωνία μου με τις απόψεις του συγγραφέα. Μία αλλά σφοδρή! Και αναφέρομαι στον επιθετικό και μάλλον περιφρονητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο Νταλούκας όσους τόλμησαν να εκφραστούν με αγγλικό στίχο. Οι οποίοι αντιμετωπίζονται σχεδόν σαν «προδότες! «οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους ανθυπομοίραρχους των Άγγλων, ήταν άνευ σημασίας, αλλά οι Sharp Ties που δρουν στο club Skylab, έχουν εντυπωσιάσει τους πάντες…». Δεν αμφισβητώ ότι υπήρξαν υπερβολές και γραφικότητες και πιθηκισμοί σε σημείο φαιδρό. Όμως η ελληνικότητα είναι ζήτημα αποκλειστικά και μόνο του στίχου; Πόσο «Έλληνας» είναι δηλαδή ο Σαββόπουλος που αντέγραφε ανενδοίαστα τον Dylan; Πέρα βέβαια από το ότι προσωπικά δεν καταλαβαίνω αυτά τα εθνικά σύνδρομα στην τέχνη, η οποία είναι εξ ορισμού υπερεθνική και παγκοσμιοποιημένη…

Επίσης στα αρνητικά για μένα καταγράφεται η απουσία μιας πλειάδας σχημάτων των 80s, μιας σκηνής η οποία μάλιστα θα ταίριαζε γάντι στις αντιλήψεις του συγγραφέα για «μελαγχολική δεκαετία». Μπάντες όπως οι Metro Decay, οι Χωρίς Περιδέραιο, οι (πολύ κοντά μάλιστα στην ελληνική παράδοση!) Εν Πλω και πολλοί άλλοι (ας μείνω μόνο στις χτυπητές περιπτώσεις) φαίνεται σαν να μην υπήρξαν ποτέ… Κι ας ήταν αυτοί που πράγματι εξέφρασαν την εποχή και το πνεύμα της, πράγμα που δεν έκαναν οι διάφοροι «ελληνοροκάδες» των οποίων το ρολόι είχε κολλήσει στα εξιδανικευμένα και «αγωνιστικά» 60s….

Σε τελική ανάλυση όμως αυτή είναι η άποψη του συγγραφέα. Και αν αναλογιστούμε τα κριτήρια που θέσαμε στον πρόλογο του άρθρου τούτου, το «Ελληνικό ροκ» είναι ένα πολύ καλό και αξιοδιάβαστο βιβλίο. Ακόμη κι από αυτούς που δεν αισθάνονται, ή φοβούνται να είναι ροκ…

(Εκδόσεις Άγκυρα)

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε