Με αφορμή ένα βιβλίο: Μάρτιν Βάλζερ – Ο θάνατος ενός κριτικού

Ο θάνατος ενός κριτικούή περί κριτικής

«Αλογόμυγες που εμποδίζουν το άλογο να οργώσει» (Τσέχωφ). «Λέπρα των γραμμάτων» (Φλωμπέρ). «Ευνούχοι σε χαρέμι-που ξέρουν πως γίνεται, αλλά είναι ανίκανοι να το κάνουν οι ίδιοι» (Μπήαν). «Όσο για σας, ασήμαντα φθονερά ανθρωπάκια, μπάσταρδοι που όλη μέρα άλλο δεν κάνετε από το να μουγκρίζετε, να πάτε να πνιγείτε» (Ραμπελαί)! Ποιοι είναι όμως οι άτυχοι στόχοι αυτών των ιοβόλων και… μάλλον επιθετικών σχολίων; Ναι, όπως το φανταστήκατε, είναι οι κριτικοί!

Η κόντρα μεταξύ των φυλών των δημιουργών και των κριτικών πρέπει να γεννήθηκε ταυτόχρονα με την γέννηση του πρώτου έργου τέχνης. Χρονολογείται από εκείνη την χαμένη στο βάθος του πηγαδιού του χρόνου στιγμή, όταν ο πρώτος homo sapiens σκάλισε την εικόνα ενός μαμούθ στον τοίχο της σπηλιάς για να εισπράξει φαντάζομαι αμέσως και τις πρώτες… κριτικές: «χμμ, πολύ νατουραλιστικό», «μα καλά, είναι τέχνη αυτό;», «αντί να πας να κυνηγήσεις βρε αχαΐρευτε κανένα μαμούθ να φάμε και λίγο κρέας, μου κάθεσαι και ζωγραφίζεις αηδίες στους τοίχους» και άλλα εξίσου δηκτικά και… διαχρονικά! Πιθανότατα ο πρωτοπόρος πρόγονος μας να σήκωσε τους ώμους περιφρονητικά μουρμουρίζοντας «άσχετοι, που να καταλάβετε εσείς από τέχνη, πάντα πρωτόγονοι θα μείνετε!» Πολλοί όμως συνάδελφοι του, δεν ανέχονται τόσο συγκαταβατικά την κριτική όπως υποδηλώνει και ο τίτλος τούτου του βιβλίου. Ο οποίος μου κίνησε το ενδιαφέρον (για προφανείς λόγους!) να το διαβάσω πρώτα, και μετά να σας το παρουσιάσω (μη ακολουθώντας βεβαίως το παράδειγμα του Κανέτι: «Δεν διαβάζω ποτέ ένα βιβλίο προτού γράψω κριτική γι’ αυτό, για να μην είμαι προκατειλημμένος υπέρ του»)!

Η υπόθεση του βιβλίου απλή: ένας διάσημος και μεγαλόσχημος κριτικός λογοτεχνίας, ο Ερλ Κένιγκ, δολοφονείται στην πολυτελή έπαυλη του εκδότη του. Οι υποψίες στρέφονται αμέσως προς τον συγγραφέα Χανς Λαχ, του οποίου το βιβλίο είχε μόλις «θάψει» και απορρίψει σκαιότατα στην τελευταία του τηλεοπτική εκπομπή. Ένας μελετητής μυστικιστικών κειμένων, γνώριμος του Λαχ, αναλαμβάνει αυτόκλητα να αποδείξει την αθωότητα του.

Μην σας παρασύρει όμως η υπόθεση! Το βιβλίο δεν είναι κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, και δεν πρόκειται να σας κρατήσει με σασπένς ούτε πρόκειται να σπαζοκεφαλιάσετε με γρίφους, στοιχεία, υπόπτους και όλα τα άλλα υλικά που προβλέπει η «συνταγή» για ένα «σωστό» αστυνομικό. Έχει βέβαια κάποιες απρόβλεπτες ανατροπές στο τέλος, οι οποίες όμως είναι τόσο απρόβλεπτες ώστε γίνονται… προβλέψιμες για τον προσεκτικό αναγνώστη! Η υπόθεση του βιβλίου θα έλεγα ότι είναι προσχηματική, στημένη, ώστε να πει ο συγγραφέας αυτά που θέλει. Με έξυπνο και δηκτικό ομολογουμένως τρόπο, ο Γερμανός Μάρτιν Βάλζερ (δεν είναι κάποιο λογοτεχνικό «τζόβενο», έχει γεννηθεί το 1927, και είναι γνωστός αλλά ελάχιστα μεταφρασμένος στα ελληνικά) δεν χαρίζει κάστανα και φτιάχνει μια εκφραστική πινακοθήκη χαρακτήρων του μικρόκοσμου που ασχολείται με την λογοτεχνία (δημιουργοί, κριτικοί, εκδότες,… σύζυγοι εκδοτών, αναγνώστες). Αν και σε κάποια σημεία γίνεται λίγο διανοουμενίστικα κουραστικό και μπερδεμένο, σε γενικές γραμμές είναι ένα αξιόλογο ανάγνωσμα.

Στην Γερμανία το μυθιστόρημα αυτό ξεσήκωσε σάλο όχι μόνο στους σοβαρούς λογοτεχνικούς κύκλους αλλά και στις… Γερμανίδες Τατιάνες! Και αυτό επειδή θεωρήθηκε ότι φωτογραφίζει ουσιαστικά και βάλλει ευθέως εναντίον του Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκυ, του «πάπα» της γερμανόφωνης κριτκής σκηνής (στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιος αντίστοιχος με τόσο μεγάλη επιρροή, ίσως ο Γεωργουσόπουλος για το θέατρο-για όσους ενδιαφέρονται κυκλοφορεί μάλιστα στα ελληνικά και η αυτοβιογραφία του Ρανίτσκυ). Ο οποίος, απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον, δεν αντέδρασε με μηνύσεις και αγωγές…

Παρένθεση (σχετική): στις 3 Φεβρουαρίου του 2005 θα διεξαχθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα δίκη. Αυτή αφορά μια αγωγή ενός συγγραφέα ονόματι Αλέξανδρος Ασωνίτης κατά του πολύ καλού κριτικού της εφημερίδας «Καθημερινή» Παντελή Μπουκάλα. Ο συγγραφεύς ζητά 85.000 Ευρώ (για ψυχική οδύνη ή για διαφυγόντα κέρδη άραγες;) επειδή θεωρεί ότι η κριτική του κ. Μπουκάλα ήταν «πέραν κάθε επιθετικής προσέγγισης»! Περιστατικό πρωτοφανές (απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω για τα ελληνικά δεδομένα), αλλά και απίστευτα αποκαλυπτικό του πως αντιλαμβάνονται ορισμένοι δημιουργοί τη σχέση με την τέχνη. Αν και πρόκειται στην ουσία του για άλλο ένα επεισόδιο στην προαιώνια διαμάχη που λέγαμε.

Μια διαμάχη ατέρμονη και φοβάμαι αδιέξοδη, χωρίς νόημα. Γιατί η κρίση είναι κάτι αναπόσπαστο από την ίδια τη ζωή και την δημιουργία. Συνέχεια κρίνουμε: ανθρώπους, δίσκους… φαγητά, πράξεις, πολιτικές. Η δημιουργία αυτόματα προκαλεί και την εμφάνιση της κριτικής, όπως ακριβώς στη Φυσική μια δράση συνοδεύεται εξ ορισμού από μια αντίδραση. Κρίση σημαίνει ουσιαστικά επιλογή. Άρα ελευθερία. Το χριστιανικό «μην κρίνεις για να μην κριθείς» είναι εξίσου ανεφάρμοστο και ουτοπικό όσο και τα υπόλοιπα χριστανικά κηρύγματα. Και στο κάτω-κάτω της γραφής και η ίδια η κριτική κρίνεται. Άλλωστε πολλές φορές είναι και αυτή καθαυτή ένα πρωτογενές έργο τέχνης (βλ. π.χ. τις κινηματογραφικές κριτικές του Βασίλη Ραφαηλίδη).

Βέβαια, όπως και κάθε άλλη σύγκρουση, η διαμάχη αυτή αρδεύεται και τροφοδοτείται από την ανθρώπινη έπαρση και φιλοδοξία. Και η ίδια έπαρση που ενυπάρχει στους αφορισμούς που είδαμε στην εισαγωγή, υπάρχει και στον κριτικό ο οποίος ηδονίζεται να «θάβει» ή που ακόμη χειρότερα κάνει επίδειξη δύναμης επαινώντας «…ακόμη και όταν επαινούσε άνθρωπο ή βιβλίο ακουγόταν σαν ο ίδιος να έκανε μια χάρη – ΕΚΕΙΝΟΣ ήταν που επαίνεσε»! (απαραίτητη διευκρίνιση: αναφέρομαι σε «πραγματικούς» κριτικούς και όχι στους γραφείς οι οποίοι «κρίνουν» ανάλογα με το… πνεύμα που εκπορεύεται από την Οδό Μεσογείων ή τους «προαγωγικούς» οίκους μη-εκλεγμένων κυβερνώντων).

Προσωπικά δυσκολεύομαι να αποφασίσω ποια είναι η χειρότερη φάρα, ο κριτικός που βγάζει χολή όντας ο ίδιος ένας αποτυχημένος δημιουργός (όπως έλεγε και ο Χατζιδάκις) ή ο δημιουργός ο οποίος δεν έχει καταφέρει να εκδώσει την δουλειά του ή που αυτή δεν απασχόλησε κανέναν, έστω και αρνητικά (παρά μόνο συγγενικά πρόσωπα πρώτου βαθμού). Χαρακτηριστικό αμφότερων ότι πάσχουν από το σύνδρομο της… χαμένης ιδιοφυΐας που η «αμαθής μάζα» και οι άσχετοι εκδότες ή εταιρειάρχες δεν μπορούν να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν. Είναι συνήθως αυτοί οι ίδιοι που δεν κατανοούν ότι όποιος δημοσιεύει εκτίθεται! Είναι αυτοί που λένε στις συνεντεύξεις τους το εξοργιστικό «δέχομαι την κριτική, αρκεί να είναι… καλόπιστη»! Διάβαζε: αρκεί να με αποθεώνει! Ή το εντελώς ανεδαφικό «αρκεί να είναι αντικειμενική»!! Και ας μην ανοίξουμε τώρα το ζήτημα περί υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας, ζήτημα σχεδόν εξαντλημένο μετά από αιώνες φιλοσοφικής έρευνας.

Για μένα όλες οι απόψεις είναι υποκειμενικά αντικειμενικές. «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε». Και όλες φωτίζουν μια πλευρά μιας πολυεδρικής αλήθειας. Και είναι αποδεκτές. Από την πιο εμβριθή ανάλυση έως και μια άποψη του τύπου «τι μαλακίες είναι αυτές»! Αποδεκτές ασφαλώς δεν σημαίνει και ισάξιες. Εκεί μπαίνει η προσωπική κρίση, παιδεία και αισθητική για να τις διαχωρίσει και να τις αξιολογήσει. Αλλά η ύπαρξη τους είναι αναπόφευκτη αλλά και απαραίτητη! Γιατί ο ολοκληρωτισμός ξεκινά εκεί που αρχίζουν να απαγορεύονται ή να καθοδηγούνται!

Χμμ, και τώρα που το σκέφτομαι, μήπως πρέπει να προσέχω από δω και πέρα τι γράφω και τι βαθμούς βάζω; Η… τύχη του Ερλ Κένιγκ ασφαλώς και δεν είναι αξιοζήλευτη! Αν και τελικά… Αλλά όχι, δεν αποκαλύπτω τίποτε, καλύτερα διαβάστε το βιβλίο!

(Εκδόσεις Εστία, 2004)

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε