Category Archives: Uncategorized

Δαιμονία Νύμφη – Psychostasia (Prikosnovenie)

Image
1. Zephyros΄s Enlightening Anemos
2. Nemesis Rhamnousia
3. Thracian Gaia
4. Selene΄s Awakening Horos
5. Politeia of the Unnamed
6. Deo΄s Erotas
7. Nature΄s Metamorphosis
8. Enchanting Oneiro
9. Psychostasia
10. Hypnos

Υπάρχει μια ολόκληρη διαμάχη για την έννοια του «out of context». Όχι μόνο στην τέχνη. Πιο λιανά: μπορεί να σταθεί ένα έργο έξω από τα συμφραζόμενα του τόπου και του χρόνου όπου αυτό γεννήθηκε; Και ειδικά όταν η απόσταση στον χωρόχρονο είναι μεγάλη (και κατά τον θείο Αλβέρτο αγεφύρωτη), τόσο ώστε η αρχαιολογική και η ιστορική έρευνα, όσο ενδελεχής κι αν είναι, να καταφέρνει απλά να συμπληρώνει κενά σε ένα για πάντα χαμένο ψηφιδωτό; Μη βιαστείτε να απαντήσετε…

Επικίνδυνο και ολισθηρό το έδαφος της ενασχόλησης με την αρχαία Ελλάδα. Και όχι μόνο επειδή έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο προνομιακής δράσης κάθε λογής εύοσμων εθνικιστικών έως και καθαρά φασιστικών ανθών (χωρίς εδώ να παραλείπεται η ευθύνη της άλλης πλευράς με τις δαιμονολογικές της υπερ-απλουστεύσεις). Είναι και που η θεμελιώδης μας άγνοια για το παρελθόν εύκολα μπορεί να μπατάρει προς την εξιδανίκευση, τη γραφικότητα, το κιτς, τους αναχρονισμούς, τις ιδεοληπτικές χλαμύδες (αναρίθμητα τα παραδείγματα).

Είναι και που πίσω από κάθε ιστορική «αλήθεια» κρύβεται στην πραγματικότητα μια (ανα)παράσταση με σημερινή σκηνογραφία. Γιατί η ιστορία κατ’ ουσία το παρόν αφορά και όχι το παρελθόν. Σας φαίνεται «μεταμοντερνιά»; Αναλογιστείτε για παράδειγμα το πως ολόκληρες ιδεολογίες, ελύτεια ποιητικά αξιώματα και αισθητικές απόψεις στηρίχτηκαν πάνω στο «λευκό, λιτό και απέριττο» των ελληνικών μαρμάρων. Μόνο που μετά ήρθε αυτή η καταραμένη η Φυσικοχημεία να αποκαλύψει ότι οι αρχαίοι ναοί και τα αγάλματα ήταν μες στο χρώμα και τα πλουμίδια και να χαλάσει έτσι μια όμορφη αλλά φαντασιακή ιστορία.

Εν προκειμένω, ποτέ δεν θα μάθουμε πως ακουγόταν πραγματικά η αρχαία ελληνική μουσική. Ακόμη δε κι αν υπήρχαν κάποια ηχητικά ντοκουμέντα, προϊόντα πιθανότατα μιας κατά Λιακόπουλο …ανώτερης τεχνολογίας των αρχαίων, και πάλι θα αδυνατούσαμε να βιώσουμε μια ολοκληρωμένη αισθητική εμπειρία. Γιατί η μουσική δεν είναι μόνο ήχος και ταλαντώσεις μορίων. Η μουσική είναι και οι κοινωνικές προσλαμβάνουσες, ο τρόπος αντίληψης και σύλληψης, όλο το περιβάλλον, φυσικό τε και ανθρώπινο. Και όλα αυτά έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί…

Κατά συνέπεια: όσον αφορά τη μουσική των Δαιμονίων Νυμφών δεν δικαιούμαστε (δια) να θέσουμε απολύτως κανένα ζητούμενο αυθεντικότητας και γνησιότητας (για ποια αυθεντικότητα να μιλήσουμε άλλωστε, αν τηλεμεταφερόταν στο σήμερα ένας αρχαίος Έλληνας πολύ αμφιβάλλω αν θα καταλάβαινε τη γλώσσα την οποία εμείς θεωρούμε «αρχαία ελληνική» – από την προφορά της έως την χαμένη προσωδία). Οι ίδιοι ασφαλώς έχουν προσπαθήσει με επιστημονική μέθοδο και πεισματική αναδίφηση των πηγών να αναπαράγουν με όσο το δυνατό μεγαλύτερη πιστότητα τα όργανα των αρχαίων. Η μουσική τους όμως είναι σημερινή, των καιρών μας, 21ος αιώνας στο ημερολόγιο, στο σήμερα καταλήγει, μόνο από άλλο δρόμο. Και έτσι μπορεί να κριθεί μόνο…

Έκτος τους δίσκος είναι η «Ψυχοστασία» (αναφορά στη δοξασία για το μεταθανάτιο ζύγισμα των ψυχών – «21 γραμμάρια, να τα αφήσω;») και αυτός στην νεραϊδοπαρμένη γαλλική Prikosnovenie, 6 χρόνια μετά τον τελευταίο. Μεγάλο το διάστημα για τα σημερινά δεδομένα και (απροσδόκητα) μεγάλο το βήμα προόδου/ωρίμανσης. Οφείλω εδώ να ομολογήσω ότι στους παλιότερους τους δίσκους είχα την αίσθηση ότι, πέρα από κάποιες σποραδικές εκλάμψεις, η δυνατή κεντρική ιδέα έμοιαζε ως αυτοσκοπός να καταδυναστεύει τη μουσικότητα, η φόρμα να σέρνει από το χέρι το περιεχόμενο. Στην «Ψυχοστασία» όμως τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν και να αποκαθίσταται μια ευεργετική ισορροπία (να το αποδώσουμε στο ότι πήραν και αυτοί το …χρίσμα της Γαλάνη που λένε και οι Κόρε Ύδρο; -ναι, πραγματικά συμμετέχει σε μια μάλλον μέτρια στιγμή).

Όχι ότι στον δίσκο αυτό αποκηρύσσουν το παρελθόν τους. Ο ήχος του πυρηνικού δίδυμου του Σπύρου Γιασαφάκη και της Εύης Στεργίου εξακολουθεί να είναι αν μη τι άλλο αναγνωρίσιμος, φυσική συνέχεια του ιστορικού τους. Η θεματολογία παραμένει αρχαιοελληνικής επικέντρωσης, με ιστορίες και αρχαίους θεούς (ιδιαίτερα από την …κάτω πυραμίδα της ιεραρχίας), τον Ζέφυρο, τη Γαία, τη Σελήνη, τη Νέμεση, τον Ορφέα φυσικά (μυστικιστικό must), τον Ύπνο (ταιριαστά στο τέλος), η εκφορά του λόγου δραματουργικά θεατρική, χωρίς βέβαια να αποφεύγει ενίοτε τον στόμφο με τον οποίο έχουμε μάθει από το σχολείο να εκφέρουμε τα αρχαία (λες και στην αρχαία Ελλάδα ο μέσος άνθρωπος φιλοσοφούσε ολημερίς και κάθε πρόταση ήταν ρητό προορισμένο να μείνει στους αιώνες).

Κι αν το ρομαντικό/παγανιστικό μείγμα τους σε πολλά σημεία έρχεται πολύ κοντά στον χώρο που έχουν κατοχυρώσει οι ύστεροι (και για πολλούς παρακμιακοί) Dead Can Dance (συμμετέχει μάλιστα ο Peter Ulrich, πάλαι ποτέ κρουστός τους), στο δίσκο ανακαλύπτουμε κάμποσες μελωδίες στέρεες οι οποίες αναπτύσσονται και ενορχηστρώνονται στοχευμένα, αποφεύγοντας (το κατά δύναμιν!) τον ελοχεύοντα new age εξωτισμό («Selene’s Awakening Horos»). Ο δε μουσικός ορίζοντας έχει ανοίξει πιο πολύ, διαβαίνει τα σύνορα, περνάει από την Ροδόπη στον Αίμο, ανασκαλεύει στο χωνευτήρι της Βαλκανικής, ανακαλύπτει το μυστήριο των βουλγαρικών φωνών (συμμετέχει η Dessislava Stefanova της London Bulgarian Choir) και τις κοινές θρακιώτικες καταβολές, το αποτέλεσμα είναι ένα ιδιαίτερο αμάλγαμα χαράς και λύπης (στοιχεία αξεδιάλυτα για τους αρχαίους Θράκες).

Πραγματικά δεν ξέρω τελικά αν οι ΔΝ ανταποκρίνονται στο βάρος του εγχειρήματος που έχουν αναλάβει, αν υποπίπτουν σε αυθαιρεσίες, υπερβάσεις, φαντασιώσεις. Δεν νομίζω να έχει τόση σημασία. Γιατί αν σας έμεινε η αρχική απορία, ασφαλώς και η τέχνη μπορεί και οφείλει να λειτουργεί εκτός πλαισίου. Κάθε πλαισίου. Και αυτή είναι η δύναμη της και η μαγεία της…

7.5

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Patti Smith @ Ηρώδειο 22/06/2013

(Θέατρο Ηρώδου Αττικού – 22/06/2013)

Η αρχαία πέτρα είναι κάπως τραχιά στην αφή, πορώδης, ακανόνιστα χαοτική, σαν να θέλει με κάποιο τρόπο να πει ότι το πέρασμα του χρόνου είναι αμείλικτο, το τι θα απομείνει από ένα ανθρώπινο δημιούργημα είναι πολλές φορές και ζήτημα απλής τύχης… Καλή η σκέψη, ωραία η ιστορία, χαλάει όμως όταν σκέφτεσαι ότι το θέατρο είναι αναμαρμαρωμένο στους σύγχρονους καιρούς. Αυτά όμως τα κομμάτια ουρανού όπως ξεκόβονται μέσα από τις αψίδες πρέπει να είναι ίδια κι απαράλλαχτα όπως τότε, τα πολύ παλιά τα χρόνια.

Αναρωτιέμαι… Αν υπήρχε η θαυμαστή μηχανή του χρόνου, ποιος …απαχθείς θα πάθαινε το μεγαλύτερο ψυχολογικό σοκ, ποιος θα πήγαινε στα επείγοντα σε χειρότερη κατάσταση; Ένας χλαμυδοφόρος Αθηναίος Ρωμαίος από την εποχή που εδώ φιλοξενούνταν ακόμη και μονομαχίες ή ένα punk φρικιό, οργισμένος θαμώνας του CBGB ή του Max’s Cansas City στα μέσα της δεκαετίας του 70;

PS1

 

Στην πίσω μου θέση έχει βολευτεί σεβάσμια ανοικονόμητου όγκου κυρία με μαλλί κομμωτηρίου των 100 Ευρώ. Η γλώσσα πηγαίνει ροδάνι, γαζώνει, παραθέτει θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις, παρουσιάσεις βιβλίων. Μια βεντάλια πηγαινοέρχεται μανιακά, η βραδιά προβλέπεται ζεστή, το φεγγάρι δεν έχει ακόμη ξεπροβάλει, αλλά όπου να’ ναι… Είναι σίγουρο ότι αύριο το κρατικό μεγάλο κανάλι (όχι, προφανώς και δεν αναφέρομαι στην ΕΡΤ) θα μιλάει με επίπεδα εκστασιασμένη φωνή για την ιέρεια/ποιήτρια της ροκ η οποία γοήτευσε τους θαυμαστές της… Μόνο οι μεγαλόσχημοι απουσιάζουν από τις γνωστές θέσεις του κάτω διαζώματος, η κρίση μοιάζει να τους απάλλαξε από τέτοιες ανιαρές αγγαρείες.

Η Patti Smith στη σκηνή είναι η Patti Smith. Σακάκι και τζιν, αειθαλώς δυναμική, έχει πίσω της 67 χρόνια, κάποια από αυτά πολύ σκληρά, τώρα μοιάζει να τα θυμάται ωραία, είναι ζωντανή, ξέρει την αξία της ζωής και του να παλεύεις, γνωρίζει και δεν ντρέπεται να ομολογήσει ότι δεν είναι σπουδαία μουσικός, και καταφέρνει να κρατάει ακόμη μια αξιοθαύμαστη και αξιοπρεπή συνέπεια (όσο κι αν αυτό σε καιρούς που αλλάζουν είναι μια ριψοκίνδυνη άσκηση ισορροπίας). Στη σκηνή έχει μαζί τα παιδιά της (καταγγέλλω την οικογενειοκρατία!) και τον μάστορα Lenny Kaye, μια σχεδόν συγκινητική ιστορία αφοσίωσης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, σπάνιο φαινόμενο και όχι μόνο στο χώρο της μουσικής. Δηλώνει συγκινημένη που θα παίξει σε ένα τέτοιο ιστορικό περιβάλλον, κάτω από τη σκιά των αιώνων, στο χώρο όπου τραγούδησε μία Κάλλας, ένας Παβαρότι, ένας Νταλάρας (όχι το τελευταίο δεν το είπε).

Στο πρόσφατο του εξαιρετικό βιβλίο ο συγχωριανός της ο David o Byrne μεταξύ άλλων παρατηρεί με οξυδέρκεια κάτι που ίσως μας μοιάζει αυτονόητο. Η κάθε μουσική αναπτύσσεται σε διαλεκτική αρμονία με τους χώρους όπου παίζεται. Και σε αυτούς ακούγεται και αναπαράγεται στην πραγματική της διάσταση. Άλλη μουσική παίζεται στον κενό χώρο ενός αχανούς καθεδρικού ναού, άλλη στον ελεύθερο αέρα της υπαίθρου, άλλη σε ένα καπνισμένο χαμηλοτάβανο υπόγειο.

Η συναυλία κυλάει προβλεπόμενα καλά, ακόμη και τα πρόσφατης σοδειάς τραγούδια βρίσκουν ένα θερμό χειροκρότημα. Κάτι όμως δεν στέκει, είναι αυτή η ασυμβατότητα, η αντίφαση που υποβόσκει. Προφανώς και η ίδια κάτι καταλαβαίνει και κατεβαίνει κάτω στην πλατεία. Μία τολμηρή περνάει το κάγκελο. Μετά δύο, τρεις, πολλοί/ές, ένας μικρός χαμός, η no man’s land αποστείρωσης ανάμεσα στον θεατή και το βάθρο της κατεστημένης κουλτούρας καταργείται. Η βεντάλια πίσω μου πηγαινοέρχεται θυμωμένη, σχεδόν απαυδισμένη για την αναστάτωση. Τη φαντάζομαι στις τουαλέτες ενός υπόγειου πανκ κλαμπ και χαμογελώ…

PS4

 

Και όμως ίσως αυτό να είναι το νόημα της ιστορίας. Το χτεσινό underground γίνεται μαζική αποδοχή στο σήμερα, κάποιες φορές και το ανάποδο, το συντηρητικό προοδευτικό και τούμπαλιν, η μουσική των παιδιών κάποια στιγμή γίνεται η μουσική των γονιών. Και είναι καλά έτσι, νομίζω…

Η συναυλία εν τω μεταξύ έχει πάρει το δρόμο της, το φεγγάρι εδέησε να εμφανιστεί στον αττικό ουρανό (πάντοτε από τη …λάθος μεριά για τον καλλιτέχνη), ο Lenny Kaye, ο ηθικός αυτουργός για τις αδιάκοπες ψυχεδελικές αναβιώσεις (ο δημιουργός των Nuggets γαρ) στήνει ένα ποτ πουρί παραδοσιακού garage, η ίδια Patti τιμά νεκρούς και ζωντανούς ήρωες, τον Eddie Cochran, την Amy, τον Neil, τα παλιά τραγούδια με την προσθετική αξία του χρόνου πάνω τους ξεσηκώνουν.

Στα ενδιάμεσα, δηλώσεις συμπαράστασης, θάρρους και κουράγιου για τη χειμαζόμενη Greece. Ο κάθε καλλιτέχνης πλέον που έρχεται στα μέρη μας αισθάνεται υποχρεωμένος να δηλώσει τη στήριξή του, δεν θα το κάνει η ανέκαθεν πολιτικοποιημένη Patti; Δεν τους κακίζω… Αλλά εδώ νομίζω είμαι σαββοπουλικός: «αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει/καλύτερα να μην μας πει κανένα». Πόσες φορές να σου θυμίσουν ότι εδώ είναι η πατρίδα της δημοκρατίας; Πόσες φορές να θυμίσουν σε ένα άρρωστο χούφταλο τις παλιές καλές του ημέρες; Βρήκα πολύ πιο στοχευμένο το παρεμβατικό της αλύχτισμα για τα νεκρά αδέσποτα σκυλιά των fucking Olympics 2004. Ένα σημαντικό μέρος του θεάτρου χειροκρότησε. Όχι όλοι…

Η συναυλία κλείνει μέσα σε ενθουσιασμό με το προβλεπόμενο «People have the power». Από τότε που το πρωτοάκουσα το θεωρούσα ένα πολύ μέτριο και «εύκολο» μέσα στο συμβολισμό του τραγούδι, τα χρόνια που πέρασαν δεν μου άλλαξαν την άποψη. Στη χώρα μας όμως είναι δημοφιλές, κάποτε ήταν και σε διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας, ενός από τους κινητήριους μοχλούς του ελληνικού «θαύματος», ας το δούμε αυτό σαν μια δηλητηριώδη ιστορική ειρωνεία.

Τέλος των μικρών συλλογικών ψευδαισθήσεων. Κάποιοι βιάζονται κιόλας… Το Σαββατόβραδο είναι μπροστά, είναι μόλις 11.30, ωραία είναι οι συναυλίες να ξεκινάνε νωρίς και στην ώρα τους. Σε λίγο τα ερείπια θα μείνουν μόνα στην ησυχία τους. Κάποιος κάποτε είπε ότι πέτρα που κυλάει δεν χορταριάζει…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Κασετίνα – Κασετίνα ΙΙΙ: ΕΡΤ (Self-released)

Image
1. Αστροφεγγιά (1980)
2. Ο Ανδροκλής και τα Λιοντάρια του (1985)
3. Ειδήσεις (1982)
4. Κινέζικα Παραμύθια (1985) [γιαπωνέζικα, actually]
5. Ντογκτανιάν (1989)
6. Η Κάθοδος (1983)
7. Ο Θησαυρός της Βαγίας (1983)
8. Ο Παραμυθάς (1978)
9. Κάντυ Κάντυ (1984)
10. Στο Camping (1989)
11. Του Κουτιού τα Παραμύθια (1987)
12. Το Καπλάνι της Βιτρίνας (1990)
13. Χιλιοποδαρούσα (1985)
14. Αθλητική Κυριακή (1984)
15. Κόκκινοι Γίγαντες, Άσπροι Νάνοι (1982)
16. Μαντάμ Σουσού: Ντεκαντάνς (1983)
17. Μουσικόραμα (1982)
18. Οι Περιπέτειες του Μικρού Κοάλα (1988)
19. Το Θαυμαστό Ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον (1985)
20. Καληνύχτα σας (1996)
21. ____

Ει, εσύ, καχύποπτε, ξυπνητζή ετοιμοπόλεμε σχολιαστή. Μη σπεύσεις να πληκτρολογήσεις κακόβουλες υπόνοιες για εκμετάλλευση της επικαιρότητας, να χρεώσεις υστερόβουλες σκέψεις. Άνοιξε κανένα αυτί, άκουσε, δε χρειάζεται να βασιστείς στην ομολογία των ιδίων (kasetina.bandcamp.com), και κρίνε απλά ένα αποτέλεσμα το οποίο είναι εμφανές ότι συμπυκνώνει μπόλικη δουλειά. Εν τέλει, ούτε ο πιο μεταρρυθμιστόφιλος μουτζαχεντίν δε φαντασιωνόταν ακόμη και στα πιο αχαλίνωτα φιλελεύθερα όνειρά του αυτό το ξαφνικό βίαιο …μαύρο (κάποτε τουλάχιστον λέγανε ένα «μας συγχωρείτε διακοπή», βάζανε και μια βρύση που έσταζε…). Ας πιστώσουμε λοιπόν στην Κασετίνα τουλάχιστον ένα …κληρονομικό χάρισμα κι ας αφήσουμε την ειρωνεία για την πραγματικότητα. Όπως λέει δε και ο Feynman δεν υπάρχουν συμπτώσεις παρά γεγονότα μονάχα, στα οποία άλλοτε δίνεις σημασία και άλλοτε τα αγνοείς.

Αχ εκείνος ο μυθικός ο Οδυσσέας… Χρειάστηκε να τον φάει η θάλασσα και η αλμύρα για χρόνια, να παλέψει με κάθε είδους τέρας, γυναίκα και πειρασμό, για να συνειδητοποιήσει στο τέλος ο έρμος τι; Ότι δεν υπάρχει καμία επιστροφή (νόστος δηλαδή) χωρίς πόνο (δεν είχε διαβάσει βλέπετε και Καβάφη!). Και αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα γιατί ακριβώς ποτέ δεν πρόκειται για «επιστροφή», το ποτάμι του χρόνου έχει κυλήσει αμείλικτο, πολλά μπορεί να μοιάζουν ίδια, στην ουσία τους όμως έχουν αλλάξει. Και τότε έρχεται το άλγος. Ας μην αδικήσουμε λοιπόν τους παλιούς για το γεγονός ότι πριν από καμιά τρακοσαριά χρόνια η νοσταλγία λογιζόταν ασθένεια, συνόρευε με την επικίνδυνη (ενίοτε και θανατηφόρα) μελαγχολία, ήταν αντικείμενο ιατρικής διάγνωσης. Mal du pays που λέγανε πολύ ωραία οι γαλλόφωνοι. Pays. Πατρίδα. Μήπως τελικά η μόνη μας αυθεντική πατρίδα, η προσωπική μας Ιθάκη, δεν είναι τα βουνά και οι ψηλοί κάμποι (ανάποδα νομίζω), αλλά τα παιδικά μας χρόνια;

Φόρος τιμής λοιπόν… Στοπ, πάμε πάλι. Όχι άλλοι φόροι! Μετά την ελληνική ελαφρά ποπ των 80s και 90s και το ελληνικό πανκ, η κολεκτίβα της Κασετίνας διευρύνει (ίσως και στο μέγιστο δυνατό βαθμό) το πεδίο εξερεύνησης της μνήμης, και σειρά παίρνουν τα σήματα τηλεοπτικών εκπομπών, νότες οι οποίες συνειδητά ή ασυνείδητα έχουν περάσει ανεξίτηλα στα μνημονικά κύτταρα. Ποιο παιδί άλλωστε δεν βλέπει τηλεόραση, ένοχα κλεμμένη από το διάβασμα και πριν ο ήλιος χαμηλώσει και τραβηχτεί στην αλάνα (τότε!). Μεσημέρια…

Η Κασετίνα είναι ένα παιχνίδι (κυρία, κυρία μου την πήρε ο διπλανός μου). Μην το δείτε υποτιμητικά, όσοι έχετε να κάνετε με παιδιά ξέρετε ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο σοβαρό από ένα παιχνίδι. Και η τέχνη από μία άποψη ένα παιχνίδι για μεγάλους δεν είναι; Εν προκειμένω, έχουμε ένα παιχνίδι στημένο ακριβώς απάνω στο ξαναδιάβασμα της μνήμης. Της μνήμης ή της ιστορίας; Αδιάφορο, άλλωστε και οι δύο τομείς προσφέρουν πεδίο δόξης λαμπρό για δημιουργικές ασκήσεις αποδόμησης/αναδόμησης (οι ίδιοι προτιμούν τον όρο ανάπλαση/αναδημιουργία). Η μνήμη βέβαια προαπαιτεί βίωμα. Δεν είμαι σίγουρος ότι όλοι οι συντελεστές της Κασετίνας πληρούν τις βιωματικές προϋποθέσεις, όμως η νοσταλγία δεν προϋποθέτει βίωμα. Ως γνωστόν η ισχυρότερη νοσταλγία είναι για ότι δεν έζησες…

Σήματα εκπομπών λοιπόν. Και μπορεί να μην διαθέτουμε την παράδοση ενός BBC με εκείνο το τρομερής παραγωγικότητας BBC Radiophonic Workshop (με διασημότερο διαχρονικότερο γέννημα τον Dr Who), αλλά στο πολύπαθο αρχείο της ΕΡΤ υπάρχει ένα πλούσιο υλικό ανοιχτό σε πολυποίκιλες προσεγγίσεις. Και χωρίς καμία διάθεση εξωραϊσμού, σε πολλές περιπτώσεις πέρα από το συναισθηματικό φορτίο αναγνωρίζεις και μία εγγενή μουσική αξία. Όπως π.χ. στο γραμμένο από τον Σταμάτη Σπανουδάκη θέμα της Χιλιοποδαρούσας (πως τον έλεγαν ρε σεις εκείνο τον μετεωρολόγο; Φώντα Λαδοπρακόπουλο!) το οποίο είναι μια εξαιρετική βινιέτα ηλεκτρονικής μουσικής αλά Vangelis ή J.M.Jarre, γιατί όχι;

Κι αν περισσότερα κομμάτια κυμαίνονται κοντά στο 1 λεπτό (όπως επιτάσσουν ο σκοπός και το χρονικό πλαίσιο ενός σήματος), μπορείτε αν θέλετε να τα μετατρέψετε σε πραγματικά τραγούδια, ακολουθώντας τη συνταγή των Residents στο θρυλικό «Commercial album»: παίξτε τα απλά τρεις συνεχόμενες φορές.

H οπτική γωνία δεν θα μπορούσε παρά να είναι χαρακτηριστική των εμμονών των δημιουργών (Filtig/Dalot/Νίκος Γριβάκης). Έτσι συναντάμε πινελιές παιδικής (παιδικοφανούς καλύτερα) απλότητας, ambient περιπλανήσεις, post κιθάρες, επιρροές από Gershon Kingsley και την υπόλοιπη πρώιμη π.Κ. (διάβαζε προ-Kraftwerk) electropop.

Θέλω πάντως να σταθώ ιδιαίτερα σε δύο δείγματα όπου το αποτέλεσμα ξεπερνάει μια διασκευαστική άσκηση ύφους αλλά πλησιάζει την πρωτογενή δημιουργία, όχι μόνο αναδεικνύοντας αλλά συμπληρώνοντας κιόλας το παρελθόν. Από τη μία αναφέρομαι στην εκπληκτική δουλειά που έχει γίνει στο θέμα από τον αγαπημένο Θησαυρό της Βαγίας (πάλι Σπανουδάκης!), το οποίο καταφέρνει να τονίσει το υπόγεια απειλητικό στοιχείο και την αγωνία που είχε εκείνη ιστορία, με κατοχή, γερμανούς στρατιώτες, κρυμμένες λίρες, πηγάδια σκοτεινά, σε πλήρη αντίθεση με το φως των ανέμελων καλοκαιρινών διακοπών (δεν θα μου ήταν δύσκολο να το ταιριάξω ακόμη και με κάτι από το …»Horse Rotorvator» των Coil). Από την άλλη, το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον, το οποίο είναι και το μόνο που φτάνει τη διάρκεια των 4 λεπτών, πιάνει το ονειρικό, το αέρινο, το αίσθημα που θα είχες αν ταξίδευες τον κόσμο πάνω στην πλάτη μιας αγριόχηνας. Dream pop δεν το λέμε οι μουσικοκριτικοί;

Από κει και πέρα, δείτε και τη λίστα εδώ παραδίπλα με τους τίτλους, και πελαγοδρομήστε στις αναμνήσεις. Η Κάντυ Κάντυ, την οποία φυσικά βλέπανε μόνο τα κορίτσια (ακόμη δεν είχαμε ανακαλύψει κάποιον ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης για αυτά τα εξωτικά, μάλλον ενοχλητικά πλάσματα), άσχετα αν κι εμείς γνωρίζαμε με κάποιο τρόπο όλη την υπόθεση. Το τηλεπαιχνίδι για τα …φυτά της εποχής «Κόκκινοι γίγαντες, άσπροι νάνοι». Η «Αθλητική Κυριακή», 10 η ώρα, άντε για ύπνο, ετοίμασες τη σάκα σου, αύριο έχεις σχολείο (το οποίο πάντως δεν γράφτηκε το 1984 όπως αναφέρεται). Ο ιπτάμενος παραμυθάς για τα μικρά (εντάξει 3-4 χρόνια ήταν η διαφορά, τεράστιο το χάσμα όμως για τις ηλικίες αυτές). Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του (ιταλοντίσκο του Τουρνά), ο Βουτσάς σε αρχή παρακμής, που πάντοτε όμως θα μου φέρνει στο νου τη συχωρεμένη γιαγιά που μαζί το βλέπαμε. Να, αυτά έχουν τα παιχνίδια με το παρελθόν. Ποιος ξέρει ποιο υφάδι μπορεί να τραβήξουν, πια κρυμμένη χορδή να τανύσουν, ποια λανθάνουσα ανάμνηση να ξυπνήσουν, ποιον καταρράκτη συνειρμών να πυροδοτήσουν; Σνιφ σνιφ (και δεν εννοώ τον πρωτότυπο τίτλο του Λογαρίδη στο θέμα από το Μουσικόραμα).

Πφφφ. Νοσταλγία… Χάσιμο χρόνου… Δεν είμαστε για τέτοιες συναισθηματικές περιπλοκές σε εποχές όπου αφήνουμε πίσω το παρελθόν, κοιτάμε μπροστά, γυρίζουμε σελίδα, μπλα, μπλα, μπλα… Μήπως όμως κι εκείνο το φύσημα στο τέλος, ο λευκός θόρυβος των σβησμένων ραδιοκυμάτων μετά την καληνύχτα και το κλείσιμο του πομπού δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ηχητική αναπαράσταση ενός τρομακτικού κενού; Εκείνου της χαμένης μνήμης;

8.5

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Με αφορμή μια συναυλία- Κόρε. Ύδρο – 18/05/2013

Με αφορμή μια συναυλία

(Gagarin 205, Αθήνα – 18/05/2013)

Ένα ραντεβού που άργησε πέντε ημέρες. Και τρία χρόνια…

Περίμενα να περάσουν μερικές ημέρες ασφαλείας από τη ζωντανή εμφάνιση των Κόρε Ύδρο για να γράψω αυτά τα δύο λογάκια. Αυτό όμως δεν θα είναι ένα τυπικό ριβιού, ούτε ένα …απαισιόδοξο τραγουδάκι. Περισσότερο σκέψεις με αφορμή. Μεταξύ μας, πολύ μεταξύ μας, δεν βρίσκω και ιδιαίτερο νόημα στις ανασκοπήσεις συναυλιών. Πέρα από ότι μοιάζουν με τις …προτηγανισμένες πατάτες (τρώγονται/διαβάζονται μόνο ζεστές), καμιά φορά αναρωτιέμαι σε ποιους τελικά απευθύνονται, καθότι στην πραγματικότητα αφορούν ένα προϊόν το οποίο «χάθηκε» ανεπιστρεπτί μέσα στο χρόνο. Θα μου πείτε μπορεί ίσως να λειτουργήσει ως παρότρυνση για κάποια επόμενη φορά, κάποτε, κάπου εδώ ή κάπου αλλού, και ίσως να σας δώσω ένα κάποιο δίκιο. Αλλά ποτέ καμία συναυλία δεν θα είναι ξανά η ίδια… Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ακριβοθώρητες σαν κι αυτή του Σαββάτου…

KoreYdro1

 

Υπάρχει πραγματικά κάτι το διεστραμμένα παραμορφωτικό στο να διαβάζεις την πραγματικότητα μέσα από τα γυαλιά του hype, της πρόσκαιρης μόδας δηλαδή. Αλλά ας έχουμε κατά νουν ότι είναι εξίσου παραμορφωτική και αυτο-παγιδευτική και η ακριβώς αντίθετη στάση, ας την ονομάσουμε αντι-hype. Αυτό συμβαίνει άλλωστε με όλους τους ετεροκαθορισμούς. Και ειδικά η μουσική δεν μπορεί να ερμηνεύεται μέσα από ποδοσφαιρογενή δίπολα, ούτε να πετσοκόβεται με προκρούστειες θεωρίες των …δύο άκρων. Κι ας πρόκειται για μια συνήθη πρακτική.

Hype των Κόρε Ύδρο λοιπόν; Ας κάνουμε πρώτα μια παύση για να κοπάσουν τα γέλια
………………….
το μέγεθος και η ακτίνα επιρροής της ελληνικής «ροκ» σκηνής κάνει τον όρο αυτό να μοιάζει τόσο καταχρηστικά σουρεαλιστικό όσο ας πούμε το «έλληνας βιομήχανος».

Θέλετε ως υπόθεση εργασίας να θεωρήσουμε ως hype τις σποραδικές υμνητικές δημοσιεύσεις, τις αγαπησιάρικες υπερβολές, τις τρικυμίες εν ποτηρίω, τον ψηφιακό θόρυβο των ανώνυμων σχολίων; Ότι πάντως κι αν συνέβη τότε με την «Φθηνή ποπ για την ελίτ», 7 χρόνια πίσω πια, οι ίδιοι το ξεπέρασαν αβρόχοις ποσί και με μια αυθεντική καλλιτεχνική αδιαφορία, χωρίς καν να διανοηθούν να το αξιοποιήσουν π.χ. στη λογική «βάλε live τώρα που γυρίζει». Από τότε άλλωστε οι φαντασιακοί trend-setters έχουν μετακινηθεί προς αναζήτηση του αγνώστου, (ίσως και ακόμη) ανύπαρκτου νέου κρέατος. Ούτε καν μια θέση στους σημαντικούς ανθρώπους για τη σημερινή μουσική πραγματικότητα δεν τους επιφυλάσσεται (άλλωστε και οι ίδιοι μικροί είναι ακόμη, δεν συναγελάζονται με τους σωστούς ανθρώπους ούτε και βρίσκονται χρεωμένοι πίσω από τα κάγκελα). Είναι και που το Λιστόν βρίσκεται τόσο μακριά από την Καρύτση… Απόσταση ασφαλείας.

Στο τέλος της ιστορίας είναι τα ίδια τα έργα που έχουν σημασία. Και ότι αξίζει μένει (παραλίγο να γράψω …πονάει). Ακούγοντας δε και πάλι τα κομμάτια της «Φθηνής ποπ», τώρα που έχει μεσολαβήσει και ένα ικανό χρονικό διάστημα, έχω την προσωπική βεβαιότητα ότι της αξίζει μια θέση εν πλω δίπλα σε έναν βραχνό προφήτη, σε εννιά πληρωμένα τραγούδια, σε μια απώλεια που έγινε συνήθεια. Σαν ένα από τα έργα εκείνα που κατάφεραν να πάνε την ελληνική μουσική ένα βηματάκι παραπέρα, σε έναν προσωπικό απάτητο δρόμο. Από άλλη αφόρμηση ασφαλώς, με διαφορετικό τρόπο, αλλά με παρόμοια δημιουργική ανησυχία/τρέλα.

KoreYdro3

 

Ακόμη πάντως και ο πιο προσεκτικός και φανατικός ακροατής της δισκογραφίας των Κ.Υ. δεν μπορεί να διανοηθεί την μετρούμενη σε άφθονα ΤΝΤ ενέργεια η οποία απελευθερώνεται στις ζωντανές εμφανίσεις τους. Καταρρίπτοντας έτσι στερεότυπα και προκάτ προκατ-αλήψεις και αποδεικνύοντας από την άλλη ένα πολύ βασικό θεώρημα, όχι τόσο αυτονόητο στην πράξη όσο ακούγεται: ότι η σκηνή και ο δίσκος είναι δύο παντελώς διαφορετικές εκφάνσεις της μουσικής τις οποίες χωρίζει ένα τεράστιο χάσμα, η επιτυχία στη μία δεν συνεπάγεται αυτόματη επιτυχία και στην άλλη. Η σκηνική παρουσίαση δεν είναι μια μεταφορά του στούντιο σε άλλο χώρο, ούτε και μια απλή ζωντανή εκτέλεση του δίσκου. Μόνο. Είναι και κάτι παραπάνω, κάτι που βιώνεται μόνο. Είναι και πάθος, είναι ηθοποιία, είναι ταλέντο. Είναι κατ’ ουσία μια άλλη μορφή τέχνης.

Ο Παντελής Δημητριάδης λοιπόν είναι αναμφίβολα ένας από τους λίγους χαρισματικούς περφόρμερ που διαθέτουμε στα μέρη μας. Ο οποίος σε συνεπαίρνει όχι μόνο επειδή απολαμβάνει και αποζητά την επαφή με τον κόσμο, διαβαίνοντας μάλιστα συνέχεια τη γραμμή η οποία χωρίζει την σκηνή από την πλατεία. Είναι και μια ακαταλόγιστη παιδική αθωότητα και μια αίσθηση υπέρβασης μιας έμφυτης ντροπαλοσύνης μέσω της ανελέητης έκθεσης, η οποία συγκινεί. Εμένα τουλάχιστον…

Βλέποντας το χαμό (θέλετε να πω μακελειό για να δώσω και την πανκ διάσταση;) τριγύρω, σκέφτομαι ότι δεν μπορεί, για να συμβαίνουν όλα αυτά οι Κ.Υ. πρέπει να έχουν αγγίξει μια πραγματικά και γνήσια δικό μας.

Και δεν είναι μόνο οι στίχοι. Άλλωστε ποτέ δεν έλειψε ο καλός ο στίχος στην ελληνική μουσική. Ακόμη κι αυτοί όμως έχουν κάτι το ιδιαίτερο. Έξυπνα καταθλιπτικοί, ιδιότυπα ρομαντικοί. Κι όπως έγραψε και ο Καραμπεάζης στο συμβολικής αξίας δεκάρι του, αφόρητα προσωπικοί και βιωματικοί. Είναι η δύσκολη οδός αυτή για να καταφέρεις να αγγίξεις τους πολλούς. Ίσως όμως η μόνη αληθινή. Άλλο φθηνή και άλλο λαϊκίστικη ποπ…

KoreYdro2

 

Είναι όμως και η μουσική. Μια μουσική η οποία ενσωματώνει και ακούσματα ξενικά, η μπάντα έχει ακούσει πολύ μουσική και αυτό είναι εμφανές, την οποία όμως μεταφυτεύουν σε δικά μας χώματα, δικές μας αναμνήσεις, δικά μας βιώματα (κι ας γράφεται με δόση άδικης και αστοιχείωτης ειρωνείας ότι θυμίζουν κατά στιγμές μπαλάντες του Μικρούτσικου και του Χατζηνάσιου). Σκέφτομαι ότι δεν είναι τυχαίο ότι κατάγονται από τη μοναδική ελληνική περιοχή όπου ανθίζει στην καθημερινότητα μια ζωντανή κοινωνική μουσική παιδεία.

Και είναι ακριβώς εδώ όπου αποτυγχάνουν τα περισσότερα σχήματα του …αγγλόφωνου τόξου. Γιατί όσο ανοιχτός κι αν είσαι στις διεθνείς επιρροές, αν αυτές δεν τις μετουσιώσεις ζυμώνοντας τις με την υπαρκτή κοινωνική πραγματικότητα και παράδοση, τότε καταλήγεις απλά να αναπαράγεσαι ενδογαμικά σε έναν πολύ κλειστό κύκλο. Και γαμώτο, όσα πτυχία του βρετανικού συμβουλίου κι αν έχεις, δεν μπορείς να τραγουδήσεις με την ψυχή σου στα αγγλικά…

Και κάπου εκεί στο τέλος, η συναυλία διαλύεται μέσα σε μια εκρηκτική νύχτα σύγχυσης και γέλιου. Και μένουν πίσω στη σκηνή άδεια μπουκαλάκια νερό, οι στίχοι σκονάκια, πεταμένα πουκάμισα, σπασμένες χορδές… Και κάποιες τελευταίες νότες που στάζουν από το πιάνο… Η νύχτα του Σαββάτου μας περιμένει. Κι ευτυχώς, εδώ έχουμε τρένα…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Tango With Lions – A long walk (Inner Ear)

Image
1. Slippery roads
2. A long walk
3. News
4. Rainy fall
5. Kite
6. People stare
7. Obituary
8. Where heroes dies
9. Over the neon light
10. Playground

Υπάρχουν στην ιστορία διάφορες μεγάλες ή μακριές πορείες. Άλλες καταγεγραμμένες με χοντρά και άλλες με ψιλά γράμματα. Άλλες φιλόδοξες και θορυβώδεις, άλλες εσωτερικές και ταπεινές. Άλλες σε δρόμους-λεωφόρους, άλλες σε κοπιώδη μονοπάτια. Είναι πολλοί οι συμβολισμοί και πολλά νοήματα μπορείς να αποδώσεις με αυτή την μεταφορά. Το σίγουρο είναι (το λέει και η Φυσική) ότι μια πορεία δεν καθορίζεται μόνο (ή τόσο) από το αρχικό και το τελικό σημείο της αλλά και από το έργο το οποίο παρήχθη στη διαδρομή. Ας θυμηθούμε και τον καβαφικό στίχο (είναι και η χρονιά του άλλωστε!), αυτόν που απευθύνει ο Θεόκριτος στον γκρινιάρη Ευμένη: «εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι/τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα»… Από το πρώτο στο δεύτερο σκαλί.

Δεύτερος δίσκος λοιπόν για τους Tango with Lions, και μία πρώτη εμφανής αλλαγή είναι ότι το οριστικό άρθρο στον πληθυντικό αποκτά πληρέστερο νόημα, καθώς μοιάζει να είναι στρατηγική επιλογή το όχημα να ξεφύγει από την προσωποκεντρική καθοδήγηση μιας χαλαρής κολεκτίβας και να εξελιχθεί σε ένα πραγματικό (πενταμελές) συγκρότημα. Μια παρατήρηση η οποία δεν προκύπτει μόνο από το γεγονός ότι τα κομμάτια εμφανίζονται συλλογικά υπογεγραμμένα στο εσώφυλλο, έχει και μια πραγματική επίδραση στο ηχητικό αποτέλεσμα.

Δεύτερος δίσκος, «δύσκολος». Ακούγεται βαρετά στερεότυπη η έκφραση αλλά μήπως όλα τα στερεότυπα δεν έχουν μια κάποια βάση στην πραγματικότητα; (σας αφήνω επίσης με αιωρούμενο το ερώτημα γιατί αυτό απαντάται σχεδόν αποκλειστικά στη μουσική, τη στιγμή που στις άλλες τέχνες σπανίως τίθεται-πόσες φορές έχετε διαβάσει για την δύσκολη δεύτερη ταινία;). Εν των προκειμένω λοιπόν. Το παρθενικό «Verba time» του 2010 (ανακαλώντας και την εύστοχη και …παράφωνη τότε κριτική του Καραμπεάζη) ακουγόταν ακόμη άγουρο και αμήχανο στη χρήση των εκφραστικών μέσων (παρολ’ αυτά κατάφερε να αφήσει πίσω του ένα από τα ελάχιστα, ελαχιστότατα, μετρημένα στα δάχτυλα κομμάτια της αγγλόφωνης σκηνής τα οποία ξέφυγαν από τον στενό «ορίζοντα γεγονότων» της – από μόνο του ένα αξιομνημόνευτο κατόρθωμα αν μη τι άλλο).

Από τη μεριά του αντιθέτως, το «A long walk» ακούγεται σαφώς πιο κατασταλαγμένο και σίγουρο, πιο «γεμάτο» και δουλεμένο έργο. Αφήνοντας στην άκρη τα επίθετα που έτσι κι αλλιώς είναι κάπως …αφηρημένα, η παρατήρηση δεν αφορμάται από το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται περισσότερα όργανα, ποτέ η πληθωρικότητα στη μουσική δεν υπήρξε αυταξία (το αντίθετο συνήθως!). Σπουδαία κομμάτια, με περιπετειώδη πλοκή και εξέλιξη όπως είναι το ομώνυμο ή το «Obituary», στηρίζουν του λόγου το αληθές, οι κιθάρες είναι αυτές που «κουβαλούν» τη μελωδία, έρχεται όμως ένα καίρια τοποθετημένο τρομπόνι ή ένα έγχορδο να βάλει τη δική του εμφατική συναισθηματικά πινελιά.

Οι κύριες αναφορές εξακολουθούν να διασχίζουν τον Ατλαντικό (αν και κομμάτια όπως το «News» θα ήταν ευπρόσδεκτα -και θεματολογικά- σε έναν δίσκο των Piano Magic), αποδεικνύεται για ακόμη μία φορά ότι οι Walkabouts μεταφύτευσαν πολλούς καρπερούς σπόρους στα μέρη μας, η τραγουδοποιία ακολουθεί τους χαμηλότονους δρόμους και τις ελεγχόμενες εντάσεις τους, η δε Κατερίνα Παπαχρήστου ακούγεται σαν μια άλλη Carla, εξίσου ζεστή και οικεία στην έκφραση μιας προσωπικής στιχουργικής. Πειστικής; Εν μέρει. Όταν ο καλλιτέχνης φλέγεται από πάθη, όταν προσπαθεί να μεταδώσει αγωνίες και συναισθήματα, να αφηγηθεί ιστορίες, έχω την αίσθηση ότι πάντοτε στη διαμεσολάβηση/ μετάφραση μιας ξένης γλώσσας κάτι χάνεται. Συνήθως μάλιστα το πιο ουσιαστικό…

Ένα πολύ πιο σημαντικό (και στενάχωρο) πάντως ζήτημα είναι το γιατί τέτοιοι δίσκοι, όσο καλοφτιαγμένοι κι αν είναι, μοιάζουν καταδικασμένοι να παραμείνουν μέσα στο περιορισμένο βεληνεκές μιας περιθωριακής σκηνής, αποτυγχάνοντας να μπολιάσουν έναν αδιάφορο εθνικό κορμό. Δεν ξέρω αν είναι μόνο ζήτημα γλώσσας, ποτέ όμως κανένα underground δεν άνθισε ερήμην της κοινωνίας και έξω από τα γενικότερα συμφραζόμενα. Μεγάλη η κουβέντα, η οποία δυστυχώς αδικείται όταν τίθεται μόνο συγκρουσιακά…

Κάπου σε αυτό το μουσικό πλαίσιο οριοθετείται λοιπόν η προσπάθεια των Tango with Lions, ένα πλαίσιο όχι πάντως περιοριστικά αυστηρό, υπάρχουν κομμάτια που σηματοδοτούν μια διάθεση υπέρβασης (π.χ. το νυχτερινό βαλεαριδικό «Over the neon lights»). Η συνέχεια θα αποκαλύψει προθέσεις και σκοπούς, οι δυνατότητες είναι πλέον αποδεδειγμένες. Άλλωστε η πραγματική τέχνη οφείλει να μην αρκείται σε φωτοβολίδες και φλεγόμενους μετεωρίτες. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μακριά πορεία μοναχά…

7.5

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Στυλιανός Τζιρίτας – A(r)mour (Moremars)

Image
1. Άλογο
2. Μπαλτίς
3. Σημείο αποχωρισμού ζεύγους στο Στάλινγκραντ
4. Σουφραζέτες
5. Σπίτι

Από την εποχή της Βίβλου και του Ομήρου (και ασφαλώς ακόμη παλαιότερα, κι ας μην υπάρχουν χειροπιαστά στοιχεία) ο έρωτας και οι διάφορες εκφάνσεις, περιπλοκές, προϋποθέσεις, συνέπειες και παρενέργειες του έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης, αιτία και αφορμή για το συντριπτικό μέρος της καλλιτεχνικής παραγωγής του ανθρώπου. Και ασφαλώς, ακόμη άκρη δεν βρέθηκε… Ούτε και πρόκειται κιόλας, δεν είναι αυτό το νόημα όταν μιλάμε για την ανθρώπινη δραστηριότητα όπου η απόλυτη υποκειμενικότητα αποκτά την πλήρη της διάσταση.

Εκεί όμως που θα συγκλίνουν οι ερωτολογικές βεβαιότητες κάποιου που έχει εντρυφήσει στο «Περί έρωτος» του Σταντάλ αλλά και εκείνου που οι ανησυχίες του αρκούνται στη …ροζ νιοστή σελίδα γνωστού γυναικείου περιοδικού, είναι στο αξίωμα ότι έρωτας και αρματωσιά, αγάπη και πανοπλία, άμυνα δηλαδή, μοιάζουν έννοιες ασύμβατες και αλληλοαποκλειόμενες (σε πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον). Υποτίθεται ο έρωτας είναι η υπέρβαση των προσωπικών χαρακωμάτων, το ανοιχτό δόσιμο κλπ κλπ, ξέρετε τώρα τι εννοώ. Το πολεμικό όμως λεξιλόγιο με τον οποίο τον προσεγγίζουμε (κατάκτηση, προδοσία, κλπ), μάλλον αποκαλύπτει ότι ο έρωτας είναι στην ουσία του μία μάχη, η οποία ποτέ δεν λήγει με άνευ όρων παράδοση. Γιατί πάντοτε υπάρχουν πολλές αμυντικές ζώνες από αμφότερα τα …συμβαλλόμενα μέρη, πάντοτε παραμένει ένας εσωτερικός πυρήνας, κατά βάση επαρκώς άπιαστος ώστε το αντικείμενο του πόθου να παραμένει αρκούντως σκοτεινό και ερωτεύσιμο. Ίσως δε το νόημα του έρωτα να κρύβεται ακριβώς εκεί στις ρωγμές της αρματωσιάς αυτής. Λέω τώρα… Αυθαίρετη προσωπική ανάγνωση, υποκειμενικά αντικειμενική ματιά στο ανοιχτό προκλητικό λογοπαίγνιο του δίσκου.

Εν αρχή ην ο λόγος λοιπόν στο έργο αυτό, αυτός είναι που καθορίζει και νοηματοδοτεί το περιεχόμενο (στα ελληνικά σημειωτέον κι ας παραπλανεί ο αγγλικός τίτλος). Λόγος ερμηνευμένος τόσο από τον ίδιο τον Τζιρίτα όσο και από τον (παρουσία-έκπληξη) Χάρη Συμβουλίδη και τον Νίκο Μπιτσιμέα. Λόγος ερωτικός αλλά ουχί ζαχαρωτός (μπορεί όμως να είναι …μπισκοτένιος). Λόγος ο οποίος απαρνείται εύκολα σχήματα, βαρύγδουπα συνθήματα και εκθεσιακές στερεοτυπίες. Λόγος ο οποίος εκεί που κινδυνεύει να διολισθήσει στον ακαδημαϊσμό, διασώζεται από καίριες ενέσεις μιας ιδιόμορφα ποιητικής ευαισθησίας. Λόγος ο οποίος προσπαθεί να ανιχνεύσει τον έρωτα σε συνθήκες οριακές. Όπως για παράδειγμα εκείνες της απόλυτης απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής στο ανθρωποσφαγείο του Στάλινγκραντ ή της αντι-ηρωϊκής μονοτονίας/επαναληψιμότητας της καθημερινότητας (ναι, και η καθημερινότητα μπορεί να αποδειχθεί μία ακραία δοκιμασία για μία σχέση). Σε μια παράφραση της διάσημης ρήσης του Αντόρνο, ο Τζιρίτας απαντάει με εμφατική κατάφαση στην ερώτηση «υπήρχε έρωτας στο Στάλινγκραντ»; Εδώ υπήρχε ακόμη και στο Άουσβιτς…

Η (προφανώς προμελετημένη) κυριαρχία του λόγου αποδεικνύεται και από το ρόλο της …θεραπαινίδας που επιφυλάσσεται για τη μουσική. Η μουσική εδώ κύριο μέλημα και στόχο έχει να στρώσει το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα αναδειχθεί το κείμενο. Ένα υπόβαθρο ρευστό, βομβώδες, μεθοδικά σχεδιασμένο παρά τη φαινομενική ελευθεριότητα του (πως λέμε επιμελώς ατημέλητο;) το οποίο προσδίδει μια γενικότερη αίσθηση μετα-βιομηχανικού ρομαντισμού (εξαιρετικό δείγμα το «Μπαλτίς»). Ο δημιουργός διαθέτει στο οπλοστάσιο του μια εμπεδωμένη γνώση ακουσμάτων όπως οι πρώιμοι Neubauten, ένας Merzbow ή ένας David Jackman (για να παραμείνουμε σε …πολεμοχαρές κλίμα), ένα Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ (για να παραμείνουμε εντός συνόρων) και το αξιοποιεί σε ένα αποτέλεσμα διόλου εύκολο, αντισυμβατικό, θορυβώδες, α-μελωδικό. Αλλά και εμφανώς ετεροβαρές και ετερόφωτο.

Ο δίσκος, ο οποίος κυκλοφορεί με λιτή χρονική οικονομία σε μορφή μίνι-CD από την εκλεκτική Moremars (με έδρα τη Λάρισα παρακαλώ), είναι μόλις ο δεύτερος που υπογράφει με το όνομά του ο πολυπρισματικός και πολυπράγμον Στυλιανός Τζιρίτας (και συγγραφέας και μουσικοκριτικός και ραδιοφωνικός παραγωγός και Κωψοκέφαλοι και Trypanosoma και Bayouda και Stylianos Tziritas Unit και άλλα πολλά που ξεχνώ).

Θέτοντας όμως ως βάση αναφοράς την ξεχωριστή (από πολλές απόψεις) «Κτιριολογία» του μακρινού πια 2004, πέρα από διαπιστώσεις της υφιστάμενης συγγένειας εδραζόμενης κυρίως στη jazz νοοτροπία η οποία δεν εγκαταλείπεται παρά την αλλαγή των εκφραστικών μέσων (λείπει π.χ. το όργανο-κατατεθέν του δημιουργού, το κλαρινέτο), το A(r)mour» μοιάζει με ένα μετέωρο αμήχανο βήμα. Ίσως και με ένα βήμα πίσω. Όχι απαραίτητα αρνητικώς νοούμενο, κάπως σαν το βήμα πίσω που κάνει ο ζωγράφος για να εκτιμήσει τη συνολική εικόνα.

Η οποία εικόνα δείχνει έναν χώρο καλά οριοθετημένο πλέον, με τους δικούς του αναπτυγμένους και κατοχυρωμένους κώδικες, αλλά κάπως απομονωμένο και εσωστρεφή (και όχι μόνο χωρικά σε μικρά δισκάδικα και πατάρια). Ίσως να περίμενα από έναν δημιουργό με τέτοια μακρά διαδρομή να αποπειραθεί κάποια στιγμή τη διαφυγή από έναν εγκαθιδρυμένο πειραματισμό και να στραφεί με ανατρεπτική διάθεση προς την …αρματωσιά ενός mainstream το οποίο κι ο ίδιος με τις άλλες του ιδιότητες ξεδιαλέγει και (κάποιες φορές) αποενοχοποιεί. Φαντάζει δύσκολο το εγχείρημα. Πόσο μάλλον σε μια χώρα όπου και το ροκ ακόμη θεωρείται αντίδραση και underground. Ίσως τελικά είναι ευκολότερο να ψάχνεις τον ορισμό του έρωτα…

6

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Επίκουρος – Η νέα ελληνική κουζίνα (Ίκαρος)

Put The Book Back On The Shelf # 10: Επίκουρος – Η νέα ελληνική κουζίνα

ΚουζίναΥποθέτω ότι ήδη κάποιος θα έχει αναρωτηθεί τι γυρεύει σε τούτη τη στήλη με τα μουσικά βιβλία ένα έργο το οποίο πραγματεύεται τη νέα ελληνική κουζίνα. Για να ρίξω και λίγο …παρθένο ελαιόλαδο στη φωτιά, θα σημειώσω προκαταβολικά ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, ένα από τα πιο αξιόλογα από αυτά που έχουν γραφτεί για τη σύγχρονη τέχνη και τη σχέση της με τις εθνικές ταυτότητες και παραδόσεις, με οξυδερκείς παρατηρήσεις και μπόλικες αφορμές για σκέψεις οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ τα στενά όρια της γαστρονομίας. Και με (προφανείς;) προεκτάσεις και στη μουσική (κι ας μην αναφέρονται άμεσα στο βιβλίο).

Αντιδράσεις; Ένας-ένας παιδιά, μη σπρώχνεστε. Ήδη βλέπω έναν εκεί στη γαλαρία να διαμαρτύρεται: «μα είναι το φαγητό τέχνη;». Λοιπόν, δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να λύσουμε τη διαφορά αυτή, η άποψη μου όμως είναι (και η οποία ας ληφθεί ως προαπαιτούμενη έστω μόνο για το κείμενο που ακολουθεί) ότι πράγματι η γαστρονομία πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να λάβει αυτό τον χαρακτηρισμό. Κι ας απευθύνεται στις πιο «σωματικές» αισθήσεις (κατά κύριο λόγο όσφρηση και γεύση), αυτές που λόγω θρησκευτικών καταλοίπων θεωρούνται κατώτερες, ενίοτε και βδελυρές (βλέπε για παράδειγμα τη νηστεία, η οποία και δήθεν εξυψώνει το πνεύμα). Θα μου πείτε οι θρησκείες έχουν ένα γενικότερο ζήτημα με όλες ανεξαιρέτως τις τέχνες, αλλά ας μην ξεφύγουμε εντελώς…

Στοχασμοί λοιπόν πάνω από ένα πιάτο μουσακά… Γιατί όχι; Οι διάλογοι του θείου Πλάτωνα σε Συμπόσια δεν διαδραματίζονταν; Εν προκειμένω όμως, έχουμε στοχασμούς για ένα πιάτο μουσακά. Το λέει και ο υπότιτλος του βιβλίου: περί της ελληνικότητας του μουσακά, της γαστρονομικής μας ταυτότητας και της ανανέωσής της». Αρχετυπικό πιάτο, σχεδόν αυτονόητα ελληνικό, αγαπημένο (λίγο μπελαλίδικο βέβαια), ο βασικός τουριστικός μας εκπρόσωπος, ειδικά στην κονσερβαρισμένη εκδοχή του mouzaka. Υπάρχει λοιπόν καμία ανθελληνική αμφιβολία για την καταγωγή της σκούφιας του; Εντάξει, το όνομα μπορεί να μοιάζει κάπως ανατολίτικο και να χαλάει λίγο τη …μανέστρα, αλλά ΟΚ, 400 χρόνια σκλαβιάς ήταν αυτά, αφήστε που όλο και κάποια αρχαιοελληνική ρίζα θα ανακαλυφθεί (πως κάποιοι ανήγαγαν τον κεφτέ/κιοφτέ στο φαντασιακό αρχαίο «κοπτόν»;).

Για να σκαλίσουμε όμως λίγο το πιάτο. Αυτή η πατάτα. Από το δημοτικό δεν μαθαίνουμε εκείνο το λαϊκό μύθο με τον Καποδίστρια και τις κλεψιμαίικες νεοφερμένες πατάτες; Η ντομάτα όμως; Νοείται ελληνικό φαγητό χωρίς ντομάτα; Η βάση της μεσογειακής μας (sic) διατροφής; Και όμως, η ντομάτα μας ήρθε από την Αμερική αφού την ανακάλυψε εκείνος ο «καταραμένος» ο Κολόμβος. Και η μελιτζάνα, από την Ινδία ξεκίνησε, κάπου στα χρόνια του Βυζαντίου έφτασε στα μέρη. Για να μην αναφερθούμε τέλος και στη λόγια φράγκικη μπεσαμέλ. Κοντολογίς, οι αρχαίοι έλληνες τα μόνα από τα συστατικά του μουσακά που γνώριζαν ήταν το κρέας, το κρεμμύδι και το σκόρδο (αν το βάζετε).

Ήδη με αυτό το τόσο οικείο και καθημερινό παράδειγμα, ο συγγραφέας αναδεικνύει τις δυσκολίες και τις παγίδες των αβασάνιστων, στερεότυπων χαρακτηρισμών και των ισοπεδωτικών αφορισμών. Γιατί γενικά εύκολα (έως και αυθαίρετα) κοτσάρουμε το επίθετο «ελληνικό» δίπλα σε ουσιαστικά όπως ας πούμε το φως (λες και τα φωτόνια ντύνονται τσολιαδάκια μόλις μπουν στο FIR Αθηνών) ή η φέτα (ασχέτως αν στους …ξένοι σερβίρουμε τελικά φτηνότερο δανέζικο ασβέστη) ή το DNA (εδώ πιάσαμε και τα σύνορα του φασισμού). Όμως για κάθε παράδειγμα υπάρχει ένα αντι-παράδειγμα και μια δομική αντίφαση. Τι γίνεται; Θα βγάλουμε άκρη ποτέ; Μήπως τελικά για να καταλάβουμε την ελληνικότητα του μουσακά (ή του …ροκ) θα πρέπει πρώτα να καταλάβουμε την ελληνικότητα εν γένει;

Σε δύσκολα νερά, όλο νάρκες μπαίνει ο συγγραφέας. Ανέκαθεν τα ζητήματα ταυτότητας, είτε αφορούσαν τη γλώσσα, τη θρησκεία ή ακόμη και τη μαγειρική προκαλούσαν ανασφάλεια σε τούτο το νεαρό ασταθές έθνος, δημιούργημα ξένων κανονιοφόρων και βαθιά χρεωμένο από την πρώτη στιγμή της ζωής του. Πόσο μάλλον τώρα που η οικονομική κρίση ανάδευσε πάλι τον βούρκο και έβγαλε στην επιφάνεια ιδεοληψίες, πολώσεις, διχασμούς. Για να περάσουμε έτσι μέσα σε λίγα χρόνια από την «λαϊκή» αστακομακαρονάδα και το νεόπλουτο σούσι στον πατριωτικό τραχανά και το εθνικώς ορθό ελαιόλαδο (στα μέρη μου πάντως της ορεινής Αρκαδίας βούτυρο χρησιμοποιούσαν οι γιαγιάδες).

Ο δανειζόμενος το όνομα ενός από πιο παρεξηγημένους φιλοσόφους της αρχαιότητας συγγραφέας, γνωστός διανοητής του «τρώγω και σκέφτομαι» (αξίζει να αναζητήστε και την «Κριτική του γευστικού λόγου») και από τους ελάχιστους κριτικούς (και όχι διαφημιστές) εστιατορίων που υπάρχουν στη χώρα μας, καταλήγει σε μία απάντηση η οποία ίσως να μοιάζει σε πρώτη ματιά επιχειρηματολογικά κυκλική και αυτο-αναφορική: ελληνικό είναι απλά ότι θεωρούμε σε κάθε εποχή ότι είναι ελληνικό (εδώ δεν απέχει πολύ από την άποψη του Marcel Duchamp περί τέχνης). Και η ελληνική κουζίνα δεν είναι μία, αλλά πολλές. Διαφορετικές και ενίοτε ασύμβατες μεταξύ τους.

Μια απάντηση την οποία θεμελιώνει σε γερό φιλοσοφικό υπόβαθρο και με μια προσιτή γραφή η οποία κυκλώνει σπειροειδώς και υπομονετικά το θέμα του από όλες τις πλευρές (σαν την παλιά πολεμική τακτική των Ινδιάνων). Μια απάντηση η οποία εκπροσωπεί και υποστηρίζει μια άποψη, ανοικτή, ελεύθερη, δεκτική, εξωστρεφή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, όπου «όλα είναι ξένα άρα τίποτε δεν είναι ξένο».

Να την μεταφέρουμε και στα δικά μας; Για πάμε αλά …Πολέμης: Τι είναι η ελληνική μουσική; Μην είναι το κλαρίνο το κλέφτικο (όργανο δυτικό ειρήσθω εν παρόδω); Το βιολί το νησιώτικο (επίσης!); Τα συνθετικά πλήκτρα της Πλάτωνος; Ο τυχαιοκρατικός θόρυβος του Ξενάκη; Το ροκ των Ξύλινων Σπαθιών; Ή αυτό των Last Drive που τα λένε και στα εγγλέζικα; Η τζαζ του Κοντραφούρη; Τα ινδικά του Καζαντζίδη και του Καλδάρα; Τα ρεμπέτικα των «τουρκόσπορων»; Το σκυλάδικο του 321ου χιλιομέτρου της εθνικής με το φτηνό σύνθι και το echo στο μικρόφωνο; Το αστικό χιπ-χοπ των Active Member; Για διαλέχτε!

Ήδη τα ερωτηματικά ενέχουν μέσα τους το μάταιο της οποιασδήποτε οριοθέτησης. Γιατί όταν προσπαθείς να ορίσεις κάτι καταλήγεις να το περιορίσεις. Κατά το επικούρειο πνεύμα λοιπόν, δεν υπάρχει μία ελληνική μουσική. Όλα αυτά τα υπο-είδη όμως μαζί, συνθέτουν αυτό που αντιλαμβανόμαστε σήμερα ως ελληνική μουσική αισθητική. Κάθε απόρριψη θα ήταν ακρωτηριασμός. Γιατί είναι αυτή ακριβώς η ποικιλομορφία η οποία εγγυάται τη μελλοντική επιβίωση (πως το έλεγε ο Δαρβίνος;) και όχι μια στείρα «στρείδια» προσκόλληση σε μια κάποια ιερή απαραβίαστη παράδοση.

Θα μου πείτε: μπορεί λοιπόν να γίνει κάποια στιγμή το σούσι ή η ηλεκτρονική μουσική συστατικό της ελληνικότητας; Γιατί όχι; Άλλωστε η σημερινή καινοτομία δεν είναι η αυριανή ανάμνηση; Η παράδοση δημιουργήθηκε άραγε με κάποια εξ ουρανών απονομή ή μήπως εξελίχθηκε ενσωματώνοντας και εντάσσοντας στον κορμό της ολοένα νέα στοιχεία; Μήπως δεν έχουμε απόλυτη ανάγκη όχι μόνο τη διατήρησή της, αλλά και τον εμπλουτισμό της, την υπέρβασή της, ακόμη και την ανατροπή της (δεν είναι όλα αξιοδιατήρητα!); Μήπως είχε ένα δίκιο ο σύντροφος Μάο όταν έλεγε ότι η παράδοση είναι ένας βράχος ο οποίος μπορεί να σε καταπλακώσει, αλλά εάν ανέβεις πάνω του μπορείς να δεις μακρύτερα;

Υ. Γ. Στο Λονδίνο πάντως το τίκα μασάλα είναι το πιο δημοφιλές τοπικό φαγητό. Στο δε Βερολίνο το ντονέρ είναι καλύτερο και από αυτό της Ισταμπούλ. Πφφφ, δυτικές, παρακμιακές κοινωνίες…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr