Oliver Sachs – Μουσικοφιλία

(Άγρα)
Μουσικοφιλία

Μουσικοφιλία… Σαν ασθένεια δεν ακούγεται; (ενίοτε γίνεται κιόλας!) Μήπως όμως το καινούργιο βιβλίο του διάσημου νευρολόγου Oliver Sachs θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αντ’ αυτού τον τίτλο «Μουσικοθεραπεία»; Θα μπορούσε… Αλλά νομίζω ότι θα ήταν λίαν περιοριστικό, το περιεχόμενό του άλλωστε υπερβαίνει την «ωφελιμιστική», στενά θεραπευτική διάσταση της μουσικής, καθώς προσπαθεί να διερευνήσει την αλληλεπίδραση μεταξύ των αρμονικών ηχητικών κυμάτων (πως να ορίσεις αλήθεια τη μουσική;) με τα νευρωνικά δίκτυα (πως αλήθεια να περιγράψεις τον ανθρώπινο εγκέφαλο;).

Μία βασική αρετή του Σακς είναι ότι δεν σε απωθεί με την υιοθέτηση ενός ύφους «από καθέδρας» αυθεντίας. Αντιθέτως, έχει καταφέρει να διατηρήσει την ικανότητα να μένει εκστατικός (και ταπεινός) μπροστά στην χαοτική πολυπλοκότητα του εγκεφάλου. Και πάνω απ’ όλα, προσπαθεί να κατανοήσει, να ρίξει έστω και μια χλωμή ριπή φωτός στο σκοτάδι της άγνοιας. Όχι να επιβεβαιώσει προειλημμένες απόψεις, ιδεοληψίες και προκαταλήψεις (όπως είναι και η συνήθεια στον τομέα του). Η πραγματική επιστήμη ξεκινά (ίσως δε και να τελειώνει) με το «δεν ξέρω». Και στην «Μουσικοφιλία» η μεταφυσική λέξη «ψυχή» απαντάται σπανίως… Και ας μοιάζει να γνωρίζουμε περισσότερα για τα μακρινά άστρα παρά για το περιεχόμενο του κεφαλιού μας. Καλύτερα ένα βήμα με την επιστήμη παρά έτη φωτός με την κάθε θεολογία. Κι ας ανησυχούν από την άλλη οι «ρομαντικοί», εκείνοι που αντιμετωπίζουν ως απομυθοποίηση την ιδέα ότι κάθε πνευματική κατάσταση έχει και μια σωματική αντιστοίχηση. Τι κι αν μάθουμε ότι η αμυγδαλή είναι η έδρα της συγκίνησης; Ή αν ο βομβαρδισμός του εγκεφάλου με ποζιτρόνια και κάθε λογής άλλα απίθανα σωματίδια αποκαλύψει ποια τοπογραφία του εγκεφάλου, ποια χορδή-νεύρο τανύζεται όταν ακούμε την αγαπημένη μας μουσική; Η μαγεία ποτέ δεν θα χαθεί… Γιατί είναι αποκλειστικά ανθρώπινο δημιούργημα. Δεν είναι «φυσική». Γι’ αυτό και είναι δαρβινικά άχρηστη άλλωστε…

Σε αυτή του την κοπιαστική προσπάθεια, ο Σακς παρουσιάζει μια πινακοθήκη ιδιαίτερων ανθρώπων, ασθενών και ανάπηρων (αφήνω κατά μέρος τον αηδέστατο ευφημισμό που μιλά για «ειδικές ικανότητες»). Και συνειδητοποιείς για ακόμη μία φορά ότι η ανθρώπινη φύση φωτίζεται καλύτερα στις ακραίες καταστάσεις, στην παθολογία καταλαβαίνεις πως δουλεύει ένα σύστημα (όποιος έχει προσπαθήσει να επισκευάσει το οτιδήποτε συλλαμβάνει νομίζω το νόημα).

Κι αν την πρώτη ιστορία μπορείς να την αντιμετωπίσεις και με μια κάποια ελαφρά χιουμοριστική διάθεση (όπου ένας αδιάφορος για τη μουσική χειρουργός μετά από κεραυνοπληξία αποκτά εμμονή με τη μουσική του Σοπέν!), η συνέχεια επιφυλάσσει δύσκολες συναντήσεις με ανθρώπους οι οποίοι έχουν κλειδωθεί σε ένα ατέρμονο σκοτάδι, στο οποίο μόνο η μουσική φαίνεται να ανοίγει ένα πρόσκαιρο παραμυθάκι (το οποίο κλείνει μόλις σβήσει η τελευταία νότα), με έναν άντρα του οποίου η μνήμη διαρκεί μόλις επτά δευτερόλεπτα (εκτός εάν πρόκειται για μουσική!), με ασθενείς που πάσχουν από Πάρκινσον, Αλτσχάιμερ, σχιζοφρένεια, τρομερά ονόματα και χαράδρες του μυαλού όπου δεν είναι τόσο δύσκολο να καταλήξουμε όσο νομίζουμε.

Το βιβλίο γενικά βρίθει πόνου και υψηλού συγκινησιακού φορτίου… Δεν γνωρίζω αν ο Σακς είναι καλός γιατρός. Πιθανολογώ ότι είναι. Σίγουρα όμως είναι καλός συγγραφέας. Γιατί καταφέρνει και διαχειρίζεται αυτό το υλικό-παγίδα χωρίς να ξεπέσει στην εύκολη δραματοποίηση και στον ποιητικοφανή «λυρισμό» (βλ. όλη την σαπουνο-λογοτεχνία που στοιβάζεται στα ευπώλητα). Αντιθέτως αποφορτίζει τις δραματικές ιστορίες με τρυφερό χιούμορ, με ενσυναίσθηση και συμπόνια, στομώνοντας έτσι και την ανομολόγητη μύχια ηδονή η οποία φύεται όταν ένας άνθρωπος παρακολουθεί τα βάσανα του άλλου («ευτυχώς δεν συμβαίνει σε εμένα»).

Όσοι πάντως έχετε διαβάσει προηγούμενα βιβλία του Σακς (διόλου απίθανο, οι κυκλοφορίες του είναι αρκετά ανεβασμένες και στα δικά μας μέρη) όπως το «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο» ή το «Ένας ανθρωπολόγος στον Άρη», θα διαπιστώσετε ότι ο Σακς επανέρχεται αρκετά συχνά σε περιπτώσεις που έχει ήδη εξετάσει και παλιότερα. Επίσης ο συνδετικός κρίκος «μουσική» δεν αρκεί κάποιες φορές να χαρίσει συνοχή στο βιβλίο, το οποίο μοιάζει κάπου να πέφτει σε μια ασύνδετη περιπτωσιολογία. Αν είναι να επιρρίψουμε μία κάποια μομφή στο βιβλίο, ας είναι αυτή. Σε βαθμό πλημμελήματος πάντως…

Κι αν η αξία ενός βιβλίου κρίνεται από τις «αποσκευές» που παίρνεις μαζί σου από τη στιγμή που γυρίσεις και την τελευταία σελίδα, τι θα κρατήσει ένας …μουσικόφιλος, ας πούμε όπως εγώ; Την επανεκτίμηση μερικών αυτονόητων (όπως ας πούμε τη σημασία του να έχω …δύο αυτιά). Την επιστημονική βούλα στο αυταπόδεικτο της ποικιλομορφίας στην πρόσληψης της μουσικής. Τα λέει καλύτερα ο Σακς: «Ενώ η μουσικότητα, με την έννοια των αντιληπτικών ικανοτήτων του ατόμου, είναι κατά πάσα πιθανότητα σε σημαντικό βαθμό θεμελιωμένη στον εγκέφαλο, η συγκινησιακή ευαισθησία είναι κάτι πιο σύνθετο, διότι μπορεί να επηρεάζεται πολύ έντονα τόσο από προσωπικούς όσο και από νευρολογικούς παράγοντες». Μια φράση που εμείς ως «μουσικοκριτικοί» θα έπρεπε να την έχουμε φωτεινό οδηγό μπας και γίνουμε λίγο πιο ταπεινοί και πάψουμε να διαλέγουμε στρατόπεδα στον υποτιθέμενο πόλεμο υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Και άλλα πολλά ακόμη… Δεν είναι όμως ο ρόλος μου (ούτε και διαθέτω την ικανότητα) να εξαντλήσω το βιβλίο…

Υ.Γ. Ααα, κρατώ επίσης ως ευφυέστατο τον όρο «εγκεφαλοσκώληκες» για τα τραγούδια τα οποία όπως λέει και η ξεβαμμένη από την υπερβολική χρήση κοινοτοπία «κολλάνε στο μυαλό σαν τσίχλα».

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχόλια

  • Dionysis  On 8 Ιουλίου, 2013 at 7:44 μμ

    Χωρίς να έχω διαβάσει το βιβλίο ακόμη, απόλαυσα τη κριτική σας και τώρα θα χαρώ να το διαβάσω.

Σχολιάστε