Νίκος Σάρρος – Τα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα των sixties – Ένα φωτογραφικό λεύκωμα


KB

Με θυμάμαι μικρό, εκεί κάπου στην αρχή των 80s, να ανακαλύπτω τον «παλιό καλό» ελληνικό κινηματογράφο, κάθε Σάββατο βράδυ η ΕΡΤ είχε μία τέτοια ταινία, άνοιγε έτσι ένα παράθυρο σε έναν κόσμο ο οποίος μου φαινόταν οικείος και απόμακρος ταυτόχρονα, έναν κόσμο ασπρόμαυρο, σε σημείο που πίστευα με παιδική αφέλεια ότι τα παλιά τα χρόνια η ζωή ήταν όντως ασπρόμαυρη (και λόγω φτώχειας!), ότι τα χρώματα ήταν μια …τεχνολογική εξέλιξη των κατοπινών καιρών.Μεγαλώνοντας και ξεπερνώντας αυτές (και άλλες) ευφάνταστες παιδικές θεωρίες, άρχισα να μαθαίνω και ιστορία με λεπτομέρειες ολοένα πιο ανατριχιαστικές, από αφηγήσεις για ξερονήσια, εξορίες και βασανιστήρια, για βία και νοθεία, για ξύλο στους δρόμους, για τραίνα που έφευγαν για τη Γερμανία, για χούντα και για τανκς. Και άρχισα έτσι να βλέπω τις ταινίες εκείνες με ένα κάπως διαφορετικό μάτι. Και να συνειδητοποιώ ότι όσο κι αν το επίθετο «αθώος» πάει και κολλάει στερεότυπα στα 60s (είτε αναφερόμαστε στα ξένα ή στα ελληνικά 60s), μια τέτοια αθωότητα δεν υπήρξε ποτέ, είναι περισσότερο μια εκ των υστέρων νοσταλγική κατασκευή.

Από την άλλη, όχι, δεν έφτασα και στο άλλο άκρο της απαξίωσης, τις απολαμβάνω τις ταινίες ακόμη και στη νιοστή τους προβολή (όχι μόνο επειδή μου αρέσει να προσέχω τις τοπογραφικές λεπτομέρειες πίσω από την κύρια σκηνή), έχω όμως πάντοτε στο πίσω μέρος του νου ότι η ειδυλλιακή αυτή εικόνα της αθωότητας, της αγνότητας και της αφέλειας είναι μια απατηλή εικόνα. Ή μάλλον καλύτερα, η εικόνα ενός μικρόκοσμου ο οποίος ζούσε ερήμην της πραγματικότητας άλλων μικρόκοσμων. Ένας μικρόκοσμος που χόρευε ανέμελος τουίστ, σέικ ή γιάνκα στο χορτάρι δίπλα στην πισίνα, φλέρταρε με το βερμούτ στο χέρι και υπό τους ήχους του σικ ντυμένου μοντέρνου συγκροτήματος στη γωνία. Ήταν αυτή η γενιά των 60s; Και ναι και όχι. Ήταν μία από τις γενιές των 60s. Ήταν η γενιά η οποία κατάφερε να εκφραστεί μουσικά και μάλιστα μέσα από έναν συγκεκριμένο …τρόπο.


GBof60sΧρώματα πολλά δεν υπάρχουν και στο βιβλίο του Νίκου Σάρρου, το περιεχόμενο του οποίου αποκαλύπτει εύγλωττα ο ίδιος του ο τίτλος. Λεύκωμα λοιπόν, από τότε «που πηγαίναμε μαζί σχολείο», ένα ογκώδες έργο το οποίο αφηγείται με εικόνες την ιστορία της ελληνικής ποπ της δεκαετίας του ’60. Παντού φωτογραφίες ασπρόμαυρες, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο είναι αδύνατον να μη σε πιάσει ένα συναίσθημα νοσταλγικό και κάπως μελαγχολικό (photographs as memories που έλεγαν και οι Eyeless in Gaza), έτσι που κοιτάς πρόσωπα γελαστά που κι αυτά με τη σειρά τους σε κοιτούν πίσω από το χρονικό χάσμα που σαν χωρίζει. Όσο κι αν η λογική σου υπενθυμίζει τις άλλες διαστάσεις που ήδη αναφέραμε, όσο κι αν η νοσταλγία για κάτι που δεν έζησες είναι όσο να ‘ναι ένα κάπως οξύμωρο συναίσθημα. Ένας φίλος μου φωτογράφος λέει ότι η ασπρόμαυρη φωτογραφία, πέρα από τη δυνατότητα να υποβάλλει τέτοια ρομαντικά συναισθήματα, κρύβει και ατέλειες, εξωραΐζει. Και νομίζω έχει ένα δίκιο…

Γυρίζοντας και την τελευταία σελίδα του λευκώματος (το οποίο και διάβασα γραμμικά αν και δεν είναι φτιαγμένο αποκλειστικά για τέτοια μορφή ανάγνωσης), ομολογώ ότι κατ’ αρχάς έμεινα εντυπωσιασμένος από τον επιβλητικό όγκο της δουλειάς και της πρωτογενούς έρευνας που κρύβεται πίσω από το έργο. Ο Νίκος Σάρρος αναζήτησε και βρήκε ανθρώπους, που υποθέτω μερικοί ίσως είχαν …ξεχάσει κιόλας ότι κάποτε υπήρξαν μουσικοί, περισυνέλεξε με μεθοδική σπουδή πληροφορίες και ντοκουμέντα, οκτώ χρόνια λέει ότι το κυνήγαγε και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει καθώς έχει συγκεντρώσει σπάνιο φωτογραφικό υλικό από δεκάδες συγκροτήματα τα οποία έδρασαν «τω καιρώ εκείνω».

Και κατάφερε κάτι ακόμη σημαντικότερο… Έψαξε, ασχολήθηκε και βρήκε και συγκροτήματα τα οποία για τους χι-ψι λόγους δεν κατάφεραν ποτέ να αφήσουν ένα ηχογραφημένο ίχνος, ονόματα τα οποία «θα μπορούσαν αλλά ποτέ δεν…», ονόματα όπως οι Σολίστες, οι Fratelli, οι Blow Up, οι Κομήτες που έπαιξαν πολλές φορές και βασικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Και πολλά άλλα ακόμη. Ακόμη και τα ελάσσονα και τα μέτρια έχουν την αξία τους. Πέρα από την ιστορική αξία, γενικά έχω την άποψη ότι το άρωμα, το πνεύμα μιας εποχής το εκφράζουν καλύτερα όχι τόσο τα σχήματα τα οποία έγιναν διάσημα, αυτά που βγήκαν στον αφρό, αλλά περισσότερο ο όγκος εκείνων που έμειναν στην αφάνεια, που προσπάθησαν αλλά δεν τα κατάφεραν. Η μεγάλη Ιστορία άλλωστε, και όχι μόνο σε αυτό το πεδίο, έτσι συντίθεται, από πολλές τέτοιες ψηφίδες μικροϊστορίας.


RadishesΑπό τέτοιες ακριβώς ψηφίδες συνοδεύεται και το εντυπωσιακό φωτογραφικό υλικό του λευκώματος, επεξηγηματικά κείμενα τα οποία περιγράφουν ενδελεχώς την ιστορία του κάθε σχήματος, τα μέλη του, το πολλές φορές ατελείωτο «φύγε συ-έλα συ» (που έλεγε και ο μακαρίτης ο Μπονάτσος) των μουσικών, τα μέρη όπου έπαιξε, και το ένδοξο ή άδοξο τέλος του. Στις δε φωτογραφίες αναγνωρίζεις (άλλοτε με ευκολία και άλλοτε με περισσή φαντασία) πρόσωπα τα οποία αργότερα έγιναν γνωστά σε παρεμφερή ή και εντελώς άσχετα μετερίζια. Από ονόματα αναμενόμενα και γνωστά (Ντέμης Ρούσσος, Λουκάς Σιδεράς, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Λάκης Παπαδόπουλος, Αντώνης Βαρδής, Βλάσης Μπονάτσος) έως και μερικά πιο …υπεράνω υποψίας όπως ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (Crosswords), ο Δημήτρης Κωνσταντάρας (Radishes) ή ο Γιώργος Γερολυμάτος (Foremost). Έχει ένα ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι ένα σημαντικό μέρος των καλλιτεχνών αυτών αργότερα πέρασε και στο λαϊκό, ακόμη και στο σκυλάδικο, τι να κάνεις, εκείνο το «μα έτσι και δεν δούλευα θα τρώγαμε παπάδες» που τραγούδησε ο Γιοκαρίνης χρόνια αργότερα, είναι ένα προαιώνιο πρόβλημα της εν Ελλάδι μουσικής η οποία θέλει να διαχωρίζεται από το κύριο ρεύμα (γενικά διαβάζοντας τις ιστορίες έχεις την αίσθηση ότι στο χώρο που αποκαλούμε «ελληνικό ροκ» -με την διασταλμένη έννοια- τα ζητήματα υπήρξαν διαχρονικά, από το στρατό και τις έριδες έως τα μέτρια ή και κακά αγγλικά και τις σχέσεις με τις δισκογραφικές).

Το έργο σε βάζει πάντως στο κλίμα της εποχής, αντικατοπτρίζοντας και έναν οργασμό δημιουργίας ο οποίος αποδείκνυε στην πράξη ότι «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα», «κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης», κι έτσι μνημονεύονται συγκροτήματα από Πάτρα, Σέρρες, Αλεξανδρούπολη, Ρόδο, Ξάνθη, Δράμα, Βέροια, Κοζάνη, Καβάλα, Λάρισα, σχεδόν κάθε πόλη είχε τους δικούς της «The …Κάτι». Παιδιά της αστικής και μεσοαστικής κυρίως τάξης, η «χρυσή νεολαία» που την είχε βαφτίσει και ο Μαστοράκης, με clean cut εμφανίσεις, κοντά κουρέματα, κουστουμάκια, γραβατίτσες, αγόρια ως επί το πλείστον, τα κορίτσια και ειδικά ως μουσικοί σπάνιζαν. Παιδιά που κυνηγούσαν το όνειρο τους, έγραφαν τραγούδια (ή ακόμη συχνότερα διασκεύαζαν ξένα) κι έπαιζαν όπου υπήρχε ευκαιρία, σε ταβέρνες, σε αναψυκτήρια, σε σινεμάδες (τα περίφημα Κυριακάτικα πρωινά), σε σχολικούς χορούς, σε πάρτυ, σε κρουαζιερόπλοια, σε κοσμικά κέντρα, ακόμη και στην κακόφημη Τρούμπα, μερικά έφτασαν και στο εξωτερικό μέχρι και στο ακόμη αποικιοκρατούμενο Σουδάν (σημειωτέον αρκετά προέρχονταν από την εξ Αιγύπτου ομογένεια την οποία είχε εκδιώξει τότε ο Νάσερ).


ΑρίονεςΠαιδιά τα οποία τραγουδούσαν στους στίχους τους για αγάπη, για έρωτα, είτε ανθισμένο είτε μαραμένο, με ανώδυνους στίχους κατά βάση, τίποτε το σκοτεινό (πέρα από κάποια τραγούδια νεανικού θανάτου που ήταν της μόδας και στα εξωτερικά), τίποτε το δυνητικά παράνομο ή αντιδραστικό απέναντι στην εξουσία. Εντάξει, από το ’67 και μετά υπήρχε και η πιο έντονη λογοκρισία των καραβανάδων, αλλά όπως είπαμε, το είδος ήταν σαρξ εκ της σαρκός του ελληνικού συντηρητισμού, πόσο μάλλον αν αναλογιστούμε και ποιοι ήταν οι μάνατζερ (αλλά και στιχουργοί ενίοτε) οι οποίοι καθοδηγούσαν τα περισσότερα σχήματα, ονόματα όπως ο Θανάσης Τσόγκας, ο Νίκος Μαστοράκης, ο Γιώργος Καρατζαφέρης, πρόσωπα τα οποία διατηρούσαν αγαστές σχέσεις με το ακροδεξιό κατεστημένο και σταδιοδρόμησαν σε αυτό ακόμη και μεταδικτατορικά (έως και τις πιο trash εκδοχές του).

Και για να ακουστεί και ο …δικηγόρος του διαβόλου τώρα: πόσο αλήθεια μπορεί να είναι μία μουσική αποκομμένη από τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο; Πόσο αλήθεια αντιστάθηκε η ελληνική κοινωνία στη χούντα ώστε να έχει ανάλογες εκ των υστέρων αυστηρές απαιτήσεις από τους βλαστούς της; Κι αν η νεολαία μπορεί να κατηγορηθεί για «πιθηκισμό» ξένων προτύπων και ξενομανία, ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια εποχή όπου η ελληνική πολιτική καθοριζόταν στην πρεσβεία των ΗΠΑ (τι διαφορά από σήμερα ε;). Και εν τέλει, όσος μιμητισμός κι αν πράγματι υπήρχε, κομμάτια σαν τον «Τρόπο» ή σαν το «Love without love» στέκουν ακόμη και στην παγκόσμια κατηγορία πανάξια (και αμίμητα!)


The MGCΑν και μόνο το μέγεθος της εργασίας στομώνει κάθε κριτική διάθεση, έχει κάμποσα μειονεκτήματα το βιβλίο του Νίκου Σάρρου, του έλειψε π.χ. σίγουρα μια φιλολογική επιμέλεια καθώς έχουν ξεφύγει κάμποσα λάθη γραμματικής και συντακτικής φύσης. Επίσης η κάπως άτακτη παρουσίαση των ονομάτων στερεί από τον αναγνώστη τη χρονική εποπτεία της εξέλιξης την οποία θα έδινε για παράδειγμα μια χρονολογική παράθεση. Ο συγγραφέας πάντως εκφράζει ευχή και επιθυμία για μια νέα και εμπλουτισμένη μορφή, με ακόμη περισσότερα μουσικά σχήματα τα οποία δεν βρήκαν θέση στην πρώτη αυτή έκδοση, οπότε αυτό θα είναι και ευκαιρία για διόρθωση κάποιων τέτοιων αστοχιών.

Όπως και να ‘χει πάντως έχουμε να κάνουμε με ένα σπουδαίο έργο τεκμηρίωσης, πολύτιμο και για τον περίφημο ιστορικό του μέλλοντος ο οποίος θα θελήσει να πλησιάσει αυτά τα χρόνια χωρίς διάθεση εκ των υστέρων εξιδανίκευσης και αποθέωσης. Την οποία ας σημειωθεί, δεν έχει ούτε ο συγγραφέας, ο οποίος παρόλο που είναι εμφανώς φαν της εποχής, αποφεύγει τις υπερβολές και τις αγιογραφίες (φαινόμενο διόλου ασύνηθες γενικότερα).

Με αφορμή το βιβλίο τώρα, ξανάπιασα και άκουσα πολλά κομμάτια της εποχής εκείνης, κυρίως από ένα σωρό συλλογές τις οποίες κάποτε μάζευα μετά μανίας. Κάποια από τα πιο όμορφα και αγαπημένα μου θα τα βρείτε στο συνοδευτικό mixtape στις σελίδες αυτές. Και προσοχή: ξεχάστε τα ψαγμένα, τα χαμένα αδικημένα διαμάντια και όλα αυτά τα ωραία και ηρωικά που σας έχουμε συνηθίσει. Εδώ τα πιο γνωστά είναι κατά κανόνα και τα καλύτερα, από εκεί και πέρα έχουμε να κάνουμε βασικά με συμπαθείς …άνθρακες και καλοσχηματισμένα «κάρβουνα». Αλλά όπως είπαμε και παραπάνω. Κι αυτά έχουν την αξία τους, κι αυτά αναδίδουν το άρωμα μιας εποχής τόσο κοντινής και τόσο μακρινής, μιας μουσικής η οποία χάθηκε χωρίς να αφήσει πολλούς διαδόχους, μετά ήρθε η μεταπολίτευση, το πολιτικό τραγούδι και το ελαφρύ τραγούδι σαν να απαξιώθηκε. Και όταν αργότερα επανήλθε είχε πάρει άλλους δρόμους. Αυτό είναι όμως μια εντελώς άλλη ιστορία πλέον…

(Εκδόσεις Μισκής)

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε