D΄Eon – LP (Hippos in Tanks)

1. Annunciation
2. Now you do
3. Virgin body
4. Transparency pt. II
5. My iPhone tracks my every move
6. Signals intelligence
7. Gabriel pt. I
8. Century by century
9. Gabriel pt. II
10. I don΄t want to know
11. I look into the Internet
12. Chastisement
13. Transparency pt. IV
14. Al-Qiyamah

Υπάρχουν δίσκοι που σου αρέσουν. Υπάρχουν και δίσκοι που δεν σου αρέσουν. Ωραία μέχρι εδώ; Αυτοαναφορικό και αυτονόητο θα μου πείτε, αλλά δεν είναι και τόσο… Ίσως πάντως κάποιοι (ελάχιστοι) να παραπονεθείτε με τούτο τον διαιρετικό υποβιβασμό της τέχνης, με την αναγωγή της κρίσης-κριτικής σε ένα δίλημμα του τύπου «μου αρέσουν ή δεν μου αρέσουν οι …μπάμιες». Ένα δίλημμα το οποίο πέρα από την ταπεινή «γαστρεντερολογική» του διάσταση υποδηλώνει ως κυρίαρχο κριτήριο διάκρισης το ολίγον τι ασαφές και πάντοτε ακαθόριστο (εντερικής ετυμολογίας μάλιστα!) «γούστο».

Ένα γούστο το οποίο προφανώς καθορίζεται και διαμορφώνεται από μια πλειάδα ανεξέλεγκτων, ακαθόριστων και πολλές φορές τυχαίων παραμέτρων, από βιώματα, συναισθήματα και ιδεολογίες (ή και ιδεοληψίες) έως απλά και μόνο συμπτώσεις και τυχαία γεγονότα. Άπαξ δε και διαμορφωθεί, μετά ανακυκλώνεται σε έναν φαύλο (;) κύκλο ανακύκλωσης και αυτο-επιβεβαίωσης (μ’ αρέσει γιατί είναι καλό, είναι καλό γιατί μ’ αρέσει κοκ).

Υπάρχουν όμως και κάποιοι δίσκοι που ξεφεύγουν από το παραπάνω σχήμα κατηγοριοποίησης, δίσκοι που προκαλούν τα όρια αυτής της απόλυτης διαγράμμισης. Παραδοξότητα; Υπάρχουν δίσκοι που ούτε να σου αρέσουν ούτε να μην σου αρέσουν; Πως γίνεται αυτό;

Ο Αργύρης Ζήλος μνημονεύει συνέχεια τον μέγιστο John Cage, ο οποίος απαντούσε στην σαφώς προβοκατόρικη ερώτηση «σας αρέσουν αυτά που κάνετε;», απαντούσε αντεπιτιθέμενος «δεν μ’ ενδιαφέρει να μου αρέσουν, αυτό που θέλω είναι να μην τα καταλαβαίνω»… Μικρή παύση προς προβληματισμό…
Στην προκειμένη περίπτωση πάντως οι αρχικές προθέσεις του μουσικού μοιάζουν σαφείς. Το εξώφυλλο, φαινομενικά παραπλανητικό (θα μπορούσε να περιτυλίγει κι έναν δίσκο γρηγοριανού μέλους), τελικά αντικατοπτρίζει το θρησκευτικό προβληματισμό ο οποίος διακατέχει τον δημιουργό και θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ερώτηση: Πως αντιμετωπίζεις τούτον το θαυμαστό νέο κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, αυτό τον κόσμο της τεχνολογικής φρενίτιδας και μοναξιάς, της «πανταχού παρουσίας» της τεχνολογίας, του φόβου της ανίας, της υποδούλωσης σε τεχνητές ανάγκες, της πληροφοριακής εντροπίας και του απειλητικού απροσδιόριστου χάους; Τι κάνεις λοιπόν; Παίρνεις τα βουνά (τα Ιμαλάια εν προκειμένω) όπως ο δημιουργός και καταφεύγεις σε μοναστήρι (με κλειστό το κινητό να υποθέσω); Αναζητείς το νόημα σε κάτι υπερβατικό, μη-ανθρώπινο; Υπάρχει Θεός τελικά μέσα σε αυτά τα καταραμένα τα «γκομπιούτερ»;

Μη βιαστείτε πάντως να ανακαλέσετε τα κρυπτο-νεολουδίτικα σας αισθήματα, ο δίσκος είναι δημιουργημένος με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, μια αντίφαση η οποία υπογραμμίζει για άλλη μία φορά ότι όταν το τζίνι βγει από το μπουκάλι δύσκολα ξαναμπαίνει, όσο κι αν χτυπιέται ο αφέντης.

Το αποτέλεσμα που επιτυγχάνει ο Καναδός d’ Eon (ναι, αυτός που είχε κάνει έναν split δίσκο, το «Darkbloom» με τη διάσημη πλέον Grimes) στο πρώτο του αυτό «LP», είναι συγχυσμένο (με αμφότερες τη θετική και την αρνητική έννοια του επιθέτου). Θα μπορούσα να κοτσάρω το πρόθεμα «μετα-» μπροστά στην ποπ ή το r&b ή την electronica και να τελειώνω. Θα μπορούσα να παρατηρήσω τη ζαλιστική του ποικιλομορφία, με ένα σωρό στουντιακές λεπτομέρειες που τον βαραίνουν, και μία διάρκεια η οποία παίζει με τις αντοχές του ακροατή και τα όρια της χωρητικότητας του CD (σχεδόν 75 λεπτά), μέσα στην οποία χάνονται διάφορα ευφυή patterns που ξεκόβονται εδώ κι εκεί. Θα μπορούσα τέλος να ισχυριστώ ότι έτσι δρα (ή θα ήθελε να δράσει) ως ένας καθρέφτης μιας μπερδεμένης εποχής, μιας εποχής όπου τίποτε δεν είναι …εποχής (παραδοξολογίας το ανάγνωσμα συνέχεια!). Το ιδανικό της τέχνης δηλαδή. Η μουσική μπορεί να μην είναι αναπαραστατική τέχνη, αλλά δεν γεννιέται εν κενώ. Ένα τέτοιο σκεπτικό πιθανολογώ ότι οδήγησε το Wire (και ας μην ξαναδώ αυτή την μπαρούφα περί ελιτισμού) να ανακηρύξει δίσκο του 2011 το στρυφνό δημιούργημα του James Ferraro.

Εμφανές είναι πάντως το γεγονός ότι ο d’Eon διακατέχεται από ένα (δημιουργικό ομολογουμένως) άγχος του να είναι επίκαιρος, μοντέρνος. Σε αυτό μοιράζεται κοινές αισθητικές αρχές και επιδιώξεις με ονόματα όπως ο Oneohtrix Point Never ή οι Animal Collective. Κι αν το Merriweather έχει αποδειχθεί (μέχρι τώρα τουλάχιστον) η μεγαλύτερη φούσκα των τελευταίων ετών, συγκρίσιμη με εκείνη της …κτηματικής αγοράς των ΗΠΑ, είναι που το μέλλον δεν προκηρύσσεται ούτε χειραγωγείται βολονταριστικά (κι ας λένε ότι η καλύτερη προφητεία είναι η …αυτοεκπληρούμενη). Το ζήτημα δεν είναι μόνο να ανοίγεις δρόμους, αυτό είναι το εύκολο κομμάτι, το ζήτημα είναι αν θα σε ακολουθήσει και κάποιος…

Διαβάζοντας πρόσφατα ένα βιβλίο για την καθημερινότητα του Μεσαίωνα, ο συγγραφέας (Ian Mortimer) σημειώνει ότι τότε οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τι σημαίνει αλλαγή, τους ήταν αδιανόητο ότι ο κόσμος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός. Σήμερα μέσα στην ακόρεστη αναζήτηση της «ανάπτυξης», μας φαίνεται εξίσου αδιανόητο να περάσει ένα εξάμηνο χωρίς ένα νέο άι-μοντέλο στην αγορά, χωρίς άλλη μία τεχνολογική «επανάσταση» (σε πολλά εισαγωγικά). Και η ίδια νοοτροπία προβάλλεται αυθαίρετα και στη μουσική… Μήπως κάτι, κάπου, κάπως έχουμε χάσει;

Συνοψίζοντας: εξαιρετική η κεντρική ιδέα, νοητικά προκλητική, η οποία όμως περιμένει έναν πιο ταλαντούχο και πιο εκφραστικά συνειδητοποιημένο εκτελεστή. Καλού-κακού πάντως ας επισυναφθεί και ένα ερωτηματικό πίσω από τη βαθμολογία…

6.5

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε