Dengue Fever – Cannibal courtship (Fantasy)

1. Cannibal Courtship
2. Cement Slippers
3. Uku
4. Family Business
5. Only A Friend
6. Sister In The Radio
7. 2012 (Bury Our Heads)
8. Kiss Of The Bufo Alvarius
9. Thank You Goodbye
10. Mr. Bubbles
11. Durian Dowry
Ο εξωτισμός ενέχει πολλούς κινδύνους για τους αμέριμνους ανυποψίαστους τουρίστες. Τα παλιά τα χρόνια υπήρχαν οι …κανίβαλοι. Σήμερα δε ελλοχεύουν ακόμη διάφοροι περίεργοι ιοί με δυσοίωνα ονόματα που δεν θέλεις να τα ακούσεις ποτέ από χείλη γιατρού. Σας λέει κάτι ο δάγγειος πυρετός; Δεν ακούγεται σαν «τιμωρία» για κοιλαράδες άθλιους ήρωες του Ουελμπέκ που αναζητούν κίτρινη σάρκα σε μπαρ-παράγκες με κόκκινα φώτα και οθόνες καραόκε;

Παρένθεση μικρή: ας προσπαθήσουμε να θυμηθούμε μπάντες με ονόματα νόσων. Λίγες είναι εδώ που τα λέμε (λόγοι γρουσουζιάς υποθέτω). Οι Γερμανίδες Malaria. Οι Anthrax. Μέχρις εδώ, εκτός κι αν κάποιος κακεντρεχής μεταφράσει τους Strokes ως … «εγκεφαλικά επεισόδια». Κατά συνέπεια «εμπνευσμένα» ονόματα όπως …Hepatitis ή Gingivitis είναι ελεύθερα για κάθε φιλόδοξο μουσικό σχήμα (υπάρχουν πάντως και κάποιοι άσημοι …Cancer οι οποίοι παίζουν, τι άλλο, death metal).

Από μια άλλη σκοπιά, αν ήμουν μουσικός θα το θεωρούσα λίαν υποτιμητικό να με χαρακτήριζαν «εξωτικό» (ανεξαρτήτως καταγωγής!). To είδος exotica, ορθά το ορίζει η wikipedia ως «τροπικό ερζάτς» (πάντα ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτή την ξεχασμένη «αριστερή» λέξη). Ερζάτς δηλαδή: υποκατάστατο, ψεύτικο, μίμηση. Δεν είναι κακό πράγμα η μίμηση, το 90% (με γενναία υποεκτίμηση) της μουσικής παραγωγής σε αυτή βασίζεται, αλλά, αλήθεια, που θα πηγαίνατε για να θαυμάσετε τον Πύργο του Άιφελ; Στο Παρίσι, στο Las Vegas ή μήπως στα τιμημένα …Φιλιατρά;

Ας καταπιαστούμε τώρα και με τον παρόντα δίσκο. Ήδη παραπάνω έθεσα έμμεσα το λίαν λεπτό θέμα της αυθεντικότητας και του εξωτισμού. Στην πραγματικότητα βέβαια έστησα μια χονδροειδή παγίδα. Γιατί οι Dengue Fever δεν είναι εξωτικοί. Δεν είναι ούτε καν «αυθεντικοί». Μα…; Μήπως δε γεφυρώνουν μουσικά τη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ με τα μέρη όπου …παραθέριζε κάποτε ο Biafra; Και η παρουσία της τραγουδίστριας Chmol Nimol, η οποία άφησε μετά χαράς τα κουνούπια του Μεκόνγκ (τους κύριους φορείς του «dengue fever») για την ηλιόλουστη Καλιφόρνια, μήπως δεν εγγυάται μια επιπρόσθετη αυθεντικότητα, μακριά από fusion αποικιοκρατικούς πειραματισμούς; Εν μέρει, ναι. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά.

Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, στην Καμπότζη άνθισε τη δεκαετία του ’60, τα χρόνια του απερίγραπτου βασιλιά Σιχανούκ, μια ψυχεδελική-γκαράζ σκηνή. Καταχρηστικά βέβαια τη λέμε ψυχεδελική, το στοιχείο αυτό ήταν μάλλον απόρροια της ελεεινής παραγωγής και των στοιχειωδών συνθηκών ηχογράφησης. Ο πρώτος σπόρος είχε μεταφερθεί εκεί μέσω των στρατιωτικών σταθμών των Αμερικανών οι οποίοι εκπολίτιζαν εκείνη την εποχή το παρακείμενο Βιετνάμ (μια αναλογία με τα δικά μας υπάρχει, δε νομίζετε;), ο δε καρπός ήταν μια σειρά από «ανήκουστες» διασκευές αλλά και ιδιάζουσες πρωτογενείς δημιουργίες. Μετά βέβαια ήρθε ο «θείος» Πολ Ποτ με τους Ερυθρούς του Χμερ, και όλοι οι διανοούμενοι, οι μουσικοί και άλλα τέτοια άχρηστα σκουλήκια της κοινωνίας ξαποστάλθηκαν να δουλέψουν (και να πεθάνουν) στα χωράφια. Σήμερα η σκηνή εκείνη αιωρείται στο μεταίχμιο της λήθης και του καλτ (ότι κι αν σημαίνει αυτός ο νεφελώδης όρος), για όσους δε ενδιαφέρονται κυκλοφόρησε προ ετών και μια συλλογή με τον προφανή τίτλο «Cambodian rocks».

Αυτή τη βραχύβια σκηνή αναβιώνουν(;), μεταγράφουν(;), μεταλλάσσουν(;), αξιοποιούν(;) με σύγχρονα πια τεχνολογικά μέσα και ακούσματα οι Dengue Fever. Όσοι ασχολούνται με τα γλωσσικά θα αναγνωρίσουν το συχνότατο φαινόμενο των αντιδανείων, όπου μια λέξη ταξιδεύει σε ξένες γλώσσες για να επιστρέψει κάποτε στα μητρικά εδάφη, πολλές φορές αγνώριστη ορθογραφικά και νοηματικά.

Έχοντας ξεπεράσει λοιπόν …ακανθώδεις προβληματισμούς μπορούμε πλέον (επιτέλους!) να απολαύσουμε το δίσκο. Γιατί εν τέλει, όσο γοητευτικά κι αν είναι τα συμφραζόμενα και η ιστορική διαπλοκή ενός δίσκου, όσο απαραίτητα είναι πολλές φορές για να φτάσουμε στην ουσία του, τον τελευταίο και οριστικό λόγο έχει πάντοτε το αισθητικό αποτέλεσμα. Χωρίς προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα.

Το οποίο εν προκειμένω είναι εξαιρετικό, αν αγνοήσουμε φυσικά το μάλλον ακαλαίσθητο (σχεδόν …τουριστικό) εξώφυλλο. Κι αν τα «πα-πα-ρα-πα» της εισαγωγής μας μεταφέρουν κατευθείαν σε δίσκους των Stereolab, η συνέχεια είναι ξεκάθαρα Dengue Fever, οι οποίοι ομολογουμένως και βελτιώνονται από δίσκο σε δίσκο (αυτός είναι ο πέμπτος τους). Το «Cannibal Courtship» είναι ένας χουζούρικα φωτεινός δίσκος (από αυτούς που χαρακτηρίζονται αηδέστατα ως «καλοκαιρινοί») με χιούμορ («Kiss me goodbye, you’re just another stamp in my passport») και έμπνευση, καλές ενορχηστρώσεις μάρτυρες της προσπάθειας η οποία έχει καταβληθεί (με μπόλικη φαρφίσα φυσικά!) και δυνατά τραγούδια τα οποία μπορούν να τραβήξουν το βιαστικό αυτί (ένα τέτοιο είναι π.χ. το «Thank you goodbye»).

Η δε Chmol Nimol, η οποία τραγουδά στη γλώσσα της, τα Χμερ, ακόμη κι όταν o στίχος είναι στα …αγγλικά (σαν τους έλληνες ρόκερ ένα πράμα!), με τη χαρακτηριστική εκφορά και την αλαφροΐσκιωτη φωνή της με νύγματα απωανατολίτικης λαγνείας (ή …νιαουρίσματος γάτας) βάζει τη σφραγίδα της στο δίσκο. Χωρίς αυτήν θα μιλάγαμε ασφαλώς για άλλο έργο. Για χάρη της μάλιστα έχουν φυλάξει και τα ωραιότερα τραγούδια του δίσκου. Ή μήπως είναι η …εξωτική της χροιά και το μυστήριο του αγνώστου που προσθέτει ένα στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί (αναλογιστείτε πόσο θα έχαναν ας πούμε οι Sigur Ros εάν τραγουδούσαν στην αγγλική);

Δεν ξέρω… Ακούγοντας πάντως το πανέμορφο «Sister in the radio» με τη μελαγχολική αργόσυρτη μελωδία, κοιτάζοντας φωτογραφίες των δύο σταρ της εποχής, του Sinn Sisamouth (του επονομαζόμενου και «Elvis της Ινδοκίνας») και της Ros Sereysothea, αναλογιζόμενος τη μοίρα που τους οδήγησε να χαθούν στα ανώνυμα πεδία του θανάτου, νομίζω ότι αυτός ο δίσκος μπορεί να ακουστεί και σαν ένας φόρος τιμής σε μια γενιά η οποία έπεσε θύμα της ιδεολογίας (και) του μίσους.

8

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε