Category Archives: 4. Δισκία για θάψιμο…

Myrkur – M (Relapse)

myrkur
1. Skogen Skulle Do
2. Haevnen
3. Onde Born
4. Volvens Spadom
5. Jeg Er Guden, I Er Tjenerne
6. Nordlys
7. Mordet
8. Byssan Lull
9. Dybt I Skoven
10. Skadi
11. Norn
12. Skadi (demo)

M; Μ for Murder αν θυμηθώ την παλιά χιτσκοκική ταινία; Μ, εκείνο που ύψωνε εις την νιοστή ο …Ανδρουλάκης σε ένα παλιό βιβλίο του; Ή μήπως απλά το αρχικό του ονόματος της μυστήριας Myrkur. Myrkur με την ευκαιρία σημαίνει στα ισλανδικά σκοτάδι, ήταν και τραγούδι των Sigur των Ros.

Θα μου πείτε και τις μας νοιάζει (η μουσική δεν είναι που μετράει;) αλλά είναι και η ίδια εκείνη που φρόντισε να ρίξει μπόλικο νερό στον μύλο της περιέργειας, διαφημιστική τεχνική παλιά η οποία φαίνεται να έπιασε, από τότε που κυκλοφόρησε το περσινό της ΕΡ πολλοί αναρωτιόντουσαν ποια είναι αυτή η τύπισσα που γουστάρει μαύρα και άραχλα σκοτάδια, αγριάδες και …black metal.

Ωχχχ… Όχι άλλο black metal θα μου πείτε, και δεν θα σας δώσω άδικο, θα συντονίσω τη φωνή διαμαρτυρίας με τις δικές σας. Αξίζει πάντως μελέτης το φαινόμενο αυτό, ή μόδα αν θέλετε να το πείτε, γιατί δηλαδή το black metal συγκεκριμένα έγινε το «νέο μαύρο» και βρήκε ακροατήρια στον μάλλον δυσανεκτικό σε πλατύτερα ακούσματα «ανεξάρτητο» χώρο. Τα οποία πάντως δεν έχουν μετακινηθεί και πολύ μακριά από ηχητική άποψη, απλά μοιάζει το black metal να κομίζει μια σε λελογισμένες δόσεις ευπρόσδεκτη όμως …καφρίλα, έναν έστω και παστεριωμένο πρωτογονισμό ο οποίος μοιάζει να λείπει από τα clean-cut παιδάκια της σύγχρονης, πολλές φορές συμπαθητικά ξενέρωτης indie (μπορεί να ενοχλήσει και σαν άκουσμα την μαμά που θα μπει ξαφνικά στο δωμάτιο – και δεν μιλάω αποκλειστικά για 20χρονα αλλά και για 40χρονα που είναι σήμερα τα νέα …20χρονα).

Στον οποίο χώρο, ας πούμε και της ευρύτερης ροκ, παλιά τα πράγματα ήταν αλλιώς. Είχες μια μπάντα. Τα «παιδιά». Άλλος ήξερε να παίζει, άλλος δεν ήξερε αλλά ήταν ο μάγκας, ο ωραίος, ο πρόστυχος, ο σωστός. Τσακωνόσασταν για τη μουσική (και όχι μόνο) αλλά τα ξαναβρίσκατε στο τέλος πηγαίνατε για καμιά μπύρα μετά τις ηχογραφήσεις. Τώρα πια τα πράγματα έχουν αλλάξει. Και μόνος σου να είσαι μπορεί να παίξεις και ροκ και μέταλ, η καλλιτεχνική «bedroom» μοναξιά δεν είναι πια προνόμιο ή κατάρα των «αυτιστικών» ηλεκτρονικών nerds. Και μπλακ μέταλ να παίζεις μπορεί να μην χρειάζεσαι πια συγκρότημα, τα παραδείγματα πολλά ξεκινώντας από τον ναζί αρχιερέα του είδους Burzum ο οποίος ηχογραφεί πια μόνος (και μπορώ να σκεφτώ αρκετούς λόγους για αυτό) μέχρι και ψαγμένες και πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις όπως ο Ιρανός Ekove Efrits. Ή τούτη η μυστήρια Myrkur.

Η οποία, ταρατατζούμ ταραταζούμ, ας αποκαλύψουμε το μυστήριο, λέγεται Amalie Bruun, κατάγεται μεν από την Δανία του …Βορρά (χρειάζεται να σας θυμίζω την αντίστοιχη του Νότου;) μένει όμως στις ΗΠΑ, έχει κάνει μοντέλο μέχρι και για την Σανέλ ενώ είναι και το ήμισυ της dream pop μπάντας Ex-Cops.

Τι έχει λοιπόν τούτη η Myrkur; Μοιάζει να τα έχει όλα και να συμφέρει. Έχει και «αιθέρια» (ή τσιριχτή αν προτιμάτε) φωνή, έχει και εμφάνιση, γράφει η ίδια κομμάτια και στίχους, παίζει και όργανα, φέρνει μια πάντα αναζωογονητική θηλυκότητα στον μάτσο (ενίοτε και σεξιστικό) τούτο χώρο, όπου οι γυναίκες σπανίζουν σε δημιουργικούς ρόλους περιοριζόμενες συνήθως αποκλειστικά σε ρόλο τραγουδιάρας-μούσας-μουσίτσας της μπάντας. Έχει επίσης και καλούς συνεργάτες (με κυριότερο και καθοριστικότερο τον Gram από την αγέλη των Ulver στην παραγωγή) και καλούς παίχτουρες (με τύπους από Mayhem και Nidingr), δεν είναι λοιπόν τόσο μόνη όσο φαίνεται αρχικά. Και last but not least, έχει και έναν καλολαδωμένο μηχανισμό δημοσίων σχέσεων να ρολάρει για πάρτη της, σε μια ανομολόγητη φιλοδοξία να αναδειχθεί ως μια …Lana Del Rey του χώρου.

Σαν κάτι να ξεχάσαμε όμως. Α ναι, από μουσική, από τραγούδια, από μελωδίες τι γίνεται; Το παλεύει. Με διάφορους τρόπους. Μέχρι και σε μαυσωλείο ηχογράφησε, έτσι για λίγο φυσικό reverb, ωραία πράγματα για να τα γράφει κι ένας μουσικοκριτικός στο κείμενο του (αλλά τελικά ελάχιστη ουσία έχουν). Και κλασικότροπα στοιχεία βάζει στην συνταγή της και μπόλικα άγρια (μεταξύ μας: πιότερο γκροτέσκα) φωνητικά (με μπόλικη βοήθεια από τα εφέ) και κάμποσα riff μεταλλικής ορθοδοξίας. Άλλες φορές τις πετυχαίνει το μείγμα, σε κομμάτια όπως το εναρκτήριο «Skogen Skulle Do» (με τον ευοίωνο τίτλο να σημαίνει «Η πόρνη πρέπει να πεθάνει) ή το πολύ ωραίο «Haevnen». Άλλες φορές όμως (και αυτές είναι οι περισσότερες), και ειδικά όπου η παραγωγή καθαρίζει το τοπίο, αποκαλύπτεται μια συνθετική φτώχεια, μια επανάληψη πολλάκις εφαρμοσμένων στο παρελθόν τεχνικών, π.χ. συναντάμε όλα τα βασικά κόλπα του post rock και του post metal, ξέρετε τώρα, ησυχία και ξέσπασμα, νηνεμία και καταιγίδα, ξέφωτα και σύδεντρα για το πούμε και πιο …δασικώς ποιητικά. Και τελικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η μουσική την φέρνει εκεί όπου ξεκίνησε όλη η ιστορία. Στο …indie. Έτσι, σε ένα ακόμη από τα κομμάτια που ξεχωρίζουν, το «Onde Born», η Myrkur ακούγεται σαν μια τσαντισμένη …Emma Anderson (Lush). Κατά μία έννοια λοιπόν και η …Lana δεν είναι πολύ μακριά, σαν να της μοιάζει κάπως. Κάποια συμπαθητικά τραγουδάκια, ωραία εμφάνιση, πολύ ντόρος τριγύρω και… Μέχρις εκεί. Επί του παρόντος…

Κοντολογίς, μακρυλογίς… Αντί να συναντήσουμε στον δίσκο μια άγρια και ατίθαση λύκαινα η οποία ουρλιάζει σκιαχτικά «ουυυυυυ» στο πυκνό παρθένο δάσος, μας προέκυψε μια συμπαθητική σκυλίτσα του σπιτιού η οποία βγήκε συνοδευόμενη βόλτα στο άλσος της γειτονιάς και που και που ρίχνει κι ένα «απειλητικό» γάβγισμα που κανέναν δεν ψαρώνει..

6.5

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Lana Del Rey – Ultraviolence (Polydor)

lana
1. Cruel world
2. Ultraviolence
3. Shades of cool
4. Brooklyn Baby
5. West Coast
6. Sad girl
7. Pretty when you cry
8. Money power glory
9. Fucked me way up to the top
10. Old money
11. The other woman

«Καταδικάζουμε την υπερβολική βία απ’ όπου κι αν προέρχεται».
Θα μπορούσε να είναι μια λακωνική και χιουμοριστική κριτική στο πνεύμα εκείνης της ιστορικής του Βασίλη Παυλίδη για τον προηγούμενο δίσκο της καλλιτέχνιδος «Born to die» το 2012. Την οποία και λόγω μεγέθους μπορώ να αναπαράγω εδώ (ευτυχώς ή δυστυχώς δεν μπορώ να αναπαράγω το ρεσιτάλ μικρόνοης καφρίλας που επακολούθησε): «Από τη στιγμή που έβαλα το Born To Die στο CD player μέχρι την στιγμή που το έβγαλα, δεν μπορούσα να σταματήσω τα γέλια. Κάποια μέρα σκοπεύω να πατήσω και το play».
Τούτη τη φορά όμως λέω να …πατήσω το play και να γράψω και δυο (και περισσότερες) κουβέντες παραπάνω.

Οπ, ένα λεπτάκι όμως… Όλο τούτο τον καιρό έτυχε να διαβάσω διάφορες κριτικές και παρουσιάσεις, πολλές από τις οποίες είχαν μάλλον εξωμουσικές (εκτός του …play!) αφορμήσεις. Η εικόνα, οι δηλώσεις, οι προκλήσεις, τα βιντεοκλίπ-υπερπαραγωγές, σαν να έμοιαζε η μουσική απλά μια αφορμή. Και πριν κατηγορήσουμε τα κακά μέσα που επιμένουν να ασχολούνται με το φαίνεσθαι και όχι με την ουσία, να σημειώσουμε ότι είναι τελικά επιλογή και ευθύνη του ιδίου του καλλιτέχνη το που θα εστιάσει το κοινό. Εύκολα πάντως μπορεί να αναγνωρίσει κανείς σε όλο αυτό τον χαμό την απεγνωσμένη αναζήτηση της χειμαζόμενης μουσικής βιομηχανίας για νέα αστέρια, bigger than life, αλλά και bigger than music.

Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, πόσο νόημα έχει αλήθεια αυτή η ατέρμονη συζήτηση περί αυθεντικότητας/γνησιότητας; Λες και όλα αυτά τα παιδάκια των 80s που έβαζαν λακ στο μαλλί, μαύρη μάσκαρα στο μάτι και ξεπατίκωναν μια αργή μπασογραμμή, μας απασχόλησε ποτέ αν ήταν αυθεντικά θλιμμένα ή όχι (ο Ian μόνο με την αυτοκτονία του «επικύρωσε» τα λεγόμενα του, αλλά είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε, να φτιαχτεί ένας ακόμη τραγικός μύθος;).

Στο κάτω-κάτω της γραφής το πρόβλημα δεν είναι η κατασκευή μιας περσόνας, αυτό συμβαίνει στην τέχνη εδώ και αιώνες. Το ζητούμενο και κρινόμενο είναι η αισθητική πάνω απ’ όλα αλλά και το κατά πόσον ο μουσικός είναι εκείνος ο οποίος ορίζει την περσόνα και όχι οι συνθήκες και το περιβάλλον. Σε αντίθετη περίπτωση καταλήγει εγκλωβισμένος σε έναν φαύλο και μάλλον ετεροκαθοριζόμενο κύκλο. Ένας David Bowie, αν τον έχετε ακουστά, θα είχε να πει πολλά επ’ αυτού.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο μεγάλος αυτός σκυλοκαβγάς (και δεν μιλώ μόνο για τη χώρα μας όπου πλέον μπορεί να στηθεί διχασμός για τη σκια του γαϊδάρου) έγινε περισσότερο στην ευρωπαϊκή μεριά του Ατλαντικού. Πάντοτε είχαν τις διαφορές τους οι δύο αυτές …ακτές, ξεκινώντας από την περίφημη διάκριση του Αντόρνο μεταξύ των κοιτίδων της μαζικής (αποκείθε) και υψηλής (αποδώθε) κουλτούρας. Τις είχαν ακόμη και τον καιρό της παγκόσμιας πολιτιστικής ηγεμονίας των ΗΠΑ, πόσο μάλλον τώρα που έχει αρχίσει η κάτω βόλτα (μην τους το πείτε όμως απότομα, ακόμη δεν το έχουν συνειδητοποιήσει).

Εν προκειμένω η Lana Del Rey είναι ένα 100% made in USA προϊόν. Και εκεί τέτοιοι προβληματισμοί απλά δεν έχουν νόημα, σε μια κοινωνία η οποία πιστεύει με θρησκευτική αφοσίωση στη διαρκή αλλαγή και «επανεφεύρεση» του εαυτού με τελικό σκοπό την αυτο-εκπλήρωση μέσω της επιτυχίας. Μιλάμε ουσιαστικά για το πνεύμα του go west. Κι ας μην υπάρχει πλέον η επιλογή αυτή με την κυριολεκτική της έννοια, όπως τότε, που τραβούσες προς τη Δύση, εξολόθρευες όσους …loser Ινδιάνους έβρισκες στο δρόμο σου, έστηνες συρμάτινες περιφράξεις, κότσαρες και μια ταμπέλα «ιδιοκτησία Smith» και ήσουν ένας επιτυχημένος χριστιανός και άνθρωπος (τα λέει πολύ ωραία o Geert Mak στο βιβλίο του «Amerika!», το οποίο δεν γνωρίζω αν και πότε θα ευτυχήσει να εκδοθεί στη γλώσσα μας).

Σήμερα μπορεί η δύση να είναι λιγότερο άγρια και τα οικόπεδα της κατειλημμένα, το ντουφέκι να έχει αντικατασταθεί σαν μέσο από τα πολλά χρήματα και τις σωστές γνωριμίες, εξακολουθεί πάντως ακόμη να ασκεί μια μεταφυσική έλξη, σαν τόπος επαγγελίας, με καραβάνια χιλιάδων νέων φορτωμένα με ελπίδα να τραβάνε ακόμη προς τα εκεί. Και που ξέρεις, με λίγη τύχη, λίγο ταλέντο, τον άνθρωπο τον σωστό στη σωστή θέση και στιγμή, κάτι μπορεί να γίνει. Πόσο μάλλον που η εποχή μας προσφέρει ακόμη περισσότερα εργαλεία προσωπικής επανεφεύρεσης, διαθέσιμα στον οποιοδήποτε μπορεί να ανοίξει έναν λογαριασμό σε ένα κοινωνικό …μύδι. Η ψαλίδα έχει κλείσει, όπως λέμε και στα ποδοσφαιρικά, η σταρ μπορεί να μοιάζει με το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Να μοιάζει είπαμε όμως ε;

Έχει ένα ενδιαφέρον ότι και η Lana από την Νέα Υόρκη τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και αυτή. Η Lana που λέγεται Elizabeth «Lizzie» Grant. Και που αυτός εδώ είναι να θυμίσω ο τρίτος κι όχι ο δεύτερος δίσκος της. Γιατί η επανεφεύρεση μπορεί να γίνει τόσο επιτυχημένη ώστε να φτάσει ακόμη και στο παρελθόν…

Και αφού πατήσαμε (επιτέλους!) το play, αξίζει να σταθούμε κατ’ αρχάς στους στίχους. Όχι τόσο γιατί έχουμε να κάνουμε με κάποια υψηλού επιπέδου στιχοπλοκία. Αλλά γιατί είναι αποκαλυπτικοί του αισθητικού φαινομένου Lana del Rey. Δεν θα σταθώ στην αφέλεια και την προκλητικότητά τους. Ούτε στην αλαφράδα και την ένταση της μετεφηβικής απελπισίας που κουβαλάνε, μιας απελπισίας η οποία λόγω ηλικίας αισθάνεται άτρωτη (θα μου πείτε 28 χρονών είναι το κορίτσι, αλλά θα σας υπενθυμίσω ότι ζούμε στην εποχή όπου η μετεφηβική ηλικία έχει παραταθεί και πολύ πέραν των …50). Θα σταθώ με συμπόνια και κατανόηση απέναντι στο δράμα ενός sad girl το οποίο ζει σε έναν μάταιο και πολύ cruel world, με φήμη, πολλά λεφτά και αναρίθμητες θαυμάστριες που ποτέ δεν θα αποκτήσουν ούτε ένα χιλιοστημόριο όλων αυτών.

Θα εστιάσω όμως παραπάνω στον νεο-συντηρητισμό τον οποίο αποπνέουν, έκφραση μιας εποχής η οποία ζαλισμένη από την κρίση αναζητά πρότυπα στο παλιό «καλό» παρελθόν, σε έναν φαντασιακό pin-up ρομαντισμό των 50s και των 60s, με τον φεμινισμό και άλλα καινά δαιμόνια να έχουν πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων. Εκεί όπου το «σκληρό μου αγόρι», μπορεί να ρίξει και καμιά μάπα, αλλά κατά βάθος-κήπος είναι καλό παιδί και η δύναμη της αγάπης μου τελικά θα τον σώσει από τις σκιές του γκρίζου. Μια αγάπη βέβαια η οποία σαν να συγχέεται με την ανάγκη για προσοχή με κάθε τρόπο, κοιτάξτε με, είμαι εδώ, selfie αυτο-σκηνοθετημένη με μετα-πορνό αισθητική. Γιατί η απόσταση από την Lana Del Rey μέχρι τη Miley Cyrus και την …Sasha Grey δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο μπορεί να ακούγεται αρχικά.

Το Εγώ ξεχειλίζει και στο μουσικό κομμάτι, με βάση αυτά που είπαμε δεν γινόταν και αλλιώς. H Lana είναι η σταρ και ο δίσκος έχει στηθεί για να υπηρετήσει αυτή και τη φωνή της. Η οποία είναι παντού, μα παντού, δύσκολα θα βρείτε σημείο όπου να μην τραγουδάει, η μουσική καταλήγει μια δεσποινίδα συνοδείας στο παρασκήνιο. Σε σχέση με τον προηγούμενο δίσκο τα πράγματα είναι εμφανώς πιο βελτιωμένα, πιο συμμαζεμένα, πιο στοχευμένα, και πιο σοφιστικέ (ώριμα;). Και πιο αργόσυρτα (στο γερμανικό Musik Express διάβασα τον χαρακτηρισμό «Disneyland-Badalamenti» και τον βρήκα λίαν εύστοχο). Α, και πιο «ροκ». Πιο bluesy. Υποθέτω θα έβαλε το χέρι της η παρουσία του Dan Auerbach (The Black Keys) ο οποίος και επέλεξε τους μουσικούς, και έκανε την παραγωγή και έπαιξε κιθάρα σε μερικά στρατηγικά σημεία.

Εν κατακλείδι, έχουμε να κάνουμε με έναν easy listening δίσκο mainstream στόχευσης, φτιαγμένο ώστε να μην ενοχλήσει κανέναν. Το ωραιότερο κομμάτι είναι το «Old money», το οποίο παίρνει το 90% της χάρης του από το sample του Nino Rota, όμορφα είναι και τα «Brooklyn Baby» και «West Coast». Όλα αυτά πριν η μονοτονία μιας φωνής η οποία σέρνεται με θλίψη (και πλήξη) σε ασθενικές μελωδίες τελικά σε εξουθενώσει. Μια διασκευή κλείνει το δίσκο και βάζει τα πράγματα στη θέση τους όσον αφορά τα συγκριτικά μεγέθη: «The Other Woman». Το είχε γράψει η Jessie Mae Robinson. Το είχαν πει η Sara Vaughan και η Nina Simone.

30/08/2014

6.5

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Keep Shelly in Athens – At home (Cascine)

keep sh
1. Time Exists Only To Betray Us
2. Oostende
3. Recollection
4. Flyway
5. Higher
6. Madmen Love
7. Stay Away
8. Room 14 (I΄m fine)
9. DIY
10. Knife
11. Sails
12. Hover
13. Back to Kresnas street

Δεν ξέρω ποιοί ήταν αυτοί που ξεκίνησαν τη μανία με τα διάφορα κύματα στην τέχνη… Να ήταν οι Γάλλοι κινηματογραφιστές με τη nouvelle vague τους; Οι Βραζιλιάνοι τροπικαλίστας με την bossa nova τους; Όπως και να’χει πάντως, από τότε τα νέα κύματα στην τέχνη και δη τη μουσική έρχονται κατά …κύματα. Τι ακολουθεί όμως ένα new wave; New-new wave δεν ακούγεται και πολύ λειτουργικό οπότε κάπως έτσι μας προέκυψαν τα διάφορα minimal wave, chillwave κλπ κλπ. Αν τώρα ως μουσικός έχεις την επιδεξιότητα (ή και την τύχη) και σαν σωστός σέρφερ «πιάσεις το κύμα» τη σωστή στιγμή (το τραγούδησαν και οι Beach Boys αυτό), τότε μπορεί να μείνεις όρθιος και να αναδειχθείς στον αφρό.

Ακούω συχνά την ερώτηση (ήμουν νιος και γέρασα!) αν υπάρχει ελληνική σκηνή και πάντοτε μου αρέσει να απαντώ προβοκατόρικα «Όχι, και ευτυχώς που δεν υπάρχει». Γιατί η ύπαρξη «σκηνής» προϋποθέτει (ή συνεπάγεται, ανάλογα όπως το δείτε) μια ομοιομορφία, μια ομοιογένεια, βασικά την παγίδευση σε ένα ύφος και στους κανόνες που το διέπουν, σε μια ενδογαμία η οποία τελικά οδηγεί στον εκφυλισμό, η ιστορία έχει επαναληφθεί τόσες φορές ώστε έχει ξεπεράσει πλέον τα όρια της φάρσας (θυμάστε τι έγινε με το ελληνικό ροκ όπου γεμίσαμε με γενόσημα παράγωγα Τρυπών και Σπαθιών;).

Υπό το πρίσμα αυτό οι Keep Shelly in Athens, παρά το γεμάτο γεωγραφικές συνδηλώσεις όνομα τους, δεν ανήκουν σε καμία (ανύπαρκτη δεν είπαμε;) ελληνική σκηνή, η φιλική για τα indie αυτιά electronica τους είναι υπερ-εθνική, θα μπορούσε να έχει γραφτεί οπουδήποτε στον δυτικό (τουλάχιστον) κόσμο. Επιπλέον έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν τη βαθιά τάφρο των εθνικών μας συνόρων και να χτίσουν κι ένα ονοματάκι στα εξωτερικά, απολαμβάνει κι ένα (ευπρόσδεκτο;) hype η Ελλάδα με την κρίση, του τύπου «για να δούμε τι κάνουν κι αυτοί οι καημένοι εκεί κάτω» (δεν βλέπετε τι γίνεται στο σινεμά με το weird greek -να το πάλι το κύμα- wave;). Μοιραία προκάλεσαν έτσι κι ένα σωρό εμ-παθείς ως συνήθως συζητήσεις, κυμαινόμενες ανάμεσα στην κολακευτικά υπερβολική αποθέωση και τη μηδενιστική καταφρόνια, με κερασάκι τον παραδοσιακό ελληνικό σουσουδίστικο επαρχιωτισμό «τι θα πουν οι ξένοι», καμία αποδοχή οπουδήποτε δεν συνιστά αυτόχρημα και αυθωρεί ποιοτικό κριτήριο. Η εκπλήρωση πάντως από τη μία μεριά των προσδοκιών και από την άλλη η απάντηση στους επικριτές είναι όπως και να ‘χει ένα σοβαρό ψυχολογικό φορτίο για τον οποιονδήποτε δημιουργό…

Το «At home» όσο κι αν φαίνεται περίεργο καταγράφεται σαν ο πρώτος μεγάλος (LP που λέμε) δίσκος του ντουέτου. Μέχρι τώρα ακολουθούσαν την ομολογουμένως πανέξυπνη και πολύ συντονισμένη με το πνεύμα των καιρών τακτική των απανωτών κυκλοφοριών σε μικρή φόρμα, είτε μιλάμε για πρωτογενή έργα είτε για remix. Γιατί έτσι όχι μόνο σταθεροποιείς το πόδι σου στην επικαιρότητα αλλά επιπλέον ελέγχεις καλύτερα το υλικό σου, τόσο από άποψη στόχευσης όσο κυρίως ποιότητας. Κάπως έτσι λοιπόν οι KSIA έχτισαν ένα αξιοπρόσεκτο success story (αμάν, κακοί συνειρμοί!) το οποίο όμως φαίνεται εδώ να πέφτει σε ύφαλο.

Το βασικότερο πρόβλημα στο «At home» είναι ότι το κατακτημένο ύφος του είδους (ή του κύματος) κυριαρχεί σχεδόν αυταρχικά επί του περιεχόμενου. «Φορμαλισμό» το λένε στις σπουδές καλών τεχνών, και είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο ειδικά όταν θέλεις να προκαλέσεις αισθητικές αντιδράσεις σε μια άλλη κατεστημένη φόρμα ή έστω όταν θέλεις να τυποποιήσεις ή να βελτιστοποιήσεις μια ήδη υπάρχουσα. Οι KSIA δεν καταφέρνουν τίποτε από τα δύο, ο δίσκος μοιάζει κάπως με ένα μετέωρο βήμα, ούτε συνοψίζει τα προηγηθέντα ούτε προλέγει τα μελλούμενα, στέκει κάπου ενδιάμεσα, καλοφτιαγμένος μεν τεχνικά, αμήχανος δε και χωρίς ψυχή.

Ο ήχος του συγκροτήματος παραμένει σαφώς αναγνωρίσιμος, εντάξιμος σε αυτό το είδος που αποκαλείται dream pop με περισσότερη βάση στα σύνθια, κάπου ανάμεσα στην πίστα και στον καναπέ, στον λικνιστικό χορό και τον αφηρημένο ρεμβασμό. Η μουσική δηλαδή των παιδιών των Air και των Massive Attack, που άκουσαν αλλά δεν έζησαν τα 80s (οι συγκρίσεις με Cocteau Twins που διαβάζω δεξιά κι αριστερά αδικούν αμφότερα τα σχήματα). Στην προκειμένη περίπτωση όμως απουσιάζει εν γένει η στέρεη συνθετική βάση, οι ατμόσφαιρες που χτίζουν δεν καταφέρνουν να ακουστούν τόσο έξυπνες μέσα στην κοινοτοπία τους (με τον τρόπο που το κατάφερναν ας πούμε παλιότερα τα ηχητικά ξαδέρφια τους οι Μ83). Τα δε φωνητικά της Sarah P, τα οποία διεκδικούν πλέον κυριαρχική θέση στο σκηνικό, υποκύπτουν συχνά στις φωνητικές ευκολίες και τα προβλέψιμα γυρίσματα μιας καλής φωνής η οποία προσπαθεί να αποδώσει κάπως εκβιασμένα μια soulful ερμηνεία.

Αναμφίβολα υπάρχουν διάσπαρτες αρκετές καλές στιγμές, το «Higher» έχει ένα ωραίο υπόστρωμα, το «DIY» και το «Madmen Love» κοσμούνται από ενδιαφέρουσες πινελιές, το «Room 14 (I’m fine)» είναι ότι πλησιάζει περισσότερο σε μια άρτια ολοκληρωμένη δημιουργία. Είναι επίσης κάτι παραπάνω από εμφανές ότι σε μερικά κομμάτια προσπαθούν να ενσωματώσουν διάφορα νέα ηχητικά στοιχεία, ακόμη όμως δεν είναι καλά χωνεμένα, το πάντρεμα δεν δουλεύει πλήρως, αλλά το παλεύουν απέναντι στον εγκλωβισμό στην κατακτημένη αισθητική. Γιατί μπορεί μεν να υπάρχουν στη φυσική στάσιμα κύματα, κατά βάση όμως το κύμα εκφράζει μια δυναμική. Ο χρόνος θα δείξει αν θα καταφέρουν να το δαμάσουν. Ή να του ξεφύγουν…

30/10/2013

7.5

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

VCMG – Ssss (Mute)

1. Lowly
2. Zaat
3. Spock
4. Windup Robot
5. Bendy Bass
6. Single Blip
7. Skip This Track
8. Aftermaths
9. Recycle
10. Flux
Να κι ένας δίσκος-έκπληξη. Ποιος αλήθεια να το φανταζόταν… Όσο κι αν η ζωή μας έχει εκπαιδεύσει σε απροσδόκητες έως και …ανίερες συναντήσεις. Διαβάζω τα δελτία τύπου: «ο Vince Clarke και ο Martin Gore ενώνουν τις δυνάμεις τους». 30+ χρόνια μετά την τελευταία φορά που τα ονόματά τους τυπώθηκαν πλάι-πλάι σε δίσκο. Από εκείνο το παρθενικό Depeche Mode «Speak & Spell» το μακρινό 1981. Στη συνέχεια, για «καλλιτεχνικούς λόγους» και όπως λέγεται όχι με τις καλύτερες των συνθηκών ο Clarke πήρε τα σύνθια του επ’ ώμου και αναχώρησε για άλλες πολιτείες, μετά το χωρισμό ο Gore χρειάστηκε κανά δυο δίσκους έως ότου βρει την περπατησιά του και εντάξει, ας μην πλατιάζουμε, τα υπόλοιπα είναι ιστορία, φθηνή electropop για την ελίτ ή ελιτίστικη electropop για τις μάζες, όπως κι αν το θέλετε και το δείτε, οι δύο πορείες πάντως ουδέποτε διασταυρώθηκαν. Μέχρι σήμερα…

Δεν ξέρω αν άρχισαν και τις μεταξύ τους φιλοφρονήσεις (θυμάστε τα «Ανδρέα μου», «Κώστα μου» μεταξύ Παπανδρέου και Μητσοτάκη εκεί πίσω στο ….καθαρό οικουμενικό ’90, λίγο μετά το «βρώμικο» ’89;), είναι πιστεύω όμως εμφανές ότι οι δυο τους δεν διαθέτουν καμία κουλτούρα συνεργασίας (νομίζω πρέπει να την κόψω την πολύ προεκλογική TV). Στα συγκροτήματα τους αμφότεροι υπήρξαν οπαδοί της φιλοσοφίας του Λουδοβίκου του δέκατου τέταρτου («Το …Συγκρότημα είμαι εγώ»), για παράδειγμα ο καημένος Gahan χρειάστηκε να πατήσει πόδι για να τον αφήσει ο Gore να βάλει τραγούδι σε δίσκο των DM μετά από 25 χρόνια (με λίαν αμφίβολα αποτελέσματα πάντως), η δε Alison Moyet δεν άντεξε για παραπάνω από χρόνο στους Yazoo. Ούτε καν το «Speak & Spell» δεν μπορεί να καταγραφεί ως συνεργασία, ο δίσκος υπήρξε όραμα και εκτέλεση σχεδόν αποκλειστικής σφραγίδας του Vince Clarke.

Το ότι από «ενώσεις δυνάμεων» δεν παράγεται σώνει και καλά προσθετική αξία το ξέρουμε και από τα μαθηματικά (η …αφαίρεση είναι ουσιαστικά μία πρόσθεση), το γνωρίζουμε όμως και από την μουσική ιστορία, μπορούμε να διαλέξουμε ένα σωρό παραδείγματα από αποτυχημένα supergroups όπως είθισται να αποκαλούνται οι συναντήσεις ονομάτων …βαριών σαν ιστορία.

Το σίγουρο είναι ότι VCMG δεν θα αποτελέσουν το φωτεινό αντι-παράδειγμα του κανόνα. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που η συνεργασία τους περιορίστηκε σε απλή ανταλλαγή αρχείων, με τον καθένα να δουλεύει μονήρης και απομονωμένος στο δικό του στούντιο. Η «λαμπρή» ιδέα πίσω από το όνομα του σχήματος (τα αρχικά τους) είναι ήδη μία αρνητική ένδειξη. Το δε αποτέλεσμα ταιριαστό με τη μέθοδο παραγωγής: στείρο, απομονωμένο, κυνικά κλινικό, άδειο από ιδέες, αφυδατωμένο από κάθε ίχνος ψυχής.

Υποτίθεται το τέκνο είναι η κινητήριος δύναμη, και ειδικότερα η κάποτε μοδάτη του εκδοχή, το minimal (ας μην ξεχνάμε βέβαια ότι πίσω από τον βαρύγδουπο όρο «μινιμαλισμός» κρύφτηκαν και πελώρια ελλείμματα έμπνευσης και κακογουστιάς). Το «Ssss» το μόνο που έχει να παρουσιάσει είναι μια παράθεση από ανθυπο-beat της σειράς και της συμφοράς, που ίσως μόνο χαπακωμένος σε κάποια φαμπρίκ του Βερολίνου θα τα ανεχόσουν μαζί με νηπιακής (μηχανικής καλύτερα) σύλληψης τέκνο γραμμές, δικαιολογώντας (ίσως και θεμελιώνοντας) τον μουσικό όρο intelligent techno ορίζοντας τον …αντίθετο του και οπλίζοντας με επιχειρήματα όσους πιστεύουν ότι η ηλεκτρονική μουσική έχει σωρεύσει τα περισσότερα μουσικά σκουπίδια σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο είδος.

Ασφαλώς έχουν υπάρξει και χειρότεροι δίσκοι στην μουσική παραγωγή (πάντοτε υπάρχουν!), αλλά οι απαιτήσεις και ο πρότερος βίος είναι που καθορίζουν το μέτρο της κρίσης. Και μπορώ βέβαια, επιστρατεύοντας όσα αποθέματα καλής διάθεσης έχω, να ξεχωρίσω το «Single blip» που θα μπορούσε να βρει μια θέση για γέμισμα σε έναν δίσκο του Μιχάλη Δέλτα, αλλά από κει και πέρα αδυνατώ να βρω κάποια υπερασπιστική γραμμή για αυτό το …βαρετούργημα. Ίσως οι οπαδοί των δημιουργών να τα καταφέρουν καλύτερα σε αυτό… Η ιστορία άλλωστε έχει δείξει ότι η προσωπολατρεία έχει οδηγήσει σε πολύ-πολύ χειρότερες συνέπειες…

2

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Bjork – Biophilia (One Little Indian)

1. Moon
2. Thunderbolt
3. Crystalline
4. Cosmogony
5. Dark matter
6. Hollow
7. Virus
8. Sacrifice
9. Mutual core
10. Solstice

Μία από τις πιο δημοφιλείς ίντριγκες-κόντρες στον μικρόκοσμο των μουσικόφιλων (παρακαλώ ο όρος να εκληφθεί ως συμπεριλαμβάνον και την αρρωστημένη του εκδοχή) είναι η απάντηση στην ερώτηση: «ποιος έπαιξε πρώτη φορά ….» (συμπληρώστε το είδος μουσικής κατά βούληση). Κατ’ αρχήν υπάρχει η «λαϊκή» απάντηση, αυτή που έχει περάσει και στη συλλογική συνείδηση. Όχι όμως πτωχοί τω πνεύματι και τη γνώσει λαϊκοί, πάντα θα βρεθεί κάποιος καρδινάλιος του χώρου ο οποίος θα ισχυριστεί ότι «υπάρχει και ο δίσκος του …Harold Unknown ο οποίος έπαιζε τέτοια πράγματα πολλά χρόνια πριν οποιοσδήποτε το διανοηθεί». Για να συνεχιστεί μετά αυτό το γαϊτανάκι και η επίδειξη γνώσεων και δισκοκατοχής μέχρι εξαντλήσεως της …εκκλησιαστικής ιεραρχίας, μέχρι κάποιος «Πάπας» να ισχυριστεί ότι «αυτά τα πρωτοέπαιξε ο Joss Veryunknown στο δωμάτιό του και υπάρχουν μόνο σε μια σπάνια ηχογράφηση η οποία βγήκε σε 10 μόνο αντίτυπα – την οποία φυσικά και έχω και κοστίζει και 500 ευρώπουλα στο e-bay». Ωραία… Βρίσκετε(αι) κάποιο νόημα σε όλο αυτό;

Για να καταθέσω απερίφραστα τη δική μου άποψη: κανένα. Ματαιότης ματαιοτήτων. Θυμάμαι εκείνες τις προσπάθειες των γεωγράφων του 19ου αιώνα να ανακαλύψουν την πηγή του Νείλου, πριν συνειδητοποιήσουν ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, διότι απλούστατα δεν υπάρχει μία. Το ίδιο ισχύει και στη μουσική. Και εν τέλει (αλλά και κατ’ αρχήν), έχει άραγε μεγαλύτερη αξία και σημαντικότητα εκείνος που πρώτος εφάρμοσε μια τεχνική ή χρησιμοποίησε κάποια καινοφανή οργανολογία, ή μήπως εκείνος ο οποίος την τελειοποίησε, τη διαμόρφωσε, της έδωσε σχήμα και μορφή και την πέρασε σε ένα μεγαλύτερο ακροατήριο πέραν από τους στενούς ακαδημαϊκούς κύκλους; Η απάντηση ανοιχτή για τον καθένα…

Μακροσκελής η εισαγωγή, φρονώ πάντως ουσιώδης. Γιατί με αυτό το πνεύμα κατά νουν θα αντιμετωπίσω το νέο δίσκο του ισλανδικού ξωτικού (χαχα, νομίζατε θα γλιτώνατε). Το «Biophilia», το οποίο και υπερηφανεύεται ότι είναι ο πρώτος δίσκος (ή project) ο οποίος έχει γραφτεί με τη βοήθεια εφαρμογών (applications για να …συνεννοούμαστε) σε iPad και iPhone και άλλα τέτοια δημοφιλή μαραφέτια, χάρις στα οποία και μέσα από ένα σωρό αμετροεπείς ανοησίες, ο Steven Jobs λίγο έλειψε να αναγορευτεί σε «καινοτόμο» του αιώνα (αλήθεια, ποτέ δεν κατάλαβα επίσης τα …οπαδικά αισθήματα απέναντι σε μια οποιαδήποτε εταιρεία, πόσο μάλλον μια τόσο συντηρητική όπως η Apple). Το κενό της καταναλωτικής μετα-νεωτερικότητας;

Επιπροσθέτως ο δίσκος μας έρχεται με μια συσκευασία η οποία περιλαμβάνει από οικολογικά μηνύματα, λίγη φύση και κάμποση οικολογία (από κάτι τέτοια που τσιμπάνε οι εναλλακτικοί πελάτες), το σύμπαν, βαρύγδουπες συμμετοχές επιστημόνων, το βάρος του ΜΙΤ και του National Geographic, ιστορίες για κάθε κομμάτι, διαδραστικά καλούδια και διάφορα άλλα παραφερνάλια. Παρολ’ αυτά εγώ θα επιμείνω παραδοσιακά και «οπισθοδρομικά»: η αισθητική είναι πάντοτε ο πρώτος και ο τελευταίος κριτής. Και το μέσο έχει προ πολλού πάψει να είναι σημαντικότερο από το μήνυμα..

Και τι έχουμε λοιπόν στο «Biophilia»; Θα μπορούσα για λόγους …πνευματικής οικονομίας να αντιγράψω τον παλιότερο εαυτό μου: «Έτσι και στο «Volta» επί μία ώρα την ακούμε να ακκίζεται, να τσιρίζει, να ανεβοκατεβαίνει αυτάρεσκα τις κλίμακες, να γκρινιάζει σε μια ατελείωτη εκνευριστική λογοδιάρροια. Κανένας χώρος για να αναπνεύσουν οι μουσικές, τις οποίες πνίγει με τη χάρη …βόα-συσφιγκτήρα».

Στην πραγματικότητα εδώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Γιατί μέσα από το προφανέστατο άγχος της να παραμείνει στην πρώτη γραμμή, στην εμπροσθοφυλακή, στην αβάν-γκάρντ δηλαδή, με όλο αυτόν τον τεχνολογικό συρφετό γύρω της, τα φωτεινά πλήκτρα, τις οθόνες αφής και τα πηνία Tesla, η Bjork …ξέχασε μια λεπτομέρεια: να γράψει τραγούδια.

Είναι σαφές ότι έχει την τεχνική και την εμπειρία να στήνει ηχητικά περιβάλλοντα, το αποτέλεσμα όμως καταφέρνει στην καλύτερη περίπτωση να ακούγεται μηχανιστικό, σχεδόν προσχηματικό θα έλεγα. Στην δε χειρότερη δυστυχώς δεν είναι καν κακόγουστο, αλλά απλά και μόνο αδιάφορο. Σαν το οξυγόνο: άχρουν, άοσμο και άγευστο.

Μετά δυσκολίας μπορείς να ξεχωρίσεις το «Crystalline», σαν τον μονόφθαλμο (και μάλιστα με πολύ βαριά …μυωπία) μέσα στο βασίλειο των τυφλών. Από κει και πέρα απομένει μόνο αυτή η Φωνή. Η γνωστή φωνή, η οποία περιττεύει πια να σημειώσω ότι είναι από εκείνες που διχάζουν τα γούστα και ότι αν δεν σου αρέσει μπορεί να γίνει εξαιρετικά ενοχλητική. Και μια φωνή εδώ αλαλάζουσα με …υπο-αρκτικό πάθος εν κενώ έμπνευσης (ενίοτε με συνοδεία πασχουσών από βλεφαρόπτωση χορωδιών).

Το μέλλον (ευτυχώς) ούτε προβλέπεται και ακόμη περισσότερο ούτε εκβιάζεται, οι δε προφήτες έχουν πεθάνει και γίνει εικονίσματα εδώ και αιώνες. Πέρα λοιπόν από υπερφίαλες δηλώσεις για «σελίδες που γυρίζουν» και για «το αύριο που γεννιέται», τα εργαστήρια του αύριο βρίσκονται σε ανώνυμα δωμάτια, η καρδιά του μέλλοντος χτυπά σε δημιουργούς τους οποίους δεν θα τους γνωρίσουμε μέσα από κανένα δελτίο τύπου και καμία κατεστημένη διακήρυξη προθέσεων. Μόνο εκ των υστέρων θα σπεύσουμε να εξηγήσουμε, όπως έχει συμβεί τόσες και τόσες φορές στην Ιστορία…

4

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Tori Amos – The night of the hunter (Deutsche Grammophon)

ToriΗ Tori Amos είναι ερωτευμένη. Η Tori Amos είναι ερωτευμένη με την …Tori Amos. Δεν διεκδικεί βέβαια καμία πρωτοτυπία η παρατήρηση αυτή, άλλωστε η ωραιοπάθειά της βγάζει μάτι, όλοι της οι δίσκοι (και δεν είναι και λίγοι) έχουν μια φωτογραφία της στο εξώφυλλο σε κάθε δυνατή πόζα (ξεπερνώντας έτσι επιδόσεις τραγουδιστών όπως ο Morrissey ή ο Λευτέρης Πανταζής).
Λιγότερο εμφανής (για προφανείς λόγους!) είναι μια «πάθηση» την οποία θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε …»καλιφωνοπάθεια». Ποτέ δεν φημιζόταν για «σεμνότητα και ταπεινότητα» η Tori Amos, πόσο μάλλον τώρα που ο νέος της δίσκος της βγαίνει κάτω από την βαριά εγγύηση της (υπερ)σοβαρής Deutsche Grammophon. Εδώ λοιπόν ξεχνάμε τα έργα της τελευταίας δεκαετίας, τώρα πλέον τραγουδάει «ποιότητα».
Ο δίσκος περιέχει τραγούδια τα οποία βασίζονται σε προσαρμογές/διασκευές κομματιών διαφόρων σημαντικών συνθετών του πιάνου, από τον Bach και τον Schumann μέχρι τον Debussy και τον Chopin. Και πριν αρχίσετε τις βιαστικές κατηγορίες για συνθετική ένδεια και εύκολη προσφυγή σε διασκευές, και τις αναλογίες με τους έλληνες τραγουδιστές οι οποίοι θεωρούν ως απαραίτητο πέρασμα σε άλλη …πίστα ωρίμανσης την ερμηνεία ενός οποιουδήποτε Χατζιδάκι), σας ενημερώνω ότι ο δίσκος έχει και άλλο επίπεδο …ανάγνωσης. Μία κεντρική ιδέα (πάρτε ανάσα): μια γυναίκα το βράδυ πριν από το χωρισμό της, ακολουθεί ένα παιδί-φάντασμα (εδώ επιστρατεύεται και η μικρή της κόρη), το οποίο την μεταφέρει τρεις χιλιάδες χρόνια πίσω στην αρχαία Ιρλανδία, όπου και συναντά μια προηγούμενη ενσάρκωση της, και …. ουφ, ήδη κουράστηκα, θα μας πάρει περισσότερο η διήγηση παρά η ακρόαση του δίσκου, όποιος ενδιαφέρεται, οι πληροφορίες είναι δύο κλικ μακριά.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η ακρόαση του δίσκου είναι ευκολότερο έργο. Η διάρκεια του είναι πληθωρική και ανοικονόμητη σαν μερίδα σε αμερικάνικο εστιατόριο, 14 τραγούδια απλώνονται σε 70+ λεπτά (θα μπορούσε να συνοδεύεται με αυτοκόλλητο «20% παραπάνω προϊόν»), σε μια επίπεδη ενορχήστρωση μουσικής δωματίου, το τέμπο δεν αλλάζει ούτε κατ’ ελάχιστον, μόνο το «Battle of trees» με απέσπασε από τον λήθαργο (υποθέτω χάρις στην πολύ δυνατή μελωδία του Satie). Δίσκος για σοβαρούς μελετημένους ακροατές, οι οποίοι και θα χειροκροτήσουν και θα ανακράξουν «μπράβο» λίγο πριν τελειώσει το κομμάτι. Δίσκος ώριμης ανίας (ας της αναγνωρίσουμε ως ελαφρυντικό ότι χρειάστηκε έντεκα δίσκους για να φτάσει ότι κατάφερε η Joanna Newsom μόλις με τον δεύτερο δίσκο). Δεξιοτεχνία υπάρχει εδώ μέσα άφθονη, ψυχή ελάχιστη…

6

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Maria Minerva – Cabaret Sixous (Not Not Fun)

MinervaΤην αρκετά διαδεδομένη άποψη «με ποιο δικαίωμα κρίνεις; αν νομίζεις ότι μπορείς να το κάνεις καλύτερα, ανέβα στη σκηνή» τη θεωρώ τόσο προφανή ένδειξη προϊούσας ηλιθιότητας όσο και τα σπυράκια στο πρόσωπο για την ανεμοβλογιά. Υπάρχουν πάντως λίγοι οι οποίοι διέσχισαν τον Ρουβίκωνα και πέρασαν από την μία όχθη στην άλλη. Μπορώ να σκεφτώ κάποια (λίγα) δυνατά παραδείγματα, στα οποία όμως δεν ανήκει η Maria Miverna…
Η οποία είναι Εσθονή (όχι ότι αυτό είναι ένα στοιχείο που επηρεάζει τον ήχο), είναι πιτσιρίκα δροσερή και έγραφε στο Wire. Ότι κι αν λέει αυτό (και μάλλον λέει πολλά). Προσωπικά απέχω εδώ και κάποια χρόνια από την ανάγνωση του, το γούστο του μοιάζει πλέον να πάσχει από επηρμένο ιδρυματισμό και σε μερικές περιπτώσεις είναι το λιγότερο αστείο.
Ο δίσκος έχει γραφτεί για να μην εγείρει πολλά ερωτήματα για την κατάταξή του, γενικά συνοψίζει όλα τα στερεότυπα του είδους που έχει αποκληθεί «hypnagogic pop», όρο τον οποίο σύστησε έτσι κι αλλιώς εχμμ το …Wire για να στεγάσει ολόκληρη αυτή τη συνωμοσία του κακού γούστου η οποία τρέφεται από τον εαυτό της και αναπαράγεται ενδογαμικά ερήμην του όποιου κοινού. Θολή παραγωγή με την ταμπέλα «δήθεν» να βγάζει μάτια (όπως και το εκτρωματικό εξώφυλλο), easy listening προσέγγιση, φωνητικά χαμένα μέσα στις παραμορφώσεις (η χαρά του φάλτσου). Προσθέστε και μια υποβόσκουσα σεξουαλικότητα (μπορεί ο κόσμος να είναι ακόμη «a man’s man’s world», αν είσαι όμως μουσικός ή DJ το να είσαι γυναίκα είναι μάλλον συγκριτικό πλεονέκτημα) και έχετε βρεθεί μέσα στο καμπαρέ Coxious (ο φεμινισμός μας μάρανε). Για να μην κάψουμε πάντως τα χλωρά μαζί με τα ξερά (κατά το αμείλικτο πνεύμα της εποχής), υπάρχουν κάποια ψήγματα ιδεών και κάποιοι ενδιαφέροντες ήχοι όπως στο «I luv ctrl», γρήγορα όμως περνάει ο οδοστρωτήρας της ακαλαισθησίας και δεν αφήνει τίποτε όρθιο.
Υπναγωγός ποπ λοιπόν. Δεν είναι δα κακό να στέλνεις τον κόσμο για ύπνο, η αϋπνία είναι μια κατάρα στις μέρες μας. Αλλά σαν είδος έχω την αίσθηση ότι αν δεν βρει τον εμβληματικό του δίσκο θα καταλήξει γρήγορα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

4

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr