Μέντα – Telepherique (ΜΝΤ)

menta
1. 1
2. 2
3. 3
4. 4
5. Telepherique
6. 6
7. 7
8. 8
9. 9

Ο λαός τραγούδι θέλει, φτάνουν τα προβλήματα, χόρεψε το τσιφτετέλι κι όλα πια βλαστήμα τα, κάπως έτσι τα έλεγε ο Στράτος (ένας είναι ο Στράτος!) το 1987, διατυπώνοντας και τραγουδιστά (σε στίχους βέβαια των Βρούβα και Παπαγιαννόπουλου) κάτι το οποίο μοιάζει άγραφος και απαράβατος κανόνας στην ελληνική μουσική. Γενικά με αυτό που θα λέγαμε «καθαρή μουσική», οργανική, η σχέση δεν είναι και πολύ θερμή, μετρημένα στα δάκτυλα είναι τα άνευ στίχων κομμάτια τα οποία έχουν περάσει στο …DNA του έλληνα ακροατή, ένα ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας (και του Μάνου), η Τζοκόντα του άλλου Μάνου (του αιωνίου ποιοτικού άλλοθι της ελληνικής …μουσικοφιλοφιλίας), άντε ελάχιστα ακόμη. Κατά έναν δε διόλου παράξενο τρόπο, ο ίδιος κανόνας του …Στράτου έχει την ισχύ του ακόμη και στον χώρο ο οποίος είναι (ή θέλει να αποκαλείται) εναλλακτικός. Ας αφήσουμε στην άκρη την πρόσκαιρη ευδοκίμηση ειδών όπως το post-rock. Εδώ άλλωστε θα μιλήσουμε για ποπ…

Οι Μέντα τολμούν τον έκτο τους πλέον δίσκο να τον στηρίξουν αποκλειστικά σε οργανικές συνθέσεις (εντάξει, έχουν και κάποιες σποραδικές φωνές αλλά αυτές παίζουν το ρόλο απλού οργάνου). Και το ρήμα «τολμώ» το χρησιμοποιώ όχι μόνο για το γεγονός ότι συγκρούονται με τον μόλις αναφερθέντα κανόνα αλλά και επειδή το εγχείρημα αυτό αποτελεί ένα πραγματικό τόλμημα για την ίδια τους την πορεία. Για να το θέσουμε αλλιώς: ακόμη κι ένας φανατικός οπαδός τους υποθέτω ότι θα ήταν αδύνατο να τους αναγνωρίσει ακούγοντας «τυφλά» το «Telepherique».

Ξεχάστε λοιπόν τους Μέντα που ξέρατε. Οι οποίοι τι ήταν; Θυμόμαστε ότι έσκασαν κάπου εκεί που ξεθύμαινε (ή αν θέλετε εκφυλιζόταν) το κύμα του ελληνόφωνου ροκ των 90s, ήταν εμφανές ότι ήθελαν να διακριθούν τον αγέλαστο συρμό, προσπάθησαν να φέρουν έναν πιο φρέσκο αέρα με λιγότερη σοβαροφάνεια. Ο ευρηματικός πλανήτης του (ποντικού) Εδμούνδου άφησε πολλές υποσχέσεις οι οποίες όμως κατά βάση δεν εκπληρώθηκαν τα επόμενα χρόνια. Και κυρίως από άποψη ευρύτερης αποδοχής. Θα λέγαμε ότι το συγκρότημα κινήθηκε σε μια οριακή περιοχή όντας υπερβολικά mainstream για το «underground» κοινό αλλά και το αντίστροφο, υπερβολικά underground για το mainstream κοινό. Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι ίδιοι ποπ δήλωναν, το έβαλαν και σε τίτλο δίσκου τους, ποπ με ροκ καταβολάδες, με την κιθάρα να έχει το πάνω χέρι. Σύνθια είχαν ανέκαθεν στις συνθέσεις τους οι Μέντα (πολλές φορές και άφθονα), αυτά όμως έπαιζαν περισσότερο το ρόλο πινελιάς, σχολιάζοντας ή υπονομεύοντας το κύριο θέμα.

Στο «Telepherique» όμως τα πράγματα έχουν ανατραπεί. Οι κιθάρες έχουν κάνει βήματα πίσω και τα σύνθια κάθε είδους, διάφορα moog και korg και roland (μαζί και θερεμίνη από την Nalyssa Green) έχουν πάρει τα γκέμια και συνθέτουν έναν δίσκο ο οποίος κινείται μέσα στο ένα ευρύτερο ρεύμα ρετρό αναλογικότητας των τελευταίων ετών, όπου η ευρωπαϊκή ηλεκτρονική των 70s αλλά και των 80s εξετάζεται υπό το βλέμμα μιας γενιάς η οποία αφού γνώρισε τα ψηφιακά, τα απέρριψε και επέστρεψε στην αναλογικότητα. Έτσι στον δίσκο ακούς μονοπάτια τα οποία ιχνηλατώντας τα αντίστροφα στον χρόνο μπορεί να σε φτάσουν στους Kraftwerk της εποχής του Autobahn, τον γερμανικό kraut ρομαντισμό (ένας …μετα-Neu-μένος π.χ. Rother) ή τα γαλλικά b-movies soundtrack (και ο τρόπος που τα άκουσαν οι Air χρόνια αργότερα). Πάντως ακόμη κι εκεί που μοιάζει να εμπνέονται από τον Βαγγέλη του «Blade Runner», μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι στον πυρήνα τους τελικά οι Μέντα δεν άλλαξαν. Εκεί που ο Vangelis έφτιαχνε με τη μουσική του δυστοπικές σκοτεινές εικόνες, οι Μέντα διατηρούν μια φωτεινή μελωδικότητα, ποπ ναι, η οποία ακόμη κι αν προσπαθεί να γίνει σκιαχτική διατηρεί μια φωτεινότητα (έστω και «ενοχλητική», όπως μπορεί να γίνει το φως από την αντανάκλαση στο χιόνι). Σπουδαίες συνθέσεις, όμορφα εξελισσόμενες και ελεγχόμενα κλιμακούμενες, όπως το «1», το ομώνυμο κομμάτι αλλά και το «6» έρχονται να επιβεβαιώσουν ακριβώς αυτή την παρατήρηση. Το ίδιο κάνουν ακόμη και οι πιο συμβατικές, λιγότερο εμπνευσμένες στιγμές, ακόμη κι αυτές εντάσσονται σε έναν υφολογικά συμπαγή και αρμονικά δεμένο δίσκο.

Και ασφαλώς ένα τέτοιο εγχείρημα, και με την ύπαρξη του και μόνο, θέτει αυτεπαγγέλτως και ένα ερώτημα. Αποτελεί μία «one-off» απόπειρα, μια πρόσκαιρη παρέκκλιση, ένα «πείραμα», μια δοκιμή νέων εκφραστικών μέσων, ένας συντονισμός με μια μόδα; Μια επανεφεύρεση της ταυτότητας του σχήματος; Ή είναι το άνοιγμα προς ένα νέο προς εξερεύνηση μονοπάτι; Για μένα η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα είναι προφανής, οι δρόμοι είναι πάντα πιο ενδιαφέροντες από τους σταθμούς και … αναμένουμε τη συνέχεια.

Σε έναν τέτοιο δίσκο με οργανικές συνθέσεις η τιτλοδότηση των κομματιών παίζει έναν καθοριστικό ρόλο στην πρόσληψή του. Εν προκειμένω, οι Μέντα προφανώς δεν θέλουν να υποβάλλουν κάποιες συγκεκριμένες εικόνες, συναισθήματα, σκέψεις και συνειρμούς. Ή μάλλον καλύτερα, δεν θέλουν να επιβάλλουν. Προτιμούν να αφήσουν τη φαντασία του ακροατή ελεύθερη να φτιάξει τη δική του ταινία στο μυαλό του. Με τούτο ως στόχο υποθέτω άφησαν άτιτλα τα κομμάτια (εκτός ενός το οποίο φέρει τον τίτλο του δίσκου). Αλλά και ο ίδιος ο τίτλος του δίσκου θα έλεγα ότι είναι συναισθηματικά ουδέτερος και ελάχιστα βοηθητικός, τελεφερίκ, δεν είναι και κάτι που θα προκαλέσει και πολλά συναισθήματα, εκτός βέβαια εάν είσαστε οπαδοί του σκι στα χιονοδρομικά κέντρα ή του …ξε-σκι στο καζίνο της Πάρνηθας.

Χμμ, να όμως που κι ένας τίτλος μόνο φτάνει. Κι ένα εξώφυλλο (εξαιρετικό να σημειωθεί). Μια ερωτική ιστορία η οποία διαδραματίζεται σε ένα χιονοδρομικό κέντρο, σκηνοθετημένη από Γάλλο εννοείται, soft 70s porno λήψεις, η μοιραία πρωταγωνίστρια δολοφονείται μέσα στο τελεφερίκ, σκηνές καταδίωξης στο χιόνι, δεν μπορείτε τελικά να πείτε, φαντασία να έχει κανείς…

29/05/2015

7.5

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε