Διασκευές αλά – ελληνικά – Το ελληνικό τραγούδι στα …ξένα

AlbertΠαρά τις πολιτικάντηδες μεγαλοστομίες περί του πολιτισμού ως η «βαριά βιομηχανία της Ελλάδας», είναι μάλλον τετριμμένη η διαπίστωση ότι το πολιτιστικό ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών της χώρας είναι (και αυτό!) ελλειμματικό. Το ίδιο ισχύει προφανώς και στη μουσική, στο τραγούδι, πόσο μάλλον που εδώ υπεισέρχεται και ο αναπόφευκτος φραγμός της γλώσσας (με τη στιχοκεντρική αντίληψη του ελληνικού τραγουδιού να είναι ένας επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας).

Το πόσο σε διασκευάζουνε είναι και ένα μέτρο (όχι απόλυτο ασφαλώς ούτε μονοσήμαντο) της επιρροής σου, της ακτινοβολίας σου, του πολιτισμικού βεληνεκούς σου, και αυτό το αφιέρωμα προσπαθεί να ιχνηλατήσει το αποτύπωμα της ελληνικής μουσικής στην παγκόσμια σκηνή. Και συνιστώ να διαβαστεί χωρίς υπερβολές εσωστρεφούς αυτοϋποτίμησης αλλά και χωρίς εξάρσεις εκβιασμένου «πατριωτισμού» (σαν εκείνες που μας ωθούν να νιώθουμε εθνική περηφάνια όταν βλέπουμε ελληνικό γιαούρτι στις προθήκες ενός σουπερμάρκετ της αλλοδαπής).

Το αφιέρωμα δεν έχει επ’ ουδενί σκοπό να εξαντλήσει το θέμα, είναι επιλεκτικό και σχολιασμένο στην προσπάθεια αποφυγής μιας στείρας και ανιαρής παράθεσης ονομάτων. Τα κριτήρια επιλογής είναι, πέρα φυσικά από το προσωπικό γούστο, και αυτό το κάτι, το απροσδιόριστο, αυτή η επιθυμητή ασέβεια προς το πρωτότυπο η οποία δίνει νόημα ύπαρξης σε μια οποιαδήποτε διασκευή.

Και ξεκινάμε λοιπόν, με ποιούς άλλους;

«Χατζιδάκια μ’, Θοδωράκια μ'»
Που έλεγε κι ο Σαββόπουλος… Τόσο διαφορετικοί, τόσο σε ύφος όσο και χαρακτήρα, τόσο συχνά απαντώμενοι σε διαδοχή στην ίδια φράση, τόσο όμως ελληνικοί και παγκόσμιοι ταυτόχρονα. Κανένας βέβαια από τους δύο δεν αισθανόταν πολύ άνετα (μέχρι απαξίωσης κιόλας!) με το γεγονός ότι κάποια τραγούδια τους έφτασαν σε έναν τέτοιο βαθμό αποδοχής και εξαγωγικής ποσότητας ώστε να αποτελέσουν οργανικό μέρος του τουριστικού ελληνικού στερεότυπου «ήλιος, τζατζίκι, μουσακάς και γύψινο τσολιαδάκι». Φταίνε τα τραγούδια όμως; Ποτέ δεν φταίνε τα τραγούδια…
MissΈτσι, «ένα και δύο και τρία και τέσσερα φιλιά» έστελνε η Μελίνα Μερκούρη από το παράθυρό της, άλλες τόσες και πολλαπλάσιες ήταν οι διαφορετικές ερμηνείες που γνώρισαν «Τα παιδιά του Πειραιά» (σαν «Never on Sunday») σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Από τη γαλανομάτικη εκτέλεση του Herb Alpert έως τη μαυρομάτικη των Four Seasons, και από την «κρουνεράδικη» του Bing Crosby έως τη λίαν απολαυστική (σε …mash-up με τον Ζορμπά) της Miss Piggy στο Muppet Show μαζί με τους …Greek Pigs (προφητικό;), η ποικιλία των εκτελέσεων αγκαλιάζει ένα τέτοιο εύρος γλωσσών το οποίο εκτείνεται από τα τσέχικα και φτάνει έως ακόμη και τα μανδαρίνικα.

Στην Κεντρική Ευρώπη το κομμάτι έγινε γνωστό κυρίως από την «Λιλί Μαρλέν» Lale Andersen με τον τίτλο «Ein Schiff wird kommen» («Ένα πλοίο θα ‘ρθει»). Και έτσι φτάνουμε σε μια πολύ ιδιάζουσα και άγνωστη περίπτωση. Ένα συγκρότημα από το Αννόβερο, οι Der Moderne Man ηχογραφεί τους στίχους με τίτλο «Blaue Matrosen», τους ντύνει με φανταχτερά new wave πλήκτρα (ήταν 1982) αλλάζοντας τη μελωδία και φτάνει σε ένα πραγματικά αγνώριστο αποτέλεσμα.

Αξίζει στο σημείο αυτό να τονίσουμε και τη μεγάλη συμβολή της Νανάς Μούσχουρη στη διάδοση των κομματιών και των δύο συνθετών μας, η οποία έκανε «διεθνή καριέρα» πολύ πριν η έκφραση αυτή γίνει ανέκδοτο. Η φωνή της οποίας έφερε μελωδίες όπως ο «Ιλισσός» ή ο «Υμηττός» και πολλές άλλες στο μέσο ευρωπαϊκό σπίτι και στο αυτί της απλής Ευρωπαίας γιαγιάς (μιλάω εξ ιδίας πείρας). Κι ας μην την έχουμε σε ιδιαίτερη εκτίμηση στα μέρη μας, όπου ως γνωστόν ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι (ή να φαίνεται τουλάχιστον) πτωχό και ταπεινό παιδί του λαού.
LeeΊσως να είναι αυτή η αστική κομψότητα της μουσικής του Μάνου η οποία έκανε τα τραγούδια του τόσο δημοφιλή στον κύκλο που θα χαρακτηρίζαμε (με το φόβο της γενίκευσης αλλά προς χάριν συνεννόησης) easy listening, εκεί όπου ο (αυτο)σκοπός δεν είναι τόσο το «πείραγμα» αλλά η μετάδοση της μελωδίας σε ένα καινούργιο διαφορετικό κοινό. Και καμία τέτοια παρατήρηση δεν μπορεί να αναιρέσει την αξία μιας Brenda Lee η οποία έκανε μάλιστα επιτυχία το «All alone am I» («Μην τον ρωτάς τον ουρανό») ή ενός Nat King Cole («In the cool of the day») αλλά και δεκάδων άλλων σπουδαίων ερμηνευτών.

Στον Θεοδωράκη από την άλλη, υπάρχει μια σαφής και έντονη πολιτική διάσταση η οποία και δεν μπορεί να αγνοηθεί. Και αν με τον Ζορμπά ήταν που έγινε παγκοσμίως γνωστός, ήταν η ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά εκείνη που τον σύστησε και σε ένα πιο «underground» (εναλλακτικό;) κοινό. Αυτό τον δίσκο π.χ. θα ακούσουν στο UCLA της Καλιφόρνιας και οι πολιτικά ανήσυχοι Savage Republic και θα μετατρέψουν (σε δύο διαφορετικές τους κυκλοφορίες) τον «Andonis» και το «Pios den mila yia ti Lambri» σε πανκ δυναμίτες, διατηρώντας και επιτείνοντας αυτό τον χαρακτηριστικό εμβατηριακό ρυθμό του Μίκη, αυτόν που σε κάνει να …ξεσκονίζεις τον παλιό γκρα του παππού και να ετοιμάζεσαι για την επανάσταση.

Στο ίδιο τούτο soundtrack υπάρχει και το περίφημο «Το γελαστό παιδί», το οποίο βέβαια πρωτοπλάστηκε το 1962 για την ελληνική απόδοση του θεατρικού έργου του μεγάλου Ιρλανδού ποιητή-αγωνιστή (με αξεχώριστες αυτές τις ιδιότητες) Brendan Behan «Ένας όμηρος». Η δύναμη της μελωδίας αυτής αργότερα θα προσαρμοστεί στην επική ερμηνεία της Shirley Bassey (ως «Life goes on»), θα δραματοποιηθεί αλά-ιταλικά από τον Al Bano («Il ragazzo che sorride») και θα αναδειχθεί χωρίς στίχους από τους Sky το 1992.

Για λόγους ιστορικής …ιεραρχίας δεν μπορούμε να παραλείψουμε και την αναφορά στο «Honeymooon Song», το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» δηλαδή, και στην εκτέλεση του από τους Beatles. Βέβαια αυτή θα έρθει στο φως ως ανασκαφή αρκετά μετά τη διάλυσή τους, σε όχι και σπουδαία ποιότητα ήχου. Νωρίτερα πάντως το τραγούδι αυτό είχε επιλεγεί από τον McCartney για τον παρθενικό δίσκο της προστατευόμενής του Mary Hopkins.
AnvilΚαι από την ελαφριά πλευρά των 60s, γυρίζουμε στο πιο σκληρό «flip-side». «Hard Rock from the Middle East» λεγόταν ο ένας (και μοναδικός) δίσκος ενός αμερικάνικου σχήματος ονόματι Devil’s Anvil («hard rock» τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνονταν τότε). Στο δίσκο αυτό ανακαλύπτουμε ανάμεσα σε πολλά μεσανατολίτικα καλούδια, ένα κομμάτι αναγραφόμενο ως «Kley», το οποίο δεν είναι άλλο από το «Μάνα μου και Παναγιά» του Μίκη, ενώ λίγο παρακάτω εμφανίζονται και τα «Treea Pethya» (ναι, εκείνα από το Βόλο) σε άψογα νεοϋορκέζικα ελληνικά! Ωραίος δίσκος, πήγε όμως άπατος λόγω της συγκυρίας (βγήκε ακριβώς την ημέρα που ξέσπασε ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1967).

Και για να κλείσουμε με το κεφάλαιο Θεοδωράκης θα κάνουμε ένα χρονικό άλμα μέχρι το 2000, στην υπέροχη σκονισμένη εκτέλεση των (σχεδόν δικών μας) Walkabouts στο «Τραίνο φεύγει στις οκτώ» («The train leaves at eight»). Κι ένα τραίνο που φεύγει, είτε πάει για Κατερίνη είτε για Σηάτλ, πάντοτε συγκινεί…

Ελαφρο-γαλλικά και άλλα
Γενικά στο ελαφρύ τραγούδι της δεκαετίας του ’60 επιβεβαιώνεται το παλαιό σύνθημα «Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία» (πολύ πριν μπλέξουμε με τους διάφορους Σαρκοζί), καθώς ουκ ολίγοι είναι οι Γάλλοι τροβαδούροι που διάλεξαν ρεπερτόριο από έλληνες συνθέτες. Αιτίες γι’ αυτό μπορούμε να αναζητήσουμε πολλές: την ανέκαθεν ρομαντική ματιά των Γάλλων για την πολιτιστική μητέρα της Δύσης (αποφεύγω εξεπιτούτου τον όρο «φιλελληνισμός»), την έντονη φυσική παρουσία Ελλήνων καλλιτεχνών, με τα καφέ του Παρισιού να έχουν μετατραπεί σε …αντιστασιακά μετερίζια κατά της χούντας, το γεγονός ότι το διεθνές jet-set άρχισε τότε να ανακαλύπτει με ενθουσιασμός το ελληνικό όνειρο στην «Μυκονός». Όποια κι αν είναι η αιτία πάντως, τα δείγματα που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε είναι πολλά (και χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να επικαλεστούμε πρεσβευτές μας όπως ο Demis Roussos ή ο Georges Moustaki). Διαλέγω έτσι αυθαίρετα την «Κυρά-Γιώργαινα» η οποία ξαναβαφτίστηκε Τζωρτζίνα στο «Allo Georgina» του πολύ δημοφιλούς τότε Michel Polnareff και το «Ntirlanta», τεράστια επιτυχία για την Dalida, διασκευή ενός παραδοσιακού σκοπού θα έγραφα αυθόρμητα, αν δεν θυμόμουν τη δικαστική διαμάχη η οποία κατοχύρωσε το τραγούδι σε έναν Καλύμνιο καπετάνιο, τον Παντελή Γκινή.

Το δικό μας …new wave, το νέο κύμα δηλαδή που επέβαλε ο Γιάννης Σπανός, έκανε κι αυτό το δικό του σεργιάνι στον κόσμο, στο οποίο θα απαντήσουμε μια εκδοχή του «Κάποιος γιορτάζει» ως «Mi vieja barca» στα ισπανικά από τον Alfredo, ενώ οι Dirty Three του Waren Ellis στο «Ι remember a time when once you used to love me» επιτυγχάνουν με εκπληκτικό τρόπο να αναδείξουν μια άλλη διάσταση στο κλασικό κομμάτι της Αρλέτας.

Forty young guys from Levadia – Η ελληνική παράδοση
Τα ρεμπέτικα είναι ένα μεγάλο ελληνικό κεφάλαιο (τα δικά μας μπλουζ κατά τη μάλλον ατυχή και τετριμμένη παρομοίωση) το οποίο έχει μείνει σχετικά ανέγγιχτο από ξένα χέρια. Όχι ασφαλώς επειδή αυτά είναι …μαχαίρια, αλλά επειδή κάποιες μουσικές είναι πραγματικά «Ονομασίας Προέλευσης», δύσκολο δηλαδή να μεταφυτευτούν με επιτυχία σε άλλα κλίματα.
Moor KyriakidisΈτσι ο Andy Moor (κιθαρίστας των The Ex) χρειάζεται τη σύμπραξη του Κύπριου συνθέτη Γιάννη Κυριακίδη στο τολμηρό εγχείρημα της αποδόμησης γνωστών ρεμπέτικων υπό τη λιτή τιτλοδότηση «Rebetika». Όσο δε κι αν είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε τέτοιου τύπου fusion απόπειρες, στη συγκεκριμένη περίπτωση το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δικαιώνει το τόλμημα.

Ακολουθώντας μια συνειρμική γραμμή σκέψης η οποία μας παραπέμπει στο εμβληματικό «Ρεμπέτικο» του Σταύρου Ξαρχάκου, η Diamanda Galas (Διαμάντω Ξυνογαλά αν θέλετε) σηκώνει τρίχες με την αντάξια των μανιάτικων ριζών της ερμηνεία στο «Keigome, keigome» (θα το βρείτε στο «Malediction and Prayer» του 1998).

Μουσικές μνήμες ανασκαλεύουν περιδιαβαίνοντας τη Μεσόγειο θάλασσα και οι La Mar Enfortuna, παράπλευρο σχήμα των Elysian Fields, στο δίσκο των οποίων «Convivencia» (2007), με φωνητικά που ακροβατούν ανάμεσα στο αστείο και το γοητευτικό, διασκευάζουν το «Πάλι μου κάνεις τον βαρύ» το οποίο γνωρίζουμε από τη Ρόζα Εσκενάζυ. Σεφαραδίτικα νήματα μας οδηγούν και στο «Kaddish» των Towerning Inferno, έναν από τους πιο σκοτεινούς δίσκους όλων των εποχών (τάδε έφη Brian Eno) ο οποίος κλείνει με μια σύντομη φωνητική εκτέλεση του «Αργαλειού» του Κώστα Μουντάκη.

Μιας που γυρίζουμε τη Μεσόγειο, στη νήσο Σαρδηνία απαντάμε τους Holy Martyr (και όχι Martyrs όπως πέρασε στην συλλογή «Greek Lounge», στην οποία θα βρείτε αρκετά από τα κομμάτια που αναφέρουμε στο παρόν αφιέρωμα), θιασώτες του παλιού καλού επικού μέταλ, αυτού που γοητεύεται από αιματοκυλισμένες μάχες και κλαγγές σπαθιών. Στο δίσκο τους «Hail to Hellas» (2003) προσθέτουν στη συνταγή τους και μια δόση αρχαιοπληξίας (στα όρια της λιακοπούλειας αισθητικής) και ανάμεσα σε τίτλους του τύπου «Molon Labe (Into Glory They Shall Ride)», παρεισφρύουν και τα «Δειλινά» του μεγάλου (και!) «μινορετζή» Γιώργου Ζαμπέτα, στο οποίο δίνουν μια παρολ’ αυτά πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση.
HawkΕσχάτως πάντως στους ίνδυ κύκλους, αναβιώνει μια τάση για αναζήτηση χαμένων προπολεμικών ηχογραφήσεων (συλλογές του τύπου «Black Mirror: Reflections in Global Musics» βρίσκονται πλέον και στα εναλλακτικά δισκοπωλεία). Τα πάντα πλέον μπορεί να βρεθούν και μέσω mp3 να βρεθούν και παντού. Έτσι δεν φαίνεται παράξενο που οι A Hawk and a Hawksaw το 2009 δεν δίστασαν να βγάλουν και σε single τη «Foni tou Argile» (στα ρεμπετάδικα την παραγγέλνουμε ως «πέντε χρόνια δικασμένος»), ενώ και στον περσινό τους δίσκο υπάρχει το «Mana thelo enan antra» πρωτοτραγουδισμένο από την Γεωργία Μηττάκη το 1936.

Το παλιό και ανατολίτικο άλλωστε ασκούσε πάντοτε την έλξη του. Όπως τότε, στα τέλη των 60s, όταν οι μπουχτισμένοι από την ευημερία δυτικοί νέοι αναζητούσαν το νόημα της ζωής στη μαγική μυστική Ανατολή. Προσωπικά πολύ αμφιβάλλω αν το ανακάλυψαν, άφησαν τουλάχιστον πίσω τους σπουδαίες μουσικές. Όπως π.χ. αυτές των Kaleidoscope (των εκ ΗΠΑ ορμώμενων), στο «Seven ate sweet» των οποίων ανακαλύπτουμε μέσα από τα ψυχεδελικά ντουμάνια περάσματα από την Γερακίνα και την Σαμιώτισσα.

Σαν φυσική συνέχεια στις ίδιες πηγές ψάχνονταν για έμπνευση και πολλοί από τους «προοδευτικούς» ρόκερς των 70s. Οι σουηδοί Archimedes Badkar (η μπανιέρα του Αρχιμήδη!), είχαν ευρύτερους ορίζοντες από την έτσι κι αλλιώς περιοριστική κατηγοριοποίηση του progressive, γεγονός που υπογραμμίζεται και από την καλοπαιγμένη τους διασκευή στο «Tzivaeri».

Μιλώντας για ιδιαίτερες οπτικές, πολλά-πολλά χρόνια νωρίτερα, το 1945, ο Slim Gaillard, διαβόητος για τις γλωσσοπλαστικές και γλωσσομαθικές του ικανότητες, κυκλοφορεί μαζί με το κουαρτέτο του έναν δίσκο 78 στροφών με τίτλο «Tee say malee». Εμάς δεν μας μέλλει αν η καταγωγή του Slim ήταν από τη Νέα Υόρκη (και ουχί από το Κορδελιό), μας αρκεί αυτή η πνευματώδης και κεφάτη άποψή του (σε ρυθμό foxtrot παρακαλώ!) για το παλιό μικρασιάτικο παραδοσιακό (γεια σου ρε Μαρίκα Παπαγκίκα).
MisirlouΤα όρια πάντως μεταξύ παράδοσης και «κατοχυρωμένης» μουσικής είναι πολύ ασαφή μερικές φορές, όπως αποδεικνύει και η ιστορία ενός από τα πιο διάσημα ελληνικής προέλευσης κομμάτια. Μιλάμε για τη γυναίκα από το Μισίρι, την Αίγυπτο δηλαδή, την πολύπαθη «Μισιρλού». Πολύπαθη όχι μόνο λόγω του άτυχου έρωτα που αφηγούνται οι στίχοι, αλλά και λόγω του ιστορικού του. Το κομμάτι αποδίδεται νομικά στον ελληνοαμερικανό Νίκο Ρουμπάνη, ο οποίος όμως είχε απλά προσαρμόσει τη μελωδία που είχε πρωτοακουστεί το 1927 στην Αθήνα από την κομπανία του Δημήτρη Πατρινού, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα είχε δουλέψει πάνω σε ήδη υπάρχουσα «προσφυγική» μελωδία. Μύλος… Όπως και να χει πάντως, η Μισιρλού ευτύχησε να ακουστεί σε μια πλειάδα εξαιρετικών εκδοχών, από την πιο διάσημη (ελέω και Tarantino) καταιγιστική surf του Dick Dale (στην οποία βασίστηκε και αυτή των Last Drive αλλά και το sample των Black Eyed Peas στο «Pump it») έως την swing του Harry James και την …ταυρομάχεια φωνάρα της αγαπημένης Connie Francis.

«Ανήκομεν εις την Ανατολή»
Ο Καραμανλής ο Α’ είναι σίγουρα ότι θα διαφωνούσε σμίγοντας τα δασύτριχα φρύδια του, αλλά η πραγματικότητα τον διαψεύδει, τουλάχιστον όσον αφορά το απόλυτο της δήλωσης. Ειδικότερα η σχέση μας με την άσπονδο γείτονα Τουρκία, αν και χρωματίζεται από αμοιβαίες προκαταλήψεις και ιστορικές εχθρότητες, χαρακτηρίζεται από μια διαρκή διασυνοριακή πολιτισμική όσμωση (και όχι μόνο σε τηλεοπτικά σίριαλ!), υποδηλώνοντας ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες ομοιότητες απ’ ότι ίσως θέλουμε να παραδεχόμαστε. Έτσι από τη δεκαετία του ’50 ήδη, τραγούδια ελληνικά και τούρκικα πάνε κι έρχονται, χωρίς κάποιες φορές να είναι εύκολο να βρεις την πραγματική πατρότητα (όταν ας πούμε αμφότεροι έχουν κλέψει την ίδια πηγή).

Η πολιτιστική αυτή ανταλλαγή είναι τέτοιας έκτασης ώστε θα έφτανε να καλύψει πολλές σελίδες περιοδικού, δεν θα ήταν υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι σχεδόν κάθε μεγάλο ελληνικό λαϊκό ή σκυλο-λαϊκό σουξέ έχει βρει το δρόμο του προς την τουρκική, από την εποχή της Αλίκης και του «Arabaci» (του Καροτσέρη δηλαδή!) έως τις ημέρες της Τουρκοκύπριας Ziynet Sali και της δίγλωσση εκτέλεσης του «Taksici». Για όσους ενδιαφέρονται περισσότερο, το διαδίκτυο βρίθει από πληροφορίες, εδώ ας περιοριστούμε στην απλή αυτή αναφορά χάριν της πληρότητας.

Κλείνοντας το αφιέρωμα αυτό, κι αν θέλουμε σώνει και καλά ένα «δια ταύτα», ας κρατήσουμε την επισήμανση ότι το συντριπτικό ποσοστό των διασκευών που συναντήσαμε αφορά:
α) κομμάτια παλαιότερων δεκαετιών, από εποχές πριν ο κοσμοπολιτισμός αποκτήσει αρνητική χροιά (από αμφότερες μάλιστα τις άκρες του πολιτικού φάσματος),
β) κομμάτια που κουβαλάνε ευδιάκριτο το στίγμα και την ιδιαιτερότητα της καταγωγής σου (η εγχώρια αγγλόφωνη παραγωγή λάμπει δια της απουσίας της).
Οι ερμηνείες και οι αξιολογήσεις ανοικτές….

[Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό Σόνικ- Τεύχος 79]

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε