Jacques Brel – Infiniment (Barcley)

CD1: La quete, La cathedrale, L’amour est mort, Mai 40, Avec elegance, Sans exigences, Les Marquises, Orly, La ville s’endormait, Jojo, J’arrive, Quand on n’a que l’amour, Le plat pays, Mon enfance, Les vieux, La chanson de Jacky, La valse a mille temps, Le prochain amour, La chanson des vieux amants, Ne me quitte pas

CD2: Amsterdam, La biere, Bruxelles, Le diable «Ca va», Il nous faut regarder, L’enfance, Ces gens-la, Les bonbons, Les Flamandes, Les bourgeois, Jef, Mathilde, Marieke, Madeleine, Les bigotes, Vesoul, Le moribond, Au suivant, Le dernier repas, Je suis un soir d’ete

«Στην καρδιά μου κρυφά ξέσχιζα τον εαυτό μου, τον συνέτριβα, τον κατέτρωγα, ώσπου ο πόνος έφτανε να γίνει μια καταραμένη γλύκα, βρωμερή και μεταβάλλονταν κατόπιν σε ηδονή, σε μια αληθινή ηδονή» Ντοστογιέφσκι-«Υπόγειο»

Δεν ξέρω ποια μυστήρια σύμπτωση έφερε μπρος μου αυτό το απόσπασμα απ’ το έργο του μεγάλου Ρώσου την ώρα που ήμουν βυθισμένος στην ακρόαση της συλλογής που είναι η αφορμή για τούτο το κείμενο. Μέσα σε δυο σειρές συμπυκνώνει το νόημα της τέχνης! Γιατί τι άλλο είναι η τέχνη παρά αυτή η ανεξήγητη μαγική μετατροπή του πόνου, του φόβου, του ανεκπλήρωτου πόθου σε κάτι αέρινα άπιαστο, έως και γοητευτικό και ηδονικό ακόμη! Και ο Brel είναι απ’ αυτούς τους εκλεκτούς μάγους που αυτή την μετατροπή την κατάφεραν με λίγα απλά διαλεχτά υλικά, λίγες χορδές, μια φωνή…

Ο Brel έχει κάτι χαρακτηριστικά κοινό με τον Πουαρό, τον αγαπημένο μυστακοφόρο ντετέκτιβ της Αγκάθα!! Και οι δύο περνούσαν ως Γάλλοι αλλά οι ίδιοι διεκήρυσσαν μετά πάθους την «βελγικότητα» τους. Αν όλες οι «-ικότητες» είναι πολύ συγκεχυμένες και ασαφείς έννοιες, η βελγικότητα είναι ακόμα πιο πολύ! Περίεργη εθνική υπόσταση το Βέλγιο, χωρισμένο στα δυο σε γαλλόφωνους Βαλόνους και σε Φλαμανδούς, οι οποίοι ίσα που ανέχονται ο ένας τα χνώτα του άλλου! Αν ήταν στα «..εδώ είναι Βαλκάνια» σίγουρα θα είχαν αλληλοσφαχτεί, σύμφωνα με τα «καλά» πρότυπα που έθεσαν Σέρβοι και Κροάτες (ας όψεται η οικονομική ευμάρεια που «στομώνει» διάφορες εξάρσεις τέτοιου τύπου!) Αυτό το εθνικό «δίπορτο» επηρέασε τον Brel και πέρασε και στα τραγούδια του. Άλλοτε με ανάλαφρα σκωπτικό τρόπο («Les Flamandes»), άλλοτε με τρυφερότητα («Les plat pays», «Bruxelles» ή στο «Mai 40» που αναφέρεται στην γερμανική εισβολή στο Βέλγιο το 1940).

Έζησε μια ζωή περιπετειώδη και γεμάτη που υπερβαίνει τα στενά πλαίσια ενός μουσικού και η οποία αποτυπώθηκε και στα αυλάκια των δίσκων του… Γεννήθηκε στις γκρίζες Βρυξέλλες το 1929 και παρότι προοριζόταν να αναλάβει την μικρή οικογενειακή επιχείρηση προτίμησε να βάλει την κιθάρα στους ώμους και να ακολουθήσει το «λευκό κουνέλι» στην περιπέτεια του κόσμου. Μια τάση φυγής που θα τον κάνει να γίνει για πάντα εραστής «των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων..». Αρχικά ακολούθησε ένα θίασο που έπαιζε δωρεάν σε γηροκομεία και νοσοκομεία. Κάπου όμως σε ένα cabaret των Βρυξελλών με το ποιητικό όνομα «Το Μαύρο Ρόδο» θα τον εντοπίσει ένας scouter ταλέντων της εποχής, ο Jacques Canetti, ο οποίος θα τον φέρει στο κέντρο, a Paris… Εκεί θα βγει και ο πρώτος δίσκος το 1954, το «Grand Jacques». Μια εμπορική αποτυχία! Είμαστε όμως ακόμη σε εποχές που η μουσική είναι πιο σημαντική από τα διαγράμματα κερδών. Έτσι θα του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία, αφού πρώτα θα κάνει το «αγροτικό» του στην γαλλική επαρχία, όπου γύριζε τα ταβερνεία, τα καφέ και τα cabaret παίζοντας αδιάκοπα για πενταροδεκάρες.

Ο Brel υπήρξε ουσιαστικά γέννημα-θρέμμα του γαλλικού cabaret! Tα cabaret ήδη από την εποχή που ο Λουδοβίκος ΙΣΤ έχανε …απρόσεκτα το κεφάλι του στην γκιλοτίνα, υπήρξαν χώροι συνάντησης ανήσυχων καλλιτεχνών. Ειδικά δε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα απ’ αυτήν την μήτρα ξεπήδησαν σπίθες για μερικά από τα πιο ριζοσπαστικά κινήματα στην τέχνη όπως ο εξπρεσσιονισμός, ο σουρεαλισμός και το dada (θυμηθείτε το περίφημο Cabaret Voltaire της Γενεύης).

Η δεύτερη λοιπόν ευκαιρία θα έρθει το 1957 με ένα δίσκο απ’ όπου θα ξεπεταχτεί ως «σουξέ» το «Quand on n’a que l’ amour». Από κει και πέρα το νερό πια θα μπει στο αυλάκι… Δίσκοι, επιτυχίες, βραβεία και συναυλίες, ατελείωτες συναυλίες! Είχε δώσει μάλιστα εντολή στον manager του να μην αρνείται καμιά πρόταση, φτάνοντας μέσα σε μια χρονιά τις 300 εμφανίσεις!! Από το πιο μικρό άσημο καταγώγιο έως και το περίφημο «L’ Olympia (ναι, εκεί όπου έπαιξε ο Νταλάρας και ο ..Sakis!!). Και κάπου στα 1968 όλα κόβονται μαχαίρι (άβυσσος η ψυχή…)! Και θα αφοσιωθεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο, παίζοντας αλλά και σκηνοθετώντας. Ομολογώ ότι δεν έχω δεί καμιά κινηματογραφική του ταινία ώστε να εκφράσω μια άποψη (πόσο μάλλον θεατρικό!!) αλλά απ’ ότι λεν οι ειδικοί δεν θα έχανε και πολλά η κινηματογραφική τέχνη αν δεν είχαν υπάρξει!

Το 1974, «την κάνει» πάνω στο γιωτ του, ακολουθώντας τα χνάρια του ζωγράφου Gaugin ο οποίος και αυτός στις αρχές του αιώνα αναζήτησε μια «πρωτόγονη» διέξοδο και διαφυγή από το κατεστημένο της δυτικής κοινωνίας, στις θάλασσες (αλλά και τις υπέροχες γυναίκες!!) του Νότου… Και ξάφνου στα τέλη του 1977, σκάει η είδηση ότι ο Brel επιστρέφει στην δισκογραφία. Η είδηση αυτή θα προκαλέσει πραγματική φρενίτιδα, με ανθρώπους να στήνονται έξω από τα δισκοπωλεία και με ένα εκατομμύριο προ-παραγγελίες. Θα είναι ο τελευταίος του δίσκος, ένας δίσκος με τρομακτικό συναισθηματικό βάθος και ένταση. Με τίτλο απλώς «Brel» περιείχε και το κομμάτι «Les Marquises», που αναφέρεται στα μικρά αυτά νησιά της γαλλικής Πολυνησίας, στον Νότιο Ειρηνικό όπου πέρασε τα τρία τελευταία του χρόνια και όπου θα ταφεί το 1978…

Φέτος συμπληρώνονται 25 χρόνια από τότε (ρητορική ερώτηση: γιατί γιορτάζουμε επετειακά συνήθως το θάνατο και όχι την γέννηση; Μήπως η δίψα μιας κοινωνίας για «δράμα»; Λέω μήπως…) και μεταξύ μιας σειράς άλλων εκδηλώσεων που έχει προγραμματίσει το ίδρυμα Jacques Brel (που διευθύνουν η χήρα και η κόρη) βγήκε και η συλλογή που μας απασχολεί σ’ αυτό το κείμενο. Μια διπλή χορταστική συλλογή που περιλαμβάνει 40 τραγούδια. Βέβαια, πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις όλο και κάτι θα λείπει (εμένα μου έλειψαν το «La Fanette» και κυρίως το «Voir un ami pleurer» καθώς και κάποια από αυτά που είπε στα ολλανδικά και στα φλαμανδικά). Υπάρχουν και τα απαραίτητα ακυκλοφόρητα (από την εποχή που ηχογραφούσε το «Brel» το 1977: «La cathedrale», «Mai 40», «L’amour est mort», «Sans exigences», «Avec elegance»). Aλλά γενικά όλες οι μεγάλες του στιγμές είναι εδώ!

Είναι εδώ αυτό το μνημείο ερωτικού σπαραγμού που λέγεται «Ne me quitte pas» («Μην με εγκαταλείπεις») με το οποίο αναμετρήθηκαν δεκάδες καλλιτέχνες μετά από αυτόν, κατά κανόνα βγαίνοντας ηττημένοι, με εξαίρεση ίσως τη Nina Simone. Εδώ είναι και η ελεγεία για τους ναυτικούς και τις πόρνες του «Amsterdam», η οποία παρουσιάζεται σε μια συγκλονιστική, ανεπανάληπτη (ας μην συνεχίζω την παράθεση άλλων επιθέτων, όλα θα είναι ανεπαρκή!) live ερμηνεία, που μπροστά της εξαφανίζονται όλες οι επανεκτελέσεις από ονόματα μάλιστα όπως ενός Scott Walker και ενός David Bowie (για να μην πούμε και για τον δικό μας τον Γιώργο τον Αραπάκη!!).
Εδώ και το «Valse a mille temps» που ενώ ξεκινά σαν ένα προβλέψιμο κλασικό βαλσάκι θα καταλήξει σε ένα πυρετιασμένο ξέσπασμα. Αλλού η μουσική παιχνιδίζει αλαφραίνοντας θέματα βαριά και ασήκωτα όπως η συνείδηση της θνητότητας στο «Le moribοnd» (το γαλλικό …«για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει»!!). Εδώ και το τρυφερό και σπαρακτικά ειλικρινές «La chanson des vieux amants», για τον «έρωτα που χρόνια δεν κοιτά» καθώς και το αυτοβιογραφικό «Chanson de Jacky» που γοήτευσε τόσο μια ιδιόρρυθμη μορφή όπως ο Marc Almond ώστε να του επιφυλάξει μια καταιγιστική ηλεκτρονική διασκευή 20 χρόνια μετά. Αλλά και λιγότερο γνωστά μικρά διαμάντια όπως το «Vesoul» ή το «Le diable «ca va»».

Πως να περιγράψεις με λόγια το άκουσμα ενός Brel; (δύσκολο να γράφεις για μουσική, σαν «να χορεύεις για την αρχιτεκτονική» όπως είπε σε μια από τις πολλές εύστοχες εξυπνάδες του ο Zappa). Πάντως μην περιμένετε μουσικές πρωτοπορίες, καινοτομίες, επαναστάσεις! Μόνο πάθος, πάθος φλεγόμενο… Και πόνος… Και ερωτικός σπαραγμός… Μελωδίες απλές και γυμνές ως επί το πλείστον… Σαν τις γυναίκες και τα τραγούδια δεν αντέχουν όλα την γύμνια, χωρίς πολλά φτιασίδια… Έχεις δε την αίσθηση ότι τον βλέπεις μπροστά σου, μια αμεσότητα που οφείλεται και στο γεγονός ότι όλα του τα τραγούδια είναι ηχογραφημένα ουσιαστικά live μια κι έξω στο στούντιο. Και διηγείται ιστορίες καταραμένων μποέμ, κλοσάρ και απόκληρων αλλά και καθημερινών «αντιηρωϊκών» ανθρώπων…Τραγούδια συναισθηματικώς διαβρωτικά, αλλά χωρίς την κατάθλιψη και την αμπελοφιλοσοφία που χαρακτηρίζουν συνήθως την φυλή των «μοναχικών τροβαδούρων».

Τα θέματα πανανθρώπινα και προαιώνια: Θάνατος («J’ arrive»- «έρχομαι έρχομαι», του φωνάζει!)… Έρωτας («L’amour est mort», «Le prochain amour»)… Η Χαμένη Παιδικότητα («Mon enfance») … Η Απώλεια («Jojo», «Le moribond»)… Αλλού παιχνιδίζει ανάλαφρα, σχεδόν παιδικά («Les bonbons»), αλλού δημιουργεί υπέροχες ποιητικές εικόνες (όπως στο μαγευτικό «Jes suis un soir d’ ete», όπου φαντάζεται τον εαυτό του σαν ένα καλοκαιρικό δειλινό και περιγράφει τις εικόνες που αντικρίζει πέφτοντας πάνω σε μια πόλη)! Πολιτικό τραγουδιστή δεν θα μπορούσαμε να τον πούμε εύκολα. Θα έλεγα ότι ήταν πολιτικός με τον τρόπο περισσότερο ενός Dylan παρά π.χ ενός Guthrie ή ενός Ochs. Αν και οι αστοί-μπουρζουάδες βρέθηκαν στο στόχο του βιτριολικού του χιούμορ («Les bourgeois») όπως επίσης και οι Φλαμανδοί με τον γραφικό αλλά επικίνδυνο εθνικισμό τους (το «Les F…» που δεν περιλαμβάνεται στην παρούσα συλλογή, είναι σχεδόν προσβλητικό!)

Και όλα αυτά με μια φωνή που μόνο ο Scott Walker μπόρεσε να φτάσει σε μεγαλείο στον αγγλόφωνο κόσμο (άλλος βέβαια είχε την τιμή να ονομαστεί «The Voice» αλλά ας όψεται ο αμερικάνικος πολιτιστικός ιμπεριαλισμός…)

Γιατί ξεχώρισε από άλλους γάλλους τραγουδοποιούς της γενιάς του όπως ο Gilbert Becaud, ο Charles Aznavour, ο George Brassens και άλλους πολλούς της γενιάς του; Όλοι αυτοί εκπέμπουν κάτι το ανώδυνα αστικό και γλυκερό, με μια μουσική ιδανική για συνοδεία γευμάτων σε σικ γαλλικά εστιατόρια ή για χαζορομαντικές φαντασιώσεις. Ο Brel όμως είχε αυτό το …«κάτι», που στην Γαλλία το είχαν μόνο ο Serge και η Edith! O δικός μας Κωνσταντίνος Β. πριν αρκετά χρόνια προσπαθεί να περιγράψει αυτό το «κάτι»: «Η δύναμη του Brel είναι σαν μια καταιγίδα που ξεσπά στο δρόμο σου. Ο Brel ήταν ένα καιρικό φαινόμενο…»

Η δύναμη αυτή φαίνεται και από το πλήθος των καλλιτεχνών που ασχολήθηκαν μαζί του. Αυτοί που διασκεύασαν Brel φτάχνουν έναν μακρύ αλλά και ετερόκλητο κατάλογο! Τόσο ετερόκλητο που μπορεί να έχει δίπλα δίπλα ονόματα (πέρα από όσα ήδη αναφέραμε) όπως η Dusty Springfield, οι Divine Comedy, ο Frank Sinatra, οι…Blink 182, ο Momus, οι Walkabouts, η Celine Dione, οι Television Personalities κλπ κλπ.

Μια διασκευή αποτέλεσε και για μένα την άκρη του νήματος που με οδήγησε στον Brel όταν σε τρυφερές ηλικίες άκουσα έναν τύπο ονόματι Terry Jacks να «εκτελεί» το «If you go away» και το «Seasons in the sun». Να όμως που ακόμη και οι άθλιες διασκευές έχουν και μια κάποια χρησιμότητα!! Ας μην ακολουθήσετε όμως και εσείς αυτόν τον ανάποδο δρόμο, η παρούσα συλλογή είναι μια ιδανική ευκαιρία γνωριμίας με τον κόσμο του Brel… Παλιομοδίτικος θα πείτε;; Όντως, οι καιροί αλλάζουν. The times they are a changing! Και όμως όσες αλλαγές και να έρθουν, όσο θα υπάρχει πόνος, όσο θα υπάρχει απώλεια, όσο θα κυλάνε μοναχικά δάκρυα σ’ αυτόν τον κόσμο, τα τραγούδια του Brel θα είναι ζωντανά και πάντα θα βρίσκουν γόνιμες καρδιές για ν’ ανθίσουν…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε