Όταν κοιτάς από μακριάαα… – Κώστας Χατζής


ΚΧατζής1

Με την προσμονή της πρώτης φοράς το ζευγάρι είχε στριμωχτεί στο μικρό τραπεζάκι, κάπου στις πίσω σειρές, σαν κάπως παράταιρο έμοιαζε ανάμεσα στις ηλικίες τριγύρω, κύριοι με φαλακρίτσα και κοιλίτσα, οι κυρίες περασμένης νεότητας, στολισμένες, με τα καλά τους, όχι με τον κραυγαλέο τρόπο όμως, αλλά εκείνον τον σεμνό, τον λαϊκό, που επιτρέπει κι ένα πιτσικαρισμένο τακούνι, κάπου μπροστά κάθονται δύο, αδερφές τις φτιάχνει η φαντασία, μοιάζουν σαν να άφησαν πριν από λίγο το κέντημα στον καναπέ για να έρθουν εδώ Κυριακή βράδυ, να ακούσουν τον τραγουδιστή που τους θυμίζει τα χρόνια εκείνα. Τα δύσκολα αλλά και καλά. Όλα είναι καλά όταν έχουν περάσει και τα έχεις αφήσει πίσω στην ασφάλεια του παρελθόντος…Είπα σε πολλούς ότι θα πάω να δω τον Κώστα Χατζή. Ήταν κάποιοι που ξαφνιάστηκαν, γι’ αυτούς φάνηκε να έχει περάσει στην κατηγορία των καλλιτεχνών της κατηγορίας «ζει ακόμη;», που όταν αποδημήσει (χτυπάμε ξύλο όλοι μαζί!) θα έχει την δική του R.I.P. ημέρα διασημότητας στα κοινωνικά μύδια μαζί με τα παχιά λόγια για την μεγάλη απώλεια. Άλλοι θυμήθηκαν με συγκίνηση πότε τον είχαν δει και πρωτοδεί, ένας φίλος ήταν πέντε χρονών, στην Τρίπολη στο σινεμά Αρκαδία (που πολλά χρόνια δεν υπάρχει πια), άλλος σε μπουάτ στα μέσα του ’80, ένας άλλος θυμήθηκε το «Ρεσιτάλ» με την Μαρινέλλα που υπήρχε στην ισχνή δισκοθήκη της μαμάς, κάπου ανάμεσα στον Πάριο και στον Καζαντζίδη. Πολύς χρόνος κύλησε, για μας αλλά και για έναν μουσικό ο οποίος ήδη πίσω το 1979 ήταν στο απόγειο του κι έβγαζε δίσκους με τίτλους όπως «Θυμηθείτε μαζί μου, 18 χρόνια Κώστας Χατζής». Άρα τώρα ο μετρητής έχει φτάσει το 54. Και συνεχίζει ακαταπόνητος…

Το αξιοσημείωτο είναι πάντως ότι κανένας δεν είπε απαξιωτικό λόγο, ακόμη κι εκείνοι που κατά τα λοιπά ακούν με φρίκη τους όρους «έντεχνο» ή «καλό ελληνικό τραγούδι», βάλτε κι εμένα μέσα (αν και βέβαια ψάξτε να μου βρείτε την ουσιαστική διαφορά του έντεχνου από όλο τούτο τον έσχατο συρφετό της αγγλόφωνης indie-κλαψο-folk, που συνήθως τραγουδάει και ανοησίες, αλλά εντάξει, ποιος δίνει σημασία, στα εγγλέζικα είναι έτσι κι αλλιώς). Είναι ίσως επειδή ήταν ο Χατζής, μαζί ίσως με τον Σαββόπουλο, εκείνος που μεταφύτεψε τη μουσική του τροβαδούρου στα μέρη μας, αυτός, η κιθάρα και στίχοι δυνατοί, η απλότητα, η οποία ξεγυμνώνει μεν την ψυχή, αλλά μπορεί και να ….ξεβρακώσει την αταλαντοσύνη, κι ας είναι αυτή σκεπασμένη με διάφορα στουντιακά παραφερνάλια.


ΚΧατζής2

Είναι ίσως και αυτό το είδος μουσικής το οποίο φύεται σε κάθε μέρος του κόσμου όπου υπάρχει ένα όργανο με χορδές και μια φωνή να αφηγείται το λαϊκό φιλοσοφείν, είναι γοητευτικό να παρατηρείς πως άνθρωποι από διαφορετικές ρίζες και παραδόσεις φτάνουν τελικό στον ίδιο μουσικό τόπο (πρόσφατα σε αυτές εδώ τις σελίδες ο Αναστάσιος ο Μπαμπατζιάς σε ένα εξαιρετικό του κείμενο, ανίχνευε τέτοιες υπόγειες «μεταφυσικές» διαδρομές οι οποίες συνδέουν …γιαπωνέζους τροβαδούρους με τον Χατζή). Ο Χατζής κατά μία άποψη λοιπόν δεν ανήκει στο ελληνικό τραγούδι, είναι υπεράνω συνόρων, είναι ταυτόχρονα τοπικός και οικουμενικός, κι ας μην έχει κάνει ποτέ του σουξέ στα ξένα.Οι αναφορές στα τραγούδια του στην ελληνική πατρίδα είναι μάλλον σποραδικές και σπάνιες. Άλλες είναι οι λέξεις οι οποίες επανέρχονται διαρκώς στα τραγούδια του: Ο κόσμος. Οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι. Η ειρήνη, η αγάπη, τα λουλούδια. Η πλάση. Η φύση. Η θάλασσα, τα κύματα (το νέο κύμα γαρ!) Η παλιά Εδέμ. Η Γη. Όλη η Γη. Την οποία κοιτάζει με ένα πανανθρώπινο βλέμμα, από εκεί ψηλά από το αεροπλάνο. Απ’ όπου μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά και μυρμήγκια οι ανθρώποι. Και μιλούσε για ρατσισμό σε εποχές που πιστεύαμε ότι εμείς οι έλληνες είμαστε απρόσβλητοι από τον ιό, «Γύφτοι ή Εβραίοι ή κανείς» τραγουδούσε το 1974 σε μια ελληνική κοινωνία η οποία διασκέδαζε ακόμη αθώα με τον Αράπη και τις Αραπίνες.

Η παρέα κουρασμένη από τα μακρινό ταξίδι, είχε έρθει από το νησί ειδικά για τον Κώστα, τον Κώστα της, τους, «παιδιά, χίλια συγνώμη, θα σας ενοχλήσουμε στριμώξουμε», «ευχαριστούμε για την ευγένεια», μα ήταν δυνατόν να έρθεις να ακούσεις τα λόγια του Χατζή για την επί γης ειρήνη και να στριτζώσεις για μία θέση; Να σας κεράσουμε συκαλάκι παιδιά, ιστορία μεγάλη γραμμένη στο πρόσωπο, τον ξέρω 50 χρόνια, από τον Τιπούκειτο και τον Σκορπιό, η γυναίκα μου η συχωρεμένη του είχε γράψει στίχους, θέλετε μετά να πάμε να τον γνωρίσετε; Αδερφός μου είναι καρδιακός, «γυφτίζει μόνο λίγο» που λέει και ο ίδιος…

3 γεμάτες ώρες, σχεδόν στιγμή δεν άφησε την κιθάρα από τα χέρια του. Αυτός και η κιθάρα. Κι ας μην ήταν εκείνη με την οποία σκεπαζόταν όταν κοιμόταν στα παγκάκια, τότε που πρωτοείχε έρθει στην Αθήνα από τη Λιβαδειά, άγνωστος και φτωχός και τσιγγάνος για να κυνηγήσει το όνειρο του. Στη σκηνή επάνω μοιάζει σαν το ψάρι μες στο νερό, φρονώ ότι από τους έλληνες μουσικούς είναι εκείνος που ξέρει να στέκεται στη σκηνή όσο λίγοι, εκεί άλλωστε διαμορφώθηκε, εκεί έχτισε το όνομά του, δεν είναι παράξενο ότι έχει και πάμπολλους live δίσκους στο ενεργητικό του, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν μάλιστα λόγο ύπαρξης (δεν συμβαίνει συχνά!). Φαίνεται τούτη η έμπειρη άνεση και η φυσική ευγένεια του από τον άμεσο τρόπο που επικοινωνεί με το κοινό. Κι ας του δίνει κάποιες υπερβολικές …ασίστ οι οποίες δεν αξιοποιούνται, δεν ξέρουν κι όλοι τα λόγια πέρα από το σουξεδάτο ρεφραίν, «ωχ τι λέει παρακάτω τώρα; πες λαλαλα τώρα», το αντιμετωπίζει κι αυτός με χιούμορ τραγουδώντας «δεν το ξέρετε καλάααα». Η δίπλα μου κυρία με την πορτοκαλάδα δεν έχασε πάντως στίχο για στίχο…


ΚΧατζής3

Μία εισαγωγή, μετά η ενότητα του κοινωνικού τραγουδιού. Μετά η δεκαετία του ’60. «Χρόνια μονάχος τραγουδάω», δεν είναι όμως μονάχος απόψε, έχει και ορχήστρα και σαξόφωνο και πιάνο και μαέστρο (τον Γιώργο Παγιάτη), η παρουσία τους είναι μελετημένα διακριτική, οι ενορχηστρώσεις τους δίνουν μια τζαζ αίσθηση σαν εκείνη που είχε δώσει ο Κώστας Κλάββας στον δίσκο «Χατζής ’79». Κάποια στιγμή ανεβαίνουν στη σκηνή η σύντροφος του η Αντωνία Χατζίδη και η Μαρία Αλεξίου για κάποιες ευπρόσδεκτες θηλυκές πινελιές, με τον ίδιο να στέκει πάντα στο επίκεντρο ακόμη και στον σεγόντο ρόλο. Οι ερμηνείες του είναι αυτές που ήταν ανέκαθεν, σήμα κατατεθέν, τα τραγούδια του άλλωστε ποτέ δεν τα μπερδεύεις με εκείνα άλλων ερμηνευτών έτσι που είναι ταυτισμένα μαζί του. Και με αυτό το ίδιο κι απαράλλαχτο στυλ όλα τα χρόνια, άδικο δεν είναι να ζητάς καινοτομίες, τέτοιοι τύποι είναι πέρα από χρόνο, τάσεις και ρεύματα.Η βραδιά κυλά, σαν τους αρπισμούς στις χορδές που τις παίζει στα δάχτυλα με εμπεδωμένη δεξιοτεχνία, το ένα τραγούδι λιώνει μέσα στο άλλο, δεν έχει νόημα να παραθέσω κομμάτια, τι ακούστηκε και τι όχι, δεν πιστεύω να έμεινε και κανείς παραπονεμένος, η «Παλιά φωτογραφία» με όλο το σχήμα επί σκηνής ήταν η στιγμή της προσωπικής συγκίνησης, photographs as memories σε στίχους που μιλάν για μια πίκρρρα που έχει μείνει στην μικρρρή μας ιστορρρία. Είναι και που δεν μπορείς να αγνοήσεις τους στίχους των τραγουδιών. Είτε δικούς του είτε άλλων, κυρίως της σπουδαίας Σώτιας Τσώτου, πόσο σπουδαία υπήρξε αλήθεια (κι ας μην έχει γίνει η ζωή της θεατρικό έργο). Στίχους διαποτισμένους από ένα απόλυτα προσωπικό ήθος, είτε ερωτικοί είτε κοινωνικοί πάντα με ιδιαίτερη ευαισθησία (αν έγραφα …δελτίο τύπου ίσως να τους χαρακτήριζα κι εγώ επίκαιρους). Η καταγγελία της αδικίας περνάει με μια τρυφερότητα και μια απλότητα ανεπιτήδευτη, ακόμη και στίχοι-αιχμές για το ΔΝΤ, τους τριακόσιους και άλλα σύγχρονα δεινά έχουν μια πραότητα, μια μη-βία στη βία, ένα χριστιανο-σοσιαλιστικό «Imagine» όραμα για έναν άλλο ιδανικό κι ουτοπικό κόσμο.

Πφφφ μπανάλ θέματα, «για τους ταπεινούς», εύκολα, λαϊκίστικα, θα μας πουν ίσως εδώ οι ορθολογιστές του ελιτισμού, οι ουτοπίες και οι ιδεολογίες δεν υπάρχουν πια, σημασία έχουν τα δεδομένα, οι αριθμοί και οι τεχνοκρατικές μονόδρομες λύσεις. Εντάξει δεν είναι κακό να υπάρχουν και οι καλλιτέχνες να μας διασκεδάζουν, να παίζουν ίσως με τις κρυφές μας ενοχές, έτσι που νομίζουν οι αφελείς ότι θα αλλάξουν τον κόσμο, ας τους παραχωρήσουμε την ποιητική αυτή καλλιτεχνική αδεία. Στην «πραγματική» ζωή όμως άλλοι θα σας σώσουν. Τι να σου κάνει η τέχνη μπροστά στην ανακεφαλαιοποίηση και τις μεταρρυθμίσεις, έτσι δεν είναι;

Σε κοιτάει στα μάτια… Με αυτό το απλανές του σαν μόνιμα χαραγμένο χαμόγελο. Γίνεται ακόμη πιο πλατύ ακόμη κι όταν ακόμη ακούει ευχαριστίες διατυπωμένες έστω και με τα πιο κοινότυπα λόγια. Έχει σημασία; Η κυρία με το στραβοπατημένο τακούνι κρατάει μια ανθοδέσμη «σας άκουγα χρόνια». Έλα σκέψου κάτι πρωτότυπο. Έχει σημασία; Το χέρι σφίγγει, αμάν, σαν τανάλια. «Σας χρειαζόμασταν απόψε κι ας μην το ξέρατε». Κάτι μου λέει ότι το ήξερε…

06/11/2015

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε