Με αφορμή μια συναυλία- Κόρε. Ύδρο – 18/05/2013

Με αφορμή μια συναυλία

(Gagarin 205, Αθήνα – 18/05/2013)

Ένα ραντεβού που άργησε πέντε ημέρες. Και τρία χρόνια…

Περίμενα να περάσουν μερικές ημέρες ασφαλείας από τη ζωντανή εμφάνιση των Κόρε Ύδρο για να γράψω αυτά τα δύο λογάκια. Αυτό όμως δεν θα είναι ένα τυπικό ριβιού, ούτε ένα …απαισιόδοξο τραγουδάκι. Περισσότερο σκέψεις με αφορμή. Μεταξύ μας, πολύ μεταξύ μας, δεν βρίσκω και ιδιαίτερο νόημα στις ανασκοπήσεις συναυλιών. Πέρα από ότι μοιάζουν με τις …προτηγανισμένες πατάτες (τρώγονται/διαβάζονται μόνο ζεστές), καμιά φορά αναρωτιέμαι σε ποιους τελικά απευθύνονται, καθότι στην πραγματικότητα αφορούν ένα προϊόν το οποίο «χάθηκε» ανεπιστρεπτί μέσα στο χρόνο. Θα μου πείτε μπορεί ίσως να λειτουργήσει ως παρότρυνση για κάποια επόμενη φορά, κάποτε, κάπου εδώ ή κάπου αλλού, και ίσως να σας δώσω ένα κάποιο δίκιο. Αλλά ποτέ καμία συναυλία δεν θα είναι ξανά η ίδια… Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ακριβοθώρητες σαν κι αυτή του Σαββάτου…

KoreYdro1

 

Υπάρχει πραγματικά κάτι το διεστραμμένα παραμορφωτικό στο να διαβάζεις την πραγματικότητα μέσα από τα γυαλιά του hype, της πρόσκαιρης μόδας δηλαδή. Αλλά ας έχουμε κατά νουν ότι είναι εξίσου παραμορφωτική και αυτο-παγιδευτική και η ακριβώς αντίθετη στάση, ας την ονομάσουμε αντι-hype. Αυτό συμβαίνει άλλωστε με όλους τους ετεροκαθορισμούς. Και ειδικά η μουσική δεν μπορεί να ερμηνεύεται μέσα από ποδοσφαιρογενή δίπολα, ούτε να πετσοκόβεται με προκρούστειες θεωρίες των …δύο άκρων. Κι ας πρόκειται για μια συνήθη πρακτική.

Hype των Κόρε Ύδρο λοιπόν; Ας κάνουμε πρώτα μια παύση για να κοπάσουν τα γέλια
………………….
το μέγεθος και η ακτίνα επιρροής της ελληνικής «ροκ» σκηνής κάνει τον όρο αυτό να μοιάζει τόσο καταχρηστικά σουρεαλιστικό όσο ας πούμε το «έλληνας βιομήχανος».

Θέλετε ως υπόθεση εργασίας να θεωρήσουμε ως hype τις σποραδικές υμνητικές δημοσιεύσεις, τις αγαπησιάρικες υπερβολές, τις τρικυμίες εν ποτηρίω, τον ψηφιακό θόρυβο των ανώνυμων σχολίων; Ότι πάντως κι αν συνέβη τότε με την «Φθηνή ποπ για την ελίτ», 7 χρόνια πίσω πια, οι ίδιοι το ξεπέρασαν αβρόχοις ποσί και με μια αυθεντική καλλιτεχνική αδιαφορία, χωρίς καν να διανοηθούν να το αξιοποιήσουν π.χ. στη λογική «βάλε live τώρα που γυρίζει». Από τότε άλλωστε οι φαντασιακοί trend-setters έχουν μετακινηθεί προς αναζήτηση του αγνώστου, (ίσως και ακόμη) ανύπαρκτου νέου κρέατος. Ούτε καν μια θέση στους σημαντικούς ανθρώπους για τη σημερινή μουσική πραγματικότητα δεν τους επιφυλάσσεται (άλλωστε και οι ίδιοι μικροί είναι ακόμη, δεν συναγελάζονται με τους σωστούς ανθρώπους ούτε και βρίσκονται χρεωμένοι πίσω από τα κάγκελα). Είναι και που το Λιστόν βρίσκεται τόσο μακριά από την Καρύτση… Απόσταση ασφαλείας.

Στο τέλος της ιστορίας είναι τα ίδια τα έργα που έχουν σημασία. Και ότι αξίζει μένει (παραλίγο να γράψω …πονάει). Ακούγοντας δε και πάλι τα κομμάτια της «Φθηνής ποπ», τώρα που έχει μεσολαβήσει και ένα ικανό χρονικό διάστημα, έχω την προσωπική βεβαιότητα ότι της αξίζει μια θέση εν πλω δίπλα σε έναν βραχνό προφήτη, σε εννιά πληρωμένα τραγούδια, σε μια απώλεια που έγινε συνήθεια. Σαν ένα από τα έργα εκείνα που κατάφεραν να πάνε την ελληνική μουσική ένα βηματάκι παραπέρα, σε έναν προσωπικό απάτητο δρόμο. Από άλλη αφόρμηση ασφαλώς, με διαφορετικό τρόπο, αλλά με παρόμοια δημιουργική ανησυχία/τρέλα.

KoreYdro3

 

Ακόμη πάντως και ο πιο προσεκτικός και φανατικός ακροατής της δισκογραφίας των Κ.Υ. δεν μπορεί να διανοηθεί την μετρούμενη σε άφθονα ΤΝΤ ενέργεια η οποία απελευθερώνεται στις ζωντανές εμφανίσεις τους. Καταρρίπτοντας έτσι στερεότυπα και προκάτ προκατ-αλήψεις και αποδεικνύοντας από την άλλη ένα πολύ βασικό θεώρημα, όχι τόσο αυτονόητο στην πράξη όσο ακούγεται: ότι η σκηνή και ο δίσκος είναι δύο παντελώς διαφορετικές εκφάνσεις της μουσικής τις οποίες χωρίζει ένα τεράστιο χάσμα, η επιτυχία στη μία δεν συνεπάγεται αυτόματη επιτυχία και στην άλλη. Η σκηνική παρουσίαση δεν είναι μια μεταφορά του στούντιο σε άλλο χώρο, ούτε και μια απλή ζωντανή εκτέλεση του δίσκου. Μόνο. Είναι και κάτι παραπάνω, κάτι που βιώνεται μόνο. Είναι και πάθος, είναι ηθοποιία, είναι ταλέντο. Είναι κατ’ ουσία μια άλλη μορφή τέχνης.

Ο Παντελής Δημητριάδης λοιπόν είναι αναμφίβολα ένας από τους λίγους χαρισματικούς περφόρμερ που διαθέτουμε στα μέρη μας. Ο οποίος σε συνεπαίρνει όχι μόνο επειδή απολαμβάνει και αποζητά την επαφή με τον κόσμο, διαβαίνοντας μάλιστα συνέχεια τη γραμμή η οποία χωρίζει την σκηνή από την πλατεία. Είναι και μια ακαταλόγιστη παιδική αθωότητα και μια αίσθηση υπέρβασης μιας έμφυτης ντροπαλοσύνης μέσω της ανελέητης έκθεσης, η οποία συγκινεί. Εμένα τουλάχιστον…

Βλέποντας το χαμό (θέλετε να πω μακελειό για να δώσω και την πανκ διάσταση;) τριγύρω, σκέφτομαι ότι δεν μπορεί, για να συμβαίνουν όλα αυτά οι Κ.Υ. πρέπει να έχουν αγγίξει μια πραγματικά και γνήσια δικό μας.

Και δεν είναι μόνο οι στίχοι. Άλλωστε ποτέ δεν έλειψε ο καλός ο στίχος στην ελληνική μουσική. Ακόμη κι αυτοί όμως έχουν κάτι το ιδιαίτερο. Έξυπνα καταθλιπτικοί, ιδιότυπα ρομαντικοί. Κι όπως έγραψε και ο Καραμπεάζης στο συμβολικής αξίας δεκάρι του, αφόρητα προσωπικοί και βιωματικοί. Είναι η δύσκολη οδός αυτή για να καταφέρεις να αγγίξεις τους πολλούς. Ίσως όμως η μόνη αληθινή. Άλλο φθηνή και άλλο λαϊκίστικη ποπ…

KoreYdro2

 

Είναι όμως και η μουσική. Μια μουσική η οποία ενσωματώνει και ακούσματα ξενικά, η μπάντα έχει ακούσει πολύ μουσική και αυτό είναι εμφανές, την οποία όμως μεταφυτεύουν σε δικά μας χώματα, δικές μας αναμνήσεις, δικά μας βιώματα (κι ας γράφεται με δόση άδικης και αστοιχείωτης ειρωνείας ότι θυμίζουν κατά στιγμές μπαλάντες του Μικρούτσικου και του Χατζηνάσιου). Σκέφτομαι ότι δεν είναι τυχαίο ότι κατάγονται από τη μοναδική ελληνική περιοχή όπου ανθίζει στην καθημερινότητα μια ζωντανή κοινωνική μουσική παιδεία.

Και είναι ακριβώς εδώ όπου αποτυγχάνουν τα περισσότερα σχήματα του …αγγλόφωνου τόξου. Γιατί όσο ανοιχτός κι αν είσαι στις διεθνείς επιρροές, αν αυτές δεν τις μετουσιώσεις ζυμώνοντας τις με την υπαρκτή κοινωνική πραγματικότητα και παράδοση, τότε καταλήγεις απλά να αναπαράγεσαι ενδογαμικά σε έναν πολύ κλειστό κύκλο. Και γαμώτο, όσα πτυχία του βρετανικού συμβουλίου κι αν έχεις, δεν μπορείς να τραγουδήσεις με την ψυχή σου στα αγγλικά…

Και κάπου εκεί στο τέλος, η συναυλία διαλύεται μέσα σε μια εκρηκτική νύχτα σύγχυσης και γέλιου. Και μένουν πίσω στη σκηνή άδεια μπουκαλάκια νερό, οι στίχοι σκονάκια, πεταμένα πουκάμισα, σπασμένες χορδές… Και κάποιες τελευταίες νότες που στάζουν από το πιάνο… Η νύχτα του Σαββάτου μας περιμένει. Κι ευτυχώς, εδώ έχουμε τρένα…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε