(Δεν) Νιώθω ενοχές…

Kyriazis

Ξεκίνησα τούτο το αφιέρωμα με ορμητική χαρά και ιοβόλο διάθεση (μιας που ήμουν κι από τους ηθικούς αυτουργούς των όσων «σημείων και τεράτων» θα διαβάσετε) αλλά ξάφνου το χέρι έμεινε μετέωρο πάνω από το πληκτρολόγιο. Μια δεύτερη σκέψη (όπως και μια δεύτερη ματιά!) είναι πάντοτε απαραίτητη. Μην πω και μια τρίτη…

Ανακύψαν Ζήτημα 1ο: τι ακριβώς σημαίνει «ένοχη απόλαυση»; Ζήτημα 2ο: Και ποιος είναι αυτός ο δικαστής ο οποίος αποφαίνεται περί της όποιας ενοχής; Ο εαυτός μας, θα απαντούσαμε αυθόρμητα και αυτάρεσκα. Ποιος εαυτός όμως; Πόσο αδέκαστος και ανεπηρέαστος δικαστής μπορεί να είναι; Αυτός που από τα πιο …μικρά μικράτα του μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον απαγορεύσεων, προκαταλήψεων και ενοχών; Αν για παράδειγμα πιστέψουμε τα θρησκευτικά παραμύθια, ο άνθρωπος είναι σταμπαρισμένος εκ γενετής σαν αγελάδα από το προπατορικό αμάρτημα, και θα πρέπει να περάσει την υπόλοιπη ζωή κοψομεσιαζόμενος σε προσκυνήματα, προσευχές και δωροδοκίες εκλιπαρώντας για συγχώρεση.

Το ίδιο φαινόμενο μπορεί να παρατηρήσει ο καθένας μας στον μικρόκοσμο στον οποίο έχει επιλέξει να διαβιεί, όσο αντισυστημικός ή εναλλακτικός κι αν (δηλώνει ότι) είναι. Θα τολμούσα να πω ότι το φαινόμενο εντείνεται όσο στενότερων οριζόντων είναι ο περίγυρος. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τα εκάστοτε ενοχικά ταμπού λειτουργούν ως συνεκτικός ιστός της κοινότητας, ο κοινός «εχθρός» συσπειρώνει πάντοτε περισσότερο από τον κοινό φίλο.

Μα θα μου πείτε, στην τέχνη, στη μουσική, στους …ανώτερους αυτούς πνευματικούς λειμώνες χωράνε τέτοιες μικροπρεπείς, εξουσιαστικές κατ’ ουσία νοοτροπίες; Παπάρια μάντολες, που λέει και ο Γεωργίου. Απλά αναλογιστείτε ότι δεν έχει υπάρξει κανένα, μα κανένα είδος μουσικής το οποίο κάποια στιγμή στην ιστορία να μην αποτέλεσε …έγκλημα καθοσιώσεως για μια μερίδα ανθρώπων. Η τζαζ και τα μπλουζ ως παρακμιακή τέχνη των Ναζί. Τα δημοτικά τραγούδια ως εκφραστές της χούντας. Η κλασική μουσική στην υπηρεσία των μεγαλοαστών και του χαβιαριού. Ροκ και ναρκωτικά. Rave και ναρκωτικά. Και ο τροχός γυρίζει… Και η ιστορία παίρνει με μοναδικό τρόπο την εκδίκηση της, ξεπερνώντας τις παλιές προκαταλήψεις, αντικαθιστώντας τις με …καινούργιες!
Michel Cretu

Έτσι κάποτε υπήρξε κοινωνική ενοχή και στίγμα το άκουσμα ρεμπέτικων τραγουδιών. Τα χρόνια πέρασαν και σήμερα καλοζωισμένοι φοιτητές τραγουδάνε τα «απαγορευμένα» τραγούδια της Τρούμπας μασουλώντας κακοτηγανισμένους μεζέδες σε στριμωγμένα διασκεδαστήρια. Κάποτε ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε λάθος τόπο και χρόνο μπορούσε κυριολεκτικά να σε οδηγήσει στο σκαμνί του ενόχου. Σήμερα; Αφήστε το καλύτερα… Και αν προσεχώς βρεθείτε σε καμιά…πνευματιστική συνεδρία για ρωτήστε το πνεύμα του David McComb αν θυμάται τα μπουκάλια που είχε φάει όταν τόλμησε να διασκευάσει Madonna σε εκείνο το αλήστου μνήμης φεστιβάλ του Δήμου Αθηναίων. Είμαι δε σίγουρος ότι πολλοί από εκείνους τους λεβέντες σήμερα θαυμάζουν το «success story» της κοντής και θα στήθηκαν στην ουρά για ένα «μαγικό χαρτάκι» της συναυλίας της.

Ο χορός των παραδειγμάτων θα μπορούσε να συνεχιστεί επί μακρόν. Θα ήθελα όμως να προσθέσω και μια σελίδα από το προσωπικό αγαπημένο μου ημερολόγιο, ενθυμούμενος την εποχή που ο μικρός Αντώνης μεγάλωνε σε μια γειτονιά όπου τα πάντα σκίαζε η βαριά Doc Martens του metal. Τότε που τα σκουλαρίκια και τα μπλιμπλίκια των Depeche Mode προκαλούσαν αντιδράσεις αναφυλαξίας και ενεργοποιούσαν αντανακλαστικά τον όχι και πολύ τιμητικό χαρακτηρισμό «φλώρος».

Δεν θα διεκδικήσω καμία ιστορική δικαίωση, θα κρατήσω μόνο αγαπητέ ψυχίατρε, τη συμφιλίωση με τις εσώτερες αντιφάσεις μου. Και ένα (εκ των υστέρων) δίδαγμα: ου μπλέξεις με μουσικόφιλους που νομίζουν ότι ξέρουν τη μουσική «πριν από σένα για σένα», που κρίνουν ανθρώπους από τη μουσική που προτιμούν και μέσα από τη μουσική προσπαθούν να λύσουν άλλου τύπου προβλήματα, φροϋδικής φύσεως κατά βάση. Ίσως γι’ αυτό να κρατώ κάποιες επιλεκτικά διακριτικές αποστάσεις από τον «χώρο» τούτο. Αλλά αυτό μάλλον δεν ενδιαφέρει κανέναν και είναι και μυστικό, οπότε μην τους το πείτε!

Ας χαλαρώσουμε όμως… Η ενοχή άλλωστε «ανθρώπινη εστί», όσο ευρύ πνεύμα και κατανόηση και αν επιδείξουμε. Μόνο που τώρα το χέρι κατεβαίνει στο πληκτρολόγιο με μεγαλύτερη περίσκεψη και με αυτονόητο σεβασμό προς κάθε δημιουργό που κόπιασε να βάλει τρεις νότες στη σειρά. Ας σηκώσουμε λοιπόν την άκρη του χαλιού, χωρίς βαρίδια αλλά με πνεύμα αυτο-έκθεσης. Μη καταντήσουμε και σαν τους πολιτικούς που δηλώνουν ως μεγαλύτερο ελάττωμα τους την …ειλικρίνεια.

SAGAPO

Ξεκινάμε λοιπόν από Μιχάλη Ρακιντζή και S.A.G.A.P.O.Λίγο πριν η Γιουροβύζιον μεταβληθεί σε εθνικό στόχο και νέα «Megalo Idea»… Λίγο πριν ο ελληνικός πολιτισμός πάρει τη μεταχρονολογημένη εκδίκηση του από τους Φράγκους με την πρωτιά της Paparizou (και πολλές άλλες πρωτιές στην …καρδιά μας), ο Μιχάλης πέφτει βορά στο πλήθος που απαιτεί το αποτέλεσμα, με τέτοια υπερβολή ώστε καταλήγει να γίνει συμπαθής. Το παλικάρι άλλωστε ίδρωσε την …πανοπλία του στήνοντας ένα πολύ συμπαθητικό ηλεκτροποπάκι, από αυτά που βγάζουν σωρηδόν διάφορες γερμανοτραφείς (και μη) μετριότητες τύπου Hurts.

Σκέφτομαι με την παραπάνω αφορμή, ότι με προκαλούν θετικά οι μουσικοί οι οποίοι τολμούν και τραβάνε ένα είδος στα άκρα του. Κατά κάποιον τρόπο έτσι το ορίζουν κιόλας, λειτουργώντας ως μεγεθυντικός φακός και αποκαλύπτοντας μέσω της υπερβολής άδηλα στοιχεία του (ίσως κάτι τέτοιο να είχε κατά νουν και ο Χατζιδάκις όταν προσπαθούσε να αποκαταστήσει τον Φλωρινιώτη, δυναμιτίζοντας τη σοβαροφάνεια της εποχής). Δεν ξέρω (και δεν μ’ ενδιαφέρει κιόλας) αν αυτό γίνεται συνειδητά. Για παράδειγμα, την επόμενη φορά που ένα πράσινο ανθρωπάκι από τον Άρη με ρωτήσει «τι είναι goth», ίσως να του έδειχνα τους Blutengel, οι οποίοι φέρνουν το γκροτέσκο στοιχείο του goth, το συνδυασμό δηλαδή του τρομακτικού και του αστείου, στα άκρα. Κατηγορήθηκαν επιπλέον ως εμπορικοί, ένας χαρακτηρισμός που μοιάζει τουλάχιστον ανεδαφικός, οποιοσδήποτε μουσικός ο οποίος συσκευάζει και πουλάει τη μουσική του είναι εξ ορισμού «εμπορικός». Εμπόριο ε; Φτου κακά… Εμείς είμαστε πλασμένοι μόνο για τα υπεράνω ιδεατά και τα ανόθευτα (όταν πρόκειται για την τσέπη των άλλων ασφαλώς!).

Μιλώντας για εμπορικότητα, θυμάμαι την εποχή όπου η κατεστημένη άποψη που δίδασκαν οι εκθεσάδες στο σχολείο (μεγάλη πληγή αυτή!) για τη διαφήμιση ήταν ότι πρόκειται για ένα ύπουλο μέσο πλύσης εγκεφάλου των μαζών και άλλα τέτοια ηρωικά του βουνού. Πέρα λοιπόν από το γεγονός ότι λατρεύω διαφημίσεις (έχω μια καλή συλλογή από δαύτες, ο καλύτερος φορέας αναμνήσεων, σας διαβεβαιώνω), θεωρώ ακράδαντα την ύπαρξη διαφήμισης ως ένα εχέγγυο της δημοκρατίας. Από την άλλη και η ίδια η «διαφημιστική» μουσική βρίσκεται στην καρδιά της ποπ (όχι αυτό δεν τω υποστηρίζω εγώ, με πρόλαβαν κάποιοι Residents με το «Commercial album» και τα μονόλεπτα κομμάτια του). Και επειδή δεν μου πάει να σας προτείνω ότι «κουτί-κουτί» και «σερενάτα και πάσης Ελλάδος», αξίζει να ψάξετε μια γερμανική συλλογή με τίτλο «Popshopping» (ή είμαστε …ψαγμένοι ή δεν…) η οποία συγκεντρώνει πάρα πολλά διαφημιστικά τραγούδια από τα 70s, αποτυπώνοντας εξαιρετικά και έναν από τους ήχους της εποχής. Ιδιαίτερα η σύνθεση του Gert Wilde για το διάσημο Moullinex που άλλαξε έκτοτε τη ζωή της νοικοκυράς, είναι ένα πραγματικό καλειδοσκόπιο εικόνων (μόνο ένας …Κωνσταντάρας δίπλα στην πισίνα λείπει).

Μιας που πιάσαμε κεντρική Ευρώπη, θα ομολογήσω και την (υποθέτω γονιδιακή;) αγάπη μου για τη γερμανική ποπ. Τι εστί γερμανική ποπ; Η αποθέωση του κιτς, γλυκανάλατοι στίχοι, φονικές διασκευές (δείτε π.χ. εδώ μια απίστευτη εκτέλεση του «Help me Rhoda» των Beach Boys από τους …Strandjungs) και διάθεση «τραγουδάμε όλοι μαζί» (κάτι που πράγματι συμβαίνει σε πολλά νεανικά στέκια). Αν βρεθείτε σε γερμανικό δισκάδικο, αναζητήστε την κατηγορία Schlager. Hits δηλαδή που λέμε και στα …ελληνικά. Μέσα όμως στο σωρό θα βρούμε και αστέρες που κουβαλάνε αυτή τη παλιομοδίτικη 70s ευγένεια όπως ο Udo Juergens (το «Griechischer Wein» είναι ένα πραγματικό αριστούργημα-το ανακάλυψαν μάλιστα πρόσφατα και το διασκεύασαν οι Locomondo), ο Peter Alexander, η Katja Epstein στις συνθέσεις του Ralph Siegel για την Eurovision, ο ύμνος του Chris Roberts «Du kannst nicht immer 17 sein». Επίσης λέω να μην το ..χοντρύνω το πράγμα (κυριολεκτικά!), μιλώντας σας για βαυαρικά τραγούδια της (μπυρο)τάβλας…
Chris

Παραμένουμε στο χώρο της ποπ. Μιλάμε για δημοφιλή ποπ μουσική (όσο κι αν είναι πλεονασμός!). Όχι για dream pop, indie pop και άλλα τέτοια είδη που αναιρούν το ίδιο τους το popular γονίδιο (πως μπορεί να είναι κάτι ποπ όταν έχει πουλήσει 50 βινύλια;). Για ελληνική ποπ. Πονεμένη ιστορία…

Μ’ αρέσουν τα Αν. «Πως θα ήταν αν…» Η ιστορία ασφαλώς και δεν γράφεται με «Αν» (όπως κατέδειξε γλαφυρά ο …Πανούσης). Παραμένουν πάντως ένα γοητευτικό διανοητικό παιχνίδι. Πριν από μερικά χρόνια στήθηκε μια αποκαλυπτική (ίσως και εξευτελιστική) φάρσα σε κορυφαίους οινογνώστες, αλλάζοντας τις ετικέτες ακριβών γαλλικών κρασιών με φτηνά ξυδόκρασα και ζητώντας τις κρίσεις τους. Να μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο με τους μουσικοκριτικούς; Να βάζαμε π.χ. το «Μούρη» του Νίκου Καρβέλα παιγμένο από …Tiger Lillies; Πολλά σκουπίδια εκόμισεν ο Καρβέλας στην μουσική, αλλά ένα στέρεο μουσικό υπόστρωμα το έχει όπως και μια σαφή μελωδική φλέβα. Αυτούς τους στίχους που λες και απευθύνονται σε μονοψήφια IQ να μην είχε (αν και εδώ που τα λέμε, έχουμε τραγουδήσει χειρότερες «σοβαρές» ανοησίες στα αγγλικά).

Δεν ξέρω από πού ξεκίνησε το κακό (υποπτεύομαι και πολιτικό δάκτυλο!). Πως φτάσαμε από τον Πασχάλη στον …Λόλεκ; Από τον Σακελλάριο στον Αγγελόπουλο; Γιατί το «καλλιτεχνικό» βάρος να θεωρείται συνώνυμο με το δύσπεπτο, το σοβαροφανές και το βαρετό; Και γιατί η ελαφράδα και η χαριτωμενιά να έχει χαριστεί στην «άλλη πλευρά» της Βανδή και του Ρέμου; Ο ετεροκαθορισμός, η περίφημη «άλλη Ελλάδα», η «άλλη Αθήνα-Θεσσαλονίκη», αυτά μας μάραναν…

Έτσι οι Κατσιμιχαίοι έπνιξαν νωρίς τον ελαφρό εαυτό τους («Ρίτα Ριτάκι»), ο Ανδρέας Μικρούτσικος αδίκησε με την ύστερη πορεία του εξαιρετικά ποπ (και όχι μόνο) κομμάτια όπως το «Χαμένο νησί», ο Χρήστος Κυριαζής πέρασε μάλλον στη γραφικότητα (το «Λιβανάκι» όμως είναι ένα άψογο δείγμα λαϊκότροπης ποπ), η Γαλάνη χρειάστηκε να πει πολλά ανοργασμικά τραγούδια για χτίσει ένα καλλιτεχνικό προφίλ, το «Γρανάζι» είναι πάντως μια χαρά τραγούδι. Δεν αναφέρω τον Τουρνά, αυτός κάπου έχει πλέον δικαιωθεί (με πολιορκητικό άλλοθι τα «Απέραντα χωράφια»). Στο σήμερα, εκτιμώ την Ελεονώρα Ζουγανέλη γι’ αυτό που αποπειράται να κάνει (όχι τόσο για το αποτέλεσμα όμως).

Και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου (πριν μεταμορφωθεί σε Vangelis) είχε δώσει εξαιρετικά στοιχεία ποπ γραφής. Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο «Εκδρομικό τραγούδι», από την ταινία «Επιχείρηση Απόλλων» («τραγουδά» η Έλενα Ναθαναήλ ντουμπλαρισμένη από την Αλέκα Κανελλίδου). Τόσο γιατί έψαχνα για καιρό το soundtrack, για να απογοητευτώ τελικά διαπιστώνοντας ότι το κομμάτι δεν είχε συμπεριληφθεί (να μην στεκόταν δίπλα στη βαρύτητα του «Ζαβαρακατρανέμια»;) όσο και για την ίδια την ταινία, μια πραγματική ένοχη απόλαυση. Σαν διαφημιστικό φιλμάκι του ΕΟΤ, γυρισμένη επί χούντας (ότι κι αν σημαίνει αυτό), παρουσίαζε μια Ελλάδα όμορφη, όπως ίσως να θέλαμε να ήταν, με όλα της τα τουριστικά στερεότυπα, τα αρνιά να ψήνονται με φόντο χορό χασάπικο (τι σημειολογία!) και τη Ναθαναήλ, μαύρη στιλβωμένη ομορφιά να γοητεύει τον ξανθομπάμπουρα πρίγκιπα.

Συνειδητοποιώ ότι σε αυτό το αφιέρωμα οι αναμνήσεις και η εξωραϊστική τους μνήμη παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο. Παρολ’ αυτά εξακολουθώ να μη νιώθω καμία ενοχή για την απόλαυση που βρίσκω στην καταφρονεμένη πλαστική 80s ποπ, από Alphaville και 2 Belgen μέχρι Michel Cretu. Θυμάστε το «Goldene Jahre»; Όσοι πηγαίνατε γήπεδο με το ραδιοφωνάκι στα χέρι, ξέρετε… Ή μήπως όχι;
Arapakis

Τις προάλλες κατέβαινα τη Σόλωνος και κοντοστάθηκα στην ταμπέλα. «Βάτραχοι», «ζωντανοί μουσικοί», Γιώργος Αραπάκης. Εδώ κι αν δεν ήρθαν κύματα αναμνήσεων. Νικοτινιασμένη ατμόσφαιρα μπουάτ, αλεξίπτωτο στο ταβάνι, κρασί το οποίο καταργούσε τη διάκριση από το ξύδι, ένα χέρι που έπρεπε να πιάσεις και δεν έπιασες, ένα άλλο που έπιασες και δεν έπρεπε, μια αίσθηση συντροφικότητας, «επανάστασης» και περιθωρίου με ιστορίες για τον Άσιμο και τον Σιδηρόπουλο (τα λεφτά του μπαμπά βέβαια περίμεναν στο ταχυδρομικό έμβασμα). Θυμάμαι τα τραγούδια του ίδιου του Αραπάκη (όπως και το μισοκακόμοιρο ύφος όταν προσπαθούσε να στριμώξει άλλους δυο πελάτες), δύο δίσκους έβγαλε σε εταιρεία, κανά δυο άλλους μόνος του, δεν ντρέπομαι όμως να ομολογήσω ότι εξαιτίας του έμαθα τον Βασίλη Νικολαΐδη, ακόμη δε θυμάμαι μια διασκευή του στο «Λιμάνι του Άμστερνταμ». Χαίρομαι που συνεχίζει για τη νέα φοιτητική γενιά…

Συνειρμικά θα θυμηθώ και κάποιους μάλλον ξεχασμένους παρά παρεξηγημένους τροβαδούρους όπως τον αδικοχαμένο Χρήστο Λεττονό ή τον «μετανάστη στις φάμπρικες της Δανίας» Γιώργο-Μενέλαο Μαρίνο (ακούστε εδώ τον «Κάπταιν Χουκ», με τους στίχους που αγγίζουν τον ωμό σουρεαλισμό).

Σε μια άκρη της βιβλιοθήκης μου (και μάλιστα στη μουσική πτέρυγα) υπάρχει ακόμη ένα βιβλίο το οποίο είχα …απαλλοτριώσει από την υποτυπώδη βιβλιοθήκη ενός απομακρυσμένου στρατιωτικού φυλακίου της Καρπάθου (εδώ θα νιώσω ενοχές!). Η έκδοση ήταν των αρχών της δεκαετίας του ’80 και ο τίτλος ήταν «Ροκ και σατανισμός» (όπου η ταμπέλα ροκ στέγαζε ένα φάσμα από τους Iron Maiden έως τους …Duran Duran). Θυμάμαι μου είχε χαρίσει αρκετές ώρες αναψυχής στο ανεμοδαρμένο όμορφο αυτό άκρο του Αιγαίου. Ωραίες εποχές… Τότε που ο στρατός και η εκκλησία φρόντιζαν να διαπλάσουν πολίτες με αρχές. Τα χρόνια κύλησαν και οι παπάδες ανακάλυψαν τις αριστερές τακτικές του …εισοδισμού και της διάβρωσης του Κακού από τα μέσα. Η ορθόδοξη εκκλησία όμως παραείναι σοβαρή και αγέλαστη για τέτοια ανοίγματα, οπότε το «επικίνδυνο» αυτό καθήκον ανέλαβε μια παρέα αιρετικών, οι Ελεύθεροι (γνωστοί στα ΜΜΕ ως Παπαροκάδες). Για ένα διάστημα έγιναν μεγάλη μόδα, ψάρωσαν πολλούς πελάτες (με την κυριολεκτική έννοια!) αλλά το εγχείρημα δεν είχε συνέχεια. Κι έτσι δεν αποκτήσαμε ποτέ το δικό μας χριστιανικό ροκ (το οποίο στις ΗΠΑ είναι μια τεράστια ανθηρή βιομηχανία). Έμεινε μόνο το άσμα «Γιατί έμαθα ελεύθερος να ζω», που, ελάτε τώρα, ας παραμερίσουμε «φύλλα», θάμνους, και προκαταλήψεις, δεν θα μπορούσε να είναι ένα καλό κομμάτι των Πυξ Λαξ;

Και φτάνουμε σιγά-σιγά στην …κορφή του Όρους των Ενοχών. Ήταν ένα παλιό εσωτερικό αστείο της παρέας ότι το καλοκαίρι δεν έρχεται εάν δεν προβληθεί στην τηλεόραση η νιοστή επανάληψη του «Ρετιρέ». Κατά μία έννοια λοιπόν, το γεγονός ότι πέρυσι δεν προβλήθηκε μπορεί να ενταχθεί στο φαινόμενο της …κλιματικής αλλαγής. Τώρα πως να δικαιολογήσω αυτή την «ένοχη απόλαυση»; Αδυνατώ, ας αφήσω και κάτι ανεξήγητο! Άλλωστε δεν έχουν όλα μια εξήγηση σε τούτη τη ζωή. Τι είναι ο άνθρωπος; Που πάμε; Από πού ερχόμαστε;…

Νυν και αεί, αμήν!
«Ημάρτησα και διέστρεψα το ορθόν» (Ιώβ 7:20) και ταπεινά μετανοώ κ. αρχισυντάκτα-εκδότα. Για εξιλέωση τους επόμενους μήνες θα γράφω κριτικές μόνο για δίσκους πειραματικής ambientronica, post-post-post-rock, sleepwave και hypnagogic metal…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε