15o Φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας»

Νύχτες Πρεμιέρας 2009

15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας: 16-27 Σεπτεμβρίου 2009
This is spinal tapΟι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας (Διεθνές Φεστιβάλ Αθηνών όπως λέγονται πια) έχει πλέον γίνει μια φθινοπωρινή συνήθεια, η οποία και σηματοδοτεί ψυχολογικά την έναρξη μιας νέας (καλύτερης;) χρονιάς. Όπως συνήθεια και σταθερές αξίες παραμένουν η ποικιλία από ταινίες, νέες και παλιές, εξαιρετικές ή …πατάτες, οι απρόσμενες αλλαγές στο πρόγραμμα, οι καθυστερήσεις, οι ουρές, η πρώτη βροχή, το άγχος του μετρό, και όλα μάθαμε να αγαπάμε και να μισούμε ταυτόχρονα.

Φέτος επίσης το φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε και υπό τη σκιά του «αντάρτικου» που έχει ξεκινήσει μια μεγάλη μερίδα ελλήνων σκηνοθετών, σε μια κίνηση που ακούει στο ποιητικό όνομα «κινηματογραφιστές στην ομίχλη», κόντρα στο Υπουργείο Πολιτισμού με αιτία ένα νομοσχέδιο-φάντασμα που όλο ετοιμάζεται και ποτέ δεν κατατίθεται. Ομολογώ ότι δεν έχω παρακολουθήσει ιδιαίτερα την υπόθεση, και σε μια κόντρα Κράτους με δημιουργούς δεν θα δυσκολευτώ να πάρω θέση, αλλά από την άλλη κάπου επιφυλάσσομαι… Όχι μόνο γιατί η ιστορία με τις επιχορηγήσεις-επιδοτήσεις στην Ελλάδα είναι μια πολύ σκοτεινή υπόθεση, αλλά κυρίως γιατί έχω την ρομαντική(;), αιθεροβατούσα(;) άποψη ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να στέκεται απέναντι από το Κράτος και τις Εξουσίες και όχι να εκλιπαρεί (έστω να απαιτεί) υποστήριξη. Και εν τέλει, μπορεί να βάλει ένας νόμος τάξη στο χάος; Σε μια χώρα μάλιστα όπου δεν έχουμε έλλειψη νόμων παρ’ εκτός εκείνου που έλεγε ο Ροΐδης, του νόμου δηλαδή για την …εφαρμογή των νόμων; Μεγάλο ζήτημα όλο αυτό, ας μην το ανοίξουμε εδώ, θα ξεφύγουμε…

Ακολουθούν μικρές κριτικές, γραμμένες αυθόρμητα, οι οποίες αιτούνται του ελαφρυντικού της «εν θερμώ» γραφής, αλλά δεν διαπραγματεύονται την ειλικρίνεια της κατάθεσης. Άνευ φόβου και μετά πάθους…

Τα βραβεία που απονεμήθηκαν, για να μην παραθέτω λίστες ανούσιες, θα τα βρείτε στην ιστοσελίδα της διοργάνωσης.

– Le temps qui reste (O χρόνος που απομένει) – Elia Suleiman
Le temps qui resteH αλήθεια βρίσκεται πάντα στη μέση; Υπάρχει μία και μοναδική αλήθεια; Έχει πάντα η μία πλευρά απόλυτο δίκαιο και η άλλη απόλυτο άδικο; Μ’ αρέσουν οι ταινίες που απαντάνε απερίφραστα ΟΧΙ, στις παραπάνω ερωτήσεις. Όπως αυτή η ταινία του καθηγητή του πανεπιστημίου της Ραμάλα Elia Suleiman. Ασφαλώς και δεν πρόκειται για άλλο ένα έργο στρατευμένο στον «δίκαιο αγώνα», είναι ένα έργο που γνωρίζει ότι η ιστορική αλήθεια έχει αποχρώσεις, σχεδόν όσες και οι άνθρωποι (ίσως αυτή δε να είναι η τραγωδία και η γοητεία της ζωής!). Στο «Ο χρόνος που απομένει» η ιστορία της Μέσης Ανατολής από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ του 1948 μέχρι σήμερα, δίνεται μέσα από την καθημερινότητα μιας οικογένειας «εγκλωβισμένων» Παλαιστινίων (αυτών που αποκαλούνται -συνθετικά και αντιθετικά- Αραβο-ισραηλινοί), πραγματικών μαρτύρων (και με τις δύο έννοιες της λέξης) της ιστορίας, με σουρεαλιστικό χιούμορ και τρυφερή ανθρώπινη ματιά…

– 20.000 miles ahead: A Last Drive story – Δημήτρης Κοτσέλης

Μοιάζει με ένα είδος μεταφυσικού συμβολισμού ότι το ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Κοτσέλη για τους Last Drive προβλήθηκε με κάκιστο ήχο (σε σημείο να διαβάζω τους αγγλικούς υπότιτλους για να καταλαβαίνω τα ελληνικά)! Θα ήταν όμως άδικη μια αυστηρή κριτική προσέγγιση, για πολλούς λόγους. Πρώτον, γιατί αυτό που παρακολουθήσαμε ήταν ουσιαστικά μια δουλειά σε εξέλιξη, και ο κακός ήχος οφειλόταν στη μεταγραφή της ταινίας από το αρχικό DVD. Κατά δεύτερον, έχουμε να κάνουμε με μια do-it-yourself δουλειά φτιαγμένη με το αγνό και ρομαντικό πνεύμα του οπαδού (ασχέτως αν η μεγαλύτερη κατάρα για έναν καλλιτέχνη είναι οι οπαδοί, όπως σημείωσε ευφυώς σε μια ατάκα της ταινίας ο Μάκης Μηλάτος!). Και εν τέλει, στην …υψηλών οκτανίων μουσική των Last Drive, όλα αυτά τα χρόνια το πάθος ήταν σημαντικότερο ζητούμενο από την τελειότητα και την όποια πιστότητα του ήχου… Αν κάτι μπορεί να προσάψει κανείς ως αρνητικό στην προσπάθεια αυτή, είναι ότι ενώ παρακολουθεί στενά και χρησιμοποιώντας πλούσιο αρχειακό υλικό όλη την πορεία της μπάντας, από το ξεκίνημα της στην …Παραλία της λεωφόρου Αλεξάνδρας, τις …μυθιστορηματικές περιοδείες στο εξωτερικό, τη μεταλλίζουσα στροφή που αποξένωσε πολλούς οπαδούς, τα δύσκολα χρόνια που οδήγησαν στη διάλυση, ξαφνικά δρασκελίζει μια ολόκληρη δεκαετία, φτάνοντας στην ιστορική τους επανασύνδεση το 2007, σε εκείνες τις φορτισμένες συναυλίες του Μάη, αφήνοντας όμως εντελώς αδιευκρίνιστες τις αιτίες και τις σκέψεις που οδήγησαν τη μπάντα να αφήσει το βάθρο του μύθου και να «τριφτεί» ξανά με την απομυθοποιητική πραγματικότητα του ελληνικού ροκ… Κατά τα λοιπά, αναμένουμε την κανονική της κυκλοφορία, χωρίς τα τεχνικά προβλήματα…

– An Education (Μια κάποια εκπαίδευση) – Lone Scherfig
An educationΜαθήτρια με γαλλικά και …τσέλο, προοριζόμενη από τους γονείς για σπουδές στην Οξφόρδη, ερωτεύεται με αφέλεια (ο έρωτας την χρειάζεται νομίζω) μεγαλύτερο της άντρα ο οποίος βγάζει προς το ζην με μικροαπάτες (μην κι ο έρωτας δεν είναι μια κάποια απάτη;). Σπουδές ή έρωτας, λατινικά ή γεύματα σε καλά εστιατόρια, Παρίσι ή Οξφόρδη, είναι κάποια από τα διλήμματα που θέτει αυτή η εύπεπτη και κατά βάθος συντηρητική ταινία, η οποία όμως βλέπετε πολύ ευχάριστα χάρις στις εξαιρετικές ερμηνείες, τους ρέοντες διάλογους του Nick Hornby και αυτή την σύνθετη αίσθηση γλυκού-πικρού-αλμυρού που αφήνουν οι ζωές που ποτέ δεν θα ζήσουμε… Ποιος είπε ότι το σινεμά μιμείται τη ζωή;

– This is Spinal Tap! – Rob Reiner

Το σπουδαιότερο ντοκιμαντέρ για ένα συγκρότημα που δεν υπήρξε ποτέ! Mockumentary ονομάζουν το είδος οι κινηματογραφικές εγκυκλοπαίδειες, στη (μάλλον νεφελώδη) κατηγορία του cult την κατέταξαν οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ, αλλά το «This is Spinal Tap!» είναι μια …σοβαρή ταινία! Σοβαρή όπως πρέπει να είναι μια καλή παρωδία. Η οποία εστιάζει σε λεπτομέρειες και στοιχεία της πραγματικότητας, τα μεγεθύνει, ακόμη και σε σημείο υπερβολής, αναδεικνύοντας και τονίζοντας έτσι πτυχές που ίσως σε πρώτη ματιά διαφεύγουν. Φτιαγμένο μέσα στην ακμή του metal του …κομμωτηρίου (1984), το ψευδο-ντοκιμαντέρ, το οποίο παρακολουθεί την περιοδεία επανασύνδεσης μιας «θρυλικής» μπάντας, η οποία ακολούθησε μια πορεία από τη flower pop των 60s στο progressive hard rock και μετά στο hair metal. Είναι ξεκαρδιστικό, είναι διαβολικό, είναι κακό, είναι ανελέητο, με πολλές σκηνές ανθολογίας (ο αυτο-αναφλεγόμενος ντράμερ, η υπερπαραγωγή του Stonehedge και πολλές πολλές ακόμη!).

– Lesbian Vampire Killers – Phil Claydon
Lesbian vampire killersO τίτλος είναι εύγλωττος και τα λέει όλα. Μόνο σχόλιο: δεν πρόκειται για splatter, αλλά για απόλυτα στιλιζαρισμένη με πλαστική αισθητική videogame ταινία, χωρίς ιδιαίτερες ακρότητες, αίματα, σπέρματα και γυμνά, σχεδόν κατάλληλη για …όλη την οικογένεια. Η κακιά Καρμίλα (άι, άι) σηκώνεται από τον τάφο και μετατρέπει σε βαμπίρ κάθε κοπέλα στο χωριό μόλις συμπληρώσει τα 18 της χρόνια. Για σαββατιάτικο μεταμεσονύχτιο χαβαλέ ανεκτή, αλλά δεν θα σπαταλούσα ούτε μισο Mb σύνδεσης για να την κατεβάσω. Σαν (κακό) χάμπουργκερ, που εκείνη τη στιγμή το απολαμβάνεις, αλλά μετά από λίγο μετανιώνεις για την καφρίλα…

– Fish tank – Andrea Arnold

Αν παρομοίαζα το «Fish tank» με λογοτεχνικό έργο, θα ήταν ένα μυθιστόρημα «βρώμικου ρεαλισμού», με μια γραφή σκληρή και τρυφερή συγχρόνως (σαν την εφηβική ηλικία), αντι-δραματική, χωρίς επίθετα και καλολογικά στοιχεία (που έλεγε και η δασκάλα του δημοτικού!). Μια στεγνή (και …στυγνή) ποίηση ανάμεσα σε διαλυτήρια αυτοκινήτων, άχρωμες εργατικές και πολυκατοικίες και εξίσου άχρωμες ζωές. Η Μία (η δεκαπεντάχρονη αποκάλυψη Katie Jarvis) ζει σε μια διαρκή πολεμική σχέση με όλο της το περιβάλλον, με την ανάγκη για στοργή και ασφάλεια να εκδηλώνεται μεταλλαγμένη σε επιθετικότητα. Μόνη της διέξοδος και εκτόνωση μοιάζει να είναι ο χορός. Ο όχι και τόσο τακτοποιημένος κόσμος της θα διαταραχθεί ακόμη πιο πολύ όταν μπει στη ζωή της ο νέος γκόμενος της μητέρας της. Η Andrea Arnold στη δεύτερη ταινία της (τη θυμόμαστε από το δυνατό «Red Road» πριν από δύο χρόνια στο ίδιο φεστιβάλ) δείχνει και πάλι την ικανότητα της να μεταδίδει συναισθήματα μέσα από μικρές σκηνές και αδιόρατες λεπτομέρειες χωρίς να καταφεύγει στις συνήθεις ευκολίες που επιζητούν εκβιαστικά το σοκ ή το δάκρυ…

– Στρέλλα – Πάνος Κούτρας
ΣτρέλλαO Πάνος Κούτρας, ο σκηνοθέτης της διαβόητης πλέον «επίθεσης του γιγαντιαίου μουσακά», δεν πρέπει πλέον να λογίζεται ως νέο κινηματογραφικό ταλέντο. Η «Στρέλλα» είναι άλλωστε η τρίτη του πια ταινία, και στη χώρα των σαραντάχρονων …ταλέντων και των ανεκπλήρωτων ελπίδων, πρέπει κάποια στιγμή να έχουμε απαιτήσεις! Απαιτήσεις τις οποίες εκπληρώνει με την ταινία του αυτή ο Κούτρας, η οποία τολμώ να …προφητέψω θα καταλάβει σημαντική θέση στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Και μάλιστα έξω από περιοριστικές κατηγοριοποιήσεις του τύπου «cult» ή «underground».

Το μοτίβο του αταίριαστου ενίοτε και απαγορευμένου έρωτα, εκείνου του έρωτα που υπερβαίνει και παραβιάζει τους κανόνες του παιχνιδιού (διάβαζε και «ταμπού»), είναι αυτό που πυροδοτεί και κινεί την τέχνη ακόμη και από την εποχή των …μαμούθ. Και αν συνήθως η πέτρα του σκανδάλου είναι ένας άντρας ή μια γυναίκα, στη συγκεκριμένη περίπτωση θα λέγαμε …cherchez la trans!

Ο Γιώργος (Γιάννης Κοκιασμένος) αποφυλακίζεται μετά από 14 χρόνια στη φυλακή και σε ένα φτηνό ξενοδοχείο θα γνωρίσει την Στ(ρ)έλλα (Μίνα Ορφανού), μια νεαρή τρανσέξουαλ επαγγελματία πόρνη. Και ο τροχός της μοίρας μπαίνει σε κίνηση. Μια αρχαιοελληνική τραγωδία, σε μια Αθήνα σύγχρονη, γεμάτη σκουπίδια, δίπλα τις γραμμές του τρένου… Και ένας κόσμος που μοιάζει εξωτικός, γκροτέσκος, σκληρά ερωτικός και κατ’ ουσία άγνωστος. Και αν το happy-end στα παραμύθια, όχι μόνο ταιριάζει αλλά επιβάλλεται, τι γίνεται με τη ζωή;

Πριν από χρόνια η ταινία θα είχε εξασφαλισμένη …διαφήμιση από ρασοφόρους και ένθερμους ορθόδοξους διαδηλωτές. Ευελπιστώ ότι αυτή τη φορά δεν θα έχουμε παρατράγουδα, οπότε η εταιρεία θα πρέπει να αρκεστεί στα πιο …τυπικά κανάλια προβολής. Υπομονή μέχρι το Δεκέμβρη. Τότε θα μάθετε και το κεντρικό «μυστικό» της ταινίας…

– Don McKay – Jake Goldberger

«Μια ταινία όπου κανείς δεν είναι αυτό που φαίνεται και άπαντες δείχνουν να έχουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό από το παρελθόν τους» μας λέει το δελτίο της ταινίας. Ως γνωστόν, η υπόθεση μιας ταινίας δεν μας λέει απολύτως τίποτε (και ο Οιδίποδας, η ιστορία ενός τύπου που σκότωσε τον μπαμπά και κοιμήθηκε με τη μαμά του είναι!), και όλα τα περαιτέρω επαφίενται στα χέρια του σκηνοθέτη για τον αν θα προκύψει αριστούργημα ή …κακούργημα. Ο σκηνοθέτης εδώ, ο Jake Goldberger, βρίσκεται στην πρώτη του ταινία, παρολ’ αυτά έχει στα χέρια του ως πρωταγωνιστές τον Thomas Haden Church, τον οποίο θυμόμαστε από το εξαιρετικό (αν και …οσκαρικό) «Sideways» (όχι ο κοντός με το μούσι, ο άλλος!) και την Elisabeth Sue (ναι, το κορίτσι του Karate Kid και άλλων ταινιών που μας «διασκεδάζουν» τα κυριακάτικα τηλεοπτικά μεσημέρια). Και το αποτέλεσμα; Νομίζω κάπου την πάτησε… Προσπαθεί εμφανώς να εκπλήξει με ανατροπές επί ανατροπών τον θεατή, οι οποίες όμως στο τέλος γίνονται τόσο …ανατρεπτικά προβλέψιμες που καταντούν βαρετές και «ψεύτικες». Και πράγματι, ποτέ η αληθοφάνεια δεν υπήρξε αρετή και ζητούμενο της κινηματογραφικής εμπειρίας, αλλά η αίσθηση ότι ο σκηνοθέτης προσπαθεί εξεπιτούτου να μπερδέψει τον θεατή είναι μάλλον ενοχλητική. Και μέσα σε όλα, ο Church κυκλοφορεί σε όλη την ταινία με μια ανέκφραστη φάτσα-στάμπα, απορημένος μάλλον με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του… Ίσως στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη;…

– Burning down the house: the story of CBGB (Η ιστορία του CBGB) – Mandy Stein
cbgbΝομίζω ότι η κύρια αιτία η οποία ανέκαθεν με απωθούσε στην έννοια του ροκ (διάβαζε: rawk) ως ιδεολογία είναι η θρησκευτική, στην πραγματικότητα ειδωλολατρική του διάσταση. Μια θρησκεία με τα όλα της. Με πιστούς φανατικούς, άγιους και μάρτυρες, και φυσικά ναούς και χώρους λατρείας. Ένας τέτοιος χώρος υπήρξε και το διαβόητο CBGB, ένα καταγώγιο του Μανχάταν που ταυτίστηκε με αυτό που …τσουβαληδόν αποκαλείται σκηνή της Νέας Υόρκης (από Ramones μέχρι Blondie και Agnostic Front). Το ντοκιμαντέρ της Mandy Stein, κόρης του πάμπλουτου αφεντικού της Sire Records Seymour, καταγράφει την ιστορία του κλαμπ από τα μέσα της ζέουσας δεκαετίας του ’70 μέχρι το οριστικό λουκέτο που μπήκε τον Οκτώβριο του 2006.

Λίγες οι πινελιές συγκίνησης (ειδικά όταν παρακολουθεί την παράλληλη προς το τέλος πορεία του ιδιοκτήτη Hilly Crystal) σε ένα φιλότιμο αλλά προβλέψιμο, και κατά διαστήματα βαρετό ντοκιμαντέρ, χωρίς κάποια ιδιαίτερη προσωπική ματιά και άποψη, παρά την παρουσία-ξεκάρφωμα του Jarmusch στο ρόλο του ξεναγού, και χωρίς να αποφεύγει τη μυθοποίηση του περιθωρίου (η παρακμή έχει πάντα μια κάποια γοητεία όταν είσαι απ’ έξω).

Σήμερα ο …τουρίστας πλέον μπορεί να επισκεφθεί απομεινάρια του CBGB στο μουσείο του Rock and Roll Hall of Fame. Μουσεία-νεκροταφεία των τεχνών, όπως έλεγαν ευφυώς οι φουτουριστές… Μπορώ να πω ότι μ’ άρεσε πιο πολύ από σημειολογική άποψη η μετατροπή του «Ρόδον» σε …σουπερμάρκετ. Θα μπορούσε να είναι και ο συμβολισμός της ιστορικής πορείας του ιδίου του ροκ…

– Dorfpunks (Πανκ με καθυστέρηση) – Lars Jessen

Πανκ με καθυστέρηση… Ευρηματικός τίτλος ομολογουμένως! Θα μπορούσα να στηρίξω πάνω του πολλά εύκολα αστεία και δηλητηριώδη σχόλια για το ευρύτερο πνευματικό επίπεδο του πανκ αλλά και για την καθυστέρηση με την οποία εξαπλώθηκε ο απόηχος του σε πολλές χώρες. Εξίσου ευρηματικός είναι και ο γερμανικός τίτλος ο οποίος θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «πανκ του χωριού». Η υπόθεση απλή: είναι 1984 (εποχή που ήδη το πανκ ως μουσική πρωτοπορία είχε τινάξει τα πέταλα) και η μόδα του πανκ φτάνει με …καθυστέρηση σε ένα μικρό χωριό της Βόρειας Γερμανίας κάπου κοντά στην Βαλτική, όπου μια παρέα 17χρονων ανακαλύπτει στο πανκ έναν τρόπο να εξοργίσει τους γονείς αλλά και ένα μέσο αναζήτησης κοπέλας (πραγματικά το ..προαιώνιο κίνητρο της κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας!). Η ευρηματικότητα όμως δυστυχώς του σκηνοθέτη περιορίστηκε στον τίτλο της ταινίας. Το φιλμ μοιάζει με συρραφή άσχετων ανεκδοτολογικών επεισοδίων, χωρίς να εμβαθύνει σε κανέναν χαρακτήρα. Κρίμα, γιατί η πρώτη ύλη υπήρχε… Όπως η σχέση του νεαρού εξεγερμένου Malte με τους αριστερούς φιλελεύθερους γονείς του. Κατά τα λοιπά, το μόνο που θα συγκρατήσω από την ταινία είναι η οπτική σουρεαλιστική αντίθεση ανάμεσα στον νεαρό πανκ και το βουκολικό, όλο αγελάδες και τρακτέρ περιβάλλον του χωριού…

– Once in a lifetime – Νικόλ Αλεξανδροπούλου
Once in a lifetimeΧαμένος στις σκέψεις και τις αναμνήσεις… Πέρασε δίπλα μου… Μου φάνηκε σαν να ήταν χτες, αλλά έχουν περάσει 25 ολάκερα χρόνια από τότε, που μικρό παιδί, ψάχνοντας στα ερημικά ερτζιανά της δεκαετίας του ’80, συνάντησα τυχαία μια εκπομπή που λεγόταν «Μέρα παρά μέρα» και τη βαθιά ραδιοφωνική φωνή του Γιάννη Πετρίδη. Σαν να κρύωσα λιγάκι, μια μικρή ανατριχίλα… Και όμως, είναι μια ζεστή βραδιά…

Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να δω το πρόσωπο του. Ακολούθησε μια πορεία χαμηλών τόνων, μακριά από τα φώτα της μαζικής δημοσιότητας (δεν μπορώ να μην αντιπαραβάλλω με το σήμερα, όπου όποιος γράψει μερικά κειμενάκια σε καμιά τσάμπα-φυλλάδα νομίζει ότι έγινε «μούρη»), δεν απέφυγε την κριτική και τις επιθέσεις (στην Ελλάδα ηδονιζόμαστε να αναιρούμε αξίες με εισαγγελική ευκολία), αλλά για μένα παραμένει μακράν ο κορυφαίος …τι; Μουσικός παραγωγός; Δημοσιογράφος; Μουσικόφιλος; Μουσικοπαράγοντας; (που λέει και ο Mista President); Όλα αυτά μαζί; Και δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι χάρις στον Πετρίδη άκουσα πρώτη φορά μουσικές της 4AD… Ίσως να τις ανακάλυπτα και μόνος μου αργότερα… Με τα «ίσως» όμως δεν γράφεται η ιστορία…

Στα της ταινίας τώρα: το «Once in a lifetime» (οι Talking Heads είχαν την τιμητική τους στο φεστιβάλ, και όχι μόνο στις τηλεοπτικές προεκλογικές …ομιλούσες κεφαλές των ημερών) βλέπεται (ομολογώ ότι είχα ξεκινήσει βαστώντας μικρό καλάθι), έχει ενδιαφέρουσες στιγμές, αλλά πάσχει από κεντρική στόχευση. Πράγμα που είναι το άλφα και το ωμέγα στο πολύ δύσκολο κινηματογραφικό είδος που είναι το ντοκιμαντέρ. Καταλήγεις να αναρωτιέσαι… Είναι μια ιστορία του ροκ; Ένα οδοιπορικό στην Αμερική; Μια αναδρομή στην ζωή του Πετρίδη; Όλα αυτά μαζί; Τίποτα από αυτά; Επίσης προσωπικά βρήκα ατυχείς κάποιες επιλογές ανθρώπων που κλήθηκαν να μιλήσουν στην ταινία. O …ροκ πολιτικός Ευθυμίου; Κάποιοι …στυλίστες της Lifo που με δυσκολία έβαζαν τη μία λέξη δίπλα στην άλλη; Και αποκορύφωμα, η εντελώς άκυρη παρουσία (η οποία μόνο σαν ένα είδος νοσηρού αστείου μπορεί να εκληφθεί) ενός περιαυτολογούντος …Πέτρου Κωστόπουλου, του Πάπα του εμετικού lifestyle που ο ίδιος ο Πετρίδης κατακεραυνώνει σε άλλα πλάνα της ταινίας! (για εμβριθέστερη και πιο ιοβόλο ανάλυση διάβασε και εδώ).

– In the loop (Πόλεμος εκτός προγράμματος) – Armando Iannuci
In the loopΠολλά μπορεί να καταλογίσει κανείς στους Άγγλους και ιδιαίτερα στις κυβερνήσεις και τις πολιτικές τους, αλλά δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει το πραγματικό πνεύμα κριτικής ελευθερίας που έχει εμπεδωθεί με τα χρόνια, και σπανίως συναντά κανείς σε άλλη χώρα. Δύσκολα λοιπόν μπορώ να φανταστώ μια ταινία αντίστοιχου πνεύματος με το «In the loop» γυρισμένη στη χώρα μας. Γιατί η σάτιρα (σε αντίθεση με αυτό που κάνει ας πούμε ο εγχώριος σταρ της Λαζόπουλος) δεν χαϊδεύει το κοινό, αναπαράγοντας αυτά που θέλει και είναι προετοιμασμένο να ακούσει, αλλά είναι πραγματικά ασεβής και ανίερη.

Ο Simon Foster (Tom Hollander), υπουργός Διεθνούς Ανάπτυξης της Αγγλίας, σε μια στιγμή «καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς» δηλώνει την έμμεση υποστήριξή του στη λήψη στρατιωτικών μέτρων στο εξωτερικό (δεν δηλώνεται, αλλά υπονοείται η Μέση Ανατολή) προκαλώντας την ακατάσχετη και αθυρόστομη οργή του απολαυστικού κυβερνητικού εκπροσώπου Malcolm Tucker (Peter Capaldi), αλλά συγχρόνως και τη συμπάθεια των πολεμοχαρών «γερακιών» της Ουάσινγκτον. Θα καταφέρει τώρα να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, διατηρώντας παράλληλα την πολιτική αλλά και προσωπική του αξιοπρέπεια;

Αναπόφευκτα περίπλοκη ταινία, καθώς παρακολουθεί τους δαιδαλώδεις μαιάνδρους της πολιτικής των παρασκηνίων (μου θύμισε την κλασική σειρά του BBC «Μάλιστα κύριε υπουργέ»), όπου πολιτικοί με πάθη και αδυναμίες σαν του κάθε «μέσου» κοινού ανθρώπου, στρατηγοί-καρτούν που δεν έχουν οσφριστεί αίμα μάχης και γλοιώδη τσιράκια, παίζουν με την τύχη του κόσμου σε ένα περιβάλλον αποστειρωμένο και απομακρυσμένο ασφαλώς από την πραγματική ζωή. Η ταινία απαιτεί εγρήγορση και προσοχή, αλλά και πολύ καλή γνώση της αγγλικής αργκό (ένα …Lower δεν επαρκεί!) για να απολαύσει κανείς σε όλες του τις διαστάσεις το θανατηφόρο, πικρό στην ουσία του, χιούμορ της (συμπάσχω ειλικρινά με τον μεταφραστή, ειδικά στις ατάκες του αθυρόστομου Malcolm – πως μεταφράζει άραγε κανείς π.χ. το «a bollock in my soup»;) αλλά και το πλήθος των υπονοούμενων πανέξυπνων αναφορών στην ιστορία, τη μουσική και τον κινηματογράφο.

– To κακό στην εποχή των ηρώων – Γιώργος Νούσιας
Το κακό στην εποχή των ηρώωνΤο Κακό νούμερο ένα το είχα δει από DVD σε σπίτι, μαζί με παρέα κανιβαλικών διαθέσεων και προθέσεων, συνοδεία ελεεινής πίτσας συνοικιακού delivery και άφθονης μπύρας. Ομολογουμένως διασκεδάσαμε, ιντριγκαρισμένοι και από το προκλητικά αξιοπερίεργο γεγονός της «πρώτης ελληνική ταινία με ζόμπι». Στο «Κακό» Νο 2, o πήχης πλέον έχει ανέβει, είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι τα λεφτά της παραγωγής ήταν περισσότερα, ενώ η παρουσία του (ελληνικής καταγωγής) Billy Zane δίνει μια επίφαση σοβαρότητας (credibility καλύτερα, που λένε και οι Άγγλοι) στο όλο εγχείρημα. Από την άλλη το να διαβάζω στο δελτίο τύπου ότι η ταινία «χρησιμοποιεί πρωτοποριακές τεχνικές για τα δεδομένα του ελληνικού κινηματογράφου», με γύρισε πίσω στο γνωστό «καλό για ελληνικό», που αφού ταλάνισε για δεκαετίες την ελληνική καλλιτεχνική παραγωγή, νόμιζα (φευ) ότι ο κινηματογράφος το είχε πλέον αποτινάξει (αντίθετα, η μουσική το έχει καταφέρει τα τελευταία ειδικά χρόνια).

Η υπόθεση αυτή τη φορά ανακατεύει και λίγο αρχαία Ελλάδα στο μείγμα, αλλά κατά τα λοιπά, η ταινία είναι μια καθαρόαιμη ταινία splatter με ζόμπι. Με όλα όσα αυτό συνεπάγεται… Είναι ένα γεγονός, ότι τα splatter, η πορνογραφία, τα b-movies γενικότερα, απαιτούν και προϋποθέτουν πέρα από ειδικές συνθήκες, στοχευμένο κοινό και συγκεκριμένη διάθεση, και μια γερή δόση χιούμορ και αυτοσαρκασμού για να σταθούν με καλλιτεχνικές αξιώσεις (αλλιώς μιλάμε απλώς για …»τσόντα με υπόθεση»). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το χιούμορ ρέπει περισσότερο προς έναν (προ)εφηβικό χαβαλέ, σε γερές δόσεις μάλιστα (ειδικά η στυλιζαρισμένη χρήση της αρχαιοελληνικής γλώσσας μου θύμισε λυκειακές πλάκες την ώρα των φιλολογικών). Σίγουρα πολλοί θα διασκεδάσουν με όλα αυτά (όπως ήταν εμφανές την ώρα της προβολής -αν και πιθανολογώ ότι η συμμετοχή στην ταινία θα ήταν μια πολύ πιο διασκεδαστική εμπειρία από τη θέαση της!). Προσωπικά μιλώντας όμως, ειδικά το τελευταίο μισάωρο, όπου τα ηνία της ταινίας είχε αναλάβει η πούρα δράση, ήταν σχεδόν ενοχλητικά βαρετό, μουρμουρίζοντας από μέσα μου για το …κακό που με βρήκε! Και αν κάποια στιγμή θελήσω να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία στην ταινία, θα απαιτήσω οπωσδήποτε φτηνή μπύρα, ελεεινή πίτσα και κανιβαλική παρέα…

– Ακαδημία Πλάτωνος – Φίλιππος Τσίτος
Ακαδημία πλάτωνοςΑκαδημία Πλάτωνος… Συνοικία της Αθήνας, τόσο κοντά και συνάμα τόσο μακριά από το κέντρο της πόλης, γεμάτη συνεργεία, βουλκανιζατέρ και …αρχαία. Εκεί, σε μια γειτονιά μεταναστών και λίγων ελλήνων αφεντικών τοποθετεί ευφυώς τη δράση της ταινίας του ο Φίλιππος Τσίτος. Στην οποία ένας ξενοφοβικός ψιλικατζής ανακαλύπτει μια …διόλου ωραία γι’ αυτόν πρωία ότι έχει έναν χαμένο αδελφό, ο οποίος είναι …Αλβανός. Και ότι η μάνα μιλάει αλβανικά; Τι γίνεται τώρα; Αν η μάνα είναι αλβανίδα αυτός τι είναι; Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ; Την ίδια στιγμή, στο απέναντι μαγαζί έρχονται οι Κινέζοι, οι νέοι «ξένοι» που θα πάρουν σιγά-σιγά τη θέση των ενσωματωμένων πλέον Αλβανών.

Τον ρόλο του χαμένου στα ερωτηματικά ήρωα της ταινίας ενσαρκώνει υποδειγματικά ο Αντώνης Καφετζόπουλος, για μένα ένας από τους καλύτερους σύγχρονους έλληνες ηθοποιούς, με μια ζηλευτή και ευρύτατη γκάμα ερμηνευτικών (και θα τολμούσα να πω, ακόμη αναξιοποίητων) δυνατοτήτων. Και ας έχει «καταδικαστεί» πλειστάκις από τους καθαρολόγους για τις πολλαπλές τηλεοπτικές του εμφανίσεις (μιας που ως …γνωστόν μόνο στο σανίδι αναδεικνύεται ο ηθοποιός και όχι στο πλαστικό δάπεδο ενός τηλεοπτικού στούντιο).

Παρά τις υπερβολές που ακούστηκαν και θα ακουστούν, κυρίως εξαιτίας του βραβείου στο φεστιβάλ του Λοκάρνο (πραγματικά στερημένο το ελληνικό σινεμά από διεθνή βραβεία), η «Ακαδημία Πλάτωνος» δεν είναι μια μεγάλη ταινία. Αλλά είναι όμως μια ταινία από αυτές που θέλουν και ξέρουν να διηγηθούν μια ιστορία και να αναδείξουν μια άποψη. Από αυτές που έχει απόλυτη ανάγκη ο ελληνικός κινηματογράφος. Που δείχνει επιτέλους να ξεφεύγει από το καταραμένο δίπολο «αριστερίλα της ήττας & τραύματα του εμφυλίου» και «χαζοχαρούμενη φτηνή σεξ μπαλαφάρα». .

– Julie & Julia (Τζούλι και Τζούλια) – Nora Ephron

Η Julia Child (η Meryl Streep σε άλλη μια …αναμενόμενα εντυπωσιακή ερμηνεία) υπήρξε η γυναίκα η οποία μέσα από βιβλία και εκπομπές έμαθε τους Αμερικανούς να τρώνε κάτι διαφορετικό από …κονσέρβες και προπαρασκευασμένα γεύματα (ας την φανταστούμε κάτι σαν μια αμερικανίδα …Βέφα – μέχρι κι αυτή με τα μαργαριτάρια της μαγείρευε!). Η Julie είναι μια σύγχρονη blogger που έχει βάλει στόχο ζωής να μαγειρέψει όλες τις συνταγές του …Τσελεμεντέ της Julia. Γλυκιά ταινία (και …παχυντική θα προσέθετα μιας που το βούτυρο χρησιμοποιείται στην οθόνη σε ποσότητες «ένας τρώει, δέκα παχαίνουν»!), η οποία υφαίνεται σε δύο χρόνους, παρακολουθώντας τις ζωές δύο εντελώς διαφορετικών γυναικών, που το μόνο που της συνδέει είναι το πάθος για τη μαγειρική. Για τη μαγειρική όχι τόσο σαν τέχνη, αλλά σαν προσφορά στον αγαπημένο και κυρίως σαν ψυχοθεραπεία, σαν μια ηδονή πάντα διαθέσιμη. Πάω να μαγειρέψω…

1η δημοσίευση: www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε