Monthly Archives: Ιανουαρίου 2013

Philip Kerr – Η τριλογία του Βερολίνου

Οι βιολέτες του Μάρτη/ Ο χλομός εγκληματίας/ Γερμανικό ρέκβιεμ

TrilogiaΔεν υπάρχει καμία αμφιβολία, τo Βερολίνο είναι της μόδας. Εδώ και αρκετά χρόνια κιόλας… Και όχι αδίκως εδώ που τα λέμε. Πως να αντισταθείς άλλωστε στην αύρα ενός μύθου και ενός (ύστερου) παρακμιακού ρομαντισμού ο οποίος έχει ως συστατικά του υλικά (προσοχή, προσοχή, ακολουθεί υπερβολική δόση κοινοτοπιών!) Bauhaus, καμπαρέ, Μπρεχτ, Μαρλένε Ντίτριχ, τείχος, Αλεξάντερπλατς, Lou Reed, Bowie και Iggy, καταλήψεις, φοιτητικές εξεγέρσεις, RAF, Βιμ Βέντερς, και σταματώ εδώ (τα έχουμε άλλωστε γράψει αναλυτικότατα αλλού για το Βερολίνο stili.asp?id=36801). Κι ας αποτελεί σήμερα την καρδιά του …κτήνους κάτω από τη μπότα του οποίου στενάζει ολάκερη η Ευρώπη, την πρωτεύουσα της χώρας η οποία αγνοεί έννοιες όπως φακελάκι, περαίωση, κατώτατος μισθός και άλλα τέτοια εξωτικά (γεγονός βέβαια που δεν μπορεί να αποτρέψει το ολοένα και διογκούμενο ρεύμα μετανάστευσης). Έτσι είναι όμως, ο καλός ο μύθος πρέπει πάντοτε να έχει και τις αντιφάσεις του…

Εξίσου της μόδας είναι και οι αναφορές στο προπολεμικό Βερολίνο, με έμφαση στους καιρούς της Βαϊμάρης, στα πλαίσια ειδικότερα μιας προσπάθειας εξήγησης του παρόντος αλλά ενίοτε και πρόβλεψης του μέλλοντος. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι εκείνη η εποχή σφράγισε ανεξίτηλα τη μοίρα της ανθρωπότητας για ολόκληρο τον εικοστό αιώνα (και βάλε). Θα αφήσω στην άκρη μια γενικότερη τάση εξωραϊσμού (λες και όλα ήταν ιδανικά στην Βαϊμάρη μέχρι που ήρθε το τέρας της αποκάλυψης με το αστείο μουστάκι και μετά ο κόσμος σταμάτησε να χορεύει …swing). Δεν βρίσκω όμως ιδιαίτερο νόημα σε αυτό το κυνήγι των αναλογιών, όχι γιατί δεν υπάρχουν τέτοιες (κάποιες είναι μάλιστα και χτυπητές), αλλά γιατί πεποίθησή μου είναι ότι η Ιστορία ούτε διδάσκει ούτε επαναλαμβάνεται (πόσο μάλλον προβλέπει). Ας μην ανοίξουμε παρτίδες με ένα τόσο μεγάλο και πολυπλόκαμο θέμα, αλλά ας σημειώσω ότι η Ιστορία δεν αφορά τόσο μια κάποια μεταφυσική «ιστορική» αλήθεια του παρελθόντος αλλά το τι σήμερα θεωρείται «ιστορική αλήθεια». Η Ιστορία μοιάζει με ένα τεράστιο ενυδρείο όπου ο καθένας μπορεί να ψαρέψει ακριβώς εκείνο το «ψάρι» το οποίο θα θρέψει καλύτερα οπτικές, πολιτικές, ιδεολογίες και επιδιώξεις του παρόντος.

Κάπου εδώ σε αυτή τη δημιουργική (απ’ όποια σκοπιά και να τη δεις) διαδικασία μπαίνει και η λογοτεχνία. Προνομιακά πεδίο της οποίας είναι η λεγόμενη μικροϊστορία, αυτή που διαφεύγει από τα ραντάρ της ακαδημαϊκής επιστήμης, αυτή που μελετά τις ζωές και τις αντιδράσεις (ή τα περιθώρια αντίδρασης) ανθρώπων τους οποίους η μοίρα έριξε στην αναπόδραστη ροή του ποταμού των μεγάλων γεγονότων. Η δε ικανότητα του λογοτέχνη κρίνεται ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρει να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ του πειρασμού υποκατάστασης της Ιστορίας ως επιστήμης και της εκμετάλλευσης της ως ένα βολικά γοητευτικό σκηνικό.

Από αυτό τον μύθο λοιπόν αντλεί το μεγαλύτερο μέρος της έλξης που ασκεί και το παρόν βιβλίο. Στην πραγματικότητα βιβλία, καθώς πρόκειται για επίτομη συλλογή παλιότερων εκδόσεων σε έναν καλαίσθητο και βολικό τόμο (ας μην γίνω τώρα κακός και σχολιάσω την έσχατη γενικότερη μανία με τις διάφορες εμπορικά «αναβαπτισμένες» τριλογίες). Μέσα δε σε αυτά τα συμφραζόμενα δεν είναι διόλου παράξενο ότι εμφανίστηκε και στις λίστες των ευπώλητων, όπου μάλιστα έχει «κατσικωθεί» με μια αξιοσημείωτη διάρκεια.
KerrΟ συγγραφέας χρησιμοποιεί τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος για να πει τις ιστορίες του οι οποίες διαδραματίζονται σε τρεις διαφορετικές εποχές του Βερολίνου: η πρώτη λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1936, η δεύτερη λίγο πριν από την έκρηξη του πολέμου, το 1938, και η τρίτη στην αγνώριστη, τετραπλά κατεχόμενη πόλη του 1945. Το οποίο αστυνομικό μυθιστόρημα είναι κατά βάση ένα συντηρητικό είδος, όχι μόνο λόγω της μανιχαϊστικής του αντίληψης, ούτε επειδή στο τέλος αποκαθίσταται η τάξη, η ασφάλεια και το Καλό θριαμβεύει, αλλά και επειδή διαθέτει μια σειρά τυποποιημένων συμβάσεων. Από την άλλη βέβαια η ύπαρξη αυτών των συμβάσεων θέτει και μια πρόκληση στον εκάστοτε συγγραφέα να τις υπερβεί ή και να τις καταργήσει στην πράξη. Το έχουν καταφέρει την τελευταία εικοσαετία αρκετοί, συμβάλλοντας έτσι σε μια άνοιξη αυτού του λογοτεχνικού είδους έχοντας αποτινάξει από πάνω του τη ρετσινιά της παραλογοτεχνίας και ανοίγοντας το σε μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική παρέμβαση.

Ο Φίλιπ Κερ πάντως δεν έχει καμία τέτοια «ριζοσπαστική» διάθεση, το αντίθετο μάλιστα (μην ξεχνάμε ότι αυτά τα βιβλία γράφτηκαν στο διάστημα ’89-91). Η σκιά του Ρεϋμόνδου του Τσάντλερ πέφτει πάνω του βαριά, μια σκιά όμως που τον οδηγεί κατά στιγμές σε έναν μιμητισμό στα επίπεδα της παρωδίας (φευ, δεν είναι όμως!). Ο ήρωας του, ο Μπένι Γκούντερ, πρώην παραιτημένος αστυνομικός, έχει μελετημένες δόσεις αντι-ηρωισμού, είναι φυσικά σκληρός και κυνικός, και εννοείται ότι οι γυναίκες που του λαχαίνουν είναι μοιραίες, θέες, με στήθη «μιας πραγματικής σταρ του σινεμά», απαραιτήτως με ζαρτιέρες και πρόθυμες να του κάτσουν με την πρώτη (πολλοί το κάνουν αυτό στη λογοτεχνία, λες και φαντασιώνονται τη ζωή που δεν έζησαν).

Η γραφή του Κερ έχει μια σαφή κινηματογραφική διάσταση, είναι εμφανές ότι είναι επηρεασμένος από όλη την κινηματογραφία του μεταπολεμικού φιλμ νουάρ, πιθανόν να είχε και κατά νουν ένα μελλοντικό γύρισμα σε ταινία (ακόμη δεν…). Για παράδειγμα το καλύτερο από τα τρία βιβλία, το τρίτο, όπου η δράση μεταφέρεται στην επίσης κατεχόμενη Βιέννη, μοιάζει σαν ένας φόρος τιμής στον «Τρίτο άνθρωπο» (τόσο τον λογοτεχνικό του Γκρην όσο και τον κινηματογραφικό του Ριντ).

Το ύφος του από την άλλη χαρακτηρίζεται από έναν καταιγισμό τολμηρών παρομοιώσεων και μεταφορών, άλλοτε επιτυχημένων και άλλοτε ακροβατούντων στα όρια του …υπαρκτού σουρεαλισμού και της κακής αισθητικής (αυτός ο Τομ Ρόμπινς έχει ανοίξει κακό λογαριασμό). Δείγματα προς ιδία κρίση: «Τα χείλη της έμοιαζαν με συνδετήρα», «είχε τη φαντασία ευνουχισμένου αλόγου», «ήταν προικισμένος με το ταλέντο τούρκων νάνων», «η κοιλιά του εξείχε σαν συρτάρι ταμειακής».

Οι μεταφράσεις των βιβλίων (Αντώνης Καλοκύρης, Ντενίζ Ρώντα) σε γενικές γραμμές ρέουν και δεν βάζουν πολλά εμπόδια στο διάβασμα. Από κει και πέρα, ειδικά η μετάφραση στον πρώτο τόμο (η οποία υποθέτω δεν πέρασε από νεότερη επιμέλεια στην ανατύπωση) έχει αρκετές αστοχίες οι οποίες βγάζουν πραγματικά …μάτι.

Προβληματικές ας πούμε είναι οι αποδόσεις των ονομάτων στην ελληνική. Αφού έχουμε πια συμφωνήσει να ακολουθούμε τη φωνητική απόδοση, ας είναι τουλάχιστον αυτή όσο το δυνατό εγγύτερη στην πραγματική (αρκεί να μην οδηγεί σε «λούμπες» όπως ο δήμαρχος του Ρόθενμπουργκ να εμφανίζεται ως ….Μπεργομάιστερ). Δεν είναι δα τα γερμανικά μια τόσο εξωτική γλώσσα, πόσο μάλλον όταν μιλάμε και για ευρύτερα πλέον γνωστά τοπωνύμια (όπως τα περίφημα …Εξάρχεια του Βερολίνου, η συνοικία του Κρόιτσμπεργκ η οποία αποδίδεται ως Κρούζμπεργκή ο ποταμός ο οποίος ξαναβαπτίζεται ως Σπρι). Δύσκολα περνούν επίσης απαρατήρητα και κάποια χοντρά πραγματολογικά σφάλματα, όπως για παράδειγμα (και μάλιστα σε υποσημείωση του μεταφραστή) εκεί όπου συγχέεται το αποτυχημένο κίνημα του Kapp το οποίο έλαβε χώρα το 1920 στο Βερολίνο, με το πραξικόπημα της μπυραρίας (και όχι βέβαια …Πουτς) του Χίτλερ στο Μόναχο του 1923 (σ. 71). Ή εκείνη η αναφορά στη διαβόητη λεωφόρο Ούντερ Ντεν Λίντεν («Υπό τας Φιλύρας» που λέγανε οι παλαιότεροι) της οποίας το όνομα αποδίδεται στις …λεμονιές που την περιστοίχιζαν (σ. 146). Μα …λεμόνια Βερολίνου;

Εν γένει πρόκειται για ένα έργο το οποίο διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα, αλλά φυσικά δεν πρόκειται για το χαμένο αριστούργημα όπως διαβάζω γενικότερα δεξιά και αριστερά. Δεν φτάνει ούτε στον αστράγαλο ενός Ιζό, ακόμη κι ενός Ράνκιν (για να μην πάμε μακριά, μιας που είναι και αυτός Σκωτσέζος). Και αν ενδιαφέρεστε πραγματικά να μπείτε στο κλίμα των εποχών εκείνων προτιμήστε έναν Χανς Φάλαντα ή εκείνη την συγκλονιστική ανώνυμη «Γυναίκα του Βερολίνου».

(Κέδρος)

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Κρίστη Στασινοπούλου – Greekadelia (Riverboat)

kristi
1. Μάτια σαν και τα δικά σου
2. Ανάμεσα Νισύρου
3. Με γέλασαν τα πουλιά
4. Θάλασσά μου
5. Μες στου Αιγαίου τα νερά
6. Νεραντζούλα φουντωμένη
7. Πες μου ποια μάνα
8. Κάτω στα δασιά πλατάνια
9. Το πονεμένο στήθος μου
10. Μαραίνομαι
11. Έρχομαι κι εσύ κοιμάσαι
12. Ρόδο της Πρωτανάστασης
13. Ρόδισε η Ανατολή

Τώρα που κατά το ευστόχως ρηθέν «μας βγήκε ο ψυχεδελικός σανός από τη μύτη» (κατά Τζιρίτα), τώρα που εμφανίστηκαν στα καλύτερα της χρονιάς (2012 παρακαλώ) δίσκοι οι οποίοι θα έβαζαν τραγούδια μόνο σε καμία πολύ ομπσκιούρ συλλογή ψυχεδέλειας του πρώτου διμήνου του 1968 κάποιας γειτονιάς του Σαν Φρανσίσκο, τώρα που το πρόθεμα «psych» σε διάφορους γλωσσικούς συνδυασμούς έγινε η καλύτερη εμπορική προσθετική αξία στις δημοπρασίες δίσκων, τώρα μας προέκυψε και «Greekadelia». Γιατί όχι; Οι αγορές του κόσμου πάντως τσίμπησαν, ο δίσκος εμφανίστηκε σε κορυφές world καταλόγων επιτυχίας και πωλήσεων, ελληνικές εφημερίδες έγραψαν για τους έλληνες που κατακτούν «την κορυφή του κόσμου» (αχ αυτή η συμπλεγματική ανάγκη μας για την έξωθεν αναγνώριση!) και ξένες εφημερίδες (βλ. Guardian) έγραψαν ..ευφάνταστα κείμενα σε στυλ «να και κάτι καλό από Ελλάδα».

Ας παραμερίσουμε όμως αυτά τα δημοσιογραφικά φύκια, τις περικοκλάδες και τον κάπως κακόγουστο τίτλο (έχω μια υποψία ότι δεν ήταν επιλογή των δημιουργών) και ας μείνουμε στην ουσία. Τώρα μάλιστα που ξεπεράσαμε και τις διάφορες ανοησίες (ή προφάσεις εν αμαρτίαις) περί «χουντικής» μουσικής και η παράδοση επαναδιεκδικεί της θέση της στο σύγχρονο γίγνεσθαι. Ένα λαμπρό τέτοιο παράδειγμα είναι και ο δίσκος αυτός…

Greekadelia λοιπόν… Και καταλήγουμε πάλι στο «γιατί όχι»; Ελληνική ψυχεδέλεια. Η οποία ψυχεδέλεια ναι μεν είναι δύσκολο να οριστεί αλλά όταν την ακούς καταλαβαίνεις (κάτι σαν την …πορνογραφία ένα πράγμα!). Μήπως άλλωστε και μεγάλο μέρος της ψυχεδέλειας, ειδικά της χρυσής εποχής ’68-72, δεν ήταν παρά πειραματισμοί (ενίοτε και αδέξιοι), προσπάθειες ενσωμάτωσης ανατολικών δρόμων και ήχων σε δυτικές κλίμακες από μπουχτισμένους από την ευμάρεια των οικονομικών θαυμάτων νέους, νέους που αναζητούσαν μια ουσία, ένα νόημα, μια καταπράυνση των αντιφάσεων (και έναν εξωτισμό, ας μην ωραιοποιούμε την κατάσταση) στην μυστήρια Ανατολή;

Η κολόνια της συνεργασίας μεταξύ Στασινοπούλου και Καλυβιώτη κρατάει πολλά χρόνια και από αυτή την άποψη εγγυάται την καλή «χημεία» μεταξύ των δημιουργών. Η δε πολύχρονη και πολύτροπη ενασχόληση τους με την παράδοση αποκλείει προφανώς το φαινόμενο του διάττοντος αστέρα που ακολουθεί ένα ρεύμα της μοδός (εσχάτως είχαμε διάφορα τέτοια παραδείγματα). Τα δύο αυτά στοιχεία είναι κατ΄ αρχήν πολύτιμοι αρωγοί στον στόχο του δίσκου αυτού. Την αναμέτρηση δηλαδή με 13 κλασικά κομμάτια της δημοτικής παράδοσης τα οποία έχουν περάσει ανεξίτηλα στο συλλογικό συνειδητό, 13 δικαιωμένα από το χρόνο συλλογικά έργα και την προσθήκη της δικής σου ατομικής πινελιάς.

Εν προκειμένω οι πινελιές αυτές δεν είναι και λίγες. Ξεκινώντας από την εύστοχα πετυχημένη χρήση ηχογραφήσεων πεδίου, από το «kindly requested» της αρχής έως τον παφλασμό του κύματος και το κρώξιμο των γλάρων στα θαλασσινά άσματα, με τους ήχους της φύσης να υπογραμμίζουν και αυτή τη διάσταση του δημοτικού (στα τραγούδια αυτά η φύση δεν ήταν μόνο σκηνικό αλλά πρωταγωνιστής και μάρτυρας). Υπάρχει επίσης μια (λελογισμένη) χρήση ηλεκτρονικών παρεμβάσεων και δειγματοληψιών, ενώ το ινδικό αρμόνιο της Κρίστης προσδίδει στα κομμάτια ένα διόλου ανοίκειο ινδοπρεπές ηχόχρωμα (και αυτό παραπέμπει κατ’ ευθείαν στο ψυχεδελικό οπλοστάσιο). Η «Νεραντζούλα φουντωμένη» είναι έξοχο δείγμα και η κορυφαία στιγμή του δίσκου, η επαναληπτικότητα του τέλους σε στέλνει σε ταξίδι με τον τρόπο που τα καταφέρνει η τεχνική του ινδικού μάντρα. Το φαντάζομαι να επαναλαμβάνεται αέναα και να πηγαίνει και να πηγαίνει… Τα τρεισήμισι λεπτά μου φαντάζουν εδώ λίγα.

Η επιλογή των κομματιών είναι ιδιαίτερα πολυσυλλεκτική και καλύπτει όλο τον ιστορικό χώρο του ελληνισμού, αποδεικνύοντας συνάμα πόσο μάταιο είναι να οριστεί η «ελληνική» μουσική από τη στιγμή που η ετερογένεια και η ποικιλομορφία της δύσκολα (ή μόνο προκρούστεια) μπορεί να χωρέσει σε περιοριστικά εθνικά πρότυπα. Γιατί «ελληνικό» φως δεν είναι μόνο το ελύτειο λαμπρό του Αιγαίου αλλά και το μουντό ομιχλώδες της Πίνδου και των κάμπων της Βόρειας Ελλάδας.

Το μόνο ζήτημα (και το οποίο αφορά αποκλειστικά το εντόπιο κοινό) ανακύπτει κατ’ αναλογία με το γνωστό δίλημμα που ταλαιπωρεί τους μεταφραστές: πιστή και άσχημη ή άπιστη και όμορφη; Στον δίσκο μου λείπει η αύρα του απρόβλεπτου, ή καλύτερα μια μεγαλύτερη τολμηρότητα στη χρήση των μέσων που αναφέραμε παραπάνω (ίσως και η άποψη ενός παραγωγού). Η τελική ενορχήστρωση πατάει πιστά πάνω στην ασφάλεια του οικείου και μιας κάπως συμβιβαστικής αρχής «ούτε ρήξη ούτε επιστροφή». Δεν ξέρω ποιον θα ελκύσει τελικά το αποτέλεσμα, το σκληροπυρηνικό κοινό που ακούει δημοτικά, το κοινό που τα αγνοεί και/ή τα περιφρονεί ή το ήδη κατακτημένο κοινό του διδύμου;

Υπό αυτό το πρίσμα δεν είναι δυσεξήγητη η επιτυχία του δίσκου στα εξωτερικά. Σε ένα κοινό ιδιαίτερα δεκτικό πλέον σε ακούσματα εκτός της κυρίαρχης κουλτούρας, απαλλαγμένο από πρότερη γνώση και βιώματα (αλλά και προκαταλήψεις!). Παλιά υπήρχε η έκφραση «bon pour l’ Orient», η οποία σήμαινε (με μια γερή δόση υποτίμησης) «καλό για την Ανατολή» (εμφανίστηκε εις Παρισίους την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας και αρχικά αφορούσε …πτυχία αλλά αργότερα συμπεριέλαβε και προϊόντα). Κατ’ αντιστροφή, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο δίσκος αυτός είναι «bon pour l’ Ouest». Σαν εξωτικό περίεργο φρούτο; Και πάλι, γιατί όχι; Όπως ακριβώς απολαμβάνουμε κι εμείς μουσικές από την Γκάνα, την Κούβα, την Καμπότζη και κάθε άλλη γωνιά του κόσμου. Στη μουσική δεν τίθεται ζήτημα αυθεντικότητας ούτε βιωματικότητας, τίποτε από τα δύο δεν προσδίδει ούτε και αποτελεί αυταξία και ποιοτική εγγύηση.

Όπως και να έχει πάντως, είναι σίγουρο ότι περιμένουμε το επόμενο βήμα. Η παράδοση άλλωστε είναι δρόμος και όχι σταθμός. Ένας δρόμος τον οποίο ακολουθείς με συνέπεια, στον οποίο προχωράς δοκιμάζοντας και απορρίπτοντας, με κάθε βήμα μια νέα αφετηρία σε αυτή την αιώνια προσπάθεια του δημιουργού να πάει το πράγμα (έστω και) λίγο παραπέρα.

7.5

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

De Montevert – Vanner & Ovanner/ Friends & Enemies (Nomethod)

de monte
1. Stopp
2. Du kommer angra dig
3. Ηigh on you
4. Pinsamt
5. Skyll pa mig
6. Cat Jones
7. Positive effects
8. Rebel yell
9. Jag vill ha mer
10. Within
11. Monster
12. The ghost
13. The ghost (demo)

Τα εθνικά στερεότυπα πολλοί τα εμίσησαν, λίγοι τα απέφυγαν. Ασχέτως αν δεν έχουν και πολλή (ή απλά και μόνο επιφανειακή) σχέση με την πραγματικότητα, ασχέτως αν συνειδητά γνωρίζουμε ότι βρίσκονται στην ρίζα όλων των προκαταλήψεων και των διακρίσεων (αλλά και άλλων πιο δύσοσμων ανθών). Η εξήγηση δεν είναι απλή, αλλά σίγουρα πρέπει να περιλαμβάνει την τάση του ανθρώπινου μυαλού να αναζητεί στην απλούστευση και στη γενίκευση μια κάποια τάξη στον χαοτικό τούτο κόσμο.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η προκατάληψη δεν είναι απαραίτητο να φέρει αρνητικό πρόσημο. Σε αυτή την ανάποδη περίπτωση η εθνική καταγωγή αυτή καθαυτή μπορεί να γίνει ακόμη και εμπορικό brand-name. Ενίοτε δε και χρυσοφόρο. Για παράδειγμα, ο παγκόσμιος οδοστρωτήρας του μέσου αστικού γούστου που λέγεται ΙΚΕΑ τι νομίζετε ότι πουλάει ακριβώς; Έπιπλα; Σουηδικότητα πουλάει (τη στιγμή μάλιστα που η οικονομική έδρα της εταιρείας δεν είναι πλέον στη χώρα). Εξού και μεταξύ άλλων η επιμονή να υποστηρίζει αυτό το ίματζ τοποθετώντας σχεδόν σε κάθε ονομασία νέου προϊόντος (για παρατηρήστε!) το χαρακτηριστικό a με το μικρό κυκλάκι από πάνω. Μια «σουηδικότητα» η οποία παραπέμπει αυθόρμητα σε φυσικές εικόνες του σουηδικού τοπίου, ατελείωτα δάση, μια ξύλινη καλύβα κάπου σε ένα ξέφωτο, βαθιές καθαρές λίμνες, και σε έναν χαρακτήρα ευγενικό, χαμηλότονο, ήρεμο, ανεκτικό απέναντι στο διαφορετικό, ανθρώπινο με λίγα λόγια. Εσχάτως βέβαια μια σειρά από συγγραφείς, με προεξάρχοντες εκείνους του σύγχρονου κοινωνικού αστυνομικού μυθιστορήματος (Στιγκ Λάρσον και σία) ανασκάλεψαν και έφεραν στην επιφάνεια δείγματα από τον βόρβορο που κρύβει στα σπλάγχνα της ακόμη και αυτή η εικονικά πρότυπη κοινωνία (την καλοζωισμένη υπεροψία, τον καλά κρυμμένο ευγονικό ρατσισμό, ένα παρελθόν βολικής «φιλοναζιστικής» ουδετερότητας). Αλλά ας μη σταθούμε επί του παρόντος στις αντιφάσεις, όπως είπαμε εξαρχής εδώ μας ενδιαφέρει το στερεότυπο.

Και είναι ακριβώς αυτό το στερεότυπο που έχει κατοχυρωθεί τα τελευταία χρόνια και στη μουσική και δη αυτή που αποκαλείται ποπ. Σουηδική ποπ. Χαμηλές εντάσεις, ήπιοι τόνοι, ευκρινείς μελωδικές γραμμές, ιδιαίτερα οργανάκια, αποστάσεις από τις loud παραγωγές και τον κωλοπαιδισμό πολλών εκπροσώπων της brit-pop. Η συγκεκριμένη δημιουργός ονόματι Ellinor Nilsson, η οποία κρύβεται πίσω από το όνομα De Montevert δεν απέχει πολύ από τις επιταγές του εν λόγω προτύπου. Όπως πάντα όμως τη διαφορά κάνει το ταλέντο και η μελωδική αρτηρία (γιατί αλήθεια λέμε μόνο φλέβα, τη στιγμή που η αρτηρία είναι και πιο ζωτική;). Και μια τέτοια, πάλλουσα και σφύζουσα, διαθέτει η Nilsson, με τη διαύγεια της μελωδικής της ματιάς να αναδεικνύεται σε κρυστάλλινα άσματα όπως τα «Jag vill ha mer», «Stopp», «Monster», «Cat Jones» (με τα ωραία γυρίσματα στη φωνή) ή η εύστοχη διασκευή στο παλιό κλασικό του Billy Idol. Θα μπορούσα να συνεχίσω καλύπτοντας όλο τον δίσκο, πραγματικά δεν υπάρχει κομμάτι για τον κάλαθο εδώ μέσα.

Τα τραγούδια ακούγονται σα να γράφτηκαν σε μια ζεστή ξύλινη καλύβα μία από αυτές τις ατέλειωτες νύχτες του αρκτικού χειμώνα, με μια ποικιλία οργάνων από κλασικές κιθάρες μέχρι ηλεκτρονικά μπιχλιμπίδια (ναι, η καλύβα μας διαθέτει και πρίζα!) να υπηρετούν μια χαμηλοβλεπούσα electro-folk, με μια κοριτσίστικη αλά-Λολίτα αφέλεια και αθωότητα (κι ας μην είναι τα κορίτσια ποτέ τόσο αθώα όσο -θέλουν να – φαίνονται). Αξίζει να της πιστώσουμε επίσης το γεγονός ότι τραγουδάει στη γλώσσα της (τουλάχιστον σε ένα σημαντικό μέρος του δίσκου), προσθέτοντας έτσι και μια ευπρόσδεκτη εξωτική χροιά στον ήχο.

Ο δίσκος αυτός, ουσιαστικά ο πρώτος της, μαζεύει πολλά κομμάτια που έχει γράψει σε διάστημα ετών, κάποια έχουν εμφανιστεί μάλιστα σε σινγκλάκια με μια σχετική ντόπια επιτυχία, και προφανώς η αξία του βασίζεται και σε αυτό το εύρος επιλεκτικότητας. Η κοινοτοπία περί «δύσκολου δεύτερου δίσκου» δεν έχει προκύψει χωρίς ερείσματα στην πραγματικότητα. Μέχρι τότε πάντως μπορούμε να απολαύσουμε αυτά τα γεμάτα θαλπωρή κομμάτια. Την οποία εκτιμάς και περισσότερο όταν έξω κάνει ψοφόκρυο. Όπως και σήμερα… Μπρρρρ…

8.5

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

2012 – ……………………

Flash

Νομίζω τα λόγια περισσ(ττ)εύουν σε τούτη την ανασκόπηση. Έμεινα αντιμέτωπος για αρκετή ώρα με την άσπλαχνη λευκή σελίδα, με την ευκολία του backspace να αποτρέπει ένα ξέχειλο καλάθι των αχρήστων. Είναι που αισθάνομαι ότι έχω πολλά περισσότερα να αφαιρέσω παρά να προσθέσω σε όλη αυτή την πολύβουη αγορά απόψεων. Απόψεις από κάθε μπαχτσέ και για κάθε προτίμηση: απόψεις ηθικοπλαστικές, απόψεις ψύχραιμες, απόψεις υπερβολικές (για «μισθούς πείνας» και «χούντες» άκουγα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου), απόψεις συνωμοσιολογικές (ως γνωστόν 2 έλληνες κάνουν …3 συνωμοσίες), απόψεις που πουλάνε φόβο (το διαχρονικό μπεστ-σέλερ ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού), απόψεις πικρές καραμέλες, απόψεις ποιητικής ελεγείας (συνήθως από χορτάτους), απόψεις καρφωμένες με τυφλό θυμό… Πολλά παράλληλα σύμπαντα, η συνάντηση αποζητά τη σύγκρουση κι όχι την σύνθεση, δυσανεξία σε οποιαδήποτε διαφορετική άποψη. Λες και η κρίση (γαμώτο, φιλοδοξούσα να τελειώσω το κείμενο χωρίς αυτή τη λέξη) να απελευθέρωσε έναν χρόνια επωαζόμενο ταλιμπανισμό και μια μόλις καταπιεσμένη λυματολάσπη αναβαπτισμένη σε μια δήθεν πολιτική αν-ορθότητα. Επιθετικότητα, λυμένα ζωνάρια, εύφλεκτα λόγια για το παραμικρό (στα κατά κανόνα ήσυχα σχόλια στο MiC επιτεύχθηκε ξεκατίνιασμα ακόμη και σε ένα θέμα που περιείχε μόνο …φωτογραφίες!). Έτσι είναι όμως… Σε τέτοιες εποχές δοκιμάζονται και η ηθική και η αισθητική. Νομίζω ότι σε τίποτε από τα δύο δεν πάμε καλά… Νομίζω πλέον επαναστατικό είναι οι πράξεις και όχι τα λόγια. Πάντοτε ήταν εδώ που το σκέφτομαι…

Για τη μουσική το 2012 ήταν μια χρονιά… Όχι, δεν θα πέσω στην παγίδα των επιθέτων. Έχω πλέον «απομυθοποιήσει» κάτι τέτοιους άνευ ουσιαστικού περιεχομένου χαρακτηρισμούς. Μου αρκεί (και περισσεύει) ότι η μουσική ποτέ δεν ήταν υπήρξε πιο σφύζουσα υγιής, πιο ζωντανή, πιο πολύχρωμη. Τα παλαιά μονοπώλια, του κάθε είδους, από τα μονοπώλια των μεγαλο-δισκογραφικών έως τα μονοπώλια της άποψης των δημοσιογράφων και των συλλεκτών έχουν πλέον σπάσει (προς βαθιά θλίψη όλων των παραπάνω). Όλο και περισσότεροι άνθρωποι εκφράζονται γράφοντας κι ακούγοντας, μουσική παράγεται άφθονη (περισσότερη απ’ όση μπορεί να καταναλωθεί ίσως), και είναι διαθέσιμη εκεί έξω για όποιον την έχει πραγματικά ανάγκη. Και μην ξανακούσω την μπαρούφα ότι τώρα με την κρίση μπλα μπλα μπλα η τέχνη είναι πιο απαραίτητη μπλα μπλα μπλα. Την τέχνη και δη τη μουσική ή την χρειάζεσαι ή όχι. Τα άλλα είναι κούφιες σαπουνόφουσκες για φροντιστηριακές εκθέσεις.

Ας περάσουμε λοιπόν στο παιχνίδι μας. Και την ίντριγκα μας φυσικά. Κι αν υποψιαστώ ότι θα ανακηρύξουμε κι εμείς δίσκο του έτους 2012 (επαναλαμβάνω του 2012) τον (αξιολογότατο κατά τα λοιπά δίσκο των Swans), θα βεβαιωθώ ότι και η μεσήλικη πια γενιά του ’80 κατέληξε να ψάχνει τη «σωτηρία» στους δικούς της «επιβιώσαντες» ήρωες (αλά-Uncut, ξέρετε τώρα…) Τι σου είναι η ζωή τελικά… Μα να σε οδηγεί να στη θέση την οποία κάποτε κατηγορούσες;

11 Δίσκοι

1. The Flashbulb – Opus at the end of everything
Είναι η εποχή της πληθωρικότητας. Είναι η εποχή των μοναχικών, απομονωμένων σε ένα δωμάτιο δημιουργών. Είναι η εποχή του ανακατέματος των ειδών (ο συγκεκριμένος το πιάνει από το IDM και το τραβάει ως ακόμη και το metal). Δεν είναι η εποχή των σπουδαίων ολοκληρωμένων έργων. Ο Flashbulb πληροί όλα τα κριτήρια πλην του τελευταίου…

2. Phon.O – Black boulder
Ο αέρας Βερολίνου είτε εισπνέεται δια ζώσης είτε πωλείται σε …κονσέρβα (πραγματικά!) δεν εγγυάται εξ ορισμού σπουδαία καλλιτεχνικά αποτελέσματα. Με κάποιες εξαιρέσεις… Η πρωτεύουσα της χώρας που αγαπάμε να μισούμε (στην οποία όμως μεταναστεύουμε μετά χαράς) υπήρξε ανέκαθεν η μητρόπολη του electro της αχανούς πίστας. Ο Phon.O το προσαρμόζει με αξιοσημείωτη επιτυχία στις διαστάσεις της μοναχικής ακρόασης σε ένα δωμάτιο…

3. Stabil Elite – Douze Pouze
Κι αν το (εσχάτως της μοδός) kraut είχε στην εποχή του διάφορες ποικιλίες (για λάχανο μιλάμε άλλωστε!), από kraut για νεραϊδοπαρμένους έως kraut που κοίταγε με λαγνεία στην Ανατολή, το κυρίως ειπείν kraut δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο μηχανικός ρυθμός μιας autobahn. Αυτό υπηρετούν και οι καταγόμενοι από το εμβληματικό (La) Duesseldorf. Και μεταξύ μας: προτιμώ νέους να παίζουν όπως οι παλιοί, παρά τους παλιούς να παίζουν σαν …παλιοί.

4. De Montevert – Vanner And Ovanner/Friends & Enemies
Ζέστη, θαλπωρή και ευγένεια συνθέτουν την στερεότυπη και εμπορεύσιμη «ιδέα» της σουηδικότητας (τι νομίζετε ότι πουλάει και η ΙΚΕΑ;). Κι αν η επιφάνεια αυτή κρύβει πολύ σκοτάδι, ενίοτε και ζόφο, δεν παύει να παραμένει κατά στιγμές αφοπλιστικά μελωδική. Όπως και στην ποπ τούτης της πιτσιρίκας…

5. Hexvessel – No holier temple
Στη μακρά αλυσίδα …δασόπληκτων μουσικών, η άκρη της οποία χάνεται βαθιά πίσω στους μεσαιωνικούς χρόνους, προστίθεται ένας ακόμη κρίκος. Γεωγραφικά θα τον συναντήσουμε στη Φινλανδία, μουσικά στο τριεθνές μεταξύ φολκ, ψυχεδέλειας και παραδοσιακού σκληρού ροκ. Περπατώ εις το δάσος όταν…

6. Cello & Laptop – Parallel paths
Κάτι παραπάνω από το άθροισμα των δύο οργάνων που υπονοεί ο τίτλος.
Μπορεί να απαιτεί υπομονή και προσήλωση στο άκουσμα, χαρακτηριστικά δυσεύρετα σε μια τέτοια επιταχυμένη εποχή, αλλά αποζημιώνει τον τολμηρό. Να προσθέσω ότι μ’ αρέσουν δίσκοι οι οποίοι ανατρέπουν προκατειλλημένες προσδοκίες (περί ακαδημαϊσμού εν προκειμένω ο λόγος).

7. Blut Aus Nord – 777 (Cosmosophy)
Κάτι παραπάνω από το σύνηθες πλέον black metal ξεκάρφωμα. Ένα άλλο ροκ είναι εφικτό (κι ας μην το πούμε οπωσδήποτε post). Το κλείσιμο μιας επικής τριλογίας κατευθείαν από την γαλλική εξοχή…

8. Bill Fay – Life is people
Πόσο πήγε είπαμε το όριο συνταξιοδότησης; Κοίτα να δεις που κάποιοι το αψηφούν, ειδικά όσοι αντιμετωπίζουν τη δουλειά ως δημιουργία (ή και αντιστρόφως!). Δεν υπήρξε ποτέ από τους «σημαντικούς», έβγαλε τελευταίο δίσκο αρκετά πριν γεννηθώ, και επέστρεψε μετά από 40 και βάλε χρόνια με έναν δίσκο πρότυπο για πολλούς της σειράς του.

9. Replikas – Biz Burada Yok Iken
Με καύσιμη ύλη το ντόπιο γκαράζ προγενέστερων δεκαετιών, οι γείτονες Replikas για άλλη μία φορά προσέρχονται στις αγορές του κόσμου με μια σύγχρονη άποψη η οποία δεν απεμπολεί ούτε μία σπιθαμή από την τοπικότητα της. Χωρίς φολκλόρ, χωρίς σημαιάκια, χωρίς γραφικές δηλώσεις, χωρίς ψυχαναγκαστικές απομιμήσεις…

10. Discoverer – Tunnels
Ένα παιδί ονειρεύεται μετρώντας τα άστρα, παίζοντας με ηλεκτρονικά μαραφέτια, και αναζητώντας την ποιητική στην δήθεν ψυχρή και απρόσωπη τεχνολογία… Ο πολιτισμός σας πέφτει όταν κόβεται το ρεύμα…

11. Tales of Murder and Dust – Hallucination of beauty
Η ψυχεδέλεια παραμένει εδώ και χρόνια μια από τις πιο …ανανεώσιμες πηγές μουσικής, ουσιαστικά δεν χρειάστηκε να ανα-βιώσει μιας που ποτέ δεν είχε προλάβει να απο-βιώσει. Γι’ αυτό φροντίζουν τύποι σαν και τούτους τους Δανούς (άι λαβ παγκοσμιοποίηση). Δίσκος καλυμμένος από σκόνη και πυκνούς ύποπτους καπνούς…

…και 11 τραγούδια (άνευ αξιολογικής κατάταξης)

1. Hecq & Skyence – Enceladus
2. Hypnos – Oneirogen

Δύο εντυπωσιακά κομμάτια από έναν χώρο στον οποίος η σαβούρα εσχάτως έχει αυξηθεί εντυπωσιακά (συνεπικουρούμενη από την ευκολία των μέσων παραγωγής και τον αυτάρεσκο αντικατοπτρισμό στον καθρέφτη της πρωτοπορίας). Ένας Γερμανός και ένας Νεοϋορκέζος είναι οι δημιουργοί.

3. Liebe – Strangers
Τόσο αξιολάτρευτα 80s που είναι σχεδόν συγκινητικό. Από τη Θεσσαλονίκη και για όλο τον κόσμο… Καταδικάζουμε τη μιζέρια απ’ όπου κι αν προέρχεται!

4. Led Er Est – Kaiyo maru
Κι αν ο όρος minimal wave δεν έχει ζωή πάνω από δεκαετία (ομολογουμένως η πιο επιτυχημένη εμπορική ονομασία-δόλωμα για συλλέκτες μαζί με τον όρο psych) η μουσική που περιγράφει δεν είναι τίποτε άλλο από αγνή ηλεκτρονική ποπ που παίρνει χαριστικά δάνεια από τη δεκαετία του ’80. Μεγάλη φούσκα αλλά που και που βρίσκεις άξιους εκπροσώπους με ραδιενεργά πλήκτρα όπως στο προκείμενο κομμάτι.

5. Soap & Skin – Vater
Ποπ όσο και η Λάνα (τα έχουμε πει κι αλλού για την πιτσιρίκα) μοιάζει να πατάει σε πιο στέρεες μουσικές βάσεις για να καεί πρόωρα μέσα στην υπερβολή. Μια μελωδία γραμμένη με αίμα κι πόνο, και έναν λυρισμό ο οποίος δεν στηρίζεται μόνο στην βιωματικότητα του για να συγκινήσει.

6. Les Discrets – Le mouvement perpetual
Οι κιθάρες σέρνονται στα πατώματα, οι χορδές κόβουν φλέβες, η φωνή υποφέρει. Μελούρα από αυτές που μόνο στο σκληρό ροκ μπορεί να γραφτούν..

7. The Lovely Eggs – Don’t patent that shoe
Οικονομία, λιτότητα, περικοπές. Οι λέξεις-κλειδιά της χρονιάς. 51 δευτερόλεπτα χρειάζονται τα υπέροχα αυτά αυγά για να στήσουν αυτό το μίνι ίντυ ροκάκι που δεν του λείπει τίποτα…

8. The Liminanas – AF3458
Κοίτα να …ακούσεις οι Γάλλοι! Θα το έβαζα να ταιριάξει δίπλα στο αντίστοιχου κλίματος «Bonnie & Clyde» του Serge. Με την ευκαιρία σας έχω πει ότι αντιπαθώ σφόδρα τον όρο «φρέσκια μουσική»;

9. Goat – Goatlord
Όλα για ένα ξεροκόμματο hype; Δείγμα μιας εποχής όπου τα είδη ανακατεύονται σαν κάρτες από μια κληρωτίδα; Έχουν πλάκα πάντως και ενίοτε ευστοχούν…

10. Dark Dark Dark – Tell me
Όταν η dream pop δεν ξεπέφτει σε sleep pop…

11. Confield – Hidden away
Τι θα γίνει με αυτά τα ορφανά των Interpol;

Και του χρόνου, όπως και να χει…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Mariza Koch & Filtig – Platonia (Self-released)

filtig

1. Glass Pieces/ Mother
2. Imaginary order
3. Rubber remains (Autobahn)
4. Polygonal Relay Race
5. Cycle of fifths/Riots
6. Home children, 1869
7. Neurotrophic
8. Transsiberian pt. 1
9. Transsiberian pt. 2
10. Ping
11. Carrion & vulture waltz
12. Trace

Δυστυχώς αυτός ο δίσκος δεν θα πέσει «κατά λάθος» στα χέρια ενός οπαδού της Μαρίζας Κωχ. Όχι πάντως για κανένα άλλο λόγο παρά μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι ο δίσκος δεν πωλείται στα συμβατικά δισκοπωλεία (όσα απέμειναν τέλος πάντων). Το δε «δυστυχώς» από την άλλη υπονοεί ότι ο εν λόγω οπαδός θα στερηθεί έτσι την (πιθανώς και οδυνηρή) έκπληξη την οποία επιφυλάσσει το παρόν ακρόαμα (εκτός αν τον αναζητήσει συνειδητά στο bandcamp).

Βέβαια η Μαρίζα Κωχ ανέκαθεν υπήρξε μία δημιουργός τολμηρή, από τότε ήδη στα ξεκινήματα της όταν και συνέδεσε το δημοτικό τραγούδι με την …πρίζα του ηλεκτρικού, στα δύσκολα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας (ας μην ανακυκλώσουμε όμως εδώ τις γνωστές ανιστόρητες και άδικες απόψεις που θέλουν το δημοτικό δήθεν ταυτισμένο με τη χούντα).

Πέρα από την τόλμη, το μεγάλο χάρισμα της είναι η φωνή. Και στην «Platonia» αφήνει τη φωνή της, ως να ήταν ένα όργανο πολυτελείας (το μόνο πραγματικά φυσικό!) στα χέρια ενός γνωστού νέου δημιουργού ο οποίος κινείται στα ευρύτερα όρια της σύγχρονης ηλεκτρονικής αντίληψης. Ο Filtig (άκου και: Χρώματα, Diskoboy, Κασετίνα) αναλαμβάνει αυτή την πρώτη ύλη, κόβει και ράβει, στήνει ηχητικά τοπία, επιλέγει ήχους λες και ζωγραφίζει, όχι όμως νατουραλιστικούς παραστατικούς πίνακες, αλλά με μια αφηρημένη, ανεικονική τεχνοτροπία (αναγνωρίζουμε εδώ την ουσιαστική κατοχή των κωδίκων της Warp). Σαν το εξώφυλλο για παράδειγμα (έργο του visual artist Σάκη Στριτσίδη).

Στο ακουστικό αποτέλεσμα οι έλλογοι ήχοι (βλ. λέξεις) απουσιάζουν εντελώς (ίσως θα ήταν μια ιδέα να συνέβαινε το ίδιο και στις τιτλοδοσίες των κομματιών), κυριαρχούν δε οι τυχαίοι φθόγγοι, οι άναρθρες φωνές, οι ασκήσεις του λάρυγγα. Αυτό μπορούμε να το δούμε από διάφορες πλευρές: ως έναν πιθανό τρόπο προσέγγισης του άρρητου ή του ανομολόγητου, του συναισθήματος που δεν στοιχειοθετείται με λέξεις. «Κυνηγάω ένα άπιαστο πουλί, τον ήχο, τί μπορώ να εκφράσω μαζί με το θείο δώρο της φωνής» λέει η ίδια η Κωχ. Αλλά μπορούμε και να το εκλάβουμε και ως ένα παιχνίδι, σαν αυτό ενός παιδιού το οποίο ανακαλύπτει και δοκιμάζει τη φωνή του, πριν αυτή μπει στα καλούπια της ανθρώπινης ομιλίας με τους σαφώς καθορισμένους της κανόνες. Ένα παιχνίδι που δεν υπονοεί έλλειψη σοβαρότητας, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Άλλωστε μήπως και η τέχνη και ακόμη πιο πολύ το πείραμα στην τέχνη δεν είναι επίσης ένα είδος παιχνιδιού, μια δοκιμή του κόσμου δηλαδή υπό ελεγχόμενες συνθήκες;

Είναι μια πολύ παρεξηγημένη έννοια ο πειραματισμός (και αβασάνιστη ετικέτα). Γιατί σε αντίθεση με ότι πιστεύεται ευρύτερα, προαπαιτεί έναν στόχο και ένα αποτέλεσμα (όχι απαραιτήτως θετικό). Και επιπλέον, πειθαρχία, συνέπεια αλλά και μια επιμονή στα συστατικά, με λελογισμένες προσθήκες/αλλαγές στο δουλεμένο μείγμα. Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, η «Platonia» δικαιούται άξια να φέρει τον τίτλο αυτό.

Γενικά ο δίσκος αποπνέει μια παράξενη χειροποίητη γοητεία αλλά και μια δύστροπη αποστασιοποίηση συγχρόνως. Είπαμε, τα πειράματα δεν οδηγούν πάντοτε σε θετική έκβαση. Όταν όμως πετυχαίνουν, καταφέρνουν να αγγίξουν μια ιδιότυπη ομορφιά. Όπως στο σημείο όπου μπαίνει το πιάνο στο «Neurotrophic». Ή εκεί που ο ορίζοντας σκοτεινιάζει, ειδικά στο δεύτερο μέρος του υπερσιβηρικού.

Αξίζει τέλος να τονιστεί (και λόγω των δημιουργών προφανώς) ότι η απόπειρα αυτή συνιστά και μια επιτυχημένη έμμεση φυγή από την ελληνικότητα, με την στενά εννοούμενη διάστασή της όμως. Άλλωστε ποτέ δεν υπήρξε πραγματικό ζητούμενο μία επιστροφή στις ρίζες (κάτι αδύνατο άλλωστε παρά τους κατά καιρούς διαπρυσίους κήρυκες της). Αυτό που έχει αξία είναι το βήμα παραπέρα. Ή ένα ακόμη μικρό κλαράκι σε ένα συνεχώς αναπτυσσόμενο δέντρο…

Υ.Γ. Και μια αξιοσημείωτη σύμπτωση. Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε λίγο καιρό που σημειώνω αναφορά σε επιρροή από κινέζικη όπερα (η άλλη ήταν σε μια συνέντευξη των Mechanimal). Είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρον, ότι σε μια εποχή που η Κίνα έχει αγοράσει το μισό παγκόσμιο χρέος και έχει μετατραπεί σε οικονομικό οδοστρωτήρα, η πολιτιστική της επιρροή ακολουθεί πολύ δειλά και με πολύ λιγότερη επίδραση αυτή την ακατάσχετη οικονομική εξάπλωση. Ο πολιτισμός πάντοτε ακολουθούσε το χρήμα, αν και στην προκειμένη περίπτωση οι ανταλλαγές δυσκολεύουν γιατί ο κινέζικος πολιτισμός κινείται σε εντελώς διαφορετικό σύστημα αναφοράς από αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε δυτικό. (Πριν χρόνια πολλά πάντως, η Κωχ είχε εμφανιστεί με επιτυχία στην όπερα του Πεκίνου. Ας το κρατήσουμε σαν γεγονός μόνο, σχετικό-άσχετο).

7

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Cello & Laptop – Parallel paths (Envelope Collective)

cello
1. Room 102
2. Remaining Parts Of A Shipwreck
3. Shoreline
4. Wanderlust
5. La Souriante Madame Beudet

Ένα από τα πολλά σοκ που υπέστη (αλλά και υπέμεινε) το σώμα της τέχνης στη διάρκεια του ταραγμένου (κατά Hobsbawm) αιώνα των άκρων ήταν και ο περίφημος πίνακας του Κάζιμιρ Μάλεβιτς με τον περιεκτικό τίτλο «Λευκό πάνω σε λευκό». Ο πίνακας ήταν ακριβώς αυτό: το λευκό που ξεχωρίζει(!), που έλεγε και μια παλιά διαφήμιση. Ήταν 1918, μόλις είχε τελειώσει το σφαγείο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και η εποχή επέτρεπε (έως και επέβαλλε) τέτοιες «κουλαμάρες». Πολλά μπορεί να παρατεθούν σε ερμηνευτική απόπειρα, από arty-farty αφορισμούς (φτάνοντας έως τον …Μαέβιους Παχατουρίδη του τηλεοπτικού ΑΜΑΝ) έως αναλύσεις για την απουσία χρώματος ή καλύτερα για την παρουσία όλων των χρωμάτων, για την αφαίρεση και τη δυναμική της. Γεγονός πάντως είναι ότι τέτοιες δηλώσεις είναι μοναδικές, αμίμητες και ανεπανάληπτες μέσα στο σαφώς καθορισμένο νοηματικό τους πλαίσιο… Έξω από αυτό χάνουν κάθε νόημα, ξεπέφτουν σε προσπάθειες εκζήτησης κενού εντυπωσιασμού.

Αρκετά χρόνια αργότερα (μετά από ένα ακόμη μεγαλύτερο σφαγείο!) την αντίστοιχη απόπειρα στη μουσική υπέγραψε ο John Cage στο διαβόητο εκείνο «4’33»». Τέσσερα λεπτά και τριάντα-τρία δευτερόλεπτα συμπυκνωμένης φιλοσοφίας περί ήχου και περί σιωπής, ή καλύτερα περί ανυπαρξίας της σιωπής. Γιατί η μουσική όπως και η φύση δεν απεχθάνεται απλά το κενό. Κατ’ ουσία το κενό δεν υπάρχει, ακόμη και στον απόλυτο μεσοαστρικό χώρο κβαντικά σωματίδια πεθαίνουν και αναγεννώνται σε έναν αέναο κύκλο, ακόμη και στο πιο απόλυτα ηχομονωμένο δωμάτιο ο άνθρωπος θα ακούσει τον χτύπο της καρδιάς του. «Silence is sexy» θα υπερθεματίσουν προς το τέλος του αιώνα κάποιοι διαβόητοι θορυβοποιοί μετά από πολυετή προϋπηρεσία στα μουσικά κομπρεσέρ (διόλου τυχαίο κι ας φαντάζει αντιφατικό στη βιαστική ανάγνωση!).

Cello & Laptop τιτλοφορείται το σχήμα που απαρτίζουν οι Ισπανοί Sara Galan και Edu Comelles. Σεμνό, ταπεινό, ίσως λίγο ξερό αλλά λίαν περιγραφικό το όνομα: δύο όργανα συνεισφέρουν στο δίσκο, το laptop (ναι, κι αυτό όργανο είναι) και το τσέλο (ναι, κι αυτό εξίσου «τεχνητό» όργανο είναι όπως το laptop). Απουσιάζει όμως ο τρίτος παίκτης: η σιωπή. Γιατί το «Parallel paths» είναι ένας δίσκος-σπουδή πάνω στη διαχείρισή της, όπου χρησιμοποιείται όχι απλά ως καμβάς για την ανάπτυξη της μουσικής αλλά σαν ένας ισότιμος εταίρος, σαν ένα διαφορετικό, ιδιότροπο «όργανο». Μια καίρια τοποθετημένα παύση μπορεί να υποβάλει συναισθήματα ανείπωτα και άπιαστα από την πιο βιρτουόζικα παιγμένη μελωδία.

Ο μπαρμπα-Cage θα ήταν υπερήφανος για τα «φανταστικά ηχοτοπία» που δημιουργούν στο έργο τούτο οι επίγονοι του. Βόμβοι και νότες αιωρούνται σε ένα τυχαιοκρατικό σύμπαν, ο ήχος αντανακλάται παράγοντας ένα φυσικό reverb στους δραματικά άδειους χώρους του «Room 102», ηχογραφημένου στο μουσείο Βασίλισσα Σοφία της Μαδρίτης. Είναι δε αυτός ο διάλογος-αντίλογος-σύνθεση-αντίθεση της παλιάς και της σύγχρονης τεχνολογίας που υποβάλει μια γαλήνια μελαγχολία, σαν να παρακολουθείς μια σούπερ οθόνη πλάσμα να μεταδίδει εικόνες από δεκαετία του ’20, με ανθρώπους που ξέρεις ότι είναι όλοι πλέον νεκροί (το τελευταίο κομμάτι είναι εμπνευσμένο άλλωστε από την ομώνυμη βωβή ταινία του σουρεαλιστή Germaine Dulac). Προσοχή όμως, ας μην υποκύψουμε στην ευκολία της ταμπέλας «κινηματογραφική μουσική», η οποία όχι μόνο είναι αυθαίρετη, όχι μόνο αποδίδει στη μουσική μια ετεροκαθοριζόμενη διάσταση αλλά εν τέλει δεν εκφράζει και απολύτως τίποτε (κάθε είδος μουσικής είναι δυνητικά «κινηματογραφικό»).

Να σταθώ σε ένα ακόμη εξαιρετικό (έως και συγκλονιστικό) παράδειγμα; «Shoreline». Εδώ τα κενά της μουσικής πλημμυρίζουν με θαλασσινό νερό, το βουητό και την αντάρα της αιωνιότητας, σε ένα υπόδειγμα χρήσης ηχογραφήσεων πεδίου η οποία στο τέλος αφήνει μια αίσθηση υποβρύχιου κόσμου ανάλογη εκείνης που δημιούργησε (με διαφορετικά προφανώς μέσα και αντίληψη) ο Matt Elliott στο εξίσου ανατριχιαστικό «Kursk».

Ο δίσκος κυκλοφορεί εκεί έξω σε 200 μόλις, αριθμημένα στο χέρι αντίτυπα, συσκευασμένα σε ένα λιτό εξώφυλλο αποκλειστικά σε αποχρώσεις (50;) του γκρίζου. Έχω επίγνωση ότι δεν πρόκειται για εύκολο έργο, ότι θέλει το χρόνο του, επιζητά προσοχή, και απαιτεί συνέργια του ακροατή γιατί αφήνει άπλετο χώρο για σκέψεις και συναισθήματα. Κι αν ήδη κάποια φρύδια έχουν σηκωθεί σε δυσπιστία απέναντι σε κάτι το οποίο μοιάζει επίφοβα πειραματικό (και όχι αδίκως εδώ που τα λέμε, αν λάβουμε υπόψη τι συμβαίνει στη σύγχρονη παραγωγή), θα πρέπει ωστόσο να αποφύγουμε και το άλλο άκρο, αυτό της εύκολης και συλλήβδην καταδίκης «επί ακαδημαϊσμώ» για οτιδήποτε δεν κατανοούμε άκοπα και με την πρώτη προσπάθεια. Η ζωή έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν μόνο για τα εύκολα. Ούτε και η μουσική ασφαλώς…

8.5

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Hexvessel – No holier temple (Svart)

hexvessel
1. Heaven And Earth Magic
2. Woods To Conjure
3. Wilderness Is!
4. A Letter In Birch Bark
5. Elegy To Goyahkla
6. His Portal Tomb
7. Are You Coniferous?
8. Sacred Marriage
9. Dues To The Dolmen
10. Unseen Sun
11. Your Head Is Reeling

Για να το ξεκαθαρίζουμε… Η φύση ποτέ δεν υπήρξε φίλος του ανθρώπου. Αντιθέτως η ζωή του παράξενου αυτού θηλαστικού ήταν πάντοτε μια διαρκής μάχη απέναντι στη φύση, μια μάχη σικέ και άνιση και με καταδικασμένο αποτέλεσμα βέβαια, όλοι τελικά θα γίνουμε ένα καλό λίπασμα για να συνεχίσει η φύση την αιώνια ανακύκλωσή της. Τη φύση μπορείς μόνο να τη σέβεσαι όπως έναν ακαταμάχητο εχθρό, να την αντιμετωπίζεις π.χ. σαν μια τίγρη που θα πρέπει να προσέχεις μην της πατήσεις την ουρά.

Βέβαια όσο εξελίσσεται η (αβασάνιστα) δαιμονοποιημένη από διάφορους οικολόγους (ενίοτε και με ωμέγα το δεύτερο όμικρον) τεχνολογία, τόσο και εντείνεται περισσότερο ένα ρεύμα νοσταλγίας για τις παλιές «αγνές» προβιομηχανικές εποχές, για θεούς παγανιστικούς, χθόνιους και πιο κοντινούς από τους σύγχρονους και απόμακρους επουράνιους θεούς της χριστιανοσύνης, για πολιτισμούς ανόθευτους από τον εκφυλισμό του ορθολογισμού (ωχ, σαν να πλησιάσαμε σε επικίνδυνα νερά!). Πόσο μάλλον τώρα που η οικονομική κρίση έχει αναζωπυρώσει φαντασιώσεις μιας επιστροφής στη φύση, εκεί όπου τα ζαρζαβατικά φυτρώνουν μόνα τους σε γραφικά καταπράσινα χωράφια και …άψητες κότες και κατσικούλες τρέχουν ανέμελες πέρα-δώθε (όταν βέβαια έρθει η στιγμή του ξεχορταριάσματος ή της σφαγής, κάπου εκεί τελειώνει συνήθως και το όνειρο).

Παρόλο που κάποια στιγμή ο δυτικός άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι ελευθερία (έστω κάποια μορφή της) νοείται μόνο στα πλαίσια της πόλης («ο αέρας της πόλης απελευθερώνει» ήταν το σύνθημα), το δάσος έχει χαραχτεί σχεδόν αταβαστικά στον συλλογικό ψυχισμό (δεν λέω στον ελληνικό, εδώ για κλιματολογικούς λόγους το δάσος ποτέ δεν έπαιξε αυτό τον ρόλο, πολύ πριν εμφανιστούν οι …οικοπεδοφάγοι), όχι τόσο σαν μια οικολογική ουτοπία, αλλά σαν μια αρχέγονη ιερή μεν μήτρα, μακρινή όμως πλέον και επίφοβη, τρομακτική και γεμάτη αδιανόητους κινδύνους (όσοι κατέχετε τη γερμανική γλώσσα ανατρέξτε στην ουσιαστικά αμετάφραστη λέξη Urwald και τη σημειολογική βαρύτητα του προθέματος «ur-«). Είναι αυτό το αίσθημα που θα αποτυπωθεί ολοζώντανο σε μύθους και παραμύθια (θυμηθείτε π.χ. τον Κοντορεβιθούλη ή την Κοκκινοσκουφίτσα), σε μουσικές και τραγούδια, από τα κλασικά έπη έως τα λαϊκά μαδριγάλια.

Για να έρθουμε σε πιο σύγχρονες εποχές (μιας που ως γνωστό για την ελληνική μουσικογραφιαδοσύνη όταν εννοούμε «όλες οι εποχές» εννοούμε μετά το …1955). Εδώ τα ίχνη μας οδηγούν αρχικά στη δεκαετία του ’60, τότε που η παράδοση ξαναήρθε στη μόδα με μια πλειάδα άξιων διδαξάντων όπως οι Jethro Tull ή οι Incredible String Band (τη φωτογραφία τους από «The hangman’s beautiful daughter» θα την αντιγράψουν και μεταγενέστεροι δασόπληκτοι όπως οι Espers και οι Current 93). Κάπου λοιπόν εκεί όπου συγκλίνουν όλοι αυτοί οι παραπόταμοι, στο «τριεθνές» μεταξύ φολκ, ψυχεδέλειας και παραδοσιακού σκληρού ροκ θα συναντήσουμε και τους Hexvesell, σε αυτό το πλαίσιο θα τους κατατάξουμε κι ας δυσκολευτούμε λίγο να τους ορίσουμε γεωγραφικά. Γιατί μπορεί μεν ο κεντρικός τους δημιουργικός πυλώνας Mat «Kvohst» McNerney να είναι άγγλος, τα τελευταία χρόνια όμως κατοικοεδρεύει στην (υπερβόρεια) Φινλανδία (δασικός μετανάστης που λέει και ο Καραμπεάζης).

Κι αν το όνομα του είναι οικείο στους λάτρεις των extreme metal αθλημάτων (βλέπε μεταξύ άλλων Dοdheimsgard και Code), ας μην του κολλήσουμε τη ρετσινιά (μιας που μιλάμε για δέντρα!). Γιατί το «No holier temple», απέχει παρασάγγες από τέτοιους ήχους, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ένας νέος (και μάλιστα καλός!) δίσκος των Current 93, μιας που ο Tibet στις ίδιες εποχές ανασκαλεύει εσχάτως (η διασκευή σε κομμάτι των Ultimate Spinach υπογραμμίζει προθέσεις και επιρροές). Μόνο στα κοντά δεκατέσσερα λεπτά του «Unseen Sun» θα ανακαλύψουμε κάποιες σποραδικές μεταλλίζουσες παρεκβάσεις (έξις δευτέρα φύσις τελικά!)

Κατ’ ουσία ο δίσκος πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε το αντάξιο προηγούμενο «Dawnbearer» («δύο στους δύο» καλοί δίσκοι δεν είναι κάτι συνηθισμένο) και επιπλέον αναδεικνύει αρετές οι οποίες υπερβαίνουν τα πιθανολογούμενα στενά όρια, δεν αρκείται απλά στο να διαπρέψει στη μεταποίηση αλλά προχωρά και σε γνήσια δημιουργία. Ακούστε για παράδειγμα τον ευφυέστατο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται στο «Woods to conjure» η τρομπέτα, ένα όργανο με συνήθως ευδαιμονικές αναφορές που εδώ προσθέτει μια γοητευτικά δυσοίωνη διάσταση. Είναι ακριβώς αυτή η καίρια χρήση οργάνων όπως το πιάνο (Eno;) ή το βιολί και τα εύστοχα κιθαριστικά ριφ που εμπλουτίζει και αναδεικνύει ακόμη και μια ορθόδοξη ακουστική τραγουδοποιία σε αποκρυφιστική τελετουργία («Dues to the dolmen»). Ορθόδοξη μεν, αλλά με μια στέρεη μελωδικότητα, σαν εκείνη της ξεχασμένης και ελαφρώς καταφρονεμένης σκληρής ροκ μπαλάντας. Το δε έδαφος αποδεικνύεται τόσο γόνιμο ώστε εμφανίζονται ακόμη και πιο απροσδόκητα ανοίγματα (να πω ξέφωτα καλύτερα;) όπως στο «Are You Coniferous?» (εντάξει…) με σαφείς τους Tiger Lilies απόηχους.

Εν κατακλείδι: δίσκος που αξίζει να ακουστεί, πέρα από όποιες μουσικο- ή ιδεο- ληπτικές εμμονές, είτε θεωρείστε φυσιολάτρες είτε η επαφή σας με τη φύση περιορίζεται σε ακίνδυνες αποδράσεις του σαββατοκύριακου είτε απλά το μεγαλείο της σας προξενεί αφόρητη ανία. Είναι μια από τις ιδιότητες της μουσικής αυτή η δυνατότητα υπέρβασης. Μέχρι ενός σημείου ασφαλώς…

8.5

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr