Brian Southall – Pop goes to court

Brian Southall – Pop goes to court (Omnibus Press)

PopGoes«Δεν είναι από επάγγελμα, δεν είναι αυτός ο λόγος, που πάω και στριμώχνομαι στο κακουργοδικείο» τραγουδούσε …απολογητικά στην «Οδό Σανταρόζα» πίσω στο μακρινό 1982 ο Βασίλης Νικολαΐδης (δικηγόρος κι ο ίδιος γαρ!), ένας από τους λίγους έλληνες τραγουδοποιούς του έντεχνου(;) ο οποίος μπορεί να φέρει επάξια την επίδραση του Georges Brassens. Ποιος ήταν όμως «αυτός ο λόγος»; Δε χρειάζεται να ακούσετε τη συνέχεια των στίχων (αν και το προτείνω ένθερμα) για να τον υποπτευθείτε. Γιατί όλοι μας, λίγο ή πολύ, κρύβουμε μέσα μας μια παλαιάς κοπής κουτσομπόλα του μαχαλά και μια (νοσηρή) περιέργεια για τα πάθη (και παθήματα) του άλλου (με την κρυφή ικανοποίηση ότι δεν συμβαίνουν σε εμάς). Και ποιος άλλος χώρος είναι πιο αποκαλυπτικός για την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής από τα δικαστήρια;

Οι Αμερικανοί μάλιστα, οι οποίοι γνωρίζουν όσο ίσως κανείς άλλος το τι εστί ποπ κουλτούρα, έστησαν ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος εκμεταλλευόμενοι αυτή την ανθρώπινη αδυναμία (ή απλά χαρακτηριστικό αν προτιμάτε). Τη γενική υπόθεση την γνωρίζετε καλά: διαξιφισμοί επιχειρημάτων, ύπουλες τακτικές, αδέκαστοι ένορκοι – μικροί-ήρωες της καθημερινότητας, «objection your honor», η δυναμική και ανδροφάγος ξανθιά δικηγόρος που ερωτεύεται τον σκληρό αντίδικο, και στο τέλος κερδίζει το ποδόσφαιρο, ε, η δικαιοσύνη ήθελα να πω, όσο τυφλή (ενίοτε και κουφή) κι αν είναι.

Ασφαλώς οι Αμερικανοί δεν ήταν και οι πρώτοι οι οποίοι εκτίμησαν τη δραματουργική αξία των δικαστικών αιθουσών, τις παλιές εποχές συγγραφείς όπως ο Μπαλζάκ ή ο Σταντάλ (για να μην φτάσουμε ως τον Αριστοφάνη) σάρωναν τόνους χαρτούρας και δικογραφιών για να ανακαλύψουν ζουμερές ιστορίες και σπινθήρες έμπνευσης. Όταν μάλιστα στα σκαμπό του κατηγορούμενου ή της πολιτικής αγωγής κάθεται κάποιος «επώνυμος» (κατά το χύδην λεγόμενο), τότε πέρα από το σύνδρομο της κλειδαρότρυπας, ξυπνάνε και τα κατ’ ουσία ανθρωποφαγικά ένστικτα, εκείνα που ηδονίζονται βλέποντας έναν «μύθο» να απομυθοποιείται ή έναν «ήρωα» να γκρεμίζεται από το βάθρο του.

Κάπου εδώ μπαίνει στο κάδρο και ο Brian Southall με το παρόν βιβλίο. Ο οποίος και επιλέγει ως πρώτη ύλη τον βιότοπο της ποπ μουσικής, όπου οι μύθοι επιμένουν ακόμη να διαβιούν. Προσοχή λοιπόν. Προφανώς η αξία της μουσικής (και των μουσικών) δεν κρίνεται στα δικαστήρια (σαν το ποδόσφαιρο ένα πράμα) αλλά… Παρακαλούνται οι ρομαντικοί να τηρήσουν αποστάσεις από τούτο το βιβλίο.

Ποπ αστέρες λοιπόν (διάττοντες, απλανείς ή καινοφανείς), πρωταγωνιστές, θετικοί ή αρνητικοί, οι οποίοι δίνουν παραστάσεις όχι πια σε υπόγεια, αρένες, γήπεδα ή τηλεοπτικές εκπομπές. Και με πρωταθλητή της δικομανίας, το μεγαλύτερο συγκρότημα όλων των εποχών (δηλαδή των τελευταίων 60 χρόνων), τους Beatles, οι οποίοι και εμφανίστηκαν μπροστά στον Mr Justice σε ποικίλους ενδιαφέροντες συνδυασμούς (αγωγές μεταξύ τους, εναντίον του μάνατζερ τους, της εταιρείας τους Apple κόντρα στην Apple των ηλεκτρονικών μαραφετιών, o δε George Harrison συνελήφθη να κλέπτει, ουχί οπώρας αλλά μελωδίες από τις Chiffons για να στήσει το σουξέ του «My sweet Lord»).

Από εκεί και πέρα απ’ όλα έχει ο μπαχτσές. Ζευγάρια τύπου Δαβίδ-Γολιάθ (ο πρωθυπουργός της Βρετανίας εναντίον των Move, ο πιανίστας Liberace εναντίον δημοσιογράφων), ο Ozzy και οι Judas Priest κατηγορούμενοι για εξώθηση σε αυτοκτονία. Και πολλοί εμφύλιοι, σκληροί όπως είναι η φύση αυτών των συγκρούσεων. Smiths, Spandau Ballet, η οικογένεια Hendrix. Πως (δεν) λέει το ρητό; Τη δόξα πολλοί εμίσησαν, το χρήμα ουδείς. Άλλωστε με τις δάφνες της δόξας ούτε καν ένα …στιφάδο δεν μπορείς να φτιάξεις. Πλήρης απομυθοποίηση σε τέτοιο σημείο που φρονώ ότι το τραγούδι που ταιριάζει δεν θα είναι προφανώς το ηρωικό, με την ψευδαίσθηση του «outlaw» και του επαναστάτη «Ι fought the law, and the law won» (σε όποια εκτέλεση προτιμάτε, Sonny Curtis, Bobby Fuller ή Joe Strummer), αλλά το «All you need is cash». Συγγνώμη Beatles, αλλά οι ….Rutles το είχαν πιάσει καλύτερα το νόημα.

Υπάρχουν και υποθέσεις εξαιρετικά διασκεδαστικές. Και πως να μην προκαλέσει θυμηδία η εικόνα των Procol Harum να τσακώνονται μεταξύ τους για τα δικαιώματα της μελωδίας του «A whiter shade of pale» (θυμάστε μήπως και άλλο δικό τους;), σαν να ήταν τα αμπελοχώραφα του παππού τους (και τα κόκαλα του Μπαχ τρίζουν στον Άγιο Θωμά της Λειψίας); Ή εκείνη η …πολύκροτη υπόθεση όπου ο Bono ζητάει πίσω το καουμπόικο καπέλο και τις μπότες του από την πρώην ενδυματολόγο του; Η Θέμις έχει κέφια (για να ανακαλέσω την παιδική τηλεοπτική ανάμνηση του Γιάννη Μιχαλόπουλο στο «Ορκιστείτε παρακαλώ» και τις αθώες ιστορίες του Δημήτρη Ψαθά). Θα μπορούσε όμως να έχει και περισσότερα, με τέτοια πρώτη ύλη-χρυσάφι. Πιπέρι υπάρχει εδώ μέσα αλλά σε δόσεις πολύ μετρημένες, σχεδόν τσιγγούνικες (και για Άγγλο μάλιστα, παρά τη φήμη τους για ασεβές και δηλητηριώδες χιούμορ).

Επίσης αξιοπρόσεκτη είναι η μάλλον συγκαταβατική (στα όρια της άχρωμης ουδετερότητας) στάση του συγγραφέα σε υποθέσεις οι οποίες φέρνουν μουσικούς αντιμέτωπους με δισκογραφικές, αλλά και στην πολύκροτη υπόθεση του Napster (που ως γνωστόν …σκότωσε τη μουσική κάπου εκεί στο 2001). Είμαι βέβαιος ότι αυτή η απουσία άποψης πηγαίνει πέρα από το γνωστό στερεότυπο-μάντρα «δεν σχολιάζω αποφάσεις της αγγλικής δικαιοσύνης». Μια ματιά στο βιογραφικό δίνει ίσως μία απάντηση. Ο Southall λοιπόν, αφού πρώτα διατέλεσε μουσικός δημοσιογράφος, μετά πέρασε στην απέναντι όχθη, δούλεψε σε δισκογραφικές εταιρείες (συνηθισμένη διαπλεκόμενη πορεία όχι μόνο στη μουσική αλλά και στην πολιτική δημοσιογραφία) και τώρα είναι σύμβουλος μεταξύ άλλων και της IFPI (δηλ. της Διεθνούς Ομοσπονδίας Φωνογραφικής Βιομηχανίας). Οποιοδήποτε περαιτέρω σχόλιο είναι πλεονασμός…

Ελπίζω ότι κλείνοντας αυτό το ενδιαφέρον (παρολ’ αυτά) βιβλίο να μην αρχίσετε να αντιμετωπίζετε τα συγκροτήματα σαν …ομόρρυθμες εταιρείες και τους μουσικούς ως …διευθύνοντες σύμβουλους στυγνών επιχειρήσεων. Όχι ότι πολλοί δεν είναι. Ειδικά οι πιο «μεγάλοι, οι πιο «εμπορικοί», οι οποίοι πολλές φορές αντιμετωπίζονται ακόμη και ως εξαγώγιμα προϊόντα για τις χώρες τους (όπως παρατηρεί κάπου στο βιβλίο ένας αποκαλυπτικά πραγματιστής δικαστής). Αλλά γιατί οι περισσότεροι μουσικοί που αγαπούμε, ζουν και δρουν σε έναν άλλο κόσμο. Κι ας μην είναι «ημίθεοι», μύθοι και «bigger than life» ήρωες… Τους χρειαζόμαστε αυτούς; Εγώ όχι…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε