17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας

14-25 Σεπτεμβρίου 2011

Ένας χρόνος πέρασε φίλε, και τι νέα; Τα ίδια… Ξανά στο υπόστεγο της Σταδίου με τη βροχή να σταλάζει υπομονετικά, την πρώτη ζακέτα στο χέρι. Είναι χρόνια φθινοπωρινή συνήθεια τούτο το φεστιβάλ, δεν την κόβεις κι ας σε ξενερώνει η συνεχής προβολή από τα κρατικά κανάλια (ναι το MEGA εννοώ). Νομίζω έχει πλέον φτάσει σε αυτό το μεταίχμιο όπου οι παλιοί υποστηρικτές, εκείνοι που το στήριξαν τα πρώτα δύσκολα χρόνια, έχουν πια κάνει βήματα πίσω μπροστά στις ορδές των όχι πάντα σχετικών νεοφερμένων. Αλλά και οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα, καμία ταινία δεν πρέπει να άρχισε στην ώρα της, αν δε είχε και καλεσμένους η αναμονή έφτασε και μισάωρο. Θα μου πεις, τι γκρινιάζεις, όλα τα υπόλοιπα λειτουργούν τέλεια σε αυτό το μπ…ο που ζούμε, αυτό σε μάρανε; Και θα έχεις δίκιο. Α, νέο είναι ότι ο Καμίνης (ο δήμαρχος ντε) βγήκε για λίγο από το μούσκιο και χαιρέτησε την έναρξη. Να που γίνονται και θαύματα, χρειάζονται όμως κι άλλα, πιο δραστικά… Τώρα είναι βράδυ προχωρημένο, τελευταία προβολή. Μ’ αρέσει ο ήχος του λάστιχου στη βροχή. Δίπλα, τα βενζινάδικα της Καρύτση είναι γεμάτα. Θα μπορούσε να είναι και 2005. Ή 2000. Ψευδαίσθηση. Το σινεμά είναι ψευδαίσθηση. Αυτό τον άχαρο Σεπτέμβρη, με την αίσθηση μιας μιζέριας η οποία ακόμη δεν έχει αποκαλύψει ολόκληρο της το πρόσωπο, ίσως μας χρειάζονται οι ψευδαισθήσεις. Φτου, πάλι δεν έχει ταξί…
Killing– Killing Bono (Σκοτώνοντας τον Μπόνο) – Nick Hamm
Ξέρω πολλούς που θα ανασκιρτούσαν στο άκουσμα αυτού του τίτλου (εννοώντας προφανώς τον …μουσικό του θάνατο, για να παραφράσω τον οπλαρχηγό της «ταξικής» αρμάδας Λυμπερόπουλο – αν και θα υπερθεμάτιζα ότι αυτός έχει ήδη επέλθει εδώ και πάρα πολλά χρόνια). Αλλά το θέμα μας δεν είναι ο Bono. Η παρουσία του στην ταινία άλλωστε είναι έμμεση μόνο, καθώς αποτελεί την κακιά δυσοίωνη σκιά η οποία πέφτει πάνω στις απόπειρες του παλιού του συμμαθητή Neil McCormick να γίνει ροκ σταρ. Οι δυο τους ακολουθούν πορείες αντιπαράλληλες, ο Paul Hewson κατακτάει στάδια και πλήθη τη στιγμή που και ακόμη και οι λίγες συναυλίες που καταφέρνει να κλείσει ο γκαντεμόσαυρος Neil πέφτουν πάνω στην …επίσκεψη του Πάπα ή το Live Aid.
Καλό το δόλωμα, τσιμπήσαμε, και κόσμος πολύς μαζεύτηκε στο «Αττικόν», για να δει μια ταινία της …πλάκας. Με την καλή και με την κακή έννοια. Έργο ανάλαφρο, που δεν το παίρνεις στα σοβαρά ακόμη κι όταν προσπαθεί να αγγίξει θέματα σοβαρά, με καλούς ηθοποιούς όμως (αξίζει να σημειώσουμε ότι είναι η τελευταία του συμπαθέστατου Pete Postlethwaite). Το δε γεγονός ότι στην ταινία οι Dire Straits εμφανίζονται να υπάρχουν το …1976, εποχή κατά την οποία μπορεί να ήταν μόνο μια ιδέα στο κεφάλι του Knopfler, ας το αντιμετωπίσουμε καλοδιάθετα ως ένα ετεροχρονιστικό χιούμορ τύπου …»Flintstones. Αξιοπιστία πάντως δεν προσθέτει…
Η ταινία βασίζεται στα απομνημονεύματα του ίδιου του Neil που εκδόθηκαν το 2003 με τίτλο «I was Bono’s doppelganger» (δηλαδή, ήμουν ο σωσίας του Bono), ο οποίος Neil είναι σήμερα μουσικοκριτικός σε εφημερίδα (ποιος ακούει τώρα τους συνήθεις γραφικούς που υποστηρίζουν ότι οι κριτικοί είναι αποτυχημένοι δημιουργοί!). Αν μη τι άλλο κατάφερε να πουλήσει ευρηματικά την «αποτυχία» του. Τόσο μα τόσο αγγλοσαξονικό!

– Fix: Τhe Ministry Movie – Douglas Freel
Τώρα εγώ φταίω αν την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, μία εβδομάδα μετά την προβολή, η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο νου από το ντοκυμαντέρ προς τιμή του Al(i)en Jourgensen (δηλαδή των Ministry) είναι η σκηνή όπου …βατεύει ένα άψητο ωμό κοτόπουλο; Δεν μ’ αρέσει το στερεότυπο «μόνο για οπαδούς» αλλά νομίζω στο «Fix» βρίσκει την πλήρη του εφαρμογή…
Γυρισμένο ερασιτεχνικά χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, ακολουθεί την πεπατημένη τροχιά: εικόνες από λάιβ, καφρίλες από τα παρασκήνια, ο Al «σουτάρει», ο Al «σνιφάρει» (θυμάμαι σε μια παλιά κουβέντα με τον Καραμπεάζη λέγαμε ότι τα περισσότερα είδωλα μας είναι άνθρωποι τους οποίους πιθανότατα δεν θα θέλαμε με τίποτε να κάνουμε παρέα-ούτε σε ακτίνα 30 μέτρων). Και φυσικά οι αναπόφευκτες τιμητικές δηλώσεις συναδέλφων μουσικών. Αυτός πάντως που κλέβει την παράσταση είναι ο Trent Reznor, ο οποίος εμφανίζεται νουνεχής, ώριμος και κατασταλαγμένος, έχοντας ξεφύγει από τον εγκλωβισμό στη γραφικότητα και την εξυπηρέτηση ενός μύθου και μιας επιβεβλημένης εικόνας. Σε μετωπική αντίθεση δηλαδή με το τιμώμενο πρόσωπο του φιλμ…
Δεν ξέρω αν το ντοκυμαντέρ τελικά αδικεί ή δικαιώνει την όλη φάση, η οποία στην ακμή της έδωσε μια ώθηση και μια νέα αύρα στον μεταλλικό ήχο. Το δελτίο τύπου μας απειλεί με την «πιο τρομακτική μπάντα του πλανήτη» η οποία όμως συνάμα υπερηφανεύεται και για τις «6 υποψηφιότητες για Grammy». Έτσι για να μας υπενθυμίσει ότι αυτό το είδος industrial είναι εδώ και πολλά χρόνια αρμονικά ενταγμένο στο mainstream στις ΗΠΑ (και δεν το σημειώνω με αρνητική χροιά), ασχέτως εάν στα μέρη μας το εισάγουμε και το καταναλώνουμε ως underground.
Εν τω μεταξύ μαθαίνω ότι το συγκρότημα ήδη επανασυνδέθηκε επί σκηνής τον περασμένο Αύγουστο και επί …δίσκω τον προσεχή Δεκέμβριο, παρά τις δηλώσεις ότι το «Cover up» θα ήταν ο αποχαιρετιστήριος δίσκος. Τελικά τέτοιου τύπου παρόλες έχουν την ίδια αξιοπιστία είτε σε λένε Jourgensen είτε …Πλιάτσικα.
The Ballad – The Ballad of Genesis and Lady Jaye – Mary Losier
Η ιστορία της …Yoko και John του industrial; Lady Jaye και Genesis P-Orridge; Γιατί όχι, αν αρέσκεστε σε αναλογίες (οι οποίες τελειώνουν εδώ). Ο Genesis P-Orridge έχει πίσω του μια μακρά και ιλιγγιώδη διαδρομή. Από μικρός ανακατεύτηκε με τη μαγεία και τον αποκρυφισμό, έμπλεξε με τους beat, προκάλεσε με τη δράση της εικαστικής ομάδας COUM και τις βιομηχανικές ακρότητες των Throbbing Gristle ενώ με τους Psychic TV, το γνήσιο παιδί του, κάλυψε είδη φαινομενικά τόσο άσχετα μεταξύ τους όπως η folk ή το house.
Αυτή η πορεία διαγράφεται με αδρές γραμμές σε τούτο το ντοκυμαντέρ, του οποίου όμως ο σκοπός είναι σαφώς άλλος: η απαθανάτιση ενός έρωτα. Του έρωτα του Genesis και της Lady Jaye. Τις αρσενικές και θηλυκές μορφές των άρθρων μην τι πάρετε όμως τοις μετρητοίς! Γιατί ο έρωτας αυτός εκδηλώθηκε με έναν τρόπο ιδιόμορφο, γκροτέσκο ίσως και νοσηρό για κάποιους (σάμπως όμως κι ο έρωτας να μην είναι και αυτός μία νόσος από την οποία ελάχιστοι θέλουν να γιατρευτούν;). Έναν τρόπο ο οποίος ήθελε το ζευγάρι να πλησιάσει όχι με τον συνήθη τρόπο, αλλά με το να μοιάσουν (καλύτερα να μεταμορφωθούν) ο ένας στον άλλο, και να δημιουργήσουν το φανταστικό υπεράνω φύλων «πανδρόγυνο» (το οποίο απέκτησε και όνομα: Breyer P-Orridge). Όσοι είχαν βρεθεί στη συναυλία των PTV πριν από αρκετά χρόνια είχαν διαπιστώσει ιδίοις όμμασι με ποιο σιλικονούχο τρόπο πραγματοποιήθηκε αυτή η προσέγγιση.
Το ντοκυμαντέρ είναι εξόφθαλμα ερασιτεχνικό, κατά στιγμές κουραστικό και φλύαρο, με την ενοχλητική αίσθηση ότι σε τοποθετεί στη θέση της κλειδαρότρυπας. Παρολ’ αυτά, κάπου εκεί στο τέλος, βλέποντας σε κουνημένα πλάνα από σπιτική βιντεοκάμερα, τους δυο τους να περπατούν χέρι-χέρι στο δρόμο όπως ένα οποιοδήποτε «μέσο» καθημερινό ζευγαράκι, να, εκεί δα, νιώθεις μια συγκίνηση… Και μια κατανόηση για αυτό το θαυμαστό-τρομερό πλάσμα που λέγεται άνθρωπος…

– Ανοιχτά Μικρόφωνα – Νίκος Σκαρέντζος
Έχω ένα θέμα με το πολιτικό τραγούδι, όσον αφορά κυρίως τον τρόπο προσέγγισης του (γενικά έχω ένα θέμα με τις μουσικές οι οποίες καθορίζονται από τη χρήση και τη στόχευσή τους). Εν προκειμένω, που βασίζεις την κριτική σου; Σε πολιτικά κριτήρια; Σε μουσικά; Και σε ποια παραχωρείς προτεραιότητα;
Το ντοκυμαντέρ του Νίκου Σκαρέντζου δεν αφήνει πάντως πολλά περιθώρια. Η οπτική του ιδίου αλλά και της πλειονότητας των σχημάτων που παρουσιάζονται είναι σαφής και ξεκάθαρη. Είμαστε εδώ για τα πούμε, είμαστε νέοι, αγανακτισμένοι, θυμωμένοι, φοβισμένοι, συγχωρέστε μας την έπαρση, δεν έχουμε δουλειά και το φως στο τούνελ που βλέπουμε είναι το τραίνο που έρχεται.
Μπορεί λοιπόν ο χώρος (αυτού!) του χιπ-χοπ να είναι επιθετικά περίκλειστος στον εαυτό του, αλλά καταφέρνει να αποτυπώσει μια ευρύτερη πολιτική πραγματικότητα την οποία βιώνει ο καθένας μας στο πετσί του είτε μπαίνει στο τρόλεϊ είτε στο καφενείο είτε κατεβαίνει στη διαδήλωση. Μια πολιτική πραγματικότητα, γλυκοπικρόξινη σαλάτα, μια ζαλιστική τρικυμία εν κρανίω, όπου αριστερές, αριστερίστικες, αναρχικές απόψεις μπολιάζονται με αγνές αν-αδόλφιες απόψεις, μηδενιστικούς αφορισμούς και συνωμοσιολογία λιακοπουλικής γραφικότητας (η οποία, ας το συνειδητοποιήσουμε, έχει πολύ μεγαλύτερη απήχηση απ’ όση φανταζόμαστε!). Σύμπτωμα μιας εποχής ζαλισμένης, αμήχανης κι αποπροσανατολισμένης (και …ψεκασμένης αν πιστέψουμε τον σκηνοθέτη).
Μέσα σε όλα αυτά η μουσική μοιάζει με πτωχή θεραπαινίδα, εξαναγκασμένη σε μια …λευκή σχέση, έναν με το ζόρι επιβληθέντα αταίριαστο γάμο. Τα πατήματα του στίχου την αγνοούν παντελώς, χρησιμοποιώντας την ως μια πρόφαση για να «τα χώσουν» (λεκτικές βόμβες ή βεγγαλικά δυναμιτάκια του επιταφίου;). Οι λίγες εξαιρέσεις λάμπουν δια της …παρουσίας τους όπως π.χ. ο Ραψωδός Φιλόλογος (για την ιστορία, παρελαύνουν μεταξύ άλλων οι Razastarr, Στίχοιμα, Νέα Τάξη Πραγμάτων, MC Yinka, και Αιρετικός.
Γενικά η ταινία έχει το ενδιαφέρον της, ειδικά αν δεν έχεις κάποια επαφή με αυτή τη σκηνή, αλλά χάνει πόντους στην οικονομία του χρόνου (από ένα σημείο και μετά επαναλαμβάνεται αφόρητα) και σε μια τηλεοπτική αντίληψη η οποία επιστρατεύει σχολιαστές από το mainstream καλάθι (Τσακνής, Νικολακοπούλου, Καραμπέτη, Πανούσης κ.α.) για να φέρουν στα μέτρα τους ένα νεανικό υπόγειο φαινόμενο το οποίο κατ’ ουσία τους ξεπερνά.
Trial– The trial (H δίκη) – Orson Welles
Οι δημιουργοί έχουν συχνά μια ιδιαίτερη άποψη για το έργο τους, η οποία τις περισσότερες φορές μάλιστα απέχει πολύ από εκείνη του κοινού. Ασφαλώς και κάτι θα ξέρουν παραπάνω, αλλά πιστεύω ότι το κίνητρο είναι μια ασυνείδητη τάση προστασίας και υπεράσπισης ενός «αδικημένου» δημιουργήματος. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο Orson Welles αγνοεί τον «Πολίτη Κέιν», το …»Sgt Pepper’s» της κινηματογραφίας, την ταινία την οποία κάθε λίστα «οφείλει» να έχει στο Νο1 ως καλύτερη όλων των εποχών, και θεωρεί ως καλύτερη ταινία του τη «Δίκη». Μια ταινία η οποία δίχασε τους κριτικούς στην εποχή της (1962) και για χρόνια ήταν ένα αποπαίδι στη φιλμογραφία του Ουέλς (καθώς δεν καλυπτόταν από copyright) όντας διαθέσιμη μόνο σε ελεεινές DVD κόπιες.
Εμάς δεν μας πέφτει ιδιαίτερος λόγος, άλλωστε τέτοιες συγκριτικές λίστες τις θεωρώ περισσότερο διασκεδαστικές παρά ουσιαστικές. Αυτό που είναι το ουσιαστικό είναι ότι η «Δίκη» είναι μια εξαιρετική απόδοση της διαχρονικής παραβολής του Κάφκα, μια μοναδική μεταφορά στον κόσμο των εικόνων της αδυναμίας του «μικρού» ανθρώπου μπροστά στην επιβλητική απρόσωπη δικαιοσύνη (είναι νομίζετε τυχαίο είναι ότι τα μέγαρα δικαιοσύνης είναι έτσι φτιαγμένα ώστε ο άνθρωπος να φαίνεται όσο το δυνατόν μικρότερος μπροστά στην επιβολή του νόμου;)
Πολλοί συμβολισμοί, δυστοπική «κιαροσκούρο» φωτογραφία, υποβλητικά σκηνικά, γερμανικός εξπρεσιονισμός (μην ξεχνάμε ότι ο Κάφκα ήταν γερμανικής παιδείας), εξαιρετικοί ηθοποιοί (ο Anthony Perkins και η αδικημένη «πριγκίπισσα Σίσσυ» Romy Schneider) και 5 τελευταία λεπτά για ανθολογία. Κάποιες σεναριακές εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις δεν απομακρύνονται από το όλο πνεύμα της αλληγορίας, σε ένα φιλμ το οποίο, αν και όλοι γνωρίζουν το τέλος, βλέπεται με την ίδια ένταση και προσήλωση.

– Sykt Lykkelig (Happy Happy) – Anne Sewitsky
Happy, happy, αλλά το χρειάζεσαι το χάπι. Όχι για να …αντέξεις την ταινία, αλλά την ανία και τις ατέλειωτες άξενες λευκές εκτάσεις. Ωραίο το ξύλινο σπιτάκι στην εξοχή αλλά πόσο να αντέξεις (η φύση είναι βαρετή για μας τα παιδιά της πόλης). Πόσο μάλλον εάν έχεις στερηθεί κιόλας το βασικό δικαίωμα στον οργασμό, παρόλο που έχεις δίπλα σου έναν δυναμικό άντρα ο οποίος είναι ικανός να βγαίνει για πολυήμερο κυνήγι ταράνδων, αλλά στο κρεβάτι αποδεικνύεται …πάγος. Και όταν στο διπλανό σπιτάκι μετακομίζει το τέλειο ζευγάρι…
Στα αποσιωπητικά κρύβεται η συνέχεια της γλυκόπικρης αυτής δραματικής κωμωδίας (ή κωμικού δράματος, αν θέλετε, όπως και η ζωή η ίδια). Μπορείτε ασφαλώς να φανταστείτε ότι ο εξωτερικός παράγοντας θα αναστατώσει τη ρουτίνα της ζωής της ήσυχης νοικοκυράς Kaja, αλλά και ότι η ίδια τελειότητα δεν πρόκειται να μείνει αλώβητη (πολύ κλασικό μοτίβο αυτό στον κινηματογράφο). Η ιστορία διαδραματίζεται κάπου στην λευκή νορβηγική εξοχή, αν και θα μπορούσε άνετα να τη φανταστούμε σε μια ανιαρή κωμόπολη των μεσοδυτικών πολιτειών (άλλωστε το soundtrack περιλαμβάνει άφθονο …παραδοσιακό νορβηγικό μπάντζο και τραγούδια του Howe Gelb). Ταινία φεστιβαλική, χαμηλών τόνων, δεν είναι για τις υψηλές κορυφές ούτε θα κάνει τα ταμεία να κουδουνίσουν χαρμόσυνα, αλλά βλέπεται ευχάριστα.
El Bulli– El Bulli: Cooking in progress – Gereon Wetzel
Για να ξεκινήσω ανάποδα, τούτη η ταινία νομίζω ότι θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για πολλούς μουσικούς (και καλλιτέχνες γενικότερα). Ειδικά για όσους αβίαστα δηλώνουν «πειραματικοί». Θα βοηθούσε ίσως στη συνειδητοποίηση ότι «πειραματίζομαι» δεν σημαίνει ανακατεύω στην τύχη μπουκαλάκια με χρώματα, ότι ο πειραματισμός είναι μια διαδικασία η οποία απαιτεί στρατιωτική πειθαρχία, υπομονή και προσήλωση στον στόχο. Αλά αυτό είναι ένα θέμα που αξίζει ιδιαίτερης ανάπτυξης. Αλλού…
Τώρα λοιπόν που ξεφουσκώνουν σιγά-σιγά οι αφροί (όχι στην Ελλάδα, εδώ το κύμα έρχεται πάντα με υστέρηση), ίσως αυτό το ντοκυμαντέρ βοηθήσει να μπουν μερικά πράγματα στη θέση τους όσον αφορά τη «μοριακή γαστρονομία», για την οποία τόσες και τόσες κουταμάρες έχουν ειπωθεί. Αδόκιμος όρος κατά βάση. Γιατί έτσι κι αλλιώς τα πάντα στη μαγειρική είναι Χημεία, ακόμα και οι παραδοσιακές συνταγές της γιαγιάς. Έτσι όταν φτιάχνεις μαγιονέζα εκτελείς στην πράξη μια γαλακτωματοποίηση, όταν τσιγαρίζεις καραμελώνεις τα σάκχαρα, όταν σοτάρεις πραγματοποιείς τις περίφημες (και νοστιμότατες) αντιδράσεις Maillard. Τώρα το γιατί θεωρείται κακό να μαθαίνεις και να μελετάς τη χημεία η οποία κρύβεται πίσω από τα πιάτα και να χρησιμοποιείς τις εφαρμογές της, να πάτε να ρωτήσετε διάφορες κυριακάτικες αρθρογράφους οι οποίες θεωρούν ξιπασμένους τους αφρούς αλλά όχι το να μαγειρεύεις με το …μονόπετρο και να τρως σε χρυσοκέντητα τραπεζομάντιλα.
Το El Bulli υπήρξε για χρόνια το μαγικό κάστρο του Ferran Adria, κάπου στην ακτή της Κόστα Μπράβα στην Καταλονία. Μια φωλιά των αισθητικών συγκινήσεων, ένας ναός στην τέχνη (ω ναι!) της γαστρονομίας, μια παιδική χαρά ανατροπών και αναδομήσεων (γιατί η τέχνη είναι κατά βάθος ένα παιχνίδι!). Το καλύτερο εστιατόριο του κόσμου σύμφωνα με τους ειδικούς.
Δεν τα κατάφερα ποτέ να βιώσω αυτή την εμπειρία, περισσότερο λόγω ταξιδιωτικής τεμπελίτιδας παρά γιατί τα 150 Ευρώ που κόστιζε το γεύμα φαίνονταν πολλά. Δεν θα τα λυπόμουν (κατ’ αναλογία, αν αγαπάς πραγματικά την κλασική μουσική δεν θα λυπηθείς καθόλου να δώσεις και 200 Ευρώ για να βρεθείς π.χ. στην πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής της Βιέννης).
Έτσι το ντοκυμαντέρ του Γερμανού Gereon Wetzel κατά κάποιον τρόπο χρησιμεύει και ως ένα υποκατάστατο μιας χαμένης ευκαιρίας. Και τα καταφέρνει υιοθετώντας μια αντισυμβατική στάση, χωρίς αφήγηση και επεξηγήσεις, με μετρημένη χρήση μουσικής και λοιπών μέσων εντυπωσιασμού. Μια διεισδυτική υπομονετική (ίσως κουραστική για τον αμύητο ή αδιάφορο θεατή) ματιά στην πραγματικότητα μιας τολμηρής κουζίνας, μακριά από …»mistress chef» και άλλες συναφείς μοδάτες φούσκες. Γιατί τελικά η πραγματικότητα (κι ας διαφωνεί η μετάφραση) δεν είναι reality…

– Δεμένη Κόκκινη Κλωστή – Κώστας Χαραλάμπους
«Δεμένη κόκκινη κλωστή». Δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει. Όπου παραμύθι είναι μια ιστορία από τον ελληνικό εμφύλιο, τοποθετημένη χρονικά το 1946, την εποχή της λευκής τρομοκρατίας, λίγο πριν από τις μοιραίες εκλογές. Αν αναφωνήσετε απελπισμένοι «όχι άλλο κάρβουνο», θα σας δώσω ένα δίκιο μιας που το θέμα του εμφυλίου (το ελληνικό Βιετνάμ;) έχει απασχολήσει πολλάκις (και ενίοτε ταλανίσει) τον ελληνικό κινηματογράφο. Να παρατηρήσω βέβαια ότι παρά την εξαντλητική αυτή πληθώρα, δεν υπάρχει μια αντίστοιχη ποικιλία στις απόψεις. Μία ταινία αποπειράθηκε κάποτε να εκφράσει τη δεξιά αφήγηση, η «Ελένη» του Γκατζογιάννη, και ξεσηκώθηκαν λαύρες αντι-διαδηλώσεις (διόλου περίεργο πάντως σε μια χώρα όπου ελευθερία έκφρασης σημαίνει ελευθερία …συμφωνίας με την κατεστημένη άποψη). «Η ιδεολογία είναι ο θάνατος της σκέψης» όπως λέει και ο κορυφαίος κριτικός Harold Bloom.
Τι νέο λοιπόν έχει να κομίσει σε αυτόν τον συσσωρευμένο όγκο η ταινία του σχετικά φρέσκου στο κουρμπέτι Κώστα Χαραλάμπους (τούτη είναι η δεύτερή του); Πέρυσι η «Ψυχή βαθιά» του Βούλγαρη προσπάθησε να επιφέρει τον ιστορικό συμβιβασμό μέσα από το ιδεολόγημα ότι και τα δύο στρατόπεδα ήταν αθώα θύματα παρασυρμένα από τον «κακό» ξένο δάκτυλο, στην ταινία του Χαραλάμπους σε αντίθεση, οι δύο πλευρές συναγωνίζονται σε έναν αιματηρό κύκλο εκδίκησης και αντεκδίκησης ο οποίος υπερβαίνει τις πολιτικές διαφορές (ένα σωρό προσωπικές-κτηματικές-οικογενειακές διαφορές λύθηκαν εκείνη την εποχή με πρόσχημα την πολιτική), κάτι που φρονώ τον φέρνει και πιο κοντά στην πραγματικότητα των σκοτεινών εκείνων χρόνων. Μια βία τόσο ακραία και τόσο απεχθής κι αρρωστημένη ώστε το όποιο ηθικό πλεονέκτημα να εξανεμίζεται μέσα στη βαρβαρότητα των ίδιων των πράξεων.
Και η φύση να παρακολουθεί, σχεδόν αφόρητα πανέμορφη, σε πλήρη αντίστιξη με την περιρρέουσα ανθρώπινη ασχήμια. Η ταινία γυρίστηκε στα μέρη όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, εγκαταλελειμμένα χωριά-φαντάσματα τα οποία ακόμη και σήμερα φέρουν τα ίχνη της σύγκρουσης, γεγονός που προφανώς συμβάλει στην πιστότητα της ανάπλασης.
Φευ, όμως η σκηνοθεσία δεν αποφεύγει τις παγίδες και την πεπατημένη η οποία έχει κατοχυρωθεί στην ελληνική κινηματογραφία ως «ποιότητα». Τα χρώματα είναι σκούρα και μουντά, οι ήρωες (χωριάτες, μην ξεχνιόμαστε) μιλάνε στυλιζαρισμένα, αφύσικα και αργά (α ρε Αγγελόπουλε), στις δραματικές στιγμές κοιτάζονται σιωπηλοί (σαν να «βλέπω το Νησί στον εμφύλιο» όπως υπέκλεψα μια διπλανή συνομιλία).
Το σίγουρο πάντως είναι ότι θα προκαλέσει συζητήσεις. Μόνο εκείνη την (επερχόμενη) κριτική του Ριζοσπάστη φοβάμαι…
Polisse– Polisse – Maiwenn Le Besco
Καμιά φορά η έκπληξη κρύβεται εκεί που δεν το περιμένεις (χεχε, αλλιώς τι έκπληξη θα ήταν;). Τυχαία, ελαφρά νυσταγμένος, και με μάλλον κακή προδιάθεση βρέθηκα στην ταινία αυτή. Το γεγονός ότι η υπόθεση περιστρεφόταν γύρω από το Τμήμα Ανηλίκων της γαλλικής αστυνομίας, προκαλούσε σκέψεις, χμ, τι θα δούμε τώρα, ένα γαλλικό …Miami Vice με ηρωικούς αδιάφθορους μπάτσους να σώζουν παιδάκια;
Τελικά οι μπάτσοι ήταν όντως αδιάφθοροι αλλά όχι παραπάνω ήρωες από έναν καθημερινό άνθρωπο. Και η ταινία με κέρδισε με την απλότητα της, με την ανθρωπιά της και με τον τρόπο με τον οποίο κρατάει την ισορροπία της ακόμη και στις δύσκολες στιγμές (ας πούμε όταν αγγίζει δύσκολα θέματα-ταμπού όπως η παιδοφιλία). Σε βάζει στην καθημερινότητα του τμήματος, ζεις τις προσωπικές στιγμές, τις συγκρούσεις, μέσα από μια συνεχή εναλλαγή γέλιου και συγκίνησης.
Η σκηνοθέτης-ηθοποιός-«είμαι όμορφη και το ξέρω» Maiwenn (κρατάει μάλιστα για τον εαυτό της έναν ρόλο ο οποίος ποτίζει την ωραιοπάθειά της χωρίς να συνδράμει ουσιαστικά στην εξέλιξη) δεν ξέρει πολλά από σκηνοθεσία και αυτό …βγαίνει σε καλό. Προφανώς έχει το «γνώθι σαυτόν» και δεν προσπαθεί να το κρύψει με φτηνά κόλπα, ψαγμένες γωνίες λήψης και άλλες δήθεν ανατρεπτικές φιοριτούρες, αφήνοντας το δυνατό σενάριο να μιλήσει μόνο του. Διεκπεραιωτική στάση; Ναι. Τίμια όμως και επαρκής…

– Backyard (Πίσω στην αυλή) – Arni Sveinsson
Πέρυσι η indie ελληνική σκηνή (τρομάρα μας…) είχε πνίξει μια παρόμοιας πρόθεσης ταινία στην ακατάσχετη γκρίνια, τη μεμψιμοιρία και τη μιζέρια. Στην ισλανδική εκδοχή δεν ακούστηκε ούτε μία φορά η λέξη «κρίση», παρόλο που μπροστά στο οικονομικό τσουνάμι που έπληξε τους Ισλανδούς, τα δικά μας βάσανα μοιάζουν με ήσυχο κυματάκι καλοκαιρινού απογεύματος.
Είναι σαφές ότι η ισλανδική σκηνή δεν βρίσκεται ακριβώς στο απόγειο της, τα μεγάλα της ονόματα διάγουν περίοδο δημιουργικής παρακμής (όπως διαπιστώνουμε π.χ. με τους Mum), αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι, έτσι είναι η φυσική διακύμανση της ζωής, το υπόβαθρο μολοταύτα είναι γερό και η μουσική παιδεία έχει βαθιές ρίζες στην καθημερινότητα. Δεν υπάρχει λοιπόν ανησυχία: η γη η οποία βγάζει γκρουπάκια με τη συχνότητα που ξεπετάει γκέιζερ και θερμές πηγές, θα συνεχίσει να το κάνει.
Κάτι το οποίο γίνεται εμφανές παρακολουθώντας τα συγκροτήματα του φιλμ, τα οποία αν και όχι υψηλών καλλιτεχνικών αξιώσεων, έχουν το καθένα κάτι το αποκλειστικά δικό τους, χωρίς να μοιάζουν με φωτοτυπίες άλλων.
Από κει και πέρα, η πενία τέχνας κατεργάζεται, και αφού το ισλανδικό «που είναι το» κράτος έχει μεγαλύτερες φουρτούνες, η παρέα παίρνει την κατάσταση στα χέρια της, διοργανώνοντας συναυλίες ανοιχτές στον καθένα. Ακόμη και στην πίσω αυλή ενός σπιτιού, όπου δίπλα σε σεμεδάκια που ανεμίζουν στον βόρειο αέρα, και μπροστά σε παιδάκια, μωρά, μαμάδες, συγγενείς και φίλους, οι Mum, Sin Fang Bous, Hjaltalίn, Borko κ.α. στήνουν το δικό τους πάρτυ, αποδεικνύοντας ότι «σκηνή» στην πράξη δεν σημαίνει …ομόηχα συγκροτήματα αλλά μια κοινή νοοτροπία και στάση ζωής και μια αίσθηση κοινότητας. Η γιορτή θα κορυφωθεί με τους οικοδεσπότες FM Belfast να μένουν με τα σώβρακα ερμηνεύοντας το feelgood χιτάκι τους «Underwear».
«Screaming masterpiece» δεν είναι το «Backyard» (θα ήταν άδικη οποιαδήποτε απόπειρα σύγκρισης!), ο ερασιτεχνισμός της προσπάθειας είναι κάτι παραπάνω από προφανής, όσο είναι και η θετική ενέργεια της… Αν φύσαγε και λίγο κατά τούτα τα μέρη…
Pourquoi tu pleures– Pourquoi tu pleures? (Οι μέρες της μονογαμίας σου είναι μετρημένες) – Katia Lewkowicz
Η ευρηματικότητα, το πνεύμα και η σπιρτάδα της γαλλικής αυτής ταινίας εξαντλούνται στον μεταφραστή του τίτλου της στα ελληνικά (ο ακριβής «Γιατί κλαις; Θα παρέπεμπε επικίνδυνα σε …Γονίδη). Ο γάλλος σταρ (;) του πενταγράμμου Benjamin Biolay, αδερφός της Coralie Clement και πρώην άντρας της Chiara Mastroianni, επεκτείνει τις δραστηριότητες του στον κινηματογράφο (μα γιατί μου έρχεται στο νου ο Ρουβάς;) ενσαρκώνοντας τον αντιπαθέστατο πρωταγωνιστή της ταινίας αυτής, ο οποίος τραβάει μεγάλα ζόρια. Βασικά …παντρεύεται. Και από δω ξεκινούν όλα τα κακά της μοίρας του (και της δικής μας ως θεατών). 99 χαμένα λεπτά της ζωής μου μέσα σε αμήχανα έως αποτυχημένα σαχλά αστεία και στερεότυπα. Μπορώ έτσι πρόχειρα να θυμηθώ μια ντουζίνα ταινίες οι οποίες αντιμετωπίζουν αυτό το πανανθρώπινο …πρόβλημα με περισσότερη ευαισθησία, ουσία, χιούμορ, άποψη κλπ κλπ, χωρίς να χρειαστεί καν να φτάσουμε σε αριστουργήματα όπως το «Sideways»… Αφήστε το καλύτερα…

– Sound it out – Jeannie Finley
Μαγαζάκια του τρόμου… Κλειστά ρολά, βλέμματα κενά, ώρες νεκρές… Μέσα σε μια τέτοια οικονομική κρίση τι να πουν και τα δισκοπωλεία που εδώ και χρόνια τα έχει χτυπήσει η απαξίωση του ίδιου του προϊόντος τους;
Βλέποντας τον κόσμο που συχνάζει στο «Sound it out», ένα μικρό δισκάδικο σε μια πανάσχημη επαρχιακή πόλη του αγγλικού βορρά, αναρωτιέμαι: έτσι ήταν πάντοτε οι πελάτες τους; Συμπαθητικά αρρωστάκια, με προβληματικές ζωές, χωρίς κάποιο άλλο ενδιαφέρον να τους κρατάει; Ναι, πάντοτε υπήρχε αυτός ο περίκλειστος κόσμος όπου η αγνή αγάπη για τη μουσική συνδυαζόταν από μια φετιχιστική εμμονή με το αντικείμενο. Αλλά κάποτε τα δισκάδικα υπήρξαν πραγματικές νεανικές κυψέλες, στέκια όπου γνωρίζονταν μέλη μελλοντικών συγκροτημάτων, πεδία διαξιφισμών και …διαπαιδαγώγησης της νεολαίας (ακόμη θυμάμαι την κατήχηση από έναν «παλιό» όταν είχα ζητήσει το «Unknown pleasure» στο δισκάδικο της μικρής μου πόλης). Στο «Sound it out» ο μέσος όρος ηλικίας των θαμώνων είναι ανησυχητικά αυξημένος…
Ένα δεν άλλαξε με τα χρόνια: η χαρά της προσωπικής σχέσης με τον ιδιοκτήτη. Α, και η φυλετική εκπροσώπηση των πελατών. Κατά 90% άντρες. Το φιλμ δίνει και μια πολύ ωραία και πειστική εξήγηση, με την οποία και συμφωνώ 100% (εξ ιδίας πείρας): ότι κατά βάθος (όχι και πολύ …βαθύ εδώ που τα λέμε) οι άντρες δεν θέλουν να μεγαλώσουν, θέλουν να μείνουν για πάντα παιδιά να ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιο έχει τα πιο πολλά χαρτάκια με ποδοσφαιριστές, γραμματόσημα, δίσκους κλπ.
To ταινιάκι αυτό γυρίστηκε για την «Record Store Day» η οποία «γιορτάζεται» τα τελευταία χρόνια το τρίτο Σάββατο του Απριλίου. Παρολ’ αυτά δεν έχει καμία σχέση με εμπορική προώθηση και κόλπα του marketing. Και αποπνέει μια μοναξιά και μια μελαγχολία για το μέλλον που έρχεται. Παρά τις υπερβολικές ελεγείες, η μουσική θα εξακολουθήσει να υπάρχει, υπήρχε άλλωστε πολύ πριν αρχίσει να πωλείται σε μορφή δίσκου. Ένας κόσμος όμως θα έχει χαθεί ανεπιστρεπτί…
Γάλα– Το γάλα – Γιώργος Σιούγας
Δεν είχα δει τη διαβόητη θεατρική παράσταση (γενικά αποφεύγω εκ φύσεως τις κοσμοσυρροές) η οποία όπως είναι γνωστό είχε σπάσει τα ταμεία. Όχι ότι έχει δα καμία σημασία, το κάθε έργο κρίνεται αυτόνομα ασχέτως που βασίζει την έμπνευσή του (άλλωστε το θέατρο μικρή σχέση έχει με το σινεμά – σίγουρα μικρότερη απ’ ότι έχει η μουσική ή η φωτογραφία πάντως). Στην μεταφορά έτσι κι αλλιώς πάντα κάτι χάνεται αλλά και κάτι κερδίζεται…
Η μόνη απορία σε σχέση με το θεατρικό ήταν ο λόγος αυτής της …θραύσης των ταμείων. Τι να ήταν αυτό που τράβηξε τον πολύ κόσμο στην ιστορία μιας τριμελούς οικογένεια μεταναστών από την Τιφλίδα της πρώην ΕΣΣΔ, πάνω στην οποία πέφτουν όλες οι πληγές του Φαραώ; Μια ιστορία η οποία δεν παίρνει φως από πουθενά, από καμία χαραμάδα; Μήπως η όχι και τόσο ανεξήγητη ροπή του έλληνα προς το μελό, αυτή η ιδιότυπη αυτο-παρηγορία μέσα από τα βάσανα των άλλων να είναι μια εξήγηση; Θυμάστε την ΚΛΑΚ φιλμ; Δεν απέχουμε και πολύ από «Το γάλα»…
Γενικά τα περισσότερα ελαττώματα της ταινίας πηγάζουν από το σενάριο, το οποίο είναι υπερβολικά φορτωμένο από την εμφανή διάθεση του δημιουργού (Βασίλης Κατσικονούρης) να τα πει όλα και να αυξήσει το συγκινησιακό φορτίο. Για παράδειγμα, δεν βλέπω κανένα λόγο, πέραν της πρόσθεσης ενός ακόμη κακού στη μοίρα, οι ήρωες να πρέπει να είναι μετανάστες, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι γκάγκαροι Αθηναίοι χωρίς καμία δραματουργική έκπτωση.
Απεναντίας ο σκηνοθέτης με αυτή τη «μαυρίλα» στα χέρια του έκανε αξιοπρεπή δουλειά, ευτύχησε να έχει εξαιρετικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς (κυρίως οι δύο γιοι-ιδιαίτερα πειστικός ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος στον ρόλο του άρρωστου), αλλά προδίδεται από πολυφορεμένες σκηνοθετικές ευκολίες (μπαλόνια ανεβαίνουν, μπαλαρίνες-παιχνίδια στριφογυρίζουν κλπ).
Τελικά έμεινα με την απορία, τι ήθελε να πει ο ποιητής, ποια ήταν η στόχευση; Η σχιζοφρένεια; Η κοινωνική εκμετάλλευση; Η σεξουαλική εκμετάλλευση; Η αδερφική σχέση; Η σχέση μάνας-γιου; Η επιστροφή στη χαμένη παιδική ηλικία; Η προσαρμογή του μετανάστη; Όλα μαζί και στο πηλίκο μηδέν; Ταινία που ενοχλεί αλλά δεν ξεβολεύει. Και κάπου εκεί το γάλα «έκοψε»…

– Mr. Klein – Joseph Losey
Μια ένδειξη της μεγαλοσύνης και της καταξίωσης ενός συγγραφέα είναι (μεταξύ προφανώς πολλών άλλων) το όνομα του να μετατραπεί σε επίθετο ευρείας χρήσης. Στα πλαίσια του αφιερώματος στον Κάφκα, επιλέχθηκε η προβολή αυτής της γαλλικής ταινίας του 1976, η οποία δεν έχει καμία άμεση σύνδεση με το έργο του μεγάλου Βοημού (Τσέχου; Αυστρο-ουγγαρέζου; Εβραίου;) συγγραφέα, είναι όμως «καφκική». Ήτοι: ένας άνθρωπος αδύναμος μπροστά σε έναν απρόσωπο κρατικό εφιάλτη, μια δυσοίωνη αόριστη απειλή (όχι η ταινία δεν είναι για το ελληνικό δημόσιο).
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Παρίσι της γερμανικής κατοχής, και κεντρικό πρόσωπο είναι ένας έμπορος τέχνης ο οποίος συνεχίζει αδιάφορος τη ζωή του, εκμεταλλευόμενος επιπλέον την απελπισία των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των Εβραίων, αγοράζοντας σε εξευτελιστικές τιμές πολύτιμα έργα τέχνης. Μέχρι που, μια μέρα όλα θα αλλάξουν, όταν ανακαλύψει ότι κάποιος άλλος κυκλοφορεί με το ίδιο όνομα και την ίδια δραστηριότητα.
Η ταινία είναι εξαιρετικά στημένη, με μια ευπρόσδεκτη αμφισημία, η οποία σε μπερδεύει αρκετά ώστε να σε ιντριγκάρει όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να σε κλειδώσει έξω από την ιστορία, και αγγίζει με πολύ ιδιαίτερο τρόπο ένα θέμα-ταμπού για τη Γαλλία: τη συνεργασία της γαλλικής αστυνομίας με τις ναζιστικές αρχές στον διωγμό των Εβραίων (η τελική σκηνή είναι ευθεία αναφορά στο γνωστό επεισόδιο του «Ποδηλατοδρομίου του Χειμώνα»-Vel d’Hiv-, μια από τις μελανότερες στιγμές της γαλλικής ιστορίας). Αλλά πάνω απ’ όλα διαθέτει έναν Αλαίν Ντελόν, όμορφο από κάθε οπτική γωνία και με κάθε ένδυση (αλλά και άνευ), σε μια μεγάλη του στιγμή να σφύζει από δυναμική και αυτοπεποίθηση. Τι να μας πουν τώρα κάποια εσχάτως πολυδιαφημισμένα μειράκια;
UpsideUpside Down: The Creation Records Story – Danny O’ Connor
Το «Upside Down» αν μη τι άλλο είναι φτιαγμένο από τα υλικά για το τέλειο ντοκυμαντέρ: Ιστορία μοναδικής επιτυχίας με απόγειο και πτώση, πρωταγωνιστή μια καταραμένη ιδιοφυία με αντιφάσεις βουτηγμένη στις καταχρήσεις, παρέλαση διάσημων αστέρων του πενταγράμμου, χιούμορ αγγλικότερο και από τους Monty Pythons, το μόνο που μπόρεσε να με αποσπάσει από ταινία ήταν ο διπλανός μου που μουρμούριζε τους στίχους από όλα τα κομμάτια και σε κάθε εξώφυλλο που ζούμαρε η κάμερα, έλεγε «το΄χω».
Αν γυρίσεις τα 90’s ανάποδα από τις τσέπες τους θα πέσουν δισκάκια της Creation μιας και η εταιρία αυτή καθόρισε τον ήχο της δεκαετίας όσο λίγες. Ο ιδρυτής της Alan McGee είχε μύτη για δύο πράγματα καθώς φαίνεται: Τις σημαντικές μπάντες και τα πολλά ναρκωτικά. Η ταινία να παρακολουθεί πιστά και δίκαια την ιστορία της εταιρίας με συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό από περιοδικά, συναυλίες και την τηλεόραση. Είναι εξαιρετικά καλογυρισμένη, με ρυθμό και ευρήματα, βλέπεται δε, με ενδιαφέρον και από τον/η μη μουσικόφιλο φίλο/η που σύρατε μαζί για παρέα στο σινεμά.
Στα highlights θα σημείωνα τις ιστορίες του McGee με τους My Bloody Valentine όπου ο πανούργος εταιριάρχης περιγράφει τους θεατρινίστικους ψυχολογικούς εκβιασμούς του στον Kevin Shields για να τελειώσει το endless «Loveless» αλλά και την αποκατάσταση της «τιμής» τους, αφού παραδέχεται ότι τα ατελείωτα πάρτυ μάλλον και όχι τα έξοδα της ηχογράφησης κόντεψαν να κλείσουν την εταιρία.
Απολαμβάνουμε μεταξύ άλλων Primal Scream (φυσικά), Jesus and Mary Chain, Super Furry Animals, Ride, The house of love και βδελυρούς Oasis.
(Ελ.Γαρ.)

Magic Trip: Ken Kesey’s Search for a Kool Place – Alex Gibney
Ο συγγραφέας της «Φωλιάς Του Κούκου» σε ρόλο «Αλίκης Στη Χώρα Του LSD» μαζεύει απομεινάρια της ένδοξης γενιάς των μπίτνικ (Νήλ Κάσσιντυ) καθώς και νεαρά καμένα πλάσματα που αποτελούν τους Merry Pranksters τα φορτώνει σε ένα «Magic Bus» και ξεκινάνε ένα acid-ταξίδι από την Ανατολική προς τη Δυτική ακτή. Όλα αυτά το σωτήριον έτος 1964 όπου το διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος από τα πειράματα της CIA σε φοιτητές, είχε περάσει πλέον στην αναδυόμενη ψυχεδελική υποκουλτούρα και στον θεωρητικό Timothy Leary, τη σωστή στιγμή δηλαδή.
Οι αφηγήσεις γίνονται από τους επιβάτες του λεωφορείου όπως είναι σήμερα και είναι διασκεδαστικότατη η αντίφαση των νηφάλιων σχεδόν μετανιωμένων μεσόκοπων πια πρωταγωνιστών απέναντι στις νεανικές τους φιγούρες που κάνουν βλακείες τριπαρισμένοι, βγάζουν παρατσούκλια μεταξύ τους, ανταλλάζουν ερωτικούς συντρόφους, δίνουν στους ανυποψίαστους πολίτες Νέας Υόρκης μια πρώτη γεύση από Hippy power, συναντούν τον Κέρουακ και τον Γκινσμπεργκ χωρίς να εντυπωσιαστούν, καταρρέουν και εγκαταλείπουν ένας- ένας από το πολύ «κουμπί» και τέλος γυρνάνε στη βάση τους για να κάνουν συναυλίες με τους Grateful Dead. Ιδανική για όσους πάσχουν από αυτή την παράξενη αίσθηση νοσταλγίας για τα πράγματα που δεν έχουν ζήσει και για όσους αρέσκονται στις ιστορίες με θλιμμένο τέλος.
(Ελ.Γαρ.)
AmnistieAmnistie (Αμνηστία) – Bujar Alimani
Ομολογώ πως πήγα να δω αυτή την ταινία από καθαρή περιέργεια για το πώς είναι μια σύγχρονη αλβανική ταινία. Η απάντηση ήταν αυτή που φανταζόμουν υποθέτω, η ταινία ήταν λιτή ουσιαστική και δυνατή. Έχω την πεποίθηση ότι η το καλό σινεμά δεν είναι υπόθεση εμπνευσμένων σκηνοθετών μόνο αλλά τρέφεται από τις κοινωνικές εντάσεις και μετασχηματισμούς. Η αλβανική κοινωνία είναι μπροστά σε ακριβώς αυτή τη σύγκρουση του παλιού και του νέου και η ταινία βλέπει τα θύματα αυτής ρήξης χωρίς να μεροληπτεί.
Αν υπήρχε υπότιτλος στην ταινία θα ήταν «τα πολλά λόγια είναι φτώχια». Είναι η ιστορία δύο ανθρώπων στην Αλβανία που ερωτεύονται καθώς επισκέπτονται τους συζύγους τους στη φυλακή σε ένα επισκεπτήριο που περιλαμβάνει ερωτική συνεύρεση. Οι ήρωες μιλάνε ελάχιστα, καταλαβαίνεις την ευγνωμοσύνη από το επισκευασμένο πλυντήριο, την αλληλεγγύη από τα αυγά στο τηγάνι που γίνονται όσοι οι επισκέπτες, την πεθαμένη σχέση από τα πρόσωπα των νόμιμων συντρόφων που δεν δείχνει ποτέ η κάμερα. Ο σκηνοθέτης που μίλησε στο τέλος της ταινίας ήταν εξίσου μεστός, συναισθηματικός και εύστοχος όσο η ταινία. Δεν θα παιχτεί στα village cinemas με την καμία…
(Ελ.Γαρ.)

Machine Gun Preacher – Marc Foster
Αυτό είναι που λένε «μην το δοκιμάσετε, το δοκιμάσαμε εμείς για σας». Εκτός αν έχετε βίτσιο να βλέπετε εμετικές αμερικάνικες αγιογραφίες, βίας, θρησκείας και απόδοσης της πεντακάθαρης δικαιοσύνης πολεμώντας το απόλυτο κακό, μια μικρογραφία δηλαδή του πως πλασάρει η αμερικανική προπαγάνδα τους περιφερικούς «ανθρωπιστικούς» πολέμους. Το χειρότερο είναι ότι η ιστορία είναι αληθινή. Ο Gerard-Λεονάιντας-Butler είναι μηχανόβιος παραβατικός, πρέζονας που «την ακούει» με τον Jesus, αλλάζει ζωή και προκόβει οικονομικά και πνευματικά, ανοίγει και εκκλησία, πάει στο Σουδάν βλέπει τα παιδάκια που τα εκμεταλλεύεται ο σούπερ κακός φύλαρχος αντάρτης Joseph Kony και αρματώνεται χτίζει ορφανοτροφείο και σκοτώνει όποιον πολύ ή λίγο κακό πάει να πλησιάσει. Το ρεζουμέ είναι στο τέλος που εμφανίζεται ο πραγματικός Sam Childers και συνοψίζει «Αν απήγαγαν κάποιον δικό σας θα σας ένοιαζε τι μέσα θα χρησιμοποιούσα για να σας τον φέρω πίσω;» Επικίνδυνα ηλίθια ταινία. Θα παιχτεί στα village cinemas σίγουρα.
(Ελ.Γαρ.)

Αυτάαααα…
Άντε και του χρόνου ξανά…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε