20ο ΔΦΚ της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας

17-28 Σεπτεμβρίου 2014


Pulp

Όγδοη συναπτή χρονιά που παρουσιάζεται σε αυτές τις ιστοσελίδες ο μικρός τούτος και απόλυτα προσωπικός ημερολογιακός απολογισμός, σε μορφή εν θερμώ (ή όχι και τόσο) σχολίων, τα είκοσι χρόνια στρογγυλά έκλεισαν φέτος οι Νύχτες Πρεμιέρας, σαν μετρητές των χρόνων που περνάνε λειτουργούν αυτές οι εποχιακές σταθερές, πάλι Σεπτέμβρης ήρθε, με όσο καλοκαιράκι έχει απομείνει, τώρα πλέον πολλοί λέμε «καλή χρονιά» και αποφεύγουμε ως ο διάολος το λιβάνι το politically incorrect «καλό χειμώνα», και … όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν που έλεγε και ο τροβαδούρος. Επέτειος για ένα φεστιβάλ το οποίο κατάφερε από περιθωριακή μεταξύ φίλων και συγγενών διοργάνωση να εξελιχθεί σε ένα μείζον προβεβλημένο πολιτιστικό γεγονός το οποίο έφτασε να δίνει ζωή στα σκοτεινά ταλαιπωρημένα πεζοδρόμια της πόλης αυτής. Αναμενόμενο βέβαια ότι όπως σε κάθε είδους ανάλογη επέτειο, είτε μιλάμε για …κόμματα είτε για διοργανώσεις, περίσσεψαν οι θριαμβευτικές και κάπως αυτάρεσκες δηλώσεις και διακηρύξεις, η αυτοκριτική μόνο απουσίασε, ένα φεστιβάλ γαρ, πέρα από το καλλιτεχνικό μέρος έχει και ένα οργανωτικό, στο οποίο ελάχιστα έχουν βελτιωθεί τα τελευταία (πολλά) χρόνια.Αντιθέτως μετά το πλήγμα με το Αττικόν (το οποίο κατά το ελληνικό «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού» φαίνεται ότι θα …κοσμεί για κάμποσα ακόμη χρόνια το αθηναϊκό κέντρο) τα πράγματα χειροτέρεψαν. Και εντάξει, το Ιντεάλ με τους καθ’ όλα συμπαθείς και εξυπηρετικούς ανθρώπους του, το τεφτέρι και τις σφραγίδες, τις θέσεις χωρίς αρίθμηση (γιούρια κι όποιος προλάβει, «αυτές οι δέκα θέσεις εδώ είναι πιασμένες»), μπορεί να το δεις με μια συμπάθεια σαν ένα vintage κατάλοιπο παλαιότερων εποχών, σαν την κότα μιλανέζα και την αθηναϊκή σφυρίδα που σερβίρονται στο παρακείμενο εστιατόριο. Αφήνω επίσης στην άκρη τεχνικά προβλήματα όπως τις διακοπές (ρεύματος;) που χτύπησαν ανελέητα την ταινία «71» (η οποία παρολ’ αυτά άνετα και αναμενόμενα είχε τόσο δυνατό αντίκτυπο ώστε κατάφερε τελικά να πάρει το βραβείο της Χρυσής Αθηνάς). Αυτά μπορεί να συμβούν…. Δεν μπορεί όμως το πρόγραμμα ενός «διεθνούς» φεστιβάλ να βγαίνει λίγες ημέρες πριν από την έναρξή του. Δεν μπορεί η προμήθεια των εισιτηρίων να προαπαιτεί ένα σαφάρι ανά την Αθήνα σε 4 πλέον (με την προσθήκη της Ταινιοθήκης) κινηματογράφους (…ευτυχώς λέμε που υπάρχει κι ένα Διαδίκτυο;).

Θα μου πείτε, μην γκρινιάζεις, ακόμη και όλα αυτά μπορείς να τα δεις μέσα στα πλαίσια της …παράδοσης, στις σταθερές που έλεγες. Και αν δεν λες «καλό χειμώνα», πες «καλή προβολή» τουλάχιστον, που είναι και η νεόκοπη κινηματογραφόφιλη ευχή (η οποία από μια άποψη έχει και ένα νόημα, εύχομαι καλή προβολή, χωρίς διακοπές, χωρίς να πέσεις στη γειτνίαση μηρυκαστικού καταναλωτή ποπκόρν, δημόσιου σχολιαστή ο οποίος νομίζει ότι παρακολουθεί ιδιωτική προβολή στο σαλόνι του σπιτιού και άλλων παρόμοιων αγενών ειδών που φύονται πολλαπλασιαζόμενα στις εγχώριες αίθουσες).

Και όπως πάντα, όπως και να ‘χει, και του χρόνου…


Green Prince

– The green prince (Ο πράσινος πρίγκιπας) – Nadav Schirman
Σε αυτή την ταινία υπέβαλα -κατά λάθος- τον εαυτό μου σε ένα ενδιαφέρον …πείραμα. Πρώτη ημέρα του φεστιβάλ, ελαφρά απροετοίμαστος και αδιάβαστος βρέθηκα στην αίθουσα, θεωρώντας ότι θα παρακολουθήσω ταινία μυθοπλασίας. Και υπό αυτό το πρίσμα σκεφτόμουν ότι οι δύο «ομιλούσες κεφαλές, οι πρωταγωνιστές της ταινίας και ειδικά ο Παλαιστίνιος, είναι μάλλον μέτριοι ηθοποιοί, διόλου πειστικοί. Κάτι το οποίο, όταν συνειδητοποίησα ότι πρόκειται περί ντοκιμαντέρ και οι άνθρωποι αφηγούνται πράγματι την ιστορία της ζωής τους, μου υπέβαλε τη σκέψη ότι το σινεμά είναι πολλές φορές πιο …αληθοφανές από την ίδια τη ζωή. Πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με μία εκ φύσεως δυνατή έως και απίστευτη ιστορία, με τον γιο ιδρυτικού στελέχους της Χαμάς (του Mosab Hassan Yousef) να γίνεται κατάσκοπος στην υπηρεσία του σατανικού εχθρού, του Ισραήλ δηλαδή. Παρολ’ αυτά, ας μην ξεχνάμε ότι ένα ντοκιμαντέρ μπορεί να βασίζεται σε μια «αληθινή ιστορία», μπορεί όμως κάλλιστα να είναι εξίσου ή και λιγότερο …αληθινό από μια κλασική fiction ταινία, καθώς εμπεριέχει το βλέμμα του σκηνοθέτη, την επιλογή της οπτικής γωνίας, η δε ύπαρξη μιας κάμερας εξ ορισμού δεν αποτυπώνει μόνο μια πραγματικότητα αλλά ταυτόχρονα τη συν-διαμορφώνει (κάτι χρησίμευσαν τα μαθήματα κβαντομηχανικής στο πανεπιστήμιο τελικά).
Πίσω στην ταινία λοιπόν (η οποία πλέον όλοι καταλάβαμε ότι είναι ντοκιμαντέρ), η οποία «μιλάει» περισσότερο με τον λόγο παρά με την εικόνα, τον λόγο του «προδότη» Παλαιστίνιου και του «συνδέσμου» του στην ισραηλινή μυστική υπηρεσία Shin Bet. Προσθέστε ενδιάμεσα και κάποια τηλεοπτικά ντοκουμέντα της εποχής και κάποια δραματοποιημένα περιστατικά συν κάμποσες δυσοίωνες πινελιές θρίλερ μουσικής από τον Max Richter, είναι εμφανές ότι ο σκηνοθέτης επαφίεται σχεδόν τεμπέλικα και αποκλειστικά στην εγγενή δυναμική της ιστορίας (την οποία να σημειώσουμε ότι ο …κατάσκοπος που γύρισε από τη ζέστη, ο οποίος ζει τώρα πλέον στις ΗΠΑ, κατέγραψε και σε βιβλίο με τίτλο «Son of Hamas»). Είναι γνωστό εδώ και αιώνες άλλωστε ότι οι πάσης φύσεως προδότες είναι πάντοτε ενδιαφέρουσες δραματουργικά προσωπικότητες, ωθούμενοι από σύνθετα κίνητρα και σκέψεις, ασχέτως αν οι ίδιοι καταλήγουν στην (εξ ορισμού αναπόδεικτη) σωτηριολογία οι δε προδομένες εθνικές ορθοδοξίες/μυθολογίες προσπαθούν να τους θέσουν σε απλουστευτικά και υποτιμητικά πλαίσια. Τα πράγματα στη ζωή δεν μπαίνουν πάντοτε τόσο εύκολα σε καλούπια, το δε casting του καλού και του κακού μπορεί να αποδειχθεί δυσκολότερο έργο απ’ ότι υποθέτουμε ή/και θα θέλαμε, ακόμη και σε τόσο ακραίες συγκρούσεις όπως αυτή η οποία λαμβάνει χώρα στη Μέση Ανατολή. Τέτοιες ανάλογες σκέψεις και προβληματισμοί νομίζω δικαιολογούν την ύπαρξη ταινιών σαν και αυτή…– The grand seduction (Ο αξέχαστος μήνας) – Don McKellar
Από την παλιά μεγάλη απόδραση, στην μεγάλη περιπλάνηση, την Grande Vadrouille με τον Ντε Φυνές (για να μην αναφέρω και την μεγάλη απόφραξη του Τσάκωνα), έχουμε τώρα και την μεγάλη αποπλάνηση. Ή τον αξέχαστο μήνα όπως μεταφράστηκε πιο «σεμνά» ελληνιστί αυτό το remake μια γαλλόφωνης καναδικής ταινίας του 2003. Μην πάει ο νους σας όμως στο πονηρό, το αντικείμενο του πόθου εδώ είναι απλά ένας γιατρός. Ένα ξεχασμένο μπακαλιαροχώρι στη Νέα Γη του Καναδά προσπαθεί να πείσει το νέο του γιατρό να παραμείνει στην άγονη γραμμή με κάθε δυνατό αδίστακτο τρόπο, επιστρατεύοντας κάθε κόλπο δοκιμασμένο και αδοκίμαστο από την εποχή του …Ποτέμκιν (όχι του θωρηκτού) και δώθε. Ο ιερός σκοπός δεν είναι όμως τόσο η ιατρική φροντίδα των κατά πλειοψηφία άνεργων κατοίκων όσο η προσέλκυση της …grande επένδυσης μιας πετρελαϊκής βιομηχανίας η οποία και θα φέρει ζωή και δουλειά στο χωριό. Ωραίος ηθοποιός ο Brendan Gleeson, επιτυχημένη η διανομή των ρόλων, κατά στιγμές έξυπνο, ακόμη και ξεκαρδιστικό το χιούμορ, στο δε happy-end έρχεται γραφικά και τακτικά η …ανάπτυξη (με λίγο μπαξίσι και λίγο ρουσφέτι), όλα καλά. Αρκεί να μην προσπαθήσετε να σκαλίσετε το χιούμορ αναζητώντας κάποια πολιτική ή έστω κοινωνική μεταφορά. Θα μείνετε με μια μάλλον άνοστη και όλο συντηρητικά κυνική γεύση. Εν τέλει μένει μια ανώδυνη κωμωδία κατάλληλη για τα κυριακάτικα μεσημεριανά …μεγάλων καναλιών.


Fort Tilden

– Fort Tilden (Οχυρό Τίλντεν) – Sarah-Violet Bill/Charles Rogers
Σα βγεις στον πηγαιμό για το Fort Tilden να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος (αρκεί βέβαια να μην είσαι θεατής της ομώνυμης ταινίας). Η οδύσσεια μίας μέρας δύο καλοζωισμένων και κακομαθημένων πολυάσχολων με το …τίποτα μπρουκλινέζων οι οποίες «θέλουν απλώς να φτάσουν στην παραλία, στα ναρκωτικά και στα αγόρια που τις περιμένουν εκεί». Θεωρητικά υποθέτω η ταινία θέλει να είναι «η απόλυτη σάτιρα για τους χιπ εικοσάρηδες» (γκουχ γκουχ, εικοσάρηδες; για προσθέστε και κάμποσα χρονάκια ακόμη, για τα δικά μας εγχώρια δεδομένα και άλλα είκοσι ακόμη). Και προσπαθεί εμφανώς να ξεμπροστιάσει την εγωπαθή χίψτερ ρηχότητα και την κυνική ειρωνική αναισθησία τους (την οποία καταφέρνει να αποδώσει εξαιρετικά στην ιστορία με τα γατάκια τα οποία αρχικά «σώζουν» για να τα αφήσουν τελικά αλαφρόμυαλα να πνιγούν). Βγαίνοντας από την ταινία έχεις κι έναν εκνευρισμό από το O.D. βλακείας το οποίο υπέστης, δυσκολεύεσαι δε να διαχωρίσεις εάν αυτό οφείλεται στην ίδια την ταινία ή στο θέμα της, σκέφτεσαι ότι πιθανότατα αυτός να ήταν ο στόχος των σκηνοθετών, οπότε μήπως τελικά ήταν επιτυχημένη η σάτιρα; Ή μήπως, όπως συμβαίνει συχνά στην σάτιρα, όταν ασχολείσαι με σαχλαμάρες καταλήγεις να σαχλαμαρίζεις κι εσύ; (γεια σου Λάκη). Μπέρδεμα… Αν πάντως μπεις στον πειρασμό να μιλήσεις για «χαμένες γενιές», έχε κατά νουν ότι τα ισοπεδωτικά τσουβαλιάσματα ανθρώπων και ηλικιών σε «γενιές» είναι εξίσου ανόητα με τις πρωταγωνίστριες της εν λόγω ταινίας…– Beautiful Noise (Όμορφος θόρυβος) – Eric Green/ Sarah Ogletree
Νομίζω πρέπει να είναι το πρώτο μουσικό ντοκιμαντέρ στην ιστορία του κινηματογράφου το οποίο γυρίστηκε για ένα είδος μουσικής το οποίο …αποφεύγει να ονοματίσει. Εντάξει, είναι γνωστή η αλλεργία πολλών μουσικών για την κατηγοριοποίηση (εν προκειμένω ήταν ο Robin Guthrie αυτός ο οποίος επέβαλε την επιλογή αυτή: «μα και στον Νονό δεν ακούγεται πουθενά η λέξη μαφία»!), εντάξει, είναι επίσης γνωστό ότι ο εν λόγω όρος αρχικά ξεκίνησε με κοροϊδευτική διάθεση, η επιλογή αυτή όμως στην πράξη δεν αποδεικνύεται διόλου λειτουργική. Να ‘ταν όμως μόνο αυτό το πρόβλημα της ταινίας αυτής για το shoegaze (σσσσς, να μείνει μεταξύ μας αυτό ε;). Προϊόν μιας μακράς και δύσκολης οικονομικά πορείας (και αυτό βγαίνει προς τον κόσμο), το φιλμ ακολουθεί την πεπατημένη επιτυχημένη (;;) συνταγή της «low-budget-πιάσε την κάμερα και τράβα» εποχής: βάλε τους πρωταγωνιστές να μιλάνε (αν πέσεις και σε καμιά πιπεράτη αντιπαράθεση και ανάψουν τα αίματα, όπως εδώ του Alan McGee με τον Kevin Shields, ακόμη καλύτερα), βρες και μερικούς ακόμη σχολιαστές (ο Billy Corgan, o Trent Reznor και ο Robert Smith σε όχι ιδιαίτερα πρωτότυπες παρεμβάσεις), πρόσθεσε και μερικά βιντεάκια και… αυτό ήταν. Δεν έχουμε (και δεν οφείλουμε να έχουμε) απαιτήσεις ακαδημαϊκής πληρότητας και εμβάθυνσης από ένα ντοκιμαντέρ. Έχουμε όμως απαιτήσεις για την άποψη. Η οποία εδώ απουσιάζει, με τον ισοπεδωτικό τρόπο που παρουσιάζονται τα συγκροτήματα και με την ιστορία να προσπαθεί να χωρέσει στο οοοο-τόσο προβλέψιμο (και πολλές φορές ανιστόρητο) σχήμα «άνοδος-ακμή-παρακμή-αναβίωση». Και μπορεί οι μουσικές οι οποίες περνάνε από την ακουστική μπάντα να είναι όμορφες, κάποιες μάλιστα πανέμορφες και αγαπημένες (Cocteau Twins, Jesus and Mary Chain, My Bloody Valentine, Ride, Slowdive για να περιοριστώ στην Α’ Εθνική του είδους), αλλά το fan και το fun των δημιουργών έμεινε …μεταξύ μας. Πολύ αμφιβάλλω αν κάποιος τυχαίος θεατής ο οποίος «είδε φως και μπήκε» μόλις επέστρεψε στο σπίτι να έψαξε κάτι περαιτέρω (δεν θα ήξερε και με τι όνομα να το ψάξει!). Μόνο για οπαδούς και γνώστες, αυστηρά, αυστηρότατα, πιο αυστηρά δεν γίνεται…


Jack

– Jack – Edward Berger
«Πως το βάσταξ’ η καρδιά σου, κι άφησες βρε τα παιδιά σου/μες στους δρόμους τα καημένα, ορφανά και λυπημένα» έλεγε το παλιό ρεμπέτικο του Κάβουρα. Στην ταινία αυτή, η σύγχρονη κακούργα μάνα Sanna είναι περισσότερο απασχολημένη με την προσωπική της ζωή, παρά με τη φροντίδα των παιδιών, πατέρας δεν υπάρχει, έτσι το κενό αναλαμβάνει να αναπληρώσει ο δεκάχρονος Τζακ, δύσκολο πράγμα να μεγαλώνει κανείς γονείς τη σήμερον ημέρα. Τα χτυπήματα όμως της μοίρας θα στείλουν τον μικρό Τζακ πρώτα σε ίδρυμα, από το οποίο όμως θα αποδράσει μετά από ένα σκληρό επεισόδιο και τελικά θα καταλήξει στους δρόμους χέρι-χέρι με τον ακόμη μικρότερο αδερφό του Μάνουελ να ψάχνουν μαζί την αλαφρόμυαλη μάνα. Μπορεί να μην χρειάστηκε να δουλέψει λουστράκος όπως ο …Βασιλάκης ο Καΐλας στην αξέχαστη ταινία της Μαρίας Πλυτά, θα περιπλανηθεί όμως στους δρόμους και τις λεωφόρους του Βερολίνου, ενός Βερολίνου το οποίο καμία σχέση δεν έχει με την απανταχού τουριστική hip φαντασίωση, σε εγκαταλελειμμένα αμάξια και παγκάκια, μπαρ, εμπορικά κέντρα, άδεια στάδια, πάρκινγκ, σταθμούς του μετρό, συναντώντας αδιάφορους γνωστούς και άγνωστους, έτσι είναι οι σύγχρονες μητροπόλεις, αδιάφορες, η κίνηση κυλάει και κυλάει, οι ώρες περνάνε και το βράδυ πέφτει σκληρά μοναχικό. Είναι στιγμές στην ταινία όπου νιώθεις την ατελείωτη μοναξιά του παιδιού στην μεγάλη πόλη, η αργή και ρεαλιστική με κάμερα στο χέρι σκηνοθεσία αφήνει χρόνο στα συναισθήματα να εκδηλωθούν και να εντυπωθούν, αν και δεν αποφεύγει τον πειρασμό του συναισθηματικού μελό «εκβιασμού» με μερικά καίρια τοποθετημένα …βιολιά. Μάλλον περιττό θα έλεγα, άλλωστε οι ιστορίες με χαμένα και μόνα παιδιά κατάφερναν εύκολα να συγκινούν από τους καιρούς που τα παιδιά χάνονταν στα δάση και όχι στις μεγαλουπόλεις. Πολλά λέγονται για ομοιότητες με τους αδερφούς Νταρντέν και ειδικά με την Ροζέτα τους, μάλλον επιφανειακές θα έλεγα ότι είναι, το «Jack» αφηγείται το θέμα του χωρίς να πολυσκαλίζει την κατάσταση και χωρίς να ανοίγει πολλές πτυχές προβληματισμού. Αυτό που μένει περισσότερο στο τέλος είναι η ερμηνεία του μικρού Ivo Pietzcker, o οποίος ουσιαστικά κουβαλά όλη την ταινία στους δεκάχρονους ώμους του. Και τα καταφέρνει άψογα…– The heart machine (Μηχανή ψεύδους) – Zachary Wigon
Δεν είναι και τόσο σύγχρονη όσο νομίζουμε ιδέα το online dating, οι Kraftwerk από το 1982 έλεγαν για «Computer love», ακόμη και η διόλου φουτουριστική France Gall τραγουδούσε ήδη το 1968 για τον Computer Nr 3 ο οποίος διαλέγει «για μένα το αγόρι το σωστό και την εγγυημένη αγάπη». Εσχάτως πάντως, μαζί με τα site γνωριμιών και τις εφαρμογές (τα applications ντε) που γράφονται διαρκώς από …start-up επιχειρήσεις στην προσπάθεια μπας και πιάσουν την οικονομική καλή, πληθαίνουν και οι απόψεις όπως «το ιντερνέτ έχει καταστρέψει τις ανθρώπινες σχέσεις», «ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά», ουπς, αυτό το έλεγε ο Σαμαράκης εδώ και κοντά μισό αιώνα, εκείνα τα παλιά χρόνια που υπήρχε ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, δεν ξέρω βέβαια αν το ίδιο θα έλεγε και η γιαγιά μου η οποία είδε τον παππού πρώτη φορά στην εκκλησία. Πάντως εν προκειμένω, οι …στέγες των δύο από μακρόθεν, αποκλειστικά μέσω Skype ερωτευμένων αποδεικνύονται πολύ πιο κοντά απ’ ότι είχε ομολογήσει το κορίτσι στο αγόρι στην αρχή της γνωριμίας τους. Το κορίτσι στο Βερολίνο, το αγόρι στη Νέα Υόρκη, κάποιο λάκκο όμως έχει η φάβα και ψύλλοι στα αυτιά του αγοριού μπήκανε και έτσι ξεκινάει μια ντετεκτιβίστικη έρευνα ανακάλυψης της αλήθειας, μέχρι και στα σκουπίδια θα φτάσει να ψάξει για χάρη της. Η ταινία θέλει να κάνει ένα σχόλιο πάνω στην σύγχρονη τεχνολογική μοναξιά, ήδη με την εναρκτήρια σκηνή το υπογραμμίζει με τον πρωταγωνιστή σε ένα πάρτυ, όλοι τριγύρω χορεύουν αλλά αυτός έχει γκόμενα (σ)το κινητό και το laptop και ανυπομονεί να βρεθεί κοντά του (της). Θέλει, αλλά τελικά παραμένει στην επιφάνεια, δίχως να φωτίζει χαρακτήρες και να σκαλίζει αιτίες, γιατί αν το κορίτσι με τα ψέματά του είναι η «κακιά της ιστορίας», η αρρωστημένη σχεδόν εμμονή του αγοριού παραμένει ανεξήγητη και ψυχολογικά προβληματική. Τυπική φεστιβαλική ταινία, βλέπετε ευχάριστα, ξεχνιέται εξίσου ευχάριστα….


71

– 71 – Yann Demange
71. Ήτοι 1971. Στη μέση των γεγονότων τα οποία έχουν μείνει στην βρετανική ιστορία ως «The Troubles», οι φασαρίες, μια στρατιωτική μονάδα από ψάρακες νεοσύλλεκτους στέλνεται στην καρδιά των γεγονότων, σε ένα Μπέλφαστ άγρια διχοτομημένο ανάμεσα σε προτεστάντες «ενωτικούς» και καθολικούς «εθνικιστές» (με τα τείχη και τις κατ’ ευφημισμό «γραμμές ειρήνης» να υπάρχουν μέχρι και σήμερα). Σε μια επιχείρηση ρουτίνας (;) στη διαβόητη Falls Road, η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο και ένας στρατιώτης αποκόπτεται από την μονάδα του και βρίσκεται πληγωμένος και μόνος στη λάθος πλευρά της πόλης. Μια ανηλεής καταδίωξη ξεκινά (εκείνη τη στιγμή σαν να σιγομουρμούριζα τον σκοπό από το «Chase του Μoroder), μια μάχη επιβίωσης σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον όπου οι γραμμές είναι θολές, όχι μόνο από τον καπνό των φλεγόμενων αναποδογυρισμένων αυτοκινήτων, αλλά από την ανησυχητική αίσθηση ότι δεν μπορείς να διακρίνεις ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός. Ειδικά όταν στην ιστορία μπλέκουν παραστρατιωτικοί, μυστικοί και αλληλοσπαρασσόμενες φράξιες. Η ταινία είναι εντυπωσιακή στον τρόπο με τον οποίο απεικονίζει το αφιλόξενο αστικό τοπίο, όπου παραδοσιακά σπίτια με κόκκινα τούβλα και γιγαντιαία οικιστικά απρόσωπα συγκροτήματα (εκπληκτικές οι σκηνές από το Divis) μοιάζουν εξίσου απειλητικά μέσα στη νύχτα, και χτίζει μία ένταση η οποία σε κρατά καρφωμένο στο κάθισμα και για τις δύο σχεδόν ώρες που διαρκεί (κάποια στιγμή ένιωσα το χέρι της διπλανής να με αγκριφώνει από το μπράτσο). Ο δε Jack O’Connell δίνει μια εκπληκτική σωματικά εκφραστική ερμηνεία στον ρόλο ενός στρατιώτη αντι-ήρωα ο οποίος δεν είναι ο σκληρός μαχητής που επιβιώνει καθαρίζοντας ότι πετάει και κινείται, δεν βρισκόμαστε σε πατριωτικό videogame. Παρολ΄ αυτά, δεν έχουμε να κάνουμε με μια ιστορική πολεμική ταινία, προλαβαίνω όσους θα πάνε στο σινεμά με προκαταλήψεις στο σακίδιο (όπου ως γνωστόν εμείς οι έλληνες είμαστε πάντα με τον αδύνατο, αρκεί να μην είμαστε εμείς οι ισχυροί), δεν καταγγέλλει ούτε αναλύει, περισσότερο δίνει τροφή για σκέψη και περαιτέρω ψάξιμο. Κυρίως όμως είναι μια ταινία η οποία προσπαθεί να αποκαλύψει πως τα γρανάζια της ιστορίας εμπλέκουν στις αιχμές τους μικροϊστορίες ανθρώπων οι οποίοι ουσιαστικά δεν έχουν καμία επιλογή, καμία εναλλακτική και την ώρα της φωτιάς μένουν με το ζωώδες ένστικτο της επιβίωσης. Ακόμη κι αν είναι με την πλευρά του «κακού, του θύτη. Και αν «εκ του καναπέος» σας νομίζετε ότι οι επιλογές αυτές είναι εύκολες, αναρωτιέμαι πόσοι από εσάς που θεωρητικά είστε εναντίον του στρατού, των όπλων και της βίας, τολμήσατε (εν καιρώ ειρήνης και χαλαρότητας μάλιστα) να παρακούσετε το χαρτί της «μαμάς πατρίδας»;– 20.000 days on earth (20.000 μέρες στη γη) – Jane Pollard/Iain Forsyth
Στο ντιβάνι με τον Nick. Μια μέρα στη ζωή του Nick. Ο Nick για τον Cave. Ας αφήσουμε τους εγωισμούς και ας μιλήσουμε λίγο για τον Nick. Θα μπορούσαν να είναι και εναλλακτικοί τίτλοι αυτού του ντοκιμαντέρ για τον Nick Cave. Προτιμήθηκε υποθέτω ο πιο ευφάνταστος «20.000 ημέρες στη γη» (και ουχί ο κάπως ανοικονόμητος «28 εκατομμύρια λεπτά στη Γη»). Η ταινία παρακολουθεί μια φανταστική «τυπική» ημέρα στη ζωή του Cave, ξεκινάει με το ξυπνητήρι να χτυπάει σαν τρελό, μην με ξυπνάς απ τις έξι, ο Nick όμως απτόητος σηκώνεται, με το μαλλί στην τρίχα εννοείται και το παντελόνι στην άψογη τσάκιση, έτσι είναι οι (ροκ) σταρ δεν είναι σαν κι εμάς τους κοινούς θνητούς που σηκωνόμαστε με τις πυτζάμες και το αναμαλλιασμένο κεφάλι. Μετά αφήνουμε το (μάλλον αποστειρωμένο) σπιτικό του και η κάμερα τον ακολουθεί στην καθημερινή δραστηριότητα, όχι μη νομίσετε ότι πηγαίνει στο σουπερμάρκετ, στην τράπεζα ή στην εφορία, όοχι… Ξεκινάμε με επίσκεψη στον Ψι όπου μιλάει για τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη σεξουαλική του εμπειρία, μετά το σκηνικό μεταφέρεται στο στούντιο όπου καταγράφει το «work in progress» του τελευταίου άλμπουμ του «Push the sky away», μετά στο αυτοκίνητο, όπου παρελαύνουν παλιοί συνεργάτες και φίλοι σε φάση «ας αφήσουμε όμως τα δικά μου και πες μου τα δικά σου. Μίλα μου για μένα», η Kylie (στο πίσω κάθισμα), ο ηθοποιός Ray Winstone, ο Blixa με προγούλια (του γάμου και/ή της ηλικίας;) σε ένα σύντομο αμήχανο πέρασμα, ίσα για να πειστούμε ότι δεν πλακώθηκαν κατά τον χωρισμό, μετά επίσκεψη στο σπίτι του πιστού Warren Ellis για αναπόληση πάνω από ένα πιάτο χέλια με μαύρα μακαρόνια, μετά πάλι δουλειά στο στούντιο, μετά στο αρχείο-μουσείο (του) για σκάλισμα παγωμένων από τον φωτογραφικό φακό αναμνήσεων (του), κάπου εδώ εμφανίζεται και η σκιά μόνο του Mick Harvey, στο τέλος πίτσα με τα παιδιά μπροστά στην TV. Η κάμερα ελάχιστες φορές αφήνει το πρόσωπο του Nick, οι σκηνοθέτες είναι προφανές ότι βρίσκονται υπό την επήρεια και καθοδήγησή του (και ουχί, ως είθισται, το αντίστροφο).
Δεν ξέρω πόσοι (από το ασφυκτικά γεμάτο και …sold-out εδώ και μέρες Ιντεάλ, ανήμερα των γενεθλίων του Nick μάλιστα) περίμεναν κάτι διαφορετικό, μια ματιά ίσως των σκηνοθετών πίσω από την δημόσια εικόνα του ροκ σταρ, αν υπήρχαν τέτοιοι θα έμειναν με την ματαιωμένη προσδοκία. Στην πραγματικότητα δεν θα την αποκαλούσαμε καν βιογραφία. Πρόκειται περισσότερο για τη ματιά προς τα πίσω ενός νάρκισσου (ποιος δεν είναι;) μουσικού, ο οποίος προσπαθεί να κατασκευάσει/ανακαλύψει/εφεύρει ένα αφήγημα ζωής (ποιος δεν το κάνει;) το οποίο να στηρίζει το παρόν και να αποτελεί βάση για το μέλλον.
Κάπου εδώ θα μπορούσα να πω ότι η ταινία αφορά μόνο τους ουκ ολίγους φανατικούς οπαδούς του Σπηλιά (στους οποίους ποτέ δεν άνηκα, πόσο μάλλον τώρα που έχω μερικές …χιλιάδες μέρες να ακούσω καλό άλμπουμ από τα χεράκια του), όμως ο άνθρωπος λέει κατά στιγμές ενδιαφέροντα πράγματα, ειδικά όσον αφορά τη διαδικασία παραγωγής ενός τραγουδιού, της οποίας προσδίδει μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση. Το σίγουρο πάντως είναι ότι κράτησε τις αποστάσεις και δεν κουνήθηκε ούτε τρίχα, ούτε μια ζάρα δεν σχηματίστηκε στο ατσαλάκωτο προσεκτικά χτενισμένο image του. Κι αν η λέξη image υπονοεί κάτι το ψεύτικο, σκέφτομαι ότι αυτό δεν είναι η τέχνη; Ένα παραμύθι. Και τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα, που έλεγε και ο Παύλος ο Παυλίδης.


Resistance

– Natural Resistance (Φυσική αντίσταση) – Jonathan Nossiter
H ταινία αυτή είναι φαινομενικά μόνο για το κρασί. Φαινομενικά λέω, διότι στην ουσία της είναι πολιτική, όχι με την έννοια που «όλα είναι πολιτικά», αλλά με την κυριολεκτική και μάλιστα την στρατευμένη της έννοια. Ο δημιουργός είχε κάνει αίσθηση πριν σχεδόν μια δεκαετία με το «Mondovino», στην ίδια μαχητική γραμμή συνεχίζει και στην «Φυσική αντίσταση». Έτσι εδώ παίρνει την κάμερα στο χέρι και περιδιαβαίνει αμπελώνες και οινοποιεία της Τοσκάνης, του Πεδεμοντίου, της Εμίλια και συζητά με μικρούς παραγώγους και καλλιεργητές. Σαν ντοκιμαντέρ τεχνικά δεν διεκδικεί ιδιαίτερες κινηματογραφικές δάφνες, εμφανώς δεν είναι αυτός ο σκοπός του, αν και προσπαθεί να σπάσει τη μονοτονία του μπλα-μπλα με παρένθετες εικόνες από παλιές ιταλικές ταινίες οι οποίες σχολιάζουν (χμμμ) τα λεγόμενα. Το πνεύμα του «Αντισταθείτε» διαποτίζει το φιλμ με πολύ πάθος, οφείλουμε δε να του πιστώσουμε το γεγονός ότι εστιάζει σε περιπτώσεις οι οποίες δρουν θετικά και δεν μένει στην στείρα άρνηση. Όμως απαιτείται ένα κριτικό και καχύποπτο μάτι για να ξεχωρίσει μισές αλήθειες (όπως οι παρατηρήσεις για τον συντηρητικό ρόλο που έχει αρχίσει να παίζει η καλών αρχικών προθέσεων ετικέτα ΠΟΠ -Προστασία Ονομασία Προέλευσης-, μιας και ως γνωστό η προτυποποίηση επιφέρει και ομογενοποίηση) από τις συνωμοσιολογικές περικοκλάδες, τις μεταφυσικές …βιοδυναμικές δοξασίες και τα επιστημονικά αστήρικτα επαγωγικά άλματα (του τύπου π.χ. «θέλουν να ελέγχουν την τροφή μας, άρα να ελέγχουν την σκέψη μας» οι κάποιοι, οι κακοί καπιταλιστές εννοείται). Και έτσι από την υπερβολή των πρόσθετων και των φυτοφαρμάκων εύκολα φτάνουμε στο άλλο άκρο μιας ανορθολογικής, αντι-τεχνοκρατικής και αντι-διανοουμενίστικης (πφφφ, τα πανεπιστήμια δεν μας μαθαίνουν τίποτε, είναι σκλάβοι της αγοράς, οι αγράμματοι αγρότες είναι αυτοί που γνωρίζουν την αλήθεια) στάσης, μιας νοσταλγίας για τα χρόνια πριν από την «παρακμή» η οποία γειτνιάζει λίαν επικίνδυνα με μοδάτες εσχάτως ολοκληρωτικές ιδεολογίες. Και όλα αυτά σε μια Δύση η οποία …νομίζει ότι υποφέρει, η οποία πάσχει από παχυσαρκία και (νομίζει ότι πάσχει) από δυσανεξία στη γλουτένη και αναζητεί τη σωτηρία στον ιδεολογικοποιημένο διατροφικό ηθικισμό και στα (παγκοσμιοποιημένα;) γκόντζι-μπέρια. Και εννοείται εκφράζει ευαισθησία και συμπόνια για την κατάσταση στον άλλο τρίτο κόσμο. Τούτα όμως είναι θέματα πολύπλοκα και απαιτούν μακρά συζήτηση, ίσως να τα κουβεντιάσουμε με ένα ποτήρι καλό κρασί. Μα το ρωτάτε; Εννοείται βιολογικού…– Rocks in my pockets (Πέτρες στις τσέπες μου) – Signe Baumane
Νομίζω ότι είναι γνωστό από παλιά ότι η τέχνη είναι (και) μια δημόσια αυτο-ψυχανάλυση (ακόμη και η κριτική της, καλή ώρα), ένας τρόπος να φιλτράρεις το πανανθρώπινο και να το κάνεις προσωπικό αλλά και ένας τρόπος να κοινωνήσεις το απόλυτα προσωπικό και να το κάνεις πανανθρώπινο. Νομίζω επίσης ότι είναι γνωστό (όχι από τόσο παλιά αυτό) ότι με την ένατη τέχνη, τα κόμικς, μπορείς να προσεγγίσεις θέματα ασήκωτα σοβαρά με μια ανάλαφρη σοβαρότητα και με μια οπτική η οποία μπορεί να φτάσει πιο εύκολα στην καρδιά. Κάτι τέτοιο κάνει και η Λετονή Signe Baumane σε τούτο το ταινιάκι. Αγγίζει το βαρύ θέμα της ψυχικής νόσου, της κατάθλιψης, της δικής της κατάθλιψης και αναζητά τη ρίζα του κακού στα καταραμένα τα γονίδια, πιάνοντας το νήμα από την γιαγιά της την Άννα, η οποία δεν κατάφερε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στο ποτάμι γιατί δεν είχε «πέτρες στην τσέπη» και φτάνοντας μέχρι τη σημερινή γενιά και τελικά στην ίδια. Η οικογενειακή αυτή σάγκα ξεδιπλώνεται με χιούμορ, άλλες φορές κυνικό και άλλες φορές συγκινητικό, με φόντο τη μαρτυρική ιστορία της Λετονίας του 20ου αιώνα η οποία σημαδεύτηκε (και κατ’ ουσία σημαδεύεται ακόμη) από δύο επώδυνες κατακτήσεις, από ναζί και σοβιετικούς. Το φιλμ είναι όμορφα κινηματογραφημένο με την τεχνική του stop motion animation, όλα τα κάνει η ίδια η Baumane, one-woman show, από το σκίτσο και το σενάριο μέχρι και την αφήγηση με την ιδιάζουσα, κάπως αστεία αλλά εκφραστική προφορά της στα αγγλικά. Πραγματικά δεν ξέρω αν η ρίζα της κατάθλιψης είναι πράγματι εκεί που την αναζητά η δημιουργός, στο DNA δηλαδή και την κληρονομικότητα, εδώ μπαίνουμε σε μια οριακή και λίαν αμφιλεγόμενη ζώνη της ιατρικής (θυμήθηκα τώρα το SPK που δήλωνε ότι νόσος είναι ο καπιταλισμός π.χ.). Το σίγουρο είναι ότι η τέχνη μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματικός σύντροφος από τις μοντέρνες χαπακο-κεντρικές πρακτικές σε αυτή την προσωπική μάχη δίχως τέλος αλλά με ελπίδες. Και από ελπίδες το φιλμάκι τούτο αφήνει αρκετές…


Canal

– The canal (Το κανάλι) – Ivan Kavanagh
Στον μουσικό βιότοπο ανθεί τα τελευταία χρόνια μια τάση, θα μπορούσαμε να την πούμε και μουσική του συλλέκτη δίσκων, η οποία αξιοποιώντας τη σχεδόν απεριόριστη διαθεσιμότητα μνήμης και αποθηκευτικού χώρου, τρυγάει και κορφολογεί ήχους από κάθε ξεχασμένη και αξέχαστη γωνιά του μουσικού παρελθόντος, τους συγχωνεύει χωρίς να τους (πολυ)χωνεύει και … ιδού ένα αποτέλεσμα όπου το name-dropping ψαγμένων επιρροών είναι πιο σημαντικό από τη μουσική την ίδια. Κάτι αντίστοιχο αλλά στο κινηματογραφικό πεδίο μου θύμισε η ταινία «Το Κανάλι» του Ιρλανδού σκηνοθέτη Ivan Κavanagh. Και ο ίδιος νομίζω μας κλείνει κατά κάποιον τρόπο το μάτι βάζοντας τον ήρωά του να εργάζεται ως …αρχειονόμος σε μια κινηματογραφική βιβλιοθήκη, με απεριόριστη πρόσβαση σε φιλμάκια του απώτερου αλλά και απώτατου παρελθόντος. Η ταινία θα έλεγε κανείς ότι είναι ουσιαστικά μια επιτομή ταινιών ψυχολογικών και …αψυχολόγητων θρίλερ, δεν θα αναφέρω σκηνοθέτες, από κάθε έναν από τους μεγάλους του χώρου μπορεί να αναγνωριστεί μια επίδραση. Το στόρυ από μόνο του αποκαλύπτει πολλά: ένα ευτυχισμένο ζευγάρι νοικιάζει το καινούργιο του σπίτι δίπλα στο κανάλι, αποκτάει και παιδί, μέχρι που… Ο σύζυγος ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του έχει εραστή και ότι στο σπίτι τους πριν από κα’ναν αιώνα είχαν διαπραχτεί κάμποσοι φρικτοί φόνοι. Κι αν αυτό ήδη κάτι σας θυμίζει, η συνέχεια είναι έχει όλα τα κλισέ και συμφέρει, ψιθύρους, φωνές από το υπερπέραν, χαλασμένες λάμπες σε δημόσιες τουαλέτες (μα τι κάνει ο δήμος Δουβλίνου;), τριξίματα (μα αυτές οι πόρτες, να μην τις λαδώνει κανένας;), μια κάμερα η οποία αποκαλύπτει όσα δεν βλέπει το μάτι, βήματα στον πάνω όροφο, λίγες splatter-κέτσαπ σκηνές έτσι για έξτρα γεύση, και όπως όλα τα θρίλερ ένα αθώο παιδί σαν αντίστιξη στο περιρρέον κακό («μπαμπά, μπαμπά, ξύπνησα από έναν θόρυβο και θέλω να πάω για πιπί»). Η πολλή δουλειά η οποία έχει πέσει στο ηχητικό κομμάτι, περισσότερο να προσπαθεί να μας ξαφνιάσει παρά να μας τρομάξει και ίσως και να μας αποσπάσει από το προβλέψιμο τέλος που το βλέπαμε να έρχεται ήδη από το πρώτο μισάωρο. «Ώρα να αλλάξουμε κανάλι αγάπη μου» ετοιμάστηκα να πω κάποια στιγμή, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είμαστε σε κινηματογράφο και συγκρατήθηκα…– Finding Fela! (Ανακαλύπτοντας τον Φέλα Κούτι) – Alex Gibney
Εδώ έχουμε την ανάποδη περίπτωση από αυτή που απαντούμε συχνά στα μουσικά ντοκιμαντέρ (βλέπε παραπάνω και παρακάτω). Ο τύπος (ο σκηνοθέτης) είναι επαγγελματίας. Με αμφότερες τις έννοιες και τις σημασίες. Τον λένε λοιπόν Alex Gibney, είναι …αλυσίδα παραγωγής ντοκιμαντέρ επί παντός του επιστητού, από τον ποδηλάτη Lans Armstrong και τα Wikileaks έως την Αλ Κάιντα και τη σεξουαλική κακοποίηση στην καθολική εκκλησία. Έχει πάρει κι ένα αγαλματίδιο του θείου Όσκαρ ως επιστέγασμα όλων αυτών. Εδώ, όπως είναι προφανές από τον τίτλο, καταπιάνεται με την προσωπικότητα του Fela Kuti. Ποιος είναι ο Fela Kuti όμως; Το βασικό προτέρημα του ντοκιμαντέρ αυτού είναι ότι ακόμη κι αν στην παραπάνω ερώτηση απαντήσει κάποιος «ιδέα δεν έχω», μετά από δύο ώρες παρακολούθησης θα έχει μια σχεδόν πλήρη εικόνα της μουσικής και της πολιτικής ιδεολογίας του σπουδαίου αυτού Νιγηριανού (ή μήπως να πω καλύτερα Παν-αφρικανού ή Καλακουτιανού;) μουσικού. Ενός μουσικού ο οποίος πέρασε των παθών του τον τάραχο από το δικτατορικό καθεστώς της χώρας, ήρθε σε ανελέητη σύγκρουση μαζί του, χρησιμοποίησε ακόμη και τη «μουσική σαν όπλο», και παρά τις αντιφάσεις, τις μεγαλομανίες και το κάψιμο από τον μυστικισμό (αυτά είναι μέσα στην αφρικάνικη ψυχή) θα μείνει στην ιστορία ως ο θεμελιωτής αλλά και ο χτίστης ενός μουσικού ιδιώματος το οποίο ονομάστηκε afrobeat, μιας συνάντησης της τοπικής μουσικής με δυτικά μουσικά δάνεια (αλλά και αντιδάνεια) με επιρροή πολύ πέραν των θεωρητικών του ορίων (να θυμίσω την ρήση του Brian Eno για τους Neu!, τον James Brown και τον Kuti;). Η ταινία βασίζεται σε μια εξαιρετική ερευνητική δουλειά, παρακολουθεί όλη την πορεία με κινητήρα αφήγησης ένα μιούζικαλ που ανέβηκε στο …Broadway με θέμα την ζωή του Kuti, έχει αρχειακό υλικό, καίριες συνεντεύξεις, αυτό που μοιάζει όμως να της λείπει είναι αυτό το …κάτι παραπάνω που θέλω, ένα πάθος και μία εντρύφηση στο θέμα που να μην αρκείται μόνο στο πληροφοριακό επίπεδο, αλλά που μπορεί να σε συνεπάρει και να σε συγκινήσει. Ας είναι, ακόμη κι έτσι χρησιμότερη είναι από μια ταινία ενός φαν ο οποίος δεν θα είχε ιδέα από τους κανόνες στησίματος ενός ντοκιμαντέρ. Αν τώρα για το afrobeat, για τον Fela και όχι μόνο, θέλετε να διαβάσετε κάτι το οποίο να συνδυάζει το φαν με τη γνώση, θα σας παραπέμψω σε κάτι όχι πολύ μακρινό από τούτη τη σελίδα (themes.asp?id=16198).


party

– Party Girl – Marie Amachoukeli-Barsacq/Claire Burger/Samuel Theis
Οικογενειακή υπόθεση είναι τούτη η γαλλική ταινία. Η Sonia Theis-Litzemburger παίζει τον εαυτό της εδώ, τα παιδιά της από δίπλα, ένα από αυτά είναι μάλιστα πίσω από την κάμερα. Η Ανζελίκ, μια ελαφρώς σιτεμένη αρτίστα του καμπαρέ κάπου στη γερμανογαλλική μεθόριο, νιώθει το χρόνο να περνά στα σφριγηλά κορμιά των νεαρών συναδελφισσών της, τα παιδιά της από τυχαίες (ακόμη και άγνωστες γνωριμίες) έχουν πια μεγαλώσει, μέχρι και εγγόνια έχει, αλλά αυτή εκεί, στη δουλειά, ξενυχτάει, πίνει σαν να ήταν ακόμη νεαρή πεταλουδίτσα, με μάτια βαμμένα τα οποία περισσότερο αποκαλύπτουν παρά κρύβουν ηλικίες. Κάπου εκεί εμφανίζεται ο επίσης ναυαγισμένος στη ζωή παλιός πελάτης και της προτείνει γάμο και μια άλλη ζωή. Το προφανές ερώτημα είναι: θα προσαρμοστεί η περπατημένη καμπαρετζού στην καινούργια συνθήκη, τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς της; Και τι συμβαίνει όταν αυτή η μαθημένη να γδύνεται μπροστά στον πελάτη, αυτή που άλλαζε τους άντρες σαν τα λεοπαρδαλέ κορμάκια της, τώρα πλέον δεν μπορεί, γιατί νιώθει ότι άλλο η δουλειά άλλο ο έρωτας; Το κλείσιμο της ταινίας, με την ταιριαστή μουσική του «Party Girl» της Chinawoman, αφήνει μια κάποια γεύση πίκρας για τις ζωές που πήραν λάθος δρόμο, ή καλύτερα, για τις ζωές οι οποίες πήραν έναν δρόμο τον οποίο ποτέ δεν τόλμησαν να αλλάξουν. Θυμήθηκα εδώ την χιλιανή ταινία «Τζούλια» (βλέπε περσινό απολογισμό), οι δύο ταινίες έχουν πολλές ομοιότητες, μόνο που εκεί η Τζούλια καταλήγει να πάρει τη ζωή στα χέρια της, εδώ η Ανζελίκ μοιάζει με ένα ανώριμο και αφελές κοριτσάκι σε συσκευασία μεγάλης γυναίκας το οποίο αφήνεται στη μοίρα του «better the devil yοu know», γιατί έτσι, γιατί έτσι έχει μάθει, γιατί «είναι ο εαυτός της». Ποιος μπορεί βέβαια να την κακίσει για κάτι τέτοιο;– Pulp: A film about life, death and supermarkets – Florian Habicht
Ακόμη σα να αισθάνομαι στο λαιμό να με βραχνιάζει η άμμος που είχε ξεσηκώσει το «Common People» στην αξέχαστη Φρεαττύδα του 1998, ακόμη και οι ίδιοι τη θυμούνται εκείνοι «τη συναυλία στην παραλία» όπως μας είπε ο ντράμερ Nick Banks μετά την ταινία, τα τραγούδια με στέλνουν πίσω στο παρελθόν, με σκέψεις «που ήμουν-που είμαι», πως πέρασαν τα χρόνια, 16 ολάκερα, στην οθόνη μια κυρία σε αναπηρικό καρεκλάκι εξηγεί γιατί λατρεύει τη μουσική των Pulp, ένα πνιχτό γελάκι διατρέχει την αίθουσα, γίνεται συγκίνηση με μια παρέα ηλικιωμένων οι οποίοι τραγουδούν όλοι μαζί το «Help the aged», και έτσι είναι, οι Pulp ανήκουν πια σε περασμένες γενιές, σε κάποιον σημερινό έφηβο θα ακούγονται όπως ακούγονταν σε μένα, στα μέσα των 80s ονόματα όπως οι Kinks. Παλιοί, πολύ παλιοί… Στο φιλμάκι του Νεοζηλανδού σκηνοθέτη πρωταγωνιστές δεν είναι μόνο οι Pulp, αλλά και οι οπαδοί τους, μια εφηβική ποδοσφαιρική ομάδα κοριτσιών με χορηγό στη φανέλα το brand name …Pulp, μια τοπική γυναικεία χορωδία, ταξιδιώτες από μακριά, νοικοκυρές με ραμμένο το όnoma Jarvis στο εσώρουχο, κοινοί άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, βασικά ολόκληρη η πόλη του Σέφιλντ εμπλέκεται, με αφορμή και την καταληκτήρια συναυλία της περιόδου επανασύνδεσης το 2012. Το Σέφιλντ, μια σκληρή βιομηχανική πόλη του βρετανικού Βορρά με γεωγραφικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες στις οποίες αναγνωρίζεις ρίζες ήχων τόσο διαφορετικών όπως ο βιομηχανικός των Cabaret Voltaire, ο ηλεκτρονικός των Autechre ή η λευκή soul των ABC. Και η ποπ των Pulp φυσικά. Θα έμπαινα τώρα στο πειρασμό να αναλύσω γιατί τότε (και τώρα ακόμη) τους ξεχώριζα από τον υπόλοιπο συρφετό της brit pop, αλλά το κειμενάκι αυτό αφορά την ταινία για τους Pulp. Και όμως, η ταινία αυτή δίνει μια κάποια έμμεση απάντηση. Και ας πρόκειται για ένα φαν ντοκιμαντέρ, κι ας στερείται πληρότητας, τα 10 και πλέον άνυδρα (τουλάχιστον από άποψη επιτυχίας) χρόνια πριν από το «His ‘n’ Hers» περνάνε κι εδώ εξίσου απαρατήρητα και αμνημόνευτα (το μυστικό έμεινε με ασφάλεια μεταξύ μας, όπως ήταν και ο τίτλος μιας θρυλικής συλλογής). Ακόμη κι έτσι όμως η ταινία αποκαλύπτει την αντισυμβατική αλλά ταυτόχρονα διόλου σοβαροφανή οπτική ανθρώπων κοινών οι οποίοι όμως κατάφεραν να μετουσιώσουν θέματα της τετριμμένης καθημερινότητας σε τέχνη. Κι ας μην είναι ο Cocker (ο Jarvis ε, όχι ο Joe) ένας «common people». «Έχει όμως τις δυνατότητες να είναι», μας λέει στον φακό ο κιθαρίστας Mark Webber.

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε