Bjork – Biophilia (One Little Indian)

1. Moon
2. Thunderbolt
3. Crystalline
4. Cosmogony
5. Dark matter
6. Hollow
7. Virus
8. Sacrifice
9. Mutual core
10. Solstice

Μία από τις πιο δημοφιλείς ίντριγκες-κόντρες στον μικρόκοσμο των μουσικόφιλων (παρακαλώ ο όρος να εκληφθεί ως συμπεριλαμβάνον και την αρρωστημένη του εκδοχή) είναι η απάντηση στην ερώτηση: «ποιος έπαιξε πρώτη φορά ….» (συμπληρώστε το είδος μουσικής κατά βούληση). Κατ’ αρχήν υπάρχει η «λαϊκή» απάντηση, αυτή που έχει περάσει και στη συλλογική συνείδηση. Όχι όμως πτωχοί τω πνεύματι και τη γνώσει λαϊκοί, πάντα θα βρεθεί κάποιος καρδινάλιος του χώρου ο οποίος θα ισχυριστεί ότι «υπάρχει και ο δίσκος του …Harold Unknown ο οποίος έπαιζε τέτοια πράγματα πολλά χρόνια πριν οποιοσδήποτε το διανοηθεί». Για να συνεχιστεί μετά αυτό το γαϊτανάκι και η επίδειξη γνώσεων και δισκοκατοχής μέχρι εξαντλήσεως της …εκκλησιαστικής ιεραρχίας, μέχρι κάποιος «Πάπας» να ισχυριστεί ότι «αυτά τα πρωτοέπαιξε ο Joss Veryunknown στο δωμάτιό του και υπάρχουν μόνο σε μια σπάνια ηχογράφηση η οποία βγήκε σε 10 μόνο αντίτυπα – την οποία φυσικά και έχω και κοστίζει και 500 ευρώπουλα στο e-bay». Ωραία… Βρίσκετε(αι) κάποιο νόημα σε όλο αυτό;

Για να καταθέσω απερίφραστα τη δική μου άποψη: κανένα. Ματαιότης ματαιοτήτων. Θυμάμαι εκείνες τις προσπάθειες των γεωγράφων του 19ου αιώνα να ανακαλύψουν την πηγή του Νείλου, πριν συνειδητοποιήσουν ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, διότι απλούστατα δεν υπάρχει μία. Το ίδιο ισχύει και στη μουσική. Και εν τέλει (αλλά και κατ’ αρχήν), έχει άραγε μεγαλύτερη αξία και σημαντικότητα εκείνος που πρώτος εφάρμοσε μια τεχνική ή χρησιμοποίησε κάποια καινοφανή οργανολογία, ή μήπως εκείνος ο οποίος την τελειοποίησε, τη διαμόρφωσε, της έδωσε σχήμα και μορφή και την πέρασε σε ένα μεγαλύτερο ακροατήριο πέραν από τους στενούς ακαδημαϊκούς κύκλους; Η απάντηση ανοιχτή για τον καθένα…

Μακροσκελής η εισαγωγή, φρονώ πάντως ουσιώδης. Γιατί με αυτό το πνεύμα κατά νουν θα αντιμετωπίσω το νέο δίσκο του ισλανδικού ξωτικού (χαχα, νομίζατε θα γλιτώνατε). Το «Biophilia», το οποίο και υπερηφανεύεται ότι είναι ο πρώτος δίσκος (ή project) ο οποίος έχει γραφτεί με τη βοήθεια εφαρμογών (applications για να …συνεννοούμαστε) σε iPad και iPhone και άλλα τέτοια δημοφιλή μαραφέτια, χάρις στα οποία και μέσα από ένα σωρό αμετροεπείς ανοησίες, ο Steven Jobs λίγο έλειψε να αναγορευτεί σε «καινοτόμο» του αιώνα (αλήθεια, ποτέ δεν κατάλαβα επίσης τα …οπαδικά αισθήματα απέναντι σε μια οποιαδήποτε εταιρεία, πόσο μάλλον μια τόσο συντηρητική όπως η Apple). Το κενό της καταναλωτικής μετα-νεωτερικότητας;

Επιπροσθέτως ο δίσκος μας έρχεται με μια συσκευασία η οποία περιλαμβάνει από οικολογικά μηνύματα, λίγη φύση και κάμποση οικολογία (από κάτι τέτοια που τσιμπάνε οι εναλλακτικοί πελάτες), το σύμπαν, βαρύγδουπες συμμετοχές επιστημόνων, το βάρος του ΜΙΤ και του National Geographic, ιστορίες για κάθε κομμάτι, διαδραστικά καλούδια και διάφορα άλλα παραφερνάλια. Παρολ’ αυτά εγώ θα επιμείνω παραδοσιακά και «οπισθοδρομικά»: η αισθητική είναι πάντοτε ο πρώτος και ο τελευταίος κριτής. Και το μέσο έχει προ πολλού πάψει να είναι σημαντικότερο από το μήνυμα..

Και τι έχουμε λοιπόν στο «Biophilia»; Θα μπορούσα για λόγους …πνευματικής οικονομίας να αντιγράψω τον παλιότερο εαυτό μου: «Έτσι και στο «Volta» επί μία ώρα την ακούμε να ακκίζεται, να τσιρίζει, να ανεβοκατεβαίνει αυτάρεσκα τις κλίμακες, να γκρινιάζει σε μια ατελείωτη εκνευριστική λογοδιάρροια. Κανένας χώρος για να αναπνεύσουν οι μουσικές, τις οποίες πνίγει με τη χάρη …βόα-συσφιγκτήρα».

Στην πραγματικότητα εδώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Γιατί μέσα από το προφανέστατο άγχος της να παραμείνει στην πρώτη γραμμή, στην εμπροσθοφυλακή, στην αβάν-γκάρντ δηλαδή, με όλο αυτόν τον τεχνολογικό συρφετό γύρω της, τα φωτεινά πλήκτρα, τις οθόνες αφής και τα πηνία Tesla, η Bjork …ξέχασε μια λεπτομέρεια: να γράψει τραγούδια.

Είναι σαφές ότι έχει την τεχνική και την εμπειρία να στήνει ηχητικά περιβάλλοντα, το αποτέλεσμα όμως καταφέρνει στην καλύτερη περίπτωση να ακούγεται μηχανιστικό, σχεδόν προσχηματικό θα έλεγα. Στην δε χειρότερη δυστυχώς δεν είναι καν κακόγουστο, αλλά απλά και μόνο αδιάφορο. Σαν το οξυγόνο: άχρουν, άοσμο και άγευστο.

Μετά δυσκολίας μπορείς να ξεχωρίσεις το «Crystalline», σαν τον μονόφθαλμο (και μάλιστα με πολύ βαριά …μυωπία) μέσα στο βασίλειο των τυφλών. Από κει και πέρα απομένει μόνο αυτή η Φωνή. Η γνωστή φωνή, η οποία περιττεύει πια να σημειώσω ότι είναι από εκείνες που διχάζουν τα γούστα και ότι αν δεν σου αρέσει μπορεί να γίνει εξαιρετικά ενοχλητική. Και μια φωνή εδώ αλαλάζουσα με …υπο-αρκτικό πάθος εν κενώ έμπνευσης (ενίοτε με συνοδεία πασχουσών από βλεφαρόπτωση χορωδιών).

Το μέλλον (ευτυχώς) ούτε προβλέπεται και ακόμη περισσότερο ούτε εκβιάζεται, οι δε προφήτες έχουν πεθάνει και γίνει εικονίσματα εδώ και αιώνες. Πέρα λοιπόν από υπερφίαλες δηλώσεις για «σελίδες που γυρίζουν» και για «το αύριο που γεννιέται», τα εργαστήρια του αύριο βρίσκονται σε ανώνυμα δωμάτια, η καρδιά του μέλλοντος χτυπά σε δημιουργούς τους οποίους δεν θα τους γνωρίσουμε μέσα από κανένα δελτίο τύπου και καμία κατεστημένη διακήρυξη προθέσεων. Μόνο εκ των υστέρων θα σπεύσουμε να εξηγήσουμε, όπως έχει συμβεί τόσες και τόσες φορές στην Ιστορία…

4

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε