Ελληνόφωνο ροκ: 11 καλύτεροι δίσκοι


Panx RomanaΤο γαϊδούρι… Αυτό το συμπαθές τετράποδο με τα μεγάλα αυτιά και το μελαγχολικό βλέμμα θα μπορούσε να γίνει το ανεπίσημο έμβλημα της σκηνής του αποκαλούμενου ελληνικού ροκ. Γιατί απαιτεί γαϊδουρινή υπομονή και αντοχή η προσπάθεια να σταθεί κάποιος μουσικός και να δημιουργήσει με επιτυχία στο εντελώς αφιλόξενο περιβάλλον που λέγεται ελληνική «ροκ» σκηνή (δεν μ’ αρέσει ο όρος, αλλά πρέπει να συννενοηθούμε με κάποιο τρόπο!). Ένα περιβάλλον οικονομικής και διανοητικής μιζέριας, και, το χειρότερο για ένα μουσικό, αδιαφορίας. Και όταν μιλάμε για επιτυχία δεν την εννοούμε με τα μέτρα και τα σταθμά ενός νεογιάπι που την μετράει σε ίππους μηχανής, αξία κοστουμιού και μάρκα κινητού. Επιτυχία στην ελληνική σκηνή έφτασε να είναι το να καταφέρεις να βγάλεις 2 δίσκους. Ο δε βιοπορισμός από τη μουσική ήταν πάντα μια χίμαιρα για τους Έλληνες μουσικούς.

Ελληνικού ροκ το αφιέρωμα λοιπόν… Πονεμένη ιστορία. Όρος που πέρασε από …σαράντα περιεχόμενα (και κύματα!). Μερικές προσωπικές αναμνήσεις: θυμάμαι το διακριτικό πλεύρισμα της νέας συμμαθήτριας στο φροντιστήριο, που οι πρώιμα θάλλοντες καρποί του στήθους της είχαν τραβήξει έναν άγουρο μαθητή γυμνασίου. Η φράση «ακούω ελληνικό ροκ» είχε ποτίσει τον ενθουσιασμό του μαθητή. Μέχρι να έρθει η «επιβεβαίωση»: «ξέρεις τώρα, Ρίτα Ριτάκι, Ευλαμπία, Μπανάκι-Μανάκι»… Προσγείωση…

Αυτή ήταν τότε η γενικότερη αντίληψη για το τι εστί ελληνικό ροκ. Οι ειδήμονες «δάσκαλοι» του χώρου δεν πήγαιναν πίσω. Η ατάκα «για ελληνικό, καλό είναι» ξεφύτρωνε στις περισσότερες δισκοκριτικές των καιρών. Να προσθέσω κι ένα περιρρέον κλίμα απαξίωσης προς την ροκ (αλλά και την ποπ) μουσική που βαστούσε από τα χρόνια του 60 ήδη, από τους γιε-γιέδες και τους «τεντιμπόηδες». Να προσθέσω κι έναν ιδιάζοντα αριστεροδεξιό τοπικισμό με «αντιμπεριαλιστικά» κίνητρα (να θυμηθώ π.χ. ότι για τους Κνίτες το ροκ ήταν «μουσική του σατανά», αμερικανόφερτη, και απευθυνόμενη σε πρεζάκια;) Εύφορο το έδαφος, ε;

Μαζί υπήρχαν και θεωρίες ότι το να τραγουδάς ροκ στα ελληνικά είναι σαν να τραγουδάς …δημοτικά στα αγγλικά (κάτι σαν …»Forty young guys from Levadia» δηλαδή). Κάποια στιγμή τις ενστερνίστηκα κι εγώ αυτές τις απόψεις. Ευτυχώς όμως δεν είμαι ακόμη τόσο μεγάλος ώστε να μην μπορώ να αλλάζω απόψεις… Και θεωρώ πλέον ότι είναι εσφαλμένη η σύγκριση της ροκ μουσικής με μια μουσική παραδοσιακή η οποία έχει ρίζες αιώνων. Το ροκ δεν έχει ζωή πάνω από 50 χρόνια. Και επίσης δεν έχει εθνική ούγια! Γιατί ανήκει σε μια οικουμενική παράδοση. Από που κι ως που δηλαδή είναι το ροκ, στοιχείο της αγγλικής παράδοσης, όταν τις ρίζες του θα τις βρούμε κυρίως στις ζούγκλες της Αφρικής; Ας είναι όμως…

Έτσι είχαν τα πράγματα στην αρχή. Και μετά ήρθαν, όχι οι …μέλισσες, αλλά οι Τρύπες. Και το κοινό έφτασε από τα 50 άτομα των σκοτεινών υπόγειων club στους 3500 του Λυκαβητού (τότε που «προοδευτικές» εφημερίδες έγραφαν πρωτοσέλιδα για «ροκ πέτρες» και χούλιγκανς!). Οι εταιρείες έτριψαν τα χέρια και πίστεψαν ότι βρήκαν νέα αγελάδα για άρμεγμα. Το ελληνικό ροκ έγινε μόδα. Μπάντες που χρόνια είχαν αγγλικό στίχο το γύρισαν στον ελληνικό και γνώρισαν επιτυχία (Magic de Spell π.χ.). Νέα group άρχισαν να ξεπετάγονται σαν μανιτάρια (υπάρχουν και …δηλητηριώδη όμως, μην το ξεχνάμε!). Νέα, τρόπος του λέγειν, γιατί όλοι έψαχναν απλώς τις …Νέες Τρύπες. Άντε και τα νέα Σπαθιά. Οι υπογραφές στα συμβόλαια έπεφταν βροχή, γέμισε ο τόπος με ψόφιους κοριούς και πράσινα άλογα, και το STAR ροκ διαφημίσεις. Και οι μουσικογραφιάδες λιβάνιζαν (ρητορικό ερώτημα: γιατί οι αναγνώστες διαμαρτύρονται (μέχρι και βρισιές έχουμε ακούσει) μόνο για αρνητικά σχόλια και κανείς δεν διαμαρτύρεται για υπερβολικά θετικά;) Η μόδα όμως μοιάζει με το απλό κρυολόγημα. Περνάει γρήγορα! Και όπως έλεγε και ο Γκοντάρ, ο καλύτερος τρόπος για να ξεπεραστείς γρήγορα είναι να είσαι απόλυτα μοντέρνος! Έτσι κι έγινε… Ο κόσμος έφαγε μία φορά την πατάτα, δύο, τρεις, μετά μπούκωσε και γύρισε την πλάτη. Και για άλλη μία φορά οι εταιρείες κατάφεραν να απαξιώσουν το ίδιο τους το προϊόν (και τώρα ψάχνουν να βρουν τις λόγους τις κρίσης στην …πειρατεία. Αξιοθρήνητοι…). Ακολούθησε μια άγρια «φυσική» (διάβαζε οικονομική) επιλογή όπου λίγοι επιβίωσαν Και δίπλα στα ξερά κάηκαν και πολλά χλωρά. Τώρα στη μόδα πλέον πέρασε το αγγλόφωνο. Μέχρι να ξαναγυρίσει πλευρά ο δίσκος…

Μια παρατήρηση πριν μπούμε στη λίστα. Προσπάθησα να αποφύγω όσο είναι δυνατόν τους συνήθεις και εύκολους ετεροκαθορισμούς του τύπου: Πλάτωνος; Η Ελληνίδα Laurie Anderson. Διάφανα Κρίνα; Οι Έλληνες Tindersticks. Τρύπες; Οι Έλληνες Gang of Four. Λευκή Συμφωνία; Οι Έλληνες Cure! Και πάει λέγοντας (και ..κλαίγοντας). Πάμε λοιπόν. Δίσκοι οι περισσότεροι οδοδείκτες της μνήμης. Αλλά και του παρόντος, και του μέλλοντος…
Γιαννάτου - Πλάτωνος1. Γκάλοπ – Λένα Πλάτωνος (1985)
Η οξείδωση που προκαλεί στο διάβα του ο χρόνος θωρακίζει την ψυχή με ένα προστατευτικό στρώμα που αποτρέπει υπερχειλήσεις και διαρροές. Επιπλέον… boys don’t cry! Πως να αντέξει όμως, όσο απρόσβλητο κι αν είναι, στη συναισθηματική επίθεση κρούσεως ενός δίσκου σαν κι αυτόν; Μόνη πλέον η Λένα, σε έναν δικό της κόσμο, δημιουργεί ένα έργο βαθύτατα ανθρώπινο, λεπτεπίλεπτο, κάνοντας τα synth να μιλήσουν με γυναικεία ευαισθησία και μια αφοπλιστική παιδικότητα (ας μην ξεχνάμε τη συμμετοχή της στην αξέχαστη Λιλιπούπολη των παιδικών μας χρόνων). Που να πρωτοσταθώ; Στον ανατριχιαστικό «Μάρκο» που «και τα μάτια του και σκοτωμένα ακόμη αγαπούσαν» (κι ας μην είμαι ζωόφιλος, τουλάχιστον με την «αστική» έννοια). Στο συγκινητικό «Εμιγκρέδες της Ρουμανίας», που άγγιξε βαθύτατα κάποιον που νιώθει πάντα μετανάστης και αναζητά «πιθανότητες ευτυχίας, στην περιοχή της αμερικάνικης πρεσβείας». Και… και… Και μια απορία: γιατί άραγε θεωρείται σαν καλύτερος της δίσκος το πρωτόλειο «Σαμποτάζ»; Ένας απλά συμπαθητικός δίσκος, που γέρνει πολύ περισσότερο προς το συμβατικό έντεχνο; Με το «Γκάλοπ» (αλλά και τις «Μάσκες Ηλίου» η Λένα έφυγε πολύ μπροστά, αφήνοντας πίσω της σκόνη καλπασμού. Οι υπόλοιποι Έλληνες μουσικοί, με αντανακλαστικά Ραν-Ταν-Πλαν, την πλησίασαν μετά από πολλά χρόνια…

2. Υπέρβαση – Metro Decay (1984)
Είναι ώρες που πνίγεσαι… Νύχτες δύσκολες που έχεις την ανάγκη να πάρεις τους δρόμους κυνηγημένος από σκέψεις. Με τέτοιες εικόνες έχω συνδυάσει αυτό το δίσκο. «Το πάγωμα του πάθους» «Φώτα εκτυφλωτικά, φώτα, ψυχρή φωτιά». Αυτό το σκοτεινό bass synth. Η πνιγηρή φωνή… Στιγμές που η ατμόσφαιρα γίνεται τρομακτική… Καταλαβαίνεις γιατί τους επέλεξε ο Cave για support στη συναυλία των Birthday Party στο Σπόρτιγκ. Δίσκος μέσα στο πνεύμα της εποχής… Δίσκος της Creep (αυτό κάτι λέει στους παλιούς). Δεν είχε συνέχεια όμως… Δίσκος φορτωμένος…Που είναι η έξοδος κινδύνου από τις αναμνήσεις; (αξίζει να σημειώσουμε ότι στην επανέκδοση σε CD (από την FM Records!) περιέχονται και τα δύο εκπληκτικά κομμάτα από το μόνο 45άρι που κυκλοφόρησαν οι Decay, οι «Σκιές» και τα «Κειμήλια»).

3. Εν ΠλωΕν Πλω (1989)
Εδώ μιλάμε για έναν δίσκο από αυτούς που καλούνται θρυλικοί. Από αυτούς που δύσκολα μπορείς να τους στριμώξεις σε λέξεις. Που η ουσία τους αναδεικνύεται από τις προσωπικές προσλαμβάνουσες του κάθε ακροατή. Για όσους τον έχουν, γιατί πλέον δεν υπάρχει στην αγορά και η αξία του έχει εκτοξευτεί. Αυτός ο δίσκος είναι πάνω απ’ όλα ένα πάθος. Είναι ο ατμός που τινάζεται όταν η καυτή λάβα του πάθους πέφτει σε χλιαρά νερά. Ωμό πάθος, χωρίς περικοκλάδες. Ροκ με αναφορές στη δημοτική και ρεμπέτικη παράδοση (καμιά σχέση με έθνικ ε;). Και η λύρα να στριγκλίζει σαν μανιασμένη ηλεκτρική κιθάρα. Εδώ μέσα υπάρχουν μερικά από τα αρχετυπικά ροκ κομμάτια της ελληνικής σκηνής όπως το «Χωρίς Κανόνα» (οι λίγοι τυχεροί θυμηθείτε τη συνέντευξη του Ντίνου Σαδίκη στο ομότιτλο πάλαι ποτέ fanzine). Και οι προσωπικές μου προτιμήσεις «Φεύγεις» και το «Όνειρο» (έχω κοινά γούστα με τον Πρέκα-όχι τον …Κώστα-όσοι κατάλαβαν, κατάλαβαν). Αυτά έπρεπε να γρατζουνάνε οι πιτσιρικάδες στις κιθάρες τους και όχι το «Να μ’ αγαπάς»…

4.Καρυωτάκης – Λένα Πλάτωνος – Σαββίνα Γιαννάτου (1982)
Μια αναμέτρηση που φαινόταν αρχικά χαμένη από χέρι. Ποιος να καταφέρει να αναμετρηθεί με την ιδιαίτερη ποίηση του ιδανικού αυτόχειρα της Πρέβεζας χωρίς να ταπεινωθεί από τη σύγκριση; Πολλοί το έκαναν και το έπαθαν… Κάποια στιγμή, ειδικά στον έντεχνο χώρο, είχε γίνει του συρμού η μελοποίηση μεγάλων και μικρών ποιητών. Ασφαλής επιλογή η οποία πολλές φορές έκρυβε απύθμενη αταλαντοσύνη. Όμως η τολμηρή και μικρή τότε Πλάτωνος πλησίασε τα ποιήματα του Καρυωτάκη με σεβασμό και τα μετουσίωσε σε τραγούδια που στάζουν τρυφερότητα και μελαγχολικό λυρισμό. Καθοριστική και η συμβολή της κατά την άποψη μου κορυφαίας γυναικείας φωνής που ανέδειξε τούτη η χώρα. Και ακόμη μετά από τόσα χρόνια δεν μπορώ να ακούσω το «Σε παλιό συμφοιτητή» χωρίς να ριγήσω…

5. Μυστικοί κήποι – Λευκή Συμφωνία (1986)
Όλοι τους παρομοίασαν τότε με τους Cure (προσωπικά πάντως μου θύμιζαν πιο πολύ την ευγενική μελαγχολία των Sad Lovers & Giants). Μια σύγκριση εν μέρει θεμιτή, άλλα κατ’ ουσία άδικη. Άλλωστε πόσοι εκείνες τις εποχές δεν προσπάθησαν να μιμηθούν τους Cure, με γραφικά συνήθως αποτελέσματα (εντός και κυρίως εκτός Ελλάδος!); Πόσοι από τους μιμητές κατάφεραν να γράψουν έναν δίσκο τέτοιας αισθητικής; Μια αισθητική που ξεκινούσε από το πανέμορφο εξώφυλλο, τονιζόταν με μελωδίες σημαδεμένες από τη θρηνητική φωνή του Θόδωρου Δημητρίου και στίχους παρηγόρια σε εκχερσωμένες καρδιές. «Θα μπορούσε να πετάξει, προτίμησε να καεί…»

6. 9 Πληρωμένα Τραγούδια – Τρύπες (1993)
Για τις Τρύπες (Τρούπες όπως τους άκουσα κάποτε από έναν Πυργιώτη!) τα είπαμε. Θα τα πουν και άλλοι πιο αναλυτικά. Για μένα πάντως οι Τρύπες ήταν ένας ροκ ποιητής, με αντικειμενικά κακή φωνή (δεν λέει κάτι αυτό, και ο Waits ή ο Reed είχαν «κακές» φωνές) πλαισιωμένος από μια συναστρία μουσικών ταλέντων. Στο συγκεκριμένο μάλιστα δίσκο καθοριστική ήταν και η «μεταγραφή» του Ασκληπιού Ζαμπέτα από τους Mushrooms. Τι άλλο να πω; Τα τραγούδια, ύμνοι και εμβλήματα της σκηνής, φτάνουν και περισσεύουν από μόνα τους: «Δε χωράς πουθενά», «Το τρένο», «Αμνησία» ….
Διάφανα κρίνα7. Έγινε η απώλεια συνήθεια μας – Διάφανα Κρίνα (1996)
Λέγεται ότι σαν λαός λατρεύουμε το μελόδραμα, το σκοτάδι και τον πεσιμισμό. Προσωπικά δεν το πολυπιστεύω, αν κρίνω από τα γεμάτα μπουζουκζίδικα, σκυλάδικα, πίστες, μπαρ κλπ κλπ. Και από το ότι παντού γύρω μας κυριαρχεί η ιδεολογία του «να περνάμε καλά». Άλλο ένα στερεότυπο χωρίς περιεχόμενο λοιπόν… Θυμάστε πως έσκασε αυτός ο δίσκος τότε, εκεί πίσω στα 1996; Είχαμε καιρό να ακούσουμε τέτοια μπάντα (ίσως από την εποχή των South of No North). Και πάντως όχι ελληνόφωνη. Κάποιων λίγων υποψιασμένων το αυτί κάτι είχε πάρει από ένα επτάιντσο και από μια συλλογή ονόματι «Το μαγικό βοτάνι». Τώρα μ’ αυτό το διπλό LP είχε φτάσει η ώρα να τους μάθουν περισσότεροι. Όσοι τουλάχιστον δεν «φοβήθηκαν» το σκοτάδι. Και όσοι θλιμμένοι περίσσεψαν από τις γιορτές όπου ήταν ανεπιθύμητοι. Αν και δεν μ’ αρέσουν οι χρηστικές ταμπέλες στα μουσικά έργα, πρόκειται για έναν δίσκο για τις δύσκολες ώρες. Τότε που «Μέρες αργίας» σε έχουν κλείσει σε ένα δωμάτιο με «Μίζερο φως» (πάντα αυτό το τραγούδι το συντροφεύω με το «Day of the lords»: this is the room…). Τότε «που η απουσία σου μ’ εξουθενώνει», όταν «είσαι μόνος με τους μόνους»… Σκοτεινά blues, τραγούδια φλογισμένες προσευχές, έκρηξη ήχων, οδύνης, σπατάλη, σκόρπισμα ψυχής, θλίψης, όχι όμως θανατολάγνα. Μια θλίψη δυναμική, κινητήρια, απελευθερωτική, ενίοτε και λυτρωτική. Η δε δραματική μελανόχρωμη φωνή του Θάνου Ανεστόπουλου δίνει ζωή σε στίχους που πλησιάζουν και αγγίζουν την μεγάλη ποίηση (παρά τις κάποιες αναπόφευκτες υπερβολές). Στίχοι ακατάλληλοι για διάφορους λοβοτομημένους για τους οποίους «το μόνο που έχει σημασία είναι η μουσική». Στίχοι που μιλούν για την απώλεια… Την κάθε είδους απώλεια. Γιατί όλες οι απώλειες λίγο-πολύ μοιάζουν μεταξύ τους. Και μήπως τελικά η ζωή δεν είναι μια ατελείωτη συνήθεια σε απώλειες;

8. 16 χαϊκού & άλλες ιστορίες- Sigmatropic (2002)
Ο Άκης Μπογιατζής είναι μέσα στις 2-3 παλιές καραβάνες του πολύπαθου αυτού χώρου που συνεχίζει μετά από 20+ χρόνια στο κουρμπέτι να δημιουργεί έχοντας ανοιχτά τα αυτιά σε ότι καινούργιο συμβαίνει, χωρίς να αναπολεί και να αναπαλαιώνει τις «παλιές καλές μέρες» (οι οποίες πολλές φορές είναι καλές επειδή ακριβώς είναι παλιές)! Μετά από χρόνια σε αγαπημένα αγγλόφωνα σχήματα (Cpt Νέφος, Libido Blume) σε αυτό το δίσκο κάνει ένα τολμηρό βήμα. Όχι μόνο με την υιοθέτηση του ελληνικού στίχου, αλλά και με την επιλογή της μελοποίησης στίχων του Σεφέρη. Δίσκος που δεν εξάντλησε τη δυναμική του και που με το πέρασμα των χρόνων πιστεύω ότι θα λάβει τη θέση που του αξίζει…

9. Ποιος φοβάται τη φαινυλκετονουρία – Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ (1986)
Οι έλληνες μουσικοί με την έννοια «πειραματισμός» είναι μάλλον τσακωμένοι (αν και τα τελευταία χρόνια το κλίμα έχει αρχίσει να αλλάζει). Το Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ για πολλά χρόνια αποτελούσε μια κατηγορία μόνο του. Να το πεις avant-guard; Να το πεις! Να το πεις industrial; Να το πεις; Να το πεις νταντά, σουρεάλ; Να το πεις! Και με μερικά από τα εξυπνότερα και προκλητικότερα στιχάκια που έχω ακούσει («μήπως τα κάνει όλα για να εκθέτει στην γκαλερί μου; Μ’ αγαπάει; Θα καθήσει να την γ…ω από τον κ…ο;). Η 1η τους δε εμφάνιση σε ένα …γιαπί στην Τούμπα έχει μείνει στην ιστορία: «ο Θανάσης έπαιζε δύο casiotone έχοντας κρεμασμένα στο λαιμό του δύο κοτόπουλα, η Αλεξάνδρα έπαιζε με μια γλάστρα με φυτό στο κεφάλι…»

10. Μια ματιά σα βροχή – Ξύλινα Σπαθιά (1997)
Ο άλλος πόλος του διαβόητου διπόλου. Του διπόλου που ήταν υπεύθυνο για το ότι η Θεσσαλονίκη δίπλα στο κλισέ «ερωτική πόλη» έλαβε και τον χαρακτηρισμό «μητρόπολη του ελληνικού ροκ». Ένας πόλος, όσο κι αν ακουστεί παράξενο, αδικημένος. Εκείνο το απίστευτο σουξέ που έκανε το «Λιωμένο παγωτό», που μέχρι και σε σκυλάδικα ακούστηκε, τελικά έκανε κακό στους ίδιους. Το κοινό κόλλησε… Οι ίδιοι το αγνόησαν και εξέλιξαν τη μουσική τους χωρίς να ψάχνουν το sequel του Παγωτού (ξέρετε πολλούς που έκαναν κάτι τέτοιο;). Το «Μια ματιά σα βροχή» ξένισε τον κόσμο. Δίσκος χωρίς το εύκολο σουξέ, με πολλές ηλεκτρονικές παρεκτροπές (στο στυλ που υιοθέτησαν αργότερα οι Μίκρο) αλλά με μερικά από τα πιο δυναμικά τραγούδια του ελληνικού ροκ. Τα υπόλοιπα θα τα αποτιμήσει η ιστορία.

11. Παιδιά στα όπλα – Panx Romana (1987)
Τα 80s στην Ελλάδα δεν ήταν μόνο χαζοχαρούμενες μουσικές, Γαρδέλης, Ψάλτης και κιτσαρίες. Κι ας θέλουν πολλοί να τα θυμόμαστε μόνο έτσι. Υπήρχε και η σκοτεινή, σκληρή πλευρά του φεγγαριού. Η κρατική καταστολή ήταν άγρια και βίαιη και το καζάνι έβραζε. Το να κατέβεις σε μια πορεία δεν ήταν απλώς ανέμελη επαναστατική γυμναστική. Οι μπάτσοι πυροβολούσαν και δολοφονούσαν ατιμώρητα (ας θυμόμαστε μερικά ονόματα: Κουμής, Κανελλοπούλου, Καλτεζάς και κυρίως Μελίστας -να κοιμάται σήμερα άραγε ήσυχος;) Ο στρατός ήταν δύο σκληρά χρόνια, οι αξιωματικοί διατηρούσαν ακόμη ζωντανή τη φλόγα της χούντας και οι αυτοκτονίες φαντάρων ήταν στην ημερήσια διάταξη. Προϊόν αυτής της σκληρής πλευράς ήταν οι Panx Romana. Μάλιστα ο πρώτος τους αυτός δίσκος ήταν αφιερωμένος σε ένα θύμα ειρήνης, σε έναν φίλο ο οποίος «κόλλησε το όπλο στο κεφάλι και πίεσε τη σκανδάλη». Βίαια ακόρντα στα χνάρια των Ramones, κοχλάζουσα οργή και ευαισθησία, καθαρόαιμο punk χωρίς λοξές ματιές και νοθεύσεις. «Δόξα τω Θεώ εδώ έχουμε ειρήνη»…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχόλια

  • Sofronis  On 16 Οκτωβρίου, 2010 at 2:30 μμ

    Ποιος φοβάται τη φαινυλκετονουρία – Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ (1986)

    Βουβά Τοπία – Morel (1988)

    Γεια!!!

    Πολύ όμορφο και σημαντικό το αφιερωμά εδώ – με τα πιο πολλά από αυτά τα album είμαι ερωτευμένος… Θα ήθελα να ζητήσω μια χάρη… Σε περίπτωση που έχεις κάποιο από τα 2 πιο πάνω album (Morel & Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ) θα σου ήμουν ευγνώμων αν μου τo έστελνες στο vencerem@gmail.com. Θα ήταν χαρά μου να έστελνα κι εγώ κάτι που ψάχνεις (δες εδώ: http://vencerem.blogspot.com/)

    Φιλικά

    Σωφρόνης

Σχολιάστε