Tuxedomoon – Short Bio

Tuxedo moon 01

Members

Steven Brown sax, piano, moog, hammond, vocals -Blaine L. Reininger violin, moog, bass, vocals -Peter Principle guitar, bass, piano, percussion -Winston Tong vocals

Οι Tuxedomoon είναι μια από τις μπάντες που είναι πολύ δύσκολο να περιορίσεις σε λέξεις και ορισμούς τη μουσική που παίζουν. Έχουν παίξει κατά καιρούς από punk, new wave, ηλεκτρονική, jazz, πειραματική μέχρι και …κλασική μουσική δωματίου! Δικαιώνοντας έτσι τους Πυθαγόρειους που πρέσβευαν ότι «η μουσική είναι εναρμόνιση εμπόλεμων στοιχείων» Ασφαλώς στη γέννησή τους συνέβαλαν καθοριστικά τα …σπερματοζωάρια του punk. Στην πορεία όμως δεν έμειναν στάσιμοι και σταδιακά αποτίναξαν την …πατρική κληρονομιά. Αφού τη χώνευσαν, μετά τη νόθευσαν, τη διέστρεψαν, την εμπλούτισαν και τέλος την υπερέβησαν. Ανοίγοντας μονοπάτια που ακόμη λίγοι έχουν περπατήσει. Και μπορεί να μην κέρδισαν την …πύρρεια μάχη των ταμείων, αλλά άφησαν το δικό τους ανεξίτηλο χνάρι στη μουσική ιστορία των τελευταίων δεκαετιών.

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: σχηματίστηκαν στο Σαν Φρανσίσκο, την πιο φιλελεύθερη καλλιτεχνίζουσα πόλη των ΗΠΑ, το 1977 (αξίζει εδώ να σημειώσουμε και τη διαφορά στη μουσική άποψη καλλιτεχνών της σκηνής αυτής, η οποία ήταν πιο θεατρική και πιο «πολυμεσική» θα έλεγα σε σχέση με αυτήν της άλλης ακτής των ΗΠΑ, όπου η άρνηση του punk οδήγησε στο πιο τραχύ no-wave). Ο αρχικός πυρήνας ήταν οι πολυ-οργανίστες, φοιτητές ηλεκτρονικής μουσικής, Steven Brown και Blaine L. Reininger μαζί με τον Κινέζο μίμο και τραγουδιστή Winston Tong. Μαζί τους στην αρχή συνέπραξαν και άλλοι καλλιτέχνες της περιοχής με σημαντικότερο εξ’ αυτών τον κιθαρίστα Michael Belfer. Λίγο αργότερα θα προστεθεί και ο καθοριστικός για τον ήχο τους μπασίστας Peter Principle. Τα πρώτα τους eps ήταν σαφέστατα επηρεασμένα από την πανταχού παρούσα ατμόσφαιρα του punk. Σε αυτήν την εποχή ανήκει μάλιστα και το πιο «πολυζητούμενο» τραγούδι τους στις συναυλίες, το περίφημο «No Tears» (αν και ποτέ δεν το παίζουν, οπότε μην το ζητάτε πια!).

Η πρώτη αναγνώριση για τους Tuxedomoon ήρθε όταν έπαιξαν support στους Devo, μια αναγνώριση η οποία έφερε και το 1ο δισκογραφικό συμβόλαιο με την Ralph Records, τη γνωστή εταιρεία των Residents (τίποτε δεν είναι τυχαίο τελικά!). Και με την αυγή της δεκαετίας του ’80 θα σκάσει μύτη το πρώτο τους lp το «Half-mute», ένα μοναδικό αμάλγαμα υπνωτικών ρυθμών, αγχωτικού new wave και ελιτίστικης ευαισθησίας. Στα ίδια χνάρια θα πατήσει την επόμενη χρονιά και το «Desire», «ένα κολοσσιαίο ψυχεδελικό ακατανόητο, μια αιωρούμενη αντι-μίμηση, ένας λαβύρινθος από καθρέπτες που σε παγίδευαν με δυσβάσταχτα ερωτηματικά», κατά τα γραφόμενα του Πάνου Πανότα. Εδώ μέσα υπάρχει και το έπος του «East/Jinx» και η συναισθηματική οβίδα του «Again».

Οι Tuxedomoon ήταν κυριολεκτικά μία μπάντα της παγκοσμιοποίησης, πολύ προτού εφευρεθεί ο όρος. Συμπέρασμα που προκύπτει όχι μόνο από τον πολυσυλλεκτικό ήχο τους, αλλά ακόμη και από τα ίδια τους τα μέλη και την κοσμοπολίτικη νοοτροπία τους. Και ίσως μόνο στην Αμερική να μπορούσε να συγκροτηθεί ένα τέτοιο σχήμα. Προσοχή! Να συγκροτηθεί είπα, όχι να εξελιχθεί. Και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι την καλλιτεχνική αναγνώριση τη γνώρισαν στη Γηρασμένη Ήπειρο (όπως λένε οι …καουμπόηδες), όπου βρήκαν κατά κατά κάποιον τρόπο πολιτιστικό …άσυλο, με αποτέλεσμα να θεωρούνται πλέον μέρος της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Η μετανάστευση έλαβε χώρα αμέσως μετά το «Desire» και αρχικά βρέθηκαν στο μεγάλο λιμάνι (όχι τον …Πειραιά, το Ρότερνταμ εννοώ). Εδώ θα αναπνεύσουν έναν άλλο αέρα ελευθερίας και δημιουργικότητας, αλλά κυρίως θα γνωρίσουν την εκτίμηση και την αποδοχή, το οξυγόνο δηλαδή του καλλιτέχνη. Ήδη με την πρώτη τους ευρωπαϊκή δουλειά θα δείξουν τις προθέσεις τους, γράφοντας το θέμα για ένα μπαλέτο (!) του Maurice Bejart με τίτλο «Divine», αναδεικνύοντας έτσι και τη θεατρική διάσταση του ήχου τους, καίγοντας συγχρόνως τις γέφυρες που τους συνέδεεαν με τον συμβατικό ήχο της εποχής. Εδώ θα γνωρίσουν και μια πλειάδα «συνοδοιπόρων» καλλιτεχνών, και ειδικά τη βέλγικη συμμορία της Crammed (Minimal Compact και Σία), στην οποία θα κυκλοφορήσουν τους επόμενους δίσκους τους ενώ θα είναι από τους βασικούς συμ-μέτοχους στη μοναδικής εκλεκτικότητας σειρά δίσκων «Made to Measure». Το «Suite En Sous-sol» του 1982 θα αποτελέσει ένα αισθητικό αποκορύφωμα, όπου μεταξύ άλλων υπάρχει ένα απ’ τα πιο εμβληματικά τραγούδια τους, το «L’etranger», μια μείξη νεοκυματικών ήχων, ευρωπαϊκής jazz και βορειοαφρικάνικης παράδοσης, με στίχους εμπνευσμένους από τον «Ξένο» του Καμύ.

Σε μια μπάντα τόσο πολυσυλλεκτική και τόσο πολυσχιδή στο μουσικό της προσανατολισμό, μοιραίο είναι να υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις μεταξύ των μελών, οι οποίες όταν ξεπερνούν μια κρίσιμη τιμή οδηγούν μοιραία σε αποχωρήσεις. Όλα τα βασικά μέλη των Tuxedomoon έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει solo δίσκους, κάτι που δεν είναι τόσο συνηθισμένο. Ο πρώτος που θα ανοίξει την πόρτα είναι ο Blaine το 1983. Δύο χρειάστηκαν για να τον αντικαταστήσουν, και ήταν οι Frankie Lievaart και Luc Van Lieshout. Το «Holy Wars» που ακολούθησε (1985) θα είναι το τελευταίο με τη συμμετοχή του μεγάλου Κινέζου «τιμονιέρη» Tong, και αυτό με το οποίο θα πλησιάσουν όσο οποιαδήποτε άλλη φορά την εμπορική καταξίωση, διχάζοντας όμως συγχρόνως και τους ίδιους (εδώ θα βρείτε και το επίσης δημοφιλές κομψοτέχνημα τους «In a manner of speaking» το οποίο αργότερα διασκεύασε ο Martin Gore). Κάπου εδώ όμως θα αρχίσει και η αναπόφευκτη παρακμή. Το «Ship of fools» και ακόμα πιο πολύ το εντελώς απρόσωπο, ανεκδιήγητο «You» θα σηματοδοτήσουν την έναρξη μιας περιόδου αγρανάπαυσης που θα κρατήσει για πάνω από δέκα χρόνια (πέρα από διάφορα σποραδικά lives που κυκλοφορούσαν). Το δε μαγευτικό «Ghost Sonata» που βγήκε το 1991, ουσιαστικά είναι έργο του 1982, μια «όπερα δίχως λέξεις» σύμφωνα με τα λεγόμενά τους.

Εκεί πολλοί πιστέψαμε ότι το τέλος είχε γραφτεί και ότι η μπάντα είναι πια στα χέρια της Ιστορίας για τα ….περαιτέρω. Και στα μέσα του 2004, θα έρθει εντελώς απροσδόκητα ένα έξοχο lp, το «Cabin in the sky», σε παραγωγή μάλιστα του δικού μας Coti K., βάζοντας ταυτόχρονα τις καρδιές όλων μας στη θέση τους, που φοβηθήκαμε μια κλασική «επιστροφή», αρπαχτή-μνημόσυνο των παλιών καλών ημερών. Σήμερα, που το ημερολόγιο δείχνει 2007, οι Tuxedomoon γιορτάζουν τα τριακοστά τους γενέθλια με έναν ακόμη νέο δίσκο, το «Vapour trails»… Και μπορεί πλέον να μη βρίσκονται στην «αιχμή» του βέλους της παγκόσμιας μουσικής πρωτοπορίας, αλλά σίγουρα είναι πολύ κοντά…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε