Monthly Archives: Φεβρουαρίου 2011

Black Swan – Darren Aronofksy


Black Swan

O μεγάλος Φρανσουά Τρυφώ, κριτικός και σκηνοθέτης (σπάνιος συνδυασμός αυτός!) είχε πει κάποτε ότι σε όλη του τη ζωή έκανε την ίδια ταινία. Ας μη σταθούμε μόνο στο ξυπνιτζίδικο και προκλητικό χιούμορ της επιφάνειας, γιατί η άποψη αυτή έχει και ζουμί και μεδούλι. Προφανώς ο γάλλος σκηνοθέτης δεν θέτει τον εαυτό του στην κατηγορία των καλλιτεχνών εκείνων οι οποίοι έχοντας κατακτήσει το πολύτιμο ξεροκόμματο επιτυχίας, βάζουν στη συνέχεια τον αυτόματο πιλότο, αναπαύονται στις δάφνες τους, και αντιγράφουν τον εαυτό τους ες αεί (ή έως τους πάρει χαμπάρι το κοινό).

Συνεχίζοντας την (προφανώς) προσωπική μου ερμηνεία, πιστεύω ότι διαχωρίζει επίσης τη θέση του από τους ψυχαναγκαστικά «πειραματικούς» και «ανήσυχους» καλλιτέχνες (ας σημειώσω ότι τα «πειράματα» είναι για τους επιστήμονες, έχουν αποτέλεσμα, είναι απόλυτα σχεδιασμένα, και φυσικά δεν νοούνται ως «τυχαία» -αλλά αυτή η ανάλυση αξίζει το δικό της κείμενο). Για να τελειώνουμε… Ο Τρυφώ μιλά για τον δημιουργό εκείνο που φλέγεται να μοιραστεί την κεντρική ιστορία της ζωής του, το δικό του μύθο, τη δική του ματιά εν τέλει, σε πείσμα εμπορικών ή άλλων δήθεν καλλιτεχνικών επιταγών. Εκείνον που κυνηγάει το θέμα του με τελειομανία και εμμονή, σε ένα (μάταιο;) κυνήγι στο οποίο θα αναλωθεί και θα αναλώσει όσα εκφραστικά μέσα μπορεί. Αλλά στον πυρήνα του έργου του θα υπάρχει πάντοτε η ίδια ουσία.
Black Swan 2

Ο Darren Aronofsky είναι ένας τέτοιος σκηνοθέτης. Από το 1998 που πρωτοεμφανίστηκε, μπορούμε να αναγνωρίσουμε αρκετά εύκολα το συνεκτικό ιστό ο οποίος διέπει την κινηματογραφική του πορεία. Το μοτίβο είναι το ίδιο (το …pattern, αν θέλετε), η ιστορία είναι η ίδια. Είτε μιλάει για εξισώσεις και αριθμούς, είτε για ναρκωτικά, είτε για τις παλαίστρες… Από τον Adam Cohen στο «π» έως τη Nina Sayers στον φετινό «Μαύρο Κύκνο», όλοι οι κεντρικοί ήρωες του έχουν να αντιμετωπίσουν έναν και κύριο ακαταμάχητο εχθρό. Τον εχθρό που βρίσκεται εντός των τειχών, τον homo homini lupus όπου υποκείμενο και αντικείμενο ταυτίζονται, τον «demon within», τον ίδιο τον εαυτό δηλαδή. Ένας διχασμός, σύμφυτος με την ανθρώπινη υπόσταση, ο οποίος και μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην παράνοια και στην επικίνδυνη άκρη της ψυχο(παθο)λογικής αβύσσου.

Στον «Μαύρο Κύκνο» ο Aronofsky επιλέγει τον κόσμο του μπαλέτου για να μας αφηγηθεί την ιστορία του. Και το διακύβευμα ποιο είναι; Η κινητήρια μηχανή του μύθου; Ένας ρόλος. Η Nina (η Natalie Portman σε έναν ρόλο-επίτευγμα ο οποίος θα τη σημαδέψει στη μελλοντική μνήμη) είναι ιδανική για το ρόλο της εύθραυστης καλής πριγκίπισσας Odette, του Λευκού Κύκνου της «Λίμνης των Κύκνων», αλλά παρά τη σιδερένια και τελειομανή πειθαρχία της, αδυνατεί να μπει στο πετσί του ρόλου της σκοτεινά παθιασμένης Odile. Κάτι που μπορεί να κάνει πολύ εύκολα μια αντίζηλος της από την ίδια χορευτική ομάδα. Η σύγκρουση δεν αργεί να έρθει, σε μια ιστορία Ύβρεως-Κάθαρσης και απώλειας του περίφημου αρχαιοελληνικού μέτρου, όπου το θύμα, ο θύτης αλλά και ο «από μηχανής θεός» είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.
Black Swan 3

Μήπως νομίζατε ότι το μπαλέτο είναι μόνο χαριτωμένα κοριτσάκια, κορμάκια, φουστανάκια και χαμόγελα και λειτούργημα ευγενούς τέχνης και άμιλλας; Στον «Μαύρο Κύκνο», μας αποκαλύπτεται ένας κόσμος σκληρός και αδυσώπητος (ο απαιτητικός σκηνοθέτης αποδίδεται έξοχα από τον Vincent Cassel), όπου πέρα από τα πόδια που πληγιάζονται στις σκληρές πουέντ (φέρνοντας στο νου και το καταματωμένο κορμί του «Παλαιστή»), πισώπλατα μαχαιρώματα αιωρούνται ενώ ακόμη και οι έπαινοι κρύβουν υστεροβουλία και υπολογισμό. Ένας κόσμος-μικρόκοσμος, όπου η μικρή κλίμακα μεγεθύνει καταστάσεις, ασήμαντες αναταραχές σε μια μικρή λιμνούλα μοιάζουν με κύματα τσουνάμι, πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με καλλιτεχνικές φύσεις οι οποίες εξ ορισμού(;) τρέφουν και τρέφονται από ένα διογκωμένο Εγώ, όπου τα ερεθίσματα βιώνονται με μεγαλύτερη ένταση και ευαισθησία και όπου η τέχνη φτάνει να γίνει «μεγαλύτερη από τη ζωή», όπως λέει ευφυώς η αγγλική έκφραση (μοιάζει μάλιστα αστείο αλλά συνέβη: στον Καναδά, το συνδικαλιστικό όργανο των χορευτών προσβλήθηκε συντεχνιακά και διαμαρτυρήθηκε για την εικόνα που δίνει η ταινία για το χώρο).

Ο Aronofskey παίζει με τους κανόνες τους θρίλερ, χρησιμοποιεί τους καθρέφτες (παμπάλαιο εργαλείο στα χέρια των μαστόρων του τρόμου), χτίζει κλιμακωτά το σασπένς και διαχειρίζεται τη μεταφυσική με έναν τρόπο ο οποίος υπηρετεί το σκοπό χωρίς να θέλει να περιπαίξει ή να μπερδέψει το θεατή. Και παραδίδει μια ταινία η οποία επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις και επίπεδα ερμηνείας (το «καταραμένο» Χόλιγουντ, σε αντίθεση με τον «ανεξάρτητο» κινηματογράφο, έχει φέρει αυτή την τεχνική σε υψηλά επίπεδα τελειότητας), δίνοντας ταυτόχρονα και πατήματα για διασταυρούμενες αναφορές στη λογοτεχνία (από τον Ντοστογιέφσκι μέχρι τον Κάφκα).

Black Swan 4

Επιπλέον χρησιμοποιεί με έναν ευφυέστατο τρόπο τη μουσική, η οποία αποτελεί οργανικό και αναπόσπαστο μέρος της ταινίας. Ο Clint Mansell, μόνιμος πλέον συνοδοιπόρος του, καταθέτει ένα εντυπωσιακό έργο, μια μεταγραφή-προσαρμογή της πρωτότυπης «Λίμνης των Κύκνων», η οποία είναι κατά στιγμές μεγαλειώδης και ανατριχιαστική, δίνοντας μια πνοή νέας ζωής στο πολυπαιγμένο έργο του Tchaikovsky (στην ταινία κάποιες ηλεκτρονικές πινελιές βάζουν και οι Chemical Brothers, οι οποίες όμως δεν πέρασαν στο soundtrack που κυκλοφόρησε -καλώς κατά την άποψη μου).

Ξανασκεπτόμενος όσα έγραψα παραπάνω για την εμμονή και την τελειομανία, θυμάμαι τον Φλωμπέρ (για να παραμείνουμε στις …γαλλικές παραπομπές) ο οποίος έλεγε χαμογελώντας πονηρά κάτω από το μουστάκι του: «η Μαντάμ Μπωβαρύ είμαι εγώ». Υποθέτω ότι ο Aronofsky (και) με αυτή του την ταινία θέλει ίσως να μας πει: «η Nina είμαι εγώ»…
Black Swan 5

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Leon – Futrue (Archangel)

1. Awake
2. The real elevator
3. Generation X
4. Letters to my father
5. (To the) children of tomorrow
6. Timeless beauty
7. The other side (leaving home)
8. Demons
9. Someday, somewhere, maybe somebody
10. Gradually then suddenly
11. All rise

Πόσοι τρόποι υπάρχουν για να …θάψεις (sic) έναν δίσκο; Προσωπικά νομίζω κανένας, φρονώ ότι το κάθε έργο, προϊούντος του χρόνου θα βρει τη θέση που του αξίζει, ότι και να γράψουν οι κριτικοί και τα ΜΜΕ, ακόμη και ενορχηστρωμένα (για να καλύψω και τους συνωμοσιολάγνους). Εν τέλει, και ο κριτικός κρίνεται (αυτονόητο), τώρα μάλιστα με την παγκόσμια αποθήκη του Διαδικτύου είναι ανελέητα εκτεθειμένος και στον παλιό του εαυτό. Κι ενώ τείνουμε να θυμόμαστε τα αρνητικά, έχουμε ξεχάσει πόσους και πόσους εγχώριους δίσκους πνίξαμε κατά καιρούς στην υπερβολή της αποθέωσης και στο άμετρο λιβάνισμα, δίσκους τους οποίους μετά ξέχασε και ο ίδιος ο …χρόνος; Κατανοητές και προφανείς οι αιτίες του φαινομένου, όμως τι υπηρεσίες προσφέρουμε, ειδικά τη σημερινή εποχή της πλημμυρίδας πληροφοριών και ερεθισμάτων; Αφήνω το ερώτημα να εκκρεμεί…

Και μετά από αυτή την σχετική-άσχετη προς προβληματισμό εισαγωγή, ας περάσουμε στο δια ταύτα του προκείμενου δίσκου. Το «Futrue» λοιπόν είναι ένας τίμιων και ξεκάθαρων προθέσεων δίσκος. Από τους πρώτους αρπισμούς του ukulele (διάβαζε γιουκαλίλι αγγλιστί, όργανο ταυτισμένο με τη χαβανέζικη παράδοση), από τις πρώτες νότες του «Awake». Να αποδώσω το τραγούδι με εικόνες; Ξύπνημα μέσα στην καλή χαρά (και …αγκαλιά), με κέφι και έρωτα για τη ζωή, με τον σκύλο να κουνάει την ουρά και μια φρεσκοστιμμένη πορτοκαλάδα να σε περιμένει…

Σαφής είναι και η σφραγίδα των παραγωγών του δίσκου, του Josh Clark (συνεργάτη του Beirut) και του Ottomo, (συν)υπεύθυνου, χάρις στην επαγγελματική αλλά πολυ-οργανικά φορτωμένη παραγωγή του, για το φαινόμενο Μόνικα. Δεν ξέρω τι έχει συμβεί στην …κουζίνα του καλλιτέχνη, το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει, και σχεδόν σε αναγκάζει να περιοριστείς στην προφανή και εύκολη συγκριτολογία (άκου: Beirut). Είναι ένα ζήτημα το να αναγνωρίζεις την επιρροή από τα πρώτα δέκα δευτερόλεπτα…

Στην Ελλάδα ως γνωστόν ιστορία γράφουν οι παρέες (όπως το τραγούδησε και ο Νιόνιος), και η κοινοτοπία «περνάμε καλά μεταξύ μας και αυτό βγαίνει στον κόσμο» στην παρούσα περίπτωση ισχύει. Η παρέα γύρω από τον Τιμολέοντα Βερέμη (προϋπήρχε και στους Mimosa’s Dream) εν χορδαίς, οργάνοις και πνευστοίς, με πολλά «αααα» και «οοοο», συνθέτει ένα κλίμα θετικής ενέργειας, σε ένα αποτέλεσμα το οποίο συγκεράζει διαφορετικά ρεύματα από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, την πολύχρωμη σκοτσέζικη ποπ αλλά και τη νεο-νεοσταλγία τύπου Fleet Foxes. Θα μπορούσε επίσης να ισχυριστεί κανείς ότι οι σπόροι που έριξαν πίσω στα 90s στην δυσανεκτική και μουντρούχα indie σχολή οι Calexico και οι Belle & Sebastian, αλλά και περιθωριακές (τότε) εγχώριες προσπάθειες όπως της This Happy Feeling, άρχισαν να δίνουν πια καρπούς.

Αυτό το πνεύμα «ερασιτεχνικής» ελαφρότητας συνιστά (ως δίκοπο μαχαίρι) και την κύρια αδυναμία του δίσκου. Να βρυχηθείς αλά …black metal ή να τραγουδήσεις χαρούμενα «λαλαλα» δεν είναι διόλου εύκολο (όπως πιθανώς να φαίνεται), οφείλεις να ακολουθείς μουσικούς κανόνες και να υπακούς στους κανόνες της αρμονίας. Όταν η συνταγή πετυχαίνει, όπως στα δύο πιο «γερά» από δομική άποψη τραγούδια του δίσκου, το «Generation X» και το «A great elevator» (ένα πλούσιο κομμάτι, με έξυπνα γυρίσματα που μου θύμισαν Dexys Midnight Runners), είναι δύσκολο να γλιτώσεις από τα συγκινησιακά σκάγια της μελωδίας. Από την άλλη όμως, η υπερδοσολόγηση των χορωδιακών μερών ενίοτε κουράζει το αυτί, περιορίζει την προοπτική, και στο τέλος μπορεί να αφήσει την αίσθηση μιας πληθωρικής και εκβιαστικά επιβαλλόμενης ευφορίας.

Σε γενικές γραμμές έχουμε πάντως να κάνουμε με έναν καλοφτιαγμένο δίσκο, εξωστρεφή, ο οποίος αντιμετωπίζει το μέλλον …νοσταλγικά και αναζητά την ομορφιά στο παρελθόν, ενώ συνάμα αποτελεί και μια εξαιρετική βάση για σκηνική απόδοση. Το ταλέντο υπάρχει, η ωριμότητα θα φέρει την αισθητική οικονομία και ισορροπία, όμως… Σκέφτομαι ταυτόχρονα πόσο πιο χρήσιμος θα ήταν ένας τέτοιος δίσκος με ελληνικό στίχο, πόσο θα εμπλούτιζε τη φτωχή ελληνική μουσική πανίδα. Η άποψη ότι τα αγγλικά είναι η προαπαιτούμενη lingua franca έχει απομυθοποιηθεί προ πολλού από πλειάδα αντι-παραδειγμάτων.. Που πας λοιπόν δισκάκι σε έναν τέτοιο κόσμο, ειδικά σε ένα είδος όπου οι αγγλόφωνες χώρες έχουν υπερπαραγωγή που γεμίζει ακόμη και τις …χωματερές; Και μπορεί οι εποχές όπου το μόνο ελληνικό στοιχείο στους «ποπ-ροκ» δίσκους ήταν η αγγλική προφορά να έχουν περάσει, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η διαφορά δεν γίνεται αντιληπτή από το αγγλόφωνο αυτί. Την ίδια στιγμή η ελληνική ποπ έχει πνίγει στις πλαστικές ενορχηστρώσεις του Χατζηγιάννη ή αναζητεί σωσίβια στον Μαραβέγια.

Ας είναι… To μέλλον έρχεται πιο γρήγορα απ’ ότι περιμένουμε (και θέλουμε!), ο δεύτερος δίσκος είναι πάντα το πιο αποφασιστικό (μέχρι το επόμενο!) σκαλοπάτι. «Future’s so bright, I gotta wear shades» που έλεγαν οι Timbuk 3 (που τους θυμήθηκα τώρα αυτούς;) ή «futuro incerto» όπως άδει ο Carotone; Το …μέλλον θα δείξει!

7.5

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Negura Bunget – Virstele pamintului (Code666 Records)

1. Pamint
2. Dacia Hiperboreana
3. Umbra
4. Ochiul inimii
5. Chei de Roua
6. Tara de Dincolo de Negura
7. Jar
8. Arborele lumii
9. Intoarcerea amurgului

«…In the mountains of Norway, where the weather is cold,
there’s not much to do, except kill each other, and play guitars in the snow
They’re pretty evil, and they do not like god,
I don’t care if they burn down churches,
but they’d better not fucking touch a synagogue
I befriended them
bye bye mom, it’s now me and my black metal friends»

Αυτά μας τραγουδάει με το ιδιότυπο χιούμορ του ο Adam Goren ως Atom and His Package στο «Me and my black metal friends» (γεια σου Άρη, γεια σου Πάνο!), σατιρίζοντας με απολαυστικές (και φυσικά ανελέητα γενικευτικές) πινελιές τούτο το ακραίο περιθωριοποιημένο είδος.

Οι Negura Bunget με το θρακικής ρίζας όνομα τους, μας έρχονται από κάποια άλλα βουνά, νοτιότερα, όχι τόσο παγωμένα ίσως, αλλά με εξίσου τρομακτικούς συνειρμούς (γεια σου κόμη Vlad!) και σκοτεινή ιστορική παράδοση. Τα Τρανσυλβανικά και τα Καρπάθια Όρη νότιες απολήξεις των Σκανδιναβικών Άλπεων; Γεωλογικά δεν έχει βάση, σε έναν φανταστικό μουσικό χάρτη όμως όλα επιτρέπονται.

Η μπάντα αυτή υπάρχει από το 1992, αλλά ο δίσκος αυτός (έκτος κατά σειρά) είναι σαν ένα νέο ξεκίνημα, νέα σελίδα που λένε και οι πολιτικοί, καθώς το 2009 δύο από τα τρία αυθεντικά μέλη (επειδή λατρεύω την ονοματολογία του είδους θα τους αναφέρω: ο κιθαρίστας και τύπος και …Hupogrammos και ο μπασίστας Sol Faur) αποχώρησαν, διόλου φιλικά, αναίμακτα πάντως (κάτι όχι και τόσο …δεδομένο για το χώρο), αφήνοντας τον ντράμερ Negru να συνεχίσει τη δική του πορεία. Και ιδού το αποτέλεσμα, το οποίο φτάνει στα αυτιά μας χάρις στην ιταλική Code666 (και εδώ το θηρίο! γρηγορείτε χριστιανοί!)

Και μπορεί το σχήμα να αποτίνει φόρο τιμής στην Υπερβορεία μητέρα συνδέοντας την με το μυθολογικό-αρχαϊκό-παγανιστικό παρελθόν της πατρίδας τους στο κεντρικό τραγούδι του δίσκου «Dacia Hiperboreana» (η Δακία ήταν από τα προκεχωρημένα φυλάκια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), από την άλλη όμως κραδαίνει υπερήφανα και τη βλάχικη βαλκάνιά του ταυτότητα. Την οποία και σπεύδει να επιδείξει από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο. Το «Pamint» ανοίγει με ηρεμιστικά κυπριά προβάτων και κλίμα ορεινής στάνης, βουκολικό ambient περιβάλλον με φλογέρες του Πάνα (κάποιοι λένε ότι θυμίζει το παλιό σήμα της …ΕΡΤ). Σιγά-σιγά όμως ο «καιρός» χαλάει, τα σύννεφα μαζεύονται και το τοπίο σκοτεινιάζει και αγριεύει. Αυτό το μοτίβο θα επαναληφθεί και στα περισσότερα κομμάτια του δίσκου, τα οποία ξεκινούν υποτονικά, προοδευτικά μια ένταση συσσωρεύεται, κλιμακώνεται, εντείνεται, και οδηγείται τελικά σε μια (ελεγχόμενη πάντως) έκρηξη, όπου οι Negura παίρνουν το τσεκούρ… εεε την κιθάρα ήθελα να πω, και επιδίδονται σε στερεότυπους κιθαριστικούς λεονταρισμούς για να γουστάρουν και οι πιο ορθόδοξοι μαυρομεταλλάδες, οι οποίοι υποθέτω θα νοσταλγούν δίσκους όπως το «Om» ή το «Maiestrit».

Η αξία του έργου προφανώς δεν έγκειται σε στιγμές σαν κι αυτές. Ούτε φυσικά στο σχεδόν εμμονοληπτικό μπέρδεμα του μύθου με την πραγματικότητα και το εξιδανικευτικό βλέμμα που προσπαθεί να προσδώσει στο ιστορικό παρελθόν διαστάσεις φαντασιακές. Αξίζει όμως να σταθούμε στις μελωδίες του δίσκου, οι οποίες καταφέρνουν να επιβιώνουν μέσα στον κιθαριστικό βόρβορο. Αλλά κυρίως να εστιάσουμε στο ανοιχτόμυαλο πνεύμα του δίσκου, που δεν διστάζει να ενσωματώσει την τοπική παράδοση (κατά στιγμές μου θύμισε πολύ τον …φυρομιανό Mizar), να περάσει από τσιγγάνικους δρόμους και να «κλέψει» δημιουργικά από άλλα είδη (π.χ. ο συντονισμός μπάσου-μπότας στο «Ochiul inimii» είναι βγαλμένος από παλιό καλό dark wave, το «Umbra» θα έβρισκε θέση σε δίσκο των Dead Can Dance). Κι ας μη διαθέτουν την έμπνευση, τη μουσική παιδεία και την ευρύτητα των άσπονδων Ούγγρων γειτόνων τους Thy Catafalque με τους οποίους και συγκρίνονται συχνά.

Και πιθανολογώ ότι είναι τούτο το ανοιχτό πνεύμα που έχει οδηγήσει κάποιους από εμάς, απηυδισμένους από τον αφόρητο indie κομφορμισμό και τη φράντζα μονοτονία, να ανοιχτούν σε αυτή την άλλοτε επίφοβη terra incognita. Αγνοώντας μάλιστα τις ρετσινιές που τις έχουν αποδοθεί, ασφαλώς βασισμένες σε πραγματικά ερείσματα αλλά κατ’ ουσία άδικες και αφοριστικές (τα δε επιχειρήματα για τα «αφύσικα» ακραία φωνητικά μου φαίνονται εξίσου ρηχά και άτοπα όπως εκείνα που αντιμετωπίζουν την όπερα σαν «μια κλώσα που σκούζει την ώρα που πεθαίνει»). Και όσο πληθαίνουν οι φωνές και οι διακηρύξεις για το θάνατο του indie (αν έχετε υπομονή διαβάστε αυτό το λίαν εμπεριστατωμένο δοκίμιο στο Paste), άλλο τόσο θα ενισχύεται η τάση για αναζήτηση πραγματικά νέων ακουσμάτων. Έτσι, μπορεί το black metal να μην είναι το νέο indie όπως προφητεύει ο Καραμπεάζης, μπορεί η εξάπλωση του να αποτελέσει ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά τουλάχιστον θα έχει επιφέρει ένα ανήκεστο (αν όχι και …ανήκουστο) ευεργετικό αποτέλεσμα…

8

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Χρήστος Οικονόμου- Κάτι θα γίνει, θα δεις

ΚάτιΚλείνοντας το βιβλίο, μια αίσθηση πίκρας είχε κάτσει σα φουντούκι στο λαιμό μου. Μια αίσθηση όμως πολύ γνωστή, σχεδόν οικεία. Για μέρες έσπαγα το κεφάλι μου. Μέχρι που το μάτι μου έπεσε σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέσα στους χρόνους βιβλία, και θυμήθηκα. Έμοιαζε με εκείνη την πίκρα που μου άφηναν -εκεί δα στην άκρη του χαμόγελου- τα διηγήματα του Νίκου Τσιφόρου, στη συλλογή «Άνθρωποι και ανθρωπάκια». Εκεί όπου ο μπάρμπα-Νίκος, έστω και από τη θέση του αριστοκρατικού του συντηρητισμού, αποτύπωνε με ευαισθησία και τρυφερότητα έναν κόσμο (και κοσμάκη) ο οποίος ζούσε ερήμην στην αφιλόξενη πίσω πλευρά του φεγγαριού. Έναν κόσμο που σήμερα νοσταλγούμε με τον (ψευδο)ρομαντισμό του γκαζοντενεκέ και της ρετσίνας και την πολυτέλεια της απόστασης. Μήπως επειδή η φτώχεια τότε δεν ήταν κρυμμένη και ξορκισμένη πίσω από τα φύκια του lifestyle, ήταν καθολική και εξαπλωμένη σε μια ιδιότυπη ισοπεδωμένη ισότητα, με πρόσφατα τα δεινά του πόλεμου; Δεν ξέρω…

Είχα πολλές προσωπικές αντενδείξεις για τη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου με τίτλο «Κάτι θα γίνει, θα δεις». Λίγο η δημοσιογραφική ιδιότητα του συγγραφέα («άλλος ένας δημοσιογράφος με το ψώνιο του συγγραφέα»;), λίγο το θέμα της φτώχειας (άλλος ένας που προσπαθεί να σπεκουλάρει πάνω στην «κρίση»;) λίγο η υψηλή του θέση στα ευπώλητα (αχ, αυτό το αιώνιο σύμπλεγμα). Η σφραγίδα των καλύτερων ελληνικών εκδόσεων ΠΟΛΙΣ δεν μου έφτανε. Επιπλέον, είχα καιρό πολύ να διαβάσω ελληνικό διήγημα που να στέκεται, το μικρό δεν σημαίνει απαραίτητα απλό και εύκολο, και λίγοι αντεπεξέρχονται με επιτυχία. Το διήγημα απαιτεί πάνω απ’ όλα καλή σχέση του συγγραφέα με τον …κάλαθο των αχρήστων, γι’ αυτό και οι πολλοί (και η κουτσή Μαρία με …διπλό επώνυμο κατά προτίμηση) προτιμούν τη φόρμα του φλύαρου μυθιστορήματος και της συνταγής «μην πετάς τίποτε».

Τελικά όμως, για άλλη μία φορά, η ζωή και η πραγματικότητα περιγέλασαν χωρίς έλεος προκαταλήψεις και ιδεοληψίες. Τόσο ώστε να ομολογώ ότι πρόκειται για ένα από τα καλύτερα βιβλία εγχώριας παραγωγής των τελευταίων χρόνων.

Ένα βιβλίο στο οποίο θα βρείτε ιστορίες, αληθινές ή μη αδιάφορο (ποτέ αλήθεια τέθηκε τέτοιο ζήτημα στη μεγάλη λογοτεχνία;), ιστορίες για ανθρώπους κρυμμένους πίσω από αριθμούς μακροοικονομικούς και μικροοικονομικές στατιστικές, για «ανθρώπους που ζουν για να δουλεύουν», «που μυρίζουν τσίπουρο και δουλειά», για υπάρξεις-φυλλαράκια σε μακρινούς ακατανόητους ανέμους. Βλέπω όμως ότι αρχίζω πέφτω στην παγίδα την οποία απέφυγε επιμελώς ο Οικονόμου, και σταματώ.

Γιατί τα διηγήματά του δεν μυρίζουν από «ταξική πάλη» και «κοινωνικούς αγώνες», αποφεύγουν το φτηνό «λαϊκότροπο» μελόδραμα, δεν ξεπέφτουν (σε ενοχλητικό τουλάχιστον βαθμό) σε λογοτεχνίζουσες ευκολίες, δεν εξωραΐζουν, δεν εξιδανικεύουν τη φτώχεια, δεν …ξανθοπουλίζουν δηλαδή και δεν εμφορούνται από τον καταγγελτικό της μόδας οίστρο.

Τα διηγήματα επίσης δεν έχουν «χάπι έντ», το τέλος δεν έρχεται για να φέρει τη λύτρωση ή την κάθαρση, όλα μένουν ανοιχτά και μετέωρα, η ζωή (ευτυχώς ή δυστυχώς) πάντοτε συνεχίζεται και η τραγωδία από την κωμωδία πολλές φορές διακρίνονται μόνο από το που θα βάλεις την τελεία.

Οι δε ήρωες δεν είναι μαριονέτες των απόψεων του συγγραφέα, σέρνουν τα βήματα της δικής τους ζωής με αξιοπρέπεια στους δρόμους της Β’ Πειραιώς, στη Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, την Κοκκινιά (εδώ το χω το αγαπημένο του Λοΐζου). Και όταν θέλουν να φωνάξουν, να βρίσουν, να ξεσπάσουν, η φωνή τους βγαίνει μονόχορδη, κοινότυπη, «τηλεοπτική». Τα αισθήματα περισσότερο υπονοούνται, κυλάνε υποδόρια, και αναδεικνύονται από μια γραφή σπιρτόζα και έξυπνη, με καίρια τοποθετημένες παρομοιώσεις, τολμηρές αλλά όχι αναιδείς ή εξυπνακίστικες, κοφτή, με ελάχιστα σημεία στίξης, ενίοτε σκληρή, πικρή, χειρουργικά διεισδυτική αλλά συνάμα ευαίσθητη, ακόμη κι όταν αγγίζει θέματα δύσκολα.

Πρωταγωνιστής μόνιμος και στις 16 μικρές ιστορίες του βιβλίου είναι και ο καιρός. Ο (όποιος) θεός είναι πανταχού …απών, κρυμμένος πίσω από το γαλάζιο του ουρανού και τη γκριζάδα των σύννεφων. Το νιώθεις στο πετσί σου το κρύο που αδιαφορεί για τη γηραιά αξημέρωτη ουρά του ΙΚΑ, τη σκονισμένη ζέστη που σαν να περιγελάει τους ήρωες με το ζεστό τραύμα της ανεργίας, το φως της μέρας είναι μουντό, υπάρχουν σελίδες μουλιασμένες από βροχή, λες και τα στοιχειά της φύσης συμμετέχουν δίνοντας φωνή στον ανείπωτο πόνο. Να είναι τυχαίο ότι το μοτίβο «κλαίει και ο ουρανός μαζί μου» επαναλαμβάνεται μονόχορδα σε ένα σωρό λαϊκά τραγούδια; Κοινότοπο; Είπαμε… Στην κοινοτοπία κρύβεται πολλές φορές η αυθεντική λαϊκή αλήθεια.

16 μικρές ιστορίες… Μαγικός ρεαλισμός και κουραφέξαλα, όταν η πραγματικότητα είναι τόσο πλούσια σε ιστορίες ανθρώπων χειροπιαστών! Διαβάζοντας δε τέτοια βιβλία, «βγαλμένα απ’ τη ζωή», σκέφτομαι ότι ο μεγάλος συγγραφέας δεν είναι εκείνος που τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από την επικαιρότητα, αλλά εκείνος που τη μετασχηματίζει σε κάτι που μπορεί να αγγίξει τον οποιονδήποτε. Ακόμη και κάποιον που πληκτρολογεί αυτή τη στιγμή από την ασφάλεια του μικροαστικού του σπιτιού…

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr