Cello & Laptop – Parallel paths (Envelope Collective)

cello
1. Room 102
2. Remaining Parts Of A Shipwreck
3. Shoreline
4. Wanderlust
5. La Souriante Madame Beudet

Ένα από τα πολλά σοκ που υπέστη (αλλά και υπέμεινε) το σώμα της τέχνης στη διάρκεια του ταραγμένου (κατά Hobsbawm) αιώνα των άκρων ήταν και ο περίφημος πίνακας του Κάζιμιρ Μάλεβιτς με τον περιεκτικό τίτλο «Λευκό πάνω σε λευκό». Ο πίνακας ήταν ακριβώς αυτό: το λευκό που ξεχωρίζει(!), που έλεγε και μια παλιά διαφήμιση. Ήταν 1918, μόλις είχε τελειώσει το σφαγείο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και η εποχή επέτρεπε (έως και επέβαλλε) τέτοιες «κουλαμάρες». Πολλά μπορεί να παρατεθούν σε ερμηνευτική απόπειρα, από arty-farty αφορισμούς (φτάνοντας έως τον …Μαέβιους Παχατουρίδη του τηλεοπτικού ΑΜΑΝ) έως αναλύσεις για την απουσία χρώματος ή καλύτερα για την παρουσία όλων των χρωμάτων, για την αφαίρεση και τη δυναμική της. Γεγονός πάντως είναι ότι τέτοιες δηλώσεις είναι μοναδικές, αμίμητες και ανεπανάληπτες μέσα στο σαφώς καθορισμένο νοηματικό τους πλαίσιο… Έξω από αυτό χάνουν κάθε νόημα, ξεπέφτουν σε προσπάθειες εκζήτησης κενού εντυπωσιασμού.

Αρκετά χρόνια αργότερα (μετά από ένα ακόμη μεγαλύτερο σφαγείο!) την αντίστοιχη απόπειρα στη μουσική υπέγραψε ο John Cage στο διαβόητο εκείνο «4’33»». Τέσσερα λεπτά και τριάντα-τρία δευτερόλεπτα συμπυκνωμένης φιλοσοφίας περί ήχου και περί σιωπής, ή καλύτερα περί ανυπαρξίας της σιωπής. Γιατί η μουσική όπως και η φύση δεν απεχθάνεται απλά το κενό. Κατ’ ουσία το κενό δεν υπάρχει, ακόμη και στον απόλυτο μεσοαστρικό χώρο κβαντικά σωματίδια πεθαίνουν και αναγεννώνται σε έναν αέναο κύκλο, ακόμη και στο πιο απόλυτα ηχομονωμένο δωμάτιο ο άνθρωπος θα ακούσει τον χτύπο της καρδιάς του. «Silence is sexy» θα υπερθεματίσουν προς το τέλος του αιώνα κάποιοι διαβόητοι θορυβοποιοί μετά από πολυετή προϋπηρεσία στα μουσικά κομπρεσέρ (διόλου τυχαίο κι ας φαντάζει αντιφατικό στη βιαστική ανάγνωση!).

Cello & Laptop τιτλοφορείται το σχήμα που απαρτίζουν οι Ισπανοί Sara Galan και Edu Comelles. Σεμνό, ταπεινό, ίσως λίγο ξερό αλλά λίαν περιγραφικό το όνομα: δύο όργανα συνεισφέρουν στο δίσκο, το laptop (ναι, κι αυτό όργανο είναι) και το τσέλο (ναι, κι αυτό εξίσου «τεχνητό» όργανο είναι όπως το laptop). Απουσιάζει όμως ο τρίτος παίκτης: η σιωπή. Γιατί το «Parallel paths» είναι ένας δίσκος-σπουδή πάνω στη διαχείρισή της, όπου χρησιμοποιείται όχι απλά ως καμβάς για την ανάπτυξη της μουσικής αλλά σαν ένας ισότιμος εταίρος, σαν ένα διαφορετικό, ιδιότροπο «όργανο». Μια καίρια τοποθετημένα παύση μπορεί να υποβάλει συναισθήματα ανείπωτα και άπιαστα από την πιο βιρτουόζικα παιγμένη μελωδία.

Ο μπαρμπα-Cage θα ήταν υπερήφανος για τα «φανταστικά ηχοτοπία» που δημιουργούν στο έργο τούτο οι επίγονοι του. Βόμβοι και νότες αιωρούνται σε ένα τυχαιοκρατικό σύμπαν, ο ήχος αντανακλάται παράγοντας ένα φυσικό reverb στους δραματικά άδειους χώρους του «Room 102», ηχογραφημένου στο μουσείο Βασίλισσα Σοφία της Μαδρίτης. Είναι δε αυτός ο διάλογος-αντίλογος-σύνθεση-αντίθεση της παλιάς και της σύγχρονης τεχνολογίας που υποβάλει μια γαλήνια μελαγχολία, σαν να παρακολουθείς μια σούπερ οθόνη πλάσμα να μεταδίδει εικόνες από δεκαετία του ’20, με ανθρώπους που ξέρεις ότι είναι όλοι πλέον νεκροί (το τελευταίο κομμάτι είναι εμπνευσμένο άλλωστε από την ομώνυμη βωβή ταινία του σουρεαλιστή Germaine Dulac). Προσοχή όμως, ας μην υποκύψουμε στην ευκολία της ταμπέλας «κινηματογραφική μουσική», η οποία όχι μόνο είναι αυθαίρετη, όχι μόνο αποδίδει στη μουσική μια ετεροκαθοριζόμενη διάσταση αλλά εν τέλει δεν εκφράζει και απολύτως τίποτε (κάθε είδος μουσικής είναι δυνητικά «κινηματογραφικό»).

Να σταθώ σε ένα ακόμη εξαιρετικό (έως και συγκλονιστικό) παράδειγμα; «Shoreline». Εδώ τα κενά της μουσικής πλημμυρίζουν με θαλασσινό νερό, το βουητό και την αντάρα της αιωνιότητας, σε ένα υπόδειγμα χρήσης ηχογραφήσεων πεδίου η οποία στο τέλος αφήνει μια αίσθηση υποβρύχιου κόσμου ανάλογη εκείνης που δημιούργησε (με διαφορετικά προφανώς μέσα και αντίληψη) ο Matt Elliott στο εξίσου ανατριχιαστικό «Kursk».

Ο δίσκος κυκλοφορεί εκεί έξω σε 200 μόλις, αριθμημένα στο χέρι αντίτυπα, συσκευασμένα σε ένα λιτό εξώφυλλο αποκλειστικά σε αποχρώσεις (50;) του γκρίζου. Έχω επίγνωση ότι δεν πρόκειται για εύκολο έργο, ότι θέλει το χρόνο του, επιζητά προσοχή, και απαιτεί συνέργια του ακροατή γιατί αφήνει άπλετο χώρο για σκέψεις και συναισθήματα. Κι αν ήδη κάποια φρύδια έχουν σηκωθεί σε δυσπιστία απέναντι σε κάτι το οποίο μοιάζει επίφοβα πειραματικό (και όχι αδίκως εδώ που τα λέμε, αν λάβουμε υπόψη τι συμβαίνει στη σύγχρονη παραγωγή), θα πρέπει ωστόσο να αποφύγουμε και το άλλο άκρο, αυτό της εύκολης και συλλήβδην καταδίκης «επί ακαδημαϊσμώ» για οτιδήποτε δεν κατανοούμε άκοπα και με την πρώτη προσπάθεια. Η ζωή έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν μόνο για τα εύκολα. Ούτε και η μουσική ασφαλώς…

8.5

 1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε