Damon Albarn – Everyday robots (Parlophone)

damon
1. Everyday robots
2. Hostiles
3. Lonely press play
4. Mr Tembo
5. Parakeet
6. The shelfish giant
7. You and me
8. Hollow ponds
9. Seven high
10. Photographs (you are taking now)
11. The history of a cheating heart
12. Heave seas of love

Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα, Σεπτέμβρης φυσάει στην καρδιά, τα πρώτα μηνύματα του χειμώνα που έρχεται, είμαι πια 45, δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, φταίει η ζωή που είναι μικρή, θέλω την παλιά μου γειτονιά, τώρα υπάρχει μόνο αλλοτρίωση, σήμερα δεν επικοινωνούμε πια όπως τα παλιά τα καλά τα χρόνια, η άψυχη τεχνολογία μας απομονώνει από τη φύση, «είμαστε καθημερινά ρομπότ στα τηλέφωνα μας», ποτέ οι στέγες των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά και οι καρδιές τόσο μακριά.

(Ναι, το είχαμε διαδηλώσει κι από παλιά, modern life is rubbish, αλλά μην το παίρνετε και της μετρητοίς, με τα (μετρητά) κέρδη και τα πλεονεκτήματα της modern life μπορούμε να την υπονομεύουμε από τα …μέσα και να καταγγέλλουμε συγχρόνως την τεχνολογία με τα ίδια της τα μέσα).

Θυμάστε λοιπόν εκείνα τα παλιά τα καλά τα χρόνια; Ο Μπλερ είχε φέρει επιτέλους τον σοσιαλισμό στο Νησί, η Britannia ήταν πολύ cool, η Union Jack κυμάτιζε υπερήφανη στους χρηματιστηριακούς ναούς του City, η ποπ ήταν η βαριά βιομηχανία της χώρας, το εξαγώγιμο προϊόν, οι Βρετανικές μουσικές ταξιαρχίες ετοίμαζαν απόβαση στις ακτές της Αμερικής στα χνάρια των Beatles, μπροστάρηδες οι Oasis και οι Blur, τους έφαγε όμως η διχόνοια, ατελείωτα μελάνια είχαν χυθεί τότε για το φλέγον αυτό ζήτημα (και στα δικά μας μέρη παρεμπιπτόντως), ποιοι είναι τα αλαζονικά κωλόπαιδα και ποιοι οι ασυμβίβαστοι του συστήματος; Θα έλεγα ότι αμφότεροι το υπηρέτησαν με διαφορετικούς αλλά συμπληρωματικούς ρόλους, αλλά ας μην χαλάσω την ωραία εικόνα. Oh those were the days. Σαν όνειρο πέρασαν, ένα όνειρο τρελό και απατηλό.

Και σήμερα; Σήμερα ο Τόνι ο Μπλερ προσπαθεί να διασώσει ότι μπορεί από την υστεροφημία του μέσα από ιδρύματα και καλοπληρωμένες ομιλίες, στο City έχει πέσει μελαγχολία, τα πολλά (ψηφιακά) λεφτά την έκαναν γι’ αλλού, οι Αφοι Gallagher και τα περισσότερα άλλα ανθυπο-συγκροτήματα της brit pop αναζητούνται ανεπιτυχώς από τον Καλλιτεχνικό Ερυθρό Σταυρό, οι δε Blur επανασυνδέονται για συναυλίες που και που, έχει έρθει άλλωστε η σειρά της γενιάς των 90s να νοσταλγήσει και αυτή.

Ο Damon Albarn μπορούμε να πούμε ότι είναι από τους ελάχιστους επιβιώσαντες της σκηνής αυτής. Το πάλεψε ομολογουμένως πολύ, υποτίθεται ότι δεν διάλεξε και τον εύκολο δρόμο (ο οποίος θα ήταν;). Και τι δεν έκανε στη μετά-Blur εποχή. Πούλησε εκατομμύρια δίσκους με το μεταμοντέρνο εννοιολογικό σχήμα των Gorillaz, συμμετείχε σε συνεργασίες και υπερσυγκροτήματα (διάβαζε supergroups), έγραψε όπερες για αλχημιστές του 17ου αιώνα, ανακάλυψε κι αυτός το δρόμο για το …Βερολίνο της Αφρικής, το Μπαμακό, έφτασε μέχρι το Κονγκό, ανάστησε τον Bobby Womack. Και άλλα πολλά. Απανωτές αλλαγές, μια διαρκής επανεφεύρεση του εαυτού, σύνδρομο υπερκινητικότητας και ελλειμματικής προσοχής, άγχος της δημοσιότητας και της αποδοχής, στίγμα είναι η έλλειψη στίγματος. Δεν ξέρω τι απέμεινε από όλα αυτά, για μένα πάντως δεν είναι αυτό το πρότυπο του καλλιτέχνη, κάποιος δηλαδή που άγεται και φέρεται από τα άφθονα ερεθίσματα, προτιμούσα πάντοτε τους μουσικούς οι οποίοι ακολουθούν την πορεία τους βήμα-βήμα, με συνέπεια (και εμμονή αν θέλετε) ακόμη και στην αλλαγή τους. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…

Θα μου πείτε γιατί τα λέμε αυτά, έχoυν σημασία; Έχουν. Γιατί ο καθένας μας είναι και το παρελθόν του, το κουβαλάει όπως η χελώνα το καβούκι της (και μεταξύ μας, αν ο δίσκος αυτός έβγαινε από έναν άλλο Damon με πιο …ανώνυμο επώνυμο, σιγά μην ασχολούμασταν).

Και μετά από όλα αυτά, να ‘τος τώρα μπροστά μας, με σκυμμένο το κεφάλι, καθιστός σε ένα σκαμπό, σεμνός, ταπεινός και μελαγχολικός. Και με διάθεση εξομολογητική. Αυτοβιογραφικό δίσκο τον χαρακτηρίζουν πάντως, ο ίδιος έχει μάλιστα πει ότι κάθε στίχος κάπου βασίζεται στην πραγματική ζωή, στην Αγγλία ήδη οι Σέρλοκ Χολμς ασχολούνται με την αποκρυπτογράφηση των λόγων του ποιητή, με αποκαλύψεις από τη ζωή του, ναι στο «You And Me» το You δεν είναι άνθρωπος, αλλά η ηρωίνη, και όχι, έχει το θάρρος εδώ να μην πει το σύνηθες «απεταξάμην», όχι, η ηρωίνη ήταν μια καλή αλλά δύσκολη σύντροφος στη δημιουργία, την άφησα πίσω τώρα αλλά δεν μετανιώνω. Βρήκανε δουλειά να γράφουνε πάντως…

Όσο δε κι αν φαίνεται περίεργο, το «Everyday robots» είναι ο πρώτος του δίσκος, ο πρώτος δηλαδή που υπογράφει με το όνομα του. Και αυτό ίσως θέλει να πει κάτι. Ευκαιρία για επανασυστάσεις, εγώ είμαι, με λένε Damon Albarn (και δεν είμαι και τόσο καλά), χωρίς να κρύβομαι πίσω από κόμικ και συνεργασίες. Βέβαια το «σόλο δίσκος» μην το παίρνετε και αυτό της μετρητοίς, ο δίσκος έχει φτιαχτεί with a (not so) little help from my friends, πολλές και επίλεκτες δυνάμεις έπεσαν στη δουλειά. Από την Natasha Khan η οποία συνεισέφερε μερικούς ψιθύρους, μια χορωδία από την παλιά του παιδική γειτονιά μέχρι το αφεντικό της XL Recordings, τον Richard Russell ο οποίος έβαλε νομίζω το καθοριστικό χέρι, χάρις σε αυτόν και την παραγωγή του ένας δίσκος τόσο εξαντλητικά και λεπτομερειακά δουλεμένος ακούγεται λιτός και αφαιρετικός. Και κρυστάλλινα διαυγής. Ο συνδυασμός αυτών των φαινομενικά αντιφατικών στοιχείων είναι ίσως το σημαντικότερο κατόρθωμα του παρόντος έργου. Η δε παρουσία του Brian Eno σε δύο κομμάτια διόλου δεν αναιρεί την οπτική αυτή, αντίθετα μάλιστα την υποστηρίζει.

Το αποτέλεσμα, όπως υπονοήσαμε και παραπάνω, πηγαίνει υφολογικά προς τον κάπως νεφελώδη όρο folktronica, νεφελώδη όσον αφορά τον ορισμό, γιατί στην πράξη λίγο-πολύ συνεννοούμαστε για το αποτέλεσμα (κάτι σαν το δικό μας έντεχνο, θα πει ο κακεντρεχής εαυτός μου). Το πιάνο αποτελεί τον βασικό καμβά πάνω στον οποίο διαγράφονται ένα σωρό πινελιές από ένα σωρό άλλα όργανα, σε κάθε κομμάτι υπάρχει και μια τέτοια αντισυμβατικά και καίρια τοποθετημένη έτσι ώστε να του προσδίδει έναν ελαφρώς διακριτό χαρακτήρα. Άλλοτε λίγο πιο soul, άλλοτε λίγο gospel ή πιο folk, πάντοτε όμως από ένα ποπ πρίσμα, χωρίς όμως τούτο να υπονοεί ευκολία (τηρουμένων των αναλογιών το αντίθετο θα έλεγα). Και το σύνολο κυλά τεμπέλικα και χαλαρά, ευχάριστα και μελωδικά παρά το βάρος των στίχων, κάποια κομμάτια είναι έως και παιχνιδιάρικα, όπως το «Mr Tembo» το οποίο αναφέρεται σε ένα μωρό ελέφαντα που συνάντησε κάποτε σε έναν ζωολογικό κήπο.

Τελικά πείθει ο δίσκος; Ναι, μπορεί κατά στιγμές να γίνει και γλυκόπικρα συγκινητικός (όπως στο «Lonely press play» ή στο «Photographs (you are taking now)»). Από μια άλλη σκοπιά, όχι. Η μελαγχολία του μου μοιάζει με την εκ του ασφαλούς μελαγχολία του ανθρώπου ο οποίος έχει ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, αλλά δεν δέχεται να καταβάλει ούτε καν το ελάχιστο τίμημα της επιτυχίας, προσωπικά αυτοί οι καλλιτέχνες δεν με πείθουν, μου θυμίζουν κάπως τον πατροκτόνο ο οποίος στο δικαστήριο επικαλείται ως άλλοθι την ορφάνια του (γι’ αυτό π.χ. δεν συγκινήθηκα ποτέ ιδιαίτερα από το «Wall» των Pink Floyd).

Ψυχολογισμοί; Ναι. Τελικά, μήπως πρέπει να διαχωρίζουμε το έργο από τον άνθρωπο-καλλιτέχνη; Ναι… Όχι ότι είναι και πολύ εύκολο βέβαια…

09/05/2014

7

 

1η δημοσίευση: http://www.mic.gr

Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε